ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 70/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 3ο
Αποτελούμενο από το Δικαστή Κωνσταντίνο Βελισσάρη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Παπαζαφείρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ ΕΦΕΣΕΩΣ: 1) … - 211) …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Κωνσταντία Μαμούρα.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΚΑΘΗΣ Η ΑΣΚΗΣΗ - ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ ΕΦΕΣΗΣ: Αλλοδαπής Εταιρείας με την επωνυμία «... EUROPE PUBLIC LIMITED - COMPANY» που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα και διατηρεί υποκατάστημα στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, ως καθολικής διαδόχου της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «... INTERNATIONAL LIMITED», η οποία έδρευε στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου της Μ. Βρεττανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα και διατηρούσε υποκατάστημα στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, λόγω απορρόφησης της δεύτερης από την πρώτη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της, Αλέξιο Παπασταύρου και Δέσποινα Χαρακοπούλου με δήλωσή τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 25 Σεπτεμβρίου 2015 αγωγή τους, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2015, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 1275/2017 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες, με την από 11 Δεκεμβρίου 2017 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2017.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε με τους πρόσθετους λόγους της εφεσίβλητης που κατατέθηκαν νόμιμα με τις προτάσεις.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
Η πληρεξούσια δικηγόρος Κωνσταντία Μαμουρα αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 11-12-2017 (αρ. εκθ. κατ. .../11-12-2017) έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων εναγόντων, κατά της υπ’ αριθμ. 1275/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και δημοσιεύτηκε στις 28-7-2017 κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (663 - 676 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύον πριν από τη σιωπηρή κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του νόμου 4335/2015, ήδη περιουσιακές - εργατικές διαφορές: άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις μεταβατικού και διαχρονικού δικαίου, αντίστοιχα, διατάξεις των άρθρων ένατο αριθ. 2 του ν. 4335/2015 και 37 του ΕισΝΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ. και 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευσή της. Επομένως, παραδεκτά φέρεται στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με την ίδια, ως άνω, ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524 παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ «Πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης». Σύμφωνα δε με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 591 παρ. εδ. ζ', που εφαρμόζεται στις ειδικές διαδικασίες, όπως στην προκειμένη περίπτωση, «ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης και αναψηλάφησης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης». Από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 520 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι για να είναι παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις επικλη θείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα είτε γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 76/2015, ΑΠ 238/2001 ΕλΔνη 42.1598). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες, με το από 2-10-2018 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε την ίδια ως άνω ημερομηνία στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου (αρ.εκθ.κατ. …/2018) και επιδόθηκε στην εφεσίβλητη στις 2-10-2018 (υπ’ αριθμ. .../2-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ...), άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα πρόσθετο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά σε κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με τους δεύτερο, τρίτο και πέμπτο λόγους της ως άνω έφεσης. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ο πρόσθετος αυτός λόγος πρέπει, συνεκδικαζόμενος λόγω συνάφειας με την έφεση, να γίνει τυπικά δεκτός και να εξεταστεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο αυτού.
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 25-9-2015 (αρ.εκθ.κατ. …/2015) αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν ότι κατά το χρονικό διάστημα που εκθέτει ειδικότερα καθένας εξ αυτών, εργάστηκαν, δυνάμει συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλοι της εναγομένης, αλλοδαπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας. Ότι συνήφθη ομαδικό ασφαλιστήριο διαχείρισης κεφαλαίου συνταξιοδοτικών παροχών, μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «... LIFE INSURANCE COMPANY» και ήδη «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ», που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη και της δικαιοπαρόχου της νυν εναγομένης, εταιρίας με την επωνυμία «... Ν.Α.», βάσει του οποίου οι ίδιοι (ενάγοντες), αποκτούσαν το δικαίωμα να λάβουν παροχή συνταξιοδότησης κατά την αποχώρησή τους από την εργασία, εφόσον πληρούσαν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Ότι η ανωτέρω σύμβαση λειτούργησε πλήρως έως την 1-10-2014, οπότε η εναγομένη μεταβίβασε τμήμα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, ήτοι τον κλάδο λιανικής τραπεζικής και των πιστωτικών καρτών, στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, η οποία, πριν από τη μεταβίβαση, αρνήθηκε τη συνέχιση αυτής (ασφαλιστικής σύμβασης). Ότι οι 1η έως και 188ος των εναγόντων, εργάζονταν στο τμήμα της εναγομένης εταιρίας που μεταβιβάστηκε, ενώ η σύμβαση εργασίας των λοιπών (189ης μέχρι και 211ης), είχε ήδη λυθεί, πριν από τη μεταβίβαση. Ότι ύστερα από την άρνηση της εταιρίας «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση, η εναγομένη εταιρία προέβη μεν σε εκκαθάριση και διανομή των κεφαλαίων που είχαν συγκεντρωθεί στα πλαίσια του ομαδικού συνταξιοδοτικού προγράμματος, σύμφωνα με όσα προβλέπει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 περ. Γ' του π.δ. 178/2002, πλην όμως, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ανωτέρω π.