ΓΝΩΜΗ A18/2020
ΑΔΑ: ΩΒΔΓΟΞΤΒ-ΦΓΙ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
EΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
(Της διαδικασίας του άρθρου 2, παρ. 2, περ. γ' (αα) ν. 4013/2011)
Στην Αθήνα σήμερα, την 8η Μαΐου τoυ έτoυς δύo χιλιάδες είκοσι (2020), ημέρα Παρασκευή και ώρα 10:30 και επί της οδού Κεφαλληνίας 45 και Κομνά Τράκα, όπoυ και τα γραφεία της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση, μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής.
Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά την συνεδρίαση τα ακόλουθα:
Αντιπρόεδρος: Αδάμ Καραγλάνης (Προεδρεύων)
Μέλη: Δημήτριος Λουρίκας, μέσω τηλεδιάσκεψης Δημήτριος Σταθακόπουλος, μέσω τηλεδιάσκεψης Μαρία Στυλιανίδη, Ερωφίλη Χριστοβασίλη, Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης, μέσω τηλεδιάσκεψης
Γραμματέας: Μαρία Αντωνοπούλου, Π.Ε. Διοικητικού – Οικονομικού.
Εισηγήτρια: Ελένη Σταθοπούλου, Νομικός, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης παρέστησαν η εισηγήτρια Ε. Σταθοπούλου (μέσω τηλεδιάσκεψης), η Αν. Προϊσταμένη του Τμήματος Γνωμοδοτήσεων Χ. Καξιρή (μέσω τηλεδιάσκεψης), και η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Μελετών και Γνωμοδοτήσεων, Μ. Καλογρίδου, οι οποίοι αποχώρησαν πριν την έναρξη της διαδικασίας ψηφοφορίας και της λήψης απόφασης από τα Μέλη της Αρχής.
Θέμα: Διατύπωση γνώμης της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ’ υποπερ. (αα) του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, επί διατάξεων σχεδίου νόμου του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου με τίτλο «Βελτίωση της μεταναστευτικής νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξεις»
**********************
Την 30.04.2020 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου με τίτλο «Βελτίωση της μεταναστευτικής νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξεις». Στο ως άνω σχέδιο νόμου, περιλαμβάνονται διατάξεις, οι οποίες αφορούν σε ζητήματα δημοσίων συμβάσεων και ειδικότερα τα άρθρα 56 «Τροποποίηση άρθρου 96 ν. 4368/2016» και 59 «Συμβάσεις πληροφοριακών συστημάτων Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου» όπως κατωτέρω παρατίθενται.
Ι. Οι προτεινόμενες διατάξεις και οι αντίστοιχες αναφορές της αιτιολογικής έκθεσης έχουν ως εξής :
«Άρθρο 56
Τροποποίηση άρθρου 96 ν. 4368/2016
1. Η παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4368/2016 (Α’ 21) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου και μέχρι τις 31.12.2021, το Δημόσιο, οι δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφέλειας προβαίνουν στις ενέργειες αρμοδιότητάς τους, που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση της απρόβλεπτης αύξησης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και της συνακόλουθης προσφυγικής μεταναστευτικής κρίσης, κυρίως στους τομείς της μεταφοράς, διαμονής, σίτισης, ασφάλειας, καθαριότητας και υγειονομικής περίθαλψης των προσφύγων και μεταναστών.
2. Το πρώτο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 96 του ν. 4368/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«Να προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ή να συνάπτουν με τρίτους συμβάσεις εκτέλεσης έργων, παροχής υπηρεσιών, προμήθειας αγαθών ή μισθώσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την αύξηση των μεταναστευτικών - προσφυγικών ροών, ιδίως σχετικά με την ίδρυση, κατασκευή, συντήρηση, μετατροπή και λειτουργία των δομών της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4375/2016, των Προαναχωρησιακών Κέντρων Κράτησης Αλλοδαπών καθώς και των Περιφερειακών Γραφείων Ασύλου
Άρθρο 59
Συμβάσεις πληροφοριακών συστημάτων Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου
Το άρθρο 112 του ν. 4674/2020 (Α’ 53) καταλαμβάνει και την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση πληροφοριακών συστημάτων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του πλαισίου διαχείρισης της πρώτης υποδοχής, της ταυτοποίησης και της διαχείρισης αιτήσεων ασύλου των προσφύγων, μεταναστών και αιτούντων άσυλο, καθώς και τις απολύτως συναφείς υπηρεσίες και προμήθειες.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Με το άρθρο 56 παρατείνεται η προθεσμία εντός της οποίας οι αρμόδιοι φορείς προβαίνουν στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, κυρίως στους τομείς της μεταφοράς, διαμονής, σίτισης, ασφάλειας, καθαριότητας και υγειονομικής περίθαλψης των προσφύγων και μεταναστών, καθώς κρίνεται αναγκαία για την παροχή σχετικής ευελιξίας στους δημόσιους φορείς, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν κρίσιμες και έκτακτες καταστάσεις.
Με το άρθρο 59 διευκρινίζεται η έκταση εφαρμογής του άρθρου 112 του ν. 4674/2020, με το οποίο επεκτάθηκε η εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 21 του ν. 4251/2014. Η διευκρίνιση κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να υπάρξει ασφάλεια δικαίου αναφορικά με τις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων που σχετίζονται με τον ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα της αντιμετώπισης της μεταναστευτικής κρίσης και των κινδύνων που απορρέουν από αυτή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.»
ΙΙ. Αρμοδιότητα Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011: «Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: [….] γ) Γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα: αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής […] Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της παρούσας περίπτωσης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου.».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 35 του Οργανισμού και Κανονισμού Λειτουργίας Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., ο οποίος θεσπίσθηκε με το άρθρο 53 του ν. 4605/2019, «Στην περίπτωση που η Αρχή, κατά την ενάσκηση της γνωμοδοτικής της αρμοδιότητας, κρίνει ότι διατάξεις σχεδίου νόμου, προεδρικού διατάγματος, άλλης κανονιστικής πράξης ή κανονισμοί λειτουργίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 2 περίπτωση γ’ υποπερίπτωση αα), ββ), γγ), αλλά δεν της έχουν κοινοποιηθεί, δύναται και αυτεπαγγέλτως να ασκήσει την κατά περίπτωση γνωμοδοτικής της αρμοδιότητα, ακόμα και αν η σχετική διάταξη, πράξη ή κανονισμός έχει ήδη δημοσιευτεί.»
