ΓΝΩΜΗ 39/2017
ΑΔΑ: 7ΜΛΑΟΞΤΒ-ΩΣ5
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
EΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
(άρθρου 2, παρ. 2, περ. γ (αα) Ν.4013/2011)
Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Στην Αθήνα σήμερα την 6ην Οκτωβρίου του έτους δύο χιλιάδες δεκαεπτά (2017) ημέρα Παρασκευή και ώρα 13.00, στην Αθήνα, επί της οδού Κεφαλληνίας 45 και Κομνά Τράκα, όπου και η έδρα της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση, μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής.
Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά την συνεδρίαση τα ακόλουθα:
1. Aναπληρωτής Πρόεδρος: Μιχαήλ Εκατομμάτης (Προεδρεύων)
2. Αντιπρόεδρος : Χριστίνα Μπουσουλέγκα
3. Μέλη : Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης Στυλιανίδου Μαρία Ερωφίλη Χριστοβασίλη
Τα λοιπά τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, καίτοι προσκληθέντα, δεν προσήλθαν λόγω δικαιολογημένου κωλύματος.
Γραμματέας: Μαρία Αντωνοπούλου, Π.Ε. Διοικητικού – Οικονομικού
Εισηγήτρια: Ηλιάνα Κανταρτζή, Νομικός, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ
Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης παρέστησαν η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών κα Μίνα Καλογρίδου, η Προϊσταμένη του Τμήματος Γνωμοδοτήσεων κα Χριστίνα Καξιρή, η εισηγήτρια κα Κανταρτζή (μέσω τηλεδιάσκεψης), ο Νομικός Σύμβουλος της Αρχής κ. Γεώργιος Τράντας καθώς και ο κ. Ταμαμίδης Αναστάσιος, Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στέλεχος του Γραφείου Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίοι αποδεσμεύτηκαν πριν την έναρξη της διαδικασίας της ψηφοφορίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και τη λήψη της απόφασης.
Σχετ: Το έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο υπεβλήθη στην Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και έλαβε αρ. πρωτ. εισερχ. 6062/06.10.2017, με το οποίο διαβιβάζεται σχέδιο νόμου που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και προτείνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Θέμα: Αίτημα για διατύπωση γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011, επί σχεδίου νόμου που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και προτείνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Με το ως άνω με αριθμό πρωτ. εισερχομένου Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. 6062/06.10.2017 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με προτεινόμενες τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων περί έννομης προστασίας κατά το στάδιο της εκτέλεσης δημοσίων έργων οι οποίες αφορούν σε τροποποιήσεις και προσθήκες α) στα άρθρα 174 και 198 του ν. 4412/2016 σχετικά με την κατάργηση της αίτησης θεραπείας, ως δεύτερο στάδιο της διοικητικής επίλυσης συμβατικών διαφορών κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης δημοσίου έργου, μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών αντίστοιχα, β) στο άρθρο 175 σχετικά με την υπαγωγή όλων των διαφορών που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση μιας σύμβασης δημοσίου έργου, μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και γ) στο άρθρο 376 σχετικά με μεταβατικές διατάξεις αναφορικά με την ισχύ των προτεινομένων ρυθμίσεων.
Σημειώνεται ότι το προτεινόμενο σχέδιο νόμου κατατέθηκε στην Αρχή στις 6.10.2017 και εισήχθη στο Συμβούλιο προς συζήτηση αυθημερόν λόγω κατεπείγοντος κατόπιν αιτήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, τα χρονικά περιθώρια επεξεργασίας αυτού από την Αρχή ήταν εξαιρετικά περιορισμένα.
ΙΙ. Το υποβληθέν στην Αρχή σχέδιο νόμου “για την βελτίωση του συστήματος έννομης προστασίας στο στάδιο της εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων” και η αιτιολογική έκθεση αυτής έχει ως εξής:
Α. Προτεινόμενα άρθρα
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
«Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου- Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού»
Άρθρο …
Το άρθρο 174 του ν. 4412/2016 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο και ασκείται με κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών, από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον τίτλο I του παρόντος. Η ένσταση κοινοποιείται στον Υπουργό ή στο κατά νόμο αρμόδιο ν’ αποφανθεί όργανο. Η κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει. Ένσταση ασκείται επίσης και κατά αποφάσεων ή πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, εφόσον με τις αποφάσεις ή πράξεις αυτές προκαλείται διαφωνία για πρώτη φορά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία για την άσκηση της ένστασης αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης ή της πράξης στον ανάδοχο. Η διευθύνουσα υπηρεσία ή η προϊσταμένη αρχή οφείλουν, κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών τους, να μνημονεύουν τη δυνατότητα άσκησης ένστασης, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή της, το αποφαινόμενο όργανο, καθώς και τις συνέπειες από τη μη άσκησή της, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 175 του παρόντος.
2. Με την ένσταση εξετάζεται τόσο η νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης όσο και η ουσία της υπόθεσης. O Υπουργός ή το κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο υποχρεούται να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κατάθεση της ένστασης, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου.
3. Η ένσταση πρέπει να αναφέρει την πράξη ή την παράλειψη, κατά της οποίας στρέφεται, σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους λόγους, στους οποίους στηρίζει τις απόψεις του αυτός που υποβάλλει την ένσταση και ορισμένα αιτήματα.
4. Η ένσταση συνοδεύεται από αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον αυτή έχει κοινοποιηθεί.
5. Η διευθύνουσα υπηρεσία ή η προϊσταμένη αρχή, κατά περίπτωση, υποχρεούνται μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της ένστασης να διαβιβάσουν στο Τεχνικό Συμβούλιο τις απόψεις τους επί αυτής και το φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος περιλαμβάνει τα συμβατικά τεύχη ή αντίγραφά τους. Η παράλειψη αυτή αποτελεί πειθαρχική παράβαση και επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141. Τα συμβατικά τεύχη μπορεί να τα προσκομίσει και αυτός που υποβάλλει την ένσταση.
6. Ένσταση μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, εφόσον δεν είναι το Δημόσιο και η προϊσταμένη αρχή δεν ανήκει στον κύριο του έργου. Αν η αρμοδιότητα για την απόφαση επί ενστάσεων ασκείται από όργανο του κυρίου του έργου, επί ενστάσεων του προηγούμενου εδαφίου αποφασίζει ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών.
7. Αν το Δημόσιο δεν είναι ο κύριος του έργου, αντίγραφο της ένστασης επιδίδεται στον αντισυμβαλλόμενο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την άσκησή της. Ο αντισυμβαλλόμενος μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών μπορεί να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της ένστασης όργανο τις αντιρρήσεις του. Η παράλειψη υποβολής αντιρρήσεων δεν δημιουργεί τεκμήριο αποδοχής των λόγων που προβάλλονται με την ένσταση, τους οποίους μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αποκρούσει για πρώτη φορά στο Δικαστήριο.
8. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, αυτός που υπέβαλε την ένσταση υποχρεούται να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της ένστασης όργανο επικυρωμένο αντίγραφο του αποδεικτικού εμπρόθεσμης επίδοσης της ένστασής του στον αντισυμβαλλόμενο. Η υποβολή του εν λόγω αντιγράφου γίνεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενο. Οι ενστάσεις στην περίπτωση αυτή δεν εισάγονται για συζήτηση στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο πριν περάσει η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου για υποβολή αντιρρήσεων. Οι αντιρρήσεις συζητούνται μαζί με την ένσταση, με τις οποίες συζητούνται και εξετάζονται και οι τυχόν αντίθετες για το ίδιο θέμα ενστάσεις. Αν υποβληθούν αντίθετες ενστάσεις, όταν αρμόδιος να αποφασίσει επί ένστασης του κυρίου του έργου είναι ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, σύμφωνα με την παράγραφο 6, η αρμοδιότητα του Υπουργού επεκτείνεται και στη συνεξεταζόμενη αντίθετη ένσταση του αναδόχου, έστω και αν αρμόδιο να αποφασίσει για την τελευταία αυτή ένσταση είναι όργανο του κυρίου του έργου.
9. Προκειμένου να συζητηθεί η ένσταση στο Τεχνικό Συμβούλιο, η αρμόδια για την εισήγηση υπηρεσία, σε συνεννόηση με τη Γραμματεία του Συμβουλίου καλεί με έγγραφη πρόσκλησή της τον ανάδοχο να παραστεί, σε ορισμένη ημέρα και ώρα και πάντως όχι νωρίτερα από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης, αυτοπροσώπως ή με νόμιμα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, για να υποστηρίξει τις απόψεις του και να δώσει κάθε σχετική πληροφορία ή διευκρίνιση που θα ζητηθεί από τα μέλη του Συμβουλίου. Η πρόσκληση επιδίδεται με απόδειξη στον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του, με δημόσιο όργανο ή με τηλεομοιοτυπία (FAX). Αντίγραφο της ένστασης διαβιβάζεται και στα μέλη του Συμβουλίου έως πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτησή της. Κατά τη συζήτηση καλείται και ο κύριος του έργου που υποβάλλει ένσταση ή αντιρρήσεις κατ’ αυτής.
