Διοικητικό Έγγραφο

ΓΝΩΜΗ Α25/2020
ΑΔΑ: ΨΨΖ8ΟΞΤΒ-Ρ6Χ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
EΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
(Της διαδικασίας του άρθρου 2, παρ. 2,περ. γ΄, υποπερ. αα' του ν. 4013/2011)
Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Στην Αθήνα σήμερα, την 3η Ιουλίου του έτους δύο χιλιάδες είκοσι (2020), ημέρα Παρασκευή και ώρα 9.30 π.μ. και επί της οδού Κεφαλληνίας 45 και Κομνά Τράκα, όπου και τα γραφεία της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής.
Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά την συνεδρίαση τα ακόλουθα:
Προεδρεύων: Αδάμ Καραγλάνης, Αντιπρόεδρος
Μέλη: Μαρία Στυλιανίδου Ερωφίλη Χριστοβασίλη Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης
Γραμματέας: Μαρία Αντωνοπούλου, Π.Ε. Διοικητικού - Οικονομικού
Εισηγήτρια: Παναγιώτα Μπαράκου, Νομικός, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης παρέστησαν η εισηγήτρια, Παναγιώτα Μπαράκου και η Μίνα Καλογρίδου, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Μελετών και Γνωμοδοτήσεων, οι οποίες αποχώρησαν πριν την έναρξη της διαδικασίας ψηφοφορίας και της λήψης απόφασης από τα Μέλη της Αρχής.
Σχετ: Το από 16.06.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Υπουργού Επικρατείας αρμόδιου για την ψηφιακή διακυβέρνηση (αριθμ. πρωτ. εισερχ. Αρχής 3154/17.06.2020), με το οποίο διαβιβάσθηκε στην Αρχή η διάταξη του άρθρου 23 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης "Επιτάχυνση και απλούστευση της ενίσχυσης οπτικοακουστικών έργων, ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις", και, το από 25.06.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Υπουργού Επικρατείας αρμόδιου για την ψηφιακή διακυβέρνηση (αριθμ. πρωτ. εισερχ. Αρχής 3355/26.06.2020).
Θέμα: “Διατύπωση γνώμης της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ’ υποπερ. (αα) του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, επί διατάξεως σχεδίου νόμου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης με τίτλο «Επιτάχυνση και απλούστευση της ενίσχυσης οπτικοακουστικών έργων, ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις»”.
Με το από 16.06.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Υπουργού Επικρατείας αρμόδιου για την ψηφιακή διακυβέρνηση (αριθμ. πρωτ. εισερχ. Αρχής 3154/17.06.2020), διαβιβάσθηκε στην Αρχή η διάταξη του άρθρου 23 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης "Επιτάχυνση και απλούστευση της ενίσχυσης οπτικοακουστικών έργων, ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις", και, με το από 25.06.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Υπουργού Επικρατείας αρμόδιου για την ψηφιακή διακυβέρνηση (αριθμ. πρωτ. εισερχ. Αρχής 3355/26.06.2020), διαβιβάστηκε η σχετική αιτιολογική έκθεση, και διατυπώθηκε αίτημα περί παροχής γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011, όπως ισχύει.
Ι. Η προτεινόμενη διάταξη και η αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση έχουν ως εξής :
«Άρθρο 23
Ρυθμίσεις για την «Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε.»
Στο άρθρο 32 του ν. 3614/2007 (Α’ 267) προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Στο πλαίσιο των προγραμματικών συμφωνιών που συνάπτονται, η Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε. μπορεί να συμβάλλεται με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (Ε.Π.Ι.) του άρθρου 17 του ν. 2083/1992 (Α΄ 159), ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 13Α του ν. 4310/2014 (Α’ 258), ή άλλους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς, ερευνητικά κέντρα, που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων ή άλλα δημόσια ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, πανεπιστημιακά ιδρύματα και επιμελητήρια και να αναθέτει σε αυτά την εκτέλεση έργων που εμπίπτουν στο ερευνητικό, επιστημονικό ή επαγγελματικό αντικείμενο των τελευταίων, είτε δι’ αυτεπιστασίας είτε μέσω ανάθεσης σε τρίτους. Τηρουμένων των διατάξεων του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και εφόσον τα θέματα αυτά δεν έχουν ρυθμιστεί με την οικεία προγραμματική συμφωνία, η επιλογή του αντισυμβαλλόμενου φορέα, η διαδικασία σύναψης και το περιεχόμενο της σύμβασης καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινωνίας της Πληροφορίας Α.Ε.».
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
“Επί του άρθρου 23
Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται η δυνατότητα της «Κοινωνίας της Πληροφορίας Α.Ε.» να συνάπτει προγραμματικές συμφωνίες με ερευνητικά κέντρα που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων ή άλλα δημόσια ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, πανεπιστημιακά ιδρύματα και επιμελητήρια”.