Επισημαίνεται ότι οι σχετικές διατάξεις δεν υπεβλήθησαν στην Αρχή για έκδοση της απαιτούμενης κατ’άρθρο 2 παρ. 2 περ. αα’ του ν. 4013/2011 και, κατά συνέπεια, η Αρχή προβαίνει στην ενάσκηση της γνωμοδοτικής της αρμοδιότητας αυτεπαγγέλτως κατά τα οριζόμενα στην παρ. 7 του άρθρου 35 του Οργανισμού και Κανονισμού Λειτουργίας της.
ΙΙΙ. Συναφείς διατάξεις
1. Το σύνολο των διατάξεων του ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», ως τροποποιημένος ισχύει.
2. Το τροποποιούμενο με την προτεινόμενη διάταξη άρθρο 96 «Συνδρομή του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης και σύσταση συντονιστικού οργάνου» του ν. 4368/2016 «Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις», ως τροποποιημένο ισχύει :
«1. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου και μέχρι τις 30.06.2020, το Δημόσιο, οι δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφέλειας προβαίνουν στις ενέργειες αρμοδιότητάς τους, που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση της απρόβλεπτης αύξησης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και της συνακόλουθης προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, κυρίως στους τομείς της μεταφοράς, διαμονής, σίτισης, καθαριότητας και υγειονομικής περίθαλψης των προσφύγων και μεταναστών.
2. Οι φορείς της παραγράφου 1 δύνανται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης:
α. Να προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ή να συνάπτουν με τρίτους συμβάσεις εκτέλεσης έργων, παροχής υπηρεσιών, προμήθειας αγαθών ή μισθώσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την αύξηση των μεταναστευτικών - προσφυγικών ροών, ιδίως σχετικά με την ίδρυση, κατασκευή, συντήρηση, μετατροπή και λειτουργία των Δομών Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών, καθώς και των Προαναχωρησιακών Κέντρων Κράτησης Αλλοδαπών. Η διαδικασία σύναψης των προηγούμενων συμβάσεων δύναται, λαμβανομένων υπόψη και λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, οι οποίοι ειδικώς αιτιολογούνται, να διενεργείται, ανεξαρτήτως ποσού, κατόπιν διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού για την αντιμετώπιση της έκτακτης και απρόβλεπτης αύξησης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και της συνακόλουθης επιδείνωσης της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, και στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο, με την επιφύλαξη εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις.
β. Ειδικότερα το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α.) δύναται να διευθύνει και να συντονίζει, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής Υποδοχής και Ασύλου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες και αρχές, καθώς και τους κοινωνικούς φορείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις που επικουρούν τη λειτουργία των ΚΕ.Π.Υ./Κ.Υ.Τ. και των Δομών Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας, αποκλειστικά σε ό,τι αφορά στη μεταφορά, διαμονή, σίτιση και υγειονομική περίθαλψη των προσφύγων και μεταναστών, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην περίπτωση α` της παραγράφου αυτής. Στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α.) συστήνεται Κεντρικό Συντονιστικό Όργανο Διαχείρισης Προσφυγικής Κρίσης (ΚΕ.Σ.Ο.Δ.Π.) προς εξυπηρέτηση των σκοπών του προηγούμενου εδαφίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Εσωτερικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζονται οι αρμοδιότητές του, η στελέχωσή του και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοιες αποφάσεις συστήνονται Τοπικά Συντονιστικά Κέντρα (ΤΟ.Σ.ΚΕ.Δ.Π.), όπου απαιτείται, και καθορίζονται ομοίως οι αρμοδιότητές τους, η στελέχωσή τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου καταλαμβάνουν το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης του άρθρου 20 του ν. 3402/2005 (Α` 258) με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του ν. 3106/2003 (Α` 30), όπως ισχύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του που σχετίζονται με την προστασία, εκπροσώπηση και εποπτεία ασυνόδευτων ή χωρισμένων ανηλίκων προσφύγων και μεταναστών».
4. Οι δαπάνες για τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της παραγράφου 2 δύνανται να καλύπτονται από πιστώσεις είτε του τακτικού Προϋπολογισμού καθ` υπέρβαση των εγγεγραμμένων πιστώσεων των Υπουργείων, είτε του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) είτε του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ, καθ` υπέρβαση του συνολικού ανώτατου ορίου δαπάνης του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ κατά την έννοια του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 78 του ν. 4270/2014 (Α`143).».
3. Η παρ. 30 του άρθρου 80 «Μεταβατικές διατάξεις» του ν. 4375/2016 «Οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Ασύλου, Αρχής Προσφυγών, Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης σύσταση Γενικής Γραμματείας Υποδοχής, προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)» (L 180/29.6.2013), διατάξεις για την εργασία δικαιούχων διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις», σύμφωνα με την οποία : «Το άρθρο 96 του ν. 4368/2016 (Α 21), καθώς και οι διαδικασίες χρηματοδότησης δαπανών που αναλαμβάνονται από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξακολουθούν να ισχύουν.»
