Διοικητικό Έγγραφο

ΓΝΩΜΗ 10/2017
ΑΔΑ: 6ΩΠΣΟΞΤΒ-1Ρ1
EΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
(άρθρου 2, παρ. 2, περ. γ (αα) του ν. 4013/2011)
Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Στην Αθήνα, σήμερα, την 12η Απριλίου του έτους δύο χιλιάδες δέκα επτά (2017), ημέρα Τετάρτη και ώρα 09.30 π.μ. και επί της οδού Κηφισίας 7 (5ος όροφος) στους Αμπελόκηπους, όπου και τα γραφεία της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής.
Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά τη συνεδρίαση τα ακόλουθα:
1. Πρόεδρος: Καταπόδης Γεώργιος
2. Αντιπρόεδρος: Μπουσουλέγκα Χριστίνα
3. Μέλη: Σταθακόπουλος Δημήτριος Στυλιανίδου Μαρία Χριστοβασίλη Ερωφίλη
Τα λοιπά τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, καίτοι προσκληθέντα, δεν προσήλθαν λόγω δικαιολογημένου κωλύματος.
Εισηγητής: Αλέξιος Τάττης, Νομικός, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης, παρέστη ο εισηγητής, η προϊσταμένη του Τμήματος Γνωμοδοτήσεων κ. Χ. Καξιρή, καθώς και η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών κ. Μ. Καλογρίδου, οι οποίοι αποχώρησαν πριν την έναρξη της διαδικασίας ψηφοφορίας και λήψης της απόφασης από τα Μέλη του Συμβουλίου της Αρχής.
Σχετ: Το με αρ. πρωτ. εισερχ. 2448/07.04.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Γραφείου Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, με το οποίο διαβιβάζεται συνημμένως σχέδιο τροπολογίας – προσθήκης των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών, με το οποίο προστίθενται εδάφια στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α’ 147), και ζητείται η παροχή γνώμης της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011 όπως ισχύει.
Θέμα: Αίτημα για διατύπωση γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011 όπως ισχύει, επί σχεδίου τροπολογίας - προσθήκης στο άρθρο 6, παρ. 2 του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α’ 147)
Ι. Με το με αριθμ. πρωτ. εισερχ. 2448/07.04.2017 έγγραφο του Γραφείου Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης διαβιβάζεται σχέδιο τροπολογίας – προσθήκης των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών, που προσθέτει εδάφια στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α’ 147), με τα οποία:
α)παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών, να προχωρούν στην εξειδίκευση των κριτηρίων, των όρων και των προϋποθέσεων εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 6, εκδίδοντας Κοινή Υπουργική Απόφαση και
β) ορίζεται ότι με διαπιστωτική πράξη του καθ’ ύλη αρμόδιου Υπουργού ή του Διοικητή στην περίπτωση Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών καθορίζονται οι ανεξάρτητες επιχειρησιακές μονάδες των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που πληρούν τα ανωτέρω κριτήρια, όρους και προϋποθέσεις.
ΙΙ. Το υποβληθέν στην Αρχή σχέδιο τροπολογίας – προσθήκης στην παρ.2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α’ 147) και η αιτιολογική έκθεση αυτού έχει ως εξής:
Α. Προτεινόμενη διάταξη
Το κείμενο του υποβληθέντος σχεδίου διάταξης είναι το ακόλουθο: « Άρθρο Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 6 του νόμου 4412/2016 (Α΄ 147) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών εξειδικεύονται τα κριτήρια, οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου. Με διαπιστωτική πράξη του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού ή του Διοικητή για τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές ορίζονται οι ανεξάρτητες επιχειρησιακές μονάδες των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που πληρούν τα κριτήρια, τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.»
Αθήνα, 4/ 2017
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ»
Β. Αιτιολογική Έκθεση
Η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το υποβληθέν σχέδιο διάταξης έχει ως εξής:
«ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Με την παρούσα διάταξη επιλύεται το ζήτημα της ρύθμισης των όρων και των προϋποθέσεων εφαρμογής των κριτηρίων που θέτει ο νόμος για να υπολογιστεί η αξία των συμβάσεων σε επίπεδο χωριστής επιχειρησιακής μονάδας. Ειδικότερα η προτεινόμενη διάταξη αφορά την εκτίμηση του κατά πόσον μια υφιστάμενη διοικητική μονάδα, εντασσόμενη είτε στο νομικό πρόσωπο του Κράτους είτε σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο νομικό πρόσωπο, αποτελεί ή όχι χωριστή επιχειρησιακή μονάδα και δη ανεξαρτήτως υπεύθυνη κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 6 του νόμου 4412/2016 (Α΄ 147). Η εξειδίκευση αφορά βασικά τις περιφερειακές υπηρεσίες υπουργείων, ανεξάρτητων αρχών, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δημόσιες αρχές της δικαστικής λειτουργίας του Κράτους, δημόσια μουσεία και ειδικές αποκεντρωμένες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και στην πράξη θα εξειδικευθούν μέσω της ΚΥΑ οι σχετικές κατευθύνσεις που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη υπ' αριθμό 20 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ (L 94) για τον καθορισμό της εννοίας της χωριστής επιχειρησιακής μονάδας, ήτοι: η ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων αγοράς, η ύπαρξη χωριστής γραμμής προϋπολογισμού για τις συγκεκριμένες προμήθειες, η ανεξάρτητη σύναψη της σύμβασης και η χρηματοδότηση της σύμβασης από προϋπολογισμό που η υπό κρίση διοικητική μονάδα έχει στη διάθεσή της.
Η προώθηση της συγκεκριμένης διάταξης κρίνεται απαραίτητη για την εξασφάλιση της ενότητας εφαρμογής των κριτηρίων υπολογισμού αξίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων από όλη τη Γενική Κυβέρνηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 4412/2016, και την απαραίτητη προσαρμογή των εν λόγω φορέων στους κανόνες που ορίζει η νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις.
Αθήνα, /4/2017
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ»
Στο βαθμό που η ανωτέρω αναφερόμενη νομοθετική ρύθμιση, ως παρατίθεται ανωτέρω (υπό I), περιλαμβάνει ρυθμίσεις που αφορούν σε ζητήματα ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αρχής για παροχή γνώμης, κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011.
ΙΙΙ. Εισαγωγικές παρατηρήσεις – νομοτεχνικές παρατηρήσεις
1. Με την υποβληθείσα διάταξη προτείνεται τροπολογία - τροποποίηση του άρθρου 6 του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α’ 147), όπως ισχύει, μέσω της προσθήκης εδαφίων στην παράγραφο 2 αυτού. Στόχος της προτεινόμενης ρύθμισης είναι, σύμφωνα με την συνυποβληθείσα αιτιολογική έκθεση, η συγκεκριμενοποίηση των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν ώστε να μπορεί να υπολογίζεται η αξία των δημοσίων συμβάσεων στο επίπεδο χωριστής επιχειρησιακής μονάδας, εφόσον αυτή είναι ανεξαρτήτως υπεύθυνη για τις προμήθειές της. Η αποσαφήνιση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 6, παρ. 2 θεωρείται αναγκαία, καθώς, ελλείψει συγκεκριμένων κριτηρίων στον νόμο, όπως ισχύει δημιουργούνται προβλήματα υπαγωγής, αλλά και οριζόντιας και συνεπούς ερμηνείας της εν λόγω παραγράφου. Περαιτέρω, στη συνυποβληθείσα αιτιολογική έκθεση δηλώνεται ρητώς ότι εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω παραγράφου στη βάση των κατευθύνσεων που περιλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθμ. 20 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, το άρθρο 5 της οποίας ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξης με το άρθρο 6 του ν. 4412/2016.
2. Σε ο,τι αφορά στη νομοτεχνική κατάστρωση της υποβληθείσας διάταξης, παρατηρητέα τα εξής:
2.1. Η παρατακτική αναφορά σε «κριτήρια», «όρους» και «προϋποθέσεις εφαρμογής» υπονοεί ότι το άρθρο 6, παρ. 2 του ν. 4412/2016 όπως σήμερα ισχύει ήδη συμπεριλαμβάνει κριτήρια και όρους που χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης μέσω υπουργικής απόφασης.
Κάτι τέτοιο είναι ανακριβές, καθώς το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω είναι η αποσαφήνιση της αόριστης νομικής έννοιας «χωριστή επιχειρησιακή μονάδα που είναι ανεξαρτήτως υπεύθυνη για τις διαδικασίες σύναψης των δημόσιων συμβάσεών της» και όχι η εξειδίκευση κριτηρίων και προϋποθέσεων.
Συνεπώς, το λεκτικό του υπό κρίση σχεδίου διάταξης θα έπρεπε να αναφέρεται μόνο σε «προϋποθέσεις εφαρμογής».
2.2. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι θα ήταν ίσως σκόπιμο να συμπεριληφθούν στα προτεινόμενα εδάφια οι ενδείξεις περί κατάφασης «χωριστής επιχειρησιακής μονάδας που είναι ανεξαρτήτως υπεύθυνη για τις προμήθειές της» που περιλαμβάνονται στην Αιτιολογική Σκέψη υπ’ αριθμ. 20 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ (βλ. κατωτέρω σημείο V1) ώστε να εξασφαλισθεί ότι η παρεχόμενη νομοθετική εξουσιοδότηση είναι επαρκώς ειδική και ορισμένη.
2.3. Η αναφορά στους «Διοικητές» των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών εν γένει είναι αδόκιμη. Κατά κανόνα, οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές διοικούνται από συλλογικά όργανα, ο επικεφαλής των οποίων έχει συνήθως την ιδιότητα του Προέδρου και όχι του Διοικητή.
2.4. Στο βαθμό που η προτεινόμενη τροπολογία αφορά εν γένει στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, στους οποίους – σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 4270/2014, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει – συμπεριλαμβάνονται οι φορείς της Κεντρικής Κυβέρνησης, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (δηλαδή και Νομικά Πρόσωπα πέραν του Νομικού Προσώπου του Κράτους), είναι απαραίτητο να αποσαφηνισθεί ποιο είναι το όργανο που είναι αρμόδιο για την έκδοση της εκάστοτε απαραίτητης διαπιστωτικής πράξης (π.χ. το όργανο που έχει αρμοδιότητα διοικητικής εποπτείας).
2.5. Ειδικά σε ό,τι αφορά στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού (οι οποίοι βάσει της ανωτέρω επισήμανσης εντάσσονται στο ρυθμιστικό πεδίο της κρινόμενης διάταξης), επισημαίνεται ότι ήδη διεξάγουν διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων σε επίπεδο περιφερειακών και δημοτικών ενοτήτων, βασιζόμενες στο άρθρο 6, παρ. 14 του ν. 4071/2012, όπως ισχύει (σημειώνεται ότι η Αρχή έχει ήδη εκφράσει τις απόψεις της για την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 466/17.02.2017 έγγραφό της προς το Υπουργείο Εσωτερικών). Συνεπώς, δέον όπως αποσαφηνισθεί η σχέση της προτεινόμενης διάταξης με την εν λόγω ρύθμιση.
ΙV. Επί της νομιμότητας, της σκοπιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων
Επί της προτεινόμενης τροποποίησης του άρθρου 6, παρ. 2 του ν.4412/2016 παρατηρούνται τα κάτωθι:
1. Με την προτεινόμενη ρύθμιση και δη με την προσθήκη των προτεινόμενων εδαφίων στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, επιδιώκεται να αντιμετωπισθεί το ζήτημα της ενιαίας εφαρμογής της εξαίρεσης που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, στο οποίο και ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 6, παρ. 2 του ν. 4412/2016 εισάγει εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες υπολογισμού της αξίας της σύμβασης (από την οποία και εξαρτάται η επιλογή της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί), καθώς επιτρέπεται ο υπολογισμός της αξίας σε επίπεδο χωριστής επιχειρησιακής μονάδας της αναθέτουσας αρχής εφόσον αυτή είναι ανεξαρτήτως υπεύθυνη για τις προμήθειές της. Η ουσία της εξαίρεσης έγκειται στο ότι ο υπολογισμός της αξίας σε επίπεδο χωριστής επιχειρησιακής μονάδας που είναι ανεξαρτήτως υπεύθυνη για τις προμήθειές της δεν συνιστά απαγορευμένη κατάτμηση του συμβατικού αντικειμένου.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι στον νόμο, αλλά και στο σχετικό άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ δεν συμπεριλαμβάνονται συγκεκριμένα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί με βεβαιότητα να συναχθεί ότι μια συγκεκριμένη διοικητική μονάδα όντως συνιστά χωριστή επιχειρησιακή μονάδα αυτοτελώς υπεύθυνη για τις προμήθειές της, αλλά καταλείπεται σχετική ευχέρεια στις αναθέτουσες αρχές (που βεβαίως ελέγχονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα για την ορθή ερμηνεία της εν λόγω εξαίρεσης). Τέτοια κριτήρια, υπό τη μορφή όμως κατευθύνσεων ή ενδείξεων περιλαμβάνονται μόνο στην Αιτιολογική Σκέψη υπ’ αριθμ. 20 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ όπου και διαλαμβάνονται επί λέξει τα κάτωθι:
“Όσον αφορά την εκτίμηση της αξίας μιας συγκεκριμένης προμήθειας, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η εκτίμηση της αξίας βάσει υποδιαίρεσης της προμήθειας επιτρέπεται μόνο όταν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι. Φερ' ειπείν, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η εκτίμηση αξιών συμβάσεων στο επίπεδο χωριστής λειτουργικής μονάδας της αναθέτουσας αρχής, π.χ. σχολείου ή νηπιαγωγείου, εφόσον η εν λόγω μονάδα είναι ανεξάρτητα υπεύθυνη για τις προμήθείες της. Αυτό τεκμαίρεται όταν η χωριστή λειτουργική μονάδα διεξάγει ανεξάρτητα τις διαδικασίες προμήθειας και λαμβάνει τις αποφάσεις αγοράς, διαθέτει χωριστή γραμμή προϋπολογισμού για τις συγκεκριμένες προμήθειες, συνάπτει τη σύμβαση ανεξάρτητα και τη χρηματοδοτεί από προϋπολογισμό τον οποίο έχει στη διάθεσή της. Η υποδιαίρεση δεν δικαιολογείται όταν η αναθέτουσα αρχή απλώς διοργανώνει διαδικασία προμήθειας κατά τρόπο αποκεντρωμένο”.
Οι ανωτέρω σκέψεις νοηματοδοτούν την “χωριστή λειτουργική μονάδα” της αναθέτουσας αρχής ως ουσιαστικά ταυτόσημη με εκείνη τη διοικητική μονάδα που είναι ανεξάρτητα υπεύθυνη για τις προμήθειές της (δηλαδή για τις συμβάσεις της) και εισάγει περαιτέρω κάποια στοιχεία, η συνδρομή των οποίων επιτρέπει την κατά τεκμήριο κατάφαση ότι υφίσταται χωριστή επιχειρησιακή μονάδα. Τα στοιχεία αυτά, αναλυτικώς διακρινόμενα είναι τα κάτωθι:
- Η ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων αγοράς,
- Η ύπαρξη χωριστής γραμμής προϋπολογισμού για τις συγκεκριμένες προμήθειες,
- Η ανεξάρτητη σύναψη της σύμβασης και
- Η χρηματοδότηση της σύμβασης από προϋπολογισμό που η υπό κρίση διοικητική μονάδα έχει στη διάθεσή της.
Κατά συνέπεια, η απαρίθμηση των ανωτέρω ενδείξεων στην αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας συνδέει με τεκμήριο την κατάφαση της ύπαρξης χωριστής επιχειρησιακής μονάδας με δύο ουσιαστικές απαιτήσεις και δη: α) με έναν σημαντικό βαθμό αυτοτελούς διοικητικής ικανότητας, υπό την έννοια ότι η εκάστοτε κρίσιμη διοικητική μονάδα θα πρέπει σε οργανωτικό επίπεδο να μπορεί να σχεδιάζει και να υλοποιεί δημόσιες συμβάσεις και β) με ένα σημαντικό βαθμό δημοσιονομικής αυτοτέλειας, υπό την έννοια ότι η εκάστοτε κρίσιμη διοικητική μονάδα θα πρέπει να έχει στη διάθεσή της τις πιστώσεις που απαιτούνται για την σύναψη και την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων.
Υπό το πρίσμα αυτό, και δεδομένης της σημαντικής ποικιλομορφίας του διοικητικού συστήματος της χώρας μας, η Αρχή κατανοεί την αναγκαιότητα έκδοσης Κοινής Υπουργικής Απόφασης που θα καθορίζει με ακρίβεια τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν ώστε μια διοικητική μονάδα να θεωρείται χωριστή επιχειρησιακή μονάδα αυτοτελώς υπεύθυνη για τις προμήθειές της, υπό την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4412/2016, υπό την αίρεση ότι τα κριτήρια αυτά θα κινούνται εντός του πλαισίου που τίθενται από την ανωτέρω Αιτιολογική Σκέψη της Οδηγίας.
Εξυπακούεται ότι για την έκδοση της εν λόγω Κοινής Υπουργικής Απόφασης απαιτείται η παροχή σύμφωνης γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ’, υποπερ. (γγ) του ν. 4013/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι με την εν λόγω Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν είναι δυνατό να γίνονται παρεμβάσεις ή τροποποιήσεις στα οργανογράμματα και στη δομή των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της, καθώς γίνεται παγίως δεκτό ότι διατάξεις οργανωτικού περιεχομένου μπορούν να τεθούν μόνο με τυπικό νόμο ή προεδρικό διάταγμα (βλ. μεταξύ άλλων ΣτΕ 1531/1984 και ΣτΕ 2286/1998).
2. Σε ό,τι αφορά στην πρόβλεψη έκδοσης διαπιστωτικής πράξης με την οποία και θα ορίζονται οι διοικητικές μονάδες των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που θα θεωρούνται ανεξάρτητες επιχειρησιακές μονάδες κατά την έννοια των κριτηρίων του νόμου, αλλά και της ανωτέρω ΚΥΑ, επισημαίνεται – σύμφωνα με τις αμέσως ανωτέρω σκέψεις – ότι η πράξη αυτή θα πρέπει να μην εισάγει τροποποιήσεις και αλλαγές στις οργανωτικές δομές των φορέων, καθώς όπως προαναφέρθηκε αυτές προϋποθέτουν την έκδοση τυπικού νόμου ή προεδρικού διατάγματος.
3. Τέλος, επισημαίνεται ότι η απόπειρα επιλύσεως του προβλήματος της ενιαίας αντιμετώπισης του καθορισμού των χωριστών επιχειρησιακών μονάδων που είναι αυτοτελώς υπεύθυνες για τις προμήθειές τους, για να καταλήγει σε ένα ολοκληρωμένο και λειτουργικό πρακτικό αποτέλεσμα πρέπει εκ των πραγμάτων να συνυπολογίζει τις προβλέψεις του ν. 4270/2014, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για το δημόσιο λογιστικό.
Αθήνα, 12 Απριλίου 2017
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Καταπόδης