ΙΙ. Αρμοδιότητα Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011: «Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: [….] γ) Γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα: αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής […] Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της παρούσας περίπτωσης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 35 του Οργανισμού και Κανονισμού Λειτουργίας Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., ο οποίος θεσπίσθηκε με το άρθρο 53 του ν. 4605/2019, «Στην περίπτωση που η Αρχή, κατά την ενάσκηση της γνωμοδοτικής της αρμοδιότητας, κρίνει ότι διατάξεις σχεδίου νόμου, προεδρικού διατάγματος, άλλης κανονιστικής πράξης ή κανονισμοί λειτουργίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 2 περίπτωση γ’ υποπερίπτωση αα), ββ), γγ), αλλά δεν της έχουν κοινοποιηθεί, δύναται και αυτεπαγγέλτως να ασκήσει την κατά περίπτωση γνωμοδοτικής της αρμοδιότητα, ακόμα και αν η σχετική διάταξη, πράξη ή κανονισμός έχει ήδη δημοσιευτεί.»
Επισημαίνεται ότι το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης με τίτλο «Επιτάχυνση και απλούστευση της ενίσχυσης οπτικοακουστικών έργων, ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων στις 26.06.2020 και δεν περιλαμβάνει την υπό κρίση διάταξη για την Κοινωνία της Πληροφορίας.
ΙΙΙ. Συναφείς διατάξεις
1. Το άρθρο 2 του ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει:
«1. Για τους σκοπούς του παρόντος εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) α) ως «αναθέτουσες αρχές» νοούνται το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή οι ενώσεις μιας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και οι αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 223 και β) ως «αναθέτοντες φορείς» νοούνται οι αναθέτοντες φορείς κατά την έννοια του άρθρου 224, […]
4) ως «οργανισμοί δημοσίου δικαίου» νοούνται οι οργανισμοί που έχουν όλα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) έχουν συσταθεί για το συγκεκριμένο σκοπό της κάλυψης αναγκών γενικού συμφέροντος, που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, β) έχουν νομική προσωπικότητα και γ) χρηματοδοτούνται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τις κρατικές αρχές, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή η διαχείριση των οποίων υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς ή έχουν διοικητικό, διευθυντικό ή εποπτικό συμβούλιο, του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών διορίζεται από τις κρατικές αρχές, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου».
2. Το άρθρο 12 του ν. 4412/2016 «Δημόσιες συμβάσεις μεταξύ φορέων του δημοσίου τομέα (άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ):
[…] “4. Μία σύμβαση, η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Βιβλίου, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) η σύμβαση εγκαθιδρύει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που οφείλουν να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επίτευξη των κοινών τους στόχων, β) η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και γ) οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές εκτελούν στην ελεύθερη αγορά λιγότερο από το 20% των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία.
5. Για τον προσδιορισμό του ποσοστού των δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, στην περίπτωση β΄ του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 και στην περίπτωσης γ’ της παραγράφου 4, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος συνολικός κύκλος εργασιών ή άλλο ενδεδειγμένο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος που βαρύνει το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή όσον αφορά τις υπηρεσίες, τα αγαθά και τα έργα κατά την τριετία που προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης. Αν, λόγω της ημερομηνίας κατά την οποία δημιουργήθηκε ή άρχισε τις δραστηριότητές του το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή ή λόγω αναδιοργάνωσης των δραστηριοτήτων του, ο κύκλος εργασιών ή άλλο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος, δεν διατίθεται για την τελευταία τριετία ή δεν είναι πλέον κατάλληλο, αρκεί να αποδειχθεί ότι η μέτρηση της δραστηριότητας είναι αξιόπιστη, ιδίως μέσω προβολών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων”.
3. Το άρθρο 324 «Υπαγωγή στον προσυμβατικό έλεγχο» του ν. 4700/2020 (Α’ 127)
"1. Στις συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αγοράς ακινήτων, που συνάπτονται από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά τους πρόσωπα, τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας, πριν από τη σύναψή τους από Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Στις συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αγοράς ακινήτων, που συνάπτονται από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά τους πρόσωπα, καθώς και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000,00) ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, και μέχρι το όριο της παρ. 1, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας πριν από τη σύναψή τους από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδιος για τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των υπηρεσιών ή φορέων αυτών.
3. Ειδικά για τις συμβάσεις των παρ. 1 και 2, που συγχρηματοδοτούνται από ενωσιακούς πόρους, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας πριν από τη σύναψή τους από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη, μη συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000,00) ευρώ.