δ.: α) Απέκλεισε από τη διαδικασία εκκαθάρισης και διανομής τους 1η μέχρι και 89° εξ αυτών, με το αιτιολογικό ότι δεν είχαν συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, ενώ θα έπρεπε να συμμετάσχουν και αυτοί, με βάση την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής, β) Απέκλεισε από τη διαδικασία εκκαθάρισης και διανομής τους 189η μέχρι και 211° εξ αυτών, με το αιτιολογικό ότι η σύμβαση εργασίας τους είχε λυθεί πριν από τη μεταβίβαση, ενώ θα έπρεπε να συμμετάσχουν και αυτοί, με βάση τη δεδουλευμένη παροχή, γ) Κατέβαλε προς τους 90° μέχρι και 188° εξ αυτών τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, τα οποία όμως υπολείπονται των οφειλομένων, καθώς δεν υπολογίστηκαν με βάση την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής. Ότι εξαιτίας της παραπάνω υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης, υπέστησαν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί: α) Το δικαίωμα συμμετοχής καθενός εκ των 1ης μέχρι και 89ου και 189ης μέχρι και 211ης εξ αυτών, στην εκκαθάριση και διανομή των κεφαλαίων του ομαδικού ασφαλιστηρίου προγράμματος, β) Ότι η εναγομένη οφείλει σε έκαστο εκ των 1ης έως και 188ου των εναγόντων, την αναφερόμενη στο άρθρο 4 παρ. 3 υποπαράγραφος Γ' του π.δ. 178/2002 παρούσα αξία μελλοντικής παροχής και σε έκαστο εκ των 189ου μέχρι και 211ης των εναγόντων, την αναφερόμενη στο άρθρο 4 παρ. 3 υποπαράγραφος Γ' του π.δ. 178/2002 δεδουλευμένη παροχή, αφού αφαιρεθεί ως προς τους 90° έως και 188° των εναγόντων, τα ήδη καταβληθέντα από την εναγομένη ποσά, γ) Ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σε καθένα εξ αυτών, τα αναλυτικά αιτούμενα χρηματικά ποσά, με βάση τις διατάξεις του π.δ. 178/2002, επικουρικά δε, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως τις διατάξεις περί εντολής, άλλως τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από τις 30-9-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, δ) Ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σε καθένα εκ των 1ης μέχρι και 188ου εξ αυτών, το ποσό των 5.000 ευρώ και σε καθένα εκ των 189ης μέχρι 211ος εξ αυτών, το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής, ενώ καθένας εξ αυτών επιφυλάσσεται να αναζητήσει για την ίδια αιτία, επιπλέον και το ποσό των 44 ευρώ, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Ζήτησαν επίσης να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 1275/2017 εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως μη νόμιμη, ως και το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την 30-9-2014, αλλά και από την επίδοση της αγωγής, επίσης ως μη νόμιμο, έκρινε την αγωγή κατά τις λοιπές βάσεις της ως ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως, την απέρριψε, κατά την κύρια και τις επικουρικές της βάσεις, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες - εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, ως και με τον πρόσθετο λόγο έφεσης, που ανάγονται όλοι σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Επομένως, αν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς τη βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό καθώς, εφόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές και όχι να προσφύγει, έστω και επικουρικά, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 170/2016, 449/2014, 493/2010, 16/2008, 2019/2007, όλες δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς οι ενάγοντες, για τη θεμελίωση αυτής επικαλούνται τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται για τη θεμελίωση της κύριας και των λοιπών επικουρικών βάσεων της αγωγής, χωρίς να ισχυρίζονται ότι η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση είναι άκυρη, ή να εκθέτουν άλλα πραγματικά περιστατικά που να είναι διαφορετικά ή πρόσθετα εκείνων στα οποία στηρίζεται η αγωγή τους κατά την κύρια και τις λοιπές επικουρικές της βάσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο δέκατος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι ενάγοντες παραπονούνται για την απόρριψη της αγωγής τους ως προς την επικουρική της βάση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, που εκδηλώνεται και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεώς τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 13/2015, 1681/2010, 1082/2010, όλες δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η επιχειρησιακή, συνεπώς συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, αν αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέτοια είναι και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, χωρίς να έχει νομική ή συμβατική δέσμευση, συνάπτει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνοντας να καλύπτει αυτός ολικά ή εν μέρει το ασφάλιστρο. Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελείς, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα ανάκλησής τους. Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών (ΑΠ 603/2017, 604/2017, 91/2008, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου», οι διατάξεις του οποίου κατά το άρθρο 2 αυτού, εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, «δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος». Σε περίπτωση μεταβίβασης τμήματος εκμετάλλευσης ή δραστηριότητας ή λειτουργίας στο νέο εργοδότη, μεταβιβάζονται μόνο οι εργασιακές σχέσεις που εντάσσονται στο μεταβιβαζόμενο τμήμα ή στη μεταβιβαζόμενη λειτουργία ή δραστηριότητα (ΑΠ 1553/2002 ΕφΑΘ 6363/2007, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντίθετα, δεν μεταβιβάζονται στον διάδοχο εργοδότη εργασιακές σχέσεις που εντοπίζονται σε τμήματα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης τα οποία καταργούνται, ή εξακολουθούν να λειτουργούν υπό τον αρχικό εργοδότη. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου «σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση..., σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, ισχύουν τα εξής: .... Γ) Αν ο διάδοχος, πριν από τη μεταβίβαση, αρνηθεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση, είτε με μορφή λογαριασμού που λειτουργεί στο πλαίσιο της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ταμείο, τα σχετικά κεφάλαια με μορφή είτε μαθηματικού αποθέματος είτε λογαριασμού συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ανήκουν στους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή, τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων ως και τα δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων, των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά τον χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, εξασφαλίζονται ως εξής: α) Στην περίπτωση ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση ή σε ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ταμείο, τα σχετικά κεφάλαια τα οποία συγκεντρώνονται στην ασφαλιστική επιχείρηση ή στο ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ταμείο, εκκαθαρίζονται από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση ή το ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ταμείο είτε με βάση το μαθηματικό απόθεμα, όταν πρόκειται για εγγυημένα ομαδικά προγράμματα {εγγυημένο τεχνικό (προεξοφλητικό) επιτόκιο, εγγυημένη παροχή}, είτε με βάση την συσσωρευμένη καθαρή εισφορά (περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη εισφορά) , είτε με βάση την δεδουλευμένη παροχή (ACCRUED BENEFIT) ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (PROJECT BENEFIT) (περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη παροχή), β) Στην περίπτωση λογαριασμού που λειτουργεί στο πλαίσιο της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, τα σχετικό κεφάλαια εκκαθαρίζονται από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους, είτε με βάση την συσσωρευμένη καθαρή εισφορά (περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη εισφορά), είτε με βάση την δεδουλευμένη παροχή ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη παροχή). Δ) Εφόσον στην επιχείρηση δεν υπάρχουν συμβούλια εργαζομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 1767/88, στις διαβουλεύσεις, στην εκκαθάριση και στη διανομή συμμετέχει τριμελής επιτροπή που εκλέγεται από τους εργαζόμενους με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία, σε συνέλευση που συγκαλείται από τη συνδικαλιστική οργάνωση που έχει τα περισσότερα μέλη στην επιχείρηση. Ε) Αντιρρήσεις κατά του πίνακα διανομής εκδικάζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. ΣΤ) Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων περιλαμβανομένων και των εργαζομένων που η σχέση εργασίας τους λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, (παροχές επιζώντων) δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπόψη κατά την διαδικασία διανομής των υποπαραγράφων Γ, Δ και Ε ως ανωτέρω». Από τις τελευταίες διατάξεις του π.δ. 178/2002 προκύπτει ότι σε περίπτωση προγράμματος ομαδικής ασφάλισης σε ασφαλιστική επιχείρηση, με καθορισμένη παροχή, τη συνέχιση του οποίου αρνείται ο νέος εργοδότης τα σχετικά κεφάλαια, εκκαθαρίζονται με συμφωνία μεταβιβάζοντα και εκπροσώπων των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση με τον τρόπο που προβλέπεται στην ασφαλιστική σύμβαση είτε ρητά, είτε με ερμηνεία αυτής σύμφωνα με τις αρχές των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή είτε με βάση την δεδουλευμένη παροχή, είτε με βάση την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (ΑΠ 603/2017, 604/2017, ο.π.). Σε περίπτωση δε, που μεταβιβάζεται ολόκληρη η επιχείρηση, ο μεταβιβάσας εργοδότης πρέπει να εκκαθαρίσει την ασφαλιστική σύμβαση ως προς το σύνολο του προσωπικού, ενώ εάν μεταβιβάζεται ένα τμήμα ή μια δραστηριότητα μόνο της επιχείρησης, ο μεταβιβάζων οφείλει να εκκαθαρίσει την ασφαλιστική σύμβαση μόνο ως προς το προσωπικό που μεταβιβάστηκε, δηλαδή το προσωπικό που ανήκε στο μεταβιβασθέν τμήμα ή δραστηριότητα. Τούτο προκύπτει με σαφήνεια από τη διάταξη του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει ενεργή κατά το χρόνο της μεταβίβασης σύμβαση εργασίας, ενώ δεν επέρχεται μεταβίβαση δικαιωμάτων από εργασιακή σχέση, όταν αυτή είχε λήξει με καταγγελία από τον μεταβιβάζοντα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πριν από τη μεταβίβαση (ΑΠ 2089/2007, ΕφΑΘ 6363/2007, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοη τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (ΟλΑΠ 15/2003 ΕλΔνη 44. 937, ΑΠ 969/2011, ΑΠ 822/2011 δημ. στην Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»),τις με αριθμούς ..., ..., ..., .../18-1-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των μαρτύρων της εναγομένης, ..., ... και ..., που λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (υπ’ αριθμ. … και …/13-1-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους των εναγόντων, .. και ..., καθώς και από όσα άμεσα ή έμμεσα συνομολογούν οι διάδικοι (άρθρα 261 εδαφ. β1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 αριθ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όλοι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «... INTERNATIONAL p.l.c.», που έδρευε στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου και ήταν νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διατηρώντας υποκατάστημα στην Αθήνα, προκειμένου να προσφέρουν σε αυτή τις υπηρεσίες τους ως τραπεζικοί υπάλληλοι. Η ανωτέρω εταιρία, κατάρτισε στις 6-11-2002 με την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «... Life Insurance Company» και ήδη «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ», που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, το με αριθμό ... «Ομαδικό Ασφαλιστήριο Διαχειρίσεως Κεφαλαίου Συνταξιοδοτικών Παροχών» μετά των παραρτημάτων του, στα οποία περιλαμβάνεται και το Παράρτημα ΙΙΙ, με τον τίτλο «Κανόνες του Ομαδικού Συνταξιοδοτικού Προγράμματος», το οποίο ήταν πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών υπέρ του προσωπικού της, με ημερομηνία έναρξης την 1-11-2002 και αόριστη διάρκεια ισχύος, όχι όμως μικρότερη των 10 ετών. Από την 1-1-2016, υπεισήλθε στη θέση της εταιρίας «... INTERNATIONAL p.l.c.», ως οιονεί καθολική διάδοχος αυτής, η εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «... EUROPE PUBLIC LIMITED COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διατηρώντας υποκατάστημα στην Αθήνα, στα πλαίσια διασυνοριακής συγχώνευσης των δύο εταιριών, με απορρόφηση της πρώτης εταιρίας από τη δεύτερη, που εγκρίθηκε με την από 17-11-2015 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας. Έτσι, η εναγομένη εταιρία, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εταιρίας «... INTERNATIONAL p.l.c.», που απορρέουν από την παραπάνω σύμβαση. Η δικαιοπάροχος της εναγομένης, ως αντισυμβαλλόμενη στη σύμβαση