4. Η παρ. 10 του άρθρου 14 του ν. 4332/2015, ως τροποποιημένη ισχύει :
«10. Τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού, στα διοικητικά όρια των οποίων λειτουργούν Κέντρα Πρώτης Υποδοχής (ΚΕ.Π.Υ.), Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) και Ανοιχτές Δομές Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών ή διαθέτουν χώρους για την κάλυψη έκτακτων αναγκών στέγασης και προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών, καθώς και οι φορείς των Ο.Τ.Α. αυτών, δύνανται για την αντιμετώπιση έκτακτων και επειγουσών αναγκών, κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης διάταξης, να προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες και να συνάπτουν με τρίτους συμβάσεις εκτέλεσης έργων, παροχής υπηρεσιών, προμήθειας αγαθών ή μισθώσεων κινητών και ακινήτων σε ό,τι αφορά την υποδοχή και φιλοξενία νεοεισερχόμενων πολιτών τρίτων χωρών αποκλειστικά για την κάλυψη αναγκών προσωρινής στέγασης, τη λειτουργία των ανωτέρω εγκαταστάσεων, τη μεταφορά από τα σημεία άφιξης ή προσωρινής διαμονής προς ή από τις προσωρινές ή μόνιμες εγκαταστάσεις φιλοξενίας, οι οποίες βρίσκονται εντός και εκτός των γεωγραφικών τους ορίων, τη σίτιση, την άμεση ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα έξοδα ταφής, τη διαχείριση ανθρωπιστικής βοήθειας και κάθε προσφοράς σε χρήμα ή είδος, τη διαχείριση, μεταφορά, αποθήκευση και διανομή αυτής, μεταφορά ανηλίκων προσφύγων για εκπαιδευτικούς λόγους, καθώς και κάθε άλλη απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω σκοπών δαπάνη.
Η ως άνω διάταξη ισχύει από 1.1.2018.».
Για την αποθήκευση και διανομή των ανωτέρω ειδών πρώτης ανάγκης οι Περιφέρειες, δύνανται να συστήνουν Κέντρα αποθήκευσης και διανομής, σε συνεργασία και με άλλους δημόσιους φορείς, με απόφαση του Περιφερειάρχη ή με κοινή απόφαση με το αρμόδιο για τη διοίκηση του έτερου φορέα οργάνου, στην οποία θα καθορίζονται οι όροι λειτουργίας τους. Τα Κέντρα αυτά μπορούν να στελεχώνονται με υπαλλήλους των ανωτέρω φορέων.
Η διαδικασία σύναψης των συμβάσεων των προηγούμενων εδαφίων, καθώς και των αντίστοιχων συμβάσεων των Υπουργείων και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων δύναται, για λόγους κατεπείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, λαμβανομένων υπ’ όψιν και λόγων δημόσιας τάξης, οι οποίοι ειδικώς αιτιολογούνται, να διενεργείται κατόπιν διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τις δημόσιες συμβάσεις.
Μέχρι τις 31.12.2020 οι συμβάσεις αυτές θεωρούνται ότι καλύπτουν την προϋπόθεση των σχετικών διατάξεων περί συνδρομής έκτακτης και κατεπείγουσας ανάγκης, οφειλόμενης σε γεγονότα απρόβλεπτα για τις αναθέτουσες αρχές, που δεν απορρέουν από δική τους ευθύνη, κατά παρέκκλιση της υποπερίπτωσης δδ` περίπτωση γ`, παράγραφος 2 του άρθρου 2 του ν. 4013/2011 (Α` 204).
Οι ανωτέρω δαπάνες, καταβάλλονται από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού των ανωτέρω κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του οικείου οργάνου. Με αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, είναι δυνατή η κατανομή ποσών στους ανωτέρω φορείς, από πιστώσεις είτε του Τακτικού Προϋπολογισμού είτε του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, είτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, προκειμένου να καλυφθούν αποκλειστικά και μόνο οι δαπάνες για τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της παραγράφου αυτής. Κατά την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 26 και 30 του ν. 4251/ 2014».
5. Η παρ. 8 του ν. 4033/2011 «Προσαρμογή στις διατάξεις της Οδηγίας 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της Οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου - Ενσωμάτωση ρυθμίσεων, μέτρα εφαρμογής και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιημένη ισχύει : «8. α. Για θέματα στέγασης, σίτισης, υγιεινής, ίδρυσης και λειτουργίας υποδομών και για θέματα παροχής υπηρεσιών, προμηθειών και δημοσίων έργων, απολύτως αναγκαίων για τις διαδικασίες πρώτης υποδοχής, υποδοχής, ασύλου και επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών που εισέρχονται χωρίς τους νόμιμους τύπους στη χώρα και για τις οποίες συντρέχουν για χρονικό διάστημα έως και της 31 Δεκεμβρίου 2015 λόγοι κατεπείγουσας ανάγκης, οι οποίοι αιτιολογούνται πλήρως και επαρκώς με απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25 του Π.δ.60/2007 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών», όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής και την Οδηγία 2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005» (Α`64), είναι δυνατή στις σχετικές δημόσιες συμβάσεις έργων, εκπόνησης μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις, η εφαρμογή της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού. Η προαναφερόμενη διαδικασία ισχύει για τα θέματα συμβάσεων που αφορούν κάθε κατηγορία των ως άνω προβλεπομένων, υπό εδάφιο 1, υποδομών και υπηρεσιών και κάθε τόπο εγκατάστασής τους.»
6. Το άρθρο δεύτερο του ν. 4366/2016, με τον οποίο κυρώθηκε η από 30/12/2015 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α 184/30-12-2015, με το οποίο ορίσθηκε ότι :
«1. Η παρ. 8 του άρθρου 28 του Ν. 4033/2011 (Λ` 64), όπως ισχύει, εφαρμόζεται και στα προαναχωρησιακά κέντρα κράτησης του Ν. 3907/2011 (Λ` 7).
2. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, αρμόδιου για θέματα Μεταναστευτικής Πολιτικής ορίζεται η αρμόδια Διεύθυνση και ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την προσωρινή στέγαση (λυομένων οικίσκων κ.λπ.) στους χώρους προσωρινής φιλοξενίας και παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών.
3. Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 28 του Ν. 4033/2011 (Λ` 64), όπως ισχύει, παρατείνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016.»
