Διοικητικό Έγγραφο

ΓΝΩΜΗ Γ12/2020
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
(άρθρου 2, παρ. 2, περ. γ υποπερ.(γγ) του Ν. 4013/2011)
Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Στην Αθήνα σήμερα την 23η Ιουλίου του έτους δύο χιλιάδες είκοσι (2020) ημέρα Πέμπτη και ώρα 9:30 π.μ., και επί της οδού Κεφαλληνίας 45 & Κομνά Τράκα, όπου και τα γραφεία της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής.
Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά την συνεδρίαση τα ακόλουθα:
Πρόεδρος: Γεώργιος Καταπόδης
Μέλη: Δημήτριος Λουρίκας (μέσω τηλεδιάσκεψης) Δημήτριος Σταθακόπουλος (μέσω τηλεδιάσκεψης) Ερωφίλη Χριστοβασίλη Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης
Γραμματέας: Αικατερίνη Αλτιπαρμάκη, Δ.Ε. Διοικητικών Γραμματέων
Εισηγήτρια: Χριστίνα Καξιρή, Νομικός, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης παρέστη, λόγω δικαιολογημένης απουσίας της εισηγήτριας Χριστίνας Καξιρή, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Μελετών και Γνωμοδοτήσεων Μίνα Καλογρίδου, η οποία αποχώρησε πριν από την έναρξη της διαδικασίας της ψηφοφορίας και τη λήψη της απόφασης από τα Μέλη της Αρχής.
Θέμα: Διατύπωση σύμφωνης γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. περ. γ' υποπερ. γγ' του ν. 4013/2011, επί προτεινόμενου σχεδίου απόφασης του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών «Όργανα που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν και ειδικές ρυθμίσεις σε θέματα δημοσίων συμβάσεων που εκτελούνται από την “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”)».
Με το από 20.07.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (αριθμ. πρωτ. εισερχ. Αρχής 3911/21.07.2020) διαβιβάσθηκε στην Αρχή σχέδιο απόφασης του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών με τίτλο ««Όργανα που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν και ειδικές ρυθμίσεις σε θέματα δημοσίων συμβάσεων που εκτελούνται από την “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”)», και διατυπώθηκε αίτημα περί παροχής σύμφωνης γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. περ. γ' υποπερ. γγ' του ν. 4013/2011, όπως ισχύει.
Το κατά τα ως άνω υποβληθέν σχέδιο Υπουργικής Απόφασης περιλαμβάνει διατάξεις όπου γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός των οργάνων που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν κατά την ανάθεση και εκτέλεση έργων, μελετών, τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, προμηθειών και γενικών υπηρεσιών, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν.4412/2016, από την εταιρεία με την επωνυμία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.» και καθορίζονται οι επιμέρους αρμοδιότητες αυτών.
Ι. Το υποβληθέν σχέδιο Κοινής Υπουργικής Απόφασης έχει ως εξής:
ΑΠΟΦΑΣΗ
Θέμα: «Όργανα που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν και ειδικές ρυθμίσεις σε θέματα δημοσίων συμβάσεων που εκτελούνται από την “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”)».
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ KAI ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) του ν.4412/2016 (Α΄ 147) «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», και ειδικότερα της παραγράφου 3 του άρθρου 180, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 66 του ν.4690/2020 (Α΄ 104) «Κύρωση: α) της από 13.4.2020 Π.Ν.Π. “Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις” (A΄ 84) και β) της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. “Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα” (Α΄ 90) και άλλες διατάξεις» και του άρθρου 199.
β) της περίπτωσης στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν.δ/τος 674/1970 (Α' 192) «Περί ιδρύσεως Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος», όπως προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν.2366/1995 (Α΄ 256) «Ρύθμιση θεμάτων Οργανισμών και Υπηρεσιών του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και άλλες διατάξεις».
γ) του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005 (Α' 98) και του άρθρου 119 του ν.4622/2019 «Επιτελικό κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α' 133), καθώς και το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
δ) του π.δ/τος 123/2017 (A' 151) «Οργανισμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του π.δ/τος 84/2019 (Α' 123).
ε) του π.δ/τος 83/2019 (Α 121) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
στ) της περίπτωσης β' της παραγράφου 10 του άρθρου 4 του ν.3481/2006 (Α΄ 162) «Τροποποιήσεις στη νομοθεσία για το Εθνικό Κτηματολόγιο, την ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων έργων και μελετών και άλλες διατάξεις».
ζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν.2465/1997 (Α΄ 28) «Θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών» και της παραγράφου 1 του άρθρου 97 του ν.4199/2013 (Α΄ 216) «Δημόσιες υπεραστικές οδικές μεταφορές επιβατών - Ρυθμιστική Αρχή Επιβατικών Μεταφορών και άλλες διατάξεις».
2. Την υπ’ αριθμόν …./2020 Γνώμη της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2, περ. (γ), υποπεριπτ. (γγ), του ν.4013/2011 (Α' 204) «Σύσταση ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων – Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν.3588/2007 (πτωχευτικός κώδικας) – Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και άλλες διατάξεις».
3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Οι διατάξεις της παρούσας απόφασης έχουν εφαρμογή στις διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων έργων, εκπόνησης μελετών, παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, προμηθειών και γενικών υπηρεσιών, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν.4412/2016, οι οποίες ανατίθενται και εκτελούνται από την εταιρεία με την επωνυμία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.».
Άρθρο 2
ΑΡΜΟΔΙΑ ΟΡΓΑΝΑ
Αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων και την παροχή γνωμοδοτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4412/2016, όπως κάθε φορά ισχύει, και των κανονιστικών διατάξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του, σε θέματα ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων έργων, εκπόνησης μελετών, παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, προμηθειών και γενικών υπηρεσιών, από την «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», είναι ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, το Διοικητικό Συμβούλιο της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», το Τεχνικό Συμβούλιο της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.» και τα εξουσιοδοτημένα όργανα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες οργανωτικές διατάξεις της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», όπως ειδικότερα ορίζεται στα επόμενα άρθρα.