10. Αν ο ανάδοχος, μολονότι κλήθηκε, δεν παρέστη ο ίδιος ή με αντιπρόσωπό του, γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά του Συμβουλίου και το Συμβούλιο προχωρεί στην εξέταση της ένστασης και χωρίς την παρουσία του. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν κληθεί και δεν παραστεί ο κύριος του έργου, ο οποίος άσκησε ένσταση ή αντιρρήσεις.
11. Η εξέταση της ένστασης αρχίζει με την προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας προς το Συμβούλιο. Η εισήγηση ερευνά πρώτα το εμπρόθεσμο της ένστασης, της επίδοσης αυτής στον αντισυμβαλλόμενο, στις περιπτώσεις που απαιτείται τέτοια επίδοση, καθώς και των αντιρρήσεων του αντισυμβαλλομένου, αν έχουν υποβληθεί αντιρρήσεις. Στη συνέχεια εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης, ανάλογα με τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους και τα προβαλλόμενα σχετικά αιτήματα. Αν η ένσταση έχει οικονομικό αντικείμενο, η εισήγηση περιλαμβάνει εκτίμηση αυτού. Την προφορική ανάπτυξη της εισήγησης ακολουθεί συζήτηση για την πλήρη ενημέρωση των μελών του Συμβουλίου στην υπόθεση. Στη συνέχεια καλείται να ακουσθεί αυτός που άσκησε την ένσταση και αυτός που τυχόν υπέβαλε αντιρρήσεις. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει τη σειρά ακρόασης ή και την ενδεχόμενη ταυτόχρονη ακρόαση. Όταν οι ενδιαφερόμενοι αποχωρήσουν, συνεχίζεται η συζήτηση από το συμβούλιο, το οποίο μετά το τέλος της συζήτησης γνωμοδοτεί αιτιολογημένα, το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών, για την υπόθεση.
12. Αν η ένσταση απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει ή αν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία της παραγράφου 2, αυτός που υπέβαλε την ένσταση μπορεί να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 175. Η έκδοση ή κοινοποίηση απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του τριμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής. Αν τα κατά περίπτωση αρμόδια υπηρεσιακά όργανα δεν προσκομίσουν μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του τρίτου μήνα το σχέδιο απόφασης επί της ένστασης στον Υπουργό ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο, επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141.
13. Αν η ένσταση είναι εμπρόθεσμη, ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει χωρήσει συζήτηση αυτής στο Δικαστήριο. Η απόφαση του Υπουργού ή του κατά περίπτωση αποφαινομένου οργάνου που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο βοήθημα και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την ένσταση και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση κατισχύει η τυχόν εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.
14. Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται ο Υπουργός Υποδομών, και Μεταφορών, νοούνται και οι άλλες αρχές, οι οποίες αποφασίζουν επί ενστάσεων, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6.
15. Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της διοίκησης, αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο».
Άρθρο …
Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο διοικητικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων διοικητικών εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ενάγων.
2. Πριν από την άσκηση της προσφυγής στο διοικητικό εφετείο προηγείται υποχρεωτικά η ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 174, διαφορετικά η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας αν ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης.
3. Η υπόθεση συζητείται σε δικάσιμο που ορίζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Ειδικά για δημόσια έργα προϋπολογισμού άνω των 500.000 ευρώ, η δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίζεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών. Οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν ο φάκελος της υπόθεσης δεν αποσταλεί στο διοικητικό εφετείο από τη Διοίκηση, η συζήτηση αναβάλλεται σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση συζητείται με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων ή ενάγων, αν το ζητήσει ο ίδιος.
4. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μια δικάσιμο. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Η απόφαση εκδίδεται το ταχύτερο και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές.
5. Η αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του διοικητικού εφετείου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επιτρέπεται για τους προβλεπόμενους νόμιμους λόγους αναίρεσης. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης δυσχερώς επανορθώσιμης, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικράτειας, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.
6. Αν ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής ασκήσει αναίρεση, με αίτηση του αναδόχου, μπορεί μέχρι την εκδίκασή της να γίνει συμβιβασμός. Για το συμβιβασμό εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών ή του αρμόδιου οργάνου των φορέων που εκτελούν δημόσια έργα, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου. Μετά την αποδοχή αυτής από τον ανάδοχο, ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής παραιτείται από την αναίρεση.
7. Αν ο ανάδοχος του έργου είναι κοινοπραξία, η προσφυγή ασκείται είτε από την ίδια είτε από όλα τα μέλη της, που μεταξύ τους στην περίπτωση αυτή υπάρχει αναγκαστική ομοδικία».
Άρθρο …
Το άρθρο 198 του ν. 4412/2016 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται στο νόμο αυτόν, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση εκτελεστής πράξης ή παράλειψης της διευθύνουσας υπηρεσίας που βλάπτει για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, ασκείται ένσταση. Εφόσον δεν υφίσταται δέσμια αρμοδιότητα της υπηρεσίας για την έκδοση ρητής πράξης, προϋπόθεση ώστε να θεωρηθεί επιτρεπτή η ένσταση κατά παραλείψεως είναι να έχει προηγηθεί η υποβολή εγγράφου αιτήματος του αναδόχου με συγκεκριμένο περιεχόμενο και να παρέλθει ένας (1) τουλάχιστον μήνας από την υποβολή του. Η προθεσμία της ένστασης στην περίπτωση αυτή διαρκεί μέχρι την έγκριση του σταδίου της μελέτης ή την παραλαβή της υπηρεσίας, εκτός αν γνωστοποιηθεί εγγράφως από τη διευθύνουσα υπηρεσία στον ανάδοχο ότι η Διοίκηση δεν πρόκειται να εκδώσει ρητή πράξη επί του αιτήματός του. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τον ενημερώνει σχετικώς. Ένσταση ασκείται και κατά των βλαπτικών εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, αν από αυτές προκαλείται διαφωνία για πρώτη φορά. Η διευθύνουσα υπηρεσία κατά την έκδοση πράξης, η οποία υπόκειται σε ένσταση ή η προϊσταμένη αρχή κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών της, οφείλουν να μνημονεύουν στην πράξη τη δυνατότητα άσκησης ένστασης, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή της, το αποφαινόμενο όργανο καθώς και τις συνέπειες από τη μη άσκησή της, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 175 του παρόντος.
2. Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο και ασκείται με επίδοση σ’ αυτούς και κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών, από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης. Η κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει. Με την ένσταση εξετάζεται τόσο η νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης όσο και η ουσία της υπόθεσης.
3. Ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών ή ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός ή το αρμόδιο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αποφαινόμενο όργανο αποφασίζει μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την άσκηση της ένστασης. Αν η ένσταση απορριφθεί εν μέρει ή στο σύνολό της ή αν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία, ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο κατά την παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου δικαστήριο. Η έκδοση ή κοινοποίηση της απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του τριμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής..
4. Ένσταση μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, αν δεν είναι το Δημόσιο. Αν αρμόδιος να αποφανθεί σε ενστάσεις του αναδόχου είναι ο κύριος του έργου ή όργανό του, στις ενστάσεις που ασκούνται από αυτόν αποφασίζει ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών.
5. Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο, αντίγραφο της ένστασης υποβάλλεται, μέσα σε δέκα (10) ημέρες, στον αντισυμβαλλόμενο του ενισταμένου. Για την εξέταση της ένστασης καλείται ο ενιστάμενος να προσκομίσει το αποδεικτικό κατάθεσής της στον αντισυμβαλλόμενό του, ο οποίος μπορεί να υποβάλει τις αντιρρήσεις του, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Η μη υποβολή αντιρρήσεων δεν θεωρείται ως αποδοχή των ισχυρισμών του αιτούντος.
6. Η ένσταση προσδιορίζει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, περιλαμβάνει σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους ουσιαστικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται, τα αιτήματα του ενισταμένου και εφόσον είναι δυνατό, το οικονομικό αντικείμενο της διαφοράς. Η ένσταση συνοδεύεται από αντίγραφο της πράξης που γέννησε τη διαφωνία. Η διευθύνουσα υπηρεσία και η προϊσταμένη αρχή διαβιβάζουν στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της ένστασης τις απόψεις τους επί αυτής και το φάκελο της υπόθεσης με τα συμβατικά τεύχη του έργου, τα οποία δικαιούται να προσκομίσει και ο ενιστάμενος.
