Αριθμός Απόφασης
5469/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τμήμα 5° Εργατικών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελπινίκη Θεοφίλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Ευαγγελία Μπεκιάρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 10η Οκτωβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ ΕΦΕΣΕΩΣ: ..., κατοίκου Ν. Ηρακλείου Αττικής, οδός ..., 2. ..., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ..., 3. ..., κατοίκου Ανθούσας Αττικής, οδός ..., 4. ..., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, οδός ..., 5. ..., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, οδός ..., 6. ..., κατοίκου Περιστεριού Αττικής, οδός ..., 7. ..., κατοίκου Ελληνικού Αττικής, οδός ..., 8. ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ..., 9. ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ..., 10. ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ..., 11. ..., κατοίκου Βοτανικού Αττικής, οδός ..., 12. ..., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, οδός ..., 13. ..., κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής, οδός ..., 14. ..., κατοίκου Περιστεριού Αττικής, οδός ..., 15. ..., κατοίκου Ίλιου Αττικής, οδός ..., και 16. ..., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σωτηρακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΚΑΘ’ ΟΥ Ο ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ: του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ...", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .., και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ευκλείδου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 29.12.2009 (αριθμ.έκθ.κατάθ. .../30.12.2009) αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ’αριθμ, 136/2012 οριστική του απόφαση, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία επιλύσεως των εργατικών διαφορών των άρθρων 664 - 676 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015, απέρριψε την αγωγή.
Κατά της Απόφασης αυτής, οι ενάγοντες άσκησαν την από 14.1.2014 (αριθμ.έκθ.κατάθ. .../15.1.20145) έφεσή τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Η έφεση προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 3.2.2015, οπότε αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 15.3.2016 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται νόμιμα προς συζήτηση η από 14.1.2014 (αριθμ.έκθ.κατάθ..../15.1.20145) έφεση κατά της υπ’αριθμ, 136/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 664-676 ΚΠολΔικ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015, και η οποία απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως μη νόμιμη και κατά τις επικουρικές της βάσεις ως αόριστη και με επάλληλη αιτιολογία ως μη νόμιμη, η οποία πρέπει να συνεκδικαστεί, μαζί με τον από 22.9.2017 πρόσθετο λόγο έφεσης που ασκήθηκε με το ίδιας ημερομηνίας ιδιαίτερο δικόγραφο των εκκαλούντων που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό .../22.9.2017 και επιδόθηκε στον εφεσίβλητο Δήμο στις 25.9.2017 (βλ. υπ’αριθμ. .../25.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ...), λόγω του ότι με την ένωση και συνεκδίκασή τους λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, επιταχύνεται δε και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δευτεροβάθμιας δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 524 παρ.1 και 246 του Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ. Με την από 29.12.2009 (αριθμ.έκθ.κατάθ..../30.12.2009) αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από τον νόμιμο εκπρόσωπο του εναγομένου ΟΤΑ με συμβάσεις μίσθωσης έργου για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών του εναγομένου. Ότι εργάζονταν καθημερινά από Δευτέρα έως Σάββατο επί 36 ώρες την εβδομάδα με ωράριο από 08.00 έως 14.00 (πρωινή βάρδια) και από 14.00 έως 20.00 (απογευματινή βάρδια) κατά πλήρες ωράριο μειωμένο κατά μισή ώρα ημερησίως λόγω της απασχολήσεώς τους με ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ότι απασχολούνταν με την ειδικότητα διεκπεραίωσης υποθέσεων πολιτών που τους ανέθεταν οι προϊστάμενοί τους και ασκούσαν τα ανατιθέμενα σε αυτούς καθήκοντα υπό τις οδηγίες, την επίβλεψη και τις εντολές των προϊσταμένων τους, οι οποίοι ήταν μόνιμοι υπάλληλοι του εναγομένου καθώς και του νομίμου εκπροσώπου του τελευταίου. Ότι απασχολήθηκαν στο εναγόμενο με αλλεπάλληλες και χωρίς διακοπή συμβάσεις μίσθωσης έργου με ημερομηνίες έναρξης 1.10.2003 διάρκειας 18 μηνών, 1.4.2005 διάρκειας 6 μηνών και 1.10.2005 διάρκειας 15 μηνών. Ότι η τελευταία αυτή σύμβαση λύθηκε με τη συναίνεσή τους στις 12.9.2006 και στις 13.9.2006 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων η από 13.9.2006 σύμβαση μίσθωσης έργου διάρκειας 1 έτους, η οποία έληξε στις 12.9.2007, στη συνέχεια δε καταρτίστηκαν τρεις διαδοχικές αλλεπάλληλες συμβάσεις μίσθωσης έργου διάρκειας έξι μηνών εκάστη με ημερομηνίες έναρξης 13.9.2007, 13.3.2008 και 13.9.2008. Ότι αυτοί στη συνέχεια συμμετείχαν σε διαγωνισμό που προκήρυξε το ΑΣΕΠ για στελέχωση των ΚΕΠ βάσει των διατάξεων των νόμων 2190/1994, 3260/2004 και 3584/2007 και βάσει των πινάκων διοριστέων του ΑΣΕΠ που κυρώθηκαν με τις υπ’αριθμ. .../14.6.2007 και .../8.6.2007 αποφάσεις του που δημοσιεύθηκαν στα ΦΕΚ .../25.6.2007 και …/18.7.2007 διορίστηκαν ως τακτικοί υπάλληλοι. Ότι το εναγόμενο κατέβαλε σ'αυτούς τις αποδοχές που προέβλεπαν οι συμβάσεις μίσθωσης έργου κατά μήνα και ειδικότερα σε καθένα από αυτούς το ποσό των 880 ευρώ από την πρόσληψή τους έως τις 30.9.2005 και το ποσό των 1.000 ευρώ το μήνα από 1.10.2005 έως τη λύση της σύμβασής τους, ήτοι μέχρι την 16.12.2008 για την 1η ενάγουσα, την 19.7.2008 για την 2η ενάγουσα, την 12.10.2007 για την 3η ενάγουσα, την 3.9.2008 για τις 4η και 10η ενάγουσες, την 24.9.2007 για τους 5ο, 6η, 12η και 15η ενάγοντες, την 7.7.2008 για την 7η ενάγουσα, την 31.10.2008 για τον 8ο ενάγοντα, την 1.7.2008 για τον 9ο ενάγοντα, την 28.5.2008 για τις 11η και 16 ενάγουσες, την 31.8.2008 για την 13η ενάγουσα και την 30.7.2008 για τον 14ο ενάγοντα. Ότι αυτοί κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και ότι οι συμβάσεις τους με το εναγόμενο αναφέρονταν «κατ' όνομα» και κατ' επίφαση ως συμβάσεις μίσθωσης έργου ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας καθότι δεν απέβλεπαν στην πραγματοποίηση κάποιου έργου αλλά αντίθετα στην παροχή της εργασίας τους στον εναγόμενο υπό την επίβλεψη, τις εντολές και οδηγίες των οργάνων αυτού ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής αυτής. Ότι ειδικότερα οι συμβάσεις τους με το εναγόμενο αποτελούσαν στην πραγματικότητα συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας και επικουρικά αν ήθελε κριθεί ότι δεν αποτελούσαν έγκυρες συμβάσεις εργασίας αλλά άκυρες συμβάσεις μίσθωσης έργου καθότι δεν λειτούργησαν ως γνήσιες συμβάσεις μίσθωσης έργου αλλά ως συμβάσεις παροχής εργασίας, αυτοί τελούσαν με τον εναγόμενο σε απλή σχέση εργασίας. Ότι το εναγόμενο καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα δεν τους κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές τους με τα προβλεπόμενα επιδόματα χειριστών Η/Υ και κινήτρου απόδοσης, των «κατ' αποκοπή εξόδων κίνησης», όπως προκύπτουν από τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων κλπ υπαλλήλων (ν.3205/2003) και τις διατάξεις των εκάστοτε ισχυουσών ΣΣΕ της ΠΟΕ-ΟΤΑ καθώς και τα επιδόματα εορτών και αδείας, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επί μέρους αιτούμενα ποσά για τα αναγραφόμενα για έκαστο από αυτούς χρονικά διαστήματα. Ότι το εναγόμενο υποχρεούται από το νόμο και τη σύμβαση να τους καταβάλει τα ποσά αυτά και επικουρικά υποχρεούται να τους τα καταβάλει με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών άλλως περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτή τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που περιλαμβάνεται στις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρ.223 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει τα ποσά των 11.567,31, 11.680,44 και 11.602,19 ευρώ στους 1η, 2η και 3η των εναγόντων, αντίστοιχα, το ποσό των 11.829,50 ευρώ σε καθεμία των 4ης και 10ης εναγόντων, το ποσό των 11.604,63 ευρώ σε καθένα των 5ου, 6ης και 12ης εναγόντων, το ποσό των 11.786,25 ευρώ σε καθένα των 7ης και 9ου εναγόντων, το ποσό των 11.884,75 ευρώ στον 8ο ενάγοντα, το ποσό των 11.997,98 ευρώ σε καθένα των 11ης και 16ης εναγουσών, το ποσό των 11.914,50 ευρώ στην 13η ενάγουσα, το ποσό των 11.800,38 ευρώ στον 14ο ενάγοντα και το ποσό των 11.784,75 ευρώ στην 15η ενάγουσα, όπως αυτό αναλύεται στην αγωγή, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει τα ποσά των 25.632, 21.732 και 14.748 ευρώ στους 1η, 2η και 3η των εναγόντων, αντίστοιχα, το ποσό των 22.719 ευρώ σε καθεμία των 4ης και 10ης εναγόντων, το ποσό των 14.426 ευρώ σε καθένα των 5ου, 6ης και 12ης εναγόντων, το ποσό των 21.247.50 ευρώ σε καθένα των 7ης και 9ου εναγόντων, το ποσό των 24.178.50 ευρώ στον 8ο ενάγοντα, το ποσό των 20.278,50 ευρώ σε καθένα των 11ης και 16ης εναγουσών, το ποσό των 25.284,81 ευρώ στην 13η ενάγουσα, το ποσό των 18.584 ευρώ στον 14ο ενάγοντα και το ποσό των 11.554 ευρώ στην 15η ενάγουσα, όπως αυτό αναλύεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο, άλλως με τόκο υπερημερίας 6%, από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της ως μη νόμιμη και ως προς τις επικουρικές της βάσεις ως αόριστη και με επάλληλη αιτιολογία ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους περιεχόμενους στα δικόγραφο αυτό λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή καθ' ολοκληρία η αγωγή τους. Η έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε νομοτύπως στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 15.1.2014 από τους εκκαλούντες-ενάγοντες (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1, 516, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ καταχρηστικής προθεσμίας των τριών ετών από την δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης στις 17.1.2012, (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔικ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τον ν.4335/2015, εν όψει του χρόνου άσκησης της έφεσης), καθόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει και ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β' εδ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ), φέρεται δε παραδεκτώς προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αντικ. με την παρ.2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), και είναι παραδεκτή καθόσον επισυνάπτεται γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών στον οικείο ΔΣΑ (άρθρο 61 του ν.4194/2013), και επομένως θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, (άρθρ. 533 παρ.1, 591 παρ.7 του ίδιου κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015). Επίσης και ο από 22.9.2017 πρόσθετος λόγος έφεσης, ο οποίος ασκήθηκε παραδεκτά με το ίδιας ημερομηνίας ιδιαίτερο δικόγραφο των εκκαλούντων που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό .../22.9.2017 και εμπρόθεσμα αφού αντίγραφο επιδόθηκε στο εφεσίβλητο ν.π.δ.δ. στις 25.9.2017, ήτοι οκτώ (8) ημέρες πριν από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 10.10.2017 (βλ. υπ’αριθμ..../25.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ..., όπως προβλέπει το τροποποιημένο άρθρο 591 παρ.1 εδ.ζ ΚΠολΔ), πρέπει, συνεκδικαζόμενος με την έφεση (άρθρα 246, 533 παρ.1 και 591 παρ.7 του ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτός και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου του (άρθρα 518 παρ.2, 533 παρ.1 και 674 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ).
IIΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι με τους όρους της συμφωνίας τους αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του προς αυτές (Ολ.ΑΠ 28/2005, AΠ 905/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη (ΑΠ 1044/2012 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμβάσεως έργου είναι ότι με αυτή οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της συμβάσεως. Αντικείμενο δε της συμβάσεως αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε όμως περίπτωση, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεως του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχο του (ΑΠ 1153/2012, ΑΠ 905/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 του ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2527/1997 (στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται εκτός των άλλων και οι ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ) που επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. Κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβεί τους 8 μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για την αντιμετώπιση κατά τις ισχύουσες διατάξεις κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, παράταση δε ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρη (ΑΠ 1696/2012 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1, 2, 3 του ν. 2527/1997, για τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 681 ΑΚ ή με άλλες ειδικές διατάξεις, απαιτείται η προηγούμενη έκδοση κοινής αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, με την οποία καθορίζονται ο αριθμός των προσώπων, που θα απασχοληθούν, το συγκεκριμένο έργο, που θα εκτελέσουν, το χρονικό διάστημα, που απαιτείται για την ολική ή τμηματική παράδοση του έργου, το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου, ο τόπος εκτελέσεως του έργου, καθώς και ότι το έργο δεν ανάγεται στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα και αιτιολογία για τους λόγους που δεν μπορεί να εκτελεσθεί από υπαλλήλους του. Σύμβαση μισθώσεως έργου, που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Για την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως προς σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου απαιτείται βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας ή του νομικού συμβούλου της οικείας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση έργου, που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία. Ανανέωση ή παράταση της συμβάσεως μισθώσεως έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη. Παράταση του χρόνου παραδόσεως του έργου επιτρέπεται χωρίς οποιαδήποτε αύξηση της αμοιβής του αναδόχου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η νομιμότητα της εν λόγω συμβάσεως εξαρτάται από την τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κυρίως, η ορισμένη διάρκεια της συμβάσεως να δικαιολογείται από τη φύση, το είδος, τον σκοπό της εργασίας, τις συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως και τις ανάγκες της εκμεταλλεύσεως και να μη καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών και των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, υπό την έννοια των αναγκών αόριστης διάρκειας, που από τη φύση τους επιβάλλουν την κάλυψή τους με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (ΑΠ 566/2010 ΑΠ 1689/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχή έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση (Ολ.ΑΠ 7/2011 ΔΕΝ 67.970, ΑΠ 82/2012, ΑΠ 566/2010 ΑΠ 1689/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Ολ.ΑΠ 7/2011, Ολ.ΑΠ 8/2011, Ολ.