7. Η παρ. 6 του άρθρου 1 «Πολυθεσία» του ν. 1256/1982 «Για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα καθώς για το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Νομικό Συμβούλιο του κράτους και άλλες διατάξεις.», ως τροποποιημένη ισχύει :
«6. Η αληθινή έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9 του νόμου 1232/1982 για την "επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις" είναι ότι στο δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται όλοι οι κρατικοί φορείς ανεξάρτητα από το καθεστώς δημοσίου ή ιδιωτικού ή μικτού δικαίου που τους διέπει ήτοι:
α) οι Κρατικές ή Δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκπροσωπούνται από το νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, β) οι Κρατικοί ή Δημόσιοι Οργανισμοί σαν κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γ) οι Κρατικές ή Δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις όπως η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, η Ελληνική Ραδιοφωνία - Τηλεόραση κλπ. δ) Τα Κοινωφελή Ιδρύματα του Αστικού Κώδικα που περιήλθαν στο Δημόσιο και χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται απ` αυτό. "Και προκειμένου για τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών εφ` όσον το σύνολο των ακαθαρίστων απολαβών αυτών από έξοδα παράστασης ως μελών της Ακαδημίας, συντάξεις, μισθούς ενεργείας, υπερβαίνουν τις ακαθάριστες αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όπως ορίζονται στο άρθρο 6 αρ. 1 αυτού το νόμου". ε) οι Τραπεζιτικές και άλλες ανώνυμες εταιρείες στις οποίες είτε τα κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις νομικά πρόσωπα έχουν το σύνολο ή την πλειοψηφία των μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου είτε έχουν κρατικό προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση, όπως η Τράπεζα Ελλάδος, η Αγροτική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, η Κτηματική Τράπεζα, η Εμπορική Τράπεζα, η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως κ.α. στ) τα κρατικά νομικά πρόσωπα που έχουν χαρακτηρισθεί από το νόμο ή τα δικαστήρια ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως ο Οργανισμός Συγκοινωνιών Ελλάδος, ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός και που χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από οποιοδήποτε των προναφερομένων νομικών προσώπων. ζ) Οι θυγατρικές ανώνυμες εταιρείες των πιο πάνω Νομικών Προσώπων των εδαφίων α` - στ` αυτής της παραγράφου που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτά.»
Σημειώνεται σχετικά ότι κατά το άρθρο 51 του Ν. 1892/1990 (Α` 101), όπως αυτό συμπληρώθηκε διά του άρθρου 4 παρ. 6 του Ν. 1943/1991 (Α` 50), ορίζεται ότι: «Ο κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 δημόσιος τομέας περιλαμβάνει μόνο: α. Τις κάθε είδους δημόσιες υπηρεσίες, που υπάγονται στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου και εκπροσωπούνται από αυτό. β. Τα κάθε είδους ν.π.δ.δ., εξαιρουμένων των Χρηματιστηρίων Αξιών, είτε αυτά αποτελούν οργανισμούς κατά τόπο είτε καθ` ύλην αυτοδιοίκησης. γ. Τις κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμούς, "καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς. δ. Τις τράπεζες που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, είτε στο σύνολό τους είτε κατά πλειοψηφία και ε. Τις κάθε είδους θυγατρικές εταιρείες των νομικών προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β` και γ` αυτού του άρθρου, εκτός από τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α. 2. Η κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου επαναοριοθέτηση του δημόσιου τομέα δεν θίγει την έκταση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 44 του ν. 1882/1990, οι οποίες κατισχύουν των γενικών ή ειδικών καταστατικών διατάξεων φορέων του κατά την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 ευρύτερου δημόσιου τομέα που προβλέπουν ένταξη στο μόνιμο προσωπικό υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί ως έκτακτοι. Στις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 1882/1990 υπάγονται και οι υπάλληλοι των φορέων του κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίοι έχουν προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου".
8. Το άρθρο 112 «Ανάπτυξη πληροφοριακών συστημάτων στις δομές φιλοξενίας» του ν. 4674/2000 «Στρατηγική αναπτυξιακή προοπτική των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ρύθμιση ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις.», σύμφωνα με το οποίο :
« Η διάταξη της παραγράφου 21 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014 (Α` 80) ισχύει και για την εκτέλεση έργων ανάπτυξης πληροφοριακών συστημάτων για τον έλεγχο της πρόσβασης και τη διάθεση παροχών στις δομές προσωρινής υποδοχής και φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών, καθώς και τα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης Αλλοδαπών, καθώς και τις απολύτως συναφείς με τα συστήματα αυτά προμήθειες.»
9. Η παρ. 21 του άρθρου 136 «Εξουσιοδοτικές διατάξεις» του ν. 4251/2014 «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ενταξης και λοιπές διατάξεις», ως τροποποιημένη ισχύει :
«21. Με απόφαση του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής μπορεί να χαρακτηρίζεται ως απόρρητη η προμήθεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 4412/2016 και η εκτύπωση των εντύπων βεβαιώσεων κατάθεσης αίτησης, που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 8, και των ειδικών βεβαιώσεων νόμιμης διαμονής που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 25.».
10. Η παρ. 4 του άρθρου 8 «Ίδρυση - Αποστολή – Διάρθρωση» του ν. 4375/2016 «Οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Ασύλου, Αρχής Προσφυγών, Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης σύσταση Γενικής Γραμματείας Υποδοχής, προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)» (L 180/29.6.2013), διατάξεις για την εργασία δικαιούχων διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις.», σύμφωνα με την οποία :
«4. Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης είναι:
α) τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.),
β) οι Κινητές Μονάδες Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Μ.Υ.Τ.),
γ) οι ανοικτές Δομές Προσωρινής Υποδοχής πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, οι οποίοι έχουν αιτηθεί διεθνή προστασία,
δ) οι ανοικτές Δομές Προσωρινής Φιλοξενίας πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών:
που βρίσκονται σε διαδικασία επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3907/2011 ή σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού σε συνδυασμό με το άρθρο 30 του ν. 3907/2011, ή των οποίων η απομάκρυνση έχει αναβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3907/2011 ή που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 5 ή 78 ή 78Α του ν. 3386/2005.»
ΙV. Επί της σκοπιμότητας, της νομιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων
Α. Με την υπό εξέταση διάταξη του άρθρου 56, αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4368/2016, βάσει της οποίας, παρέχεται η δυνατότητα στο Δημόσιο, τις δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας να προβαίνουν στις ενέργειες αρμοδιότητάς τους που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση της απρόβλεπτης αύξησης των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών και της συνακόλουθης προσφυγικής – μεταναστευτικής κρίσης, κυρίως στους τομείς της μεταφοράς, διαμονής, σίτισης (καθαριότητας) και υγειονομικής περίθαλψης των προσφύγων και μεταναστών, από ενάρξεως ισχύος της ως άνω τροποποίησης (17.12.2019), έως την 30.06.2020.