Άρθρο 3
ΟΡΙΣΜΟΙ
1. Τα αρμόδια Όργανα, στα οποία αναφέρεται το προηγούμενο άρθρο, είναι ειδικότερα:
α) «Αναθέτων Φορέας» (ή «Αναθέτουσα Αρχή»), «Εργοδότης» ή «Κύριος του Έργου», κατά την έννοια του ν.4412/2016, και «Φορέας κατασκευής του έργου» είναι η εταιρεία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».
β) «Προϊσταμένη Αρχή» είναι το Διοικητικό Συμβούλιο της «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος.
γ) «Διευθύνουσα Υπηρεσία» ή «Επιβλέπουσα Υπηρεσία» είναι οι Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Έργων και Μελετών της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.».
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να αναθέτει την άσκηση αρμοδιοτήτων Προϊσταμένης Αρχής στον Διευθύνοντα Σύμβουλο, με δικαίωμα του Διευθύνοντος Συμβούλου για περαιτέρω ανάθεση σε άλλα όργανα της εταιρείας.
3. Οι Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Έργων και Μελετών της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.» δύνανται να αναθέτουν σε στελέχη τους αρμοδιότητες διευθύνουσας υπηρεσίας.
Άρθρο 4
ΤΕΧΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
1. Το Τεχνικό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και αποτελείται από:
(1) Τον Πρόεδρο με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους πτυχιούχοι ΑΕΙ .
(2) Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου και Μεταφορών, που ορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, με τον αναπληρωτή του.
(3) Έναν εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ), που ορίζεται με απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΕ, με τον αναπληρωτή του.
(4). Έναν νομικό ή τεχνικό επιστήμονα εγνωσμένου κύρους, που ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
(5) Έναν εκπρόσωπο των πανελλήνιων εργοληπτικών οργανώσεων, που υποδεικνύεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τις οργανώσεις αυτές. Σε περίπτωση που οι διάφορες ενώσεις υποδείξουν διάφορα πρόσωπα ως εκπροσώπους, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών επιλέγει το τακτικό και αναπληρωματικό μέλος από τα πρόσωπα που προτάθηκαν.
(6) Ένα μέλος της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με τον αναπληρωτή του που ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
(7) Έναν υπάλληλο εκ των τεχνικών υπαλλήλων της εταιρείας (διπλωματούχων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης), με τον αναπληρωτή του που ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου
2. Τα αναπληρωματικά μέλη συμμετέχουν στις συνεδριάσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου παρεκτός αν αναπληρώνουν το τακτικό μέλος λόγω απουσίας.
3. Τα θέματα εισηγούνται στο Τεχνικό Συμβούλιο οι Προϊστάμενοι των αρμόδιων υπηρεσιών της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», οι οποίοι μετέχουν στη συζήτηση άνευ ψήφου και αν είναι μέλη αυτού (Τ.Σ.) αντικαθίστανται από τους αναπληρωτές τους.
4. Ο πρόεδρος του Τεχνικού Συμβουλίου, ή ο αναπληρωτής του, ή το ίδιο το σώμα δύνανται να καλούν στις συνεδριάσεις οποιονδήποτε υπάλληλο ή ειδικό εμπειρογνώμονα για παροχή πληροφορίας ή γνώμης, σχετικά με τα θέματα που συζητούνται στο Συμβούλιο.
5. Το Τεχνικό Συμβούλιο είναι σε απαρτία όταν είναι παρόντες ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τρία από τα μέλη του.
6. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η γνώμη με την οποία τάσσεται η ψήφος του Προέδρου ή του αναπληρωτή του.
7. Το Τεχνικό Συμβούλιο παρέχει την γνώμη του για τα θέματα που ορίζονται από τον ν.4412/2016, όπως εκάστοτε ισχύει και από τις κανονιστικές διατάξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του, καθώς επίσης και για κάθε θέμα που παραπέμπεται σε αυτό από το Διοικητικό Συμβούλιο ή άλλο όργανο που ασκεί καθήκοντα «Προϊσταμένης Αρχής» κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της παρούσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να αναπέμπει στο Τεχνικό Συμβούλιο θέματα, για τα οποία γνωμοδότησε, εφόσον κρίνει, ότι υφίστανται ζητήματα προς περαιτέρω διερεύνηση.
8. Όπου, σύμφωνα με τις άνω διατάξεις, επιτρέπονται παρεκκλίσεις από αυτές, οι παρεκκλίσεις εγκρίνονται, μετά από γνώμη του τεχνικού συμβουλίου, από το εκάστοτε αρμόδιο όργανο, όπως αυτό ορίζεται από τις αυτές ως άνω διατάξεις.
9. Κατά τα λοιπά και συμπληρωματικώς προς τα ανωτέρω οριζόμενα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του δευτέρου κεφαλαίου «Συλλογικά Όργανα της Διοίκησης» (άρθρα 13 έως 15) του ν.2690/1999 (Α' 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».
Άρθρο 5
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Επί των ενστάσεων του αναδόχου, που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 198 του ν. 4412/2016, όπως ισχύει, αποφασίζει ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, πλην εκείνων για τις οποίες ρητώς ορίζεται στις διατάξεις του ν.4412/2016 ότι αποφασίζει η «Προϊσταμένη Αρχή», οπότε αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο επί των ενστάσεων αυτών είναι το Διοικητικό Συμβούλιο της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», και σε κάθε περίπτωση ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου της ΕΡΓΟΣΕ.