ΑΠ 18/2006, ΑΠ 15/2012, ΑΠ 82/2012, ΑΠ 1499/2012, ΑΠ 1109/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την αναθεώρηση του έτους 2001 του Συντάγματος (ΦΕΚ A 85/18.4.2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε η παράγραφος 8, που προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Στους προαναφερόμενους συνταγματικούς κανόνες υπάγεται τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ και τα ΝΠΙΔ που ανήκουν στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς τον σκοπό αυτόν προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες για πρώτη φορά, υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18.4.2001) του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με το Δημόσιο και με τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για την σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνακόλουθα δε, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές που συνάπτονται για πρώτη φορά, υπό την ισχύ των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (Ολ.ΑΠ 19/2007, ΑΠ 1696/2012, ΑΠ 852/2011, ΑΠ 1577/2012, ΑΠ 64/2010, ΑΠ 422/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 που δημοσιεύθηκε την 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκδόθηκε το ΠΔ 164/2004, που αναφέρεται στους εργαζόμενους στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, στο άρθρο 5 του οποίου ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης... 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου». Εξ άλλου κατά το άρθρο 6 του ιδίου ΠΔ ορίζεται ότι «1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προ βλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς». Τέλος με το άρθρο 7 του ιδίου ΠΔ προβλέφθηκε, ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19.7.2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα με το άρθρο 11 ορίζονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: «1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφ' όσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης ... με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση ... γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός ... δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις, συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά, που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Εξάλλου, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες στο άρθρο 11 του ΠΔ 164/2004 προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες για πρώτη φορά, υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920, ούτε κατ’ επιταγή της προαναφερθείσας Οδηγίας έχει εφαρμογή μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα (ΑΠ 1696/2012, ΑΠ 852/2011, ΑΠ 590/2011 όπ). Περαιτέρω, αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ) είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσεως, και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 493/2010, ΑΠ 863/2010, ΑΠ 456/2010, ΑΠ 16/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2003 ΕλΔ 44.985). Αν συνεπώς η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (αρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44.1281, ΑΠ 680/2011, ΑΠ 305/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 του ΑΚ έχει εφαρμογή και επί άκυρου απασχολήσεως μισθωτού του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, που ενέχονται σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την εργασία που παρασχέθηκε σ' αυτό (ΑΠ 82/2013 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 786/2007 ΕλΔ 49.1444). Η ωφέλεια του εργοδότη στην ως άνω περίπτωση συνίσταται στο μισθό που θα κατέβαλε ο εργοδότης δυνάμει έγκυρης συμβάσεως εργασίας σε άλλο μισθωτό του αυτού επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την ίδια εργασία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη προσαυξήσεις που θα εδικαιούτο αυτός, λόγω των συντρεχουσών στο πρόσωπό του ιδιαιτέρων περιστάσεων και ειδικότερα λόγω γάμου, προϋπηρεσίας κλπ εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαία στο πρόσωπο του εργαζομένου που θα μπορούσε να προσληφθεί εγκύρως (ΑΠ 711/2010 ΔΕΝ 2010. 1494, ΑΠ 1719/2010 ΔΕΝ 2011.419, ΑΠ 413/2008 ΔΕΝ 64.1268, ΑΠ 439/2004 ΔΕΝ 60.871, ΑΠ 1402/2002 ΕλΔ 44.165). Με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού αναζητούνται οι αμοιβές που οφείλονται για παροχή νυκτερινής εργασίας, η βασική αμοιβή για απασχόληση την Κυριακή ή σε αργία και η αμοιβή για υπερεργασία (ΑΠ 1719/2010 οπ). Αντίθετα ο εργαζόμενος με άκυρη σύμβαση εργασίας λαμβάνει εκ του νόμου αμοιβή για την άδεια, το επίδομα αδείας και τα δώρα εορτών (ΑΠ 677/2012 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1719/2010 οπ).
Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή των εναγόντων είναι μη νόμιμη ως προς την κυρία βάση της με την οποία ζητείται η επιδίκαση των αιτουμένων αμοιβών (διαφορές αποδοχών, επίδομα εξόδων κίνησης και επιδομάτων εορτών και αδείας των ετών 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008) με βάση τον αγωγικό ισχυρισμό ότι οι αναγραφόμενες σ’ αυτή συμβάσεις των εναγόντων με το εναγόμενο κατ' επίφαση χαρακτηρίσθηκαν ως συμβάσεις έργου και ότι στην πραγματικότητα αυτοί (ενάγοντες) τελούσαν με το εναγόμενο με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ενόψει του ότι οι συμβάσεις έργου των εναγόντων με τον εναγόμενο ΟΤΑ καταρτίσθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος (18.4.2001), δεν μπορούν να μετατραπούν σε έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν οι ενάγοντες με την εργασία τους καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εναγομένου, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εναγόμενος ΟΤΑ δεν έχει την ευχέρεια για την σύναψη έγκυρης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ούτε με τις προϋποθέσεις της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 που προαναφέρθηκαν, καθότι δεν συντρέχουν αυτές στο πρόσωπο κανενός των εναγόντων (άλλωστε ούτε και οι ενάγοντες ισχυρίζονται στο δικόγραφο της αγωγής τους ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004), ούτε επίσης να χαρακτηρισθούν ως (έγκυρες) συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού δεν τηρήθηκαν για τη σύναψή τους οι προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε προϋποθέσεις για σύναψη έγκυρης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε μη νόμιμη την αγωγή ως προς την πιο πάνω κυρία βάση της, έστω και με συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) δεν έσφαλε και όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τους λόγους εφέσεώς τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Καθό μέρος, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε μη νόμιμη την αγωγή κατά την επικουρική βάση της που στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι οι ενάγοντες τελούσαν σε απλή εργασιακή σχέση με τον εναγόμενο καθότι τελούσαν υπό τον έλεγχο και εποπτεία των οργάνων αυτού καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού και προσφέροντας τις υπηρεσίες τους βάσει άκυρης σύμβασης (σχέσης) εργασίας, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, καθότι με βάση τα εκτιθέμενα σ' αυτή (αγωγή) η επικουρική αυτή αγωγική βάση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, δεδομένου ότι ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 του ΑΚ περί αδικαιολογήτου πλουτισμού έχει εφαρμογή και επί άκυρης απασχολήσεως μισθωτού του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, που ενέχονται σε απόδοση της ωφελείας που προήλθε από την εργασία που παρασχέθηκε από το μισθωτό (AΠ 82/2013 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 786/2007 ΕλΔ 49.1444). Επομένως ως προς την επικουρική αυτή βάση πρέπει να γίνει δεκτός ο πρόσθετος λόγος εφέσεως των εκκαλούντων και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό (ενώ δεν εξαφανίζεται ως προς το κεφάλαιο που απέρριψε τόσο την κυρία βάση της αγωγής όσο και την περί αδικοπραξίας βάση ως μη νόμιμες) και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) πρέπει να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής ως προς την επικουρική της βάση.