Με την εξεταζόμενη τροποποίηση, παρατείνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι αρμόδιοι κατά τα άνω φορείς δύνανται να προβαίνουν στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων κατά παρέκκλιση της κείμενης νομοθεσίας έως την 31.12.2021, καθώς, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την ως άνω διάταξη, η παράταση αυτή «κρίνεται αναγκαία για την παροχή σχετικής ευελιξίας στους δημόσιους φορείς, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν κρίσιμες και έκτακτες καταστάσεις.»
Περαιτέρω, αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 96 του ν. 4368/2016, με το οποίο οι κατά παρέκκλιση ανατιθέμενες συμβάσεις αφορούν ιδίως την ίδρυση, κατασκευή, συντήρηση, μετατροπή και λειτουργία των «Δομών Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών», αντί των οποίων αφορούν πλέον τις δομές της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4375/2016, ήτοι τις «Περιφερειακές Υπηρεσίες της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης», οι οποίες αποτελούνται από : α) τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.), β) τις Κινητές Μονάδες Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Μ.Υ.Τ.), γ) τιςι ανοικτές Δομές Προσωρινής Υποδοχής πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, οι οποίοι έχουν αιτηθεί διεθνή προστασία, και δ) τις ανοικτές Δομές Προσωρινής Φιλοξενίας πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών που βρίσκονται σε διαδικασία επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3907/2011 ή σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού σε συνδυασμό με το άρθρο 30 του ν. 3907/2011, ή των οποίων η απομάκρυνση έχει αναβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3907/2011 ή που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 5 ή 78 ή 78Α του ν. 3386/2005..
Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι, η τροποποιούμενη με την παρούσα διάταξη του άρθρου 96, όπως ισχύει, του ν. 4368/2016, (το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 80 περ. 30 ν. 4375/2016), κατετέθη στη Βουλή, ψηφίσθηκε και δημοσιεύθηκε χωρίς να τηρηθεί ο τύπος της προηγούμενης γνώμης της Αρχής, κατά παράβαση της πρόβλεψης του άρθρου 2 παρ. 2 περ. γ, υποπερ. (αα) του ν. 4013/2011. Εν συνεχεία, το ως άνω άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4650/2019, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή πριν την υποβολή του στην Αρχή για την άσκηση της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας, ψηφίσθηκε δε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πριν την έκδοση της υπ’αριθμ. Α19/2019 Γνώμης της Αρχής.
Συναφείς ρυθμίσεις περιλαμβάνονται, εξ άλλου, και στο άρθρο 116 του ν. 4674/2020 (Α’ 53), επί του οποίου εξεδόθη η Γνώμη Α8/2020 της Αρχής, ενώ και στο παρελθόν έχουν εισαχθεί και αντίστοιχες διατάξεις (βλ. ενδεικτικά Γνώμη Α12/2018 της Αρχής).
Η υπό εξέταση ρύθμιση αποτελεί ένα επιπλέον βήμα σε σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων που διαχρονικά θεσπίζουν ένα ιδιαίτερο, “εξαιρετικό”, καθεστώς για τη σύναψη συμβάσεων που αφορούν σε θέματα στέγασης, λειτουργίας των σχετικών εγκαταστάσεων, μεταφοράς, σίτισης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, υγιεινής, κλπ., υπηκόων τρίτων χωρών που εισέρχονται στην Ελληνική επικράτεια, κατά παρέκκλιση των κείμενων περί δημοσίων συμβάσεων διατάξεων.
Σύμφωνα με την συνοδεύουσα την άνω διάταξη αιτιολογική σκέψη, η παράταση αυτή «κρίνεται αναγκαία για την παροχή σχετικής ευελιξίας στους δημόσιους φορείς, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν κρίσιμες και έκτακτες καταστάσεις.» Από το πλήθος των σχετικών ρυθμίσεων (ενδεικτικά, παρ. 10 άρθρου 14 ν. 4332/2015, παρ. 8 άρθρου 28 ν. 4033/2011), αλλά και το μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτές εισάγονται και ισχύουν (εν προκειμένω, η εξεταζόμενη ρύθμιση καλύπτει το χρονικό διάστημα έως το τέλος του επόμενου έτους), είναι φανερό ότι πρόκειται πλέον για διαρκείς ανάγκες, την κάλυψη των οποίων η δημόσια διοίκηση οφείλει να σχεδιάζει και να προγραμματίζει εγκαίρως, μέσω ανοικτής διαγωνιστικής διαδικασίας, σε υλοποίηση των διεθνών και ενωσιακών δεσμεύσεων της χώρας και όχι με τρόπο αποσπασματικό.
Συναφώς, όσον αφορά τη βασική ρύθμιση του άρθρου 96 του ν. 4368/2016, ως τροποποιημένο ισχύει, επαναλαμβάνονται οι επισημάνσεις που διατυπώθηκαν με την υπ’αριθμ. Α19/2019 Γνώμη της Αρχής, τόσο ως προς τη γραμματική διατύπωση της διάταξης όσο και ως προς το πεδίο εφαρμογής της, καθώς και – κυρίως – εκείνες που αφορούν την προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση. Ειδικότερα:
Στο βαθμό που με τη ρύθμιση του άρθρου 96 επιχειρείται να καλυφθεί εκ του νόμου, με τρόπο γενικευμένο, μία εκ των απαράβατων προϋποθέσεων του ενωσιακού δικαίου για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης (κατεπείγουσα ανάγκη, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 περ. γ' του ν. 4412/2016, η οποία ενσωματώνει την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 περ. γ' της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ), καταργώντας ουσιαστικά τον κατά περίπτωση έλεγχο συνδρομής των σωρευτικά απαιτούμενων προϋποθέσεων της ως άνω διάταξης και εισάγοντας «τεκμήριο» σχετικά με την κατεπείγουσα και έκτακτη ανάγκη, οφειλόμενη σε απρόβλεπτα γεγονότα, επισημαίνονται εκ νέουτα εξής :
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 4412/2016, η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και επιτρέπεται να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες στο άρθρο 32 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ περιπτώσεις (αντίστοιχο άρθρο 32 του ν. 4412/2016) (βλ. σχετικώς ΔΕE, απόφαση της 8ης Απριλίου 2008, C-337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 2008, Ι-2173, σκέψη 56). Οι ανωτέρω διατάξεις, στο μέτρο που εισάγουν εξαιρέσεις που συνιστούν παρέκκλιση από τη βασική ρύθμιση, δηλαδή από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των αναγνωριζομένων από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) δικαιωμάτων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας.