Άρθρο 6
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Για την διαχείριση των συμβάσεων έργων και μελετών-υπηρεσιών, των οποίων οι διακηρύξεις και προκηρύξεις, αντιστοίχως, δημοσιεύθηκαν υπό το καθεστώς των προϊσχυουσών του ν.4412/2016 διατάξεων περί δημοσίων έργων και μελετών – υπηρεσιών και οι οποίες έχουν ανατεθεί και εκτελούνται από την εταιρεία «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», ως αποφαινόμενα και γνωμοδοτούντα όργανα αυτών ορίζονται αυτά που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της παρούσας απόφασης. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΧ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
ΙΙ. Αρμοδιότητα Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Σύμφωνα με το αρ. 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. γγ του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, ορίζεται ότι:
γ) Γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα:
[…] γγ) Οι λοιπές κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, εξαιρουμένων των προκηρύξεων, καθώς και οι κανονισμοί άλλων δημοσίων οργάνων και αναθετουσών αρχών, όπως ιδίως οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2286/ 1995, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των κατά περίπτωση αρμόδιων ελεγκτικών διοικητικών οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις και κανονισμοί ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της παρούσας περίπτωσης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου. Μετά την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας οι σχετικές πράξεις μπορούν να εκδοθούν και χωρίς τη γνώμη της Αρχής.
Εκ των ανωτέρω διαλαμβανομένων προκύπτει ότι, δεδομένου ότι το προτεινόμενο σχέδιο υπουργικής απόφασης αφορά σε ζητήματα ειδικότερου προσδιορισμού οργάνων που αποφασίζουν και γνωμοδοτούν κατά την ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων έργων, μελετών, τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, προμηθειών και γενικών υπηρεσιών από την ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ, καθώς και των αρμοδιοτήτων αυτών, δέον όπως εξετασθεί εάν συντρέχει η αρμοδιότητα της Αρχής για παροχή γνώμης κατά την προπαρατεθείσα διάταξη.
Το εν θέματι προτεινόμενο σχέδιο Υπουργικής Απόφασης, ως παρατίθεται κατωτέρω, καθορίζει τα αρμόδια αποφαινόμενα και γνωμοδοτούντα όργανα κατά την ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών αρμοδιότητας από την “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”). Σημειώνεται ότι η εν λόγω κανονιστική πράξη προτείνεται μεν κατ' εξουσιοδότηση διάταξης του Ν. 4412/2016, πλην όμως το ουσιαστικό της περιεχόμενο αφορά σε εσωτερικές – οργανωτικές διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν στον καθορισμό των ως άνω οργάνων για το εν λόγω είδος δημοσίων συμβάσεων αρμοδιότητος της “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”), ήτοι αφορούν σε ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας του ως άνω φορέα, συνεπώς τίθεται ζήτημα αρμοδιότητος της Αρχής για την παροχή της σύμφωνης γνώμης της κατ' άρθρο 2 παραγρ. 2 περ. γ' υποπερ. γγ' του Ν. 4013/2011.
ΙΙΙ. Συναφείς διατάξεις
Το σύνολο των διατάξεων του ν. 4412/2016 «Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», ως τροποποιημένος ισχύει και, ειδικότερα τα κάτωθι άρθρα αυτού :
Το άρθρο 174 Διοικητική επίλυση συμβατικών διαφορών
1. Κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο, και ασκείται με επίδοση σε αυτούς με δικαστικό επιμελητή μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα τίτλο I, κοινοποιείται δε εντός της ανωτέρω προθεσμίας και στην υπηρεσία που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Η ανωτέρω κοινοποίηση δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει.
Ένσταση ασκείται επίσης και κατά αποφάσεων ή πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, εφόσον με τις αποφάσεις ή πράξεις αυτές προκαλείται διαφωνία για πρώτη φορά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία για την άσκηση της ένστασης αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης ή της πράξης στον ανάδοχο. Η διευθύνουσα υπηρεσία ή η προϊσταμένη αρχή οφείλουν, κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών τους, να μνημονεύουν τη δυνατότητα άσκησης ένστασης, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή της, το αποφαινόμενο όργανο, καθώς και τις συνέπειες από τη μη άσκησή της, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 175 του παρόντος.
2. Με την ένσταση εξετάζεται τόσο η νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης όσο και η ουσία της υπόθεσης. Ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο υποχρεούται να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κατάθεση της ένστασης, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου.
3. Η ένσταση πρέπει να αναφέρει την πράξη ή την παράλειψη, κατά της οποίας στρέφεται, σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους λόγους, στους οποίους στηρίζει τις απόψεις του αυτός που υποβάλλει την ένσταση και ορισμένα αιτήματα.
4. Η ένσταση συνοδεύεται από αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον αυτή έχει κοινοποιηθεί.
5. Η διευθύνουσα υπηρεσία ή η προϊσταμένη αρχή, κατά περίπτωση, υποχρεούνται μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της ένστασης να διαβιβάσουν στο Τεχνικό Συμβούλιο τις απόψεις τους επί αυτής και το φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος περιλαμβάνει τα συμβατικά τεύχη ή αντίγραφά τους. Η παράλειψη αυτή αποτελεί πειθαρχική παράβαση και επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141. Τα συμβατικά τεύχη μπορεί να τα προσκομίσει και αυτός που υποβάλλει την ένσταση.
6. Ένσταση μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, εφόσον δεν είναι το Δημόσιο και η προϊσταμένη αρχή δεν ανήκει στον κύριο του έργου. Αν η αρμοδιότητα για την απόφαση επί ενστάσεων ασκείται από όργανο του κυρίου του έργου, επί ενστάσεων του προηγούμενου εδαφίου αποφασίζει ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών.