Κατά μεν το άρθρο 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους»: «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της», κατά δε το άρθρο 91 εδ. α του ίδιου νόμου: «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 91 εδ. α του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που υπάρχει στο άρθρο 91 εδ. α, και επομένως κατισχύει αυτής (Α.Ε.Δ. 32/2008, Ολ. Α.Π. 29/2006). Η προβλεπομένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατά το άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 Α.Κ. για παρόμοιες αξιώσεις των εργατών και υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου, που είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτού, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων (πρβλ. Ολ. Α.Π. 38/2005).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 93 του ίδιου νόμου (2362/1995): «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως...». Εξάλλου κατά το άρθρο 3 του ν.δ. 31/1968 "περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων" οι υπό των αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων επί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμενες στο Δημόσιο προνομίες ή θεσπισμένες ειδικές προστατευτικές διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον οι τυχόν υφιστάμενες αντίστοιχες για τους οργανισμούς αυτούς προνομίες εν γένει δεν είναι ευρύτερες ή ευνοϊκότερες από εκείνες που ισχύουν για το Δημόσιο. Επίσης με το άρθρο 29 παρ.5 του ν. 3202/2003 προστέθηκαν παράγραφοι στο τέλος του άρθρου 304 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων που κυρώθηκε με το π.δ. 410/1995, με την πρώτη από τις οποίες ορίζεται ότι στην παραγραφή των αξιώσεων κατά των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου και ότι κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης καταργείται. Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται με το ίδιο περιεχόμενο στο άρθρο 276 παρ. 2 του νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων που κυρώθηκε με το ν. 3463/2006 και ισχύει από 1.1.2007 (ΑΠ771/2016 δημ. στη Νόμος). Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι με τη διάταξη του άρθρου 90 §3 του ν.2362/1995 ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΟΤΑ κατ' αυτών που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α’ του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιοσδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου και των ΟΤΑ από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από την ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α', και επομένως κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006, ΑΠ1047/2012, AΠ 123/2011, ΑΠ 372/2010 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προβλεπομένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 §3 ν.2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΟΤΑ βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ' άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων, και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου και των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι δημότες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων και συνεπώς η διάταξη αυτή δεν αντίκειται α) στην κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, ούτε στην αποτελούσα ειδικότερη μορφή και εκδήλωση αυτής και καθιερούμενη με το άρθρο 22 §1 εδ. β’ αυτού αρχή της ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας (ΑΕΔ 1/2012 ΕλΔ 2012.638, ΑΠ 1047/2012 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), β) στη διάταξη του άρθρου 6 §1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, έχοντας υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28§1 του Συντάγματος), γ) στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος που παρέχει ανάλογη προστασία και ορίζει ότι καθένας έχει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει, αφού αυτές εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να έχει έννομη προστασία από τα δικαστήρια και να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύουν την θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων, δ) στις διατάξεις του άρθρου 14 της ως άνω ΕΣΔΑ, διότι η παραγραφή αυτή καθιερώθηκε για τους προαναφερθέντες λόγους γενικότερου συμφέροντος που αφορούν και καταλαμβάνουν όλους τους έχοντες σχετικές αξιώσεις και όχι με βάση τα ως άνω κριτήρια δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, με τα οποία ουδεμία έχει σχέση, ε) στις διατάξεις του άρθρου 1 του (επίσης κυρωθέντος με το ν.δ.53/1974 και την αυτή υπερνομοθετική ισχύ έχοντος) Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι διατάξεις αυτές εμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη της ισχύος τους, ενώ εξάλλου και από την διάταξη του άρθρου 1§2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει, ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για την διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεων τους εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ και στ) στο άρθρο 119 (ήδη 141) Συνθ. ΕΟΚ, για την προστασία της περιουσίας (του Δημοσίου και) των ΟΤΑ με την ταχεία εκκαθάριση των αντιστοίχων αξιώσεων και υποχρεώσεων τους, που εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε, στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογεί την εξαιρετική αυτή ρύθμιση, στις ως άνω δε διατάξεις δεν αντίκειται ούτε η ρητά θεσπιζόμενη με την διάταξη του άρθρου 90 §3 ν. 2362/1995 έναρξη της (διετούς) παραγραφής από τη γένεση των σχετικών αξιώσεων και όχι από το τέλος του αντίστοιχου έτους, ή από άλλο χρονικό σημείο (ΑΠ 123/2011, ΑΠ 372/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Η ως άνω παραγραφή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τα Δικαστήρια (άρθρο 94 του ν. 2362/1995) και μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 1366/2012, ΑΠ 135/2011, ΑΠ 1310/2009, ΕφΑΘ 1857/2008 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω αυτεπάγγελτη έρευνα της παραγραφής από τα δικαστήρια, που ισχύει υπέρ του Δημοσίου και των ΟΤΑ και έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και συγκεκριμένα για την προστασία της περιουσίας αυτών και της οικονομικής τους κατάστασης, στις οποίες συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων, δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 110 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ούτε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 46/2005 ΕλΔ 46. 1047, Ολ.ΑΠ 22/2005 ΕλΔ 46.846, ΑΠ 766/2010, ΑΠ 272/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το άρθρο 93 του νόμου 2362/1995, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 177 του νόμου 4270/2014, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο «α) με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή, γ)....». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 247 ΑΚ, σε παραγραφή υπόκειται η αξίωση, δηλαδή το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μία πράξη ή μία παράλειψη. Η αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 ΚΠολΔ) δεν υπόκειται αυτή καθ’ εαυτή σε παραγραφή. Όταν, όμως, παραγραφεί η αξίωση την οποία προπαρασκευάζει, εκλείπει πλέον το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και για το λόγο αυτό απορρίπτεται αυτή ως απαράδεκτη (ΑΠ 547/2008, ΑΠ 192/2008, ΑΠ 130/2008, AΠ 310/2007, ΑΠ 1070/2006, ΑΠ 465/2005, δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1877/2011 ΕλΔ 52.1452). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 281 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το ν. 3463/2006 τα δικαστήρια μπορούν να καθορίζουν το ποσό της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται σε βάρος ή υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων, σε ποσό που φθάνει έως 50% των κατωτάτων ορίων που ορίζονται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (ΑΠ 590/2011, ΑΠ 1272/2009 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, (οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρες), είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004. 245 ΕλλΔνη 46.406, ΑΠ 1428/2000 Ελλην.Δνη 2000.678), χωρίς ωστόσο, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και, ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 354/2006 δημ. στη Νόμος, ΑΠ 1628/ 2003 ΕλλΔνη 45.723, ΑΠ 1068/2002 Αρχ.Ν 2004.70), την υπ’ αριθμ. .../15.4.2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... του μάρτυρος των εναγόντων ..., στην εξέταση του οποίου κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα το εναγόμενο κατ' άρθρο 671 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. .../14.4.