Αριθμός 562/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση - Εισηγήτρια και Μυρσίνη Παπαχίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Σ. Π. και 2) Χ. Β. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Πιπιλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Β. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-1-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7066/2007 και 5340/2009 μη οριστικές, 7317/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 875/2015 μη οριστική και 993/2018 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των υπ' αριθ. 875/2015 και 993/2018 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 30-5-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, που επαναφέρεται προς συζήτηση με κλήση των αναιρεσειουσών κατόπιν ματαιώσεώς της στη δικάσιμο της 27-5-2019 λόγω διεξαγωγής των ευρωεκλογών, συμπροσβάλλονται η υπ' αριθμόν 993/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και η υπ' αρ. 875/2015 μη οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής κατ'επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την από 30-1-2006 αγωγή του ζήτησε να ακυρωθεί λόγω ουσιώδους πλάνης η δυνάμει της .../11-2-2011 συμβολαιογραφικής πράξεως δήλωσή του περί εκούσιας αναγνωρίσεως της δεύτερης εναγομένης (ήδη δεύτερη αναιρεσείουσας) ως βιολογικού τέκνου του από την εκτός γάμου σχέση του με την πρώτη εναγομένη (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα). Επικουρικώς ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της εν λόγω πράξεως ως καταρτισθείσης άνευ της συναινέσεως της πρώτης εναγομένης. Με την 7066/2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσα, διατάχθηκε η διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης ως προς την κυρία βάση της αγωγής και με την 7317/2010 ερήμην των εναγομένων εκδοθείσα οριστική του απόφαση η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Οι εναγόμενες άσκησαν έφεση κατά των ανωτέρω αποφάσεων. Το Εφετείο με την 875/2015 μη οριστική του απόφαση δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε στα πλαίσια του άρθρου 528 ΚΠολΔ τις πρωτόδικες αποφάσεις, διέταξε τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και με την 993/2018 απόφασή του δέχθηκε κατ' ουσίαν την ένδικη αγωγή. Οι ανωτέρω αποφάσεις του Εφετείου πλήττονται από τις ηττηθείσες διαδίκους με την υπό κρίση αίτηση για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή και αναλύονται ειδικότερα κατωτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένως, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006).
Έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως για την οποίαν ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 Κ.ΠολΔ λόγος αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στην συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγησή τους, το εκ των οποίων πόρισμα εκτίθεται σαφώς.
Περαιτέρω με το άρθρο πρώτο του ν.1702/1987 κυρώθηκε και έχει συμφώνως προς το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος , αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση "για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους”, η οποία έχει υπογραφεί στο Στρασβούργο στις 15 Οκτωβρίου 1975 και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 με την από 27- 6/1.7.1988 ανακοίνωση του Υπουργού Εξωτερικών. Κατά το άρθρο 2 της ανωτέρω Ευρωπαϊκής Σύμβασης "Η συγγένεια με τη μητέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του βασίζεται μόνο στο γεγονός της γέννησης του τέκνου”, ενώ κατά το άρθρο 3 "Η συγγένεια με τον πατέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του μπορεί να πιστοποιηθεί ή να ιδρυθεί με εκουσία αναγνώριση ή με δικαστική απόφαση”. Επίσης στο άρθρο 4 της ανωτέρω Συμβάσεως ορίζεται ότι "Η εκουσία αναγνώριση της πατρότητας δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ή αντιρρήσεις, εφόσον οι διαδικασίες αυτές προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, παρά μόνο στην περίπτωση που το πρόσωπο