7. Αν το Δημόσιο δεν είναι ο κύριος του έργου, αντίγραφο της ένστασης επιδίδεται στον αντισυμβαλλόμενο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την άσκησή της. Ο αντισυμβαλλόμενος μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών μπορεί να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της ένστασης όργανο τις αντιρρήσεις του. Η παράλειψη υποβολής αντιρρήσεων δεν δημιουργεί τεκμήριο αποδοχής των λόγων που προβάλλονται με την ένσταση, τους οποίους μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αποκρούσει για πρώτη φορά στο Δικαστήριο.
8. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, αυτός που υπέβαλε την ένσταση υποχρεούται να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της ένστασης όργανο επικυρωμένο αντίγραφο του αποδεικτικού εμπρόθεσμης επίδοσης της ένστασής του στον αντισυμβαλλόμενο. Η υποβολή του εν λόγω αντιγράφου γίνεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενο. Οι ενστάσεις στην περίπτωση αυτή δεν εισάγονται για συζήτηση στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο πριν περάσει η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου για υποβολή αντιρρήσεων. Οι αντιρρήσεις συζητούνται μαζί με την ένσταση, με τις οποίες συζητούνται και εξετάζονται και οι τυχόν αντίθετες για το ίδιο θέμα ενστάσεις. Αν υποβληθούν αντίθετες ενστάσεις, όταν αρμόδιος να αποφασίσει επί ένστασης του κυρίου του έργου είναι ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, σύμφωνα με την παράγραφο 6, η αρμοδιότητα του Υπουργού επεκτείνεται και στη συνεξεταζόμενη αντίθετη ένσταση του αναδόχου, έστω και αν αρμόδιο να αποφασίσει για την τελευταία αυτή ένσταση είναι όργανο του κυρίου του έργου.
9. Προκειμένου να συζητηθεί η ένσταση στο Τεχνικό Συμβούλιο, η αρμόδια για την εισήγηση υπηρεσία, σε συνεννόηση με τη Γραμματεία του Συμβουλίου καλεί με έγγραφη πρόσκλησή της τον ανάδοχο να παραστεί, σε ορισμένη ημέρα και ώρα και πάντως όχι νωρίτερα από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης, αυτοπροσώπως ή με νόμιμα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, για να υποστηρίξει τις απόψεις του και να δώσει κάθε σχετική πληροφορία ή διευκρίνιση που θα ζητηθεί από τα μέλη του Συμβουλίου. Η πρόσκληση επιδίδεται με απόδειξη στον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του, με δημόσιο όργανο ή με τηλεομοιοτυπία (FAX). Αντίγραφο της ένστασης διαβιβάζεται και στα μέλη του Συμβουλίου έως πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτησή της. Κατά τη συζήτηση καλείται και ο κύριος του έργου που υποβάλλει ένσταση ή αντιρρήσεις κατ’ αυτής.
10. Αν ο ανάδοχος, μολονότι κλήθηκε, δεν παρέστη ο ίδιος ή με αντιπρόσωπό του, γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά του Συμβουλίου και το Συμβούλιο προχωρεί στην εξέταση της ένστασης και χωρίς την παρουσία του. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν κληθεί και δεν παραστεί ο κύριος του έργου, ο οποίος άσκησε ένσταση ή αντιρρήσεις.
11. Η εξέταση της ένστασης αρχίζει με την προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας προς το Συμβούλιο. Η εισήγηση ερευνά πρώτα το εμπρόθεσμο της ένστασης, της επίδοσης αυτής στον αντισυμβαλλόμενο, στις περιπτώσεις που απαιτείται τέτοια επίδοση, καθώς και των αντιρρήσεων του αντισυμβαλλομένου, αν έχουν υποβληθεί αντιρρήσεις. Στη συνέχεια εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης, ανάλογα με τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους και τα προβαλλόμενα σχετικά αιτήματα. Αν η ένσταση έχει οικονομικό αντικείμενο, η εισήγηση περιλαμβάνει εκτίμηση αυτού. Την προφορική ανάπτυξη της εισήγησης ακολουθεί συζήτηση για την πλήρη ενημέρωση των μελών του Συμβουλίου στην υπόθεση. Στη συνέχεια καλείται να ακουσθεί αυτός που άσκησε την ένσταση και αυτός που τυχόν υπέβαλε αντιρρήσεις. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει τη σειρά ακρόασης ή και την ενδεχόμενη ταυτόχρονη ακρόαση. Όταν οι ενδιαφερόμενοι αποχωρήσουν, συνεχίζεται η συζήτηση από το συμβούλιο, το οποίο μετά το τέλος της συζήτησης γνωμοδοτεί αιτιολογημένα, το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών, για την υπόθεση.
12. Αν η ένσταση απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει ή αν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία της παραγράφου 2, αυτός που υπέβαλε την ένσταση μπορεί να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 175. Η έκδοση ή κοινοποίηση απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του τριμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής. Αν τα κατά περίπτωση αρμόδια υπηρεσιακά όργανα δεν προσκομίσουν μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του τρίτου μήνα το σχέδιο απόφασης επί της ένστασης στον Υπουργό ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο, επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141.
13. Αν η ένσταση είναι εμπρόθεσμη, ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει και να κοινοποιήσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει χωρήσει συζήτηση αυτής στο Δικαστήριο. Η απόφαση του Υπουργού ή του κατά περίπτωση αποφαινομένου οργάνου που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο βοήθημα και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την ένσταση και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση κατισχύει η τυχόν εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.
14. Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, νοούνται και οι άλλες αρχές, οι οποίες αποφασίζουν επί ενστάσεων, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6.
15. Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της διοίκησης, αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο.
Άρθρο 180 Ειδικές ρυθμίσεις, έργα άλλων φορέων
1. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο και τις αποφάσεις που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του ασκούνται από τα αρμόδια όργανα ή συμβούλια του φορέα κατασκευής του έργου, σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις του κάθε φορέα.