4. Στον έλεγχο των παρ. 1 έως 3 συμπεριλαμβάνονται:
(α) οι προγραμματικές συμβάσεις για τη μελέτη και την εκτέλεση έργων, την εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων, καθώς και για την παροχή υπηρεσιών και την υλοποίηση προμηθειών κάθε είδους, εφόσον ο προϋπολογισμός των συμβάσεων αυτών υπερβαίνει τα αντιστοίχως προβλεπόμενα όρια,[…]”.
4. Το άρθρο 32 του ν. 3614/2007 (ΦΕΚ Α 267/3-12-2007) «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007 -2013».
«Θέματα για την Κοινωνία της Πληροφορίας
1. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών συνιστάται ανώνυμη εταιρεία, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την επωνυμία "Ψηφιακές Ενισχύσεις Α.Ε." και καταρτίζεται το καταστατικό της. Εκτός από τα οριζόμενα στην ισχύουσα νομοθεσία περί εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών από τον Υπουργό Ανάπτυξης, η εταιρεία υπάγεται στην εποπτεία του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Η εταιρεία λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, του ν. 3429/2005 στο πλαίσιο διατάξεων του παρόντος νόμου και του καταστατικού της και συμπληρωματικώς των διατάξεων του ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α`).
Η εταιρεία απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου. Επίσης απαλλάσσεται από κάθε δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό, λιμενικό ή δικαστικό τέλος ή φόρο, άμεσο ή έμμεσο, εισφορά υπέρ τρίτου, δικαίωμα και κράτηση φόρων ή τέλους, πλην του Φ.Π.Α..
β) Σκοποί της εταιρείας είναι:
i) η χωρίς αντάλλαγμα υποστήριξη των ενδιάμεσων φορέων διαχείρισης για δράσεις κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος "Ψηφιακή Σύγκλιση" ύστερα από αίτηση του φορέα και υπογραφή σχετικής προγραμματικής συμφωνίας με την εταιρεία,
ii) η ανάληψη ως δικαιούχου ή ενδιάμεσου φορέα της υλοποίησης πράξεων σχετικών με Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών που απευθύνονται σε πολίτες ή σε επιχειρήσεις (κρατικές ενισχύσεις) και χρηματοδοτούνται από το επιχειρησιακό πρόγραμμα "Ψηφιακή Σύγκλιση" και άλλες πηγές,
iii) η ανάληψη της υλοποίησης ενεργειών τεχνικής βοήθειας που χρηματοδοτούνται από το επιχειρησιακό πρόγραμμα "Ψηφιακή Σύγκλιση" και από εθνικούς πόρους.
γ) Η εταιρεία διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο ορίζεται για τριετή θητεία με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Με ίδια απόφαση ορίζεται ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.
δ) Πόροι της εταιρείας.
Η εταιρεία επιχορηγείται από το επιχειρησιακό πρόγραμμα "Ψηφιακή Σύγκλιση", από ετήσια επιχορήγηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και από κάθε άλλη νόμιμη πηγή.
ε) Στελέχωση της εταιρείας.
i) To προσωπικό της εταιρείας, "Ψηφιακές Ενισχύσεις Α.Ε." προσλαμβάνεται από τον ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α/27.12.2005) ή αποσπάται από το δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α73.3.1994) η από ανώνυμες εταιρείες του Δημοσίου (δημόσια επιχείρηση) κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α727.12.2005) κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης σχετικής ισχύουσας διάταξης.
ii) Οι αποσπάσεις των στελεχών του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα γίνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού για χρονικό διάστημα δύο ετών, χωρίς να απαιτείται γνώμη του Υπηρεσιακού ή Διοικητικού Συμβουλίου του φορέα προέλευσης, κατά παρέκκλιση ισχυουσών διατάξεων. Οι αποσπάσεις από ανώνυμες εταιρείες του Δημοσίου γίνονται μετά από κοινή απόφαση των αρμόδιων Υπουργών και δεν μπορεί να αφορούν σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών. Για τους αποσπασμένους υπαλλήλους της Μ.Ο.Δ. Α.Ε. ο μισθός καταβάλλεται από τη Μ.Ο.Δ. Α.Ε..
Με αντίστοιχες αποφάσεις και διαδικασία παρατείνονται οι αποσπάσεις για μία ή περισσότερες φορές για ίσο χρονικό διάστημα.
στ) Με την απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της παραγράφου 1α καθορίζονται η εξειδίκευση των σκοπών της εταιρείας, η οργάνωση και λειτουργία της, το μετοχικό της κεφάλαιο, αναλυτικές ρυθμίσεις για την ποσοτική και ποιοτική στελέχωση της, καθώς και άλλο σχετικό θέμα που δεν ρυθμίζεται με την παρούσα.
