ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕφΘεσ 1623/2020 Επιμέλεια ανήλικων τέκνων - Συναινετικό διαζύγιο - Δικαίωμα επικοινωνίας με γονέα

Αριθμός:
1623
Έτος:
2020
Δικαστήριο:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
17/08/2020
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
8192
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Τέκνα. Δικαίωμα επικοινωνίας με γονέα. Συναινετικό διαζύγιο. Συμφωνία συζύγων για την επιμέλεια των τέκνων (ουσιαστική προϋπόθεση του διαζυγίου). Ρύθμιση δικαιώματος επικοινωνίας. Αποκλεισμός λόγω καταχρηστικής άσκησης. Προσδιορισμός συμφέροντος τέκνου. Αρνητική διάθεση ανηλίκων απέναντι στο πατέρα λόγω της βίαιης συμπεριφοράς προς τη μητέρα. Ανάγκη της επικοινωνίας με τον πατέρα. Όροι ρύθμισης της επικοινωνίας με αυτόν.

Επιμέλεια Περίληψης:
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 1623/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Τμήμα ΣΤ'
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ερατώ Κολέση, Εφέτη, που ορίστηκε νόμιμα και από τη Γραμματέα, Χριστίνα Παραστατίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. Τ. του Ι., ΑΦΜ ..., κατοίκου Σερρών, οδός ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Γκολέμη, με Α.Μ. ... του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Α. Μ. του Κ., κατοίκου Σερρών (οδός ...), που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Τσερκέζη με Α.Μ. ... του Δ.Σ. Σερρών.
Η καθ’ ης η κλήση - ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών τη με αριθμ. καταθ. …./09.11.2015 αγωγή της, με αντικείμενο τον περιορισμό του ορισθέντος βάσει συμφωνίας της με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, εν διαστάσει, σύζυγό της, δικαιώματος επικοινωνίας του τελευταίου με τα ανήλικα τέκνα τους, των οποίων η ίδια ασκεί προσωρινά την επιμέλεια, δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, διότι αυτό απαιτεί το συμφέρον τους, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των διαφορών που αφορούν τη διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρο 681 Β’ ΚΠολΔ - ως ίσχυε προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής), η υπ’ αριθμ. 22/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την ανωτέρω απόφαση εξεκάλεσε στο παρόν Δικαστήριο ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την από 07.03.2018 και με αριθ. καταθέσεως .../14.03.2018 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ίδια διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1302/2019, προγενέστερη, μη οριστική απόφασή του, που δέχθηκε τυπικά την έφεση και κατά τα λοιπά ανέβαλλε την κατ’ ουσία κρίση της και διέταξε επανάληψη της συζήτησής της, προκειμένου να εμφανισθούν αυτοπροσώπως οι διάδικοι στο ακροατήριο, ώστε να τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και να επικοινωνήσει η δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου με τα προδιαλαμβανόμενα ανήλικα τέκνα των διαδίκων. Ήδη με την παρούσα, από 23.07.2019 και με αριθ. καταθέσεως .../2019 κλήση του εκκαλούντος, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η παραπάνω αναφερόμενη ημέρα συνεδριάσεως, επαναφέρεται για συζήτηση η προκειμένη υπόθεση, κατά την οποία οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως εκτίθεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η καθ’ ης η κλήση - ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την υπ’ αριθμ. καταθέσεως …./09.11.2015, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, αγωγή της σε βάρος του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ζητούσε τη μεταρρύθμιση της από 10.11.2014 έγγραφης συμφωνίας των διαδίκων, που επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 401/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, κατά το σκέλος που αφορά την επικοινωνία του εναγομένου πατέρα με τα τέκνα τους, Ε. και Ι. Τ., με σκοπό να περιορισθεί η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του μαζί τους, κατά τον ειδικότερα αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, επικαλούμενη ότι τούτο επιτάσσει το αληθινό τους συμφέρον. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 22/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν τη διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρο 681 Β’ ΚΠολΔ - ως ίσχυε προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής), έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή, και επέτρεψε στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, να επικοινωνεί με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του, ανά δεκαπενθήμερο, επί δύο ώρες, στον επαγγελματικό χώρο της ψυχολόγου Φ. Τ., με σταθερό πρόγραμμα που θα καθορίσει η ίδια, με δυνατότητα καθορισμού επιπλέον μίας ώρας συναντήσεως με την παρουσία της μητέρας, μετά τους δύο πρώτους μήνες. Ακολούθως, ο εναγόμενος, με την υπ’ αριθμ. κατάθεσης .../14.03.2018 έφεσή του, εξεκάλεσε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την ανωτέρω απόφαση, ζητώντας, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφό της λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της και την απόρριψη της πιο πάνω αγωγής της αντιδίκου του. Επί της παραπάνω έφεσης εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 1302/2019, προγενέστερη, μη οριστική απόφασή του, που δέχθηκε τυπικά την έφεση, ενώ, κατά τα λοιπά, ανέβαλλε την κατ' ουσία κρίση της, διατάσσοντας επανάληψη της συζήτησής της, προκειμένου αφενός να εμφανισθούν αυτοπροσώπως οι διάδικοι στο ακροατήριο για να τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και αφετέρου να επικοινωνήσει η Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου με τα προαναφερόμενα ανήλικα τέκνα των διαδίκων. Ήδη, με την παρούσα, υπ’ αριθμ. καταθέσεως .../2019 κλήση του εκκαλούντος - εναγομένου, παραδεκτά και νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η προκειμένη υπόθεση (βλ. και ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1336/2002, ΑΠ 311/2001 στη ΝΟΜΟΣ, για το ότι η παρούσα, επαναλαμβανόμενη, συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης), ύστερα από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του εκκαλούντος και της εφεσίβλητης, στο ακροατήριο, κατά τη σημερινή δικάσιμο, κατά την οποία, επίσης, προς οικονομία της δίκης, πραγματοποιήθηκε η επικοινωνία της ανωτέρω Δικαστού (στο γραφείο της) με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, Ε. και Ι. Τ., για την οποία (επικοινωνία) θα γίνει ιδιαίτερη μνεία πιο κάτω.