που επιδιώκει να αναγνωρίσει ή αναγνώρισε το τέκνο δεν είναι ο φυσικός πατέρας" και στο άρθρο 10 ότι "Ο επιγενόμενος γάμος μεταξύ του πατέρα και της μητέρας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του παρέχει στο τέκνο αυτό το νομικό καθεστώς του τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο”. Κατά την έννοια της τελευταίας ως άνω διατάξεως του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, για την πλήρη αποκατάσταση τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, με μόνο τον επιγενόμενο γάμο απαιτείται η ύπαρξη πραγματικού δεσμού αίματος μεταξύ του τέκνου και του συζύγου της μητέρας του και συνεπώς εφόσον ελλείπει η προϋπόθεση αυτή, δεν αρκεί ο επιγενόμενος γάμος, χωρίς την (εκουσία ή δικαστική ) αναγνώριση του τέκνου, αφού αυτός ο τρόπος βεβαίωσης του άνω δεσμού αίματος για τα τέκνα που γεννιούνται χωρίς γάμο των γονέων τους (εκουσία ή δικαστική αναγνώριση του τέκνου) προβλέπεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης και είναι μάλιστα ο ίδιος που προβλέπεται στο άρθρο 1463 παρ.2 εδ.β' ΑΚ και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 1473 εδ.α'ΑΚ. Συγκεκριμένα στο άρθρο 1473 ΑΚ ορίζεται : " Επιγενόμενος γάμος των γονέων. Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του έχει απέναντι σ' αυτούς και τους συγγενείς τους ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο, εφόσον οι γονείς του παντρευτούν μεταγενέστερα και το τέκνο είχε αναγνωριστεί ή αναγνωρίζεται μετά την τέλεση του γάμου, εκουσίως ή δικαστικώς, ως τέκνο του συζύγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1475,1476 και 1479 έως 1483 ΑΚ. Η εκουσία αναγνώριση μπορεί να προσβληθεί για το λόγο ότι ο σύζυγος της μητέρας δεν είναι ο πατέρας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1477 και 1478 ΑΚ. Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 1473 ΑΚ εισάγεται ο θεσμός της πλήρους εξομοιώσεως, με επιγενόμενο γάμο των γονέων του, του τέκνου που έχει γεννηθεί χωρίς γάμο με το τέκνο που έχει γεννηθεί σε γάμο. Όπως προκύπτει δε από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, για την πλήρη εξομοίωση απαιτείται ουσιαστικώς ο συνδυασμός του επιγενομένου γάμου των γονέων του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο και της αναγνωρίσεως της πατρότητας του. Η αυτοδίκαιη επέλευση της συνεπείας της πλήρους εξομοιώσεως του χωρίς γάμο γεννημένου τέκνου με γεννημένο σε γάμο τέκνο επέρχεται από το χρόνο συνυπάρξεως της αναγνωρίσεως από τον φυσικό του πατέρα και του επιγενομένου γάμου του τελευταίου με την μητέρα του τέκνου. Εντεύθεν ο συνδυασμός εκουσίας ή δικαστικής αναγνωρίσεως και επιγενομένου γάμου των γονέων συνεπάγεται την πλήρη εξομοίωση του γεννημένου χωρίς γάμο τέκνου με τέκνο γεννημένο σε γάμο. Επέρχονται δηλαδή όλες οι έννομες συνέπειες οι οποίες συναρτώνται με την ύπαρξη του γάμου. Όλες οι έννομες συνέπειες οι οποίες συνέχονται με την αναγνώριση του (συγγενικός δεσμός με τον φυσικό του πατέρα και την πατρική γραμμή, κληρονομικά δικαιώματα κ.λ.π) επέρχονται αναδρομικώς από τη γέννηση του τέκνου (άρθρο 1484 αρ.2 ΑΚ), ενώ ως προς τα αποτελέσματα τα οποία επέρχονται από την τέλεση του γάμου, ο χρόνος επελεύσεώς τους είναι ο χρόνος τελέσεως του γάμου. Κατ'ουσίαν η διαφορά με την εκουσία ή δικαστική αναγνώριση ως προς τις έννομες συνέπειες είναι ότι άν λάβει χώρα και γάμος μεταξύ του πατέρα και της μητέρας, η γονική μέριμνα του ανηλίκου ασκείται πλέον και από τους δύο γονείς, ενώ το παιδί παίρνει το επώνυμο και του πατέρα. Η διαφοροποίηση αυτή δεν οφείλεται σε δυσμένεια του νομοθέτη απέναντι στα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο, (αφού σύμφωνα με το άρθρο 1484 ΑΚ το τέκνο που εκουσίως ή δικαστικώς αναγνωρίστηκε έχει ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους), αλλά απορρέει από τα αντικειμενικά δεδομένα που επιφέρει η έλλειψη γάμου των γονέων. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, η διάταξη του άρθρου 1473ΑΚ δεν συγκρούεται με το άρθρο 10 της εν λόγω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, αφού κατά τα προεκτεθέντα και κατά την έννοια της τελευταίας, για την πλήρη αποκατάσταση του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του με μόνο τον επιγενόμενο γάμο απαιτείται η ύπαρξη πραγματικού δεσμού αίματος μεταξύ του τέκνου και του συζύγου της μητέρας του. Επομένως για την πλήρη εξομοίωση του χωρίς γάμο γεννημένου τέκνου με τέκνο καταγόμενο από γάμο, εξακολουθεί να απαιτείται όχι μόνο επιγενόμενος γάμος των γονέων αλλά και (εκουσία ή δικαστική) αναγνώριση του τέκνου χωρίς να ενδιαφέρει ποιό από τα δύο προηγήθηκε. Περαιτέρω στα άρθρα 1477 και 1478 ΑΚ στα οποία παραπέμπει η προαναφερόμενη διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 1473, ορίζεται ότι "Προσβολή αναγνώρισης. Το τέκνο και σε περίπτωση θανάτου του, οι κατιόντες του δικαιούνται να προσβάλουν την εκουσία αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας" (άρθρο 1477ΑΚ) και ότι "Η προσβολή της αναγνώρισης αποκλείεται αν περάσουν τρείς μήνες αφότου πληροφορήθηκε την αναγνώριση αυτός που την προσβάλλει. Η προσβολή αποκλείεται σε κάθε περίπτωση αν περάσουν δύο χρόνια από την αναγνώριση ή προκειμένου για προσβολή από ανήλικο δύο χρόνια από την ενηλικίωσή του. Η προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης αποκλείεται στην περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 1475 παρ.2" (άρθρο 1478 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147,148, 154, 155 και 157 ΑΚ προκύπτει, ότι αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας (όπως είναι και η από τον πατέρα, κατά το άρθρο 1475 ΑΚ, μονομερής μη απευθυντέα δικαιοπραξία της εκούσιας αναγνώρισης τέκνου, που γεννήθηκε εκτός γάμου), η δήλωση δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη (η ιδιότητα του παιδιού θεωρείται "ουσιώδης" κατά την έννοια του άρθρου 142 ΑΚ) με τη βούληση του δηλούντος (που είναι ελαττωματική γιατί υπόκειται σε πλάνη ως προς την πατρότητά του), ή αν αυτός παρασύρθηκε σε δήλωση βουλήσεως με απάτη, ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Το δικαίωμα αυτό του πατέρα (ο οποίος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την εκ του άρθρου 1477ΑΚ αγωγή) για ακύρωση της εκούσιας αναγνωρίσεως, λόγω πλάνης, για την πατρότητά του δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους (15.10.1975, κύρωση με το ν.1702/1987), το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες προσβολής της εκούσιας αναγνωρίσεως. Και τούτο διότι , η συγκεκριμένη ρύθμιση (του άρθρου 4) αναφέρεται σε έγκυρη εκουσία αναγνώριση και όχι σε δήλωση που πάσχει από κάποιο ελάττωμα. Εντεύθεν στην τελευταία αυτή περίπτωση (λ.χ της πλάνης του άνδρα ως προς την πατρότητά του) δεν παρακωλύει την εφαρμογή στην εκουσία αναγνώριση των γενικών διατάξεων για την ακυρότητα ή την ακυρωσία της, εφόσον η βιολογική αλήθεια συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση της υπόστασης της εκούσιας αναγνωρίσεως κατά τα προβλεπόμενα και στο παραπάνω άρθρο (3) της εν λόγω Συμβάσεως. Η δυνατότητα, επομένως, για ακύρωση της εκούσιας αναγνωρίσεως δεν αντιβαίνει στο κατά το άρθρο 1476 εδ.γ'ΑΚ αμετάκλητο της δήλωσης. Είναι δε ουσιώδης η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητά του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, εάν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως του δηλούντος ποαγματικής κατάστασης, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσεως (άγνοια) της πραγματικής καταστάσεως όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται. Το δικαίωμα του πλανηθέντος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας, υπόκειται σε διετή αποσβεστική προθεσμία από της δικαιοπραξίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και η οποία διετία, αν η πλάνη εξακολούθησε και μετά την διετία, αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή, δηλαδή από τότε που ο πλανηθείς, έλαβε γνώση της πραγματικής καταστάσεως, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αυτός υπολάμβανε ως αληθινά ή ασυνείδητα αγνοούσε, κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, με βάση την οποία διαμορφώθηκε η βούλησή του προς κατάρτιση αυτής. Ο ισχυρισμός του πλανηθέντος, που ζητεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας, μετά την παρέλευση διετίας, ότι η πλάνη του διήρκησε και μετά την παρέλευση διετίας από της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, αποτελεί αντένσταση, από το άρθρο 157 εδ.