ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 4851/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 5ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αγγελική Καρδαρά, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Ελισάβετ Τσιτσικάου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26-3-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΩΝ-ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΥΝΑΦΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» και με δ.τ. «... Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, … αριθ. .., (Α.Φ.Μ. ...), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Σπανό.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ... του …, κατοίκου Πεύκης Αττικής, οδός … αρ. … (Α.Φ.Μ. …), 2) ... του …, κατοίκου Π. Ψυχικού, οδός … αρ. .. (Α.Φ.Μ. …), 3) ... του …, κατοίκου Γλυφάδας, οδός … αρ. .., (Α.Φ.Μ. …), 4) ... του …, κατοίκου Γλυφάδας, οδός … αρ. …, (Α.Φ.Μ. …), 5) ... του …, κατοίκου Ηλιούπολης, οδός … αρ. .. (Α.Φ.Μ. …), 6) … του …, κατοίκου Χαλανδρίου, οδός … αρ. … (Α.Φ.Μ. …), 7) ... του …, κατοίκου Αθήνων, οδός … αρ. .. (Α.Φ.Μ. …), 8) ... του …, κατοίκου Βάρκιζας, οδός … αρ. .. (Α.Φ.Μ. …), 9) ... του …, κατοίκου Γλυφάδας, οδός … αρ. .. (Α.Φ.Μ….) και 10) … του …, κατοίκου Μελισσίων, οδός …, αρ. …, (Α.Φ.Μ. …), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαργετίνα Στεφανάτου.
Οι ενάγοντες, και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 29-12-2015 αγωγή τους, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2015, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 921/2018 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα (εναγομένη) με την από 4-7-2018 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2018.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 04-07-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2018) έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 921/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της από 29-12-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2015) αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων κατ’ αυτής (εναγομένης και ήδη εκκαλούσας), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015), εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση αυτής ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμόδια δε και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 σε συνδ. με το άρθρο 72 παρ. 13 του ίδιου νόμου). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία (άρθρα 522, 524 παρ. 1,2, 533 παρ. 1, 591 παρ. 7, 614 αριθμ. 3, 621 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 29-12-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2015) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι προσελήφθησαν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ ΙΔΡΥΜΑ ...» κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτή (αγωγή). Ότι αν και παρείχαν προσηκόντως τις υπηρεσίες τους, το ανωτέρω ΝΠΙΔ δεν τους κατέβαλε, για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, τις δεδουλευμένες μηνιαίες αποδοχές τους, καθώς και τις ειδικές μηνιαίες αμοιβές τους, όπως αυτές προκύπτουν από τα μεριδολόγια-αμοιβολόγια, τις οποίες βάσει συμφωνίας, όφειλε να καταβάλει σ’ αυτούς για την ειδική περίθαλψη που παρείχαν σε ασθενείς εσωτερικούς και νοσηλευόμενους ή εξωτερικούς επισκέπτες. Ότι την 24-09-2014, κατόπιν διενέργειας δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού, το ανωτέρω νοσοκομείο «...» εκπλειστηριάστηκε στο σύνολό του ως ενιαία οικονομική ενότητα και κατακυρώθηκε στην εναγομένη ανώνυμη εταιρία, η οποία συνέχισε την αυτή δραστηριότητα και υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ανωτέρω Νοσοκομείου από τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις τους. Ότι η εναγομένη ασκεί την επιχειρηματική της δραστηριότητα στις ίδιες κτιριακές εγκαταστάσεις με το προαναφερθέν ιδιωτικό νοσοκομείο, όπου παρέχονται οι ίδιες ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες, με την ίδια υλικοτεχνική υποδομή που χρησιμοποιούσε αυτό, και το ίδιο προσωπικό που επίσης απασχολούσε αυτό (ανωτέρω ΝΠΙΔ). Ότι αυτοί (ενάγοντες) κατά το χρόνο της κατακύρωσης του ανωτέρω Νοσοκομείου «...» ως επιχείρησης στην εναγομένη, αλλά και μετά από αυτήν παρείχαν και συνεχίζουν να παρέχουν την εργασία τους στις ίδιες θέσεις εργασίας και υπό τους ίδιους όρους εργασίας και αμοιβής. Ότι προς εξασφάλιση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους από τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τους, το ανωτέρω κοινωφελές ίδρυμα «...» αναγνώρισε εγγράφως την 24-09-2014 και ομολόγησε ρητώς ότι οι αναφερόμενες παροχές αποτελούσαν οικονομική αντιπαροχή για την παρασχεθείσα εργασία τους, προκειμένου να καταταχθούν (ενάγοντες) προνομιακά κατ’ άρθρο 975 ΚΠολΔ. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού εν μέρει περιορισμού των καταψηφιστικών αιτημάτων σε έντοκα αναγνωριστικά (αρθρ. 591 παρ. 1 εδ. α’, 223, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ) με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν: Α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει: 1. στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 19.182,67 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για το έτος 2009) και το ποσό των 385,69 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για τα έτη 2011, 2012 από 01-01-2012 έως 31-08-2012), 2. στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 3.514,47 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές) και το ποσό των 665,11 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για το έτος 2012 από 01-01-2012 έως 31-08-2012), 3. στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 16.979,98 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για τα έτη 2011, 2012 από 01-01-2012 έως 31-08-2012), 4. στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.161,92 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές) και το ποσό των 307,33 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για το έτος 2012 από 01-01-2012 έως 31-08- 2012), 5. στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.946,54 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές) και το ποσό των 13.671 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για το έτος 2009), 6. στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 2.213,60 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές), το ποσό 16.625,60 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για το έτος 2009) και το ποσό των 655,42 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για το έτος 2011), 7. στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των 7.434,21 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για το έτος 2011) και το ποσό των 11.229,76 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για το έτος 2012), 8. στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 2.159,347 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές), το ποσό των 14.666,97 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2009, 2011, 2012 από 01-01-2012 έως 31-08-2012) και το ποσό των 1.354,80 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για τα έτη 2011, 2012 από 01-01- 2012 έως 31-08-2012), 9. στον ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.420,12 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές), το ποσό των 10.309,24 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2009, 2012) και το ποσό των 4.628,09 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για τα έτη 2011, 2012 από 01-01-2012 έως 31-08-2012) και 10. στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 12.509,80 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια/αμοιβολόγια 2009, 2010, 2011 και 2012) και Β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει: 1. στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.214,00 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές) και το ποσό των 82.184,12 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2010, 2011), 2. στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 119.241,65 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2009, 2010, 2011), 3. στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 364.718,20 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2010,2011) και το ποσό των 12.757,44 ευρώ (ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για το έτος 2012), 4. στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 121.859,84 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2009, 2010, 2011, 2012 από 01-01-2012 έως 31-08-2012), 5. στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 71.148 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2010, 2011), 6. στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 52.037,22 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2007, 2008, 2010, 2011, 2012 και ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για το έτος 2012), 7. στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των 16.000 ευρώ (μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές) και το ποσό των 282.600,58 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2007, 2008, 2009, 2010, 2011 και ειδική αμοιβή από αμοιβολόγια για το έτος 2012), 8. στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 18.667,36 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2008, 2009, 2010) και 9. στον ένατο ενάγοντα το ποσό των 22.854,23 ευρώ (ειδική αμοιβή από μεριδολόγια για τα έτη 2010, 2011) με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να απορριφθεί η αγωγή των εναγόντων.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία • που ορίζονται στο άρθρο 118 ΚΠολΔ πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, είναι πλήρως ορισμένη, αφού καθορίζονται με πληρότητα και σαφήνεια οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας των εναγόντων, η παροχή εργασίας αυτών, το είδος αυτής (παρεχόμενης εργασίας) και οι όροι παροχής της, οι μηνιαίες αποδοχές τους, τα χρονικά διαστήματα για τα οποία οφείλονται οι δεδουλευμένες μηνιαίες αποδοχές τους, καθώς και οι ειδικές μηνιαίες αμοιβές τους, όπως αυτές προκύπτουν από τα μεριδολόγια-αμοιβολόγια, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων (ΑΠ 106/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ κατά την παρ. 2 της ίδιας διάταξης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται για πρώτη φορά σ’ αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Επομένως στην εργατική διαδικασία ο διάδικος μπορεί να επικαλεστεί και προσκομίσει για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και νέα αποδεικτικά μέσα, όπως ένορκες βεβαιώσεις που λήφθησαν νομοτύπως, ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 927/2017, ΑΠ 280/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410 παρ. 3 και 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι δε μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος, και δε μπορεί γι’ αυτό να έχει την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 ΚΠολΔ που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση όμως αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο αποδεικτικό μέσο, επιτρεπόμενο όταν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή αποδείχθηκαν ατελώς από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατόν να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη (ΟλΑΠ 745/2007, ΑΠ 1312/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου, ή του μέλους της διοίκησης του είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013, ΑΠ 1621/2012, ΑΠ 374/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει ...», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής χρέους απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτή αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Απαιτείται δε να γίνεται μεταβίβαση των κατ' ιδίαν περιουσιακών στοιχείων της με τις οικείες μεταβιβαστικές πράξεις, σύγχρονες ή διαδοχικές, αρκεί να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν ενότητα (ΑΠ 1039/2010, ΑΠ 909- 910/2010, ΕφΑαμ 23/2013 Nomos, ΕφΑΘ 711/2011 ΔΕΕ 2011, 939, ΕφΘεσ 1831/2008 Αρμ 2009, 220, ΕφΑΘ 2446/2006 ΔΕΕ 2006, 915, Γεωργιάδης - Σταθόπουλος, ΑΚ 479, αριθμ. 2, σελ. 658, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδ. 1999, παρ. 43, αριθμ. 57, σελ. 447), χωρίς να είναι απαραίτητη η μεταβίβαση όλων των στοιχείων, που συνθέτουν την επιχείρηση, αλλά μόνον του πυρήνα εκείνου που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΕφΑΘ 4679/1993 ΕλλΔνη 1996, 1669, Βαθρακοκοίλης, Ερμ. νομ. Α.Κ. 479, αριθμ. 18, σελ. 677). Γίνεται, ωστόσο, δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία ότι, σύμφωνα με τον σκοπό της ΑΚ 479 - (δηλαδή την προστασία των δανειστών), η διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμη δεν καταρτίσθηκε καμία ενοχική σύμβαση ή εκείνη που καταρτίσθηκε, είναι άκυρη. Αρκεί ότι πράγματι επακολούθησε μεταβίβαση της επιχειρήσεως με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών πράξεων, ήτοι αρκεί να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή της επιχειρήσεως και ειδικότερα, των κατ' ιδίαν στοιχείων που απαρτίζουν την περιουσία, για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που αρμόζει σε καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα και εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (ΕφΛαμ 23/2013 Nomos, ΕφΘεσ 1831/2008 ό.π., ΕφΠατρ 798/2004 ΑχΝομ 2005, 103, ΕφΑθ 5235/1990 ΕλλΔνη 1990, 1532, Κρητικός σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 479, αριθμ. 3, Φίλιος, σελ. 185, Απ. Γεωργιάδης, ό.π., παρ. 43, αριθμ. 58, σελ. 447, Βαθρακοκοίλης, Ερμ. νομ. Α.Κ. 479, αριθμ. 7, σελ. 674). Όπως, όμως, προκύπτει ευθέως από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ για την καθιέρωση αναγκαστικής ευθύνης του αποκτήσαντος, απαιτείται οπωσδήποτε μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου και δεν αρκεί απλώς παραχώρηση της χρήσης αυτού, η οποία δεν υπάγεται στη ρύθμιση του εν λόγω άρθρου (Κρητικός σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 479, II, αρ. 2 στ. β, παρ. 2). Επιπλέον, πρέπει να τελούσε εν γνώσει ο αποκτών, ότι του μεταβιβάστηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντας και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία, που του μεταβιβάστηκε, αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Οι διατάξεις όμως αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι δηλαδή οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν. Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιοσδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που, κατά τον χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης, τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντας οφειλέτη και του δανειστή, μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (ΑΠ 1987/2014, ΑΠ 1039/2010, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1154/1998) Επομένως, χρέος της περιουσίας ή της επιχείρησης που μεταβιβάστηκε από τον οφειλέτη αποτελούν και οι εναντίον της απαιτήσεις των εργαζομένων της για καταβολή των αποδοχών τους ή της αποζημίωσης απόλυσης.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 2112/1920 «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του ΒΔ 16/18.7.1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ' αυτή εκδόθηκε το ΠΔ 178/2002. Κατά τις διατάξεις των άρθρων, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ΠΔ, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως "διάδοχος" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από ΣΣΕ, από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Διατήρηση της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας του προσωπικού της και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή τμήματος αυτών (άρθρο 2 ΠΔ 572/1988 και ΠΔ 178/2002) πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχειρήσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη) ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό (ΑΠ 14/2012, ΑΠ 1319/2013).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρας των εναγόντων, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου και τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι μεταξύ των οποίων: 1) η υπ’ αριθμ. .../22-03-2019 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. .../19-03-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... σε συνδυασμό με την από 19-03-2019 κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων) και προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, η οποία παραδεκτός, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός από την υπ’ αριθμ. .../26-03-2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ... ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία συνιστά, κατά τα προαναφερόμενα, ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθόσον αυτή (ανωτέρω μάρτυρας), κατά το χρόνο της εν λόγω κατάθεσης της είχε την ιδιότητα μέλους του ΔΣ της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. .../05-10-2017 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο στοιχείων της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας), 2) οι υπ’ αριθμ. .../05-06-2015, .../28-09-2015, .../04-11-2015 και .../18-11-2015 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, των οποίων, βέβαια, δεν απαιτείται ειδική μνεία, καθόσον αυτές δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αλλά απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες (ΑΠ 227/2008, ΑΠ 338/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), 3) οι υπ’ αριθμ. ... και .../20-03-2019 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που λήφθηκαν κατά τις διατυπώσεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ, όπως αυτά προστέθηκαν με το άρθρο 1, άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 4335/2015 κατόπιν επίδοσης στην αντίκλητο των εφεσΐβλήτων της από 14-03-2019 κλήσης- γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων (βλ. την υπ’ αριθμ. .../15-03-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ...) και προσκομίζει η εναγομένη- εκκαλούσα, 4) οι υπ’ αριθμ. .../09-03-2018 και .../31-03-2017 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ... η πρώτη, και της Ειρηνοδίκη Αθηνών η δεύτερη, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια δικών άλλων εργαζομένων, των οποίων δεν απαιτείται ειδική μνεία στην απόφαση, καθόσον δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αλλά απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για την αναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη-εκκαλούσα (ΑΠ 227/2008, ΑΠ 338/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και 5) οι υπ’ αριθμ. ..., ... και .../29-03-2019 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων-εφεσιβλήτων κατά τις διατυπώσεις του 422 ΚΠολΔ (βλ. σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης-εκκαλούσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Κοινωφελές Ίδρυμα ...» ιδρύθηκε από το σωματείο «Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός» με κύριο σκοπό τη λειτουργία μονάδας ιδιωτικού νοσηλευτικού ιδρύματος και την παροχή υπηρεσιών υγείας. Το ανωτέρω νοσηλευτικό ίδρυμα, όπως προκύπτει από την ιδρυτική του πράξη, η οποία κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ Νόμου με το άρθρο 49 του Ν. 2082/1992 λειτουργούσε σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας χωρίς να υπόκειται σε κρατικό έλεγχο, πέραν της άσκησης εποπτείας από τον Υπουργό Υγείας και τον τρόπο παροχής νοσηλευτικών υπηρεσιών (σύμφωνα με τα γενικώς ισχύοντα για τα ιδιωτικά θεραπευτήρια) σε ιδιόκτητο ακίνητο επί της ... αρ. .... Από τον Αύγουστο του έτους 2012 το παραπάνω νοσηλευτικό ίδρυμα άρχισε να παρουσιάζει σοβαρή κρίση ρευστότητας. Ειδικότερα, τα ίδια κεφάλαιά του κατέστησαν αρνητικά κατά 125 εκ. ευρώ και οι διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις προς τρίτους ανήλθαν σε 270 εκ. ευρώ. Η αδυναμία εξεύρεσης κεφαλαίων από άλλες πηγές οδήγησε το νοσοκομείο σε γενικευμένη αδυναμία πληρωμής των δανειστών του. Η κρίση αυτή οδήγησε περαιτέρω σε αδυναμία εξόφλησης τρεχουσών υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οφειλές στη μισθοδοσία των εργαζομένων σ’ αυτό, αλλά και αδυναμία έκδοσης φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση παροχής ιατροφαρμακευτικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών, με την από 30-10-2012 πράξη νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 209/30.10.2012) διατάχθηκε η αναστολή των πάσης φύσεως πράξεων διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης ή οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου υπέρ των πιστωτών. Συγχρόνως, επετράπη η χορήγηση ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας. Η προσωρινή αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης παρατάθηκε με διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις μετά από πρόταση του Υπουργείου Υγείας. Σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης ήταν η διευκόλυνση της εξεύρεσης λύσης για τη διάσωση του νοσοκομείου μέσω άλλου φορέα που θα αναλάμβανε τη λειτουργία του. Προς την κατεύθυνση αυτή, η διοίκηση του ανωτέρω νοσοκομείου, σε συνεννόηση με την (τότε) βασική πιστώτρια εταιρία Τράπεζα «... Bank» και με την υποστήριξη του ελληνικού Δημοσίου, διενήργησε ανοικτό διεθνή διαγωνισμό για την εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή, ο οποίος, όμως, κηρύχθηκε άγονος, διότι ουδέν επενδυτικό σχήμα επέλεξε να συμμετάσχει στο τελικό στάδιο της διαδικασίας. Περαιτέρω, η τράπεζα ... διατηρούσε σε βάρος του ανωτέρω Νοσοκομείου ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, το συνολικό ύψος των οποίων ανήρχετο την 24-04-2014 στο ποσό των 96.345.085 ευρώ. Οι παραπάνω απαιτήσεις περιήλθαν στην τράπεζα ... δυνάμει ειδικής διαδοχής, μετά την απόκτηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της κυπριακής τράπεζας με την επωνυμία «... BANK CO LTD» (αρχικής δανείστριας) στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης που διατάχθηκε από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και εγκρίθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Για μέρος των απαιτήσεων αυτών η τράπεζα ... διέθετε και εκτελεστό τίτλο, και συγκεκριμένα τις υπ’ αριθμ. 11561/2010, 11562/2010, 11563/2010 και 14226/2014 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά την άρση της νομοθετικής αναστολής των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης, η τράπεζα ... την 02-05-2014 επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε όσα περιουσιακά στοιχεία του ανωτέρω Νοσοκομείου είχαν συσταθεί εμπράγματα βάρη (υποθήκη, προσημείωση υποθήκης και ενέχυρο), ήτοι σε όλα τα ακίνητα και τον εξοπλισμό του Νοσοκομείου. Στη συνέχεια, η τράπεζα ... υπέβαλε την από 28-05-2014 αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με αίτημα τη χορήγηση δικαστικής άδειας για την επιβολή κατάσχεσης επί της νοσηλευτικής μονάδας «ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ...» ως σύνολο στοιχείων ενεργητικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με την παραπάνω αίτηση ζητήθηκε η χορήγηση άδειας κατασχέσεως επί του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την παραπάνω νοσηλευτική μονάδα, ήτοι ακίνητα, κινητά, απαιτήσεις, διακριτικό τίτλο, διακριτικά γνωρίσματα, διαρκείς συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας, διοικητικές άδειες και γενικώς σε οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο εξυπηρετούσε τη λειτουργία του Νοσοκομείου. Η άδεια κατασχέσεως χορηγήθηκε με την υπ’ αριθμ. 924/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και με την υπ’ αριθμ. .../2014 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς την 24-09-2014, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ..., το οικονομικό σύνολο δικαιωμάτων ενεργητικού που απαρτίζει τη νοσηλευτική μονάδα «Νοσοκομείο ...». Το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού του Νοσοκομείου (ακίνητα, εξοπλισμός, απαιτήσεις, διακριτικός τίτλος κλπ) κατακυρώθηκε στην εναγομένη εταιρία «... ΑΕ» ως τελευταίας και μοναδικής υπερθεματίστριας, έναντι καταβολής πλειστηριάσματος, το οποίο ανήλθε στο ποσό των 115.135.251 ευρώ για τη διανομή του οποίου συντάχθηκε ο υπ’ αριθμ. .../24-03-2015 πίνακας κατάταξης από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το κοινωφελές ίδρυμα «...» ασκούσε την ανωτέρω επιχείρηση εκμετάλλευσης και διοίκησης νοσηλευτικής μονάδας-Νοσοκομείου ... με τον εξοπλισμό που υπήρχε εκεί τόσο σε ιατρικά όσο και σε μη ιατρικά μηχανήματα, με τις ιδιόκτητες κτιριακές του εγκαταστάσεις και το ιατρικό-νοσηλευτικό-διοικητικό προσωπικό με τα οποία η εναγομένη δραστηριοποιείται και σήμερα. Η τελευταία (εναγομένη), ως νέα ιδιοκτήτρια συνέχισε τη λειτουργία του ανωτέρω νοσοκομείου χωρίς διακοπή. Την επιχειρηματική της δραστηριότητα η εναγομένη ασκεί στις ίδιες κτιριακές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούσε το ανωτέρω Νοσοκομείο, ήτοι στο ακίνητο που βρίσκεται επί της ... αριθμ. …, παρέχοντας ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες, όπως και το ανωτέρω κοινωφελές ίδρυμα, με την ίδια υλικοτεχνική υποδομή (ιατρικά μηχανήματα, μηχανολογικό εξοπλισμό, κλίνες, έπιπλα, κτίριο και κτιριακές υποδομές), με το ίδιο προσωπικό (ιατροί, νοσηλευτές, διοικητικό-τεχνικό προσωπικό) που απασχολούσε το προαναφερθέν κοινωφελές ίδρυμα, με την ίδια άδεια λειτουργίας και με τον ίδιο διακριτικό τίτλο, ήτοι «ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ...», που συνεχίζει να χρησιμοποιεί η εναγομένη. Επίσης, με γνώμονα τη διατήρηση ενός φορέα παροχής κρίσιμων υπηρεσιών υγείας και των θέσεων εργασίας που η λειτουργία του φορέα αυτού εξασφάλιζε, η νέα ιδιοκτήτρια-εναγομένη αναδέχθηκε τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων του ανωτέρω νοσοκομείου, συνεχίζοντας να τους απασχολεί ως νέος εργοδότης. Έτσι, η επιχείρηση του ανωτέρω Νοσοκομείου διατήρησε την ταυτότητα της και υπό τον νέο φορέα της, δηλαδή τη δεύτερη εναγομένη και έτσι επήλθε μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 178/2002, καθώς και διαδοχή μεταξύ της προηγούμενης εργοδότριας των εναγόντων (ανωτέρω Νοσοκομείου) και της νυν εναγομένης. Η τελευταία (εναγομένη), ως νέος φορέας της νοσηλευτικής μονάδας, είχε τη βούληση να καταστεί διάδοχος του παραπάνω Νοσοκομείου και για το λόγο αυτό ανέλαβε την οργάνωση της εργασίας που είχε δημιουργήσει εκείνο και συνέχισε τη λειτουργία του Νοσοκομείου ως οικονομικής μονάδας, διατηρώντας αμετάβλητη την ταυτότητά του, για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό του ίδιου οικονομικού σκοπού, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του Νοσοκομείου ως οργανωμένου συνόλου υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία διατήρησαν την οργανική τους ενότητα και ήταν ικανά να πραγματοποιήσουν το σκοπό αυτό, καθόσον τυγχάνει προεχόντως, σημαντικός ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού το κύριο αντικείμενο τόσο του προαναφερθέντος κοινωφελούς ιδρύματος όσο και της εναγόμενής ήταν η λειτουργία του Νοσοκομείου «...». Μετά δε την ως άνω μεταβίβαση η εναγομένη εργοδότρια εταιρία υποκατέστησε τον αρχικό εργοδότη-ανωτέρω νοσοκομείο, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να συνδέονται με την εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και οι αξιώσεις τους, που πηγάζουν από τις εργασιακές τους συμβάσεις με τον αρχικό εργοδότη τους και υφίσταντο κατά το χρόνο της μεταβίβασης, να βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, την εναγομένη εταιρία. Η τελευταία, δε, (εναγομένη) ευθύνεται αποκλειστικός για τις απαιτήσεις των εναγόντων που γεννήθηκαν μετά τη διαδοχή. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής το ΠΔ 178/2002, με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται δική της ευθύνη, διότι το ανωτέρω κοινωφελές ίδρυμα, πριν τη διά πλειστηριασμού μεταβίβαση του Νοσοκομείου «...» βρισκόταν σε διαδικασία ανάλογη της αφερεγγυότητας, ώστε να εμπίπτει στην εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 6 του ΠΔ 178/2002. Τα όσα ανωτέρω ισχυρίζεται η εναγομένη κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα, καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία του πλειστηριασμού της επιχείρησης του κοινωφελούς ιδρύματος «...» δεν απέβλεψε στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων αυτού, αλλά στη συνέχιση της λειτουργίας του Νοσοκομείου υπό νέο φορέα, την εναγομένη εταιρία. Άλλωστε η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 5 στ. α’ εδ. β’ Ν. 2648/1998, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6 παρ. 1 του ΠΔ 178/2002, η οποία προσδιορίζει την έννοια της αφερεγγυότητας του εργοδότη «αν η επιχείρηση αυτού του εργοδότη συνεχίζει να λειτουργεί παρά την κήρυξη σε πτώχευση, τότε ο εργοδότης δε θεωρείται αφερέγγυος». Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση, όπου ο αρχικός εργοδότης δεν κηρύχθηκε σε πτώχευση, αλλά η επιχείρησή του εκποιήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικού πλειστηριασμού. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, δε συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης κατ’ άρθρο 6 ΠΔ 178/2002, διότι, σύμφωνα με τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία που εφαρμόστηκε δεν απέβλεψε στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, αλλά αντίθετα, στη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης υπό νέο φορέα, και διότι, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 5 στ. α’ εδ. β’ Ν. 2648/1998 δεν τίθεται ζήτημα αφερεγγυότητας, όταν η επιχείρηση του εργοδότη εξακολουθεί να λειτουργεί, όπως εν προκειμένω. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, δε συντρέχουν οι όροι που επιβάλλονται από τις στενά ερμηνευτέες διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 ΠΔ 178/2002 για τη στοιχειοθέτηση της εξαίρεσης (διαδικασία αφερεγγυότητας υπό την εποπτεία της, κατά περίπτωση, αρμόδιας αρχής και από την έκδοση της σχετικής κατά περίπτωση (τελεσίδικης) δικαστικής απόφασης) (βλ. Γνωμοδότηση του Α. Καζάκου, ομότιμου καθηγητή εργατικού δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο ανωτέρω Νοσοκομείο εργάζονταν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως ιατροί, μεταξύ άλλων και οι ενάγοντες. Ειδικότερα προσελήφθησαν: 1) ο πρώτος την 14-06-2005 ως καρδιοχειρουργός Επιμελητής Α’ με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.300 ευρώ, 2) ο δεύτερος την 03-12-2001 ως καρδιοχειρουργός με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.433 ευρώ, 3) ο τρίτος την 27-01-2001 ως καρδιοχειρουργός με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.719 ευρώ, 4) ο τέταρτος την 05-04-2004 ως καρδιοχειρουργός με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.283,94 ευρώ, 5) η πέμπτη την 01-02-2001 ως τεχνικός εξωσωματικής κυοφορίας με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.031,56 ευρώ, 6) ο έκτος την 26-09-2000 ως Επιμελητής Β’ οφθαλμίατρος με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.414,70 ευρώ, 7) ο έβδομος την 12-11-2001 ως νευρολόγος με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.500 ευρώ, 8) ο όγδοος την 11-03-2003 ως οφθαλμίατρος με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό 2.276,70 ευρώ, 9) ο ένατος την 01-11-2000 ως καρδιολόγος με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.234,55 ευρώ και 10) ο δέκατος την 17-05- 2004 ως οφθαλμίατρος με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήρχοντο το έτος 2014 στο ποσό των 2.317,56 ευρώ. Σε εκτέλεση των ως άνω εργασιακών τους συμβάσεων, οι ενάγοντες παρείχαν τις ιατρικές τους υπηρεσίες στο παραπάνω νοσοκομείο «...» υποκείμενοι στη νομική και προσωπική εξάρτηση αυτού ως εργοδότη τους, η οποία εκδηλωνόταν με το δικαίωμά του τελευταίου προς άσκηση ελέγχου και εποπτείας της εργασίας τους και με την παροχή δεσμευτικών οδηγιών σχετικά με τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής αυτής. Παρά το γεγονός όμως ότι οι ενάγοντες παρείχαν προσηκόντως τις υπηρεσίες τους στο ανωτέρω Νοσοκομείο, το τελευταίο, λόγω των προαναφερόμενων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, δεν ήταν συνεπές στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων, καθώς από το έτος 2012 κατέβαλε σ αυτούς μέρος μόνον αυτών. Για το λόγο αυτό με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι οφείλονται στους ενάγοντες τα ακόλουθα ποσά για δεδουλευμένες αποδοχές (κεφάλαιο κατά το οποίο αυτή δεν εκκαλείται με την ένδικη έφεση): 1) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.214,01 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Μαρτίου 2012 ποσού 86,43 ευρώ, Απριλίου 2012 ποσού 1.563,79 ευρώ και Μαίου 2012 ποσού 1.563,79 ευρώ, 2) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.514,47 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Μαρτίου 2012 ποσού 323,68 ευρώ, Απριλίου 2012 ποσού 1.595,39 ευρώ και Μαίου 2012 ποσού 1.595,40 ευρώ, 3) στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.161,92 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Μαρτίου 2012 ποσού 1.159,90 ευρώ, Απριλίου 2012 ποσού 1.501,01 ευρώ και Μαίου 2012 ποσού 1.501,01 ευρώ, 4) στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.946,54 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Απριλίου 2012 ποσού 1.565,70 ευρώ και Μαίου 2012 ποσού 1.380,84 ευρώ, 5) στον έκτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.213,60 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Απριλίου 2012 ποσού 688,72 ευρώ και Μαΐου 2012 ποσού 1.524,88 ευρώ, 6) στον έβδομο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Ιανουάριου 2012 έως και Αυγούστου 2012 εκ ποσού 2.000 ευρώ για κάθε μήνα, 7) στον όγδοο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.159,47 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Απριλίου 2012 ποσού 667,84 ευρώ και Μαΐου 2012 ποσού 1.491,63 ευρώ, 8) στον ένατο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.420,12 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Μαρτίου 2012 ποσού 229,12 ευρώ, Απριλίου 2012 ποσού 1.595,50 ευρώ και Μαΐου 2012 ποσού 1.595,50 ευρώ, και 9) στο δέκατο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.977,14 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Απριλίου 2012 ποσού 1.460,86 ευρώ και Μαΐου 2012 ποσού 1.516,28 ευρώ. Σύμφωνα δε με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά σχετικά περί συνδρομής των προϋποθέσεων για την εφαρμογή των διατάξεων περί μεταβίβασης επιχείρησης (ΠΔ 178/2002) για τις ανωτέρω απαιτήσεις των εναγόντων ευθύνεται και η εναγομένη εταιρία εις ολόκληρον με τον προκάτοχό της, κοινωφελές ίδρυμα «...». Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι οι ενάγοντες ιατροί παράλληλα με την παροχή των ιατρικών τους υπηρεσιών, στο πλαίσιο των προαναφερόμενων συμβάσεων εργασίας τους που είχαν συνάψει και για τις οποίες λάμβαναν τη σύμφωνημένη μηνιαία αμοιβή, είχαν συνάψει με το ανωτέρω νοσηλευτικό ίδρυμα μια ειδική συμφωνία που αφορούσε στους προσωπικούς τους ασθενείς, οι οποίοι και αποτελούσαν την ιδιωτική τους πελατεία. Τους ασθενείς αυτούς οι ενάγοντες ιατροί είχαν την ευχέρεια να τους παραπέμπουν στο ανωτέρω νοσοκομείο όπου παρείχαν τις υπηρεσίες τους, για διάγνωση, θεραπεία ή νοσηλεία, ούτως ώστε για τις υπηρεσίες τους που παρείχαν οι ίδιοι στους ασθενείς τους λάμβαναν την αμοιβή που είχαν συμφωνήσει μ’ αυτούς και το νοσοκομείο χρέωνε τους προσωπικούς ασθενείς του ιατρού για τις υπηρεσίες που το ίδιο παρείχε ως νοσηλευτικό ίδρυμα, ήτοι για τη χρήση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού του νοσοκομείου, καθώς και των υπηρεσιών του προσωπικού του. Για τις ιατρικές υπηρεσίες που παρείχαν σε προσωπικούς ασθενείς εντός του ανωτέρω νοσοκομείου οι ιατροί λάμβαναν, κατά τη συμφωνία, αμοιβή. Η εν λόγω αμοιβή καθοριζόταν ελεύθερα από τον κάθε ενάγοντα-ιατρό και αφορούσε στην παροχή ιατρικών υπηρεσιών σ’ αυτούς. Η αμοιβή των εναγόντων καταβαλλόταν είτε από τον ίδιο τον ασθενή, είτε από τον ασφαλιστικό φορέα του ασθενούς (ΙΚΑ, ΕΟΠΥΥ, κλπ.), ή σε περίπτωση ιδιωτικής ασφάλισης από την ασφαλιστική εταιρία. Η ανωτέρω αμοιβή καταβαλλόταν όχι απευθείας στους ενάγοντες, αλλά στο Λογιστήριο του ανωτέρω κοινωφελούς ιδρύματος. Μετά την πραγματοποίηση των αντίστοιχων εκκαθαρίσεων στα καταβαλλόμενα ποσά από τον ασφαλιστικό φορέα ή την ασφαλιστική εταιρία του ασθενούς, το Λογιστήριο του Νοσοκομείου, κατέβαλε την αμοιβή στους ενάγοντες, οι οποίοι εξέδιδαν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) στο όνομα του Νοσοκομείου. Δηλαδή, στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας το ανωτέρω νοσοκομείο-κοινωφελές ίδρυμα «...» είχε διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των προσωπικών ασθενών των εναγόντων-ιατρών και των τελευταίων. Εισέπραττε, δηλαδή, το Νοσοκομείο διά του λογιστηρίου του την αμοιβή των εναγόντων και ακολούθως, μετά την πραγματοποίηση των απαιτούμενων εκκαθαρίσεων από τον υποχρεωτικό ασφαλιστικό φορέα ή την ασφαλιστική εταιρία του ασθενούς, το Νοσοκομείο απέδιδε την αμοιβή στους ενάγοντες, αφού, προηγουμένως, οι τελευταίοι είχαν εκδώσει απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Στην περίπτωση κατά την οποία η θεραπεία των ως άνω προσωπικών ασθενών των εναγόντων απαιτούσε, εκτός των ιατρικών υπηρεσιών των τελευταίων και χρήση των υπηρεσιών του Νοσοκομείου, του εξοπλισμού, των υποδομών, των μηχανημάτων, των αναλώσιμων και των φαρμάκων του για τη διενέργεια των απαιτούμενων εξετάσεων ή ιατρικών πράξεων ή για νοσηλεία, ο ασθενής ή το ασφαλιστικό ταμείο ή η ασφαλιστική του εταιρία κατέβαλαν στο ανωτέρω Νοσοκομείο, επιπλέον της αμοιβής των ανωτέρω εναγόντων και τις δαπάνες που αφορούσαν στα έξοδα για εξετάσεις, φάρμακα, αναλώσιμα και νοσηλεία, τις οποίες (δαπάνες) παρακρατούσε αυτό (ανωτέρω Νοσοκομείο). Στη συνέχεια, το τελευταίο εξέδιδε ένα συγκεντρωτικό τιμολόγιο, το οποίο περιελάμβανε την αμοιβή του ιατρού και τις δικές του δαπάνες για εξετάσεις, φάρμακα, αναλώσιμα, νοσηλεία, όπου καταχωρούσε χωριστά την αμοιβή των εναγόντων με την ένδειξη «ΑΜΟΙΒΗ ΙΑΤΡΟΥ» ή «ΑΜΟΙΒΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ». Ακολούθως, το Νοσοκομείο εισέπραττε το συνολικό ποσό του τιμολογίου από τον ασθενή ή τον ασφαλιστικό φορέα ή την ασφαλιστική εταιρία και απέδιδε στους ενάγοντες τα ποσά που αφορούσαν στην αμοιβή τους, παρακρατώντας το επιπλέον ποσό που αφορούσε στη δική του αμοιβή. Οι ενάγοντες εξέδιδαν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών προς το Νοσοκομείο, τις οποίες καταχωρούσαν στα βιβλία εσόδων-εξόδων που τηρούσαν ως ελεύθεροι επαγγελματίες κατά τη λειτουργία του ιδιωτικού ιατρείου τους. Η εκκαθάριση των καταβαλλόμενων ποσών από τον κοινωνικοασφαλιστικό φορέα, την ασφαλιστική εταιρία ή τον ασθενή πραγματοποιείτο σε μηνιαία ή διμηνιαία βάση και το ποσό των ιατρικών αμοιβών δεν ήταν σταθερό κατά μήνα ούτε ανήρχετο στο ίδιο ποσό για κάθε ενάγοντα, αφού το ύψος αυτής (αμοιβής) αποτελούσε συνάρτηση του μεγέθους της ιδιωτικής πελατείας κάθε ιατρού και του ύψους της αμοιβής που αξίωνε αυτός από κάθε ασθενή, αναλόγως της σοβαρότητας της ασθένειας και της πολυπλοκότητας κάθε ιατρικής πράξης. Ταυτόχρονα η παραπάνω ειδική συμφωνία προέβλεπε και τη δυνατότητα εκάστου ενάγοντος ιατρού να αποκτά και να περιθάλπει μέσω του Νοσοκομείου προσωπικούς ασθενείς, δηλαδή ασθενείς που τον είχαν αξιολογήσει θετικά και ζητούσαν να είναι αυτός ο θεράπων ιατρός τους. Τους εν λόγω ασθενείς είχε τη δυνατότητα κάθε ενάγων να εξυπηρετεί και στο ιδιωτικό του ιατρείο. Οι ασθενείς αυτοί χαρακτηρίζονταν με την ένδειξη «...». Και στην περίπτωση αυτή η αμοιβή του ιατρού, όπως και τα έξοδα για εξετάσεις φάρμακα, αναλώσιμα, νοσηλεία, καταβάλλονταν από τον ασθενή ή τον ασφαλιστικό του φορέα ή την ασφαλιστική εταιρία στο λογιστήριο του Νοσοκομείου, το οποίο εξέδιδε συγκεντρωτικό τιμολόγιο. Από το συνολικό ποσό του τιμολογίου το Νοσοκομείο παρακρατούσε τα επιμέρους ποσά που αφορούσαν σε νοσηλεία, δαπάνες για εξετάσεις, φάρμακα, αναλώσιμα, κλπ. Επίσης, σε συμφωνία με κάθε ενάγοντα, το ανωτέρω Νοσοκομείο παρακρατούσε ένα μέρος του ποσού που αφορούσε στην ιατρική αμοιβή για τις ιατρικές υπηρεσίες του τελευταίου που παρείχε εντός του Νοσοκομείου και ανήρχετο σε ποσοστό περίπου 40% αυτής, ως αντιπαροχή για την ανάθεση της θεραπείας του ασθενούς στο συγκεκριμένο ιατρό και την επαύξηση έτσι της ιδιωτικής πελατείας του και απέδιδε το υπόλοιπο ποσοστό (περίπου 60%) σε κάθε ενάγοντα ιατρό, ο οποίος κατά την είσπραξη της αμοιβής του, εξέδιδε απόδειξη παροχής υπηρεσιών στο όνομα του Νοσοκομείου. Εξάλλου, τα στοιχεία που αφορούσαν σε κάθε ασθενή, που στα πλαίσια της παραπάνω ειδικής συμφωνίας, κάθε ενάγων ιατρός παρακολουθούσε, περιέθαλπε και θεράπευε και ειδικότερα, το όνομα του ασθενούς, η ημερομηνία εισόδου του στο Νοσοκομείο, η χρονολογία παροχής της ιατρικής περίθαλψης, η ιατρική πράξη, το όνομα του θεράποντος ιατρού, η κατηγορία της θέσης νοσηλείας και συναφείς πληροφορίες καταχωρίζονταν από το παραπάνω Νοσοκομείο σε ξεχωριστές μερίδες για κάθε ιατρό (αλλά και στις μερίδες περισσότερων ιατρών σε περίπτωση από κοινού περίθαλψης), που περιλαμβάνονταν στο τηρούμενο «Βιβλίο Μεριδολογίου», σκοπός του οποίου ήταν η παροχή δυνατότητας στις φορολογικές αρχές να ελέγχουν την προσωπική κίνηση κάθε ιατρού, που παρακολουθούσε προσωπικούς ασθενείς στο χώρο του Νοσοκομείου. Παράλληλα, το ανωτέρω Νοσοκομείο καταχώριζε τα στοιχεία εκείνα που αφορούσαν ειδικά στην αμοιβή των εναγόντων όπως και των υπολοίπων ιατρών, που λάμβαναν σε εκτέλεση της ως άνω ειδικής συμφωνίας, στο «Βιβλίο Αμοιβολόγιου» που τηρούσε. Επίσης, οι αμοιβές που εισέπρατταν οι ενάγοντες, στα πλαίσια της ως άνω ειδικής συμφωνίας, όπως και οι λοιποί ιατροί που συνδέονταν με το παραπάνω Νοσοκομείο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, δεν αποτελούσαν αντάλλαγμα για παροχή εργασίας προς το νοσοκομείο υπό συνθήκες προσωπικής και νομικής εξάρτησης και συνεπώς δεν είχαν μισθολογικό χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, δεν αναφέρθησαν στις συμβάσεις εργασίας τους ως αντιπαροχή του εργοδότη για τις παρεχόμενες στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών υπηρεσίες και δεν συνυπολογίζονταν στα επιδόματα εορτών και τα λοιπά επιδόματα που λάμβαναν. Για τις αμοιβές αυτές το ανωτέρω Νοσοκομείο δεν παρακρατούσε φόρο μισθωτών υπηρεσιών ούτε προέβαινε σε άλλες κρατήσεις, ενώ αντίστοιχες συμφωνίες είχε καταρτίσει (ανωτέρω Νοσοκομείο) και με άλλους ιατρούς, τους οποίους απασχολούσε ομοίως με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, αλλά και με ιατρούς τους οποίους απασχολούσε δυνάμει συμβάσεων παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι ενάγοντες ιατροί στα πλαίσια της παρπάνω ειδικής συμφωνίας που είχαν καταρτίσει με το κοινωφελές ίδρυμα «...» είχαν το δικαίωμα και όχι την υποχρέωση να παραπέμπουν στο τελευταίο τους προσωπικούς τους ασθενείς-πελάτες για διάγνωση, θεραπεία, ή νοσηλεία, χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του νοσοκομείου, προς το οποίο ήδη αυτοί (ενάγοντες) παρείχαν τις ιατρικές τους υπηρεσίες δυνάμει των συμβάσεων εργασίας τους. Το χρόνο παροχής των ιατρικών υπηρεσιών τους προς τους προσωπικούς τους ασθενείς εντός των εγκαταστάσεων του Νοσοκομείου καθόριζαν οι ίδιοι οι ενάγοντες, οι οποίοι αποφάσιζαν ελεύθερα ποιες συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις θα ενεργήσουν και πότε, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει βάσει της συμβάσεως εργασίας τους με το ίδρυμα, ώστε να μην παρακωλύεται η εύρυθμη λειτουργία του Νοσοκομείου. Οι ενάγοντες-ιατροί, κατά την παροχή των ιατρικών τους υπηρεσιών προς τους προσωπικούς τους ασθενείς δεν τελούσαν υπό το διευθυντικό δικαίωμα εκπροσώπων του νοσηλευτικού ιδρύματος, καθώς το είδος, τον τόπο και το χρόνο των ιατρικών τους υπηρεσιών προς τους ανωτέρω ασθενείς αποφάσιζαν ελεύθερα οι ίδιοι, χωρίς να δέχονται οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων των τμημάτων της ειδικότητας τους ως προς τον τόπο, χρόνο και τον τρόπο παροχής τους. Το ύψος της αμοιβής για τις παρεχόμενες ιατρικές τους υπηρεσίες προς τους προσωπικούς τους ασθενείς καθόριζαν, ελεύθερα, οι ίδιοι οι ενάγοντες σε συμφωνία μ’ αυτούς. Την αμοιβή αυτή μαζί με την αμοιβή του Νοσοκομείου και τα έξοδα για τη χρήση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού του, οι προσωπικοί ασθενείς κάθε ενάγοντος-ιατρού την κατέβαλαν οι ίδιοι ή ο ασφαλιστικός τους φορέας ή η ασφαλιστική εταιρία στο νοσοκομείο. Ακολούθως το νοσοκομείο, μετά την πραγματοποίηση των αντίστοιχων εκκαθαρίσεων στα καταβαλλόμενα ποσά από τον ασφαλιστικό φορέα των ασθενών ή την ασφαλιστική εταιρία, απέδιδε την αμοιβή των εναγόντων που αυτοί είχαν συμφωνήσει με τους ασθενείς τους για τις ιατρικές πράξεις που είχαν ενεργήσει, για τον καθορισμό των οποίων το νοσοκομείο ουδεμία συμμετοχή είχε. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που το ανωτέρω νοσοκομείο αδυνατούσε αντικειμενικά να εισπράξει την αμοιβή του ιατρού (π.χ. λόγω αφερεγγυότητας του ασθενούς) δε θεμελιωνόταν ευθύνη του Νοσοκομείου ή υποχρέωση αυτού να αποδώσει εξ ιδίων την αμοιβή κάθε ενάγοντος ιατρού. Η ως άνω πρακτική είναι προφανές ότι διευκόλυνε τους ενάγοντες ιατρούς, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του νοσοκομείου εξυπηρετούσαν τους προσωπικούς τους ασθενείς-πελάτες και συγχρόνως ωφελούσε και το ίδιο (ανωτέρω νοσοκομείο), αφού και αυτό χρέωνε τους παραπάνω ασθενείς ή τους τρίτους για τη μίσθωση των χώρων του και για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του νοσηλευτικού και διοικητικού προσωπικού. Εφόσον δε, όπως προαναφέρθηκε, η αμοιβή εκάστου ενάγοντος-ιατρού για τη διενέργεια από τον ίδιο ιατρικών πράξεων σε προσωπικούς του ασθενείς- πελάτες καθοριζόταν ελεύθερα από τον ίδιο σε συμφωνία με τον ασθενή- πελάτη, αυτή (ανωτέρω αμοιβή) δεν αποτελούσε αντάλλαγμα για παροχή εξαρτημένης εργασίας προς το Νοσοκομείο, αλλά αμοιβή του ασθενή προς τον ενάγοντα-ιατρό, βάσει της μεταξύ τους ειδικής συμφωνίας, χωρίς να επηρεάζεται ο χαρακτήρας αυτός από τον τρόπο καταβολής της, ο οποίος, άλλωστε στο χώρο των επιχειρήσεων υγείας αποτελεί πάγια πρακτική. Ειδικότερα, οι ανωτέρω συμβατικές σχέσεις αποτελούν εξαιρετικά συνηθισμένη πρακτική στο χώρο της ιδιωτικής υγείας και αποσκοπούν τόσο στην εξυπηρέτηση του ιατρού που κατ’ αυτόν τον τρόπο κερδοφόρα αξιοποιεί τις υπηρεσίες της ιδιωτικής κλινικής για την αύξηση και εξυπηρέτηση της προσωπικής του πελατείας, όσο και της ίδιας της κλινικής, η οποία μέσω της ιδιωτικής δραστηριότητας των ιατρών εξασφαλίζει πελατεία και επιτυγχάνει αύξηση της κίνησης ασθενών, αποκομίζοντας ανάλογα κέρδη. Με βάση το περιεχόμενο της παραπάνω ειδικής συμφωνίας, ερμηνευόμενο όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και κατόπιν εκτίμησης των όρων και συνηθειών παροχής των υπηρεσιών των εναγόντων σε εκτέλεση αυτής και λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω περιστάσεων, δηλαδή το γεγονός ότι το Νοσοκομείο, διά των οικονομικών του υπηρεσιών, είχε τον ανωτέρω διαμεσολαβητικό ρόλο και ουδόλως επέλεγε αυτό τους προσωπικούς ασθενείς των εναγόντων-ιατρών, ούτε καθόριζε το ίδιο την αμοιβή τους, ούτε, επίσης, καθόριζε το χρόνο ή τις συνθήκες εκτέλεσης των ιατρικών πράξεων, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι η σχέση αυτή μεταξύ του νοσοκομείου και των εναγόντων ιατρών αναφορικά με την παροχή ιατρικής φροντίδας στους προσωπικούς ασθενείς των τελευταίων, δε συνιστά σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς ελλείπει το απαραίτητο για την κατάφαση εξαρτήσεως και συνακόλουθα (για την κατάφαση) εξαρτημένης εργασίας ιδιαίτερο ποιοτικό στοιχείο, το οποίο χαρακτηρίζει και αποδεικνύει την εξάρτηση. Αντίθετα, πρόκειται για μία ιδιόμορφη σύμβαση, η οποία επιβλήθηκε στις συναλλαγές στο χώρο της υγείας και καταρτίζεται και λειτουργεί επιτρεπτώς, σύμφωνα με το άρθρο 361ΑΚ, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη-εκκαλούσα με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής της (βλ. Γνωμοδότηση Γεωργίου Λεβέντη, καθηγητή εργατικού δικαίου). Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι οι ενάγοντες παρείχαν τις ιατρικές υπηρεσίες τους προς τους προσωπικούς τους ασθενείς εντός των εγκαταστάσεων του Νοσοκομείου «...», καθώς τούτο ήταν αναγκαίο από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών τους, οι οποίες δεν μπορούσαν να παρασχεθούν παρά μόνο στις εγκαταστάσεις του Νοσοκομείου, που ήταν προορισμένες για τη διενέργεια των απαιτούμενων ιατρικών εξετάσεων και πράξεων με τη χρήση των αναγκαίων μηχανημάτων και οργάνων που αυτό διέθετε, ούτε από το γεγονός ότι οι ιατρικές υπηρεσίες των εναγόντων προς τους προσωπικούς τους ασθενείς στις εγκαταστάσεις του Νοσοκομείου, μπορούσαν να παρασχεθούν και κατά τη διάρκεια του συμβατικού τους ωραρίου, αφού, όπως προαναφέρθηκε, οι ίδιοι οι ενάγοντες επέλεγαν το χρόνο παροχής των υπηρεσιών τους προς τους προσωπικούς τους ασθενείς, ούτε από το γεγονός ότι η συμβατική αυτή σχέση μεταξύ κάθε ενάγοντος και του παραπάνω Νοσοκομείου προσέλαβε διαρκή χαρακτήρα, αφού το γεγονός τούτο από μόνο του δεν αποτελεί επαρκή ένδειξη εξαρτήσεως. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το ανωτέρω κοινωφελές ίδρυμα «...» χορήγησε στους ενάγοντες τις από 25-09-2014 έγγραφες δηλώσεις του, με τις οποίες αναλύει (ανωτέρω Νοσοκομείο) τις διεκδικούμενες εκ μέρους των εναγόντων απαιτήσεις τους κατά κεφάλαιο, κατ’ έτος και μήνα, σε σχέση με τα επιμέρους κονδύλια που αναγράφονται ως «διεκδικούμενες απαιτήσεις δεδουλευμένων», «διεκδικούμενες απαιτήσεις μεριδολογίων», «διεκδικούμενες απαιτήσεις αμοιβολογίων» και «διεκδικούμενες απαιτήσεις από ασφαλιστικές εταιρίες», προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν για την αναγγελία των απαιτήσεών τους στον πλειστηριασμό του Νοσοκομείου, ώστε να συμπεριληφθούν στον πίνακα κατάταξης κατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ, δεν προσδίδει στην ανωτέρω ειδική συμφωνία το χαρακτήρα σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας, αφού ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας γίνεται από το Δικαστήριο, το οποίο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών, κρίνει με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, χωρίς να ενδιαφέρει ο χαρακτηρισμός που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση. Στην προκειμένη δε περίπτωση, η παραπάνω σύμβαση ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ εκάστου ενάγοντος και του κοινωφελούς ιδρύματος «...» λειτούργησε παράλληλα και ανεξάρτητα από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνέδεε κάθε ενάγοντα με το ανωτέρω Νοσοκομείο και επομένως, δεν πρόκειται για μικτή επαγγελματική απασχόληση που βάση της έχει την παροχή εξαρτημένης εργασίας, η οποία διατηρεί τον προέχοντα ρόλο, αλλά για συρροή παράλληλων συμβατικών σχέσεων, καθεμία από τις οποίες λειτουργεί αυτοτελώς, παράλληλα και ανεξάρτητα από την άλλη, δεδομένου ότι είναι δυνατόν ο μισθωτός να συνδέεται με τον εργοδότη και με άλλες, εκτός της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, συμβάσεις (ΑΠ 1040/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γνωμοδότηση Γεωργίου Λεβέντη, καθηγητή εργατικού δικαίου). Επομένως, οι διεκδικούμενες με την ένδικη αγωγή αξιώσεις των εναγόντων ιατρών που αφορούν στις αμοιβές τους από τα αμοιβολόγια και μεριδολόγια, δεν απορρέουν από σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά από έγκυρη ειδική συμφωνία, που καταρτίστηκε και λειτούργησε επιτρεπτώς σύμφωνα με το άρθρο 361ΑΚ, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται το ΠΔ 178/2002 και γενικότερα η νομοθεσία για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, και ως εκ τούτου η ένδικη αγωγή, ως προς τις αξιώσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι η ειδική αμοιβή (αμοιβή από αμοιβολόγια- μεριδολόγια) αποτελούσε μέρος των τακτικών αποδοχών εκάστου ενάγοντος-ιατρού και ότι προήρχετο από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που έκαστος τούτων (εναγόντων) είχε καταρτίσει με το κοινωφελές ίδρυμα «...» και όχι από έγκυρη ειδική συμφωνία που καταρτίστηκε και λειτούργησε επιτρεπτώς μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών σύμφωνα με το 361 ΑΚ, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται ως προς τις ένδικες αυτές αξιώσεις το ΠΔ 178/2002, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού λόγου της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 324, 325 αριθμ. 1 ΚΠολΔ και 486 ΑΚ προκύπτει ότι δεν παράγεται δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση εκδοθείσα μεταξύ άλλων προσώπων, όπως είναι η απόφαση που εκδίδεται σε δίκη μεταξύ του δανειστή και ενός από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες (ΑΠ 22/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι για τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών έχουν εκδοθεί οι υπ’ αριθμ. 803/2014, 1283/2013 όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 1411/2013 και η υπ’ αριθμ. 494/2015 τελεσίδικες αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με τις οποίες έχουν επιδικασθεί τα αϊτού μένα ποσά, καθώς και ότι «η μη καταβολή και η οφειλή της συμφωνηθείσας ειδικής αμοιβής από μεριδολόγια-αμοιβολόγια από το κοινωφελές ίδρυμα «...» για τα έτη 2007 έως 2014 έχει ήδη αναγνωριστεί και επιδικαστεί για τους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο και 5η με την υπ’αριθμ. 1374/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τον 6ο με την υπ’ αριθμ. 1937/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τον 7ο με την υπ’ αριθμ. 2143/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τον 8ο με την υπ’ αριθμ. 1936/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τον 9ο με την υπ’ αριθμ. 2295/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και για τον 10ο με την υπ’ αριθμ. 2294/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι οι ως άνω δικαστικές αποφάσεις έχουν καταστεί τελεσίδικες και παράγουν δεδικασμένο ως προς την έννομη σχέση που υφίσταται μεταξύ του ΚΙ.. και των εναγόντων ως προς τις επίδικες αμοιβές που ζητούν οι τελευταίοι από την εναγομένη, επικαλούμενοι μεταβίβαση επιχείρησης από τον ΚΙ.. προς την τελευταία. Όμως, από τις προαναφερθείσες αποφάσεις δεν παράγεται δεδικασμένο για την εναγομένη-εκκαλούσα, η οποία παραλλήλως ευθύνεται εις ολόκληρον με το παραπάνω κοινωφελές ίδρυμα. Και τούτο διότι, με τη μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479ΑΚ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά εφόσον από το ΠΔ 178/2002 δεν προκύπτει το αντίθετο, δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ αυτού που μεταβιβάζει και εκείνου που αποκτά, από τους οποίους ο πρώτος ευθύνεται απεριόριστα και ο δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Συνεπώς, μεταξύ μεταβιβάζοντας και αποκτώντος καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ. Έτσι, επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σ’ αυτόν, στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ενώ η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής, ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορούν να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά (δεδικασμένο, παραγραφή, διακοπή αυτής) για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 ΑΚ. Έτσι, μεταξύ των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία και μπορεί ο δανειστής να εναγάγει και τους δύο μαζί ή καθέναν χωριστά (ΕΠειρ 207/2011, ΕφΘεσ 424/2008, ΕΑ 6812/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη, επομένως, περίπτωση, ουδέν δεδικασμένο υφίσταται για την εναγομένη-εκκαλούσα από τις προαναφερθείσες αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατά του ανωτέρω Κοινωφελούς Ιδρύματος «...» επί αγωγών που είχαν ασκήσει κατ’ αυτού οι ενάγοντες, δίχως τη συμμετοχή αυτής (εναγομένης-εκκαλούσας) ενόψει της κατά τα ανωτέρω, απλής ομοδικίας μεταξύ των συνοφειλετών, λόγω της σωρευτικής αναδοχής χρέους προ της μεταβίβασης επιχείρησης. Περαιτέρω, από τις ενσωματωμένες στο αγωγικό δικόγραφο από 25-09-2014 έγγραφες δηλώσεις που χορήγησε το κοινωφελές ίδρυμα «...» στους ενάγοντες, προκειμένου να συμπεριληφθούν στον πίνακα κατάταξης κατ’ άρθρο 975 ΚΠολΔ, δεν προκύπτει ομολογία του ανωτέρω Νοσοκομείου περί οφειλής στους ενάγοντες των αναφερόμενων χρηματικών ποσών, αφού στο κείμενο αυτών ρητά γίνεται λόγος για «διεκδικούμενες απαιτήσεις, κατά κεφάλαιο, κατ’ είδος, χρονολογία» και όχι οφειλόμενες, ενώ στο τέλος κάθε δήλωσης υπάρχει ρητή επιφύλαξη του ανωτέρω κοινωφελούς ιδρύματος «...» για κάθε νόμιμο δικαίωμα του ως προς το σύνολο των εργαζομένων εναγόντων-ιατρών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και αν υποτεθεί ότι από τις εν λόγω δηλώσεις προκύπτει ομολογία του ανωτέρω κοινωφελούς ιδρύματος περί οφειλής των αναφερόμενων σ’ αυτές χρηματικών ποσών στους ενάγοντες, αυτή (ομολογία) ενεργεί υποκειμενικά σε βάρος του ανωτέρω νοσοκομείου και δεν αντιτάσσεται κατά της εναγομένης, λόγω της, κατά τα ανωτέρω, υπάρξεως μεταξύ των συνοφειλετών απλής ομοδικίας. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε ο (σωρευτικώς αναδεχθείς το αλλότριο χρέος) αποκτών έχει όλες τις ενστάσεις που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν από το μεταβιβάσαντα (παλαιό οφειλέτη) εναντίον του δανειστή κατά το χρόνο της μεταβίβασης (αρθρ. 473 παρ. 1 ΑΚ), όχι όμως και τις ενστάσεις από τις μεταξύ αυτού και του μεταβιβάσαντος σχέσεις (αρθρ. 474 ΑΚ). Για τις μετά τη μεταβίβαση (αναδοχή) γεννηθείσες ενστάσεις ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 483-486 ΑΚ. Έτσι, ο αποκτών δικαιούται να επικαλεστεί την ήδη συμπληρωθείσα στο πρόσωπο του μεταβιβάσαντος, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, παραγραφή, καθώς και τη συμπληρωθείσα στο πρόσωπό του από το χρόνο της μεταβίβασης παραγραφή, η οποία παραμένει ομοειδής και ίδιας χρονικής διάρκειας, επιπλέον δε και όσες ενστάσεις ενεργούν αντικειμενικά (π.χ. καταβολή, δόση ή υπόσχεση καταβολής, ανανέωση, συμψηφισμός, δημόσια κατάθεση). Αντίθετα, δε μπορεί να επικαλεστεί κατά του δανειστή την παραγραφή που συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του μεταβιβάσαντος μετά τη μεταβίβαση (αναδοχή) ενώ, σε κάθε περίπτωση, αν το χρέος έχει ήδη παραγραφεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης, τότε έχει παραγραφεί αυτό και για τον αποκτώντα (ΑΠ 1695/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕΑ 1842/2011 ΑΡΜ 2012.747, ΕΑ 4971/1479 ΝοΒ 28.112, ΕφΠειρ 839/2004 ΔΕΕ 2005.69, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γεν. Μέρος εκδ. 1999, παρ. 39, σελ. 384 επ., παρ. 43 σελ 436 επ., Ασ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γεν. Μέρος II, Γ’ έκδοση, σελ 226 και 234, κρητικός σε ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 477 αριθμ 11). Από όλα όσα προεκτέθηκαν συνάγεται σαφώς ότι καθοριστικό στοιχείο της νομικής δυνατότητας του αποκτώντας να προτείνει εναντίον του δανειστή την ένσταση παραγραφής των χρεών της μεταβιβασθείσας περιουσίας ή επιχείρησης, αποτελεί ο χρόνος της μεταβίβασης αυτής. Τέλος, κατά το άρθρο 261 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση αγωγής για την αξίωση. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα παραπονείται κατά της εκκαλουμένης απόφασης για την απόρριψη της ένστασης της περί παραγραφής των ενδίκων απαιτήσεων από «ειδική αμοιβή από μεριδολόγια-αμοιβολόγια» των εφεσΐβλήτων για τα έτη 2007, 2008 και 2009, που είχε προβάλλει με τις πρωτόδικες προτάσεις της. Επ’ αυτού αποδείχθηκε, ότι οι απαιτήσεις από «ειδική αμοιβή από μεριδολόγια-αμοιβολόγια» των εναγόντων-εφεσιβλήτων και συγκεκριμένα: α) του 1ου για το έτος 2009 ύψους 19.182,67 ευρώ, β) του 2ου για το έτος 2009 ύψους 20.344,05 ευρώ, γ) του 4ου για το έτος 2009 ύψους 23.651,37 ευρώ, δ) του 5ου για το έτος 2009 ύψους 13.671 ευρώ, ε) του 6ου για το έτος 2007 ύψους 12.022,63 ευρώ, για το έτος 2008 ύψους 9.318,84 ευρώ και του έτους 2009 ύψους 16.625,60 ευρώ, στ) του 7ου για το έτος 2007 ύψους 43.471,85 ευρώ, για το έτος 2008 ύψους 49.928,47 ευρώ και του έτους 2009 ύψους 79.723,15 ευρώ, ζ) του 8ου για το έτος 2007 ύψους 9.106,73 ευρώ, για το έτος 2008 ύψους 6.059,16 ευρώ και του έτους 2009 ύψους 7.106,11 ευρώ, η) του 9ου για το έτος 2009 ύψους 9.436,42 ευρώ, και θ) του 10ου για το έτος 2009 ύψους 5.224,88 ευρώ, έχουν παραγραφεί, διότι, από το χρονικό σημείο που άρχισε η παραγραφή των ως άνω απαιτήσεων και συγκεκριμένα, από την 01-01-2008 για τις απαιτήσεις του έτους 2007, την 01-01-2009 για τις απαιτήσεις του έτους 2008 και την 01-01-2010 για τις απαιτήσεις του έτους 2009 μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής που έλαβε χώρα την 30-12-2015, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί του σώματος αυτής της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρο 250 αριθμ. 6 ΑΚ). Ενόψει αυτών η ένσταση παραγραφής είναι ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτουμένης της αντένστασης διακοπής της παραγραφής με την άσκηση αγωγών εκ μέρους των εναγόντων κατά του κοινωφελούς ιδρύματος «...» και διά της εκδόσεως τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων επ’ αυτών, καθόσον αυτή δεν δύναται να προταθεί κατά της εναγομένης-εκκαλούσας, ενόψει της απλής ομοδικίας λόγω της σωρευτικής αναδοχής χρέους προ της μεταβίβασης της επιχείρησης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι υφίσταται δεδικασμένο, που δεσμεύει την εναγομένη, από τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών που ασκήθηκαν από τους ενάγοντες κατά του κοινωφελούς ιδρύματος «...» χωρίς τη συμμετοχή αυτής (εκκαλούσας) ή ομολογίες-αναγνώριση χρέους εκ μέρους του ως άνω Νοσοκομείου, καθώς και διακοπή παραγραφής των ως άνω αξιώσεων των εναγόντων με την άσκηση αγωγών εκ μέρους των τελευταίων κατά του ανωτέρω Νοσοκομείου και την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων κατ’ αυτού, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών ως βάσιμων των τετάρτου και πέμπτου λόγων της ένδικης έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο έβδομος ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ... προσελήφθη για πρώτη φορά από το κοινωφελές ίδρυμα «...» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 12-11-2001 ως επιστημονικός διευθυντής της νευρολογικής κλινικής του ανωτέρω Νοσοκομείου. Ακολούθως, ο ανωτέρω ενάγων συνήψε με το παραπάνω Νοσοκομείο την 11-04-2002 και 01-03-2010 συμβάσεις που επιγράφονται ως συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ την 05-10-2016 συνήψε με την εναγομένη σύμβαση που φέρει τον τίτλο «Σύμβαση συνεργασίας ιατρού επιστημονικού συνεργάτη αορίστου χρόνου». Όπως δε προκύπτει από την κατάθεση του ... Ιατρού-Νεφρολόγου-Διευθυντή της επιστημονικής επιτροπής του Νοσοκομείου κατά την περίοδο 2010-2012 και από το 2012 Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. .../2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ο παραπάνω, έβδομος ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, όπως, άλλωστε, και άλλοι ιατροί, παρά το γεγονός ότι είχε καταρτίσει με το ανωτέρω Νοσοκομείο σύμβαση που τιτλοφορείτο ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η σχέση εργασίας του ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθόσον ο εν λόγω ενάγων τηρούσε συγκεκριμένο ωράριο βάσει προγράμματος, συμμετείχε στο πρόγραμμα εφημεριών, αμειβόταν με σταθερές αποδοχές, χρησιμοποιούσε τον εξοπλισμό του Νοσοκομείου στο οποίο διατηρούσε γραφείο, καθώς και το νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό αυτού, υπό τις οδηγίες και εντολές της Διοίκησης αυτού (Νοσοκομείου). Κατόπιν τούτων, απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης. Περαιτέρω, ο όγδοος λόγος της ένδικης έφεσης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, λόγω του ότι οι ενάγοντες επί μακρά σειρά ετών με τη συμπεριφορά τους της δημιούργησαν την πεποίθηση ότι δε θα ασκήσουν τις επίδικες αξιώσεις εναντίον της, είναι απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτουν δυσβάσταχτες συνέπειες γι’ αυτή από την αποδοχή της αγωγής, έτσι ώστε να κρίνεται επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος των εναγόντων, ενώ μόνη η αδράνεια του μισθωτού για την άσκηση των δικαιωμάτων του από τη σύμβαση εργασίας, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του οφειλέτη εργοδότη ότι δεν υπάρχει κατ’ αυτού δικαίωμα ή ότι τέτοιο δε θα ασκηθεί, έστω κι αν δημιουργήθηκε από την αδράνεια του μισθωτού, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 1105/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αλλά και εάν ήθελε κριθεί νόμιμη η ως άνω ένσταση, θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, διότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες με την εν γένει συμπεριφορά τους δημιούργησαν την πεποίθηση στην εναγομένη ότι δεν διατηρούν αξιώσεις κατ’ αυτής. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ανωτέρω λόγου της έφεσης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η από 04-07-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ .../2018 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απ’ αριθμ. 921/2018 απόφαση στο σύνολό της, όμως, και ως προς τις μη εκκληθείσες και ορθές διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά την διάταξη των δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί η από 29-12-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2015) αγωγή κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο, πέμπτη, έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο των εναγόντων και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ανωτέρω ενάγοντες τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα σ’ αυτούς χρηματικά ποσά για δεδουλευμένες αποδοχές των αναφερόμενων ανωτέρω χρονικών διαστημάτων και συγκεκριμένα στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 3.514,47 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.161,92 ευρώ, στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.946,54 ευρώ, στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 2.213,60 ευρώ, στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 2.159,34 ευρώ και στον ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.420,12 ευρώ, καθώς επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει για την ίδια ανωτέρω αιτία στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.214,01 ευρώ και στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των 16.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως και πρωτοδίκως, καθόσον κατά το κεφάλαιο αυτό δεν εκκαλείται η εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς τις αξιώσεις όλων των εναγόντων (μεταξύ των οποίων ο τρίτος και ο δέκατος, οι οποίοι δεν αιτήθηκαν με την αγωγή επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών) που αφορούν στις αμοιβές τους από αμοιβολόγια και μεριδολόγια. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (αρθρ. 179 περ. β’ ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 04-07-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2018) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 921/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 921/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 22-12-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2015) αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους τρίτο και δέκατο των εναγόντων
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο, πέμπτη, έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο των εναγόντων
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (3514,47), στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εξήντα ένα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (4.161,92), στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (2.946,54), στον έκτο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων δέκα τριών ευρώ και εξήντα λεπτών (2.213,60), στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν πενήντα εννέα ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (2.159,34) και στον ένατο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ευρώ και δώδεκα λεπτών (3.420,12) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και ενός λεπτού (3.214,01) και στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων ευρώ (16.000), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης μέχρι την εξόφληση
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 30/08/2019 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.
Η Δικαστής
Η Γραμματέας