7. Η απόφαση του αρμόδιου οργάνου εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου. Για τη συζήτηση στο Τεχνικό Συμβούλιο, καλείται από την υπηρεσία που εισηγείται ή τη γραμματεία του Συμβουλίου ο ανάδοχος εγγράφως, σε καθορισμένη ημέρα και ώρα που δεν απέχει λιγότερο από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης. Αντίγραφο της ένστασης διαβιβάζεται και στα μέλη του Συμβουλίου έως πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτησή της. Η πρόσκληση επιδίδεται με απόδειξη στον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του, με δημόσιο όργανο ή με τηλεομοιοτυπία (FAX). Στη συζήτηση καλείται με τον ίδιο τρόπο ο κύριος του έργου που υπέβαλε την ένσταση ή αντιρρήσεις κατ’ αυτής. Στη συνεδρίαση ο ενιστάμενος παρίσταται είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο.
8. Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο και ασκηθούν αντίθετες ενστάσεις από τον ανάδοχο και τον αντισυμβαλλόμενό του / κύριο του έργου, εξετάζονται ταυτόχρονα από τον εποπτεύοντα Υπουργό ή, αν δεν υπάρχει, τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, ακόμα και αν έχει την κατά νόμο αρμοδιότητα για την εξέταση της ένστασης όργανο του κυρίου του έργου.
9. Η συζήτηση της ένστασης στο Τεχνικό Συμβούλιο αρχίζει με προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της υπηρεσίας είτε με παρουσία του ενισταμένου και του υποβάλλοντος αντιρρήσεις είτε και χωρίς την παρουσία τους, αν δεν προσήλθαν παρά τη νόμιμη κλήτευσή τους. Ελέγχεται κατ’ αρχήν το εμπρόθεσμο της ένστασης, η επίδοση της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενο όταν απαιτείται και οι αντιρρήσεις του αντισυμβαλλομένου αν έχουν υποβληθεί και στη συνέχεια εξετάζεται η νομιμότητα και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται. Η εισήγηση περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση περί του οικονομικού αντικειμένου της υπόθεσης, αν τούτο είναι εφικτό. Ακολουθεί προφορική συζήτηση υπό τη διεύθυνση του προέδρου του Τεχνικού Συμβουλίου για την πληρέστερη ενημέρωση των μελών. Η γνώμη του Συμβουλίου διαμορφώνεται μετά την αποχώρηση των ενδιαφερομένων, διατυπώνεται στο πρακτικό και υποβάλλεται το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών στο αρμόδιο για την απόφαση όργανο.
10. Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της διοίκησης, αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο.
11. Για τη δικαστική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, κατά την εκτέλεση των δημόσιων συμβάσεων μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 175. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το διοικητικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία έχει υπογραφεί η σύμβαση.
12. Αν η ένσταση είναι εμπρόθεσμη, ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει χωρήσει συζήτηση αυτής στο Δικαστήριο. Η απόφαση του Υπουργού ή του κατά περίπτωση αποφαινομένου οργάνου που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο βοήθημα και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την ένσταση και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση κατισχύει η τυχόν εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου».
Άρθρο …
Στο άρθρο 376 του ν. 4412/2016 προστίθενται παράγραφοι 14, 15 και 16, ως ακολούθως:
«14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016.
15. Εκκρεμείς ενστάσεις και αιτήσεις θεραπείας που έχουν ασκηθεί μέχρι 10.10.2017 διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά την άσκησή τους.
16. Κανονιστικές πράξεις, καθώς και οι εξουσιοδοτικές αυτών διατάξεις, με τις οποίες συγκροτήθηκαν αποφαινόμενα ή γνωμοδοτικά όργανα επί αιτήσεων θεραπείας κατά την εκτέλεση δημοσίων έργων ή μελετών, εξακολουθούν να ισχύουν και τα όργανα αυτά επιλαμβάνονται εφεξής των προβλεπομένων στα άρθρα 174 και 198 ενστάσεων.».
Άρθρο …
Τροποποίηση του άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Από τον τίτλο και την παράγραφο 1 του άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717 / 1999, Α 97), οι λέξεις «διοικητικές» και «διοικητικών» αντικαθίστανται με τις λέξεις «δημόσιες» και «δημοσίων» αντιστοίχως.
2. Οι παράγραφοι 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ` αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι δύνανται να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Εάν μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας δεν έχουν προσκομιστεί τα προαναφερόμενα στοιχεία, η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, κατόπιν σχετικής επισημείωσης από τον εισηγητή δικαστή επί του φακέλου της δικογραφίας, ματαιώνεται. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους και μπορεί να ζητά, διά της γραμματείας και εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Κατά τη συνάντηση τηρούνται πρακτικά από το γραμματέα, στα οποία αποτυπώνεται είτε το αποτέλεσμα του συμβιβασμού, είτε η ματαίωσή του. Τα πρακτικά υπογράφονται από τους εκπροσώπους των διαδίκων, τον εισηγητή δικαστή και τον γραμματέα. Εφόσον συνταχθεί πρακτικό συμβιβασμού, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο, για την έκδοση απόφασης, με την οποία επιλύεται συμβιβαστικά η διαφορά. Σε αντίθετη περίπτωση το πρακτικό ματαίωσης του συμβιβασμού παραμένει στο φάκελο της υπόθεσης. Εάν κατά την κρίση του εισηγητή δικαστή η αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, η υπόθεση μπορεί να εισαχθεί στο συμβούλιο προκειμένου να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 126 Α του παρόντος Κώδικα».
3. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 (παρ. 1) του παρόντος Κώδικα, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου».
Άρθρο …
Από 16.9.2017 οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών διοικητικής δικαιοσύνης αυξάνονται ως ακολούθως:
α) Των Προέδρων Εφετών κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εβδομήντα πέντε (75).
β) Των Εφετών κατά οκτώ (8), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακοσίους εξήντα έξι (266).
γ) Των Προέδρων Πρωτοδικών κατά δύο (2) οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν δώδεκα (112).
δ) Των Παρέδρων - Πρωτοδικών κατά δέκα (10), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πεντακόσιους είκοσι (520).
Άρθρο …
Το άρθρο 64 παρ. 4 Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται.
Άρθρο …
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 αντικαθίσταται ως εξής: «Η αίτηση αναστολής κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την έκδοση της απόφασης επί της προδικαστικής προσφυγής και συζητείται το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της».
Άρθρο …
Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
Β. Αιτιολογική Έκθεση
ΓΕΝΙΚΑ
Με τον ν. 4412/2016 (Α΄ 147) έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καθιερώθηκε ενιαία διαδικασία ανεξαρτήτως του εάν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή αν έχει τη νομική μορφή ΝΠΙΔ, δηλαδή ανεξαρτήτως του εάν η σύμβαση κατά τη νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου είναι διοικητική ή ιδιωτικού δικαίου.
Με τον ίδιο νόμο συστάθηκε η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, που έχει ως έργο την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης των δημοσίων συμβάσεων του νόμου αυτού, οι αποφάσεις της οποίας προσβάλλονται ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της έδρας της αναθέτουσας αρχής ή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 372 του νόμου. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος, προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή της ως άνω νομοθεσίας στα δημόσια έργα, πρέπει οι υποθέσεις αυτές να ανατεθούν στα Διοικητικά Εφετεία, με τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του άρθρου 175 του ν. 4412/2016.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η κρίση όλων των υποθέσεων που αφορούν τα δημόσια έργα από το καθ’ ύλην αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, η ενιαία αντιμετώπιση των υποθέσεων προς ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, καθώς και ο προσδιορισμός σύντομης δικασίμου προς επιτάχυνση της οριστικής δικαστικής επίλυσης της διαφοράς (αντίστοιχη αντιμετώπιση με προσδιορισμό σύντομης δικασίμου της αίτησης ακύρωσης στο προσυμβατικό στάδιο προβλέπεται στο άρθρο 372 παρ. 4 του ν. 4412/2016). Επιπλέον, κατά το στάδιο διοικητικής επίλυσης των διαφορών προβλέπεται μία μόνο διοικητική προσφυγή, η ένσταση ενώπιον του Υπουργού ή του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου, στοιχείο που συμβάλλει έτι περαιτέρω στην ταχεία επίλυση των σχετικών διαφορών.