2. Α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 ΑΚ, όπως ισχύει μετά το νόμο 1329/1983, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου ως προς την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία (βλ. ΑΠ 719/1996 ΕΕΝ 65.60, ΕφΘεσ 2322/1997 Δνη 40.359). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ως διάδικοι στις κατά τα άνω δίκες νομιμοποιούνται οι γονείς των τέκνων, οι οποίοι διαφωνούν στην ενάσκηση του άνω δικαιώματος, καθότι η σχετική αξίωση υπάρχει έναντι του γονέα και όχι του τέκνου, το οποίο συνεπώς δεν είναι διάδικος στη δίκη, παρά μόνο έχει δικαίωμα παρέμβασης στη δίκη, δια του νομίμου εκπροσώπου του (ΕφΑΘ 1609/95 ΕλλΔνη 38. 1603, ΕφΑΘ 3778/1993 ΕλλΔνη 35.440,1908/1992 ΤΝΠ- Νόμος, ΕφΑΘ 11697/89 ΑρχΝ 1993.103, ΕφΑΘ 10659/88 ΕλλΔνη 1994.129, σχετ. Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, σ. 412). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1441 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 § 2 ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012 (άρθρο 113 ν. 4055/2012), και ίσχυε τότε, (πριν την τροποποίησή του από τις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 4509/2017): «Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους, εφόσον έχει διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κατάρτιση της. Η συμφωνία αυτή υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή μόνο από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή του συμφωνητικού. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει η ανωτέρω συμφωνία να συνοδεύεται με άλλη έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων και την επικοινωνία με αυτά, η οποία ισχύει ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για το θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 1513. Η κατά τα ανωτέρω έγγραφη συμφωνία, καθώς και το έγγραφο συμφωνητικό που αφορά την επιμέλεια και την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων ή τη διατροφή αυτών, εφόσον έχει συμφωνηθεί, υποβάλλονται μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια, όταν απαιτείται, στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο με απόφασή του, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επικυρώνει τις συμφωνίες και κηρύσσει τη λύση του γάμου, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου που αφορά την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων αποτελεί εκτελεστό τίτλο». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, όπως ίσχυε τότε, αν υπάρχουν κατά την διάρκεια του γάμου ανήλικα τέκνα, πρέπει να προσκομίζεται στο Δικαστήριο, μαζί με την αίτηση, έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων και την επικοινωνία με αυτά. Η συμφωνία επικυρώνεται από το δικαστήριο και ισχύει ώσπου να εκδοθεί απόφαση για το θέμα αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 1513 ΑΚ. Η συμφωνία αυτή είναι εντελώς διαφορετική από την σύμβαση για την λύση του γάμου και πρέπει να είναι μεταγενέστερη από την τελευταία, αφού η τελευταία αποτελεί προϋπόθεση της πρώτης, αποτελεί δε (η συμφωνία αυτή) ουσιαστική προϋπόθεση του συναινετικού διαζυγίου όχι όμως του παραδεκτού αυτού (σχετ. Κουμάντος: ΟικογΔ, σ. 295, Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη: ΟικογΔ, Β, σ. 476) και είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση, που η ισχύς της εξαρτάται από την επικύρωση της με την απόφαση που λύνει το γάμο (σχετ. Σοφιαλίδη - Κορνηλάκη: ΟικογΔ, σ. 852), έως την έκδοση της οποίας δεν παράγει αποτελέσματα. Ο νόμος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις της ΑΚ 1441, αρκείται στην προσκόμιση στο Δικαστήριο της έγγραφης αυτής ιδιόρρυθμης συμφωνίας των συζύγων για την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και τον τρόπο επικοινωνίας τους με αυτά, χωρίς να εξαρτά τη συναινετική λύση του γάμου από την νομιμότητα και την εγκυρότητα των όρων της, οι οποίοι δεν αποτελούν λόγο ανατροπής της απόφασης που απήγγειλε τη λύση του γάμου. Απλώς και μόνο κατά το στάδιο αυτό το Δικαστήριο την επικυρώνει, υπό την έννοια ότι βεβαιώνει την ύπαρξη της, χωρίς να είναι ανάγκη να αναφέρει στην απαγγέλουσα το διαζύγιο απόφασή του και το περιεχόμενο της έγγραφης αυτής συμφωνίας (σχετ. ΕφΑΘ 6380/2011 ΕλλΔνη 2012.166, ΕφΑΘ 255/1993 ΕλλΔνη 35. 439, ΕφΑΘ 3628/1991 ΝοΒ 39. 932, ΑΠ 889/1988 ΕλλΔνη 30.1327, Βασ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, υπό άρθρο 1441 ΑΚ, σ. 502, § 12 επ.). Οι διαζευγμένοι γονείς του ανήλικου τέκνου και μετά το συναινετικό διαζύγιο είναι ενδεχόμενο να εφαρμόζουν τη συμφωνημένη ρύθμιση της επιμέλειας του τέκνου τους και της επικοινωνίας τους με αυτό, που επικυρώθηκε από το δικαστήριο που εξέδωσε το συναινετικό διαζύγιο, οπότε δεν είναι ανάγκη να καταφύγουν στο δικαστήριο, για να εκδοθεί σχετική με το θέμα αυτό απόφαση, κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Αν όμως οι γονείς του ανήλικου τέκνου επιθυμούν διαφορετική ρύθμιση της επιμέλειας του τέκνου ή της επικοινωνίας με αυτό, μετά το διαζύγιο, οφείλουν να καταφύγουν στο δικαστήριο, προκειμένου να ρυθμιστεί το σχετικό θέμα δικαστικά, με τη διαδικασία που προβλέπεται από τα άρθρα 592-613 του ΚΠολΔ, όπως τα δικαιώματα αυτά προσδιορίζονται από τα άρθρα 1510 παρ. 3 και 1518 έως 1520 ΑΚ (βλ. ΕφΔωδ 47/2002 Νόμος, ΕφΘεσ 330/2000 Αρμ 55.1494, ΕφΑΘ 548/1999 Δνη 40.1116, ΕφΑΘ 7393/1993 Δνη 35.439). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1536 ΑΚ, αν, από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία των γονέων με το ανήλικο τέκνο, μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το Δικαστήριο οφείλει, κατόπιν αιτήσεως ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών ή και του Εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφαση του στις νέες συνθήκες, με την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (βλ. ΑΠ 1377/96 Δνη 38.1953, Εφθεσ 1560/2003 Αρμ 2003.1273, ΕφΘεσ 2322/1997 Δνη 40.358, Γεωργιάδη -Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 1520, αριθμ. 47), αρμόδιο δε Δικαστήριο και στις δύο περιπτώσεις είναι εκείνο που εξέδωσε τη σχετική απόφαση και που κρίνει κατά την ίδια διαδικασία (βλ. ΕφΘεσ 2322/1997 Δνη 40.358, ΕφΑθ 1903/1999 Δνη 42.751).
Β. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου, ως προς την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία. Για τον καθορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί και αν αυτός που αξιώνει την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέα ή τη λύση του γάμου τους. Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και την εν γένει προσωπικότητά του, γι' αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου. Εξάλλου η ρύθμιση του ανωτέρω δικαιώματος επικοινωνίας λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος, αλλά και του καθήκοντος των γονέων περί τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους (άρθρα 1510 επ του ΑΚ), για την οποία ο νόμος (άρθρα 1511 και 1512 του ΑΚ) επιτάσσει η ρύθμιση αυτή να αποβλέπει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου. Επομένως, και το δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του, πρέπει πάντοτε να αποφασίζει με οδηγό το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τελευταίου, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται η προσωπική αυτή επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1516/2005 ΝΟΒ 2006.400, ΕφΘεσ 564/2008 Αρμ 2008.1836), επιβάλλοντας, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκησή της, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τόπο και το χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκειά της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο, λόγω ειδικών περιστάσεων. Εάν, όμως, υφίστανται εξαιρετικές, ακραίες καταστάσεις ή η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας γίνεται με τρόπο καταχρηστικό, είναι δυνατόν και να αποκλεισθεί η άσκησή του με δικαστική απόφαση, εφόσον πάντοτε αυτό είναι αναγκαίο μόνο για το συμφέρον του τέκνου, η σχετική δε δικαστική απόφαση, σε περίπτωση μεταβολής στο μέλλον των συνθηκών που οδήγησαν στον αποκλεισμό αυτό, μπορεί να μεταρρυθμισθεί με νέα απόφαση, η οποία θα άρει τον αποκλεισμό (ΑΠ 537/2012 ΝΟΜΟΣ-ΑΠ 896/2007 ΝΟΜΟΣ-ΑΠ 509/1992 αδ. ΕφΛαρ 575/2003 αδημ.- Πουλιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρο 1520 σελ 231 επ- Ε. Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Το δικαίωμα επικοινωνίας στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού Οικογενειακού Δικαίου Αρμ. 42, 1097-1103, ιδίως σελ 1098-1099, contra ότι δεν νοείται πλήρης αποκλεισμός -ΑΠ 534/1991 ΕλΔ 32.1505-ΕφΘεσ 1560/2003 Αρμ 2003.1273- ΕφΑθ 2758/1998 ΕλΔ 39.1646 -ΕφΟεσ 2322/1997 ΕλΔ 40.358- ΕφΑΘ 4818/1997 ΕλΔ 39.879). Για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου λαμβάνονται υπόψη τόσο η υποκειμενική πλευρά του παιδιού, η ψυχική του διάθεση και στάση σε σχέση με την επικοινωνία, όσο και αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια. Η ψυχική στάση του παιδιού είναι μεταβλητή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει δευτερεύουσα σημασία. Η εκτίμηση της υποκειμενικής πλευράς του παιδιού συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας του στο παρόν από την επιβάρυνση και τις συνακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις που θα συνεπάγεται γι’ αυτό μια επικοινωνία που είναι αντίθετη προς τη θέλησή του. Από αντικειμενική άποψη σημαντικό ρόλο θα διαδραματίζει στη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου η μακροπρόθεσμη -με βάση τη μελλοντική προοπτική- ανάγκη της διατήρησης της επαφής με τον άλλο γονέα και οι επιδράσεις που αυτή έχει στην εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού. Σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει μια κάποια ηλικία (ΕφΑΘ 1898/2000 ΕλΔ 42.455).