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ..., σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ, βλ.σχετ. ΑΠ 1456/1996 Αρχ.Ν.48.311, ΑΠ692/1990 ΝοΒ. 1992. 67), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες απασχολήθηκαν στον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο ΟΤΑ και συγκεκριμένα στο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών αυτού τα εξής χρονικά διαστήματα, δυνάμει των προσκομιζομένων μετ' επικλήσεως συμβάσεων που φέρουν τον τίτλο «ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΕΡΓΟΥ» και ειδικότερα με ημερομηνίες έναρξης 1.10.2003 διάρκειας 18 μηνών, 1.4.2005 διάρκειας 6 μηνών, 1.10.2005 διάρκειας 15 μηνών, 13.9.2006 διάρκειας 12 μηνών, 13.9.2007 διάρκειας 6 μηνών, 13.3.2008 διάρκειας 6 μηνών και 13.9.2008 διάρκειας 6 μηνών. Κατά τη διάρκεια των ως άνω συμβάσεων οι ενάγοντες συμμετείχαν σε διαγωνισμό που προκήρυξε το ΑΣΕΠ για στελέχωση των ΚΕΠ βάσει των διατάξεων των νόμων 2190/1994, 3260/2004 και 3584/2007 και βάσει των πινάκων διοριστέων του ΑΣΕΠ που κυρώθηκαν με τις υπ' αριθμ. .../14.6.2007 και .../8.6.2007 αποφάσεις του που δημοσιεύθηκαν στα ΦΕΚ .../25.6.2007 και …/18.7.2007 Α. Οι 4η, 10η και 13 των εναγόντων προσλήφθηκαν από το εναγόμενο με την υπ' αριθμ. .../18.6.2008 απόφασή του που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ .../25.7.2008 ως τακτικοί του υπάλληλοι στις 3.9.2008, 3.9.2008 και 29.8.2008, αντίστοιχα, (βλ. ΦΕΚ Γ …/25.7.2008), Β. Η 1η των εναγόντων προσλήφθηκε από το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Δήμος Κορίνθου ως τακτικός του υπάλληλος σε κενή οργανική θέση του ΚΕΠ του Δήμου Κορίνθου στις 16.12.2008 (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ. .../23.12.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων), Γ. η 2η των εναγόντων προσλήφθηκε από το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Δήμος Κερατέας ως τακτικός του υπάλληλος στις 19.7.2008 (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ. .../13.4.2009 βεβαίωση προϋπηρεσίας της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων σε συνδ. με την υπ' αριθμ.πρωτοκ. .../4.8.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων), Δ. Η 3η των εναγόντων προσλήφθηκε από το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Δήμος Πελλάνας Λακωνίας ως τακτικός του υπάλληλος στις 12.10.2007 (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ. .../24.10.2007 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων σε συνδ. με υπ’αριθμ. …/2007 απόφαση του Δημάρχου Πελλάνας). Ε. Ο 5ος των εναγόντων προσλήφθηκε από το εναγόμενο ως τακτικός του υπάλληλος στις 17.8.2007 (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ. .../9.5.2011 βεβαίωση της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων). ΣΤ. Η 6η των εναγόντων προσλήφθηκε από το εναγόμενο ως τακτικός του υπάλληλος στις 17.8.2007 (βλ. την με αριθμ. πρωτοκ. .../9.5.2011 βεβαίωση της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων), Ζ. η 7η των εναγόντων προσλήφθηκε από το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Δήμος Κρωπίας ως τακτικός του υπάλληλος στις 7.7.2008 (βλ. την με αριθμ. πρωτοκ. .../13.4.2009 βεβαίωση προϋπηρεσίας της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων σε συνδ. με την με αριθμ.πρωτοκ. .../11.7.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων). Η. Ο 8ος των εναγόντων προσλήφθηκε από το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Δήμος Κρωπίας ως τακτικός του υπάλληλος σε κενή οργανική θέση του ΚΕΠ του ως άνω Δήμου την 1.11.2008 (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ. .../3.11.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων). Θ. Ο 9ος των εναγόντων προσλήφθηκε από το εναγόμενο ως τακτικός του υπάλληλος στα ΚΕΠ του στις 1.7.2008 (βλ. την με αριθμ. πρωτοκ. .../8.8.2008 βεβαίωση προϋπηρεσίας της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων σε συνδ.με την υπ’αριθμ.πρωτοκ. .../11.7.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων). Ι. Η 12η των εναγόντων προσλήφθηκε από το εναγόμενο ως τακτικός του υπάλληλος στα ΚΕΠ του στις 24.9.2007 (βλ. την με αριθμ. πρωτοκ. .../13.4.2009 βεβαίωση προϋπηρεσίας της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων σε συνδ.με την υπ’αριθμ.πρωτοκ. .../24.9.2007 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων). Κ. Ο 14ος των εναγόντων προσλήφθηκε από το εναγόμενο ως τακτικός του υπάλληλος στις 4.7.2008 (βλ. την με αριθμ. πρωτοκ. .../9.5.2011 βεβαίωση της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων). Λ. Η 15 των εναγόντων προσλήφθηκε από το εναγόμενο ως τακτικός του υπάλληλος στα ΚΕΠ του στις 24.9.2007 (βλ. την με αριθμ. πρωτοκ. .../13.4.2009 βεβαίωση προϋπηρεσίας της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων σε συνδ. με την υπ’αριθμ.πρωτοκ. .../24.9.2007 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων), και Μ. Η 16η των εναγόντων παραιτήθηκε οικειοθελώς την 28.5.2008 (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ. .../4.6.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων) και προσλήφθηκε την 11.6.2008 από το Δήμο Ραφήνας ως τακτικός υπάλληλος σε κενή οργανική θέση του ΚΕΠ του Δήμου Ραφήνας (βλ. την με αριθμ. πρωτοκ. .../13.4.2009 βεβαίωση προϋπηρεσίας της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων σε συνδ.με την υπ’αριθμ.πρωτοκ. .../4.6.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων και την με αριθμ.πρωτοκ. .../11,6.2008 πράξη ορκωμοσίας του Δήμου Ραφήνας), ενώ η 11η των εναγόντων παραιτήθηκε οικειοθελώς την 28.5.2008 (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ. .../4.6.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων). Στις συμβάσεις αυτές αναγράφεται, μεταξύ των άλλων, η διάρκειά τους, η συνολική αμοιβή του αναδόχου, ότι δεν υπάρχει υποχρέωση του εναγομένου για ασφάλιση σε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης και σε καταβολή δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας και ότι ο ανάδοχος υποχρεούται να συνεργάζεται και να ενημερώνει το Δήμαρχο για την πορεία και την εκτέλεση του έργου υποβάλλοντας προτάσεις, εισηγήσεις και συμπεράσματα, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην υλοποίηση λειτουργίας του ΚΕΠ, με τις ειδικές ικανότητες, γνώσεις και εμπειρία που διαθέτει, ο δε Δήμος ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει κάθε χρήσιμο για την εκτέλεση του έργου στοιχείο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι, τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, οι ενάγοντες απασχολούνταν επί έξι (6) ημέρες την εβδομάδα με πλήρες ωράριο σε πρωινή ή απογευματινή βάρδια ακολουθώντας δεσμευτικά τις οδηγίες και εντολές των υπευθύνων του εναγομένου και του προϊσταμένου τους που ανήκε στο μόνιμο προσωπικό του εναγομένου ως προς τον τρόπο, τον χρόνο και την έκταση της παροχής της εργασίας τους, χωρίς να αποσκοπεί αυτή (εργασία) στην επίτευξη οποιουδήποτε έργου και προσφέροντας τις ίδιες υπηρεσίες με συναδέλφους τους που ανήκαν στο τακτικό προσωπικό του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών του εναγομένου. Επίσης ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας καθεμιάς των, ως άνω, διαδοχικών σχέσεων εργασίας, δεν δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα του έργου του εναγομένου, ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν οι ενάγοντες, ούτε από τη φύση, το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του εναγομένου ή από κάποιο άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο στις συνθήκες των υπηρεσιών αυτού. Συνακόλουθα οι ενάγοντες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου στον τομέα που απασχολούνταν γεγονός που αποδεικνύεται από την επανειλημμένη και χωρίς κενά χρονικά διαστήματα παροχή των υπηρεσιών τους με ανανεούμενες συνεχώς κατά τη λήξη τους συμβάσεις και από την πρόσληψή τους στο τακτικό προσωπικό του εναγομένου κατόπιν διαγωνισμού που διενεργήθηκε μέσω του ΑΣΕΠ. Με βάση τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι οι ως άνω επίδικες διαδοχικές συμβάσεις, αν και χαρακτηρίσθηκαν από τα διάδικα μέρη ως «συμβάσεις έργου», υπέκρυπταν στην πραγματικότητα άκυρες συμβάσεις (σχέσεις) εξαρτημένης εργασίας και κατ' επίφαση χαρακτηρίσθηκαν ως συμβάσεις έργου, αφού με αυτές οι διάδικοι απέβλεπαν στην εργασία των εναγόντων που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ο δε νομικός χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων έργου δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Περαιτέρω