2. Καθήκοντα αναθέτουσας/ προϊσταμένης αρχής για την ανάθεση/εκτέλεση των δημοσίων έργων, αρμοδιότητας του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ασκεί ο Υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων επικουρούμενος από την καθ’ ύλην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις του Υπουργείου. Με απόφαση του Υπουργού μπορούν να μεταβιβάζονται οι σχετικές αρμοδιότητες σε υποκείμενα όργανα και να ορίζεται ο χρόνος έναρξης της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Προϊσταμένης Αρχής από τα νέα όργανα και οι συμβάσεις στις οποίες ασκούνται οι αρμοδιότητες αυτές από Όργανα που έχουν καθοριστεί με προγενέστερες διατάξεις, διατηρούν τις αρμοδιότητές τους μέχρι την έκδοση νέας απόφασης. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ανατίθεται η διαδικασία σύναψης έργου σε οποιαδήποτε οργανωτική μονάδα, Διεύθυνση ή Ειδική Υπηρεσία Δημόσιων Έργων (ΕΥΔΕ), της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων .
3. Α) Στα έργα που εκτελούνται από άλλους φορείς, εκτός από τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, μπορεί με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, να γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές ή διαφοροποιήσεις των σχετικών διαδικασιών του και των θεμάτων που ρυθμίζονται με τον παρόντα νόμο για την αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων φορέων και έργων. Με το διάταγμα αυτό μπορεί να ενοποιούνται ή να συντέμνονται και οι διαδικασίες που αναφέρονται στη διοικητική και δικαστική επίλυση των διαφορών ή να καταργούνται βαθμοί των διαδικασιών αυτών.
Β) Στα έργα που εκτελούνται από άλλους φορείς, εκτός από τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, μπορεί με κοινή απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό, να γίνεται ο ειδικότερος προσδιορισμός των οργάνων και συμβουλίων που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν για τα έργα των φορέων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Αποφαινόμενα και γνωμοδοτούντα όργανα που έχουν καθοριστεί με προγενέστερες διατάξεις διατηρούν τις αρμοδιότητές τους μέχρι την έκδοση νέας απόφασης
4. Σε κάθε περίπτωση η εποπτεία στους άλλους φορείς για την τήρηση των διαδικασιών και γενικά 10
για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του ασκείται από την Γενική Γραμματεία Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 92-110 του ν. 3669/2008 όπως ισχύουν και οι κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή τους συνεχίζουν να ισχύουν. Οι βεβαιώσεις εγγραφής στα μητρώα (πτυχία) που έχουν εκδοθεί υπό την ισχύ του ν. 3669/2008 ισχύουν για κάθε συνέπεια.
Το άρθρο 198 Διοικητική και δικαστική επίλυση διαφορών
1. Στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται στο νόμο αυτόν, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση εκτελεστής πράξης ή παράλειψης της διευθύνουσας υπηρεσίας που βλάπτει για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, ασκείται ένσταση. Εφόσον δεν υφίσταται δέσμια αρμοδιότητα της υπηρεσίας για την έκδοση ρητής πράξης, προϋπόθεση ώστε να θεωρηθεί επιτρεπτή η ένσταση κατά παραλείψεως, είναι να έχει προηγηθεί η υποβολή εγγράφου αιτήματος του αναδόχου με συγκεκριμένο περιεχόμενο και να παρέλθει ένας (1) τουλάχιστον μήνας από την υποβολή του. Η προθεσμία της ένστασης στην περίπτωση αυτή διαρκεί μέχρι την έγκριση του σταδίου της μελέτης ή την παραλαβή της υπηρεσίας, εκτός αν γνωστοποιηθεί εγγράφως από τη διευθύνουσα υπηρεσία στον ανάδοχο ότι η Διοίκηση δεν πρόκειται να εκδώσει ρητή πράξη επί του αιτήματός του. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τον ενημερώνει σχετικώς. Ένσταση ασκείται και κατά των βλαπτικών εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, αν από αυτές προκαλείται διαφωνία για πρώτη φορά. Η διευθύνουσα υπηρεσία κατά την έκδοση πράξης, η οποία υπόκειται σε ένσταση ή η προϊσταμένη αρχή κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών της, οφείλουν να μνημονεύουν στην πράξη τη δυνατότητα άσκησης ένστασης, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή της, το αποφαινόμενο όργανο, καθώς και τις συνέπειες από τη μη άσκησή της, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 175 του παρόντος.
2. Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο και ασκείται με επίδοση σε αυτούς και κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών, από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης. Η κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει. Με την ένσταση εξετάζεται τόσο η νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης όσο και η ουσία της υπόθεσης.
3. Ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών ή ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός ή το αρμόδιο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αποφαινόμενο όργανο αποφασίζει μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την άσκηση της ένστασης. Αν η ένσταση απορριφθεί εν μέρει ή στο σύνολό της ή αν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία, ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο κατά την παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου δικαστήριο. Η έκδοση ή κοινοποίηση της απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του τριμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής.
4. Ένσταση μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, αν δεν είναι το Δημόσιο. Αν αρμόδιος να αποφανθεί σε ενστάσεις του αναδόχου είναι ο κύριος του έργου ή όργανό του, στις ενστάσεις που ασκούνται από αυτόν, αποφασίζει ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών.
5. Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο, αντίγραφο της ένστασης υποβάλλεται, μέσα σε δέκα (10) ημέρες, στον αντισυμβαλλόμενο του ενισταμένου. Για την εξέταση της ένστασης καλείται ο ενιστάμενος να προσκομίσει το αποδεικτικό κατάθεσής της στον αντισυμβαλλόμενό του, ο οποίος μπορεί να υποβάλει τις αντιρρήσεις του, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Η μη υποβολή αντιρρήσεων δεν θεωρείται ως αποδοχή των ισχυρισμών του αιτούντος.