αυτή, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην ασφαλιστική εταιρία τα αναλογούντα ασφάλιστρα, τα οποία κάλυπτε εξ ολοκλήρου η ίδια. Επίσης, με ρητούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προβλέπονταν ότι η δικαιοπάροχος της εναγομένης δικαιούνταν να τροποποιεί ή να αναστέλλει, ολικά ή μερικά, οποιουσδήποτε όρους και διατάξεις του Προγράμματος, καθώς επίσης να μεταβάλλει, μειώνει, τροποποιεί ή καταγγέλλει, οποιεσδήποτε ή και όλες τις παροχές που απορρέουν από το Πρόγραμμα, με μόνο περιορισμό, ότι οι τροποποιήσεις, περιορισμοί, μειώσεις και ακυρώσεις, δεν θα είχαν ως συνέπεια τη μείωση του τύπου του Προγράμματος και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων που συμμετείχαν, που θα απέρρεαν από την υπηρεσία τους, μέχρι την ημερομηνία της τροποποίησης, ή μεταβολής, ή περιορισμού, ή μείωσης ή ακύρωσης (Παράρτημα III, Μέρος VI, άρθρο 2). Επίσης προβλέπονταν ότι το ασφαλιστήριο μπορεί να τροποποιηθεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή και ως προς οποιεσδήποτε διατάξεις του, κατόπιν γραπτής συμφωνίας μεταξύ της δικαιοπαρόχου της εναγομένης και της ασφαλιστικής εταιρίας, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων (Κεφάλαιο II, άρθρο 3). Η επιφύλαξη υπέρ της δικαιοπαρόχου της εναγομένης του δικαιώματος καταγγελίας, διακοπής, αναστολής ή τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης στο σύνολο ή σε μέρος αυτής, καθώς και μεταβολής, μείωσης ή κατάργησης ορισμένων ή όλων των παροχών που απορρέουν από το Πρόγραμμα, με μόνο περιορισμό ότι οι τροποποιήσεις, ακυρώσεις, ή μειώσεις, δεν θα επηρεάζουν τα ήδη θεμελιωμένα δικαιώματα των εργαζόμενων, είχε ως συνέπεια να παρεμποδίσει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας σε βάρος της. Εξάλλου, δεν θεμελιώνεται υποχρέωση της δικαιοπαρόχου της εναγομένης για την ομαδική ασφάλιση του προσωπικού της, ούτε από το νόμο, συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση, ή τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων σε αυτή. Επομένως, εφόσον η ομαδική ασφάλιση των εργαζόμενων της δικαιοπαρόχου της εναγομένης δεν έγινε από νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση, ούτε με πρόθεση που εκδηλώθηκε και από τα δύο μέρη (εργοδότη και εργαζόμενο) να αποτελέσει η ασφάλιση, αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, δεν είχε μισθολογικό χαρακτήρα. Αντίθετα, ήταν γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και συνιστούσε οικειοθελή παροχή, δηλαδή πρόσθετη παροχή από ελευθεριότητα της δικαιοπαρόχου της εναγομένης υπέρ του προσωπικού της, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε τα ίδια ως προς το χαρακτηρισμό του προγράμματος ασφάλισης, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον αγωγικό ισχυρισμό τους, περί του ότι το ασφαλιστικό πρόγραμμα αποτελούσε συμβατική παροχή και ήταν μη ανακλητό για τα μέλη του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, σύμφωνα με τους όρους του Ομαδικού Συνταξιοδοτικού Προγράμματος, οι οποίοι γνωστοποιούνταν από τη δικαιοπάροχο της εναγομένης προς τους εργαζόμενους, συνεπώς και στους ενάγοντες, δικαίωμα συμμετοχής στο Πρόγραμμα είχαν οι υπάλληλοι της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας που προσλήφθηκαν μέχρι την 31-12-2007, μετά τη συμπλήρωση έξι μηνών συνεχούς υπηρεσίας (Παράρτημα III, Μέρος II, άρθρο 1, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. .../19-12-2007 Πρόσθετη Πράξη). Σύμφωνα με τον όρο του άρθρου 1 Μέρος ΙΙΙ Παράρτημα III του Προγράμματος, «κάθε μέλος του οποίου η απασχόληση λήγει για οποιονδήποτε λόγο είτε μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των 60 χρόνων ή κατά τον χρόνο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα (ΙΚΑ), θα λάβει από την ημερομηνία αυτή ετήσια παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης ...», με τον ειδικότερο τρόπο υπολογισμού που παρατίθεται στη διάταξη. Σύμφωνα δε με τον όρο του άρθρου 4 Μέρος III Παράρτημα III του Προγράμματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. .../1-6-2012 Πρόσθετη Πράξη, «κάθε μέλος του Προγράμματος το οποίο αποχωρεί από την υπηρεσία του εργοδότη μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα (50) λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, θα ξεκινήσει να λαμβάνει άμεσα την Παροχή Πρόωρης Συνταξιοδότησης σύμφωνα με τα κατά περίπτωση οριζόμενα στα άρθρα 1, 2, 3 του παρόντος Μέρους και άρθρο 11 στο Μέρος VI. Την Παροχή Πρόωρης Συνταξιοδότησης δικαιούται επίσης να ξεκινήσει άμεσα να λαμβάνει και κάθε μέλος του Προγράμματος το οποίο αποχωρεί από την υπηρεσία του εργοδότη οικειοθελώς, έχοντας συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα (50), εφόσον ο εργοδότης συναινεί στην άμεση καταβολή της παροχής». Επίσης, στο Πρόγραμμα προβλέπονταν Παροχή ολικής ανικανότητας λόγω ολικής αναπηρίας (Παράρτημα III Μέρος III άρθρο 5), Παροχή μερικής ανικανότητας (Παράρτημα III Μέρος III άρθρο 6) και Παροχές λόγω θανάτου (Παράρτημα III Μέρος IV άρθρο 1). Προβλέπονταν επίσης, στο άρθρο 1 Μέρος V Παράρτημα III, ότι εάν η υπηρεσία του εργαζόμενου λήξει για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου, πριν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις του Προγράμματος για καταβολή οποιασδήποτε από τις παροχές του, τότε ο εργαζόμενος δεν θα έχει δικαίωμα να λάβει οποιαδήποτε παροχή του Προγράμματος, εκτός εκείνης που περιγράφεται στο άρθρο 2 του Μέρους V. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. α'και β' Μέρους V του Παραρτήματος III, όπως αυτό συμπληρώθηκε με τις υπ’ αριθμ. .../1-6-2012 και .../4-7-2013 Πρόσθετες Πράξεις: «α. Σε περίπτωση αποχώρησης μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου και πριν την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που περιγράφονται στο παρόν Πρόγραμμα για την απόκτηση δικαιώματος σε οποιαδήποτε παροχή και με την προϋπόθεση ότι το μέλος έχει συμπληρώσει δέκα (10) έτη συνολικής υπηρεσίας σύμφωνα με το Μέρος II, θα λαμβάνει κατόπιν αιτήσεώς του, όπως περιγράφεται στο άρθρο 3 του παρόντος Μέρους, την Παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης που θα αρχίσει να του καταβάλλεται την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την Ημερομηνία Κανονικής Συνταξιοδότησης. Διευκρινίζεται ότι προϋπόθεση για την καταβολή παροχής πριν την ηλικία των εξήντα (60) αποτελεί η καταβολή σύνταξης λόγω γήρατος από τον Κρατικό Κύριο