Γ. Στην κρινόμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, Σ. Τ. (συναδέλφου της ενάγουσας) και Μ. Τ. (αδερφής του εναγομένου), που εξετάσθηκαν μετά από πρόταση της ενάγουσας και του εναγομένου αντίστοιχα, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα, είτε επικουρικώς για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια (μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη στην προκείμενη διαδικασία ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΕλλΔνη 2003/937), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι από 30.09.2016 έκθεση της κοινωνικής λειτουργού Α. Κ. και από 22.09.2016 έκθεση Ψυχολογικής εκτίμησης της Ψυχολόγου Φ. Τ., που διενεργήθηκαν μετά από παραγγελία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σερρών προς τη Δ/νση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας της Π.Ε. Σερρών, οι εκτιμήσεις και βεβαιώσεις των ψυχολόγων Μ. Τ. της 25.07.2015 και 09.01.2016, Κ. Α. της 03.09.2015, καθώς και οι, νεώτερες, από 13.11.2018 και 20.08.2019 εκτιμήσεις της ψυχολόγου Φ. Τ., όπως επίσης και δικόγραφα και δικαστικές αποφάσεις από άλλες, προηγηθείσες μεταξύ των ιδίων διαδίκων, δίκες, (ΑΠ 1758/2008, ΑΠ 227/2008, ΑΠ 1590/2003 ΝΟΜΟΣ), και ακόμη οι ληφθείσες, νόμιμα, στο πλαίσιο προηγηθείσας, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, δίκης (ασφαλιστικών μέτρων), ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Γ. Π.- Π., Α. Ε. και Α. Δ., που συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σερρών, οι οποίες περιέχονται στην …./8.9.2015 ένορκη βεβαίωση, και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 99/2010, ΑΠ 399/2009, ΑΠ 685/2009, ΑΠ 818/2009 στη ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την με αρ.401/2014, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών (που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), λύθηκε συναινετικά ο μεταξύ των διαδίκων γάμος, που τελέστηκε στις Σέρρες στις 11.02.2006. Με την ίδια απόφαση επικυρώθηκε και το από 10.11.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων για την επιμέλεια και την επικοινωνία των ανηλίκων τέκνων τους, Ε. (που γεννήθηκε στις 9.1.2010) και Ι. (που γεννήθηκε στις 15.10.2011), σύμφωνα με το οποίο η επιμέλειά τους ανατέθηκε στην εφεσίβλητη μητέρα τους, με την οποία προβλέφθηκε να διαμένουν τα τέκνα. Η επικοινωνία του εκκαλούντος πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του ρυθμίστηκε ως εξής: α) κάθε 1° Σαββατοκύριακο κάθε μήνα με διανυκτέρευση, από ώρα 10.00 π.μ. του Σαββάτου έως ώρα 20.00 μ.μ. της Κυριακής, β) το 3° Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, έως τον μήνα Απρίλιο 2015, από ώρα 10.00 π.μ. του Σαββάτου, έως ώρα 20.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας και από ώρα 10.00 π.μ. της Κυριακής έως ώρα 20.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας, ενώ από το Μάιο του 2015 και μετά με διανυκτέρευση και κατά το τρίτο Σαββατοκύριακο, ήτοι από ώρα 10.00 π.μ. του Σαββάτου έως ώρα 20.00 μ.μ. της Κυριακής, γ) κάθε Τετάρτη από ώρα 16.00 έως 20.00 και κατά τους θερινούς μήνες, από ώρα 17.00 έως 21.00, δ) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων- Πρωτοχρονιάς, εναλλάξ από 10.00 π.μ. της 22 Δεκεμβρίου έως 20.00 μ.μ. της 28 Δεκεμβρίου ή από 10.00 π.μ. της 28 Δεκεμβρίου έως 20.00 μ.μ. της 3 Ιανουάριου, ε) κατά τις εορτές του Πάσχα, εναλλάξ είτε από 10.00 π.μ. της Μ. Δευτέρας έως 20.00 μ.μ. της Κυριακής του Πάσχα, είτε από 10.00 π.μ. της Δευτέρας της Διακαινησίμου έως 20.00 μ.μ. της Κυριακής του Θωμά, στ) κατά τις θερινές διακοπές εναλλάξ είτε από 1 έως 15 Αυγούστου είτε από 15 έως 30 Ιουλίου, ζ) στις ονομαστικές εορτές των τέκνων από ώρα 16.00 έως 19.00, ενώ συμφωνήθηκε ρητώς ότι για τις επικείμενες εορτές των Χριστουγέννων (του έτους 2014) και του Πάσχα (του έτους 2015) η επικοινωνία θα γινόταν χωρίς διανυκτέρευση. Από τους πρώτους μήνες όμως εφαρμογής των ανωτέρω συμφωνηθέντων υπήρξαν προβλήματα στην επικοινωνία του πατέρα με τα τέκνα του, που οφείλονται κυρίως στις σχέσεις των διαδίκων γονέων τους, οι οποίοι αδυνατούσαν να διατηρήσουν ένα ελάχιστο πολιτισμένο όριο σε διαπροσωπικό επίπεδο. Η εφεσίβλητη μητέρα από τη μία μεριά, ισχυριζόταν πως όταν τα τέκνα επέστρεφαν, μετά την επικοινωνία με τον εκκαλούντα πατέρα, συχνά ήταν άρρωστα, ταλαιπωρημένα ή και τραυματισμένα, εξαιτίας έλλειψης εποπτείας από αυτόν, ότι ο τελευταίος την κατηγορεί και την εξυβρίζει ενώπιον των τέκνων τους, ότι τα τέκνα τους δεν νιώθουν οικεία μαζί του και δεν έχουν διανυκτερεύσει στην κατοικία του, αφού κατά τις ώρες επικοινωνίας τα μεταφέρει είτε σε παιδότοπους είτε στην πατρική κατοικία του στον Λευκώνα Σερρών, ότι εν γένει ασκεί πλημμελώς τα γονεϊκά του καθήκοντα, αφού επιμένει πεισματικά να παίρνει τα τέκνα κατά την ανωτέρω ορισθείσα επικοινωνία, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ορισμένες φορές είναι άρρωστα και ακολούθως κατόπιν της δικαιολογημένης άρνησής της, υποβάλλει εγκλήσεις σε βάρος της, επί των οποίων μάλιστα έχει αθωωθεί. Από την άλλη μεριά ο εκκαλών πατέρας ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η μητέρα δεν τηρεί τη συμφωνία περί επικοινωνίας, προφασιζόμενη συχνά πως τα παιδιά τους είναι άρρωστα, για το λόγο αυτό έχει υποβάλει εναντίον της επανειλημμένως μηνύσεις, ότι επηρεάζει αρνητικά σε βάρος του τα παιδιά τους, επιθυμώντας να αποκοπούν ψυχικά από αυτόν, ότι η μητέρα τους τα έχει επηρεάσει ώστε να μην επιθυμούν να διανυκτερεύουν στην κατοικία του, ότι η εκκαλούσα είχε προμηθεύσει τα τέκνα τους με usb sticks που κατέγραφαν τις συναντήσεις τους (κοριούς) για να τον παρακολουθεί κατά το διάστημα της επικοινωνίας του με αυτά. Από τα ανωτέρω αναφερόμενα περιστατικά προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει έντονη αντιδικία και διαμάχη σχετικά με την επικοινωνία του εκκαλούντος πατέρα με τα τέκνα του, τα οποία,- όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και προέκυψε από την προσωπική επικοινωνία της Δικαστού τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος Δικαστηρίου, με τα τέκνα, - δεν διατηρούν ιδιαίτερα στενό δεσμό με τον πατέρα τους, καθώς από την αρχή της ρύθμισης της, η επικοινωνία του μαζί τους δεν υπήρξε ομαλή, εξαιτίας των ιδιαίτερα εχθρικών και τεταμένων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων γονέων τους, που είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάθε φορά έντονα και πολλές φορές βίαια επεισόδια μεταξύ τους, παρουσία των τέκνων τους, με δυσμενείς συνέπειες στον ψυχικό κόσμο αυτών. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη δημιουργία αυτών των συναισθημάτων συνέβαλε το επιθετικό ύφος και τρόπος συμπεριφοράς του εκκαλούντος προς την σύζυγό του - εφεσίβλητη, ωστόσο σε αυτή τη διαμάχη έχει συμβάλει και η ίδια με τη συμπεριφορά της, η οποία επηρέασε να ανήλικα συναισθηματικά να μην θέλουν την επικοινωνία με τον πατέρα τους, χωρίς βέβαια οι ενέργειές της αυτές να αποτελούν παραβίαση των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες καθόριζαν την επικοινωνία του πατέρα με τα τέκνα του. Είναι χαρακτηριστικό το συμβάν της Κυριακής 05.07.2015, όταν ο εκκαλών είχε πάρει τα παιδιά, βάσει της ισχύουσας τότε ρύθμισης, τα οδήγησε σε παιδότοπο στην πόλη των Σερρών, όπου εμφανίσθηκε μετά από λίγη ώρα η εφεσίβλητη, συνοδευόμενη από τη μητέρα της, Α. Μ., προκλήθηκε μεταξύ τους έντονος διαπληκτισμός μπροστά στα παιδιά που κατέληξε σε βιαιοπραγίες, λόγω των οποίων η εφεσίβλητη κατάθεσε έγκληση κατά του εκκαλούντος για ενδοοικογενειακή απλή σωματική βλάβη, ενδοοικογενειακή απειλή και εξύβριση. Με βάση την έγκληση ασκήθηκε δίωξη κατά του εκκαλούντος, ο οποίος όμως απηλλάγη των κατηγοριών με βάση την με αριθμό 408/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Το Δικαστήριο εκείνο, δέχθηκε συγκεκριμένα ότι την ημέρα εκείνη η εφεσίβλητη εκδήλωσε δυσφορία κατά την παράδοση των τέκνων στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος του για επικοινωνία με αυτά, ότι μεταβάλλοντας τη γνώμη της μετέβη με το όχημά της και τη συνοδεία της μητέρας της στον παιδότοπο, όπου βρισκόταν ο εκκαλών με τα ανήλικα, ότι η ίδια με τη μητέρα της επιτέθηκαν στον εκκαλούντα, ο οποίος δεν επιχείρησε να ασκήσει βία σε βάρος τους, ότι η μητέρα της τον έβριζε και τον καταριόταν και ότι ο εκκαλών περιοριζόταν σε αμυντική στάση και συμπεριφορά. Επίσης το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε, ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψαν οι ισχυρισμοί, ότι η εφεσίβλητη ή η μητέρα της υπέστησαν κάποιο τραυματισμό από χτύπημα του εκκαλούντος, ενώ αντίθετα προέκυψε, ότι ο ίδιος είχε εκδορές στον τράχηλο από επίθεση που δέχθηκε από τις ανωτέρω μητέρα και κόρη. Μετά το ανωτέρω επεισόδιο η εφεσίβλητη απευθύνθηκε στον ψυχολόγο Σερρών Μ. Τ., ο οποίος πραγματοποίησε καταρχήν δύο συνεδρίες με τα ανήλικα και τη μητέρα τους και στην από 13.7.2015 γνωμάτευσή του αναφέρει πως «σύμφωνα με τις αφηγήσεις των παιδιών και περισσότερο της Ε., φαίνεται να υπάρχει έντονη ανασφάλεια, αλλά και φόβος προς τον πατέρα τους, κυρίως λόγω του ότι πριν από λίγες ημέρες είδαν μπροστά στα μάτια τους να χειροδικεί και να διαπληκτίζεται με τη μητέρα τους και τη γιαγιά τους σε δημόσιο χώρο σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους ....δεν επιθυμούν να επισκέπτονται τον πατέρα τους, επειδή δεν αισθάνονται οικεία... Διαγνωστικά φαίνεται να παρουσιάζουν διαταραχές ύπνου και όρεξης, απόσυρση και μελαγχολικό συναίσθημα, γενικευμένο άγχος και νευροφυτική συμπτωματολογία», όμως αυτό δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι το ανωτέρω επεισόδιο προκλήθηκε και με δική της ευθύνη. Στη συνέχεια οι διάδικοι συμμορφούμενοι σε προσωρινή διαταγή της Προέδρου Πρωτοδικών Σερρών, παρακολούθησαν από κοινού με τα ανήλικα τέκνα τους, 4 συνεδρίες με τον ως άνω ψυχολόγο και πραγματοποιήθηκαν δύο συναντήσεις των παιδιών με τον Ψυχολόγο, μία συνάντηση με τον πατέρα και μία συνάντηση με τη μητέρα μεμονωμένα, καθώς και μία συνάντηση με την παρουσία πατέρα και παιδιών. Ο ως άνω ψυχολόγος στην από 25.07.2015 γνωμάτευσή του σημειώνει πως «κατά τη συνάντηση πατέρα και παιδιών αρχικά υπήρχε αμηχανία των παιδιών, ιδίως της Ε.. Με τον Ι. και τον πατέρα άρχισε σύντομα η επαφή να βελτιώνεται. Η επαφή της Ε. με τον πατέρα της καθ' όλη της διάρκεια της συνεδρίας κινήθηκε στο πλαίσιο της αμηχανίας. Προς το τέλος της συνεδρίας άρχισε ελαφρώς να βελτιώνεται». Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι ο εν λόγω ψυχολόγος συστήνει στους γονείς «κατά τις συναντήσεις τους να είναι τουλάχιστον ουδέτεροι και τυπικοί στη μεταξύ τους επικοινωνία και να μην προϊδεάζουν αρνητικά τα παιδιά τους», καθώς και να παρακολουθήσουν σχολή γονέων, ώστε να καταστή δυνατή η εξομάλυνση της κατάστασης, πράγμα που ο εν λόγω ψυχολόγος εκτιμούσε, ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μετά ένα έτος. Ελαφρώς διαφοροποιημένη είναι η γνώμη του ψυχολόγου Κ. Α., στον οποίο απευθύνθηκε ο εκκαλών και ο οποίος παρακολούθησε τη συμπεριφορά των παιδιών κατά τις ώρες επικοινωνίας τους με τον πατέρα τους, τη μία φορά σε παιδότοπο και την άλλη στην κατοικία των γονέων του στον Λευκώνα, χωρίς πάντως έχει πραγματοποιήσει ατομικές συνεδρίες μαζί τους και διαπίστωσε, όπως αναφέρει στην από 3.9.2015 γνωμάτευσή του, ότι τα παιδιά δεν φοβούνται του πατέρα τους, αντίθετα τον αγαπούν και περνούν ευχάριστα και δημιουργικά τις ώρες μαζί του. Ο ίδιος στην από 06.12.2017 γνωμάτευσή του, που προσκομίζει ο εκκαλών και αφού την φορά αυτή είχαν προηγηθεί συνεδρίες παρουσία και των ανηλίκων τον κρίνει θετικά ως πατέρα και διαπιστώνει ότι τα ανήλικα δεν τον φοβούνται, αλλά ότι χαίρονται να είναι μαζί του, ενώ εκτιμά ότι από τη μεριά της μητέρας καταβάλλεται προσπάθεια να απομακρυνθούν τα παιδιά από αυτόν. Τελικά ο εν λόγω ειδικός προτείνει να αυξηθεί η επικοινωνία των παιδιών με τον πατέρα. Εν τω μεταξύ την 13.10.2015 εκδόθηκε η με αριθμό 361/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), μετά από αίτηση της μητέρα, με την οποία μεταρρυθμίστηκε η από 10.11.2014 έγγραφη συμφωνία του συναινετικού διαζυγίου, επιτρέποντας προσωρινά στον εναγόμενο να επικοινωνεί με τα ανήλικα τέκνα τους την 1η, 3η, 4η Κυριακή κάθε μήνα από ώρα 11.00 π.μ.- έως ώρα 17.00 μ.