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ
Άρθρο …
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 1 τροποποιείται το άρθρο 174 του ν. 4412/2016 και προβλέπεται μία μόνο διοικητική προσφυγή, η ένσταση ενώπιον του Υπουργού ή του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου, ως ενδικοφανής προσφυγή. Ενοποιείται και περαιώνεται ταχύτερα η διοικητική επίλυση της διαφοράς, μέσω ενός πλήρους πλαισίου εξέτασής της, με την εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας στο Τεχνικό Συμβούλιο εντός 20 εργασίμων ημερών από την άσκηση της ένστασης, την αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου εντός 10 ημερών από τη συζήτηση ενώπιον του, το οποίο εξετάζει τις απόψεις όλων των αντίθετων μερών, και την τελική απόφανση από τον Υπουργό.
Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, νοούνται και οι άλλες αρχές, οι οποίες αποφασίζουν επί ενστάσεων, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6.
Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της Διοίκησης, αναστέλλονται κατά τον μήνα Αύγουστο.
Άρθρο …
Τροποποιείται το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 και κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Πριν από την άσκηση της προσφυγής στο Διοικητικό Εφετείο προηγείται υποχρεωτικά η ένσταση, που έχει τον χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 174, διαφορετικά η προσφυγή στο δικαστήριο απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Ειδικά για τις υποθέσεις που υπάγονται στις διατάξεις του σχεδίου νόμου, προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δύναται να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από τον διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αναστολής αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικράτειας, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.
Περαιτέρω, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπεται διαδικασία συμβιβασμού. Στην περίπτωση κατά την οποία ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής ασκήσει αναίρεση, με αίτηση του αναδόχου μπορεί μέχρι την εκδίκασή της να επιτευχθεί συμβιβασμός.
Άρθρο …
Με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου η διαδικασία της διοικητικής επίλυσης που προβλέπεται για τα δημόσια έργα εφαρμόζεται αναλόγως και στις δημόσιες συμβάσεις μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου αυτού. Για τη δικαστική επίλυση των διαφορών αυτών, αρμόδιο δικαστήριο είναι το Διοικητικό Εφετείο της περιφέρειας στην οποία έχει υπογραφεί η σύμβαση.
Άρθρο …
Προτείνεται μεταβατική διάταξη με την οποία οι ρυθμίσεις του άρθρου 175, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του παρόντος, εφαρμόζονται και στις συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016. Εκκρεμείς διαδικασίες, κατά το στάδιο της διοικητικής επίλυσης των διαφορών, δεν θίγονται.
Άρθρο …
Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Κρίθηκε αναγκαία η βελτίωση των διατάξεων της διαδικασίας ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις, η οποία εισήχθη με τον ν. 4446/2016, ώστε να μην παρουσιάζονται φαινόμενα κακόπιστης δικονομικής συμπεριφοράς που οδηγούν στη μη επίτευξη της συμβιβαστικής επίλυσης, προκειμένου η νεοεισαγόμενη διαδικασία να εξυπηρετήσει λυσιτελέστερα την ανάγκη συντομότερης και αποτελεσματικότερης παροχής έννομης προστασίας, χωρίς δαπάνες δικαστικού ενσήμου για τους διαδίκους.
Άρθρο …
Αύξηση θέσεων διοικητικών δικαστών
Προκειμένου να μην επέλθει το αντίθετο αποτέλεσμα ως προς τον σκοπό των τροποποιήσεων που προτείνονται με τις ανωτέρω διατάξεις, για τη μεταφορά υποθέσεων από τα Πολιτικά στα Διοικητικά Εφετεία, εξαιτίας της επιβάρυνσης των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, θεωρείται αναγκαία η αύξηση των οργανικών θέσεων του Β΄ βαθμού της διοικητικής δικαιοσύνης κατά δέκα, ήτοι οκτώ Εφέτες και δύο Προέδρους Εφετών. Αναλογικά για να μην αποδυναμωθεί ο Α’ βαθμός πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των δικαστών στον βαθμό αυτό .
Άρθρο …
Το άρθρο 64 παρ. 4 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται.
Άρθρο …
Κρίθηκε αναγκαία η συμπλήρωση της διάταξης, με τον ορισμό προθεσμίας, εντός της οποίας πρέπει να συζητηθεί η αίτηση αναστολή, προς επιτάχυνση της δικαστικής επίλυσης των διαφορών.
Άρθρο 9
Προβλέπεται μεταβατική διάταξη για τις υποθέσεις, προσφυγές ή αγωγές, που εκκρεμούν στα Πολιτικά Εφετεία.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΙΙΙ. Αρμοδιότητα Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011, «[...] αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεσή τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεσή τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής».
Στο βαθμό που οι ως άνω (υπό στοιχείο ΙΙ Α) αναφερόμενες νομοθετικές τροποποιήσεις, ως παρατίθενται ανωτέρω, περιλαμβάνουν ρυθμίσεις που αφορούν, όπως προαναφέρθηκε, σε ζητήματα παροχής έννομης προστασίας κατά το στάδιο εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, συντρέχει η αρμοδιότητα της Αρχής για παροχή γνώμης, κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011.
IV. Συναφείς νομικές διατάξεις
1. Στο ν. 4412/16 (ΦΕΚ-147 Α/8-8-16): “Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)” προβλέπονται σχετικώς τα κάτωθι :
Άρθρο 174 Διοικητική επίλυση συμβατικών διαφορών
“1. Κατά των πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν έννομο συμφέρον του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση ασκείται με κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα τίτλο Ι.
2. Η ένσταση απευθύνεται στην προϊσταμένη αρχή, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να εκδώσει την απόφασή της μέσα σε δύο (2) μήνες από την κατάθεση της ένστασης.
3. Αν η ένσταση απορριφθεί στο σύνολό της ή μερικώς ή αν παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει αίτηση θεραπείας μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης ή από την άπρακτη πάροδο του διμήνου. Η έκδοση ή κοινοποίηση απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του διμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της τρίμηνης προθεσμίας για την άσκηση αίτησης θεραπείας. Αίτηση θεραπείας ασκείται επίσης και κατά αποφάσεων ή πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, εφόσον με τις αποφάσεις ή πράξεις αυτές δημιουργείται για πρώτη φορά διαφωνία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν απαιτείται να προηγηθεί ένσταση και η τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση της αίτησης θεραπείας αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης ή της πράξης στον ανάδοχο. Η Διευθύνουσα Υπηρεσία κατά την έκδοση πράξης η οποία υπόκειται σε ένσταση και η Προϊσταμένη αρχή κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών της, οφείλουν να μνημονεύουν τη δυνατότητα άσκησης ένστασης ή αίτησης θεραπείας, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή τους και το αποφαινόμενο όργανο.
4. Η αίτηση θεραπείας δεν είναι απαραίτητο να έχει συνταχθεί με ορισμένο τύπο, πρέπει όμως να αναφέρει την πράξη ή την παράλειψη, κατά της οποίας στρέφεται, σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους λόγους, στους οποίους στηρίζει τις απόψεις του αυτός που υποβάλλει την αίτηση και ορισμένα αιτήματα, ταοποία πρέπει να είναι ταυτόσημα με τα αιτήματα της ένστασης που τυχόν προηγήθηκε.
5. Η αίτηση θεραπείας απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο και η επίδοσή της γίνεται πάντοτε με δικαστικό επιμελητή, κοινοποιείται δε και στην υπηρεσία που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Αν η αίτηση στρέφεται κατά παράλειψης έκδοσης της πράξης, η κοινοποίηση γίνεται προς τη διευθύνουσα υπηρεσία.
6. Η αίτηση θεραπείας συνοδεύεται από αντίγραφα της πράξης, από την οποία προήλθε η διαφωνία, της ένστασης που υποβλήθηκε κατ’ αυτής και της πράξης ή απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση, αν κοινοποιήθηκε τέτοια πράξη ή απόφαση.
7. Η Διευθύνουσα Υπηρεσία και η αρμόδια για την ένσταση προϊσταμένη αρχή, αν η ίδια δεν είναι αρμόδια για την εισήγηση, υποχρεούνται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κατάθεση της αίτησης να διαβιβάσουν στην αρμόδια για την αίτηση θεραπείας υπηρεσία τις απόψεις τους επί αυτής και το φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος περιλαμβάνει πάντοτε τα συμβατικά τεύχη ή αντίγραφά τους. Η παράλειψη αυτή αποτελεί πειθαρχική παράβαση και επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141. Τα συμβατικά τεύχη μπορεί να τα προσκομίσει και αυτός που υποβάλλει την αίτηση.