ζ) Με όμοια απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύνανται να τροποποιούνται οι σκοποί της στο πλαίσιο των δράσεων κρατικών ενισχύσεων.
(η) Με όμοια απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών εγκρίνεται ο Κανονισμός δημοπράτησης, ανάθεσης και εκτέλεσης έργων, υπηρεσιών και προμηθειών της Εταιρείας "Ψηφιακές Ενισχύσεις Α.Ε.", ο οποίος καταρτίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και με τον οποίο ρυθμίζεται κάθε σχετικό ζήτημα για τη σύναψη, εκτέλεση και λύση των αντίστοιχων συμβάσεων.
2. Η ανώνυμη εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ Α.Ε.», που συστάθηκε με τη με αριθμό 10071 (ΦΕΚ 324 Β`/27.3.2001) κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 2860/2000, και όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και έχει ως κύρια αποστολή την ανάπτυξη δράσεων και την υποστήριξη των αρμόδιων φορέων για τη βελτίωση της διοικητικής ικανότητας της δημόσιας διοίκησης, καθώς και την εκτέλεση και διαχείριση έργων στον τομέα της πληροφορικής, επικοινωνίας και νέων τεχνολογιών για τη δημόσια διοίκηση. Η εταιρεία λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας του ν. 3429/2005 στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου και του καταστατικού της και συμπληρωματικώς των διατάξεων του ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α`).
Η εταιρεία εποπτεύεται από τον Υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
Η εποπτεία αυτή είναι ανεξάρτητη από την εποπτεία που ασκεί ο Υπουργός Ανάπτυξης επί των ανωνύμων εταιρειών σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυξάνεται σε πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο για την άσκηση των μετοχικών του δικαιωμάτων «εκπροσωπεί ο Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
Οι μετοχές της εταιρείας είναι ονομαστικές και αμεταβίβαστες.
Η εταιρεία απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου. Επίσης απαλλάσσεται από κάθε δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό, λιμενικό ή δικαστικό τέλος ή φόρο, άμεσο ή έμμεσο, εισφορά υπέρ τρίτου, δικαίωμα και κράτηση φόρων ή τέλους, πλην του Φ.Π.Α..
Σκοπός της εταιρείας είναι:
α) Η εκτέλεση δράσεων και έργων βελτίωσης της διοικητικής ικανότητας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης στο πλαίσιο εφαρμογής του επιχειρησιακού προγράμματος "Διοικητική Μεταρρύθμιση" και η υποστήριξη της για την εκτέλεση όμοιων δράσεων και έργων με στόχο την ενδυνάμωση της διοικητικής αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης.
β) Η εκτέλεση έργων στον τομέα της πληροφορικής, της επικοινωνίας και των νέων τεχνολογιών για τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης στο πλαίσιο εφαρμογής των επιχειρησιακών προγραμμάτων "Κοινωνία της Πληροφορίας" του Κ.Π.Σ. 2000- 2006 και "Ψηφιακή Σύγκλιση" και η υποστήριξη της δημόσιας διοίκησης για την εκτέλεση σχετικών έργων.
γ) Η υποστήριξη ή/και διαχείριση της λειτουργίας συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνίας της δημόσιας διοίκησης, όπως προβλέπεται ήδη στο ν. 2860/2000 (άρθρο 24 παράγραφος 6γ).
δ) Η ανάληψη της εκτέλεσης πράξεων και ενεργειών τεχνικής υποστήριξης, που χρηματοδοτούνται από τα επιχειρησιακά προγράμματα "Κοινωνία της Πληροφορίας", "Διοικητική Μεταρρύθμιση" και "Ψηφιακή Σύγκλιση".
ε) Η συστηματική τεκμηρίωση και παρακολούθηση των χαρακτηριστικών, των προβλημάτων και της εξέλιξης της διοικητικής ικανότητας της δημόσιας διοίκησης, την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων και δράσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της και τη διευκόλυνση της μεταφοράς και προσαρμογής ξένης εμπειρίας και καλών πρακτικών στο ελληνικό διοικητικό περιβάλλον.
Ειδικότερα στο σκοπό της εταιρείας συμπεριλαμβάνονται ιδίως:
α) Η υποστήριξη των δικαιούχων των ανωτέρω επιχειρησιακών προγραμμάτων κατά την προετοιμασία, την ένταξη, την εκτέλεση, την παρακολούθηση και την παραλαβή των δράσεων και έργων.
β) Η ανάληψη ως δικαιούχου της εκτέλεσης έργων ή δράσεων στο πλαίσιο των ανωτέρω επιχειρησιακών προγραμμάτων.