μ. και επίσης υποχρέωσε αμφότερους τους γονείς, να παρακολουθήσουν πρόγραμμα ατομικής συμβουλευτικής, αλλά και τα ανήλικα τέκνα, να παρακολουθήσουν ψυχοθεραπευτικό πρόγραμμα για να μπορέσουν να διαχειριστούν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους προς τους γονείς τους. Είναι γεγονός ότι η επικοινωνία με αυτή τη συχνότητα δεν κατέστη δυνατόν να λάβει χώρα, με αποτέλεσμα να μην καταστή δυνατή η υπέρβαση του αισθήματος ανασφάλειας και φόβου των τέκνων του απέναντι στον πατέρα τους (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρος απόδειξης σε συνδυασμό με την από 30-9-2016 προμνημονευθείσα έκθεση κοινωνικής έρευνας κοινωνικής λειτουργού που αναφέρει: «... Από τη συνεργασία με τους δύο ψυχολόγους προέκυψε ότι κατέβαλαν προσπάθεια να εξομαλυνθεί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο γονείς με συμβουλευτική, ώστε οι ανήλικοι Ε. και Ι. να ηρεμήσουν, να ξεπεράσουν την άρνησή τους να βρίσκονται με τον πατέρα τους και να αρχίσουν να απολαμβάνουν τις στιγμές μαζί του. Ωστόσο κάτι τέτοιο χρειαζόταν χρόνο και ο Σ. (εκκαλών πατέρας) δυσανασχετούσε, επειδή περνούσε ο καιρός χωρίς ουσιαστική βελτίωση.. «). Μάλιστα, στην προσκομιζόμενη από 09.06.2017 έκθεση της ψυχολόγου του Τμήματος Κοινωνικής Μέριμνας της Δ/νσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας της Γ.Ε. Σερρών Φ. Τ. επισημαινόταν, ότι παρά το γεγονός ότι ο πατέρας «επιθυμεί την επικοινωνία με τα παιδιά του ...δυσκολεύεται να τηρήσει τους όρους του ...θεραπευτικού συμβολαίου...» και ότι με τις υπάρχουσες συνθήκες «...το θέμα της επικοινωνίας των παιδιών μαζί του σε αυτή τη φάση δείχνει πως είναι δύσκολο εγχείρημα». Ακόμη η ψυχολόγος επισημαίνει ότι «στην παρούσα φάση τα δύο αδέλφια να είναι συναισθηματικά συνδεδεμένα με τη μητέρα τους, ενώ αντίθετα εμφορούνται από αρνητικά συναισθήματα προς τον πατέρα και το δικό του περιβάλλον... μέσω της άρνησης των παιδιών για επαφή με τον πατέρα, διαφαίνεται έντονα η ανάγκη τους για συναισθηματική ασφάλεια, ενθάρρυνση και χρόνο εξοικείωσης, για να καμφθεί η άρνησή τους και να εμπιστευτούν, ώστε να συνεργαστούν και να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη προθυμία... ». Σύμφωνα όμως, με όσα προαναφέρθηκαν στην κατάσταση αυτή αποδείχθηκε ότι έχει συμβάλει και η αρνητική στάση και συμπεριφορά των εφεσίβλητης έναντι του πατέρα και της προσπάθειας της να επηρεάζει τα ανήλικα και τα κρατά προσκολλημένα στην ίδια, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Επίσης, από την από 13.11.2018 εκτίμηση της ίδιας ως άνω ψυχολόγου Φ. Τ., που ελήφθη μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, πραγματοποιούνται τακτικά συνεδρίες με τον εκκαλούντα και τα ανήλικα ανά δεκαπενθήμερο, ενώ με τη μητέρα μία φορά το μήνα. Κατά την ψυχολόγο ο εκκαλών «επιδεικνύει προθυμία να υπερβεί τις δυσκολίες του παρελθόντος και να σκύψει διαφορετικά στις ανάγκες των παιδιών του (σε κάθε συνάντηση δίδεται κατεύθυνση για το παιχνίδι ή το παραμύθι με το οποίο θα απασχολήσει τα δύο του παιδιά δημιουργικά και ευχάριστα. Η Ε. και ο Ι. συνεχίζουν να έχουν έναν ισχυρό δεσμό προσκόλλησης με την μητέρα και άρνησης προς τον πατέρα, όχι όμως λόγω αδιαφορίας του πατέρα ή λόγω παθολογίας του ή λόγω λανθασμένων παρόντων χειρισμών του.». Η ανωτέρω δε ψυχολόγος εντοπίζει ως αιτία της διάσπασης των σχέσεων των παιδιών με τον εκκαλούντα .τις έντονες δικαστικές διαμάχες των γονέων τους και εστιάζει στην επιτακτική ανάγκη να μην αποξενωθούν τα παιδιά από τον πατέρα τους και για το λόγο αυτό προτείνει ότι πρέπει και εκτός θεραπευτικού πλαισίου να επιχειρούνται συναντήσεις των παιδιών με τον πατέρα τους. Αναφέρει ακόμη ότι το ζητούμενο ως προς το γονεϊκό ρόλο είναι η υπέρβαση της ατομικότητας, ότι οι επικρίσεις και οι δικαστικές διαμάχες δεν αρμόζουν στην γονεϊκή ευθύνη, που πρέπει να δικαιώνει τη συναισθηματική ομορφιά των ρόλων τόσο της μητέρας όσο και του πατέρα στη ζωή των παιδιών τους. Στη νεώτερη δε, από 20.08.2019, εκτίμηση της ως άνω ψυχολόγου, αναφέρεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν κατέστη να τηρηθεί διότι τα δύο παιδιά παρουσιάζουν έντονες, συναισθηματικές δυσκολίες στο σχετίζεσθαι με τον πατέρα. Παρόλο που συνέβαλαν και οι δύο γονείς προς την κατεύθυνση αυτή, μετά από συνεδρίες που πραγματοποιήθηκαν, αλλά και με μεγάλα διαστήματα διακοπής των συνεδριών, αφού από τον Ιούνιο του 2019 ο πατέρας δεν έχει συναντηθεί με τα παιδιά του, δεν επετεύχθει η προσέγγιση των παιδιών με τον πατέρα. Αυτό οφείλεται, κατά την άποψη της ως άνω ψυχολόγου, στο γεγονός ότι ο πατέρας, μολονότι επιδεικνύει σταθερή προθυμία να επικοινωνεί με τα παιδιά του, εντούτοις δεν μπορεί να κατανοήσει τη βλαπτική επίδραση των δικαστικών αναμετρήσεων στο ψυχισμό των παιδιών του. Τα παιδιά συνεχίζουν να έχουν ισχυρό δεσμό με τη μητέρα τους και μόνη τους έγνοια είναι η υπεράσπιση και η δικαίωση της μητέρας. Βιώνουν τη σχέση τους με τον πατέρα τους με γνώμονα μόνο τα κακώς κείμενα του παρελθόντος και δεν μπορούν να τον ακούσουν, να τον κατανοήσουν να τον συναισθανθούν. Πλέον η Ε. είναι 10,5 ετών και ο Ι. 9 ετών και έχουν άριστες επιδόσεις στο σχολείο, και στις εξωσχολικές δραστηριότητες. Και καταλήγει η εν λόγω ψυχολόγος ότι στην παρούσα φάση κρίνεται απαραίτητο να σεβαστούμε την άρνηση των παιδιών και να τους δώσουμε χρόνο να επεξεργασθούν τα όσα βιώθηκαν στις θεραπευτικές συναντήσεις και να αιτηθούν από μόνα τους κάποια στιγμή την ψυχοθεραπευτική φροντίδα της σχέσης με τον πατέρα. Για το λόγο αυτό καθίσταται απαραίτητη η εβδομαδιαία ατομική ψυχοθεραπεία χωριστά για το κάθε παιδί και χωρίς την παρουσία της μητέρας, όταν το επιθυμήσουν, όσο και η εβδομαδιαία ατομική ψυχοθεραπεία των δύο γονέων με διαφορετικούς ψυχοθεραπευτές. Είναι γεγονός ότι την αρνητική διάθεση των ανηλίκων απέναντι στην επικοινωνία με τον πατέρα τους διαπίστωσε και η Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της επικοινωνίας της με τα ανήλικα, τα οποία αρνούνται να έχουν οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα τους, καθόσον φοβούνται τη βίαιη συμπεριφορά του πατέρα τους προς τη μητέρα τους και νομίζουν ότι θα επιτεθεί εναντίον τους. Μολονότι ο εκκαλών πατέρας αθωώθηκε για το προαναφερθέν επεισόδιο της 05.07.2015, τα παιδιά το έχουν αποτυπώσει στη μνήμη τους και έχουν μεγάλο φόβο απέναντι στον πατέρα