8. Αίτηση θεραπείας μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, εφόσον δεν είναι το Δημόσιο και η προϊσταμένη αρχή δεν ανήκει στον κύριο του έργου. Αν η αρμοδιότητα για την απόφαση επί αιτήσεων θεραπείας ασκείται από όργανο του κυρίου του έργου, επί αιτήσεων θεραπείας του προηγούμενου εδαφίου αποφασίζει πάντοτε ο Υπουργός Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων.
9. Αν δεν είναι το Δημόσιο κύριος του έργου, αντίγραφο της αίτησης θεραπείας επιδίδεται στον αντισυμβαλλόμενο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοσή της στο αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο, διαφορετικά η αίτηση θεραπείας θεωρείται σαν να μην έχει ασκηθεί. Ο αντισυμβαλλόμενος μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός μπορεί να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της αιτήσεως θεραπείας όργανο τις αντιρρήσεις του επί αιτήσεως θεραπείας. Η παράλειψη υποβολής αντιρρήσεων δεν δημιουργεί τεκμήριο αποδοχής των λόγων που προβάλλονται με την ένσταση ή την αίτηση θεραπείας,τους οποίους μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αποκρούσει για πρώτη φορά στο Δικαστήριο.
10. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας υποχρεούται να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της αίτησης θεραπείας όργανο επικυρωμένο αντίγραφο του αποδεικτικού εμπρόθεσμης επίδοσης της αίτησής του αυτής στον αντισυμβαλλόμενο. Η υποβολή του εν λόγω αντιγράφου γίνεται μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επίδοση της αίτησης θεραπείας στον αντισυμβαλλόμενο. Οι αιτήσεις θεραπείας στην περίπτωση αυτή δεν εισάγονται για συζήτηση στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο πριν περάσει η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου για υποβολή αντιρρήσεων. Οι αντιρρήσεις συζητούνται μαζί με την αίτηση θεραπείας, με τις οποίες συζητούνται και εξετάζονται και οι τυχόν αντίθετες για το ίδιο θέμα αιτήσεις θεραπείας. Αν υποβληθούν αντίθετες αιτήσεις θεραπείας, όταν αρμόδιος να αποφασίσει επί αίτησης θεραπείας του κυρίου του έργου είναι ο Υπουργός Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, σύμφωνα με την παράγραφο 8, η αρμοδιότητα του Υπουργού επεκτείνεται και στη συνεξεταζόμενη αντίθετη αίτηση θεραπείας του αναδόχου, έστω και αν αρμόδιο να αποφασίσει για την τελευταία αυτή αίτηση θεραπείας είναι όργανο του κυρίου του έργου.
11. Προκειμένου να συζητηθεί η αίτηση θεραπείας στο τεχνικό συμβούλιο η αρμόδια για την εισήγηση υπηρεσία, σε συνεννόηση με τη Γραμματεία του Συμβουλίου καλεί με έγγραφη πρόσκλησή της τον ανάδοχο να παραστεί, σε ορισμένη ημέρα και ώρα και πάντως όχι νωρίτερα από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης, αυτοπροσώπως ή με νόμιμα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στη συνεδρίαση του συμβουλίου, για να υποστηρίξει τις απόψεις του και να δώσει κάθε σχετική πληροφορία ή διευκρίνιση που θα ζητηθεί από τα μέλη του συμβουλίου. Η επίδοση της πρόσκλησης γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 143. Κατά τη συζήτηση καλείται και ο κύριος του έργου που υποβάλλει αίτηση θεραπείας ή αντιρρήσεις κατ’ αυτής.
12. Αν ο ανάδοχος, μολονότι κλήθηκε, δεν παρέστη ο ίδιος ή με αντιπρόσωπό του, γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά του συμβουλίου και το συμβούλιο προχωρεί στην εξέταση της αίτησης θεραπείας και χωρίς την παρουσία του. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν κληθεί και δεν παραστεί ο κύριος του έργου, ο οποίος άσκησε αίτηση θεραπείας ή αντιρρήσεις.
13. Η εξέταση της αίτησης θεραπείας αρχίζει με την προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας προς το συμβούλιο. Η εισήγηση ερευνά πρώτα το εμπρόθεσμο της αίτησης θεραπείας, της ένστασης που τυχόν προηγήθηκε, της επίδοσης της αίτησης θεραπείας στον αντισυμβαλλόμενο, στις περιπτώσεις που απαιτείται τέτοια επίδοση, καθώς και των αντιρρήσεων του αντισυμβαλλομένου, αν έχουν υποβληθεί αντιρρήσεις. Στη συνέχεια εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης θεραπείας, ανάλογα με τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους και τα προβαλλόμενα σχετικά αιτήματα. Αν η αίτηση έχει οικονομικό αντικείμενο, η εισήγηση περιλαμβάνει εκτίμηση αυτού. Την προφορική ανάπτυξη της εισήγησης ακολουθεί συζήτηση για την πλήρη ενημέρωση των μελών του συμβουλίου στην υπόθεση. Στη συνέχεια καλείται να ακουσθεί αυτός που άσκησε την αίτηση θεραπείας και αυτός που τυχόν υπέβαλε αντιρρήσεις. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ορίζει τη σειρά ακρόασης ή και την ενδε-χόμενη ταυτόχρονη ακρόαση. Όταν οι ενδιαφερόμενοι αποχωρήσουν, συνεχίζεται η συζήτηση από το συμβούλιο, το οποίο μετά το τέλος της συζήτησης γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την υπόθεση.
14. Σε κάθε αίτηση θεραπείας αποφασίζει το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την επίδοση της αίτησης θεραπείας.
15. Αν η αίτηση θεραπείας απορριφθεί με απόφαση του κατά περίπτωση αποφαινόμενου οργάνου ή αν αυτό δεν εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του μέσα στην τρίμηνη προθεσμία της παραγράφου 14, αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας μπορεί να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 175. Η κοινοποίηση της απόφασης γίνεται μέσα στην ανωτέρω τρίμηνη προθεσμία. Αν τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα δεν προσκομίσουν μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του τρίτου μήνα το σχέδιο απόφασης επί της αίτησης θεραπείας στο κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141.
16. Αν η αίτηση θεραπείας είναι εμπρόθεσμη, το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 14, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει ακόμα εκδοθεί επί της προσφυγής αυτής απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση του κατά περίπτωση αποφαινομένου οργάνου που εκδίδεται, σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση κατισχύει η τυχόν εκδοθείσα απόφαση του εφετείου.
17. Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται ο Υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, νοούνται και οι άλλες αρχές, οι οποίες αποφασίζουν επί αιτήσεων θεραπείας, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 8”.
Άρθρο 175 Δικαστική επίλυση διαφορών
“1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. Η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής (άρθρα 63 και 71) ισχύει και στις διαφορές του παρόντος τίτλου Ι.
2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή το πολιτικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων.
3. Της προσφυγής στο εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 174, διαφορετικά η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η προσφυγή στο εφετείο ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε επί της αίτησης θεραπείας ή από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 14 του άρθρου 174. Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας αν ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης.
4. Η υπόθεση συζητείται σε δικάσιμο που ορίζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν ο φάκελος της υπόθεσης δεν αποσταλεί στο διοικητικό εφετείο από τη Διοίκηση, η συζήτηση αναβάλλεται σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση συζητείται με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων, αν το ζητήσει ο ίδιος.
5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μια δικάσιμο, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοσία που υπάγεται η υπόθεση. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, των μαρτύρων και εκείνων που δεν παρίστανται.
Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Η απόφαση εκδίδεται το ταχύτερο και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού ή πολιτικού εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές.
6. Η αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του πολιτικού εφετείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 559 αριθμούς 1 έως 7, 9, 16, 17, 19 και 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.
7. Αν ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής ασκήσει αναίρεση, με αίτηση του αναδόχου, μπορεί μέχρι την εκδίκασή της να γίνει συμβιβασμός. Για το συμβιβασμό εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ή του αρμόδιου οργάνου των φορέων που εκτελούν δημόσια έργα, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου. Μετά την αποδοχή αυτής από τον ανάδοχο, ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής παραιτείται από την αναίρεση.
8. Αν ο ανάδοχος του έργου είναι κοινοπραξία, η προσφυγή ασκείται είτε από την ίδια είτε από όλα τα μέλη της, που μεταξύ τους στην περίπτωση αυτή υπάρχει αναγκαστική ομοδικία”.