γ) Η ανάληψη, ύστερα από προγραμματική συμφωνία που καταρτίζεται μεταξύ του κατ` αρχήν δικαιούχου και της εταιρείας, της εκτέλεσης ως δικαιούχου, δράσεων και έργων ευθύνης του οικείου Υπουργείου ή Περιφέρειας ή Ανεξάρτητης Αρχής ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που χρηματοδοτούνται από τα ανωτέρω επιχειρησιακά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών τεχνικής βοήθειας. Στο πλαίσιο υλοποίησης του ΕΣΠΑ, η εταιρεία αναλαμβάνει την εκτέλεση έργων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης για το δημόσιο τομέα, που χρηματοδοτούνται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Ψηφιακή Σύγκλιση".
δ) Η υποστήριξη ή/και διαχείριση της λειτουργίας συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνιών φορέων του δημόσιου τομέα, ύστερα από κοινή απόφαση παραχώρησης του Υπουργού Εσωτερικών και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού.
Η εταιρεία διοικείται από εννεαμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ορίζεται για τριετή θητεία με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας εκλέγεται από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας μεταξύ των μελών του. Η αποζημίωση του προέδρου και των μελών του διοικητικού συμβουλίου και η αμοιβή του διευθύνοντα συμβούλου καθορίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Καταστατικό. Για τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, αν αυτός έχει ιδιότητα υπαλλήλου φορέα του δημόσιου τομέα.
Οι πόροι της εταιρείας προέρχονται από:
α. επιχορηγήσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, περιλαμβανομένων και προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση ή από εθνικούς πόρους,
β. τον Τακτικό Προϋπολογισμό,
γ. εκμετάλλευση της περιουσίας της,
δ. δωρεές, κληροδοτήματα ή επιχορηγήσεις από οποιονδήποτε φορέα,
ε. από δάνεια κάθε μορφής,
στ. από κάθε άλλη νόμιμη πηγή.
Για τη στελέχωση της εταιρείας εφαρμόζεται το άρθρο 13 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α/27.12.2005). Επιτρέπονται οι αποσπάσεις στελεχών του δημόσιου τομέα οι οποίες γίνονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του αρμόδιου Υπουργού, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών χωρίς να απαιτείται γνώμη του υπηρεσιακού ή του διοικητικού συμβουλίου του φορέα προέλευσης. Ύστερα από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, οι αποσπάσεις είναι δυνατόν να παρατείνονται μία ή περισσότερες φορές ή να διακόπτονται. Οι αποσπώμενοι στην εταιρεία εξακολουθούν να λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους από την υπηρεσία από την οποία προέρχονται, με τα πάσης φύσεως, γενικά ή ειδικά επιδόματα της οργανικής τους θέσης και όλες τις επιπλέον πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις. Με αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας είναι δυνατή η χορήγηση σε αυτούς ειδικού επιδόματος εξίσωσης των αποδοχών τους με τις συνολικές αποδοχές του αντίστοιχου προσωπικού της εταιρείας. Ο χρόνος απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική θέση του φορέα προέλευσης του αποσπώμενου.
Όλα τα ειδικότερα θέματα τα σχετικά με τη διάρθρωση των υπηρεσιών, τις αρμοδιότητες τους και το προσωπικό της εταιρείας, ρυθμίζονται με κανονισμό που καταρτίζεται από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών εγκρίνεται ο Κανονισμός Ανάθεσης και Εκτέλεσης Έργων, Υπηρεσιών και Προμηθειών της εταιρείας, με τον οποίο ρυθμίζεται κάθε σχετικό ζήτημα για τη σύναψη και την εκτέλεση των αντίστοιχων συμβάσεων. Μέχρι την έκδοση νέων κανονισμών εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι υφιστάμενοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να τροποποιείται, να συμπληρώνεται και να κωδικοποιείται με απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρείας, που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
3. Το Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας εφεξής εποπτεύεται μόνον από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Οι επί μέρους διατάξεις του ν. 3059/2002 (ΦΕΚ 241 Α711.10.2002) που αναφέρονται σε κοινή αρμοδιότητα εποπτείας του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας και έκδοση κοινών αποφάσεων από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, για τη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του, τροποποιούνται στο σύνολο τους και η πλήρης αρμοδιότητα παραμένει στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Με την παρούσα δεν θίγονται οι λοιπές ρυθμίσεις του ν. 3095/2002».