Συγκεκριμένα, προκειμένου η Οδηγία 2014/24/ΕΕ να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη και οι αναθέτουσες αρχές τους δεν επιτρέπεται να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης που δεν προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία, το δε βάρος απόδειξης ότι συντρέχουν πράγματι οι εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την παρέκκλιση φέρει εκείνος που τις επικαλείται (βλ. ΔΕΚ, αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1995, C57/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 1995, σ. Ι-1249, σκέψη 23, της 28ης Μαρτίου 1996, C318/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλ. 1996, σ. Ι-1949, σκέψη 13, της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-84/013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλ. 2005, Ι-13947, σκέψη 48, της 14.09.2004, Υπόθεση C-385/02, της 12.01.1994, Υπόθεση C-296/92, της 17.11.1993, Υπόθεση C-71/02, της 10.03.1987, Υπόθεση C-199/85 επί του προϊσχύσαντος αντίστοιχου περιεχομένου δικαίου).
Κατά την έννοια της διάταξης της περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4412/2016, η αναθέτουσα αρχή έχει μεν ευχέρεια, κατ’ απόκλιση από το γενικό κανόνα διενέργειας ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, να συνάπτει δημόσια σύμβαση με προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης, μόνον όμως εφόσον συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις: ήτοι στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο, εάν λόγω κατεπείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε γεγονότα απρόβλεπτα για την αναθέτουσα αρχή, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές ή ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση.
Οι περιστάσεις που επικαλείται η αναθέτουσα αρχή για την αιτιολόγηση της κατεπείγουσας ανάγκης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική της ευθύνη. Η σχετική απόφαση της αναθέτουσας αρχής πρέπει να φέρει πλήρη και ειδική αιτιολογία, αναφερόμενη στους λόγους για τους οποίους αποφασίζεται η προσφυγή στην εν λόγω εξαιρετική διαδικασία. Επιπλέον, απρόβλεπτες περιστάσεις είναι τα γεγονότα που δεν μπορούν αντικειμενικά, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και λογικής, να προβλεφθούν, είναι δε ανεξάρτητα της βούλησης της αναθέτουσας αρχής και δεν πρέπει να απορρέουν από έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής (βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ 1747/2011, ΕΣ/Πράξ. 91, 105, 171, 191, 200, 205 και 214/2007, 15 και 74/2008 και Τμ.VI 3355/2009, 2050 και 935/2010 και ενδεικτικά αποφάσεις Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. 6, 9, 31, 81, 236, 254, 408 και 435/2013, 30, 31, 48, 66, 92 και 379/2014, 23 και 81/2015. Πρβ. επίσης, Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις σε σχέση με την τρέχουσα κρίση του ασύλου [Βρυξέλλες, 9.9.2015 COM(2015) 454 final] και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σε περιπτώσεις κατεπείγουσας ανάγκης: «Δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές παρεκκλίνουν εν προκειμένω από τη βασική αρχή της Συνθήκης σχετικά με τη διαφάνεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαιτεί η χρήση της διαδικασίας αυτής να εξακολουθήσει να γίνεται κατ’ εξαίρεση. Όλες οι προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά και πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (βλ., π.χ., την υπόθεση C275/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας, και την υπόθεση C-352/12, Consiglio Nazionale degli Ingenieri». Στην ως άνω Ανακοίνωση αναφέρεται, μάλιστα, ότι θα πρέπει να τεκμηριώνεται ότι δεν μπορεί να τηρηθεί ούτε η συντετμημένη προθεσμία παραλαβής προσφορών λόγω κατεπείγοντος).
Κατά πάγια νομολογία, τόσο το πρωτογενές δίκαιο των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο (Κανονισμοί, Οδηγίες, Αποφάσεις, Συστάσεις), υπερισχύουν των αντίστοιχων εθνικών δικαίων και, μάλιστα, των κοινών νομοθετικών κανόνων, όπως οι προτεινόμενοι με την παρούσα διάταξη σ/ν. Με την απόφαση, μάλιστα, C- 106/77 του ΔΕΚ, της 09-05-1978, Simmenthal II, έχει κριθεί ότι ο εθνικός δικαστής έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και να φροντίζει για την πλήρη ενέργεια των κανόνων αυτών, αφήνοντας ανεφάρμοστες διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι ασυμβίβαστες με το ενωσιακό δίκαιο.
Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις της εσωτερικής τους έννομης τάξεως για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C-114/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σελ. I3783, σκέψη 11, της 23ης Απριλίου 2009, C-321/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 9 και της 27ης Οκτωβρίου 2011, C-601/10, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 2011, σκέψη 41).
Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης για λόγους που άπτονται της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, υπό τον όρο ότι τα λαμβανόμενα κατά περίπτωση μέτρα, θα πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά (όπως έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου), να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο αναλογικότητας για το κατά πόσον το εθνικό μέτρο είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη σκοπού δημόσιας τάξης ή ασφάλειας, (η οποία, κατά το Δικαστήριο καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του). Πρόκειται, στην περίπτωση αυτή, για επιφύλαξη υπέρ της εθνικής κυριαρχίας, η άσκηση της οποίας όμως, θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της Συνθήκης και να μην αποτελεί μέσον αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκαλυμμένο περιορισμένο της ελεύθερης διακίνησης των αγαθών.