ενόψει του ισχυρισμού του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου ΟΤΑ περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων, που ερευνάται άλλωστε και αυτεπάγγελτα κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα εξής: Οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων από τη σχέση εργασίας τους με το εναγόμενο αφορούν τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2004 έως το αργότερο 16.12.2008. Η ένδικη από 29.12.2009 αγωγή των εναγόντων επιδόθηκε στον εναγόμενο Δήμο στις 30.12.2009 όπως προκύπτει από την υπ’αριθ. .../30.12.2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .... Συνακόλουθα και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε οι αξιώσεις των εναγόντων κατά του εναγομένου για το διάστημα από 1.1.2004 έως και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2007, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας των ετών 2004, 2005, 2006 και του επιδόματος του Πάσχα του έτους 2007 έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή, γενομένης δεκτής εν μέρει ως κατ' ουσία βάσιμης της ενστάσεως του εναγομένου, που προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριον και επαναφέρεται με τις προτάσεις του προς το παρόν Δικαστήριο και που άλλωστε εξετάζεται και αυτεπάγγελτα, ενώ οι ένδικες αξιώσεις για το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2007 και για το επίδομα αδείας του ίδιου έτους, για τα οποία τάσσεται από το νόμο καθορισμένη ημερομηνία καταβολής η 31η Δεκεμβρίου του οικείου έτους, βάσει των διατάξεων των άρθρων 10 της ΥΑ 19040/1981, και 1 παρ.3 του νδ. 4547/1966 (βλ. ΟλΑΠ 39-40/2002 ΕλΔ 2003.118, ΑΠ 1134/2010 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για τις διαφορές αποδοχών από τον Δεκέμβριο 2007 έως και το τέλος του έτους 2008, για τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2008 καθώς και για το επίδομα αδείας 2008 δεν έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή, αφού αυτή διακόπηκε στις 30.12.2009 με την επίδοση της αγωγής των εναγόντων. Η ως άνω διετής παραγραφή, που εφαρμόζεται και σε αξιώσεις που στηρίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου και στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 25 του Συντάγματος, και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τις προτάσεις τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 677, 666, 670 έως 676, 115 παρ. 3, 591 παρ. 1 εδ. γ’ και δ',256 παρ. 1 στοιχ. Δ’, 237 παρ. 1, 3, 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικώς, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωρίζονται στα πρακτικά, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις τυχόν κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που "ως γενόμενο κατά την συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά (Ολ.ΑΠ 2/2005). Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει από τη σχετική σημείωση στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών, είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 523/2015, ΑΠ 9/2014). Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται και για τους ισχυρισμούς που προτείνονται ως αντένσταση κατά καταλυτικών ενστάσεων του εναγομένου, εφόσον η αντένσταση αυτή προκύπτει από έγγραφα προγενεστέρου χρόνου, στην περίπτωση όμως αυτή παρέχεται στον αντενιστάμενο το δικαίωμα, όπως στην τριήμερη προθεσμία αντικρούσεως του εδ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ να αναπτύξει λεπτομερώς την αντένστασή του με την προσθήκη των εγγράφων προτάσεών του, που κατατίθενται έως την 12η ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση (ΑΠ 993/2017 δημ. σε Νόμος, 98/2015, ΑΠ 1166/2014, ΑΠ 543/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσθήκη των προτάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η 13η ενάγουσα (...) προέβαλε την αντένσταση διακοπής της παραγραφής καθόσον ισχυρίζεται ότι κατέθεσε την 31.12.2008 στην αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου την με αριθμ. πρωτοκ. .../31.12.2008 αίτηση για την πληρωμή της απαίτησής της και επομένως οι απαιτήσεις της των ετών 2006 και 2007 δεν έχουν παραγραφεί. Ο ισχυρισμός αυτός ως αντένσταση διακοπής της προταθείσας από το εναγόμενο ένστασης παραγραφής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, και τούτο διότι η αντένσταση, κατά της καταλυτικής ένστασης παραγραφής που πρότεινε ο εναγόμενος, δεδομένου ότι η αντένσταση αυτή προκύπτει από έγγραφο προγενεστέρου χρόνου, έπρεπε να προταθεί προφορικά κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και επί πλέον να καταχωριστεί στα πρακτικά, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αντένσταση, κατά την τριήμερη δε προθεσμία αντικρούσεως του εδ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ η ενάγουσα είχε το δικαίωμα μόνον να αναπτύξει λεπτομερώς την αντένστασή της με την προσθήκη των εγγράφων προτάσεών της, που κατατίθενται έως την 12η ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση, όπως αναφέρεται και ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, και όχι να προβάλλει το πρώτον την ένσταση διακοπής της παραγραφής. Περαιτέρω και κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε για τις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων που δεν έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή, λόγω της ακυρότητας των συμβάσεων εργασίας τους, οι ενάγοντες δικαιούνται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού τα ποσά που θα κατέβαλε το εναγόμενο ΝΠΔΔ σε νεοδιοριζόμενο άγαμο υπάλληλο που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλο στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, καθότι δεν προβλέπεται για την ως άνω απασχόληση η υποχρεωτική κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Περαιτέρω οι νόμιμες αποδοχές του άγαμου και χωρίς προϋπηρεσία υπαλλήλου μέσης εκπαίδευσης εργαζόμενου σε Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ορίζονται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3, 7 του ν. 3205/2003 για το 18ο εισαγωγικό κλιμάκιο στο ποσό των 590 ευρώ για υπάλληλο κατηγορίας ΥΕ (υποχρεωτικής εκπαίδευσης) ο δε μηνιαίος βασικός μισθός υπαλλήλου ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) του ως άνω μισθολογικού κλιμακίου προσδιορίζεται με βάση το βασικό μισθό του αντίστοιχου μισθολογικού κλιμακίου ΥΕ πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 1,17. Ο ως άνω βασικός μισθός νεοδιοριζόμενου άγαμου υπαλλήλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ) ανήλθε από 1.1.2007, με βάση το άρθρο 1 του ν. 3554/2007, στο ποσό των 762 ευρώ (651 βασικός μισθός YE X 1,17) και από 1.1.2008 έως 30.9.2008 με βάση το άρθρο 6 του ν. 3670/2008, στο ποσό των 814 ευρώ, με την ενσωμάτωση του 1/3 του κινήτρου απόδοσης, ποσού 32 ευρώ (96 ευρώ κίνητρο απόδοσης X 1/3=32 ευρώ) στο βασικό μισθό και με αύξηση 2,5%, (697 βασικός μισθός YE X 1,17) και από 1.10.2008 στο ποσό των 830 ευρώ (711 βασικός μισθός YE X 1,17). Περαιτέρω με το άρθρο 6 του ν.3670/2008 διαμορφώθηκε το κίνητρο απόδοσης για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΔΕ στο ποσό των 64 ευρώ. Περαιτέρω με την υπ' αριθμ. 2/6771/0022/5.2.2004 ΚΥΑ των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, από 1.1.2004 καθορίσθηκε το καταβαλλόμενο στο προσωπικό των ΟΤΑ ποσό ως κατ' αποκοπή έξοδα κίνησης το μήνα στο ύψος των 206 ευρώ, με την υπ’αριθμ. 2/35576/0022/13.7.2005 ΚΥΑ καθορίσθηκε αυτό για το διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005 στο ποσό των 238 ευρώ, για το διάστημα από 1.7.2005 έως 30.6.2006 στο ποσό των 270 ευρώ, με την υπ’αριθμ. 2/50025/0022/3.10.2006 ΚΥΑ καθορίσθηκε από 1.7.2006 έως 31.12.2007 στο ποσό των 325 ευρώ το μήνα και τέλος με την υπ’αριθμ. 