6. Η ένσταση προσδιορίζει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, περιλαμβάνει σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους ουσιαστικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται, τα αιτήματα του ενισταμένου και εφόσον είναι δυνατό, το οικονομικό αντικείμενο της διαφοράς. Η ένσταση συνοδεύεται από αντίγραφο της πράξης που γέννησε τη διαφωνία. Η διευθύνουσα υπηρεσία και η προϊσταμένη αρχή διαβιβάζουν στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της ένστασης τις απόψεις τους επί αυτής και το φάκελο της υπόθεσης με τα συμβατικά τεύχη του έργου, τα οποία δικαιούται να προσκομίσει και ο ενιστάμενος.
7. Η απόφαση του αρμόδιου οργάνου εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου. Για τη συζήτηση στο Τεχνικό Συμβούλιο, καλείται από την υπηρεσία που εισηγείται ή τη γραμματεία του Συμβουλίου ο ανάδοχος εγγράφως, σε καθορισμένη ημέρα και ώρα που δεν απέχει λιγότερο από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης. Αντίγραφο της ένστασης διαβιβάζεται και στα μέλη του Συμβουλίου έως πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτησή της. Η πρόσκληση επιδίδεται με απόδειξη στον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του, με δημόσιο όργανο ή με τηλεομοιοτυπία (FAX). Στη συζήτηση καλείται με τον ίδιο τρόπο ο κύριος του έργου που υπέβαλε την ένσταση ή αντιρρήσεις κατ’ αυτής. Στη συνεδρίαση ο ενιστάμενος παρίσταται είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο.
8. Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο και ασκηθούν αντίθετες ενστάσεις από τον ανάδοχο και τον αντισυμβαλλόμενό του / κύριο του έργου, εξετάζονται ταυτόχρονα από τον εποπτεύοντα Υπουργό ή, αν δεν υπάρχει, τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, ακόμα και αν έχει την κατά νόμο αρμοδιότητα για την εξέταση της ένστασης όργανο του κυρίου του έργου.
9. Η συζήτηση της ένστασης στο Τεχνικό Συμβούλιο αρχίζει με προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της υπηρεσίας είτε με παρουσία του ενισταμένου και του υποβάλλοντος αντιρρήσεις είτε και χωρίς την παρουσία τους, αν δεν προσήλθαν παρά τη νόμιμη κλήτευσή τους. Ελέγχεται κατ’ αρχήν το εμπρόθεσμο της ένστασης,η επίδοση της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενο όταν απαιτείται και οι αντιρρήσεις του αντισυμβαλλομένου, αν έχουν υποβληθεί και στη συνέχεια εξετάζεται η νομιμότητα και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται. Η εισήγηση περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση περί του οικονομικού αντικειμένου της υπόθεσης, αν τούτο είναι εφικτό. Ακολουθεί προφορική συζήτηση υπό τη διεύθυνση του προέδρου του Τεχνικού Συμβουλίου για την πληρέστερη ενημέρωση των μελών. Η γνώμη του Συμβουλίου διαμορφώνεται μετά την αποχώρηση των ενδιαφερομένων, διατυπώνεται στο πρακτικό και υποβάλλεται το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών στο αρμόδιο για την απόφαση όργανο.
10. Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της διοίκησης, αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο.
11. Για τη δικαστική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, κατά την εκτέλεση των δημόσιων συμβάσεων μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 175. Αρμόδιο Δικαστήριο είναι το διοικητικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία έχει υπογράφει η σύμβαση.
12. Αν η ένσταση είναι εμπρόθεσμη, ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 3, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει χωρήσει συζήτηση αυτής στο Δικαστήριο. Η απόφαση του Υπουργού ή του κατά περίπτωση αποφαινομένου οργάνου που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο βοήθημα και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την ένσταση και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση κατισχύει η τυχόν εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.
Το άρθρο 199 «Ειδικές ρυθμίσεις»
Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που προβλέπονται από το νόμο αυτόν ασκούνται από τα αρμόδια όργανα της αναθέτουσας αρχής και του εργοδότη, σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις τους. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ορίζονται τα αποφαινόμενα και γνωμοδοτούντα όργανα των επί μέρους αναθετουσών αρχών, για τις ανάγκες εφαρμογής του νόμου αυτού. Αποφαινόμενα και γνωμοδοτούντα όργανα που έχουν καθοριστεί με προγενέστερες διατάξεις διατηρούν τις αρμοδιότητές τους μέχρι την έκδοση νέας απόφασης.-
ΙV. Επί της σκοπιμότητας, της νομιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων
Η προτεινόμενη Υπουργική Απόφαση αφορά, ως προελέχθη, στον ορισμό αποφαινόμενων και γνωμοδοτούντων οργάνων της “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”) κατά την ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής τεχνικών & λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, η οποία προτείνεται κατ' εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 199 Ν. 4412/2016.
A. 1. Σε ό,τι αφορά στην παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης για την έκδοση της προτεινόμενης κανονιστικής πράξης και στο πλαίσιο των προεκτεθεισών διατάξεων περί εξουσιοδότησης, σημειώνονται τα εξής:
Η νομοθετική εξουσιοδότηση, προκειμένου να είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη (ΣτΕ 1466/1995, 1394/1997, 3111/1999, 360, 2574/2009), υπό την έννοια ότι πρέπει να καθορίζονται συγκεκριμένα τα θέματα που περιλαμβάνονται σε αυτή, όπως αυτά πρέπει ή μπορεί να ρυθμιστούν με τις κανονιστικές πράξεις που πρόκειται να εκδοθούν (ΣτΕ 2309/1992), ενώ θεωρείται ορισμένη, όταν υπάρχουν επαρκή κριτήρια, γενικές αρχές (ΣτΕ 2445/1992) και κατευθύνσεις, οι οποίες καθορίζουν κατά βάση τα πλαίσια της ρύθμισης των θεμάτων τα οποία αφορά (ΣτΕ 478/1989, 2304/1995).