Είναι, συνεπώς, προφανές, ότι ενδεχόμενη επίκληση λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας θα πρέπει να συνοδεύεται από ειδική και εμπεριστατωμένη κατά περίπτωση τεκμηρίωση και όχι να χρησιμοποιείται κατά τρόπο γενικό και, ενδεχομένως, καταχρηστικό, για την κάλυψη επειγουσών αναγκών, για τις οποίες θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα έγκαιρος σχεδιασμός ή θα μπορούσαν να καλυφθούν με τη χρήση των δυνατοτήτων που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις (ενδεικτικά, με χρήση Συμφωνίας – Πλαίσιο ή Δυναμικού Συστήματος Αγορών, για το οποίο έχουν εκδοθεί από την Αρχή αντίστοιχα υποδείγματα και οδηγίες).
Κατά συνέπεια, η γραμματική διατύπωση του άρθρου 96, «λαμβανομένων υπόψη και λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης», κατατείνει στο να εξομοιώσει ως προς το αποτέλεσμα διαφορετικές ως προς τη φύση τους προϋποθέσεις, οι οποίες δικαιολογούν παρέκκλιση από τις βασικές αρχές της Συνθήκης, ήτοι αφ’ενός τους λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας και τους λόγους με βάση τους οποίους επιτρέπεται η παρέκκλιση από τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις.
Περαιτέρω, η πρόβλεψη για χρήση της εξαιρετικής διαδικασίας της διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ανεξαρτήτως ποσού, σε συνδυασμό «με την επιφύλαξη εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις», οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αφορά μόνον τις συμβάσεις των οποίων η εκτιμώμενη αξία, υπολογιζόμενη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ν. 4412/2016 (άρθρο 5 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ) δεν υπερβαίνει τα όρια που τίθενται από το άρθρο 5 του ν. 4412/2016.
Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να καταστεί σαφές, ποιες είναι οι διατάξεις από τις οποίες εισάγεται η υπό εξέταση παρέκκλιση και εάν η παρέκκλιση αυτή αφορά και την προβλεπόμενη κατά το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. δδ’ του ν. 4013/2011 γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Αρχής για την παροχή σύμφωνης γνώμης για την προσφυγή των αναθετουσών αρχών στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων άνω των ορίων. Εάν δε, η εν λόγω διάταξη αφορά μόνον τις διατάξεις κάτω των ορίων, θα πρέπει να επισημανθεί η ανάγκη τήρησης των κανόνων και των αρχών της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έχουν εξειδικευθεί μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, «Οι αρχές της ίσης µεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας συνεπάγονται την υποχρέωση διαφάνειας, η οποία, σύµφωνα µε τη νοµολογία του ∆ΕΚ «συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των ενδεχοµένων αναδόχων, προσήκοντος βαθµού δηµοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγµα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισµό καθώς και τον έλεγχο του αµερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισµού». Τέλος, ως προς το μέρος που η υπό εξέταση διάταξη αναφέρεται σε «μισθώσεις», θα πρέπει να διευκρινισθεί εάν αφορά μισθώσεις ακινήτων, οπότε και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αρχής η διατύπωση σχετικής γνώμης, καθώς η μίσθωση ακινήτων εξαιρείται ρητώς του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 περ. α’ του ν. 4412/2016 που αναφέρει ότι: «Το παρόν Βιβλίο (άρθρα 3 έως 221) δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών οι οποίες: α) έχουν ως αντικείμενο την αγορά ή μίσθωση, με οποιουσδήποτε χρηματοδοτικούς όρους, γης ή υφισταμένων κτισμάτων ή άλλων ακινήτων ή αφορούν δικαιώματα επ’ αυτών»).
Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι στην ψηφισθείσα διάταξη, οι κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες συμβάσεις δύνανται να χρηματοδοτούνται από πιστώσεις του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η σύναψή τους υπόκειται επιπλέον στους κανόνες που τίθενται από το εκάστοτε ταμείο χρηματοδότησής τους.
Τέλος, από άποψη σκοπιμότητας, η Αρχή επισημαίνει ότι οι ως άνω ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν παρεκκλίσεις από διατάξεις της κείμενης εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες συνιστούν κομβικές θεσμικές πολιτικές επιλογές της Πολιτείας, αποτελούν τους πυλώνες του προγράμματος μεταρρύθμισης του ελληνικού συστήματος δημοσίων συμβάσεων και αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό, τον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών, την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την ενίσχυση της διαφάνειας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Τέτοια είναι, ιδίως, η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ περ. δδ) του ν. 4013/2011, στις περιπτώσεις προσφυγής των αναθετουσών αρχών στη διαδικασία διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, η οποία προστατεύει τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ άλλων, προλαμβάνοντας αξιώσεις σε βάρος του, ερειδόμενες στην παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας.
Κρίνεται, κατά συνέπεια, ότι η ρύθμιση του άρθρου 96, ως τροποποιημένο ισχύει, εγείρει ζητήματα συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο (Οδηγία 2014/24/ΕΕ), όπως έχει ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 4412/2016, ενώ περαιτέρω, τυχόν καταχρηστική εφαρμογή της εξαιρετικής διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης, δύναται να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των γενικών αρχών της ΣΛΕΕ (αρχές της διαφάνειας, της μια διάκρισης, της ίσης μεταχείρισης κλπ) και στη μη αποδοτική χρήση των δημοσίων κονδυλίων.
Β. Με το προτεινόμενο άρθρο 59, επεκτείνεται η εφαρμογή του άρθρου 112 του ν. 4671/2020 στην «ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση πληροφοριακών συστημάτων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του πλαισίου διαχείρισης της πρώτης υποδοχής, της ταυτοποίησης και της διαχείρισης αιτήσεων ασύλου των προσφύγων, μεταναστών και αιτούντων άσυλο, καθώς και τις απολύτως συναφείς υπηρεσίες και προμήθειες.» Ειδικότερα, το άρθρο 112 του ν. 4674/2000 ορίζει ότι «Η διάταξη της παραγράφου 21 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014 (Α` 80) ισχύει και για την εκτέλεση έργων ανάπτυξης πληροφοριακών συστημάτων για τον έλεγχο της πρόσβασης και τη διάθεση παροχών στις δομές προσωρινής υποδοχής και φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών, καθώς και τα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης Αλλοδαπών, καθώς και τις απολύτως συναφείς με τα συστήματα αυτά προμήθειες.», η δε παρ. 21 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014 προβλέπει ότι «Με απόφαση του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής μπορεί να χαρακτηρίζεται ως απόρρητη η προμήθεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 4412/2016 και η εκτύπωση των εντύπων βεβαιώσεων κατάθεσης αίτησης, που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 8, και των ειδικών βεβαιώσεων νόμιμης διαμονής που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 25.».