2/95080/0022/31.12.2008 καθορίσθηκε από. 1.1.2008 και εντεύθεν στο ποσό των 365 ευρώ. Αντίθετα οι υπάλληλοι των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών των ΟΤΑ δεν δικαιούνται το επίδομα πληροφορικής που χορηγείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΠΔ 50/2001, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, καθότι με βάση τις διατάξεις αυτές το επίδομα πληροφορικής δικαιούνται μόνον οι ειδικευμένοι στο αντικείμενο των ανωτέρω ειδικοτήτων υπάλληλοι, οι οποίοι κατέχουν οργανικές θέσεις κλάδων πληροφορικής, υπηρετούν σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής, εργαζόμενοι με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και κατέχουν τα ειδικά τυπικά προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 50/2001 και συνεπώς δεν αρκεί για τη χορήγηση του επιδόματος πληροφορικής η ανάθεση καθηκόντων σχετικά με το αντικείμενο των ειδικοτήτων στις οποίες αυτό αναφέρεται, κατ' αποκλειστική ή κατά κύρια απασχόληση, αλλά απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά οι τεθείσες με τις ανωτέρω διατάξεις προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η κατοχή πτυχίου ή διπλώματος σπουδών στα αντικείμενα των ειδικοτήτων στις οποίες αναφέρεται το επίδομα πληροφορικής, όπως η κατοχή οργανικής θέσεως κλάδου πληροφορικής, ενώ αποκλείονται ρητά από τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος οι δακτυλογράφοι, οι χρήστες Η/Υ ή προσωπικών υπολογιστών καθώς και οι εκπαιδευτικοί κλάδων πληροφορικής (βλ. σχετ. ΑΠ 594/2011, ΑΠ 554/2010, ΔΕφΑΘ 35/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως με βάση τα πιο πάνω εκτεθέντα οι νόμιμες αποδοχές αγάμου, νεοδιοριζόμενου υπαλλήλου μέσης εκπαίδευσης εργαζόμενου σε Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ΟΤΑ ανέρχονται στα εξής ποσά: α) για το διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007 στο ποσό των 1.183 ευρώ (762 ευρώ βασικός μισθός + 96 ευρώ κίνητρο απόδοσης + 325 ευρώ έξοδα κίνησης), β) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 30.9.2008 στο ποσό των 1.243 ευρώ (814 ευρώ + 64 ευρώ κίνητρο απόδοσης + 365 ευρώ έξοδα κίνησης) και γ) για το χρονικό διάστημα από 1.10.2008 έως 31.12.2008 στο ποσό των 1.259 ευρώ (830 ευρώ + 64 ευρώ κίνητρο απόδοσης + 365 ευρώ έξοδα κίνησης). Τα ως άνω διαστήματα αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ελάμβαναν από το εναγόμενο μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.000 ευρώ το μήνα. Τέλος με το άρθρο 9 του ως άνω νόμου (3205/2003) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηνιαίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και αδείας ορίζονται ίσα προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Με βάση τα παραπάνω και με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και το νόμο ως προς τα επιδόματα εορτών για δώρο Χριστουγέννων 2007 δικαιούται: 1. η 3η ενάγουσα για το διάστημα από 1.5.2007 έως 12.10.2007 (165 ημέρες) το ποσό των 529 ευρώ (762 X 2/25 μήνες X 165/19), 2. ο 5ος ενάγων για το διάστημα από 1.5.2007 έως 17.8.2007 (109 ημέρες) το ποσό των 350 ευρώ (762 X 2/25 μήνες X 109/19), 3. η 6η ενάγουσα για το διάστημα από 1.5.2007 έως 17.8.2007 (109 ημέρες) το ποσό των 350 ευρώ (762 X 2/25 μήνες X 109/19), 4. η 12η ενάγουσα για το διάστημα από 1.5.2007 έως 24.9.2007 (147 ημέρες) το ποσό των 472 ευρώ (762 X 2/25 μήνες X 147/19) και η 15η ενάγουσα για το διάστημα από 1.5.2007 έως 24.9.2007 (147 ημέρες) το ποσό των 472 ευρώ (762 X 2/25 μήνες X 147/19). Περαιτέρω με βάση τα παραπάνω η 1η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 16.12.2008, η 2η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 19.7.2008, οι 4η και 10η ενάγουσες για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 3.9.2008, η 7η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 7.7.2008, ο 8ος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 1.11.2008, ο 9ος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 1.7.2008, οι 11η και 16η ενάγουσες για το χρονικό διάστημα από 1.12,2007 έως 28.5.2008, η 13η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 29.8.2008 και ο 14ος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 έως 4.7.2008 δικαιούνται, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού τις διαφορές μηνιαίων αποδοχών (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα προαναφερθέντα ποσά που καταβάλλονταν κάθε μήνα για κίνητρο απόδοσης και για κατ' αποκοπή έξοδα κίνησης ανεξαρτήτως αν οι ενάγοντες δεν συμπεριλαμβάνουν στις μηνιαίες αποδοχές το ποσό των κατ' αποκοπή εξόδων κίνησης αλλά το ζητούν με χωριστό αίτημα) και με βάση το νόμο ως προς τα επιδόματα εορτών και αδείας, τα εξής ποσά: α) η 1η ενάγουσα αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 30.9.2008 το ποσό των 2.187 ευρώ (1.243-1.000=243 Χ9 μήνες), γγ) για το διάστημα από 1.10.2008 έως 16.12.2008 το ποσό των 388 ευρώ (1.259-1.000=259 X 1,5 μήνα), δδ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), εε) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), στστ) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), ζζ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ηη) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 16.12.2008 (229 ημέρες) το ποσό των 800 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 229/19) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 5.515 ευρώ, β) η 2η ενάγουσα αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 19.7.2008 το ποσό των 1.604 ευρώ {(1.243-1.000=243 X 6 μήνες=) 1.458 + (243:30=8,1X18=) 146= 1.604}, γγ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), δδ) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), εε) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), στστ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ζζ) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 19.7.2008 (79 ημέρες) το ποσό των 276 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 79/19) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 4.020 ευρώ, γ) η 4η και 10η των εναγόντων: αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 3.9.2008 το ποσό των 1.960 ευρώ {(1.243-1.000=243 Χ8 μήνες=) 1.944 + (243:30=8,1 Χ2=) 16= 1.960}, γγ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), δδ) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), εε) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), στστ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ζζ) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 3.9.2008 (125 ημέρες) το ποσό των 437 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 125/19) και συνολικά εκάστη δικαιούται το ποσό των 4.537 ευρώ, δ) η 7η των εναγόντων αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 7.7.2008 το ποσό των 1.507 ευρώ {(1.243-1.000=243 X 6 μήνες=) 1,458 + (243:30=8,1X6=) 49= 1.507}, γγ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), δδ) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), εε) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), στστ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ζζ) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 7.7.2008 (67 ημέρες) το ποσό των 234 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 67/19) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 3.881 ευρώ, ε) ο 8ος ενάγων αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 30.9.2008 το ποσό των 2.187 ευρώ (1.243-1.000=243 Χ9 μήνες), γγ) για'το διάστημα από 1.10.2008 έως 1.11.2008 το ποσό των 259 ευρώ (1.259-1.000=259), δδ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), εε) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), στστ) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), ζζ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ηη) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 1.11.2008 (184 ημέρες) το ποσό των 643 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 184/19) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 5.229 ευρώ, στ) 9ος ενάγων αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 1.7.2008 το ποσό των 1.458 ευρώ (1.243- 1.000=243 X 6 μήνες=1.458), γγ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), δδ) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), εε) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), στστ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ζζ) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 1.7.2008 (61 ημέρες) το ποσό των 213 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 61/19) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 3.811 ευρώ, ζ) η 11η και η 16η των εναγόντων: αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 28.5.2008 το ποσό των 1.191 ευρώ {(1.243-1.000=243 X 4 μήνες=) 972 + (243:30=8,1 X 27=) 219= 1.191}, γγ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου),δδ) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), εε) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), στστ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ζζ) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 28.5.2008 (27 ημέρες) το ποσό των 94 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 27/19) και συνολικά εκάστη δικαιούται το ποσό των 3.425 ευρώ, η) η 13η των εναγόντων αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 29.8.2008 το ποσό των 1.928 ευρώ {(1.243-1.000=243 X 7 μήνες=) 1.701 + (243:30=8,1 X 28=) 227= 