Άρθρο 198 Διοικητική και δικαστική επίλυση διαφορών
1. Στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται στο νόμο αυτόν, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση εκτελεστής πράξης ή παράλειψης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας που βλάπτει για πρώτη φορά, άμεσα, δικαίωμα του αναδόχου, ασκείται ένσταση μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης. Εφόσον δεν υφίσταται δέσμια αρμοδιότητα της υπηρεσίας για την έκδοση ρητής πράξης, προϋπόθεση ώστε να θεωρηθεί επιτρεπτή η ένσταση κατά παραλείψεως είναι να έχει προηγηθεί η υποβολή εγγράφου αιτήματος του αναδόχου με συγκεκριμένο περιεχόμενο και να παρέλθει ένας (1) τουλάχιστον μήνας από της υποβολής του. Η προθεσμία της ένστασης στην περίπτωση αυτή διαρκεί μέχρι την έγκριση του σταδίου της μελέτης ή την παραλαβή της υπηρεσίας, εκτός αν γνωστοποιηθεί εγγράφως από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία στον ανάδοχο ότι η διοίκηση δεν πρόκειται να εκδώσει ρητή πράξη επί του αιτήματός του. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τον ενημερώνει κατά το δεύτερο εδάφιο της επόμενης παραγράφου.
2. Η ένσταση απευθύνεται στην Προϊσταμένη Αρχή και ασκείται με κατάθεση στη Διευθύνουσα Υπηρεσία ή με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει ή με τηλεομοιοτυπία (FAX) προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία.
3. Η Προϊσταμένη Αρχή αποφασίζει μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της ένστασης. Αν η ένσταση απορριφθεί εν μέρει ή στο σύνολό της ή αν παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία, ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει αίτηση θεραπείας σε προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών, από την κοινοποίηση της απόφασης ή από την άπρακτη πάροδο της δίμηνης προθεσμίας. Αίτηση θεραπείας ασκείται και κατά των βλαπτικών εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της Προϊσταμένης Αρχής ή του κυρίου του έργου, αν δημιουργείται για πρώτη φορά διαφωνία. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 έχουν συμπληρωματική εφαρμογή στην αίτηση θεραπείας.
4. Η αίτηση θεραπείας απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ή στον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό ή στο αρμόδιο κατά το νόμο όργανο του εργοδότη και ασκείται με κατάθεση στο πρωτόκολλο του οργάνου που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της. Μέσα στην ίδια προθεσμία αντίγραφο της αίτησης κατατίθεται στην Προϊσταμένη Αρχή, με τους τρόπους που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.
5. Αίτηση θεραπείας μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, αν δεν είναι το Δημόσιο. Αν αρμόδιος να αποφανθεί σε αιτήσεις θεραπείας του αναδόχου είναι ο κύριος του έργου ή όργανό του, στις αιτήσεις θεραπείας που ασκούνται από αυτόν αποφασίζει ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία, ο Υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
6. Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο, αντίγραφο της αίτησης θεραπείας υποβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 4, στον αντισυμβαλλόμενο του αιτούντος. Στις περιπτώσεις αυτές με την απόφαση επί της ένστασης γνωστοποιείται στον ανάδοχο η διαδικαστική προϋπόθεση του προηγούμενου εδαφίου. Για την εξέταση της αίτησης θεραπείας καλείται ο αιτών να προσκομίσει το αποδεικτικό κατάθεσής της στον αντισυμβαλλόμενό του, ο οποίος μπορεί να υποβάλει τις αντιρρήσεις του, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός. Η μη υποβολή αντιρρήσεων δεν θεωρείται ως αποδοχή των ισχυρισμών του αιτούντος.
7. Η αίτηση θεραπείας προσδιορίζει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, περιλαμβάνει σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους ουσιαστικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται, τα αιτήματα του αιτούντος και εφόσον είναι δυνατό, το οικονομικό αντικείμενο της διαφοράς. Η αίτηση συνοδεύεται με αντίγραφο της πράξης που γέννησε τη διαφωνία, της ένστασης και της απόφασης που εκδόθηκε επ` αυτής. Η Διευθύνουσα Υπηρεσία και η Προϊσταμένη Αρχή διαβιβάζουν στο αρμόδιο για την έκδοση απόφασης όργανο, το φάκελο της υπόθεσης με τα συμβατικά τεύχη του έργου, τα οποία δικαιούται να προσκομίσει και ο αιτών.
8. Η απόφαση του αρμόδιου οργάνου εκδίδεται ύστερα από γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου. Για τη συζήτηση στο τεχνικό συμβούλιο, καλείται από την υπηρεσία που εισηγείται ή τη γραμματεία του συμβουλίου ο ανάδοχος εγγράφως, σε καθορισμένη ημέρα και ώρα που δεν απέχει λιγότερο από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης. Η πρόσκληση επιδίδεται με απόδειξη στον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του, με δημόσιο όργανο ή με τηλεομοιοτυπία (FAX). Στη συζήτηση καλείται με τον ίδιο τρόπο ο κύριος του έργου που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας ή αντιρρήσεις κατ’ αυτής. Στη συνεδρίαση ο αιτών παρίσταται είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο.
9. Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο και ασκηθούν αντίθετες αιτήσεις θεραπείας από τον ανάδοχο και τον αντισυμβαλλόμενό του / κύριο του έργου, εξετάζονται ταυτόχρονα από τον εποπτεύοντα Υπουργό ή, αν δεν υπάρχει, τον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ακόμα και αν έχει την κατά νόμο αρμοδιότητα για την εξέταση της αίτησης θεραπείας όργανο του κυρίου του έργου.
10. Η συζήτηση της αίτησης θεραπείας στο τεχνικό συμβούλιο αρχίζει με προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της υπηρεσίας είτε με παρουσία του αιτούντος και του υποβάλλοντος αντιρρήσεις είτε και χωρίς την παρουσία τους, αν δεν προσήλθαν παρά τη νόμιμη κλήτευσή τους. Ελέγχεται κατ΄ αρχήν το εμπρόθεσμο της αίτησης και της ένστασης που προηγήθηκε, η επίδοση της αίτησης θεραπείας στον αντισυμβαλλόμενο όταν απαιτείται και οι αντιρρήσεις του αντισυμβαλλομένου αν έχουν υποβληθεί και στη συνέχεια εξετάζεται η νομιμότητα και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται. Η εισήγηση περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση περί του οικονομικού αντικειμένου της υπόθεσης, αν τούτο είναι εφικτό. Ακολουθεί προφορική συζήτηση υπό τη διεύθυνση του προέδρου του τεχνικού συμβουλίου για την πληρέστερη ενημέρωση των μελών. Η γνώμη του συμβουλίου διαμορφώνεται μετά την αποχώρηση των ενδιαφερομένων, διατυπώνεται στο πρακτικό και υποβάλλεται στο αρμόδιο για την απόφαση όργανο.
11. Η απόφαση επί της αίτησης θεραπείας εκδίδεται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την άσκησή της. Αν απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει η αίτηση ή παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, ισχύουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 13. Αν η αίτηση θεραπείας γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει, η διαφορά θεωρείται λυμένη κατά το μέρος αυτό και η απόφαση είναι εκτελεστή.
12. Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της διοίκησης, αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο.
13. Για τη δικαστική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, κατά την εκτέλεση των δημόσιων συμβάσεων μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 175. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το διοικητικό ή το πολιτικό Εφετείο της περιφέρειας στην οποία έχει υπογραφεί η σύμβαση.
Άρθρο 376 Μεταβατικές διατάξεις (άρθρα 90 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ και 106 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/25/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και σε όλους τους διαγωνισμούς μελετών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Βιβλίου Ι (άρθρα 3 έως 221), καθώς και σε όλες τις συμβάσεις και τους διαγωνισμούς μελετών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Βιβλίου ΙΙ (άρθρα 222 έως 338), και η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων, σύμφωνα με τα άρθρα 61, 120 290, και 330 αντίστοιχα, λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
2. Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων της παραγράφου 1, οι οποίες έχουν ξεκινήσει πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται, σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έναρξής τους, με την επιφύλαξη της παρ. 8 του άρθρου 379. Κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση καταχώρησης στοιχείων στο ΚΗΜΔΗΣ, σύμφωνα με το άρθρο 38 ισχύει από την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 379, και για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία ανάθεσης έχει εκκινήσει πριν από την έναρξη ισχύος αυτού. Συμβάσεις της παρ. 1, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος, εκτελούνται, σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της σύναψής τους. Κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση καταχώρησης στοιχείων στο ΚΗΜΔΗΣ, σύμφωνα με το άρθρο 38, ισχύει από την έναρξη ισχύος του παρόντος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 379 και για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος αυτού.