τους, με τον οποίον δεν θέλουν να έχουν καμμία σχέση. Περαιτέρω, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, λόγω της μεγαλύτερης πλέον ηλικίας τους, αρχίζουν σιγά-σιγά να αναπτύσσονται σε αυτόνομες προσωπικότητες και να σταθεροποιείται η ατομικότητά τους. Σημαντικός όμως, για την ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και τη μελλοντική τους ολοκλήρωση θα είναι ο γονεϊκός ρόλος του πατέρα. Επιβάλλεται, λοιπόν, να αρχίσουν να αναπτύσσονται και συσφιχθούν οι μεταξύ πατέρα και τέκνων σχέσεις και να ενδυναμωθεί ο συγγενικός τους δεσμός. Τούτο θα πρέπει να γίνει με την επικοινωνία του εκκαλούντος με τα τέκνα του κατ’ αρχών κατά τον υποδεικνυόμενο από την παραπάνω ψυχολόγο ως άνω τρόπο και στη συνέχεια πιο εντατικά ώστε να εξομαλυνθεί η σχέση τους. Έτσι θα μπορέσει να αναπτυχθεί και να διατηρηθεί ο ψυχικός δεσμός μεταξύ τους, θα ικανοποιηθούν τα αισθήματα αγάπης, συμπάθειας, στοργής και ενδιαφέροντος μεταξύ τους και θα έχει τη δυνατότητα ο πατέρας άμεσης γνώσης της ανάπτυξης και γενικά της παρακολούθησης όλης της πορείας των τέκνων του. Οι καταστάσεις που σύμφωνα με όσα παραπάνω προέκυψαν, και η άρνησή τους να επικοινωνούν με τον πατέρα τους οφείλονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στα αρνητικά βιώματα των ανηλίκων, από το χωρισμό των γονέων τους, τις οξύτατες αντιπαραθέσεις μεταξύ τους, που μέχρι σήμερα συνεχίζονται, αλλά και τη συχνή παρουσία ψυχολόγων και παιδαγωγών κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας που λειτούργησαν αρνητικά στον ψυχισμό των ανηλίκων. Πρέπει για μία ακόμη φορά να επισημανθεί προς τους γονείς ότι λόγω των μεταξύ τους αντιδικιών, δεν πρέπει να καθιστούν τα τέκνα τους αποδέκτες των προβλημάτων τους ούτε να τα αναμειγνύουν στις προσωπικές τους έριδες αλλά να τα διαπαιδαγωγούν αμφότεροι κατά τρόπο ώστε να τρέφουν αισθήματα αγάπης και σεβασμού εξίσου και προς τους δύο γονείς τους, με τους οποίους συνδέονται με άρρηκτο φυσικό δεσμό. Ένα παιδί σ’ αυτήν την ηλικία των παιδιών των διαδίκων έχει ανάγκη από την αγάπη, τη στοργή και την παρουσία τόσο της μητέρας του όσο και του πατέρα του. Είναι απαραίτητη η παρουσία του πατέρα τους και η συχνή επικοινωνία του με αυτά. Τα παιδιά, πρέπει να προσαρμοστούν και στο περιβάλλον του πατέρα τους, ώστε να επικοινωνούν τα ίδια και χωρίς να έχουν ανάγκη ειδικών ψυχικής υγείας, γεγονός που δημιουργεί απόσταση με το γονέα, αφού δε μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα αυτά που νοιώθουν (φόβο, χαρά, απορία, αγωνία κλπ). Τα ίδια δείχνουν να μην έχουν αισθήματα αγάπης προς τον πατέρα τους, τον οποίο όμως έχουν συνδέσει με την αποκοπή από το οικείο περιβάλλον και τη μητέρα τους, συναισθήματα και σκέψεις που η τελευταία έχει εμφυσήσει όλα αυτά τα χρόνια σ’ αυτά, λόγω των κακών σχέσεων με τον πατέρα τους και στην προσπάθεια και των δύο ποιος θα επιβληθεί στον άλλο με κύριο έπαθλο τα παιδιά. Για να ξεπεραστούν όμως τα θέματα αυτά και να γεφυρωθεί το χάσμα που υπάρχει στη σχέση με τον πατέρα τους είναι αναγκαία η ουσιαστική επικοινωνία των ανήλικων με τον τελευταίο, ώστε να αποκτήσει ψυχικούς και συναισθηματικούς δεσμούς και με αυτόν, ο οποίος θα τα βοηθήσει στην ισορροπημένη ψυχολογική τους ανάπτυξη. Επίσης, καθοριστικός παράγων θα είναι να αναπτύξουν τα παιδιά προσωπική σχέση με τον πατέρα τους, χωρίς την συνεχή παρουσία άλλων προσώπων όπως ψυχιάτρων και λοιπών ειδικών ψυχικής υγείας ή της μητέρας τους, κατά τους χρόνους της επικοινωνίας, οι οποίοι τα επηρεάζουν συναισθηματικά και δεν τα αφήνουν να εκφράσουν τα πραγματικά τους αισθήματα. Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο και η μητέρα των ανηλίκων, η οποία ασκεί την επιμέλειά τους και θα είναι επιφορτισμένη να φροντίσει για την ομαλή και σταδιακή έναρξη και ανάπτυξη των σχέσεων πατέρα και τέκνων. Επίσης θα πρέπει να κατανοήσει ότι τα ανήλικα έχουν ανάγκη και τον πατέρα τους και να φροντίσει η ίδια να τα ενθαρρύνει στην επικοινωνία μαζί του και όχι να δημιουργεί τεχνητές δυσκολίες και προσκόμματα και να μεταφέρει στα ανήλικα δικές της σκέψεις, αρνητικά συναισθήματα ή αντιδικίες της με τον εκκαλούντα -πατέρα τους. Άλλωστε, με τους ατελείωτους δικαστικούς αγώνες μεταξύ των διαδίκων, την προσπάθεια του εκκαλούντος να συναντήσει τα παιδιά, της εφεσίβλητης να τον εμποδίσει με τον τρόπο της και έτσι να απομακρύνει τα ανήλικα από αυτόν, πέρασαν ήδη σχεδόν τρία ολόκληρα χρόνια από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, με αποτέλεσμα τα ανήλικα να έχουν ήδη διανύσει την ευαίσθητη ηλικία των 7-10 ετών περίπου, χωρίς την ουσιαστική επικοινωνία με τον πατέρα τους. Είναι ήδη δέκα και μισό ετών η Ε. και εννέα ετών ο Ι., και ήδη είναι ώριμα στο να μπορούν να κατανοήσουν την αγάπη και των δύο γονιών τους προς αυτά, έχουν ανάγκη τη φροντίδα και των δύο, η δε απομάκρυνσή τους, σταδιακά, από τη μητέρα τους και το περιβάλλον της, μέσα σε πλαίσια συνεννόησης με τον πατέρα, και τα ίδια τα ανήλικα, δε θα πρέπει να τους δημιουργούν πλέον αισθήματα ανασφάλειας και άγχους. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας των ανηλίκων μετά την οριστική διακοπή της έγγαμης συμβίωσης επιδεικνύει απεριόριστο ενδιαφέρον για τα ανήλικα τέκνα του και αυτονόητο μετά ταύτα, τυγχάνει το δικαίωμα του για προσωπική του επικοινωνία με αυτά. Η επικοινωνία αυτού με τα ανήλικα τέκνα του επιβάλλεται και είναι βέβαιο ότι θα συμβάλλει στη δημιουργία μεταξύ τους ψυχικού και συναισθηματικού δεσμού και στην ορθή διαπαιδαγώγηση. Πρέπει όμως και αυτός να κατανοήσει ότι οι δικαστικές αναμετρήσεις με την αντίδικό του μητέρα τους δεν συμβάλλουν προς την κατεύθυνση αυτή. Με βάση επομένως, τις προαναφερθείσες σκέψεις και με γνώμονα μόνο το συμφέρον των ανηλίκων, η επικοινωνία του εκκαλούντος πατέρα με τα τέκνα του, θα πρέπει να γίνεται ως εξής: Α) για ένα ακόμη τουλάχιστον χρόνο, από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, η επικοινωνία θα γίνεται με την παρουσία της ως άνω ψυχολόγου και συγκεκριμένα η επικοινωνία θα γίνεται ανά δεκαπενθήμερο, επί δύο ώρες, στον επαγγελματικό χώρο της ψυχολόγου Φ. Τ., με σταθερό πρόγραμμα που θα καθορίσει η ίδια, Β) μετά δε την παρέλευση του χρόνου αυτού και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα, από την 1η Σεπτεμβρίου του 2021 και εφεξής η επικοινωνία θα γίνεται ως εξής: 1) κάθε Τετάρτη από ώρα 17:00 μ.