β'ΑΚ (ΑΠ 1783/2007). Για να αρχίσει επομένως να τρέχει η προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ, δεν αρκεί η ύπαρξη απλών αμφιβολιών για την πατρότητα, αλλά απαιτείται η πλήρης ανατροπή της εσφαλμένης πεποιθήσεως του αναγνωρίσαντος ότι είναι ο πατέρας του τέκνου. Περαιτέρω στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το νδ 53/1974 μεταξύ άλλων ορίζεται ότι "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής..." στο δε άρθρο 14 ΕΣΔΑ ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: " η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου,... γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως" . Οι τελευταίες αυτές διατάξεις σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 3, 4, 10 της ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (ν.1702/1987) στο σύνολο τους προϋποθέτουν για την εφαρμογή τους την ύπαρξη της αληθινής οικογενειακής τάξεως των προσώπων. Υπό τα ως άνω δεδομένα δεν βρίσκει πεδίο προστασίας σ' αυτές η εκουσία αναγνώριση που γίνεται χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, η αποκατάσταση της οποίας αποτελεί βασική προτεραιότητα για την έννομη τάξη και δεν ανέχεται την υποβολή τέκνου (άρθρο 354ΠΚ).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος τα εξής: "Ο ενάγων γνωρίστηκε και συνήψε ερωτική σχέση με την πρώτη εναγομένη το έτος 1984 μετά της οποίας άρχισε να συμβιώνει το επόμενο έτος. Κατά τη διάρκεια της σχέσεώς τους και συγκεκριμένα στις 8-2-1986 η τελευταία γέννησε την δεύτερη εναγομένη, την οποίαν ο ενάγων αναγνώρισε εκουσίως ως καρπό της εκτός γάμου σχέσεως του με την τελευταία εντός τριών ημερών από τον τοκετό, με την προσβαλλομένη .../11-2-1986 πράξη εκούσιας αναγνωρίσεως της συμβ/φου Αθηνών .... Ακολούθως ο ενάγων και η πρώτη εναγομένη τέλεσαν στις 18-11-1990 νόμιμο θρησκευτικό γάμο, ο οποίος λύθηκε συναινετικά με την 1940/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 20-9-1996. Μετά το διαζύγιο των γονέων της η επικοινωνία της δεύτερης εναγομένης, της οποίας η επιμέλεια του προσώπου ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη-μητέρα της, έπαυσε. Σύμφωνα με όσα ήδη έγιναν δεκτά με την 875/2015 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της προβληθείσας από τις εναγόμενες ενστάσεως αποσβέσεως του δικαιώματος του ενάγοντος να ζητήσει την ακύρωση της άνω πράξεως εκούσιας αναγνωρίσεως, λόγω παρόδου της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 157 εδ.α ΑΚ, η οποία, όπως προεκτέθηκε απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι ο τελευταίος ανταπέδειξε την προβληθείσα από αυτόν αντένσταση (άρθ.157 εδ.β'ΑΚ) ότι η πλάνη του διήρκεσε και μετά την παρέλευση της άνω διετίας χωρίς η τελευταία να συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, ο ενάγων πληροφορήθηκε το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005 από την αδελφή του Γ. Β. ότι δεν είναι βιολογικός πατέρας της δεύτερης εναγομένης και ότι αυτή δεν γεννήθηκε από τη σχέση του με την πρώτη εναγομένη, αλλά από τεχνητή γονιμοποίηση με ξένο σπερματοζωάριο αγνώστου άνδρα. Για το λόγο αυτό επεδίωξε μέσω του δικηγόρου του να έλθει σε συννενόηση με το δικηγόρο της πρώτης εναγομένης και προκειμένου να διενεργηθούν εξωδίκως οι κατάλληλες αιματολογικές εξετάσεις, ώστε να διακριβωθεί η αμφισβητούμενη πατρότητα της δεύτερης εναγομένης με τη σύγχρονη μέθοδο αντιγόνου ιστοσυμβατότητας HLA (μέθοδος χρωμοσωμάτων) στο Ε., όπως εν τέλει και συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, με συνέπεια να ορισθεί ως ημερομηνία εξετάσεως