3. Η Επιτροπή Προμηθειών και οι Μόνιμες Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων της παρ. 6 του άρθρου 6 του ν. 2286/1995, καθώς και οι Επιτροπές του άρθρου 3 του αυτού νόμου εξακολουθούν να λειτουργούν κατά τα οριζόμενα στην απόφαση σύστασής τους για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων οι οποίες έχουν ξεκινήσει πριν από την ημερομηνία έναρξης του παρόντος νόμου και για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης του παρόντος νόμου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
4. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 6 του άρθρου 38 εξακολουθεί να ισχύει η δημοσίευση των προκηρύξεων στο Τεύχος Διακηρύξεων Δημοσίων Συμβάσεων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
5. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 6 του άρθρου 38 ως χρόνος έναρξης της διαδικασίας σύναψης σύμβασης της παρ. 1 του άρθρου 120 και της παρ. 1 του άρθρου 300 νοείται η ημερομηνία δημοσίευσης της διακήρυξης στο ΚΗΜΔΗΣ.
6. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 5 του άρθρου 41, η απόφαση της παραγράφου 4 εκδίδεται χωρίς τη γνωμοδότηση του συλλογικού οργάνου της παραγράφου 5.
7. Η επιτροπή της παραγράφου 5 του άρθρου 41 ασκεί και την προβλεπόμενη στο άρθρο 39 του π.δ. 118/2007 γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Επιτροπής Πολιτικής Προγραμματισμού Προμηθειών του άρθρου 6 του ν. 2286/1995 για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων οι οποίες έχουν ξεκινήσει πριν από την ημερομηνία έναρξης του παρόντος νόμου και για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης του παρόντος νόμου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
8. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 184 εφαρμόζονται και σε συμβάσεις εκπόνησης μελετών που συνάφθηκαν, σύμφωνα με το ν. 3316/2005 (Α΄ 42), πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.
9. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 186 μπορεί να εφαρμόζονται και σε συμβάσεις εκπόνησης μελετών ή παροχής τεχνικών υπηρεσιών που συνάφθηκαν, σύμφωνα με το ν. 3316/2005.
10. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της περίπτωσης η΄ της παρ. 8 του άρθρου 221, στην οποία προσδιορίζεται και ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του Μητρώου, οι επιτροπές διαγωνισμών στις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, συγκροτούνται από τεχνικούς υπαλλήλους της αναθέτουσας αρχής, οι οποίοι διαθέτουν τα προσόντα της υποπερίπτ. (αα) της περίπτ. (β) της παραγράφου 8 του άρθρου 221, κατά τις κείμενες διατάξεις. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, δεν ανατίθενται συμβάσεις δημόσιων έργων της παραγράφου 1 του άρθρου 50.
11. Μέχρι την έναρξη ισχύος, που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 379, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς μπορούν να επιλέξουν για κάθε επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών, μεταξύ των ακόλουθων μέσων επικοινωνίας:
α) ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 22,
β) ταχυδρομείο ή άλλο κατάλληλο μέσο,
γ) φαξ ή
δ) συνδυασμό των ανωτέρω μέσων.
12. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 379, η προβλεπόμενη διαδικασία ένστασης της περίπτωσης στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 98, των υποπεριπτώσεων αα΄ της περίπτωσης β΄, της υπουποπερίπτωσης βββ΄ της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης β΄καθώς και της περίπτωσης γ΄της παραγράφου 1 του άρθρου 99 και της παραγράφου 4 του άρθρου 100 εφαρμόζεται σε όλες τις συμβάσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 κάτω των ορίων. Ειδικά για τις συμβάσεις άνω των 60.000 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., το, κατά το άρθρο 127 του παρόντος, ύψος του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου δεν υπερβαίνει τα 600 ευρώ.
13. Μέχρι την έκδοση νέων προτύπων εγγράφων συμβάσεων έργων και μελετών της παραγράφου 5 του άρθρου 53, εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα ήδη ισχύοντα.
Άρθρο 377 Καταργούμενες διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις:
(31) του Ν. 3669/2008 (Α΄ 116), πλην των άρθρων 80 έως 110, τα οποία παραμένουν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83, των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 20 και της παραγράφου 1 α του άρθρου 176. Ειδικά η υποχρέωση δημοσίευσης περίληψης της διακήρυξης σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ως άνω νόμου, καταργείται με την επιφύλαξη της παρ. 10 του άρθρου 379. Ειδικά η υποχρέωση δημοσίευσης περίληψης της διακήρυξης στον περιφερειακό και τοπικό τύπο, που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, καταργείται με την επιφύλαξη της παρ. 12 του άρθρου 379,[...]
(40) του ν. 3316/2005 (Α΄ 42), πλην των άρθρων 2Α, της παραγράφου 2 του άρθρου 11 και πλην των άρθρων 39 και 40 τα οποία παραμένουν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83. Ειδικά η υποχρέωση δημοσίευσης περίληψης της προκήρυξης σε μία ημερήσια εφημερίδα της πρωτευούσης με πανελλήνια κυκλοφορία, που προβλέπεται στο άρθρο 12 του ως άνω νόμου, καταργείται με την επιφύλαξη της παραγράφου 10 του άρθρου 379. Ειδικά η υποχρέωση δημοσίευσης περίληψης της προκήρυξης σε μία ημερήσια εφημερίδα της πρωτεύουσας του νομού, στον οποίο πρόκειται να κατασκευαστεί το έργο,το οποίο αφορά η μελέτη ή η υπηρεσία ή της έδρας της Περιφέρειας, αν στην έδρα του νόμου δεν εκδίδεται ημερήσια εφημερίδα ή αν το έργο θα εκτελεστεί σε περισσότερους νομούς, που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, καταργείται με την επιφύλαξη της παραγράφου 12 του άρθρου 379,[...].
2. Στο ν. 2717/17.05.1999 (ΦΕΚ 97 Α'): “Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας” προβλέπονται σχετικώς τα κάτωθι:
Άρθρο 126Β - Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις
1. Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους, από τους οποίους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο οι διάδικοι καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της.
3. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του παρόντος Κώδικα.
4. Η διαδικασία ενδοδικαστικής επίλυσης διεξάγεται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται το απόρρητο αυτής.
5. Οι διάδικοι, πλην του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του παρόντος Κώδικα, εκπροσωπούνται στη διαδικασία του παρόντος άρθρου από δικηγόρους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, εφαρμοζόμενης και της διάταξης της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του παρόντος Κώδικα. Για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα».
5. Στο άρθρο 64 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής δικονομίας προβλέπονται σχετικώς τα κάτωθι:
Το εφετείο συγκροτείται από τρεις δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πρόεδρος και από το γραμματέα, εκτός από τις περιπτώσεις που δικάζονται οι διαφορές του άρθρου 17 του Ν.Δ.1268/72 "περί εκτελέσεως των Δημοσίων 'Έργων", οπότε το εφετείο συγκροτείται από πέντε δικαστές”.
V. Επί της σκοπιμότητας, της νομιμότητας και του περιεχομένου της προτεινόμενης ρύθμισης
Με τις υπό έλεγχο διατάξεις προτείνονται τροποποιήσεις άρθρων του ν. 4412/2016, του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με αντικείμενο που αφορά κυρίως στην κατάργηση της αίτησης θεραπείας, ως δεύτερο στάδιο της διοικητικής επίλυσης συμβατικών διαφορών κατά το στάδιο εκτέλεσης της δημόσιας σύμβασης έργου, μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών και στην υπαγωγή όλων των διαφορών που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.
Εισαγωγικά επισημαίνεται ότι, ως εκ της αρμοδιότητας της Αρχής, ο σχετικός έλεγχος αφορά στις προτεινόμενες διατάξεις του σχεδίου νόμου που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις και όχι στις προτεινόμενες δικονομικές διατάξεις, καθώς και διατάξεις που αφορούν στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις, οι οποίες συνιστούν τροποποιήσεις των άρθρων 174, 175 και 198 του ν. 4412/2016 καταργείται η αίτηση θεραπείας ως στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας, η οποία, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων και ορίζεται ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο.
Αναφορικά με την αίτηση θεραπείας, καταρχήν, παρατηρούνται τα εξής:
Το άρθρο 174 του ν. 4412/2016 προβλέπει δύο ειδών αιτήσεις θεραπείας κατά την εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων έργων: α) αίτηση θεραπείας κατά των αποφάσεων επί της ένστασης κατά πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας ή κατά των σιωπηρών -λόγω παρέλευσης της προθεσμίαςαπορρίψεων των ενστάσεων (δεύτερος βαθμός εξέτασης της διαφοράς μεταξύ αναδόχου και διευθύνουσας) και β) αίτηση θεραπείας (σε πρώτο βαθμό) κατά πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου εφόσον δημιουργείται για πρώτη φορά διαφωνία, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί ένσταση. Και στις δύο περιπτώσεις η αίτηση θεραπείας απευθύνεται στον αρμόδιο Υπουργό ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο. Με τις προτεινόμενη ρύθμιση φαίνεται ότι καταργούνται αμφότερες οι αιτήσεις θεραπείας. Αντιστοίχως το ίδιο ισχύει και ως προς το άρθρο 198 του ως άνω νόμου κατά την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών.