Ασφαλιστικό Φορέα (ΙΚΑ). Η ανωτέρω παροχή υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 3 του Μέρους III, βάσει δεδομένων (Μέσος Μισθός, Συνολική Υπηρεσία κλπ.) που ισχύουν κατά το χρόνο της αποχώρησης του μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη, β. Η ανωτέρω παροχή η οποία προϋποθέτει δέκα χρόνια συνολικής υπηρεσίας του συμμετέχοντος στον εργοδότη έχει ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος την 1η Ιανουάριου 1990 και αφορά κάθε συμμετέχοντα που κατά την ημερομηνία αυτή και εντεύθεν ήταν μέλος του Προγράμματος». Έτσι, το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνονταν στο ανωτέρω ομαδικό ασφαλιστήριο, συνιστούσε πρόγραμμα καθορισμένης παροχής (defined benefït), καθώς η καταβλητέα συνταξιοδοτική παροχή ήταν εξαρχής καθορισμένη, ως συνάρτηση του μισθού και της συνολικής υπηρεσίας του εργαζόμενου. Στα προγράμματα αυτά (καθορισμένης παροχής), ο εργοδότης υπόσχεται να καταβάλει προς τους εργαζόμενους, με την πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, καθορισμένες παροχές (εφάπαξ παροχή ή σύνταξη), παραμένοντας υπόχρεος στην καταβολή τους, ανεξάρτητα από την εξέλιξη του προγράμματος, αναλαμβάνοντας τον οικονομικό κίνδυνο. Αντιδιαστέλλονται δε από τα προγράμματα καθορισμένης εισφοράς (defined contribution), στα οποία ο εργοδότης υπόσχεται να καταβάλει μόνο την καθορισμένη εισφορά, δηλαδή καθορισμένο ποσό εισφοράς, είτε ως σταθερό ποσό είτε ως ποσοστό επί του μισθού και στο οποίο η παροχή προς τον εργαζόμενο, είτε εφάπαξ είτε με τη μορφή μηνιαίας σύνταξης, με την πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης δεν είναι προκαθορισμένη, αλλά θα προκύπτει από το σωρευμένο ποσό των εισφορών και το προϊόν της επένδυσης των εισφορών (Φράγκος/ Γιαννακόπουλος/ Βρόντος, Τα Μαθηματικά και Οικονομικά της Σύνταξης, εκδ. 2011, σελ. 69 επ.). Αποδείχθηκε επίσης, ότι την 1-10-2014, η δικαιοπάροχος της εναγομένης μεταβίβασε προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», εκ του συνόλου της δραστηριότητάς της στην Ελλάδα, τον κλάδο της Λιανικής Τραπεζικής και έπαυσε από το χρονικό αυτό σημείο (1-10-2014) να ασκεί τις τραπεζικές εργασίες του κλάδου που μεταβιβάστηκε, ενώ διατήρησε τον κλάδο της Εταιρικής Τραπεζικής. Ο παραπάνω κλάδος της Λιανικής Τραπεζικής της δικαιοπαρόχου της εναγομένης αποτελεί οικονομική οντότητα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β' του π.δ. 178/2002, η οποία διατήρησε την ταυτότητά της και μετά τη μεταβίβαση στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ». Σύμφωνα δε με όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του π.δ. 178/2002, συνεπεία της παραπάνω μεταβίβασης, από το σύνολο του προσωπικού της δικαιοπαρόχου της εναγομένης, αναλήφθησαν από τη διάδοχο εργοδότρια «... ΤΡΑΠΕΖΑ», όσοι εκ των εργαζομένων της υπηρετούσαν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, στον κλάδο που μεταβιβάστηκε. Από την παραπάνω ημερομηνία, οι υπάλληλοι αυτοί έπαυσαν να έχουν εργοδότη τη δικαιοπάροχο της εναγομένης και είναι έκτοτε εργαζόμενοι της τραπεζικής εταιρίας «... ΤΡΑΠΕΖΑ». Μεταξύ των υπαλλήλων των οποίων οι συμβάσεις εργασίας μεταβιβάστηκαν στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ», περιλαμβάνονται οι 1η μέχρι και 18805 των εναγόντων, οι οποίοι, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχαν ενεργή σύμβαση εργασίας με τη δικαιοπάροχο της εναγομένης. Αντίθετα, οι συμβάσεις εργασίας των 189ου μέχρι και 211ης των εναγόντων με την εναγομένη είχαν ήδη λυθεί, σε προγενέστερο της μεταβίβασης χρόνο. Η διάδοχος εργοδότης (... ΤΡΑΠΕΖΑ), ασκώντας το εκ του’άρθρου 4 παρ. 3 περ. Γ' του π.δ. 178/2002 δικαίωμά της, επέλεξε να μην συνεχίσει το ομαδικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα και για το λόγο αυτό το Πρόγραμμα εκκαθαρίστηκε από την δικαιοπάροχο της εναγομένης, ως προς το μεταφερόμενο προσωπικό. Αντίθετα, για τα ενεργά μέλη του Προγράμματος, που συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη, για τους πρώην εργαζομένους της, οι οποίοι είχαν ήδη κατοχυρώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης και για τους ήδη συνταξιούχους, το Πρόγραμμα δεν εκκαθαρίστηκε, αλλά αντίθετα, εξακολούθησε να ισχύει. Το γεγονός ότι στην εκκαθάριση και διανομή του Προγράμματος ως προς το μεταφερόμενο προσωπικό, δεν συμμετείχαν εκπρόσωποι των εργαζομένων, δεν επηρεάζει το κύρος της εκκαθάρισης, καθώς η μη συμμετοχή αυτών δεν συνιστά λόγο ακυρότητας της εκκαθάρισης (ΑΠ 1082/2010 ΔΕΝ 2011. 1188). Όσον αφορά στους 1η μέχρι και 89° των εναγόντων, κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν είχαν συμπληρώσει 10ετή υπηρεσία στην εναγομένη τράπεζα και επομένως δεν είχαν κατά το νόμο και την επίδικη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης, ούτε πλήρες δικαίωμα, ούτε προσδοκία δικαιώματος λήψης της παροχής συνταξιοδότησης. Τούτο διότι, στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης που συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΠ 162/2017, ΑΠ 1895/2008, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), το δικαίωμα του εργαζόμενου ως τρίτου προσπορίζεται σε αυτόν κατά την έκταση, το περιεχόμενο και κατά τις λοιπές χρονικές και άλλες προϋποθέσεις που προέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι σε αυτή (σύμβαση), ιδίως δε όταν η σύμβαση είναι οικειοθελής παροχή του εργοδότη, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα που αποκτά ή προσδοκά να αποκτήσει ο τρίτος (εργαζόμενος) προσδιορίζεται στη σύμβαση ασφάλισης και κατά συνέπεια, ο υπολογισμός της συνταξιοδοτικής παροχής εξαρτάται αποκλειστικά από τις παραμέτρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που τέθηκαν από την εναγομένη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (ΕφΑΘ 179/2013 αδημ.). Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002, δεν δημιουργούνται υπέρ των εργαζομένων κεκτημένα δικαιώματα, ή δικαιώματα προσδοκίας, πέραν εκείνων που αναγνωρίζει και προβλέπει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνάγεται από την επίδικη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης και ιδίως από τις ανωτέρω εκτιθέμενες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Μέρους V του Παραρτήματος III, προϋπόθεση και αναγκαίος όρος για τη λήψη οποιοσδήποτε παροχής από το ασφαλιστήριο, είναι να πληρεί ο εργαζόμενος τις προϋποθέσεις αυτού. Αν η σχέση εργασίας του εργαζόμενου λήξει πριν αυτός συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη κάποιας εκ των προβλεπόμενων από το ασφαλιστήριο παροχών, τότε το μέλος ουδεμία παροχή λαμβάνει. Κατ’ εξαίρεση μόνο, όταν διακόπτεται η σχέση εργασίας για οποιονδήποτε λόγο πλην θανάτου, χωρίς να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δικαιούται να λάβει κατόπιν αίτησής του τη συνταξιοδοτική παροχή, εφόσον όμως έχει συμπληρώσει 10 έτη συνολικής υπηρεσίας στην εναγομένη. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον στα πλαίσια της μεταβίβασης του κλάδου της εναγομένης, στον οποίο εργάζονταν οι 1η έως και 89ος των εναγόντων, λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους με την προηγούμενη εργοδότρια - εναγομένη, χωρίς αυτοί (ενάγοντες) να έχουν συμπληρώσει 10ετή υπηρεσία, δεν είναι δυνατή η καταβολή οποιασδήποτε παροχής εκ του ασφαλιστήριου συμβολαίου, καθώς δεν γεννάται δικαίωμα για συνταξιοδοτική παροχή, ούτε προσδοκία δικαιώματος να λάβουν τη συνταξιοδοτική παροχή με τη συμπλήρωση του 60°'’ έτους της ηλικίας τους, ή όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης από τον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα. Το παραπάνω δικαίωμα προσδοκίας, έχει μόνο ο αποχωρήσας από την υπηρεσία εργαζόμενος, ο οποίος όμως έχει συμπληρώσει 10 έτη συνολικής υπηρεσίας στην εναγομένη τράπεζα. Τα μέλη του Προγράμματος που, με βάση τους όρους αυτού, βρίσκονται σε αναμονή για τη δημιουργία προσδοκίας, δηλαδή δεν έχουν συμπληρώσει ακόμα τη δεκαετή υπηρεσία ως περίοδο αναμονής για να αποκτήσουν δικαίωμα προσδοκίας, δεν δικαιούνται συνταξιοδοτικής παροχής και ως εκ τούτου δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία εκκαθάρισης και διανομής του συνταξίόδοτικού προγράμματος, κατ’ άρθρο 4 του π.δ. 178/2002. Οι ισχυρισμοί δε των εναγόντων, ότι οι 1η έως και 89ος εξ αυτών, έπρεπε να συμμετάσχουν στην εκκαθάριση και διανομή του κεφαλαίου του Προγράμματος, αφενός μεν διότι με βάση τους όρους αυτού είχαν γεννημένο δικαίωμα προσδοκίας, αφετέρου δε, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002, τα σχετικά κεφάλαια του Προγράμματος ανήκουν σε όλους τους εργαζόμενους, χωρίς διακρίσεις σε σχέση με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως προς τους 1η έως και 89° των εναγόντων ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των δεύτερου, τρίτου, πέμπτου και του πρόσθετου λόγου έφεσης, με τους οποίους οι ενάγοντες επαναφέρουν τους παραπάνω αγωγικούς ισχυρισμούς τους. Περαιτέρω, σε σχέση με τους 90° μέχρι και 188° των εναγόντων, των οποίων οι εργασιακές σχέσεις αναλήφθηκαν από τη διάδοχο εργοδότρια «... ΤΡΑΠΕΖΑ» και είχαν συμπληρώσει κατά το χρόνο της μεταβίβασης 10ετή υπηρεσία στην δικαιοπάροχο της εναγομένης, η τελευταία εκκαθάρισε τα κεφάλαια από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και ακολούθως η ασφαλιστική εταιρία, κατ’ εντολή της εναγομένης, διένειμε σε αυτούς το προϊόν της εκκαθάρισης. Ειδικότερα, καταβλήθηκαν στους ενάγοντες: Στον 90ο το ποσό των 145.832,91 ευρώ, στην 91η το ποσό των 69.221,95 ευρώ, στην 92η το ποσό των 74.407,97 ευρώ, στον 93ο το ποσό των 170.493,44 ευρώ, στην 94η το ποσό των 75.436,49 ευρώ, στην 95η το ποσό των 33.119,58 ευρώ, στην 96η το ποσό των 49.885,17 ευρώ, στην 97η το ποσό των 70.480,84 ευρώ, στον 98ο το ποσό των 80.516,54 ευρώ, στην 99η το ποσό των 190.700,33 ευρώ, στην 100η το ποσό των 405.806,75 ευρώ, στον 101ο το ποσό των 86.432,09 ευρώ, στην 102η το ποσό των 58.110,57 ευρώ, στην 103η το ποσό των 36.804,62 ευρώ, στην 104η το ποσό των 44.677,69 ευρώ, στην 105η το ποσό των 65.092,07 ευρώ, στον 106ο το ποσό των 52.924,02 ευρώ, στην 107η το ποσό των 67.852,97 ευρώ, στην 108η το ποσό των 51.287,65 ευρώ, στον 109ο το ποσό των 197.137,01 ευρώ, στην 110η το ποσό των 66.321,90 ευρώ, στην 111η το ποσό των 58.433,62 ευρώ, στην 112η το ποσό των 59.998,23 ευρώ, στην 113η το ποσό των 85.455 ευρώ, στην 114η το ποσό των 71.458,24 ευρώ, στην 115η το ποσό των 55.215,88 ευρώ, στην 116η το ποσό των 87.977,58 ευρώ, στην 117η το ποσό των 53.969,41 ευρώ, στον 118ο το ποσό των 100.456,98 ευρώ, στον 119ο το ποσό των 225.803,25 ευρώ, στην 120η το ποσό των 233.377,11 ευρώ, στον 121ο το ποσό των 62.811,79 ευρώ, στην 122η το ποσό των 84.777,47 ευρώ, στην 123η το ποσό των 63.290,10 ευρώ, στην 124η το ποσό των 89.547,41 ευρώ, στον 125ο το ποσό των 48.452,24 ευρώ, στην 126η το ποσό των 48.941,65 ευρώ, στην 127η το ποσό των 45.105,39 ευρώ, στην 128ητο ποσό των 58.896,40 ευρώ, στην 129η το ποσό των 87.362,83 ευρώ, στον 130ο το ποσό των 48.685,12 ευρώ, στην 131η το ποσό των 116.958,01 ευρώ, στην 132η το ποσό των 40.985,02 ευρώ, στον 133ο το ποσό των 54.693,98 ευρώ, στον 134ο το ποσό των 101.449,55 ευρώ, στον 135ο το ποσό των 323.662,71 ευρώ, στην 136η το ποσό των 170.386,14 ευρώ, στην 137η το ποσό των 83.774,16 ευρώ, στην 138η το ποσό των 200.204,41 ευρώ, στην 139η το ποσό των 58.272 ευρώ, στην 140η το ποσό των 214.966,50 ευρώ, στην 141η το ποσό των 168.347,43 ευρώ, στην 142η το ποσό των 81.586,54 ευρώ, στον 143οτο ποσό των 83.059,27 ευρώ, στον 144ο το ποσό των 247.213,12 ευρώ, στην 145η το ποσό των 132.100,60 ευρώ , στην 146η το ποσό των 49.232,88 ευρώ, στον 147ο το ποσό των 37.029,10 ευρώ, στην 148η το ποσό των 52.592,50 ευρώ, στην 149η το ποσό των 52.210,23 ευρώ, στην 150η το ποσό των 76.119,95 ευρώ, στην 151η το ποσό των 101.094,03 ευρώ, στον 152ο το ποσό των 41.586,52 ευρώ, στην 153η το ποσό των 42.025,71 ευρώ, στον 154ο το ποσό των 96.465,60 ευρώ, στην 155η το ποσό των 352.844,70 ευρώ, στον 156ο το ποσό των 35.401,39 ευρώ, στην 157η το ποσό των 109.707,75 ευρώ, στην 158η το ποσό των 286.418,79 ευρώ, στην 159η το ποσό των 79.255,96 ευρώ, στην 160η το ποσό των 158.648,11 ευρώ, στην 161η το ποσό των 95.997 ευρώ, στην 162η το ποσό των 92.265,86 ευρώ, στην 163η το ποσό των 74.495,76 ευρώ, στην 164η το ποσό των 70.216,26 ευρώ, στην 165η το ποσό των 85.975,89 ευρώ, στην 166η το ποσό των 65.421,33 ευρώ, στην 167η το ποσό των 60.513,92 ευρώ, στον 168ο το ποσό των 217.837,91 ευρώ, στην 169η το ποσό των 97.282,39 ευρώ, στον 170ο το ποσό των 59.677 ευρώ, στην 171η το ποσό των 92.624,98 ευρώ, στον 172ο το ποσό των 110.023,88 ευρώ, στην 173η το ποσό των 80.156,60 ευρώ, στην 174η το ποσό των 116.516,07 ευρώ, στην 175η το ποσό των 87.747,86 ευρώ, στην 176η το ποσό των 40.549,28 ευρώ, στην 177η το ποσό των 43.821,90 ευρώ, στην 178η το ποσό των 47.978,25 ευρώ, στην 179η το ποσό των 43.300,72 ευρώ,στην180η το ποσό των 81.719,57 ευρώ, στην 181η το ποσό των 30.966,43 ευρώ, στην182η το ποσό των 96.325,21 ευρώ, στην 183η το ποσό των 101.137,80 ευρώ, στην 184η το ποσό των 74.782,85 ευρώ, στην 185η το ποσό των 30.105,42 ευρώ, στην 186η το ποσό των 247.100,71 ευρώ, στην 187η το ποσό των 70.219,60 ευρώ και στον 188° το ποσό των 182.836,63 ευρώ. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά αποτελούν την προβλεπόμενη από την ασφαλιστική σύμβαση εφάπαξ παροχή που αναλογεί σε καθένα εκ των εναγόντων. Εφόσον δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η παροχή αυτή της δικαιοπαρόχου της εναγομένης προς τους ενάγοντες είναι οικειοθελής, ο προσδιορισμός της εξαρτάται αποκλειστικά από τις παραμέτρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που εκείνη έθεσε στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ο υπολογισμός της παροχής που διανεμήθηκε στους παραπάνω ενάγοντες, έγινε με βάση την προβλεπόμενη, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 περ. Γ' στ. β' του π.δ. 178/2002 μέθοδο της «δεδουλευμένης παροχής» (ACCRUED BENEFIT), για προγράμματα καθορισμένης παροχής, αφού λήφθηκε υπόψη ο μέσος όρος του μισθού του μεταφερόμενου εργαζόμενου κατά τους τελευταίους 24 μήνες προ της μεταβιβάσεως και η συμπληρωμένη υπηρεσία κατά το χρόνο μεταβίβασης, ενώ έγινε χρήση τεχνικού επιτοκίου προεξόφλησης 3,35%. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, το άρθρο 2 παρ. α' και β' Μέρους V του Παραρτήματος III, όπως αυτό συμπληρώθηκε με τις υπ’ αριθμ. 8/428/11-6-2012 και 13/641/4-7-2013 Πρόσθετες Πράξεις ορίζει ότι: « α. Σε περίπτωση αποχώρησης μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου θα λαμβάνει... την Παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης ...
Η ανωτέρω παροχή υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 3 του Μέρους III, βάσει δεδομένων (Μέσος Μισθός, Συνολική Υπηρεσία κλπ.) που ισχύουν κατά το χρόνο της αποχώρησης του μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη». Ομοίως, στο άρθρο 4 αρ. 3 περίπτωση 2 Κεφάλαιο V προβλέπεται σε περίπτωση εκκαθάρισης κεφαλαίου λόγω καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης ότι «για τον υπολογισμό της παροχής χρησιμοποιούνται τα αναγκαία δεδομένα που ισχύουν κατά τον χρόνο της καταγγελίας...», ενώ στο Παράρτημα ΙΙΙ Μέρος I «ΟΡΙΣΜΟΙ», προβλέπεται ότι ο όρος «‘μέσος μισθός’, σημαίνει το μέσο όρο του μισθού που καταβλήθηκε στο μέλος κατά τους τελευταίους 24 μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας συνταξιοδότησής του ή της διακοπής της απασχόλησής του ...». Επομένως, κατά την ασφαλιστική σύμβαση, κρίσιμα δεδομένα για τον υπολογισμό της παροχής, τα οποία και έλαβε πράγματι υπόψη της η δικαιοπάροχος της εναγομένης κατά την εκκαθάριση, είναι ο μέσος όρος του μισθού κατά τους τελευταίους 24 μήνες που προηγούνται της λύσης της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου και η συνολική υπηρεσία του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρονικό σημείο μεταβίβασης της δραστηριότητας της εναγομένης στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ», οπότε και λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας των παραπάνω εναγόντων με τη δικαιοπάροχο της εναγομένης. Αντίθετα, με βάση όλους τους παραπάνω αναγραφόμενους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ο υποθετικός μελλοντικός μέσος μισθός και η αναγόμενη στο μελλοντικό χρονικό σημείο της συμπλήρωσης του 60°" έτους της ηλικίας υπηρεσία του εργαζόμενου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι παραπάνω ενάγοντες. Περαιτέρω, σε σχέση με το τεχνικό επιτόκιο προεξόφλησης, στο άρθρο 4 αριθμός 2 περ. γ' Κεφάλαιο V, ρητώς προβλέπεται: «ως τεχνικό επιτόκιο: το εκάστοτε ανώτατο προβλεπόμενο από τη σχετική νομοθεσία περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το οποίο σήμερα, κατά τη στιγμή εκδόσεως του συμβολαίου, ορίζεται στο 3,35%, στο πλαίσιο της Υπουργικής Απόφασης Κ3/9124/2001». Επίσης, στο Παράρτημα IV με τίτλο «ΤΕΧΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΙΣΟΔΥΝΑΜΩΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΩΝ», το τεχνικό επιτόκιο ορίζεται σε 3,35%. Σημειώνεται δε, ότι η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση ίσχυε μέχρι την 1-1-2016, οπότε και καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 278 παρ. 4 εδ. στ' του ν. 4364/2016. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί του ότι κατά τον υπολογισμό της παροχής σε καθένα εξ αυτών, έπρεπε το τεχνικό επιτόκιο να οριστεί σε 2%, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόντων, ότι η εναγόμενη εσφαλμένα προέβη σε εκκαθάριση και διανομή των κεφαλαίων με βάση τη «δεδουλευμένη παροχή» (ACCRUED BENEFIT), ενώ έπρεπε αυτή να γίνει με βάση την «παρούσα αξία μελλοντικής παροχής» (PROJECT BENEFIT), η οποία προκρίνεται από τις διατάξεις του π.δ. 178/2002 και είναι ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους, πρέπει να απορριφθεί επίσης ως αβάσιμος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 περ. Γ β' του π.δ. 178/2002, προκύπτει ότι σε περίπτωση προγράμματος με καθορισμένη παροχή, που λειτουργεί στο πλαίσιο της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, όπως ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, τα σχετικά κεφάλαια εκκαθαρίζονται με βάση τη δεδουλευμένη παροχή ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής. Επομένως, δεν υφίσταται υποχρέωση για τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου να ενεργήσουν την εκκαθάριση με τη μία ή την άλλη μέθοδο, αλλά αντίθετα υπάρχει ελευθερία επιλογής αυτής. Εφόσον δε, από τη σύμβαση ασφάλισης δεν προκύπτει ποια μέθοδο επέλεξαν οι συμβαλλόμενοι, τότε το σχετικό κενό θα πληρωθεί με ερμηνεία της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να εξευρεθεί η πραγματική βούληση των συμβαλλόμενων, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Στην προκειμένη περίπτωση, στο ένδικο Ομαδικό Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα, που, όπως προεκτέθηκε, είναι πρόγραμμα με καθορισμένη παροχή, δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τρόπος εκκαθάρισης των κεφαλαίων του και κατά συνέπεια πρέπει το κενό αυτό να πληρωθεί με την ερμηνεία της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Σύμφωνα