αυτών η 26-1-2006 (ημέρα Πέμπτη) και ώρα η 15.30. Όμως οι εν λόγω εξετάσεις δεν πραγματοποιήθηκαν, διότι οι εναγόμενες δεν προσήλθαν στον άνω τόπο και χρόνο προκειμένου να διενεργηθούν οι σχετικές αιματολογικές εξετάσεις. Ακολούθως ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την ένδικη αγωγή (στα όρια περίπου της εικοσαετούς παραγραφής), με την οποία ζήτησε την ακύρωση της άνω πράξεως εκούσιας αναγνωρίσεως της δεύτερης εναγομένης λόγω ουσιώδους πλάνης του που εμφιλοχώρησε μεταξύ της δηλώσεως και της βουλήσεώς του, ως προς την ιδιότητά του ως φυσικού πατέρα της τελευταίας. Με την 7066/2007 μη οριστική απόφαση του άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αναβλήθηκε η έκδοση της οριστικής αποφάσεώς του και διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την διορισθείσα από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που ετηρείτο, διδάκτορα βιοχημείας Ι. Σ., υπέυθυνη του εργαστηρίου αναλύσεως DNA η RNA ή με άλλη αναγνωρισμένη επιστημονικά μέθοδο εάν στη δεύτερη εναγομένη υπάρχουν γονιδιακές μορφές που μπορούν να αποδοθούν στον ενάγοντα και ειδικότερα εάν ο τελευταίος αποκλείεται να είναι ο φυσικός της πατέρας. Κατά την ορισθείσα από την άνω πραγματογνώμονα ημεροχρονολογία (17-3-2008) εμφανίσεως των διαδίκων και ειδικότερα του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης στον καθορισθέντα από την άνω πραγματογνώμονα τόπο, προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες για τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης αιμοληψίες, εμφανίστηκε μεν ο ενάγων ο οποίος υποβλήθηκε σε αιμοληψία, ενώπιον και του τεχνικού συμβούλου της δεύτερης εναγομένης, Χ. Κ., πλην όμως δεν εμφανίστηκε η τελευταία (για δεύτερη κατά σειρά φορά). Αντ’ αυτής εμφανίστηκε, ως πληρεξούσιος, ο δικηγόρος ..., ο οποίος δήλωσε ότι η δεύτερη εναγομένη αδυνατούσε, χωρίς επίκληση συγκεκριμένου κωλύματος ή ειδικών λόγων υγείας, να προσέλθει ενώπιον της άνω πραγματογνώμονος κατά την άνω ημεροχρονολογία προκειμένου να υποβληθεί σε αιμοληψία. Ακολούθως, με επίσπευση του ενάγοντος συζητήθηκε και πάλι η ένδικη αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ερήμην των εναγομένων και εκδόθηκε η 7317/2010 οριστική απόφαση τούτου, η οποία, όπως ήδη προεκτέθηκε, εξαφανίσθηκε, κατ' άρθρο 528 ΚΠολΔ, από την 875/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Με την τελευταία, όπως ήδη προεκτέθηκε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης : α) κρίθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη , στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147, 148, 154, 157ΑΚ και ειδικότερα ότι επί εκούσιας αναγνωρίσεως τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο, εφόσον η δήλωση αναγνωρίσεως δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, ο τελευταίος δικαιούται ακόμη κι' αν τέλεσε επιγενόμενο γάμο με τη μητέρα του τέκνου να ζητήσει την ακύρωση της εκούσιας αναγνωρίσεως, χωρίς η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος να αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 4 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους (15-10-1975 που κυρώθηκε με το ν.1702/1987), αφού το τελευταίο αναφέρεται σε περιπτώσεις έγκυρης εκούσιας αναγνωρίσεως, χωρίς να παρακωλύει την εφαρμογή στην εκουσία αναγνώριση των γενικών διατάξεων για την ακυρότητα ή την ακυρωσία τους..., απορρίπτοντας έτσι τους προβαλλόμενους με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της εφέσεως αντίθετους ισχυρισμούς, κρίση με την οποία συντάσσεται και το παρόν Δικαστήριο, απορριπτομένων όσων επαναλαμβάνονται σχετικά από τις εναγόμενες με τις από 11-5-2017 προτάσεις τους, β) απορρίφθηκε η προταθείσα ένσταση της παρόδου της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 157 Α.Κ διετούς αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος, κατ' ουσιαστική αποδοχή της αντενστάσεως του ενάγοντος ότι κατά το χρόνο της επίδικης δηλώσεώς του με την οποία αναγνώρισε εκουσίως ι η δεύτερη εναγόμενη ως φυσικό του τέκνο τελούσε σε πλάνη ως προς την πατρότητά του, αγνοούσε δηλαδή ότι δεν είναι πατέρας της δεύτερης εναγομένης και ότι αυτή διήρκεσε μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2005, οπότε και πληροφορήθηκε την αλήθεια από την αδελφή του, ήτοι διήρκεσε και μετά την παρέλευση της άνω διετίας, κρίση της οποίας δεν συντρέχει λόγος ανακλήσεως και εν τέλει γ) διατάχθηκε για τη διακρίβωση της αλήθειας, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της ύπαρξης δεσμών αίματος μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από την ίδια ως άνω πραγματογνώμονα. Ειδικότερα, η τελευταία διατάχθηκε, όπως λάβει δείγμα αίματος από τον ενάγοντα, την πρώτη και δεύτερη εναγόμενες, ερευνήσει τα στοιχεία του αίματος με την επιστημονικώς παραδεκτή μέθοδο υβριδοποιήσεως DNA ή RNA ή άλλη αναγνωρισμένη μέθοδο και συντάξει έκθεση στην οποία με αιτιολογημένες σκέψεις θα γνωμοδοτεί αν στην δεύτερη εναγομένη διαπιστώθηκαν γονιδιακές μορφές που μπορούν να αποδοθούν στον ενάγοντα και ειδικότερα: 1) εάν αποκλείεται η περίπτωση ο ενάγων να είναι ο φυσικός πατέρας της δεύτερης εναγομένης και 2) εφόσον τέτοια περίπτωση δεν αποκλείεται, αν ο ενάγων είναι πράγματι ο φυσικός πατέρας της δεύτερης εναγομένης. Όμως κατά την ημερομηνία που ορίσθηκε νομότυπα από την άνω πραγματογνώμονα για την πραγματοποίηση των αιμοληψιών από τον ενάγοντα και τις εναγόμενες, ήτοι στις 30-11-2016, η οποία γνωστοποιήθηκε με τις από 17-11-2016 σχετικές προσκλήσεις της άνω πραγματογνώμονος εμπρόθεσμα προ 10 ημερών (αρ.615 παρ.3 εδ.β' ΚΠολΔ) στις εναγόμενες (βλ.τις 4190 και 4191/18-11-2016 αντίστοιχα εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά Σ. Α.), οι τελευταίες δεν εμφανίστηκαν και πάλι (για τρίτη κατά σειρά φορά) ενώπιον της άνω πραγματογνώμονος με συνέπεια κατά την άνω χρονολογία να γίνει αιμοληψία μόνον του εμφανισθέντος προς τούτο ενάγοντος. Τα ανωτέρω διαλαμβάνονται στην από 4-12-2016 έκθεση της άνω πραγματογνώμονος η οποία εγχειρίστηκε νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, συνταχθείσας της 143/2016 πράξεως. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται επίσης ότι η άνω πραγματογνώμων δέχθηκε στις 23-11-2016 τηλεφωνική κλήση όπως επί λέξει εκτίθεται "από κυρία που μου συστήθηκε ως κ. Π., πληρεξούσια δικηγόρος της κ. Χ. Β., η οποία μου ζήτησε την αλλαγή της ημερομηνίας αιμοληψίας για τις αρχές Ιανουαρίου 2017, διότι όπως μου ανέφερε η κ. Χ. Β. ευρίσκετο στο εξωτερικό" και ότι κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας της ίδιας (ορισθείσας πραγματογνώμονος) με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος ο τελευταίος δεν συναίνεσε στην αναβολή της αιμοληψίας κατά την ως άνω ορισθείσα ημεροχρονολογία, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα παραβιαζόταν η ταχθείσα από την 875/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου προθεσμία για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης. Η αορίστως ως άνω επικαλούμενη απουσία της δεύτερης εναγομένης, σε απροσδιόριστο τόπο του εξωτερικού, από πρόσωπο που εμφανίστηκε τηλεφωνικά ως νέα πληρεξούσια δικηγόρος της, φανερώνει την άρνησή της, χωρίς επίκληση ειδικών λόγων υγείας, να υποβληθεί στην εξέταση με την άνω απόφαση του δικαστηρίου στα πλαίσια της διαταχθείσας ως άνω πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της πατρότητας του ενάγοντος, κρίση που ενισχύεται και από την προηγηθείσα προγενέστερη συμπεριφορά της ίδιας. Εκ της ανωτέρω αρνήσεως τεκμαίρεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 615 ΚΠολΔ ότι λογίζονται ότι έχουν αποδειχθεί οι ισχυρισμοί του τελευταίου για την έλλειψη στο αίμα της δεύτερης εναγομένης βιολογικών στοιχείων τα οποία να καθιστούν κατά την επιστήμη πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητά του. Το πιό πάνω τεκμήριο δεν ανατρέπεται από την κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου του εξετασθέντος με την επιμέλεια των εναγομένων αδελφού της πρώτης από αυτές που σημειωτέον αποτελεί και το μόνο αποδεικτικό μέσο που προσκόμισαν νόμιμα πε του επιδίκου ζητήματος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο οποίος βεβαίωσε ότι η δεύτερη εναγομένη υπήρξε τέκνο του ενάγοντος το οποίο συνελήφθη με φυσικό τρόπο από τη σχέση του τελευταίου με την αδελφή του και ότι τούτο ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί από τον ενάγοντα μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής., αλλά αντίθετα (όπως έγινε δεκτό και με την 875/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατά την ουσιαστική εξέταση των άνω ενστάσεως και αντενστάσεως), ενισχύεται από την κατάθεση της εξετασθείσας με την επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου-αδελφής του Γ. Β. και την προσκομιζόμενη νομίμως ένορκη βεβαίωση της ίδιας, η οποία βεβαίωσε ότι ο ενάγων" δεν είναι βιολογικός πατέρας της δεύτερης εναγομένης, διότι η τελευταία δεν γεννήθηκε από τις σχέσεις του με την πρώτη εναγομένη, ότι ήδη πριν το γάμο του με την τελευταία είχε πληροφορηθεί τούτο α) από τον δημοσιογράφο Π. ο οποίος είχε δημοσιεύσει και στο περιοδικό "Θ." σχετικά δημοσιεύματα, β) από την πρώην σύζυγο του ενάγοντος Σ. Σ., γ) από την αδελφή του ενάγοντος και της ίδιας Π. Π., η οποία είχε σε αντίθεση με την ίδια καλές σχέσεις με την πρώτη εναγομένη και λόγω της κοινής διαμονής της με αυτήν του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης στις καμπάνες του ξενοδοχείου "Α. " όπου και συνέβαλε στο μεγάλωμα της δεύτερης εναγομένης , είχε ακούσει την τελευταία να συζητά με την μητέρα της πριν από τον τοκετό τον τρόπο που θα παρουσίαζαν τη γέννηση ώστε να συμφωνεί χρονικά με τη φερόμενη ημερομηνία της συλλήψεως της δεύτερης εναγομένης και δ) από τη δημοσιογράφο Θ. Κ., η οποία εργαζόταν κατά το παρελθόν στο περιοδικό "D." το οποίο εξέδιδε η οικογένεια της πρώτης εναγομένης, καταθέτοντας ειδικότερα, ότι σύμφωνα με όσα της είχε εμπιστευθεί η άνω δημοσιογράφος , στο χώρο του άνω περιοδικού ακουγόταν ευρέως ότι η δεύτερη εναγομένη δεν ήταν τέκνο του ενάγοντος και ότι είχε συλληφθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση, ότι η ίδια παρά τις σχετικές προτροπές του δημοσιογράφου Π. όσο και της άνω πρώην συζύγου του Σ. Σ., δεν είχε πληροφορήσει τον ενάγοντα περί των ανωτέρω, διότι εξ αιτίας της γνωριμίας του αδελφού της από το έτος … με την πρώτη εναγομένη και έως το έτος … δεν είχε σχέσεις μαζί του και ότι για πρώτη φορά ο ενάγων πληροφορήθηκε από την ίδια ότι η δεύτερη εναγομένη δεν ήταν δικό του τέκνο το μήνα Σεπτέμβριο του έτους …, όταν αυτή διαπίστωσε απρεπή συμπεριφορά της τελευταίας έναντι του αδελφού της.
Συνεπώς από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν είναι ο φυσικός πατέρας της δεύτερης εναγομένης και επί πλέον ότι κατά το χρόνο της δηλώσεως του ενάγοντος με την οποία αναγνώρισε εκουσίως τη δεύτερη εναγομένη ως βιολογικό του τέκνο, ο τελευταίος επλανάτο ως προς την άνω ιδιότητα της τελευταίας, η πλάνη του δε αυτή διήρκεσε ως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους …, όπως άλλωστε ήδη έκρινε κατά τα προεκτεθέντα και η 875/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, απορριπτομένων των αντιθέτων αρνητικών ισχυρισμών των εναγομένων οι οποίοι προβάλλονται με τον τρίτο λόγο της από 10-10-2011 (αυξ.αρ.εκθ.καταθ..../10-10-2011) εφέσεως. Περαιτέρω απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη τυγχάνει και η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του, η οποία προσβάλλεται με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου της άνω εφέσεως υπό την επίκληση αδρανείας του ενάγοντος να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του για την κήρυξη άκυρης της άνω πράξεως αναγνωρίσεως, επί είκοσι περίπου έτη, διότι όπως ήδη προεκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από τον χρόνο κατά τον οποίον προέβη στην άνω δήλωση με την οποίαν αναγνώρισε εκουσίως τη δεύτερη εναγομένη ως φυσικό του τέκνο και έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005, οπότε πληροφορήθηκε από την αδελφή του την αλήθεια, επλανάτο ως προς την άνω ιδιότητα της δεύτερης εναγομένης, με συνέπεια, ενόψει της διαρκείας της εν λόγω πλάνης του, η άσκηση της ένδικης αγωγής λίγες ημέρες πριν συμπληρωθεί η εικοσαετία από τον χρόνο της άνω δηλώσεως να μην ασκείται καταχρηστικά, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με το απορριπτέο για το λόγο αυτό τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της από 10-10-2011 εφέσεως...”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση κατ' άρθρο 528ΚΠολΔ, εξαφάνισε τις προσβληθείσες με αυτήν ως άνω (7066/2007 και 7317/2010) αποφάσεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ερευνώντας εκ νέου την υπόθεση αφού απέρριψε τους αρνητικούς ισχυρισμούς και τις ενστάσεις των εναγομένων περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος προς ακύρωση της εκ πλάνης δηλώσεως αναγνώρισης και περί αποσβέσεώς του λόγω παρέλευσης διετίας, κατά παραδοχή της από την παρ.2 του άρθρου 157 ΑΚ αντενστάσεως, δέχθηκε κατ' ουσίαν την ένδικη αγωγή και κήρυξε άκυρη την .../11-2-1986 πράξη εκούσιας αναγνωρίσεως της συμβ/φου ....
Οι αναιρεσείουσες με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεώς τους προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ πλημμέλεια συνισταμένη στο ότι εσφαλμένα και κατά παραβίαση των άρθρων 4 και 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (ν.1702/1987) εφάρμοσε τις γενικές διατάξεις από τα άρθρα 140,141,142επ.157 ΑΚ περί ακυρώσεως της δηλώσεως εκούσιας αναγνωρίσεως λόγω ουσιώδους πλάνης, αντί εκείνων των άρθρων 1467,1469, 1470, 1473, 1475, 1476, 1477ΑΚ, που έπρεπε να εφαρμοστούν λόγω του επιγενομένου της εκούσιας αναγνωρίσεως γάμου και της πλήρους εξομοιώσεως της δεύτερης αναιρεσείουσας με τέκνο εντός γάμου. Από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως όμως προκύπτει ότι το Εφετείο ορθώς δεν εφήρμοσε τις προδιαληφθείσες διατάξεις περί προσβολής της πατρότητος (ΑΠ 1666/2008), αλλά τις γενικές τοιαύτες των άρθρων 140 επ., 157ΑΚ, οι προϋποθέσεις των οποίων συντρέχουν εν προκειμένω. Από την εφαρμογή δε των διατάξεων τούτων ουδεμία παραβίαση των διατάξεων της ρηθείσης Ευρωπαϊκής Συμβάσεως θεμελιώνεται.
Συνεπώς ο ανωτέρω λόγος τυγχάνει αβάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως τους οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλομένη απόφαση διότι, όπως επί λέξει αναφέρουν: δεν απάντησε, δεν έλαβε υπόψιν του αλλά σιγή και χωρίς αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό που προέβαλαν με τον πέμπτο λόγο της εφέσεώς τους ότι η ένδικη αγωγή προσβολής της εκούσιας αναγνωρίσεως τέκνου, λόγω πλάνης που διήρκεσε σχεδόν εικοσαετία από τον τοκετό και μετά τον επιγενόμενο γάμο των γονέων στηρίχθηκε σε διάταξη που συνιστά μειονεκτική μεταχείριση για τα εκτός γάμου τέκνα και προσβάλλει τους οικογενειακούς δεσμούς που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ πατρός και τέκνου κατά παραβίαση των άρθρων 14 και 8 της ΕΣΔΑ”. Ο ως άνω λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος ως ενέχων αντίφαση διότι οι αναιρεσείουσες παραπονούνται ταυτοχρόνως αφενός ότι "δεν έλαβε υπόψιν τον ισχυρισμό τους" αφετέρου ότι "δεν απάντησε αλλά σιγή και χωρίς αιτιολογία τον απέρριψε”. Επί πλέον ο αυτός αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος διότι αφορά μη αυτοτελή ισχυρισμό (αφορά άρνηση της αγωγής), η οποία δεν αποτελεί "πράγμα" κατά την έννοια του νόμου. Σε κάθε περίπτωση το Εφετείο έλαβε υπόψιν και απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, ώστε ο αυτός αναιρετικός λόγος και παραδεκτός υποτιθέμενος, τυγχάνει αβάσιμος.
Μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειουσών που ηττώνται (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε σχετικό αίτημα κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.5.2018 αίτηση των: 1) Σ. Π. και 2) Χ. Β. για αναίρεση των 875/2015 και 993/2018 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στις αναιρεσείουσες τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