Στόχος της προτεινόμενης ρύθμισης είναι, σύμφωνα με την συνυποβληθείσα αιτιολογική έκθεση, η ενοποίηση και η ταχύτερη περαίωση της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, “μέσω ενός πλήρους πλαισίου εξέτασής της, με την εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας στο Τεχνικό Συμβούλιο εντός 20 ημερών από την κατάθεση της ένστασης, την αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου εντός 10 ημερών από τη συζήτηση ενώπιον του, το οποίο εξετάζει τις απόψεις όλων των αντίθετων μερών, και την τελική απόφανση από τον Υπουργό”.
Ειδικότερα, επί των προτεινόμενων διατάξεων των υποβληθέντων άρθρων παρατηρούνται τα κάτωθι:
Εισαγωγικά επισημαίνεται ότι εκ της αντιπαραβολής των προτεινόμενων άρθρων 174 και 198, τα οποία ρυθμίζουν τη διοικητική επίλυση των διαφορών κατά την εκτέλεση των συμβάσεων έργων και μελετών, αναφύεται διαφοροποίηση στη διατύπωση των εν λόγω άρθρων ακόμη και στις περιπτώσεις που ρυθμίζουν τα ιδία θέματα χωρίς να υφίσταται σχετική αιτιολόγηση (βλ. ενδεικτικά κατωτέρω παρατηρήσεις υπ' αριθμ. 1 και 4).
1. Στο δεύτερο εδάφιο της παράγραφο 1 του άρθρου 174 προβλέπεται ότι “η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο και ασκείται με κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών, από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον τίτλο I του παρόντος. Η ένσταση κοινοποιείται στον Υπουργό ή στο κατά νόμο αρμόδιο ν’ αποφανθεί όργανο. Η κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει”.
Από το προπαρατιθέμενο κείμενο της διάταξης, ωστόσο, δεν προκύπτει με σαφήνεια α) εάν η απαιτούμενη κοινοποίηση της ένστασης στον Υπουργό ή στο κατά νόμο αρμόδιο να αποφανθεί όργανο πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός τις ανατρεπτικής προθεσμίας των δύο (2) μηνών, β) ποιος οφείλει να την κοινοποιήσει, ήτοι ο ενιστάμενος ή η διευθύνουσα υπηρεσία και γ) οι τρόποι κατάθεσης της ένστασης στη διευθύνουσα υπηρεσία, καθώς δεν ορίζονται ποιοι άλλοι τρόποι εκτός της ταχυδρομικής αποστολής επί αποδείξει επιτρέπονται.
Σημειώνεται ότι η αντίστοιχη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 198 διαφοροποιείται ως προς τον τρόπο άσκησης της ένστασης προβλέποντας ότι “η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο και ασκείται με επίδοση σ’ αυτούς και κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών, από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης”.
2. Η διατύπωση της προτεινόμενης διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 174, όπου ορίζεται ότι “η ένσταση συνοδεύεται από αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον αυτή έχει κοινοποιηθεί”, προκαλεί σύγχυση, καθώς δεν είναι κατανοητό σε ποιες περιπτώσεις, πέραν της παραλείψεως, η προσβαλλόμενη πράξη δεν κοινοποιείται.
3. Στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 174 καθώς και 4 και 5 του άρθρου 198 προβλέπονται διατάξεις οι οποίες αφορούν στον “κύριο του έργου, εφόσον δεν είναι το Δημόσιο”. Εν προκειμένω, η χρήση του όρου “Δημόσιο” χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση ή παραπομπή στην κείμενη νομοθεσία (ν. 4270/2014) καθιστά ασαφές και μη οριοθετημένο το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Σημειώνεται ότι στην περ. 41 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2017 προβλέπεται ότι “οι όροι «Δημόσιος Τομέας», «Γενική Κυβέρνηση» και «Κεντρική Κυβέρνηση» έχουν την έννοια που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143)”.
4. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 174 η προθεσμία επίδοσης του αντιγράφου της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενο χαρακτηρίζεται ως “ανατρεπτική”, ενώ στην αντίστοιχη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 198 δεν προσδιορίζεται με τέτοιο όρο η προβλεπόμενη προθεσμία.
5. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 174 και στην παράγραφο 5 του άρθρου 198 θα έπρεπε να προστεθεί ότι σε περίπτωση μη επίδοσης αντιγράφου της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενου εντός δέκα (10) ημερών, η ένσταση θα θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Η εν λόγω προσθήκη, η οποία προβλέπεται και στην υφιστάμενη διατύπωση του άρθρου 174, συνάδει και με τις λοιπές προτεινόμενες διατάξεις, ήτοι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 174 όπου προβλέπεται ότι “αυτός που υπέβαλε την ένσταση υποχρεούται να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της ένστασης όργανο επικυρωμένο αντίγραφο του αποδεικτικού εμπρόθεσμης επίδοσης της ένστασής του στον αντισυμβαλλόμενο”.
6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 174 προβλέπεται ότι “ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει χωρήσει συζήτηση αυτής στο Δικαστήριο”. Η χρονική οριοθέτηση, ωστόσο, της παράτασης της προθεσμίας για έκδοση απόφασης επί της ένστασης ως “όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής” δημιουργεί ασάφεια ως προς το εάν ως έτος λογίζεται ένα πλήρες έτος από την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 ή απλώς το υπόλειπόμενο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη του τρέχοντος ημερολογιακού έτους και, ως εκ τούτου, χρήζει αποσαφήνισης.
7. Στο προτεινόμενο άρθρο 175 έχει απαλειφθεί η πρόβλεψη του αντίστοιχου υφιστάμενου άρθρου ότι “η προσφυγή στο εφετείο ασκείται σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε επί της αίτησης θεραπείας ή από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 14 του άρθρου 174”. Η απαλοιφή, ωστόσο, της εν λόγω προθεσμίας σε συνδυασμό με την παράλειψη παραπομπής σε σχετικές δικονομικές διατάξεις ενδεχομένως δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας δικαίου ως προς την παροχή της έννομης προστασίας.
8. Θα πρέπει να επανεξεταστούν οι μεταβατικές ρυθμίσεις που προτείνονται να προστεθούν στο άρθρο 376 του ν. 4412/2016 καθώς είναι ατελείς. Ειδικότερα, παρατηρούνται τα εξής:
α) δεν προβλέπεται ρητώς η εφαρμογή των άρθρων 174 και 198 στις συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016.
β) η πρόβλεψη άμεσης ισχύος των νέων διατάξεων των άρθρων 174 και 198 χωρίς περίοδο προσαρμογής για τις αναθέτουσες αρχές και τους αναδόχους δύναται να οδηγήσει έως και σε απώλεια του δικαιώματος της ένστασης για τους αναδόχους λόγω παρέλευσης της οριζόμενης με τις νέες διατάξεις προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεων.
γ) δεν ορίζεται το χρονικό σημείο με την παρέλευση του οποίου το άρθρο 175 θα εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής ο δικαστικός έλεγχος της αρμοδιότητας κατά την εκδίκαση των προσφυγών. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 175 παραπέμπει στην ένσταση του άρθρου 174, πρέπει, ενδεχομένως, να επανεξεταστεί η οριοθέτηση του χρονικού σημείου έναρξης της ισχύος του άρθρου 175.
Από τα ανωτέρω παρατιθέμενα προκύπτει ότι, παρά το γεγονός ότι ο τιθέμενος με την προαναφερόμενη αιτιολογική έκθεση στόχος της επιτάχυνσης της περαίωσης της διοικητικής επίλυσης των διαφορών κατά την εκτέλεση των δημοσίων συμβάσεων έργων, μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, φαίνεται να επιτυγχάνεται σε ένα βαθμό, σε σχέση και με τις υφιστάμενες ρυθμίσεις, ωστόσο με τις προτεινόμενες διατάξεις δεν επιτυγχάνεται απλοποίηση και συνοχή του νομοθετικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων στο μέτρο που θα ήταν επιθυμητή.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η Αρχή διατυπώνει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περ. γ’ (αα) του άρθρου 2 του ν. 4013/2011, θετική γνώμη επί της προτεινόμενης ρύθμισης υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω παρατηρήσεων και επισημάνσεων.
Αθήνα, 6 Οκτωβρίου 2017
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρoς
Μιχαήλ Εκατομμάτης