ΙV. Επί της σκοπιμότητας, της νομιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων
Α. Με την υπό εξέταση διάταξη του άρθρου 23, με τίτλο «Ρυθμίσεις για την Κοινωνία της Πληροφορίας», τροποποιείται το άρθρο 32 τον ν. 3614/2007, και προστίθεται σ’αυτό παράγραφος 4, βάσει της οποίας, στο πλαίσιο των προγραμματικών συμφωνιών που συνάπτονται, η Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε. μπορεί να συμβάλλεται με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (Ε.Π.Ι.) του άρθρου 17 του ν. 2083/1992 (Α΄ 159), ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 13Α του ν. 4310/2014 (Α’ 258), ή άλλους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς, ερευνητικά κέντρα, που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων ή άλλα δημόσια ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, πανεπιστημιακά ιδρύματα και επιμελητήρια και να αναθέτει σε αυτά την εκτέλεση έργων που εμπίπτουν στο ερευνητικό, επιστημονικό ή επαγγελματικό αντικείμενο των τελευταίων, είτε δι’ αυτεπιστασίας είτε μέσω ανάθεσης σε τρίτους. Τηρουμένων των διατάξεων του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και εφόσον τα θέματα αυτά δεν έχουν ρυθμιστεί με την οικεία προγραμματική συμφωνία, η επιλογή του αντισυμβαλλόμενου φορέα, η διαδικασία σύναψης και το περιεχόμενο της σύμβασης καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινωνίας της Πληροφορίας Α.Ε.
Σύμφωνα με την συνοδεύουσα την άνω διάταξη αιτιολογική σκέψη, με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται η δυνατότητα της «Κοινωνίας της Πληροφορίας Α.Ε.» να συνάπτει προγραμματικές συμφωνίες με ερευνητικά κέντρα που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων ή άλλα δημόσια ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, πανεπιστημιακά ιδρύματα και επιμελητήρια.
1. Από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης συνάγεται ότι η προτεινόμενη διάταξη καταρχήν αφορά σε θέματα συνεργασίας μεταξύ δημοσίων φορέων. Σχετικό άρθρο που ρυθμίζει θέματα οριζόντιας συνεργασία μεταξύ φορέων του δημοσίου τομέα είναι το άρθρο 12 ν. 4412/2016:
Ειδικότερα, με την παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4412/2016, με το οποίο μεταφέρεται η ταυτάριθμη ρύθμιση της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ στην εθνική έννομη τάξη, εξαιρείται μια σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών από το πεδίο εφαρμογής του Βιβλίου Ι ν. 4412/2016 , εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) η σύμβαση εγκαθιδρύει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που οφείλουν να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επίτευξη των κοινών τους στόχων,
β) η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος,
γ) και οι εν λόγω αναθέτουσες αρχές εκτελούν στην ελεύθερη αγορά λιγότερο από το 20% των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία αυτή.
2. Η δικαιοπολιτική θεμελίωση για την εξαίρεση των συγκεκριμένων πράξεων των δημοσίων αρχών από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, αναφέρεται στην υπόθεση C-480/06 [Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας], όπου, σύμφωνα με την σκέψη 45, «μια δημόσια αρχή μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς οργανισμούς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της, καθώς επίσης ότι μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντα αυτά σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές».
3. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη (33) της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, «Οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν να παρέχουν από κοινού τις δημόσιες υπηρεσίες τους μέσω συνεργασίας, χωρίς να υποχρεούνται να χρησιμοποιούν κάποια ιδιαίτερη νομική μορφή. Η συνεργασία αυτή μπορεί να καλύπτει όλα τα είδη των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την εκτέλεση υπηρεσιών και υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών που ανατίθενται στις συμμετέχουσες αρχές ή αναλαμβάνονται από αυτές, όπως υποχρεωτικά ή εθελούσια καθήκοντα τοπικών ή περιφερειακών αρχών ή υπηρεσίες που ανατίθενται σε συγκεκριμένους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Οι υπηρεσίες που παρέχονται από τις διάφορες συμμετέχουσες αρχές δεν είναι απαραίτητο να είναι όμοιες· μπορούν επίσης να είναι συμπληρωματικές. Οι συμβάσεις για την από κοινού παροχή δημόσιων υπηρεσιών δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην εφαρμογή των κανόνων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, υπό τις προϋποθέσεις ότι αυτές συνάπτονται αποκλειστικά μεταξύ αναθετουσών αρχών, ότι η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς που αφορούν το δημόσιο συμφέρον και ότι κανένας ιδιωτικός πάροχος υπηρεσιών δεν περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών του. Για να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, η συνεργασία θα πρέπει να στηρίζεται πρωτίστως σε συνεργατική αντίληψη. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι όλες οι συμμετέχουσες αρχές αναλαμβάνουν την εκτέλεση βασικών συμβατικών υποχρεώσεων, εφόσον αναλαμβάνουν δέσμευση να συμβάλουν στη συνεργατική εκτέλεση της σχετικής δημόσιας υπηρεσίας. Επιπροσθέτως, η υλοποίηση της συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν χρηματοοικονομικών συναλλαγών μεταξύ συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών, θα πρέπει να εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς που αφορούν το δημόσιο συμφέρον».