Επιπλέον, η εξουσιοδοτική διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το Σύνταγμα, τόσο από την άποψη του καθορισμού του αντικειμένου της, όσο και από την άποψη των προϋποθέσεων και κριτηρίων για τη θέσπιση των επιτρεπόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων (ΣτΕ 1741/2006, σχετικά με τη νομοθετική εξουσιοδότηση Σπηλιωτόπουλος, 13η έκδοση, σελ 57 -58), σύμφωνα με το οποίο, στην ως άνω εκτεθείσα διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 43, επιτρέπει κατ' εξαίρεση την παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της Διοίκησης, μόνο για τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων τοπικού ενδιαφέροντος. Επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 358/1996), ειδικότερα είναι τα θέματα εκείνα, των οποίων το αντικείμενο αποτελεί μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί κύριο αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης ή που έχει λεπτομερειακό χαρακτήρα σε σχέση με τη βασική ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νόμο (ΣτΕ 2701/1996, 4025/1998, 1830/1999, 3889/2005, 567/2006), ο δε λεπτομερειακός χαρακτήρας των θεμάτων έχει την έννοια ότι αρκεί για τη ρύθμισή τους η θέσπιση δευτερευόντων κανόνων δικαίου (ανωτέρω Σπηλιωτόπουλος, 13η έκδοση, σελ. 59).
Τέλος επισημαίνεται ότι οι κανόνες δικαίου που θεσπίζονται δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, αν και παράγονται με διοικητικές πράξεις, είναι ισοδύναμοι από άποψη τυπικής ισχύος, με τους κανόνες που παράγονται από το νομοθετικό όργανο.
2. Σε ό,τι αφορά στο άρθρο 199 Ν. 4412/2016, ως προελέχθη, το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που προβλέπονται από τον ως άνω νόμο ασκούνται από τα αρμόδια όργανα της αναθέτουσας αρχής και του εργοδότη, σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις τους, προβλέπει δε τη δυνατότητα ορισμού αποφαινόμενων οργάνων επιμέρους αναθετουσών αρχών και για τις ανάγκες εφαρμογής του νόμου, οι οποίες θεσπίζονται με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτεθέντων σχετικά με τη νομοθετική εξουσιοδότηση, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 199 Ν. 4412/2016 εμφανίζεται ως εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων κατά την εφαρμογή του νόμου, τα οποία αφορούν τα όργανα (αποφαινόμενα – γνωμοδοτούντα) επιμέρους αναθετουσών αρχών και ορισμένη υπό την έννοια ότι καθορίζει το πλαίσιο της ρύθμισης των θεμάτων τα οποία αφορά.
Στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με τη νομοθετική εξουσιοδότηση της διάταξης του ως άνω άρθρου 199, στην οποία ερείδεται η προτεινόμενη Υπουργική Απόφαση, επισημαίνεται ότι η τελευταία ευρίσκεται εντός του πλαισίου της εξουσιοδότησης, καθώς αφορά στον καθορισμό των αρμοδίων κατά περίπτωση αποφαινομένων και γνωμοδοτούντων οργάνων της “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”) κατά την ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής τεχνικών & λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών.
Β. Η ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε. είναι θυγατρική Εταιρεία του ΟΣΕ που συστάθηκε το 1996, με στόχο να αναλάβει τη διαχείριση των έργων του Επενδυτικού Προγράμματος του Οργανισμού και ιδιαίτερα εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από Προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τον Νόμο 3891/2010 «Αναδιάρθρωση, εξυγίανση και ανάπτυξη του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ» (άρθρο 4), στις αρμοδιότητες της ΕΡΓΟΣΕ περιλαμβάνεται και η παροχή υπηρεσιών σχεδιασμού, ανάπτυξης, υποστήριξης, διαχείρισης, μελέτης, επίβλεψης και κατασκευής πάσης φύσεως έργων σε τρίτους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό καθώς και διενέργειας απαλλοτριώσεων υπέρ του Δημοσίου ή άλλων φορέων του Δημοσίου.
Σε εφαρμογή του Ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Προγράμματος Στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας», η ΕΡΓΟΣΕ υπάγεται από το Δεκέμβριο του 2010 στις ΔΕΚΟ.
Με την παρ. 1 του άρθρου 180 του ν. 4412/2016 με τίτλο Ειδικές ρυθμίσεις, έργα άλλων φορέων το οποίο, ανήκει στην Ενότητα 8 «Ειδικές Διατάξεις» του Τμήματος ΙΙ «Συμβατικό Στάδιο» ορίζεται ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο και τις αποφάσεις που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του ασκούνται από τα αρμόδια όργανα ή συμβούλια του φορέα κατασκευής του έργου, σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις του κάθε φορέα.
Με την περ. Β της παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 180 προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό, Κοινής Απόφασης με την οποία γίνεται ο προσδιορισμός των γνωμοδοτούντων και αποφαινόμενων οργάνων για τα έργα που εκτελούνται από φορείς πλην των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών. Παράλληλα, ρυθμίζεται το μεταβατικό διάστημα έως την έκδοση των προβλεπόμενων κατά τα ανωτέρω Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων, σύμφωνα με την οποία, τα αποφαινόμενα και γνωμοδοτούντα όργανα που έχουν ορισθεί με βάση τις υφιστάμενες διατάξεις διατηρούν τις αρμοδιότητές τους.