δε, με τους παραπάνω αναγραφόμενους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, προβλέπεται ο υπολογισμός της ασφαλιστικής παροχής με βάση, αφενός μεν τον πραγματικό μισθό του εργαζόμενου κατά το χρονικό σημείο λύσης της σύμβασης εργασίας του και όχι με βάση τον υποθετικό μισθό που θα λάμβανε ο εργαζόμενος σε απώτερο μελλοντικό χρονικό σημείο, αφετέρου δε, με βάση τη συμπληρωμένη συνολική υπηρεσία του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας και όχι με βάση τη μελλοντική ή υποθετική υπηρεσία. Επιπλέον, η συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από την εργοδότρια εταιρία, χωρίς καμία συνεισφορά εκ μέρους των εργαζομένων στον σχηματισμό των κεφαλαίων και συνιστούσε, όπως προεκτέθηκε, οικείοθελή παροχή αυτής (εργοδότριας), που μπορούσε να ανακληθεί ελεύθερα και για το λόγο αυτό, η δικαιοπάροχος της εναγομένης διατήρησε το δικαίωμα να θέτει εύλογους κανόνες και παραδοχές για την εκκαθάριση του προγράμματος. Περαιτέρω, οι εργαζόμενοι που είχαν ήδη αποχωρήσει από την δικαιοπάροχο της εναγομένης πριν από την επίδικη μεταβίβαση, έχοντας συμπληρώσει 10ετή υπηρεσία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι 189η μέχρι και 211η των εναγόντων, έλαβαν από την εναγομένη βεβαιώσεις περί μελλοντικής καταβολής της συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία (παροχή) υπολογίστηκε με βάση τη «δεδουλευμένη παροχή», χωρίς κανείς εκ των ανωτέρω εναγόντων άλλος εργαζόμενος να διαμαρτυρηθεί ή να αμφισβητήσει την ορθότητα της εφαρμογής της συγκεκριμένης μεθόδου υπολογισμού. Επομένως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, η αληθινή βούληση των συμβαλλόμενων μερών ήταν να γίνει η εκκαθάριση με βάση τη «δεδουλευμένη παροχή», λαμβάνοντας υπόψη για τον υπολογισμό της, το μισθό και την πραγματική υπηρεσία κάθε εργαζόμενου κατά το χρόνο της μεταβίβασης και όχι κατά το χρόνο συμπλήρωσης της ηλικίας των 60 ετών ή των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Δημόσιο ασφαλιστικό φορέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως προς τους 90ο έως και 188° των εναγόντων ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των δεύτερου, έκτου, έβδομου και του πρόσθετου λόγου έφεσης, με τους οποίους οι ενάγοντες επαναφέρουν τους παραπάνω εκτιθέμενους αγωγικούς ισχυρισμούς τους. Εξάλλου, οι 189η μέχρι 211η των εναγόντων, όπως προεκτέθηκε, είχαν ήδη αποχωρήσει από την εναγομένη, πριν από την επίδικη μεταβίβαση (1-10-2014), έχοντας προηγουμένως συμπληρώσει 10ετή υπηρεσία. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, όταν μεταβιβάζεται τμήμα μόνο ή δραστηριότητα της επιχείρησης, τότε μεταβιβάζονται στον διάδοχο εργοδότη εκ του νόμου, μόνο οι εργασιακές σχέσεις των εργαζόμενων εκείνων που απασχολούνταν στο τμήμα ή δραστηριότητα που μεταβιβάστηκε. Κατά συνέπεια, η άρνηση του διαδόχου εργοδότη να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση του προκατόχου του, αφορά μόνο στους εργαζόμενους του τμήματος ή δραστηριότητας που ανέλαβε και ως προς αυτούς μόνο πρέπει να εκκαθαριστεί η ασφαλιστική σύμβαση με τον προηγούμενο εργοδότη, σύμφωνα με τους όρους του π.δ. 178/2002. Αντίθετα, ο μεταβιβάζων εργοδότης, έχει δικαίωμα να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση για τους εργαζόμενους που απασχολεί στα τμήματα της επιχείρησης που δεν μεταβιβάστηκαν, καθώς και για τους εργαζόμενους που είχαν αποχωρήσει προ της μεταβίβασης και λαμβάνουν ήδη τη συνταξιοδοτική παροχή, ή έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις να την λάβουν. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, η δικαιοπάροχος της εναγομένης νομίμως προέβη σε εκκαθάριση του ασφαλιστήριου συμβολαίου μόνο ως προς το αναληφθέν από τον διάδοχο εργοδότη προσωπικό. Αντίθετα, οι 189η μέχρι και 211η των εναγόντων, δεν αποτέλεσαν μέρος του αναληφθέντος προσωπικού από την «... ΤΡΑΠΕΖΑ», με συνέπεια να μην έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην εκκαθάριση και στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι διατάξεις του π.δ. 178/2002, καθώς για αυτούς το πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης συνεχίζεται, όπως και πριν τη μεταβίβαση και διατηρούν δικαίωμα προσδοκίας για να λάβουν συνταξιοδοτική παροχή, όταν συμπληρώσουν τις προβλεπόμενες από το Πρόγραμμα προϋποθέσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως προς τους 189° εως και 211η των εναγόντων ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των δεύτερου, έκτου, έβδομου και του πρόσθετου λόγου έφεσης, με τους οποίους οι ενάγοντες επαναφέρουν τους παραπάνω εκτιθέμενους αγωγικούς ισχυρισμούς τους. Περαιτέρω, με βάση τα ίδια πιο πάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, εφόσον η δικαιοπάροχος της εναγομένης εφάρμοσε ορθά ως προς όλους τους ενάγοντες, τόσο τις διατάξεις του π.δ. 178/2002, όσο και τους όρους του ασφαλιστικού προγράμματος, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς τις επικουρικές της βάσεις, οι οποίες θεμελιώνονταν, στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, στις διατάξεις περί εντολής, στις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων και στην ευθύνη της εκ της παραβιάσεως των όρων του Προγράμματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς τις παραπάνω επικουρικές της βάσεις, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των όγδοου και ένατου λόγων της έφεσης, με τους οποίους οι ενάγοντες παραπονούνται για την απόρριψη των επικουρικών βάσεων της αγωγής τους. Τέλος, εφόσον σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα, κρίθηκε από το παρόν Δικαστήριο ότι η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί, τόσο ως προς την κύρια, όσο και ως προς όλες τις επικουρικές βάσεις της και η εναγομένη δεν υποχρεούται να καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό στους ενάγοντες, παρέλκει η εξέταση του ενδέκατου λόγου της έφεσης, με την οποία οι ενάγοντες παραπονούνται επειδή με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημά τους για την επιδίκαση των αιτούμενων από αυτούς ποσών, νομιμοτόκως από τις 30-9-2014, άλλως, επικουρικά, από της επιδόσεως της αγωγής.
Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν και οι οποίοι αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1275/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2019 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