4. Πρώτη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 12 και την εξαίρεση από το Βιβλίο Ι είναι η «συνεργασία μεταξύ αναθετουσών αρχών».
Η ανώνυμη εταιρία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Κοινωνία της Πληροφορίας» συστάθηκε με την αριθμ. 10071 (ΦΕΚ Β’324/27.03.2001) απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Σύμφωνα με το σύνολο των σχετικών διατάξεων, το άρθρο 14 του ν. 4270/2014, το Κεφάλαιο Α του ν. 3429/2005, το
Παράρτημα Α του ν. 4412/2016, και το επικαιροποιημένο επίσημο μητρώο των Φορέων της Γενικής Διεύθυνσης της ΕΛΣΤΑΤ, η «Κοινωνία της Πληροφορίας» είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και ειδικότερα ανώνυμη εταιρία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ανήκει στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (Ευρύτερος Δημόσιος Τομέας) της Κεντρικής Διοίκησης («Δημόσια Επιχείρηση»).
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 3614/2007, παρ. 2, στο σκοπό της εταιρείας συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, «η ανάληψη, ύστερα από προγραμματική συμφωνία που καταρτίζεται μεταξύ του κατ` αρχήν δικαιούχου και της εταιρείας, της εκτέλεσης ως δικαιούχου, δράσεων και έργων ευθύνης του οικείου Υπουργείου ή Περιφέρειας ή Ανεξάρτητης Αρχής ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που χρηματοδοτούνται από τα ανωτέρω επιχειρησιακά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών τεχνικής βοήθειας.»
Με την προτεινόμενη υπό κρίση διάταξη, η Κοινωνία της Πληροφορίας, στο πλαίσιο των προγραμματικών συμφωνιών που συνάπτονται δύναται να συμβάλλεται με τους ορισμένους στη διάταξη φορείς για την εκτέλεση έργων που εμπίπτουν στο ερευνητικό, επιστημονικό ή επαγγελματικό αντικείμενο αυτών. Οι φορείς που αναφέρονται στην προτεινομενη διάταξη αποτελούν κατ’ αρχήν αναθέτουσες αρχές κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 4412/2016, γεγονός που θα πρέπει, σύμφωνα με τα ως άνω αναφερόμενα, να ερευνάται κατά περίπτωση. Ωστόσο κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, το ότι συμβαλλόμενοι σε μια συμφωνία αποτελούν δημόσιες αρχές, δεν αποκλείει, από μόνο του την εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζεται το δικαίωμα των δημοσίων αρχών να εκτελούν τα καθήκοντά τους χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους και ενδεχομένως συνεργαζόμενες με άλλες δημόσιες αρχές, εξασφαλίζοντας ότι οι εξαιρούμενες συνεργασίες δεν προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των ιδιωτικών οικονομικών φορέων.
5. Συνεπώς για να να εξαιρεθεί από τους κανόνες σύναψης σύμβασης του ν. 4412/2016, η προγραμματική σύμβαση πρέπει να αφορά συνεργασία που αποσκοπεί στην εκπλήρωση κοινού δημοσίου καθήκοντος, υπό την έννοια ότι η νόμιμη υποχρέωση για την άσκηση του εν λόγω δημόσιου καθήκοντος δεν αρκεί να βαρύνει τον ένα μόνο εμπλεκόμενο δημόσιο φορέα, με τον άλλο αντισυμβαλλόμενο να περιορίζεται στον ρόλο του βοηθού εκπλήρωσης που αναλαμβάνει κατόπιν ανάθεσης την εκτέλεση αλλότριου καθήκοντος. Τούτο άλλωστε προκύπτει από την ετυμολογία της λέξης «συνεργασία», δεδομένου ότι η ουσία αυτού του είδους συνεργασίας έγκειται ακριβώς στην κοινή στρατηγική των μετεχόντων, η οποία στηρίζεται στην ανταλλαγή και στο συντονισμό των εκατέρωθεν συμφερόντων. Όταν ένας μόνο από τους εμπλεκόμενους επιδιώκει μονομερώς την εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων, οι σχετικές ενέργειες δύσκολα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «συνεργασία» υπό την προαναφερθείσα έννοια.
Περαιτέρω η υλοποίηση αυτής της συνεργασίας απαιτείται να εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ενώ η τρίτη προϋπόθεσή, οι αναθέτουσες αρχές να εκτελούν στην αγορά λιγότερο από το 20% που αφορά η συνεργασία, έχει τεθεί προς περαιτέρω διασφάλιση ότι δεν προκαλείται στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των ιδιωτικών οικονομικών φορέων.
Συναφώς στην υπόθεση C-159/11 το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη σύμβαση μεταξύ υγεινομικού φορέα και πανεπιστημίου για την ανάθεση υπηρεσιών μηχανικού θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να ευνοηθούν ιδιωτικές επιχειρήσεις στην περίπτωση που οι εξωτερικοί συνεργάτες υψηλών προσόντων τους οποίους επιτρέπεται να απασχολήσει το πανεπιστήμιο για την εκπλήρωση ορισμένων παροχών προέρχονται και από τον ιδιωτικό τομέα. Ομοίως και στην υπόθεση C-386/11, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αν η σχετική σύμβαση επιτρέπει να χρησιμοποιείται τρίτο πρόσωπο για την εκτέλεση του έργου που προβλέπει αυτή, το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το τρίτο αυτό πρόσωπο ενδέχεται να περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των άλλων επιχειρήσεων που δρουν στην ίδια αγορά και άρα η εν λόγω σύμβαση αποτελεί δημόσια σύμβαση που δεν μπορεί να εξαιρεθεί με την επίκληση της οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ αναθετουσών αρχών. Συναφώς και η εθνική νομολογία στο πλαίσιο ελέγχου νομιμότητας των προγραμματικών συμβάσεων κρίνει παγίως ότι δεν είναι δυνατόν η συμμετοχή επιχείρησης σε προγραμματική σύμβαση να συνίσταται στην υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου και στη συνέχεια αυτό να ανατίθεται περαιτέρω σε τρίτους ιδιώτες κατά παρέκκλιση των διατάξεων για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, .
6. Σε συνέχεια των ανωτέρω οι αναφορές στην προτεινόμενη διάταξη «να αναθέτει σε αυτά [τα ερευνητικά ιδρύματα] την εκτέλεση έργων που εμπίπτουν στο ερευνητικό, επιστημονικό ή επαγγελματικό αντικείμενο» και «η επιλογή του αντισυμβαλλομένου φορέα, η διαδικασία σύναψης και το περιεχόμενο της σύμβασης καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινωνίας της Πληροφορίας Α.Ε.», παραπέμπει σε διαδικασία ανάθεσης και όχι σε συμφωνία συνεργασίας μεταξυ αναθετουσών αρχών για την επίτευξη των κοινών τους στόχων.
Περαιτέρω, εκ της διατυπώσεως της προτεινόμενης διάταξης «να αναθέτει σε αυτά την εκτέλεση έργων που εμπίπτουν στο ερευνητικό, επιστημονικό ή επαγγελματικό αντικείμενο των τελευταίων, είτε δι’ αυτεπιστασίας, είτε μέσω ανάθεσης σε τρίτους», συνάγεται ότι η Κοινωνία της Πληροφορίας αναθέτει την εκτέλεση των σχετικών έργων στους ερευνητικούς φορείς οι οποίοι δύνανται να τα αναθέσουν με την σειρά τους σε τρίτους. Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί συνθήκες στρέβλωσης του ανταγωνισμού έναντι των ιδιωτικών οικονομικών φορέων σύμφωνα και με όσα απροαναφέρθηκαν για την υπόθεση C-159/11.
Β. Κατά συνέπεια, η υπό εξέταση ρύθμιση, χρήζει αναδιατύπωσης ως προς τα σημεία που αναλυτικά αναφέρθηκαν στην παρούσα, προκειμένου οι προγραμματικές συμφωνίες που θα συνάπτονται μεταξύ της Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε. και των αναφερόμενων νομικών προσώπων να πληρούν σωρευτικά τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν.4412/2016, και ειδικότερα η σύναψη της σύμβασης να γίνεται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών, χωρίς συμμετοχή τρίτου οικονομικού φορέα, η συμφωνία να αποτελεί την κατάληξη συνεργατικού εγχειρήματος στο πλαίσιο αληθούς συνεργασίας, να μην εξυπηρετούνται μονομερείς επιδιώξεις, αλλά να υπάρχει συντονισμός εκατέρωθεν επιδιώξεων στο πλαίσιο εκπλήρωσης κοινής, σε σημαντικό βαθμό, αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.
V. Συμπέρασμα
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Αρχή γνωμοδοτεί, σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ (αα) της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4013/2011, επί της ως άνω διατάξεως σχεδίου νόμου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης με τίτλο «Επιτάχυνση και απλούστευση της ενίσχυσης οπτικοακουστικών έργων, ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις»”, με την επιφύλαξη των προπαρατεθεισών παρατηρήσεων και επισημάνσεων.
Αθήνα, 3 Ιουλίου 2020
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Ο Αντιπρόεδρος
Αδάμ Καραγλάνης