Αντίστοιχη δυνατότητα προβλέπεται με το άρθρο 199 Ειδικές ρυθμίσεις του Τμήματος ΙΙ του ν. 4412/2016 όσον αφορά τις διατάξεις περί μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών.
Με το περιεχόμενο αυτό, οι κατά τα ανωτέρω εξουσιοδοτικές διατάξεις αφορούν καταρχήν σε ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας αναθετουσών αρχών και αναθετόντων φορέων, όπως η ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ.
Σημειώνεται ότι οι ως άνω εξουσιοδοτικές διατάξεις ανήκουν οργανωτικά στο Κεφάλαιο ΙΙ Ειδικοί κανόνες ανά είδος σύμβασης του μέρους Β΄ που αφορά σε κανόνες εκτέλεσης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 334 Συμβατικό πλαίσιο – Εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζεται ότι σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων του Βιβλίου ΙΙ εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κεφαλαίου II του Μέρους Β΄ του Βιβλίου Ι (άρθρα 134 έως 221).
Κατά συνέπεια, στο προοίμιο της της εξεταζόμενης Υπουργικής Απόφασης, πέραν της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 180, θα πρέπει να αναφερθεί και η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 199 για τις συμβάσεις μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό με τις σχετικές οργανωτικές διατάξεις της εταιρείας, όπως προκύπτουν από το ισχύον καταστατικό της.
Συνακόλουθα, στο βαθμό που δεν καλύπτονται από τις εξουσιοδοτικές διατάξεις, θα πρέπει να απαλειφθούν από το άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής και το άρθρο 2 Αρμόδια όργανα τόσο η αναφορά σε συμβάσεις προμηθειών και γενικών υπηρεσιών όσο και η αναφορά σε διαδικασίες ανάθεσης.
Γ. Με την περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 3 ορίζεται ότι «Διευθύνουσα Υπηρεσία» ή «Επιβλέπουσα Υπηρεσία» είναι οι Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Έργων και Μελετών της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», με δυνατότητα περαιτέρω ανάθεσης σε άλλα στελέχη. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ότι ο όρος «Υπηρεσία» παραπέμπει σε συγκεκριμένη οργανική μονάδα της εταιρείας και όχι σε πρόσωπα με ορισμένες ιδιότητες.
Δ. Με την παρ. 7 του άρθρου 4 το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να αναπέμπει στο Τεχνικό Συμβούλιο θέματα, για τα οποία γνωμοδότησε, εφόσον κρίνει, ότι υφίστανται ζητήματα προς περαιτέρω διερεύνηση. Το ως άνω δικαίωμα αναπομπής φαίνεται να ισχύει μόνο σε περίπτωση απλής και όχι σύμφωνης γνώμης.
Ε. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 174 του ν. 4412/2016 «Κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο,…. Ένσταση ασκείται επίσης και κατά αποφάσεων ή πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου […….]14. Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, νοούνται και οι άλλες αρχές, οι οποίες αποφασίζουν επί ενστάσεων, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6.».
Μετά την τροποποίηση του ως άνω άρθρου 174, δυνάμει του άρθρου 20 του ν. 4491/2017 (Α’ 152), δεν υφίσταται πλέον η δυνατότητα υποβολής αίτησης θεραπείας, η δε ένσταση απευθύνεται είτε προς τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών είτε στο κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο, ήτοι στο αρμόδιο όργανο της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής.
Αντίστοιχες ρυθμίσεις προβλέπονται στο Άρθρο 198 Διοικητική και δικαστική επίλυση διαφορών όσον αφορά τις συμβάσεις μελετών και τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών.
Με την προϊσχύσασα μορφή της παρ. 3 του άρθρου 180, ήτοι πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 66 Ν.4690/2020 (Α 104/30.05.2020), προβλεπόταν ότι στα έργα που εκτελούνται από άλλους φορείς, μπορούσε, μεταξύ άλλων, να μεταβιβάζονται και οι αρμοδιότητες του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων επί των αιτήσεων θεραπείας, εγκρίσεως διεξαγωγής διεθνών διαγωνισμών και εγκρίσεως παρεκκλίσεων για τη μελέτη και κατασκευή έργων.
Με την εξεταζόμενη διάταξη του άρθρου 5 της Υπουργικής απόφασης ορίζεται ότι επί των ενστάσεων του αναδόχου, που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 198 του ν. 4412/2016, όπως ισχύει, αποφασίζει ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, πλην εκείνων για τις οποίες ρητώς ορίζεται στις διατάξεις του ν.4412/2016 ότι αποφασίζει η «Προϊσταμένη Αρχή», οπότε αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο επί των ενστάσεων αυτών είναι το Διοικητικό Συμβούλιο της «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», και σε κάθε περίπτωση ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου της ΕΡΓΟΣΕ.
Διαφαίνεται ότι πρόθεση είναι, στις μεν περιπτώσεις που η προσβαλλόμενη πράξη αφορά σε απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας αρμόδια να είναι η Προϊσταμένη Αρχή, δηλαδή το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, ενώ, εάν η προσβαλλόμενη πράξη αφορά σε απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής αρμόδιος να είναι ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών.
Συμπέρασμα
Κατόπιν των προεκτεθέντων, η Αρχή ομόφωνα παρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ’ υποπερ. (γγ) του ν.4013/2011,σύμφωνη γνώμη επί προτεινόμενου σχεδίου απόφασης του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών «Όργανα που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν και ειδικές ρυθμίσεις σε θέματα δημοσίων συμβάσεων που εκτελούνται από την “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.”)», με τις ανωτέρω επί μέρους επισημάνσεις, βελτιώσεις και νομοτεχνικές διορθώσεις.
Αθήνα, 23 Ιουλίου 2020
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Καταπόδης