μ. έως και ώρα 20:00 μ.μ. της ίδιας ημέρας, 2) κάθε πρώτο (1ο) και τρίτο (3ο) Σαββατοκύριακο εκάστου μήνα, από ώρα 17:00' μ.μ. του Σαββάτου έως ώρα 20:00' μ.μ. της Κυριακής, 3) κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, από ώρα 12:00' της 23ης Δεκεμβρίου έως ώρα 12:00' της 30ης Δεκεμβρίου, κατά τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό, και από ώρα 12:00' της 30ης Δεκεμβρίου έως ώρα 12:00' της 7ης Ιανουαρίου, κατά τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, αντίστοιχα, 4) κατά τις εορτές του Πάσχα, από ώρα 12:00' της Μεγάλης Δευτέρας έως ώρα 21:00' της Κυριακής του Πάσχα, κατά τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό και από ώρα 12:00' της Δευτέρας του Πάσχα (της Διακαινησίμου εβδομάδας) έως ώρα 21:00' της Κυριακής του Θωμά, κατά τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, αντίστοιχα και 5) κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, κάθε καλοκαίρι, από ώρα 12:00' της 16ης Ιουλίου έως ώρα 21:00' της 31ης Ιουλίου, κατά τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό και από ώρα 12:00' της 16ης Αυγούστου έως ώρα 21:00' της 31ης Αυγούστου, κατά τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, αντίστοιχα. 6) ελεύθερη επικοινωνία, τηλεφωνική, είτε μέσω μηνυμάτων, ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε ώρες που επιτρέπουν οι σχολικές και εξωσχολικές τους δραστηριότητες. Εν κατακλείδι, πρέπει να επισημανθεί ότι το συμφέρον των ανηλίκων, που έχουν αποκοπεί ψυχικά από τον πατέρα τους, αφού δεν έχουν επικοινωνήσει, σχεδόν καθόλου, μαζί του κατά τον τελευταίο χρόνο, επιβάλλει να επικοινωνούν, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, μαζί του (έτσι ώστε να βιώνουν, παράλληλα με το μητρικό γυναικείο πρότυπο και ένα ανδρικό - πατρικό πρότυπο), αφού η προσωπική επαφή και επικοινωνία τους, όπως και η συνεπακόλουθη φροντίδα, τρυφερότητα, στοργή και αγάπη που θα εισπράττουν, θα συντελέσει στη συναισθηματικά πληρέστερη, διαβίωσή τους, στην ομαλότερη ψυχοσωματική τους ανάπτυξη και στη διαμόρφωση, αργότερα, δύο πιο ισορροπημένων προσωπικοτήτων, αφού, όμως, προηγουμένως, τους δοθεί ικανός χρόνος (ήτοι, μία περίοδος προσαρμογής), ώστε ν' επανακτήσουν, προοδευτικά, την αναγκαία ψυχική επαφή και τα (αναγκαία) αισθήματα ασφάλειας και εμπιστοσύνης προς τον πατέρα τους και το οικογενειακό του περιβάλλον. Προς τη κατεύθυνση αυτή πρέπει να συμβάλλουν αμφότεροι οι γονείς, η δε προαναφερθείσα ρύθμιση του παρόντος Δικαστηρίου για τον τρόπο και τη διάρκεια της επικοινωνίας των ανηλίκων με τον πατέρα τους, δίδει μια κατευθυντήρια γραμμή προς την καλύτερη επίτευξή της, η υλοποίησή της όμως εξαρτάται από τη βούληση, τις προσπάθειες και τις αμοιβαίες υποχωρήσεις τόσο των γονέων όσο και των ίδιων των ανηλίκων Ε. και Ι., οι οποίοι έχουν πλέον την ωριμότητα και με την κατάλληλη βοήθεια από τη μητέρα τους θα βρουν και τη θετική διάθεση να πλησιάσουν τον πατέρα τους. Εξάλλου, οι (τυχόν) δυσμενείς επιπτώσεις στον ψυχισμό των ανηλίκων από όλη την προπεριγραφείσα κατάσταση μπορεί ν' αντιμετωπισθούν με την καλύτερη δυνατή συνεννόηση και συνεργασία των διαδίκων - γονέων, οι οποίοι πρέπει να εξομαλύνουν άμεσα και με κάθε δυνατό τρόπο, τις προσωπικές διαφορές τους και να βελτιώσουν την κατά τα άνω, εξαιρετικά δυσμενή προσωπική τους σχέση προς όφελος και (προς) το συμφέρον των παιδιών τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν ήρεμες και χωρίς εντάσεις συνθήκες για τη διαβίωση των ανηλίκων, έτσι ώστε αφενός να μη νοιώθουν ότι οι γονείς τους έχουν εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους και ότι τα ίδια βρίσκονται στο κέντρο ενδοοικογενειακών συγκρούσεων, προσπαθώντας να κρατούν ισορροπίες ανάμεσά τους, ζώντας μέσα σε έντονη συγκρουσιακή - συναισθηματική κατάσταση και αφετέρου, να βρεθεί ο πιο ανώδυνος (γι' αυτά) τρόπος για να ξεπεράσουν τα όποια τυχόν (σημερινά ή και μελλοντικά) προβλήματά τους από τη διάλυση της οικογένειάς τους και την επακολουθήσασα σφοδρή αντιπαράθεση και αντιδικία των γονέων τους. Βέβαια η εξομάλυνση των σχέσεων των διαδίκων - γονέων, που είναι επιβεβλημένη για όλους τους παραπάνω λόγους, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την καταβολή μεγάλης, ειλικρινούς και διαρκούς προσπάθειας, ύστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις και από τους δύο, καθώς και με τη διατήρηση καλόπιστης, προσωπικής επαφής και επικοινωνίας μεταξύ τους και αφού αμφότεροι υπερβούν τα όποια αρνητικά συναισθήματα τρέφουν ο ένας για τον άλλον (από την κατάληξη της προσωπικής τους σχέσης και τη συμπεριφορά του ενός απέναντι στον άλλον κατά το πρόσφατο, αλλά και το απώτερο, παρελθόν), έτσι ώστε να αποκατασταθούν, προοδευτικά, οι σχέσεις τους, καθόσον οφείλουν, κατανοώντας το πρόβλημα και την όλη αρνητική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους, η οποία επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τα τέκνα τους, καθώς και την απόλυτη ανάγκη της ψυχικής ηρεμίας που έχουν αυτό, να προσπαθήσουν οι ίδιοι, ως ενήλικες, με κριτήριο, αποκλειστικά, το όφελος και το συμφέρον των ανηλίκων, που αμφότεροι αγαπούν, να επιλύουν τα προβλήματα της επικοινωνίας των ανηλίκων με τον πατέρα που θα διαφανούν στο μέλλον, τα οποία, άλλωστε, όπως και όλα εν γένει τα προβλήματα που θα ανακύψουν, λ.χ. της διαπαιδαγώγησης, της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής και προσωπικής αποκατάστασης των ανηλίκων, αργότερα, θα τους απασχολούν και θα τους συνδέουν, ανεξάρτητα από την κατάληξη του γάμου τους, για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Και τούτο διότι πρωταρχική επιταγή και θεμελιώδης υπαγόρευση του συμφέροντος των ανηλίκων παιδιών είναι, πρωτίστως, η διατήρηση της οικογενειακής τους συνοχής και, κατά δεύτερο λόγο (εάν η πρώτη επιδίωξη είναι απολύτως αδύνατη), οι διαφορές που χωρίζουν τους δύο γονείς τους να αφήνουν αλώβητα τα ίδια, όπως και όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη διατροφή, την επικοινωνία και την επιμέλειά τους να επιλύονται συναινετικά μεταξύ των γονιών τους, χωρίς ανώφελες εντάσεις και συγκρούσεις. Τέλος, αμφότεροι οι διάδικοι, όπως είναι αυτονόητο, δεν πρέπει να καθιστούν τα ανήλικα τέκνα τους αποδέκτες της έντασης και των προβλημάτων της προσωπικής τους σχέσης ούτε να τα αναμειγνύουν στις προσωπικές τους έριδες και αντιπαραθέσεις, αλλά να τα διαπαιδαγωγούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να τρέφουν αισθήματα αγάπης, σεβασμού και εκτίμησης, εξίσου και για τους δύο γονείς τους, πέραν του ότι για την πληρέστερη συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξή τους και την αρμονική διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους, χρειάζονται την παρουσία και των δύο στη ζωή τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών, υπαγορεύουσα, με γνώμονα το συμφέρον των τέκνων, τη μεταρρύθμιση της προρρηθείσας 401/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως ουσία αβάσιμη.