Παρέχεται, συνεπώς, η δυνατότητα να χαρακτηρίζονται με απόφαση του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής (ήδη, Μετανάστευσης και Ασύλου) ως απόρρητες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 του ν. 4412/2016, οι προμήθειες και υπηρεσίες που αφορούν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση πληροφοριακών συστημάτων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του πλαισίου διαχείρισης της πρώτης υποδοχής, της ταυτοποίησης και της διαχείρισης αιτήσεων ασύλου των προσφύγων, μεταναστών και αιτούντων άσυλο.
Συναφώς, σημειώνεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 112 του ν. 4674/2020 δεν υπεβλήθη στην Αρχή, προκειμένου να ασκήσει την γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, ενώ η παρ. 21 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014 τροποποιήθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 4587/2018, επί του οποίου η Αρχή εξέδωσε τη Γνώμη Α12/2018.
Η Αρχή δεν υπεισέρχεται σε κρίση περί της σκοπιμότητας χαρακτηρισμού των ως άνω συμβάσεων ως απορρήτων. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι το άρθρο 15 του ν. 4412/2016, με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 15 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, προβλέπει την εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων που εφαρμόζονται κατά την ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων, πέραν των ρητώς αναφερομένων σε αυτό συμβάσεων που αφορούν θέματα άμυνας και ασφάλειας, αποκλειστικά στο μέτρο που η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας της χώρας δεν μπορεί να διασφαλιστεί με λιγότερο δραστικά μέτρα, όπως με την επιβολή απαιτήσεων για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που η αναθέτουσα αρχή καθιστά διαθέσιμες σε μία διαδικασία ανάθεσης σύμβασης ή στο μέτρο που η εφαρμογή των γενικών κανόνων θα υποχρέωνε τη χώρα να παράσχει πληροφορίες, τη δημοσιοποίηση των οποίων θεωρεί αντίθετη με τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας και κυβερνοασφάλειάς της. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όμως, θα πρέπει να τηρηθεί η ισχύουσα εθνική νομοθεσία ως προς την απαίτηση πλήρους και ειδικής αιτιολόγησης ως προς την κήρυξη ως απόρρητης της σχετικής σύμβασης ή της ανάγκης να συνοδεύεται αυτή από ειδικά μέτρα ασφαλείας (βλ. σχετικά γνωμοδοτήσεις Ολομέλειας ΝΣΚ 245/2019 με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία του ΔΕΕ C 615/2010, C 337/2005, C-187/2016, C-3-1988 ως προς την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων, καθώς και ΝΣΚ 188/2019, 172/2006, Πράξεις 17/2017 και 033/2019 ΣΤ Κλιμ. ΕΣ).
Περαιτέρω, ως προς τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης, η οποία συνιστά κατά παραπομπή νομοθέτηση, προτείνεται η αναδιατύπωσή της, ούτως ώστε το περιεχόμενό της να είναι σαφές, χωρίς να απαιτείται η αναζήτηση από τον εφαρμοστή της δύο διαφορετικών νομοθετημάτων (ν. 4674/2000, ν. 4251/2014). Ειδικά, επί της κατά παραπομπή νομοθέτησης, σημειώνεται ότι ναι μεν έχει παγίως κριθεί ότι, στη νομοθέτηση κατά παραπομπή, ο παραπέμπων νόμος είναι ανεξάρτητος από το νόμο στον οποίο γίνεται η παραπομπή και, κατά συνέπεια, η τροποποίηση ή κατάργηση του τελευταίου αυτού νόμου δεν επιφέρει αναγκαστικά την τροποποίηση ή κατάργηση του περιεχομένου του πρώτου, ο οποίος, έχοντας αυτοτελή ύπαρξη, παραμένει αμετάβλητος, με το περιεχόμενο που είχε ο νόμος στον οποίο γίνεται η παραπομπή πριν από την τροποποίηση του (ΟλΣτΕ 610/1988, ΣτΕ 2654/2003, 1735/2002, 1233/1971, 1352, 1449/1971, 214/1962, 75/1949, 162/1943, 259/1944, 398/1945, 210/1939, 481/1933, κ.α.), πλην, όμως, γίνεται συγχρόνως δεκτό ότι πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να ερευνάται το περιεχόμενο και ο σκοπός του νόμου για να κριθεί αν η τροποποίηση του νόμου, στον οποίο γίνεται η παραπομπή, έχει ως συνέπεια και την τροποποίηση του περιεχομένου του παραπέμποντος νόμου.
V. Συμπέρασμα
Κατόπιν των ανωτέρω, η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, ασκούσα την αρμοδιότητά της, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ΄, υποπερ. (αα) του ν.4013/2011 και το άρθρο 35 παρ. 7 του Οργανισμού και Κανονισμού Λειτουργίας της, γνωμοδοτεί με την επιφύλαξη των προπαρατεθεισών παρατηρήσεων, ιδίως ως προς το ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 56 με το ενωσιακό δίκαιο, επισημαίνοντας επιπλέον, ότι, τυχόν καταχρηστική εφαρμογή της εξαιρετικής διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης, δύναται να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των γενικών αρχών της ΣΛΕΕ (αρχές της διαφάνειας, της μη διάκρισης, της ίσης μεταχείρισης κλπ) και στη μη αποδοτική χρήση των δημοσίων κονδυλίων.
Αθήνα, 8 Μαΐου 2020
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Ο Αντιπρόεδρος
Αδάμ Καραγλάνης