1.928}, γγ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), δδ) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), εε) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), στστ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ζζ) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 29.8.2008 (120 ημέρες) το ποσό των 419 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 120/19) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 4.487 ευρώ, και θ) ο 14ος των εναγόντων αα) για το διάστημα από 1.12.2007 έως 31.12.2007 το ποσό των 183 ευρώ (1.183-1.000=183), ββ) για το διάστημα από 1.1.2008 έως 4.7.2008 το ποσό των 1.482 ευρώ {(1.243- 1.000=243 X 6 μήνες=) 1.458 + (243:30=8,1X3=) 24= 1.482}, γγ) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 762 ευρώ (βασικός μισθός κλιμακίου), δδ) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 381 ευρώ (762 βασικός μισθός:2), εε) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2), στστ) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 407 ευρώ (814 βασικός μισθός:2) και ζζ) για δώρο Χριστουγέννων για το διάστημα από 1.5.2008 έως 4.7.2008 (64 ημέρες) το ποσό των 224 ευρώ (830 X 2/25 μήνες X 64/19) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 3.846 ευρώ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει και όταν συντρέχουν περιστατικά, ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, που χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη εφικτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου ανθρώπου και δημιουργούν ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της μη ενάσκησής του, οπότε η μεταγενέστερη άσκηση τούτου που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις ως άνω ειδικές συνθήκες, να αντίκειται προφανώς στις καθοριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αρχές, διότι δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του δικαιούχου επιβάρυνση του υποχρέου (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠολ 8/2001, ΑΠ 259/2011, ΑΠ 1250/2009 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην, όμως, από μόνο το γεγονός ότι το περιεχόμενο του δικαιώματος άγει σε επιβλαβές για τον οφειλέτη αποτέλεσμα δεν καθιστά την άσκηση αυτού καταχρηστική (ΑΠ 209/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος η γνώση του εργαζομένου περί της κακής οικονομικής καταστάσεως του εργοδότη (ΑΠ 489/2011, ΑΠ 490/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε, τέλος, αρκεί για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, αφού απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της μη ενασκήσεως του δικαιώματος, οπότε η μεταγενέστερη άσκηση τούτου που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό τις άνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, να αντίκειται προφανώς στις καθοριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. αρχές, γιατί δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του δικαιούχου επιβάρυνση του υπόχρεου, (ΑΠ 90/2009 ΔΕΝ 65.902, Ολ Α.Π. 8/2001, ΑΠ 229/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος ΟΤΑ με τις προτάσεις του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων ασκούνται καταχρηστικά για το λόγο ότι οι ενάγοντες μετά την ολοκλήρωση των ενδίκων συμβάσεων έργου προσλήφθηκαν ως μόνιμοι υπάλληλοι. Πλην, όμως, η ένσταση αυτή του εναγομένου είναι νόμω αβάσιμη, αφού τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 του ΚΠολΔ, υπό την έννοια που προεκτέθηκαν. Συνακόλουθα, όπως προαναφέρθηκε, αφού έγινε δεκτή η έφεση των εκκαλούντων, όπως αυτή διευρύνθηκε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της, κατά παραδοχή του προαναφερθέντος προσθέτου λόγου της, και μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά το κεφάλαιο των απαιτήσεων των εναγόντων κατά του εναγόμενου που στηρίζονται στην ύπαρξη άκυρης σύμβασης (σχέσης) εργασίας, ενώ δεν εξαφανίζεται, όπως προαναφέρθηκε ως προς το κεφάλαιο της κυρίας βάσης της αγωγής, αναγκαίως εξαφανίζεται και για τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που θα καθορισθούν εξαρχής (ΑΠ 748/1984 ΕλΔ 26, 642, ΕφΔωδ 305/2005 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 277/2005 ΔΕΕ 2005, 685). Ακολούθως, και αφού απορριφθούν ό,τι κρίθηκαν απορριπτέα, πρέπει η από 29.12.2009 αγωγή, που ως προς την επικουρική της βάση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε και στις προαναφερθείσες επίσης διατάξεις που ρυθμίζουν τις νόμιμες αποδοχές των εργαζομένων στους ΟΤΑ, να γίνει δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ΟΤΑ να καταβάλει: στην 1η ενάγουσα το ποσό των 5.515 ευρώ, στην 2η ενάγουσα το ποσό των 4.020 ευρώ, στην 3η ενάγουσα το ποσό των 529 ευρώ, στην 4η ενάγουσα το ποσό των 4.537 ευρώ, στον 5ο ενάγοντα το ποσό των 350 ευρώ, στην 6η ενάγουσα το ποσό των 350 ευρώ, στην 7η ενάγουσα το ποσό των 3.881 ευρώ, στον 8ο ενάγοντα το ποσό των 5.229 ευρώ, στον 9ο ενάγοντα το ποσό των 3.811 ευρώ, στην 10η ενάγουσα το ποσό των 4.537 ευρώ, στην 11η ενάγουσα το ποσό των 3.425 ευρώ, στην 12η ενάγουσα το ποσό των 472 ευρώ, στην 13η ενάγουσα το ποσό των 4.487 ευρώ, στον 14ο ενάγοντα το ποσό των 3.846 ευρώ, στην 15η ενάγουσα το ποσό των 472 ευρώ και στην 16η ενάγουσα το ποσό των 3.425 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6%) από της επιδόσεως της αγωγής κατά το επικουρικό αίτημα της αγωγής, απορριπτομένου ως μη νομίμου του κυρίου αιτήματος αυτής περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής, καθότι από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26,6/10.7.1944 - Α’ 139), με το οποίο ορίζεται ότι «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου, Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής», που εφαρμόζεται και στους ΟΤΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (βλ. ΑΠ 224/2011, ΑΠ 1307/2010 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ προκύπτει ότι, επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου ή ΟΤΑ, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων (σε ποσοστό 6%) αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής (βλ. σχετ. ΑΕΔ 7/2011, ΑΠ 163/2013, ΑΠ 224/2011, ΑΠ 725/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας γιατί η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή (άρθρα 178 παρ., 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένη κατά το άρθρο 281 παρ.2 του ν. 3463/2006, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων την από 14.1.2014 (αριθμ.έκθ.κατάθ..../15.1.2014) έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων και τον από 22.9.2017 και με αριθ.εκθ. κατ.εφετείου .../22.9.2017 πρόσθετο λόγο εφέσεως κατά της υπ’αριθμ. 136/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση, όπως αυτή διευρύνθηκε με το δικόγραφο του πρόσθετου λόγου της.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 29.12.2009 και με αριθμ.έκθ.καταθ..../30.12.2009 αγωγής ως προς την επικουρική της βάση.
ΑΠΟΡΡΙΠΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στην 1η ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων δέκα πέντε (5.515) ευρώ, στην 2η ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων είκοσι (4.020) ευρώ, στην 3η ενάγουσα το ποσό των πεντακοσίων είκοσι εννέα (529) ευρώ, στην 4η ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα επτά (4.537) ευρώ, στον 5ο ενάγοντα το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, στην 6η ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, στην 7η ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακόσιων ογδόντα ενός (3.881) ευρώ, στον 8ο ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων είκοσι εννέα (5.229) ευρώ, στον 9ο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακόσιων έντεκα (3.811) ευρώ, στην 10η ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα επτά (4.537) ευρώ, στην 11η ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι πέντε (3.425) ευρώ, στην 12η ενάγουσα το ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα δύο (472) ευρώ, στην 13η ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα επτά (4.487) ευρώ, στον 14ο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακόσιων σαράντα έξι (3.846) ευρώ, στην 15η ενάγουσα το ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα δύο (472) ευρώ και στην 16η ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι πέντε (3.425) ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6%) από της επιδόσεως της αγωγής ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2017, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η Προεδρεύουσα Εφέτης
Η Γραμματέας