3. Συνακόλουθα, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του προσδιόρισε κατά διαφορετικό, εν μέρει, από τον παραπάνω, τρόπο, το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του εναγομένου με τα ανήλικα τέκνα του, έσφαλε ως προς την αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης. Επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμου του συναφούς λόγου της κρινόμενης έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή αυτή και στην ουσία της. Ακολούθως, πρέπει, αφού εξαφανιστεί (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο η υπόθεση, κατά το προαναφερόμενο κεφάλαιό της και να δικασθεί στην ουσία της η υπ’ αριθμ. καταθέσεως …./09.11.2015 αγωγή, η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με τα ανήλικα τέκνα του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, όπως αυτός ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των παραπάνω διαδίκων, λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται επίσης ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, (μολονότι δεν υφίστατο υποχρέωση για κατάθεση παραβόλου, αφού επρόκειτο για διαφορά εκ του άρθρου 592 αριθ. 3 του ΚΠολΔ- βλ. το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τους ν. 4335/2015 και ν. 4446/2016 κατά τα προαναφερθέντα), θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος, με αριθμό: .../13.03.2018, ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100,00 ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως, στον εκκαλούντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ, αντιμωλία των διαδίκων, την από 07.03.2018 και με αριθμό κατάθεσης .../14.03.2018, έφεση του ενάγοντος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 22/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν τη διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρο 681 Β’ ΚΠολΔ, ως ίσχυε προ του Ν. 4335/2015)
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν και κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του με αριθμό: .../13.03.2018, ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100,00 ευρώ στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ, την υπ’ αριθμ. 22/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπ’ αριθμ. καταθέσεως …/09.11.2015 αγωγή, στην ουσία της.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά αυτήν.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του εναγομένου με τα ανήλικα τέκνα του Ε. και Ι. Τ., ως ακολούθως: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από την έκδοση της παρούσας απόφασης και μέχρι την 01.09.2021 η επικοινωνία θα γίνεται ανά δεκαπενθήμερο, επί δύο ώρες, στον επαγγελματικό χώρο της ψυχολόγου Φ. Τ., με σταθερό πρόγραμμα που θα καθορίσει η ίδια, χωρίς την παρουσία της ενάγουσας μητέρας τους, Β) Κατά το χρονικό διάστημα, από την 1η Σεπτεμβρίου του 2021 και εφεξής η επικοινωνία θα γίνεται ως εξής: 1) κάθε Τετάρτη από ώρα 17:00 μ.μ. έως και ώρα 20:00 μ.μ. της ίδιας ημέρας, 2) κάθε πρώτο (1ο) και τρίτο (3ο) Σαββατοκύριακο εκάστου μήνα, από ώρα 17:00' μ.μ. του Σαββάτου έως ώρα 20:00' μ.μ. της Κυριακής, 3) κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, από ώρα 12:00' της 23ης Δεκεμβρίου έως ώρα 12:00' της 30ης Δεκεμβρίου, κατά τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό, και από ώρα 12:00' της 30ης Δεκεμβρίου έως ώρα 12:00' της 7ης Ιανουαρίου, κατά τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, αντίστοιχα, 4) κατά τις εορτές του Πάσχα, από ώρα 12:00' της Μεγάλης Δευτέρας έως ώρα 21:00' της Κυριακής του Πάσχα, κατά τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό και από ώρα 12:00' της Δευτέρας του Πάσχα (της Διακαινησίμου εβδομάδας) έως ώρα 21:00' της Κυριακής του Θωμά, κατά τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, αντίστοιχα και 5) κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, κάθε καλοκαίρι, από ώρα 12:00' της 16ης Ιουλίου έως ώρα 21:00' της 31ης Ιουλίου, κατά τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό και από ώρα 12:00' της 16ης Αυγούστου έως ώρα 21:00' της 31ης Αυγούστου, κατά τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, αντίστοιχα. 6) ελεύθερη επικοινωνία, τηλεφωνική, είτε μέσω μηνυμάτων, ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε ώρες που επιτρέπουν οι σχολικές και εξωσχολικές τους δραστηριότητες. Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις ο εναγόμενος πατέρας θα παραλαμβάνει τα ανήλικα από την κατοικία της μητέρας τους κατά τα προαναφερόμενα εναρκτήρια χρονικά σημεία και θα επαναφέρονται στον ίδιο τόπο κατά τα οριζόμενα ανωτέρω καταληκτικά χρονικά σημεία. Ορίζει ότι το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του, όπως ρυθμίζεται στο στοιχείο Β.1 και 2 της παρούσας, αργεί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των διακοπών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και του Πάσχα, καθώς και του διαστήματος των θερινών διακοπών, που οι ανήλικοι διαμένουν με την μητέρα τους προκειμένου και η τελευταία να πραγματοποιεί στο χρόνο αυτό μαζί με τα ανήλικα τέκνα της, τις αντίστοιχες διακοπές.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με την παρουσία και της Γραμματέως, στις 17.08.2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα