ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ Ολ 910/2021 Διαχειριστές κοινοτικών πόρων - Επιχειρησιακό πρόγραμμα - Μη επιλέξιμη δαπάνη - Επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για αχρεωστήτως καταβληθείσα επιχορήγηση - Δικαιοδοσία - Έννοια δημοσίου υπολόγου

Αριθμός:
910
Έτος:
2021
Τμήμα Δικαστηρίου:
Ημ. Δημοσίευσης:
18/06/2021
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΘΠΔΔ, 10/2021, σελ. 1042 - 1046
Σχόλια/Παρατηρήσεις:
Ευτυχία Κωνσταντάκου, Εισηγήτρια ΕλΣυν, ΔΝ
ECLI:
ECLI:EL:COS:2021:0618A910.17E1322
Αρ. Λέξεων:
14753
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

ΕΣΠΑ. Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα (ΕΠΑΕ) του ΕΣΠΑ 2007-2013. Κανονιστικό πλαίσιο. Κανονισμοί ΕΕ σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Ευθύνη των κρατών μελών για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ πράξεων, οι οποίες εντάσσονται στα εγκεκριμένα επιχειρησιακά προγράμματα, καθώς και για τον έλεγχό τους. Εθνικό σύστημα διαχείρισης και ελέγχου. Πρόβλεψη επιβολής του διοικητικού μέτρου της δημοσιονομικής διόρθωσης εις βάρος του δικαιούχου, εάν διαπιστωθεί “παρατυπία” αποδιδόμενη σε αυτόν, καθώς και ανάκτηση του αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού. Οι διαχειριστές πόρων της ΕΕ θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις. Διαχειριστές των διατιθέμενων πόρων της ΕΕ, όπως και εθνικών πόρων, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ προγραμματικής περιόδου 2007-2013, είναι οι οριζόμενες από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων αυτών αρχές. Οι τελικοί δικαιούχοι ενισχύσεων προερχομένων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ δεν αποτελούν διαχειριστές πόρων της ΕΕ. Δικαιοδοσία Ελεγκτικού Συνεδρίου. Έννοια υπολόγου. Δεν εξομοιώνεται με δημόσιο υπόλογο κάθε λήπτης οικονομικών παροχών από δημόσιους πόρους, εκ μόνου του λόγου ότι υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο κατά τη διάθεση των παροχών που έλαβε.. Δεν αποτελεί καταλογισμό σε βάρος δημοσίου υπολόγου ο καταλογισμός εις βάρος του δικαιούχου-λήπτη της ενίσχυσης ορισμένου ποσού ως αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος, οι δε σχετικές πράξεις δεν αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασμών δημοσίου υπολόγου και δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης σε βάρος επιχορηγηθείσας εταιρείας για ποσό το οποίο κρίθηκε ως μη επιλέξιμη δαπάνη και απόφαση ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού λόγω μη εμπρόθεσμης υλοποίησης και ολοκλήρωσης της επένδυσης. Υποκείμενες στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και όχι του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι προσβαλλόμενες πράξεις. Δεν ανακύπτει ζήτημα παραπομπής της υπόθεσης στο ΑΕΔ, στο οποίο εισάγονται μόνο αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια διατάξεων τυπικών νόμων και όχι αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια συνταγματικών διατάξεων, η κρίση δε περί της φύσεως της διαφοράς ως κριτηρίου για τη διάκριση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων δεν εξαρτάται από την ερμηνεία του νόμου, αλλά ανάγεται στο ίδιο το Σύνταγμα. Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα. Αναπέμπει προς περαιτέρω εκδίκαση.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 910/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Μ. Καραμανώφ, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Δ. Μακρής, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Α. Μίντζια, Χρ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ιφ. Αργυράκη, Ν. Σκαρβέλης, Φρ. Γιαννακού, Ε. Σκούρα, Κ. Λαζαράκη, Δ. Βασιλειάδης, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Σ. Κωνσταντίνου, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Π. Μπραΐμη και Α. Σδράκα, καθώς και η Πάρεδρος Ε. Τζιράκη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Α. Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2016 αίτηση:
της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «... Ε.Π.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «..., που εδρεύει στον Δήμο … (… χλμ. της ΠΕΟ …), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Σωκράτη Βαλτζόγλου (Α.Μ. 26162), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και ήδη Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο οποίος παρέστη με τον Αλέξανδρο Ροϊλό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. .../25.10.2016 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Β. Για να δικάσει την από 4 Μαΐου 2017 αίτηση:
της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «... Ε.Π.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «..., που εδρεύει στον Δήμο … (… χλμ. της ΠΕΟ Φαρσάλων - Λάρισας), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Μελίνα Γκιουλφέση (Α.Μ. 27476), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και ήδη Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο οποίος παρέστη με τον Αλέξανδρο Ροϊλό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. .../15.2.2017 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Οι πιο πάνω αιτήσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 25/2020 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Α. Ο πληρεξούσιος της αιτούσας εταιρείας δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου ότι δεν θα αγορεύσει.
Β. Η πληρεξούσια της αιτούσας εταιρείας δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Ο. Παπαδοπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου Ευθ. Αντωνόπουλου, τακτικού μέλους της σύνθεσης που δίκασε την υπόθεση, έλαβε μέρος αντ’ αυτού στη διάσκεψη, ως τακτικό μέλος, η Σύμβουλος Παρ. Μπραϊμη, η οποία είχε ορισθεί αναπληρωματικό μέλος (βλ. το .../2020 πρακτικό διασκέψεως).
2. Επειδή, για την άσκηση των υπό κρίση αιτήσεων έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (…/2016, …/2016 και …/2016 ειδικά έντυπα γραμμάτια παραβόλου για την πρώτη αίτηση και …/2017, …/2017 και …/2017 ειδικά έντυπα γραμμάτια παραβόλου για την δεύτερη αίτηση).
3. Επειδή, με την πρώτη από τις κρινόμενες αιτήσεις ζητείται η ακύρωση της .../25.10.2016 πράξης της υπαγομένης στο Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης “Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων (ΕΠ) του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και του Ταμείου Συνοχής (ΤΣ)”. Με την πράξη αυτή: (α) επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση εις βάρος της αιτούσας, ποσού 89.657,99 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε προκαταβολή που καταβλήθηκε σε αυτήν και ισούται με το 50% της εγκριθείσας επιχορήγησης, στο πλαίσιο του Προγράμματος “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” του Επιχειρησιακού Προγράµµατος “Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα” του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς 2007-2013, και (β) διατυπώθηκε εισήγηση προς τον Γενικό Γραμματέα Βιομηχανίας, ως αρμόδιο διατάκτη της σχετικής δαπάνης, να εκδώσει Απόφαση ανάκτησης για την αναζήτηση του ως άνω ποσού από την αιτούσα, “ως αχρεωστήτως ή/και παρανόμως καταβληθέντος”. Περαιτέρω, με την δεύτερη αίτηση ζητείται η ακύρωση της οικ. .../15.2.2017 πράξης του Γενικού Γραμματέα Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, με την οποία αποφασίσθηκε η ανάκτηση του ως άνω ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, καθώς και τόκων, ύψους 8.693,21 ευρώ, η ανάκτηση, δηλαδή, συνολικού ποσού 98.351,20 ευρώ, λόγω μη εμπρόθεσμης υλοποίησης και ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης.
4. Επειδή, οι υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την από 5.3.2020 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, κατόπιν της 25/2020 απόφασης του Δ΄ Τμήματος αυτού. Με την απόφαση αυτή, οι ανωτέρω δύο αιτήσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς εκδίκασή τους, ενόψει και της επί του ζητήματος νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
5. Επειδή, οι υπό κρίση δύο αιτήσεις είναι συνεκδικαστέες, λόγω της συνάφειας των προσβαλλομένων με αυτές πράξεων.
6. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. τα αναφερόμενα στο ΑΠ .../1.2.2018 έγγραφο απόψεων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης) προκύπτει ότι µε την C/2007/5534/12.11.2007 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εγκρίθηκε το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς [ΕΣΠΑ] 2007-2013, κατά τις διατάξεις των Κανονισµών (ΕΚ) 1083/2006 του Συµβουλίου και (ΕΚ) 1828/2006 της Επιτροπής [βλ. κατωτέρω]. Στο πλαίσιο δε αυτού, εκπονήθηκε το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα [ΕΠ] “Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα”, συγχρηµατοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το οποίο εγκρίθηκε με την Ε(2007) 5338/26.10.2007 απόφαση της Επιτροπής (κωδικός CCI2007/GR161PO001). Στο ανωτέρω ΕΠ εντάσσεται το Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες”, κατ’ εφαρμογή του οποίου εγκρίθηκε η χρηματοδότηση της αιτούσας εταιρείας [βλ. την επόμενη σκέψη].
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν, περαιτέρω, τα εξής: Με τις αποφάσεις 8395/823/2010 (Β΄ 1184) και 11088/1164/2010 (Β΄ 1627) του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, εγκρίθηκε και τροποποιήθηκε, αντιστοίχως ο Οδηγός του Προγράμματος “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” του ως άνω Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα του ΕΣΠΑ 2007-2013. Ακολούθως, με την οικ. .../13.7.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εγκρίθηκε, κατ’ αποδοχή σχετικών πρακτικών των Επιτροπών Αξιολόγησης, η ένταξη έργων στο εν λόγω Πρόγραμμα και η χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα αυτό, μεταξύ άλλων, της επιχείρησης της αιτούσας εταιρείας. Εκδόθηκε δε σχετικώς η .../21.7.2011 απόφαση του αυτού Αναπληρωτή Υπουργού, στην οποία ορίζεται ότι ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται σε 398.480,00 ευρώ και η εγκριθείσα δημόσια χρηματοδότηση σε 179.316,00 ευρώ, με δυνατότητα χορήγησης προκαταβολής, ίσης κατ’ ανώτατο όριο με το 50% της δημόσιας χρηματοδότησης, εφόσον ο δικαιούχος προσκομίσει ισόποση εγγυητική επιστολή προκαταβολής υπέρ του Ενδιάμεσου Φορέα Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος [ΕΦΕΠΑΕ]. Στην ίδια απόφαση ορίζεται ότι εάν δεν ολοκληρωθεί το έργο, η επιχείρηση οφείλει να επιστρέψει εντόκως τυχόν ληφθέντα ποσά, ότι όποιος επικαλείται περιστατικό ανωτέρας βίας [ο δικαιούχος ή ο ΕΦΕΠΑΕ], υποχρεούται να το γνωστοποιήσει εγγράφως στον έτερο, διαβιβάζοντας και όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, ότι για την ολοκλήρωση του έργου υποβάλλεται αίτημα Πιστοποίησης δαπανών από τον δικαιούχο και πραγματοποιείται, από τα αρμόδια όργανα, η επαλήθευση-πιστοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του έργου, καθώς και ότι απεντάσσονται αυτομάτως οι δικαιούχοι εφόσον, εντός της σχετικής προθεσμίας, δεν υπέβαλαν αίτημα και έκθεση ολοκλήρωσης. Η αιτούσα έλαβε την 17.11.2011, ως προκαταβολή, το ποσό των 89.657,99 ευρώ, με την προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής. Στη συνέχεια, έγιναν δεκτά τα αιτήματά της για την τροποποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του έργου, για την αλλαγή έδρας/τόπου υλοποίησης της επένδυσης και για εξάμηνη παράταση υλοποίησης του έργου. Όπως προκύπτει από το εισηγητικό σημείωμα της Αναπτυξιακής Εταιρείας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων [ΑΕΔΕΠ] Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, κατά την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος παράτασης, η επιχείρηση δήλωσε ότι είχε ήδη υλοποιήσει πλέον του 30% του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του επενδυτικού σχεδίου, με πλήρως εξοφλημένες δαπάνες, επισυνάπτοντας προς τεκμηρίωση δύο τιμολόγια, συνολικής αξίας 129.000 ευρώ, για να αποδείξει ότι είχε καταβληθεί εκ μέρους της ποσό ανερχόμενο στο 32,37% του εγκεκριμένου προϋπολογισμού του έργου, ύψους, όπως προεκτέθηκε, 398.480,00 ευρώ [αναλογούσα δημόσια δαπάνη 179.316,00 ευρώ]. Κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων, ως απώτερος χρόνος ολοκλήρωσης των έργων του Προγράμματος ορίσθηκε η 31η Δεκεμβρίου 2015. Ενόψει τούτου, με την 5750/10.12.2015 εγκύκλιο της ΑΕΔΕΠ, οι δικαιούχοι του Προγράμματος ενημερώθηκαν, μεταξύ άλλων, για την καταληκτική ημερομηνία υποβολής αιτημάτων τελικού ελέγχου και ολοκλήρωσης, για την υποχρέωση υποβολής αιτήματος τελικού ελέγχου έως και την 31.12.2015, για την απένταξη του έργου, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αιτήματος τελικού ελέγχου, καθώς και για την υποχρέωση επιστροφής, εντόκως, του ποσού της προκαταβολής, σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης του έργου εντός της προθεσμίας αυτής. Κατά τα εκτιθέμενα στο πόρισμα ελέγχου και διοικητικής επαλήθευσης του ΕΦΔ, η επιχείρηση της αιτούσας δεν υπέβαλε αίτημα τελικής επαλήθευσης μέχρι την 31.12.2015, καίτοι ενημερώθηκε για την υποχρέωση αυτή με τις …/4.11.2015 και …/10.12.2015 πράξεις, στις οποίες υπήρχε ρητή αναφορά για την υποχρέωση εμπρόθεσμης ολοκλήρωσης του έργου, μέχρι την 31.12.2015, και υποχρέωση εμπρόθεσμης, μέχρι την ίδια ημερομηνία, υποβολής αιτήματος και έκθεσης ολοκλήρωσης, και, συνεπώς, δεν τηρήθηκε από την αιτούσα το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της επένδυσης· σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα, εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η οικεία διάταξη του Οδηγού του Προγράμματος, η οποία προβλέπει ότι απεντάσσονται επιχειρήσεις (δικαιούχοι) που δεν υπέβαλαν αίτημα και έκθεση ολοκλήρωσης έως την 31.12.2015. Ακολούθως, με την …/22.1.2016 πράξη της Επιτροπής Αξιολόγησης Αιτημάτων και Επαληθεύσεων (Παραλαβών) Έργων Προγραμμάτων της ΑΕΔΕΠ Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, έγινε δεκτό το πόρισμα της Έκθεσης Τελικής Επαλήθευσης/Πιστοποίησης Δαπανών και, με την …/22.1.2016 πράξη, η Επιτροπή της ΑΕΔΕΠ ενέκρινε την Έκθεση Τελικής Επαλήθευσης/Πιστοποίησης Δαπανών περί μη τήρησης των προϋποθέσεων ενίσχυσης του συγκεκριμένου δικαιούχου από το Πρόγραμμα και περί εφαρμογής της προβλεπόμενης στην υπουργική απόφαση 14053/ΕΥΣ 1749/2008 [βλ. κατωτέρω] διαδικασίας, δηλαδή, της διαδικασίας για επιστροφή στον ΕΦΕΠΑΕ της ήδη καταβληθείσης προκαταβολής, ύψους 89.657,99 ευρώ, εντόκως από την ημερομηνία της καταβολής της, και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του δικαιούχου, για έκδοση εις βάρος του δικαιούχου απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και πράξης ανάκτησης. Ενόψει των ανωτέρω, η ΑΕΔΕΠ απέστειλε στον ΕΦΕΠΑΕ το σχετικό …/22.1.2016 αίτημα, προκειμένου να γίνει υπολογισμός του προς επιστροφή ποσού, εντόκως. Εξ άλλου, με την …/26.1.2016 πράξη της ΑΕΔΕΠ, η αιτούσα ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα του ελέγχου και κλήθηκε να επιστρέψει, εντός 15 ημερών, το συνολικό ποσό των 97.204,81 ευρώ (ποσό προκαταβολής 89.657,99 € και τόκοι ύψους 7.546,82 € για το χρονικό διάστημα από 18.11.2011 έως 27.1.2016). Με την εν λόγω πράξη και το συνημμένο αντίγραφο της …/22.1.2016 Τελικής Έκθεσης Πιστοποίησης Επένδυσης, γνωστοποιήθηκε στην αιτούσα ότι το αναλυτικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης είναι αναρτημένο στο Πληροφοριακό Σύστημα Κρατικών Ενισχύσεων. Επίσης δε, ενημερώθηκε η αιτούσα για το δικαίωμα υποβολής εγγράφως αντιρρήσεων επί της αξιολόγησης του αιτήματος Πιστοποίησης, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από τη λήψη της πράξης, για την οριστικοποίηση του αποτελέσματος του ελέγχου, μετά την παρέλευση άπρακτης της σχετικής προθεσμίας, καθώς και για την κίνηση των διαδικασιών επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση μη κατάθεσης εμπροθέσμως του ανωτέρω ποσού ή μη υποβολής αντιρρήσεων. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την πρώτη αίτηση .../25.10.2016 πράξη της Ειδικής Γραμματέως Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων. Με την πράξη αυτή επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση εις βάρος της αιτούσας, για συνολικό ποσό 89.657,99 €, το οποίο αντιστοιχεί σε προκαταβολή ίση με το 50% της συνολικής επιχορήγησης, με την αιτιολογία ότι το ποσό αυτό κρίθηκε, τελικώς, ως μη επιλέξιμη δαπάνη για το Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις νέες συνθήκες” του ΕΣΠΑ 2007-2013, διατυπώθηκε δε εισήγηση προς τον Γενικό Γραμματέα Βιομηχανίας, ως αρμόδιο διατάκτη της σχετικής δαπάνης, για να εκδώσει απόφαση ανάκτησης προς αναζήτηση του ως άνω ποσού, με τόκους, ως “αχρεωστήτως ή/και παρανόμως καταβληθέντος”. Εκδόθηκε, περαιτέρω, η προσβαλλόμενη με την δεύτερη αίτηση οικ. .../15.2.2017 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Βιομηχανίας, για ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, συνολικού ύψους 98.351,20 €, λόγω της μη εμπρόθεσμης υλοποίησης και ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης.
8. Επειδή, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, “Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου”, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 δε, “Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: (α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου. (β) ...”. Εξ άλλου, στο άρθρο 98 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει, ορίζεται ότι: “1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. ... γ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο. δ. ... στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά ... με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄. ζ. Η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο “υπάγονται: α) ... ε) Η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου”.
9. Επειδή, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις προκύπτουν τα εξής: Το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια έχουν την γενική δικαιοδοσία εκδίκασης των διοικητικών διαφορών, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την γενική αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών που ανακύπτουν επί προσβολής των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών [βλ. και άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989] (ΣτΕ 3919/2010 Ολομ). Το Ελεγκτικό Συνέδριο, εξ άλλου, έχει, αφενός, μη δικαιοδοτικές αρμοδιότητες προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, υπαγομένων στο καθεστώς αυτό του προληπτικού ελέγχου των δαπανών τους με ειδική διάταξη νόμου, καθώς και αρμοδιότητες κατασταλτικού ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των υπαγομένων στον ανωτέρω προληπτικό έλεγχο λοιπών νομικών προσώπων, και, αφετέρου, ειδική δικαιοδοσία για την εκδίκαση ορισμένων μόνον κατηγοριών διοικητικών διαφορών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι διαφορές που ανακύπτουν από τον κατασταλτικό έλεγχο “λογαριασμών”, ειδικότερα δε: (α) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, (β) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και (γ) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών άλλων νομικών προσώπων, όχι μόνον δημοσίου δικαίου που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, αλλά και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών των εν λόγω νομικών προσώπων έχει υπαχθεί με ειδική διάταξη νόμου στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ). Περαιτέρω, από την χρήση του όρου “ιδίως” στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγµατος περί καθορισμού των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνάγεται ότι δύναται να υπάγεται από τον νομοθέτη στην ως άνω ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του ΕλΣ και η εκδίκαση κατηγορίας διαφορών, η οποία είναι απολύτως συναφής προς τις ανατεθείσες ρητώς από το Σύνταγμα με την περίπτωση στ΄ της ανωτέρω παραγράφου 1, όπως διαφορές από τον καταλογισμό άλλων φορέων που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή υλικό, κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, η οποία τους έχει ειδικώς αναγνωρισθεί, όταν κατά την άσκηση τέτοιων διαχειριστικών πράξεων και οι ενεργούντες αυτές προσλαμβάνουν ιδιότητα δημοσίου υπολόγου (πρβλ. ΣτΕ 1621/2003, 1370/2004, 2548/2007, 4119/2012: φορέας παρέμβασης, ο οποίος έχει αναλάβει στο πλαίσιο Κανονισμών της ΕΕ το έργο της παρέμβασης και της δημόσιας αποθεματοποίησης στον τομέα των σιτηρών, ΣτΕ 275/2013: εταιρεία στην οποία ανατίθεται, από την αρμόδια για την οργάνωση, λειτουργία και διοίκηση των αερολιμένων της χώρας Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, η περισυλλογή, φύλαξη, επισκευή και συντήρηση χειραμαξιδίων κρατικού αερολιμένος, δηλαδή η διαχείριση υλικού του Δημοσίου, ΣτΕ 2889/2011 διαχειριστές “Παιδικών Εξοχών”, δυνάμει σχετικής νομοθεσίας, καθώς και ΣτΕ 3824-26/1987 για ενεργούντες παρακράτηση φόρων και υποχρεούμενους να αποδίδουν στο δημόσιο ταμείο τα παρακρατηθέντα ποσά). Προσδιοριστικό στοιχείο της έννοιας του υπολόγου είναι δε, κατά τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, η απομενηθείσα σε αυτόν ή η ασκούμενη από αυτόν εξουσία προς διαχείριση χρημάτων κλπ, που ανήκουν στο Κράτος, σε ΟΤΑ ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ακόμη και όταν η διαχείριση λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση των περιγραφομένων στον νόμο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του ασκούντος τις πράξεις διαχείρισης· η υποχρέωση αυτή του υπολόγου να αποδίδει λογαριασμό για την άσκηση της σχετικής εξουσίας διαχείρισης είναι αυτόθροη συνέπεια της ιδιότητάς του. Δεν έχει, όμως, η χρήση του ως άνω όρου “ιδίως” την έννοια ότι και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία φυσικών ή νομικών προσώπων, η οποία λαμβάνει οικονομικές παροχές από δημόσιους πόρους και καθίσταται, με την ιδιότητα του ωφελούμενου διοικούμενου, δικαιούχος των παροχών αυτών, εξομοιώνεται με δημόσιο υπόλογο και υπάγεται στην ως άνω ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ μόνου του λόγου ότι ως δικαιούχος υπόκειται, κατά νόμον, σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο, κατά την διάθεση των παροχών που έλαβε, στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής του ή και άλλης δραστηριότητας, όπως π.χ. μη κερδοσκοπικής, προκειμένου οι παροχές να διατίθενται για την εξυπηρέτηση των συναφών δημοσίων σκοπών (βλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, πρβλ. ΣτΕ 1414/2000). Τέλος, κατά πάγια νομολογία, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εισάγονται μόνο αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια διατάξεων τυπικών νόμων, όχι δε και αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια συνταγματικών διατάξεων (βλ. ΑΕΔ 38/1989, 19/1990, 5/1995, ΣτΕ 603-604/2008 Ολομ), η κρίση δε περί της φύσεως της διαφοράς ως κριτηρίου για τη διάκριση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων δεν εξαρτάται από την ερμηνεία του νόμου, αλλά ανάγεται στο ίδιο το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 294-98/1995, 495-98/1994, 3194-97/1993, 1771-72/1993, 1759-67/1993, 381-82/1993, 2295-96/1992, 1170/1992, 396-7/1992, 3234-38/1991, 816/1991 κ.ά.) και στις διατάξεις του περί καθορισμού της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 4288/1980 Ολομ).
10. Επειδή, ο κανονισμός (ΕΚ/ΕΥΡΑΤΟΜ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, “για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων” (ΕΕ L 248) ορίζει στο άρθρο 27 παρ. 1 ότι: “Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δηλαδή σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας”, στο άρθρο 48 ότι: “1. Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό ... σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, με δική της ευθύνη ... 2. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή προκειμένου να χρησιμοποιούνται οι πιστώσεις σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης” και στο άρθρο 53 [όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΚ/ΕΥΡΑΤΟΜ) 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 390)] ότι: “Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53α έως 53δ, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους: α) σε συγκεντρωτική βάση, β) με επιμερισμένη ή αποκεντρωμένη διαχείριση, ή γ) με διαχείριση από κοινού με διεθνείς οργανισμούς”. Περαιτέρω, στο άρθρο 53β [το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 29 του ως άνω Κανονισμού 1995/2006], προβλέπεται ότι: “1. Οσάκις η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό με επιμερισμένη διαχείριση, τα εκτελεστικά καθήκοντα μεταβιβάζονται στα κράτη μέλη. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ιδίως για τις ενέργειες στις οποίες αναφέρονται οι τίτλοι Ι και ΙΙ του μέρους ΙΙ [εκ των οποίων ο τίτλος ΙΙ περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, για τα διαρθρωτικά ταμεία]. 2. Με την επιφύλαξη των συμπληρωματικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στις οικείες τομεακές ρυθμίσεις και για να εξασφαλίζεται η χρησιμοποίηση των πόρων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες και αρχές, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Προς τον σκοπό αυτό ιδίως: α) βεβαιώνονται ότι οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό εκτελούνται πράγματι και κατά τον ορθό τρόπο, β) προλαμβάνουν και αντιμετωπίζουν τις παρατυπίες και τις απάτες, γ) ανακτούν τους πόρους που καταβάλλονται κατά λάθος ή χρησιμοποιούνται εσφαλμένα ή εξαφανίζονται λόγω παρατυπιών ή σφαλμάτων, δ) εξασφαλίζουν, μέσω σχετικών τομεακών ρυθμίσεων ... επαρκή εκ των υστέρων γνωστοποίηση των δικαιούχων πόρων προερχόμενων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Προς τούτο, τα κράτη μέλη διεξάγουν ελέγχους και θέτουν σε λειτουργία αποτελεσματικό και αποδοτικό σύστημα εσωτερικών ελέγχων ... Εφόσον κρίνεται αναγκαίο και ενδεδειγμένο, κινούν νομικές διαδικασίες. 3. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετήσια σύνοψη, στο κατάλληλο εθνικό επίπεδο, όλων των διαθέσιμων λογιστικών ελέγχων και δηλώσεων. 4. Για να βεβαιώνεται ότι οι πόροι χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες, η Επιτροπή εφαρμόζει διαδικασίες εκκαθάρισης λογαριασμών ή μηχανισμούς δημοσιονομικών διορθώσεων που της επιτρέπουν να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού”.
11. Επειδή, ο ανωτέρω κανονισμός 1605/2002 αντικαταστάθηκε, ακολούθως, από τον κανονισμό (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, “σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ...” (ΕΕ L 298). Στον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος εφαρμόζεται από την 1.1.2013 [κατά το άρθρο 214 αυτού], πλην ειδικώς προβλεπομένων εξαιρέσεων, ως “δικαιούχος” ορίζεται το “φυσικό ή νομικό πρόσωπο με το οποίο έχει υπογραφεί συμφωνία επιδότησης ή στο οποίο έχει κοινοποιηθεί Απόφαση επιδότησης” και ως “αποδέκτης” ορίζεται “ο δικαιούχος ... ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει έπαθλα ή χρηματοδότηση στο πλαίσιο ενός χρηματοδοτικού μέσου” (άρθρο 2 στοιχεία ζ και ηα, αντιστοίχως), περιέχονται δε, στα άρθρα 30 παρ. 1, 53 παρ. 1, 2 και 58 παρ. 1, ρυθμίσεις αντίστοιχες προς εκείνες των άρθρων 27 παρ. 1, 48 παρ. 1, 2 και 53β του καταργηθέντος κανονισμού 1605/2002. Και στον νεώτερο αυτό κανονισμό προβλέπεται δυνατότητα επιμερισμένης διαχείρισης με τα κράτη μέλη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, ορίζονται δε, στο άρθρο 59 αυτού, τα εξής: “1. Όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχείρισης, τα εκτελεστικά καθήκοντα ανατίθενται στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη τηρούν τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, της διαφάνειας και της μη εφαρμογής διακρίσεων και εξασφαλίζουν την προβολή της δράσης της Ένωσης κατά τη διαχείριση των πόρων της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εκπληρούν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους όσον αφορά τους λογιστικούς και άλλους ελέγχους και αναλαμβάνουν τις απορρέουσες ευθύνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Ορίζονται συμπληρωματικές διατάξεις σε ειδικούς τομεακούς κανόνες. 2. Κατά την εκτέλεση καθηκόντων που συνδέονται με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ... για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και συγκεκριμένα: α) εξασφαλίζουν ότι οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό εκτελούνται με ενδεδειγμένο και αποτελεσματικό τρόπο και σύμφωνα με τους εφαρμοστέους τομεακούς κανόνες, και για τον σκοπό αυτό διαπιστεύουν κατά την παράγραφο 3 και εποπτεύουν οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση και τον έλεγχο των πόρων της Ένωσης· β) προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν και αντιμετωπίζουν τις περιπτώσεις παρατυπιών και απάτης. Προκειμένου να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, τα κράτη μέλη, σε πλαίσιο τήρησης της αρχής της επικουρικότητας και συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των σχετικών τομεακών κανόνων, διενεργούν εκ των προτέρων και εκ των υστέρων ελέγχους, καθώς και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, επιτόπιους ελέγχους σε αντιπροσωπευτικά και/ή βάσει κινδύνου δείγματα πράξεων. Ακόμη, τα κράτη μέλη ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά και, εάν είναι απαραίτητο, κινούν νομικές διαδικασίες. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις στους αποδέκτες όποτε αυτό προβλέπεται στους ειδικούς τομεακούς κανόνες και σε ειδικές διατάξεις στην εθνική νομοθεσία ... 3. Σύμφωνα με τα κριτήρια και τις διαδικασίες που καθορίζονται στους ειδικούς τομεακούς κανόνες, τα κράτη μέλη, αποφασίζοντας στο κατάλληλο επίπεδο, ορίζουν οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση και τον έλεγχο των πόρων της Ένωσης. Οι οργανισμοί αυτοί μπορούν επίσης να εκτελούν καθήκοντα που δεν συνδέονται με τη διαχείριση των πόρων της Ένωσης και μπορούν να αναθέτουν ορισμένα από τα καθήκοντά τους σε άλλους οργανισμούς … Εάν τα αποτελέσματα των λογιστικών και λοιπών ελέγχων δείχνουν ότι οι ορισθέντες οργανισμοί δεν συμμορφώνονται πια προς τα κριτήρια που τίθενται στους τομεακούς κανόνες, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη διόρθωση των ανεπαρκειών στην εκτέλεση των καθηκόντων αυτών των οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της λήξης της ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με τους τομεακούς κανόνες … 4. Οι δυνάμει της παραγράφου 3 ορισθέντες οργανισμοί: α) καθορίζουν αποτελεσματικό και αποδοτικό σύστημα εσωτερικών ελέγχων και διασφαλίζουν τη λειτουργία του· β) χρησιμοποιούν λογιστικό σύστημα που παρέχει εγκαίρως ακριβή, πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία· γ) παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 5· δ) εξασφαλίζουν ... την εκ των υστέρων γνωστοποίηση ... 5. Οι δυνάμει της παραγράφου 3 ορισθέντες οργανισμοί παρέχουν στην Επιτροπή, μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επόμενου οικονομικού έτους, τα ακόλουθα: α) τους λογαριασμούς τους ... βάσει των ειδικών ανά τομέα κανόνων, σχετικά με τις δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τις οποίες υπέβαλαν στην Επιτροπή για επιστροφή ... Οι λογαριασμοί συνοδεύονται από διαχειριστική δήλωση με την οποία επιβεβαιώνεται ότι, κατά την άποψη των αρμοδίων για την διαχείριση των πόρων: (i) τα στοιχεία παρουσιάζονται με τον κατάλληλο τρόπο και είναι πλήρη και ακριβή, (ii) οι δαπάνες χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονταν, βάσει των ειδικών ανά τομέα κανόνων, (iii) τα εφαρμοζόμενα συστήματα ελέγχου παρέχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις όσον αφορά την νομιμότητα και κανονικότητα των υποκείμενων πράξεων· β) ετήσια σύνοψη των τελικών εκθέσεων λογιστικού ελέγχου και των ελέγχων που έχουν διενεργηθεί ... Οι .... λογαριασμοί και οι ... συνόψεις συνοδεύονται από γνώμη ανεξάρτητου ελεγκτικού οργανισμού ... 8. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ... σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για την επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης μητρώου των αρμόδιων φορέων για τη διαχείριση και έλεγχο των κονδυλίων της Ένωσης, καθώς και για μέτρα που αποσκοπούν στην προώθηση βέλτιστων πρακτικών”.
12. Επειδή, εξ άλλου, οι γενικοί κανόνες που διέπουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) (διαρθρωτικά ταμεία) και το Ταμείο Συνοχής, καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ L 210), με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που καθορίζονται στους κανονισμούς (ΕΚ) 1080/2006 για το ΕΤΠΑ (ΕΕ L 210), (ΕΚ) 1081/2006 για το ΕΚΤ (ΕΕ L 210) και (ΕΚ) 1084/2006 για το Ταμείο Συνοχής (ΕΕ L 210). Ο εν λόγω κανονισμός 1083/2006 ορίζει τους στόχους στην επίτευξη των οποίων πρέπει να συμβάλουν τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής, “τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κράτη μέλη και οι περιφέρειες είναι επιλέξιμα ... τους διαθέσιμους δημοσιονομικούς πόρους και τα κριτήρια για την κατανομή τους”, καθορίζει “το πλαίσιο της πολιτικής για τη συνοχή ... το εθνικό στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς και τη διαδικασία εξέτασης σε κοινοτικό επίπεδο”, προς τούτο δε, “καθορίζει τις αρχές και τους κανόνες όσον αφορά την εταιρική σχέση, τον προγραμματισμό, την αξιολόγηση, τη διαχείριση, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής διαχείρισης, την παρακολούθηση και τον έλεγχο με βάση τις συντρέχουσες αρμοδιότητες των κρατών μελών και της Επιτροπής” (άρθρο 1). Στο άρθρο 2 του ως άνω Κανονισμού περιλαμβάνονται ορισμοί για το “επιχειρησιακό πρόγραμμα”, και τον “άξονα προτεραιότητας” στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος, ορίζεται δε: ως “πράξη” (στοιχείο 3) το έργο ή η ομάδα έργων “που επιλέγονται από την διαχειριστική αρχή του οικείου επιχειρησιακού προγράμματος ή με ευθύνη της σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται από την επιτροπή παρακολούθησης και υλοποιούνται από έναν ή περισσότερους δικαιούχους προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του άξονα προτεραιότητας με τον οποίο σχετίζονται”, ως “δικαιούχος” (στοιχείο 4) ο δημόσιος ή ιδιωτικός οργανισμός, φορέας ή επιχείρηση, ο αρμόδιος για την έναρξη ή την έναρξη και υλοποίηση πράξεων, ως “ενδιάμεσος φορέας” (στοιχείο 6) κάθε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας ή υπηρεσία “η οποία ενεργεί υπό την ευθύνη διαχειριστικής αρχής ή αρχής Πιστοποίησης ή η οποία εκτελεί καθήκοντα για λογαριασμό μιας τέτοιας αρχής σε σχέση με δικαιούχους που υλοποιούν πράξεις” και ως “παρατυπία” (στοιχείο 7) “κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον καταλογισμό στον κοινοτικό προϋπολογισμό αδικαιολόγητης δαπάνης”. Στον Κανονισμό καθορίζονται, επίσης, ο σκοπός της δράσης που αναλαμβάνει η Κοινότητα με τη βοήθεια των Ταμείων, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι τρεις ειδικότεροι στόχοι των Ταμείων [Σύγκλιση, Περιφερειακή ανταγωνιστικότητα και απασχόληση και Ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία] (άρθρα 3-4), ορίζεται δε ότι τα Ταμεία παρέχουν συνδρομή, η οποία συμπληρώνει τις εθνικές δράσεις, “ενσωματώνοντας τις προτεραιότητες της Κοινότητας στην εν λόγω δράσεις” (άρθρο 9), ότι η επίτευξη των στόχων των Ταμείων “επιδιώκεται στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας ... μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους” [εταιρική σχέση], ότι “[η] εταιρική σχέση καλύπτει την εκπόνηση, την υλοποίηση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των επιχειρησιακών προγραμμάτων” (άρθρο 11), ότι “η υλοποίηση των επιχειρησιακών προγραμμάτων ... αποτελεί ευθύνη των κρατών μελών στο ενδεικνυόμενο εδαφικό επίπεδο” (άρθρο 12) και ότι ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά τα Ταμεία εκτελείται στα πλαίσια επιµερισµένης διαχείρισης µεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 1 στοιχείο β΄ του προαναφερθέντος κανονισµού (EΚ, Eυρατόµ) 1605/2002, εφαρμόζεται δε η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του αυτού κανονισμού (άρθρο 14). Περιέχονται, ακολούθως, διατάξεις για το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς, το οποίο εξασφαλίζει ότι η συνδρομή από τα Ταμεία συμβαδίζει με τις κοινοτικές στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές και προσδιορίζει τον σύνδεσμο μεταξύ των κοινοτικών προτεραιοτήτων και του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων (άρθρο 27), καθώς και για τα επιχειρησιακά προγράμματα στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (άρθρα 32 επ.), και ορίζεται ότι το κράτος μέλος ή η διαχειριστική αρχή μπορεί να αναθέτει τη διαχείριση και την υλοποίηση μέρους επιχειρησιακού προγράμματος σε έναν ή περισσότερους ενδιάμεσους φορείς, με σχετική συμφωνία και υπό την επιφύλαξη της οικονομικής ευθύνης της διαχειριστικής αρχής και των κρατών μελών (άρθρο 42). Κατά το άρθρο 58, “[τ]α συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των επιχειρησιακών προγραμμάτων που συγκροτούνται από τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τα εξής: α) τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των ενδιαφερόμενων φορέων στους τομείς της διαχείρισης και του ελέγχου και κατανομή αρμοδιοτήτων στα πλαίσια κάθε φορέα· β) τη συμμόρφωση προς την αρχή του διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων αυτών και στο εσωτερικό των εν λόγω φορέων· γ) διαδικασίες που να διασφαλίζουν την ορθότητα και την κανονικότητα των δαπανών που δηλώνονται στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος· δ) αξιόπιστα συστήματα λογιστικής παρακολούθησης και σύνταξης οικονομικών εκθέσεων ... ζ) συστήματα και διαδικασίες για την εξασφάλιση επαρκούς διαδρομής ελέγχου ...”. Κατά το άρθρο 59, για κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα το κράτος μέλος ορίζει: α) διαχειριστική αρχή για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος [εθνική, περιφερειακή ή τοπική δημόσια αρχή ή δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που ορίζεται από το κράτος μέλος], β) αρχή Πιστοποίησης για την πιστοποίηση καταστάσεων δαπανών και αιτήσεων πληρωμής πριν διαβιβασθούν στην Επιτροπή [εθνική, περιφερειακή ή τοπική δημόσια αρχή ή φορέας που ορίζεται από το κράτος μέλος] και γ) αρχή ελέγχου [εθνική, περιφερειακή ή τοπική δημόσια αρχή ή οντότητα], λειτουργικά ανεξάρτητη από την διαχειριστική αρχή και την αρχή Πιστοποίησης, η οποία είναι υπεύθυνη “για τον έλεγχο της ουσιαστικής λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου”. Κατά το αυτό άρθρο: “Η ίδια αρχή είναι δυνατό να ορίζεται για περισσότερα από ένα επιχειρησιακά προγράμματα. Το κράτος μέλος μπορεί να ορίζει έναν ή περισσότερους ενδιάμεσους φορείς που επιτελούν ορισμένα ή και όλα τα καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής ή της αρχής Πιστοποίησης υπό την ευθύνη αυτής της αρχής”. Κατά το επόμενο άρθρο 60, “Η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την υλοποίηση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ιδίως με στόχο: α) τη διασφάλιση της επιλογής των προς χρηματοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα καθώς και της συμμόρφωσής τους με τους ισχύοντες κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες, καθ’ όλη την περίοδο υλοποίησής τους· β) την επαλήθευση της παράδοσης των συγχρηματοδοτούμενων προϊόντων και υπηρεσιών και της ... πραγματοποίησης των δαπανών που δηλώνουν οι δικαιούχοι για τις διάφορες πράξεις καθώς και της συμμόρφωσής τους προς τους κοινοτικούς και τους εθνικούς κανόνες ... στ) τον καθορισμό διαδικασιών ... για τη διασφάλιση επαρκούς διαδρομής ελέγχου ... ζ) τη διασφάλιση ότι η αρχή Πιστοποίησης λαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες και τις επαληθεύσεις που πραγματοποιούνται σε σχέση με τη δαπάνη για σκοπούς Πιστοποίησης· η) την καθοδήγηση των εργασιών της αρχής παρακολούθησης και τον εφοδιασμό της με τα απαιτούμενα έγγραφα τα οποία καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση της ποιότητας υλοποίησης του επιχειρησιακού προγράμματος υπό το φως των συγκεκριμένων του στόχων ...”. Κατά το άρθρο 61, “Η αρχή Πιστοποίησης ενός επιχειρησιακού προγράμματος είναι υπεύθυνη ιδίως για: α) ... στ) την τήρηση μητρώου των ποσών που μπορούν να ανακτηθούν και των ποσών που αποσύρονται μετά από ακύρωση του συνόλου ή μέρους της συνεισφοράς για μια πράξη. Τα ανακτηθέντα ποσά επιστρέφονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από το κλείσιμο του επιχειρησιακού προγράμματος, με αφαίρεσή τους από την επόμενη κατάσταση δαπανών”. Κατά το άρθρο 70, “1. Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ιδίως λαμβάνοντας τα ακόλουθα μέτρα: α) διασφαλίζουν ότι τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου για τα επιχειρησιακά προγράμματα έχουν οργανωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 58 έως 62 και λειτουργούν ουσιαστικά· β) προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν παρατυπίες και ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά μαζί με τους τόκους υπερημερίας, ανάλογα με την περίπτωση … 2. Στην περίπτωση που είναι αδύνατη η ανάκτηση ποσών καταβληθέντων αχρεωστήτως σε δικαιούχο, το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την επιστροφή των απολεσθέντων ποσών στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αποδεικνύεται ότι η απώλεια προκλήθηκε λόγω παρατυπίας ή αμέλειάς του”. Κατά το άρθρο 78 παρ. 1, “Όλες οι δηλώσεις δαπανών περιλαμβάνουν, για κάθε άξονα προτεραιότητας, το συνολικό ποσό των επιλέξιμων δαπανών ... στις οποίες υποβλήθηκαν οι δικαιούχοι για την υλοποίηση των πράξεων καθώς και την αντίστοιχη δημόσια συνεισφορά που έχει καταβληθεί ή οφείλεται στους δικαιούχους σύμφωνα με τους όρους που διέπουν τη δημόσια συνεισφορά. Οι δαπάνες που καταβάλλουν οι δικαιούχοι δικαιολογούνται από εξοφλημένα τιμολόγια ή λογιστικά έγγραφα ισοδύναμης αποδεικτικής αξίας ...”. Στο άρθρο 93 παρ. 1 προβλέπεται ότι “Η Επιτροπή αποδεσμεύει αυτομάτως κάθε τμήμα των αναλήψεων υποχρεώσεων του προϋπολογισμού σε ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε για την καταβολή των πληρωμών προχρηματοδότησης ή των ενδιάμεσων πληρωμών, ή για το οποίο δεν υποβλήθηκε αίτηση πληρωμής ... έως τις 31 Δεκεμβρίου του δεύτερου έτους μετά το έτος της ανάληψης δεσμεύσεων του προϋπολογισμού δυνάμει του προγράμματος …”, στο δε άρθρο 97 παρ. 3 ότι “Η συνεισφορά του Ταμείου στο επιχειρησιακό πρόγραμμα μειώνεται, για το σχετικό έτος, κατά το αυτομάτως αποδεσμευόμενο ποσό…”. Τέλος, στο άρθρο 98 παρ. 1 και 2 του ως άνω Κανονισμού, υπό τον τίτλο “Δημοσιονομικές διορθώσεις από τα κράτη μέλη”, ορίζονται τα εξής: “1. Τα κράτη μέλη φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για τη διερεύνηση των παρατυπιών, ενεργώντας βάσει στοιχείων για οποιαδήποτε μείζονος σημασίας μεταβολή η οποία επηρεάζει τη φύση ή τους όρους υλοποίησης ή τον έλεγχο πράξεων ή επιχειρησιακών προγραμμάτων καθώς και για τη διενέργεια των απαιτούμενων δημοσιονομικών διορθώσεων. 2. Το κράτος μέλος προβαίνει στις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά τις μεμονωμένες ή συστημικές παρατυπίες που διαπιστώνονται σε πράξεις ή επιχειρησιακά προγράμματα. Οι διορθώσεις που διενεργούνται από το κράτος μέλος συνίστανται στην ακύρωση του συνόλου ή μέρους της δημόσιας συνεισφοράς του επιχειρησιακού προγράμματος. Το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των παρατυπιών καθώς και την οικονομική απώλεια του Ταμείου ...”, σύμφωνα δε με το άρθρο 101, “Τυχόν δημοσιονομική διόρθωση από την Επιτροπή δεν επηρεάζει την υποχρέωση του κράτους μέλους να επιδιώκει ανακτήσεις δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και να ανακτά κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης ...”.
13. Επειδή, σχετικές ρυθμίσεις περιέχονται, περαιτέρω: (α) στον κανονισμό 1080/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006 για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΕ L 210) [ο οποίος καταργήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό 1301/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 (ΕΕ L 347)] και (β) στον κανονισμό (ΕΚ) 1828/2006 της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2006 για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 και του κανονισμού (ΕΚ) 1080/2006 (ΕΕ L 371). Ειδικότερα, ο τελευταίος αυτός κανονισμός 1828/2006 της Επιτροπής ορίζει στο άρθρο 13 παρ. 2 ότι οι επαληθεύσεις που διενεργεί η διαχειριστική αρχή, δυνάμει του άρθρου 60 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006, “καλύπτουν τις διοικητικές, δημοσιονομικές, τεχνικές και φυσικές πτυχές των πράξεων, όπως ενδείκνυται. Οι επαληθεύσεις εξασφαλίζουν ότι οι δηλωθείσες δαπάνες είναι πραγματικές, ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν σύμφωνα με την απόφαση έγκρισης, ότι οι αιτήσεις επιστροφής δαπανών από τον δικαιούχο είναι ορθές και ότι οι πράξεις και οι δαπάνες είναι σύμφωνες με τους κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες ... Οι επαληθεύσεις περιλαμβάνουν τις ακόλουθες διαδικασίες: α) διοικητικές επαληθεύσεις… β) επιτόπιες επαληθεύσεις επιμέρους πράξεων …”, στο δε άρθρο 15 ορίζει ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 60 στοιχείο στ) του κανονισμού 1083/2006, “η διαδρομή ελέγχου θεωρείται επαρκής εφόσον, για το σχετικό επιχειρησιακό πρόγραμμα, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: α) επιτρέπει τη συμφωνία μεταξύ των συνολικών ποσών που πιστοποιούνται στην Επιτροπή και των αναλυτικών λογιστικών εγγράφων και δικαιολογητικών που τηρούνται από την αρχή Πιστοποίησης, τη διαχειριστική αρχή, τους ενδιάμεσους φορείς και τους δικαιούχους όσον αφορά πράξεις που συγχρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος· β) επιτρέπει την επαλήθευση της καταβολής της δημόσιας συνεισφοράς στον δικαιούχο· γ) επιτρέπει την επαλήθευση της εφαρμογής των κριτηρίων επιλογής που καθορίζονται από την επιτροπή παρακολούθησης για το επιχειρησιακό πρόγραμμα· δ) περιέχει, για κάθε πράξη, κατά περίπτωση, τις τεχνικές προδιαγραφές και το σχέδιο χρηματοδότησης, έγγραφα σχετικά με την έγκριση επιχορήγησης, έγγραφα για τις διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων, εκθέσεις προόδου και εκθέσεις σχετικά με τις επαληθεύσεις και τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν”.
14. Επειδή, ο ν. 3614/2007 (Α΄ 267), επίκληση του οποίου γίνεται και στο προοίμιο των προσβαλλομένων πράξεων, αποτελεί το εθνικό πλαίσιο για την εφαρμογή, βάσει των ανωτέρω κανονισμών, αναπτυξιακών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής, κατά την προγραμματική περίοδο 2007 - 2013. Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού περιέχονται ορισμοί: (α) για το “Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς” [ΕΣΠΑ], το οποίο καταρτίζεται από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία και τους λοιπούς εταίρους, και “σε διάλογο” με την Επιτροπή των ΕΚ, και αποτελεί “πλαίσιο αναφοράς για την κατάρτιση του προγραμματισμού” του ΕΤΠΑ, του ΕΚΤ και του Ταμείου Συνοχής, (β) για το “Επιχειρησιακό Πρόγραμμα”, το οποίο καταρτίζεται από τα αρμόδια Υπουργεία, τις Περιφέρειες και τους λοιπούς φορείς, εγκρίνεται από την Επιτροπή και “καθορίζει μια αναπτυξιακή στρατηγική με τη χρήση ενός συνεκτικού συνόλου προτεραιοτήτων, που θα επιτευχθεί με τη συνδρομή ενός Ταμείου”, (γ) για τους “Άξονες προτεραιότητας”, που έχουν συγκεκριμένους στόχους και περιλαμβάνουν ομάδα πράξεων, σχετιζόμενων μεταξύ τους. Κατά τους ορισμούς του ίδιου άρθρου: Ως “πράξη” νοείται έργο ή ομάδα έργων που επιλέγονται από την διαχειριστική αρχή του οικείου επιχειρησιακού προγράμματος ή με ευθύνη της, σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια “και υλοποιούνται από έναν ή περισσότερους δικαιούχους προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του άξονα προτεραιότητας με τον οποίο σχετίζονται”. Ως “δικαιούχος” νοείται ο δημόσιος ή ιδιωτικός οργανισμός, φορέας ή επιχείρηση, που είναι “αρμόδιος για την έναρξη ή την έναρξη και υλοποίηση πράξεων”. Ως “παρατυπία” νοείται κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον καταλογισμό στον κοινοτικό προϋπολογισμό αδικαιολόγητης δαπάνης [βλ. ανωτέρω τους αντίστοιχους ορισμούς του κανονισμού 1083/2006]. Στο άρθρο 3 του ν. 3614/2007, που αφορά την Διαχειριστική Αρχή, ορίζονται τα εξής: “1. Η διαχείριση κάθε επιχειρησιακού προγράμματος του ΕΣΠΑ ... ασκείται μέσω ειδικής υπηρεσίας (διαχειριστική αρχή) ... 2. Η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου ... και την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Στο πλαίσιο αυτό η διαχειριστική αρχή: (α) επιλέγει τις προς χρηματοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο εκάστοτε επιχειρησιακό πρόγραμμα και διασφαλίζει τη συμμόρφωση τους με τους ισχύοντες κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες, καθ’ όλη την περίοδο υλοποίησης τους, (β) διενεργεί επαληθεύσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 ... (δ) διασφαλίζει ότι οι δικαιούχοι και οι άλλοι φορείς που εμπλέκονται στην υλοποίηση πράξεων τηρούν είτε χωριστό λογιστικό σύστημα είτε επαρκή λογιστική κωδικοποίηση για όλες τις συναλλαγές που έχουν σχέση με την πράξη ... (ιζ) προβαίνει στην ακύρωση μέρους ή του συνόλου της κοινοτικής συνεισφοράς της πράξης η οποία επιβάλλεται βάσει των αποτελεσμάτων επαλήθευσης ή ελέγχου, (ιη) [όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3840/2010 (Α΄ 53)] διαβιβάζει την απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης στον αρμόδιο διατάκτη, για την έκδοση απόφασης ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, τα οποία διαπιστώνονται βάσει των επαληθεύσεων που διενεργεί”. Στο άρθρο 4 ρυθμίζονται τα σχετικά με τους Ενδιάμεσους Φορείς Διαχείρισης, “οι οποίοι αναλαμβάνουν την άσκηση μέρους των αρμοδιοτήτων της διαχειριστικής αρχής επιχειρησιακού προγράμματος, ενεργώντας σε σχέση με δικαιούχους που εκτελούν πράξη για λογαριασμό και υπό την ευθύνη της διαχειριστικής αρχής” [παρ. 1]· ορίζεται δε ότι η διαχειριστική αρχή του επιχειρησιακού προγράμματος συντονίζει και εποπτεύει την άσκηση των αρμοδιοτήτων των ενδιάμεσων φορέων και έχει την τελική ευθύνη έναντι της Επιτροπής [παρ. 7] και ότι οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού για την διαχειριστική αρχή εφαρμόζονται αναλόγως και στους ενδιάμεσους φορείς διαχείρισης [παρ. 8]. Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 [όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του δεύτερου εδαφίου της με το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18)], “Με απόφαση του Γενικού ή Ειδικού Γραμματέα στον οποίο υπάγεται η ειδική υπηρεσία διαχείρισης του επιχειρησιακού προγράμματος ... διενεργείται η ένταξη των πράξεων στο επιχειρησιακό πρόγραμμα ή η ανάκληση αυτής, με την επιφύλαξη του άρθρου 4. Αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης ένταξης πράξης ... αποτελεί το σύμφωνο αποδοχής των όρων της απόφασης ένταξης υπογεγραμμένο από τον νόμιμο εκπρόσωπο του δικαιούχου”, σύμφωνα δε με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, με υπουργική απόφαση “ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της απόφασης ένταξης πράξης σε επιχειρησιακό πρόγραμμα και το περιεχόμενο του συμφώνου της παραγράφου 1, στο οποίο περιλαμβάνονται οι όροι ένταξης και οι υποχρεώσεις των δικαιούχων ...”. Στο άρθρο 8 ορίζονται τα εξής: “1. Αντικείμενο των επαληθεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 60 (β) του Κανονισμού [1083/2006] και το άρθρο 13 του Εφαρμοστικού Κανονισμού [1828/2006], είναι η επιβεβαίωση της παράδοσης των συγχρηματοδοτούμενων προϊόντων και υπηρεσιών και της πραγματικής πραγματοποίησης των δαπανών που δηλώνουν οι δικαιούχοι για τις διάφορες πράξεις, καθώς και της συμμόρφωσής τους προς τους κοινοτικούς και τους εθνικούς κανόνες. Οι επαληθεύσεις που πραγματοποιούνται καλύπτουν τις ενδεικνυόμενες διοικητικές, οικονομικές, τεχνικές και φυσικές πτυχές των πράξεων. Αντικείμενο των επαληθεύσεων είναι να βεβαιωθεί ότι: (α) η δηλωθείσα δαπάνη είναι πραγματική, (β) τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες έχουν παραδοθεί σύμφωνα με την απόφαση ένταξης, (γ) οι δηλώσεις δαπανών από τους δικαιούχους είναι ορθές, (δ) η πράξη και η δαπάνη είναι σύμφωνες με το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο και (ε) τηρήθηκαν οι κατάλληλες διαδικασίες για την αποφυγή διπλής χρηματοδότησης της δαπάνης από άλλα κοινοτικά ή εθνικά χρηματοδοτικά μέσα ή από άλλη προγραμματική περίοδο. 2. Οι πραγματοποιούμενες επαληθεύσεις αφορούν: (α) διοικητικές επαληθεύσεις για κάθε δήλωση δαπανών που υποβάλλεται από τους δικαιούχους, κατά τις οποίες επιβεβαιώνονται τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 με τα κατάλληλα έγγραφα, (β) επιτόπιες επαληθεύσεις επί μέρους πράξεων. 3. ... 4. Η αρμόδια διαχειριστική αρχή ή ο ενδιάμεσος φορέας διαχείρισης, στην περίπτωση διαπίστωσης παράβασης εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τη φύση της παράβασης και τις δημοσιονομικές της επιπτώσεις, δύναται να προβεί σε ακύρωση μέρους ή του συνόλου της χρηματοδότησης της πράξης από το επιχειρησιακό πρόγραμμα, καταχωρώντας τις αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές στο ΟΠΣ και ενημερώνει σχετικά την αρχή Πιστοποίησης. Όπου απαιτείται ενημερώνει την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για τη συνέχιση ή μη της χρηματοδότησης του έργου από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Στις περιπτώσεις που απαιτείται ανάκτηση αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών διαβιβάζει την απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης στον αρμόδιο διατάκτη για τη λήψη σχετικής απόφασης [όπως το εδάφιο αυτό της παραγράφου 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3840/2010] ... 5. Η αρμόδια διαχειριστική αρχή ή ο ενδιάμεσος φορέας διαχείρισης, εφόσον έχει σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη παραβάσεων εθνικού ή κοινοτικού δικαίου προβαίνει στη διενέργεια έκτακτης επιτόπιας επαλήθευσης, ενημερώνει την αρχή Πιστοποίησης και όπου απαιτείται ζητά την αναστολή χρηματοδότησης της πράξης από την αρμόδια υπηρεσία. Εφόσον κατά την επιτόπια επαλήθευση διαπιστωθεί παράβαση Εθνικού ή Κοινοτικού Δικαίου εφαρμόζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4”. Στο άρθρο 13 παρ. 2 του ιδίου νόμου καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Αρχής Πιστοποίησης, η οποία “έχει ως σκοπό την εξασφάλιση των χρηματοδοτικών ροών από το ΕΤΠΑ, το ΕΚΤ και το Ταμείο Συνοχής για τα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ”. Η αρχή Πιστοποίησης: “(α) καταρτίζει και υποβάλλει στην Επιτροπή τις αιτήσεις πληρωμών και τις δηλώσεις δαπανών ... για όλα τα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ και είναι αποδέκτης των εγκρίσεων πληρωμών των διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής που αφορούν σε αυτές, (β) πιστοποιεί ότι: (i) η δήλωση δαπανών είναι ακριβής, ότι είναι προϊόν αξιόπιστων λογιστικών συστημάτων και ότι στηρίζεται σε επαληθεύσιμα δικαιολογητικά, (ii) οι δηλωθείσες δαπάνες συμμορφώνονται προς τους ισχύοντες κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες και ότι διενεργήθηκαν για πράξεις που επελέγησαν για χρηματοδότηση σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο πρόγραμμα και πληρούν τους ισχύοντες κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες ... (ζ) τηρεί μητρώο των ποσών που μπορούν να ανακτηθούν και των ποσών που αποσύρονται μετά από ακύρωση του συνόλου ή μέρους της συνεισφοράς για μια πράξη και αποστέλλει στην Επιτροπή ... δήλωση... Τα ανακτηθέντα ποσά επιστρέφονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από το κλείσιμο του επιχειρησιακού προγράμματος, με αφαίρεσή τους από την επόμενη κατάσταση δαπανών ... (θ) παρακολουθεί τη διαδικασία μεταφοράς των σχετικών πιστώσεων στους δικαιούχους ... (ιγ) δύναται να διενεργεί επιθεωρήσεις στους φορείς των άρθρων 3 και 4, στους δικαιούχους συγχρηματοδοτούμενων πράξεων και στις πράξεις τους και να συντάσσει εκθέσεις για τη λήψη τυχόν απαιτούμενων ενεργειών. Σε περιπτώσεις σημαντικών καθυστερήσεων στην υλοποίηση έργων με ενδεχόμενο κίνδυνο απωλειών κοινοτικών πόρων, δύναται να αποστέλλει στους δικαιούχους προειδοποιητική επιστολή και στην περίπτωση οριστικής απώλειας δύναται να εισηγείται τη μετακύλιση σε αυτούς των δημοσιονομικών επιπτώσεων”. Στο άρθρο 14 παρ. 1 και 2 [όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 3840/2010] ορίζεται ότι “1. Η κρατική και κοινοτική συμμετοχή για όλες τις πράξεις που εντάσσονται στα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ ... εκτός των μέτρων που χρηματοδοτούνται από τον τακτικό προϋπολογισμό, είναι δημόσιες επενδύσεις κατά την οικεία νομοθεσία και μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. 2. Η απόφαση ένταξης της πράξης σε επιχειρησιακό πρόγραμμα ... αποτελεί αυτοδίκαιη πρόταση εγγραφής σε συλλογική απόφαση του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων του φορέα χρηματοδότησης ...”. Στο άρθρο 15 ορίζεται ως Αρχή Ελέγχου, για όλα τα προγράμματα του ΕΣΠΑ, η υπαγόμενη στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών “Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου” (ΕΔΕΛ). Η ΕΔΕΛ “έχει την ευθύνη για τον έλεγχο της ουσιαστικής λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου των επιχειρησιακών προγραμμάτων”, διασφαλίζει τη διενέργεια ελέγχων για την επαλήθευση της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος και διασφαλίζει, επίσης, “ότι οι έλεγχοι των πράξεων πραγματοποιούνται σε κατάλληλο δείγμα για την επαλήθευση των δηλωθ[εισών] στην Επιτροπή δαπανών, διαμορφώνοντας προς τον σκοπό αυτό πρόσφορη μεθοδολογία δειγματοληψίας. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 6, οι έλεγχοι της ΕΔΕΛ, που πραγματοποιούνται επιτόπου, βάσει των τηρούμενων από τον δικαιούχο εγγράφων και αρχείων, “επαληθεύουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η πράξη ικανοποιεί τα κριτήρια επιλογής για το επιχειρησιακό πρόγραμμα, υλοποιήθηκε σύμφωνα με την απόφαση ένταξης και πληροί οποιονδήποτε ισχύοντα όρο ως προς τη λειτουργικότητα και τη χρήση της ή σχετικά με τους επιδιωκόμενους στόχους, (β) οι δηλωθείσες στην Επιτροπή δαπάνες αντιστοιχούν στα λογιστικά έγγραφα και τα δικαιολογητικά που τηρούνται από τον δικαιούχο, (γ) οι δηλωθείσες στην Επιτροπή δαπάνες συνάδουν προς τους κοινοτικούς και τους εθνικούς κανόνες …”· κατά την παράγραφο 10 του ιδίου άρθρου, μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων του ελέγχου, “σε περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθείσα δαπάνη, αυτή καταλογίζεται στον λαβόντα με ευθύνη του Υπουργού Οικονομικών” [όπως η παρ. 10 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 7 του ν. 3840/2010]. Κατά το άρθρο 21, ο δικαιούχος “παρέχει στις αρμόδιες διαχειριστικές αρχές όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την αξιολόγηση και την ... παρακολούθηση του έργου” [παρ. 2], κατά την εκτέλεση του έργου παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την πρόοδο του έργου και κατά την ολοκλήρωσή του υποχρεούται να καταρτίζει αναλυτική έκθεση, “όπου θα περιγράφεται το υλοποιηθέν φυσικό αντικείμενο, οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν και τα αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε σε σχέση με το εγκριθέν” [παρ. 3]. Κατά το ίδιο άρθρο, οι ετήσιοι ποσοτικοί στόχοι των συγχρηματοδοτούμενων πράξεων, σύμφωνα με τις αρχικώς αναληφθείσες νομικές δεσμεύσεις, αποτελούν αντικείμενο ετήσιας αξιολόγησης από την οικεία διαχειριστική αρχή. Όταν διαπιστώνεται απόκλιση από τους όρους της απόφασης ένταξης ή καθυστερήσεις μεγαλύτερες των έξι μηνών, σε σχέση με την προγραμματισθείσα πρόοδο, η πράξη επανεξετάζεται από την διαχειριστική αρχή, εάν δε οι ανωτέρω αποκλίσεις κριθούν αδικαιολόγητες, “η απόφαση ένταξης της πράξης δύναται να ανακληθεί χωρίς να απαιτείται συμφωνία του δικαιούχου” [παρ. 6]· οι δικαιούχοι “υποχρεούνται να τηρούν όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα σχετικά με τις δαπάνες ... και να αποδέχονται επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις από εθνικά και ευρωπαϊκά ελεγκτικά όργανα” [παρ. 10]. Περαιτέρω, στο άρθρο 26 του αυτού ν. 3614/2007 ορίζονται τα εξής: “1. Με την Υπουργική απόφαση Συστήματος Διαχείρισης ή άλλη απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών προσδιορίζονται οι προβλεπόμενες στα άρθρα 8 και 13 διαδικασίες επαλήθευσης και επιθεωρήσεων, τα αντίστοιχα όργανα, οι διαδικασίες έγκρισης των σχετικών εκθέσεων, οι διαδικασίες και προθεσμίες υποβολής αντιρρήσεων, οι διαδικασίες και τα όργανα έγκρισης των δημοσιονομικών διορθώσεων. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου. 2. Οι δημοσιονομικές διορθώσεις συνίστανται στη μείωση ή ακύρωση μέρους ή του συνόλου της κοινοτικής ή και εθνικής συμμετοχής σε ένα έργο ή πράξη, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησής του από τα επιχειρησιακά προγράμματα της περιόδου 2007-2013 και είναι ανάλογες της παράβασης που διαπιστώνεται. Στις περιπτώσεις που η οικονομική επίπτωση μιας παράβασης δεν είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί επιβάλλεται κατ’ αποκοπή δημοσιονομική διόρθωση. Με την απόφαση της παραγράφου 1 προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι κλίμακες εφαρμογής των κατ’ αποκοπή δημοσιονομικών διορθώσεων. Τα ποσά των δημοσιονομικών διορθώσεων, εκτός των περιπτώσεων της παραγράφου 3, αποτελούν μείωση των πιστώσεων του συνολικού προϋπολογισμού του οικείου φορέα χρηματοδότησης ή βαρύνουν τους ίδιους πόρους του δικαιούχου. 3. Πέραν της ως άνω δημοσιονομικής διόρθωσης, στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί αχρεωστήτως καταβληθείσα δαπάνη, η σχετική δαπάνη καταλογίζεται στον λαβόντα για μη νόμιμη αιτία με ευθύνη του διατάκτη της σχετικής δαπάνης αρμόδιου Υπουργού ή Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ή Νομάρχη. Στις περιπτώσεις που διαπιστώνονται ευθύνες οργάνων της διοίκησης εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις. Ως αχρεώστητη καταβολή για την εφαρμογή του παρόντος νόμου θεωρείται κάθε δαπάνη στην οποία δεν αντιστοιχεί ίσης αξίας παραδοθέν προϊόν, έργο ή υπηρεσία σύμφωνα με τους όρους της σχετικής σύμβασης ή απόφασης με την οποία αναλήφθηκε η υποχρέωση της δαπάνης”.
15. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω ν. 3614/2007, καθώς και διατάξεων του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού [βλ. κατωτέρω] εκδόθηκε η 14053/ΕΥΣ 1749/2008 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με τον τίτλο “Υπουργική απόφαση Συστήματος Διαχείρισης” (Β΄ 540) [η οποία τροποποιήθηκε, ακολούθως, με τις υπουργικές αποφάσεις 43804/ΕΥΘΥ 2041/2009 (Β΄ 1957), 28020/ΕΥΘΥ 1212/2010 (Β΄ 1088), 18818/ΕΥΘΥ 864/2011 (Β΄ 1111), 5058/ΕΥΘΥ 138/2013 (Β΄ 292), 28258/ΕΥΘΥ 546/2013 (Β΄ 1626) και 25622/ΕΥΘΥ 592/2014 (Β΄ 1491)]. Με την Υπουργική απόφαση Συστήματος Διαχείρισης ρυθμίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της απόφασης ένταξης πράξης σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του ΕΣΠΑ 2007-2013 και το περιεχόμενο του συμφώνου αποδοχής (Κεφάλαιο Α), προσδιορίζονται τα στοιχεία που τηρούνται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα και οι ευθύνες των υποχρέων (Κεφάλαιο Β), ρυθμίζεται ζητήματα σχετικά με το περιεχόμενο της απόφασης ορισμού ενδιάμεσου φορέα διαχείρισης (Κεφάλαιο Γ), καθορίζεται το σύστημα δημοσιονομικών διορθώσεων και οι διαδικασίες ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών, από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007 - 2013 (Κεφάλαιο Δ), ορίζονται οι κανόνες “επιλεξιμότητας δαπανών” των πράξεων των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2007 - 2013 (Κεφάλαιο Ε) και προβλέπονται μέτρα για την επιτάχυνση της εκταμίευσης των πληρωμών (Κεφάλαιο ΣΤ). Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Δ της υ.α. 14053/ΕΥΣ 1749/2008 [όπως αντικαταστάθηκε με την υπουργική απόφαση 5058/ΕΥΘΥ 138/2013] ορίζεται -ως παρατυπία: κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου, η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον καταλογισμό στον προϋπολογισμό αδικαιολόγητης δαπάνης, -ως δημοσιονομική διόρθωση: η ακύρωση του συνόλου ή μέρους της κοινοτικής ή και εθνικής συμμετοχής σε ένα έργο ή πράξη, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησής του από τα Επιχειρησιακά Προγράμματα της περιόδου 2007-2013, -ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό: κάθε δαπάνη στην οποία δεν αντιστοιχεί ίσης αξίας παραδοθέν προϊόν, έργο ή υπηρεσία σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ή απόφασης με την οποία αναλήφθηκε η υποχρέωση της δαπάνης, -ως ανάκτηση: η επιστροφή των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών από τον λαβόντα για μη νόμιμη αιτία και -ως διατάκτης: ο Υπουργός, ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή ο Περιφερειάρχης, ή άλλο εξουσιοδοτημένο αρμόδιο όργανο, το οποίο αναλαμβάνει υποχρεώσεις σε βάρος πιστώσεων του προϋπολογισμού του φορέα του και προσδιορίζει τις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου [άρθρο 7]. Περαιτέρω, στο άρθρο 8 της ίδιας υ.α. ορίζονται τα εξής: “1. Οι διαδικασίες δημοσιονομικής διόρθωσης και η ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού ή τον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την υλοποίηση έργων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2007 - 2013, εφαρμόζονται: (α) από την Αρχή Πιστοποίησης κατόπιν επιθεωρήσεων που διενεργούνται στους φορείς των άρθρων 3 και 4 του ν. 3614/2007 [ήτοι σε Διαχειριστικές Αρχές και Ενδιάμεσους Φορείς Διαχείρισης], στους δικαιούχους συγχρηματοδοτούμενων πράξεων και στις πράξεις τους ... (β) από τις Διαχειριστικές Αρχές, τις Ενδιάμεσες Διαχειριστικές Αρχές, τους Ενδιάμεσους Φορείς Διαχείρισης των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, κατόπιν διοικητικής ή επιτόπιας επαλήθευσης που διενεργούν σε πράξεις των οποίων έχουν αναλάβει τη διαχείριση, οι οποίες καλύπτουν τις διοικητικές, οικονομικές, τεχνικές και φυσικές πτυχές των πράξεων αυτών ... 2. Οι διοικητικές ή επιτόπιες επαληθεύσεις που διενεργούν τα ανωτέρω όργανα αφορούν και τη διαπίστωση της τήρησης των δεσμεύσεων, που προβλέπονται στην απόφαση χρηματοδότησης/ ένταξης πράξης ή στη σύμβαση που υπογράφει ο δικαιούχος με την αρμόδια αρχή, μετά την ολοκλήρωση της υλοποίησης της πράξης και σε χρονικό ορίζοντα που προβλέπεται στην απόφαση ή στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο ...”. Κατά τα άρθρα 10 και 11: Μετά την ολοκλήρωση της επιτόπιας επαλήθευσης/επιθεώρησης συντάσσεται από τα αρμόδια όργανα σχετική έκθεση επαλήθευσης/επιθεώρησης. Η έκθεση περιλαμβάνει συμπεράσματα και τυχόν συστάσεις που βασίζονται σε σαφή και τεκμηριωμένη ανάλυση των προβλημάτων και των συνεπειών τους και καταχωρείται στο ΟΠΣ μετά την έγκρισή της. Εάν κατά την επαλήθευση/επιθεώρηση διαπιστώνεται παρατυπία που αφορά δαπάνες για τις οποίες έχει καταβληθεί η αντίστοιχη δημόσια συνεισφορά, αυτή αναφέρεται στην έκθεση με κατάλληλη τεκμηρίωση και προτείνεται δημοσιονομική διόρθωση και, κατά περίπτωση, η ανάκτηση των ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως ή παρανόμως σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Τα συμπεράσματα και οι συστάσεις της επαλήθευσης/επιθεώρησης κοινοποιούνται εγγράφως στον ελεγχόμενο φορέα. Ο ελεγχθείς φορέας μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια αρχή εγγράφως τις αντιρρήσεις του ή, στην περίπτωση που προτείνεται ανάκτηση, να καταβάλει το ποσό το οποίο περιλαμβάνεται στην έκθεση, σε οποιαδήποτε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή σε άλλο ειδικό λογαριασμό. Οι αντιρρήσεις εξετάζονται από την αρμόδια αρχή που διενήργησε την επαλήθευση ή την επιθεώρηση, η οποία και εκδίδει σχετική απόφαση. Σε περίπτωση που απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, προκειμένου να ληφθεί απόφαση για το βάσιμο ή μη των αντιρρήσεων, διενεργείται συμπληρωματική επαλήθευση/επιθεώρηση από το όργανο που διενήργησε την αρχική επαλήθευση /επιθεώρηση, εκδίδεται δε στη συνέχεια η σχετική απόφαση επί των αντιρρήσεων. Μετά την εξέταση των αντιρρήσεων ή την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας υποβολής τους, το πόρισμα της έκθεσης επαλήθευσης/ επιθεώρησης οριστικοποιείται με την έκδοση απόφασης, με την οποία, εφόσον κριθούν αβάσιμες οι αντιρρήσεις, οριστικοποιείται η δημοσιονομική διόρθωση. Εάν το οριστικοποιημένο πόρισμα επαλήθευσης/επιθεώρησης και η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης περιλαμβάνουν πρόταση ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης αποτελεί και εισήγηση προς τον αρμόδιο διατάκτη της δαπάνης για την έκδοση απόφασης ανάκτησης. Στην περίπτωση που στο οριστικοποιημένο πόρισμα της έκθεσης επαλήθευσης/επιθεώρησης προτείνεται ανάκτηση, ο ελεγχθείς φορέας μπορεί να καταβάλει το ποσό, εντός προθεσμίας από την κοινοποίηση σε αυτόν της έκθεσης, σε οποιαδήποτε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή σε άλλο ειδικό λογαριασμό. Σύμφωνα με το άρθρο 12, αρμόδια όργανα για την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης είναι, κατά τις σχετικές διακρίσεις: (α) ο αρμόδιος Γενικός ή Ειδικός Γραμματέας, ο οποίος εποπτεύει την Ειδική Υπηρεσία ή τον Ενδιάμεσο Φορέα που ασκεί καθήκοντα διαχείρισης Επιχειρησιακού Προγράμματος ευθύνης Υπουργείου, (β) ο οικείος Περιφερειάρχης, ο οποίος εποπτεύει την Ενδιάμεση Διαχειριστική Αρχή που ασκεί καθήκοντα διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος της Περιφέρειας, (γ) ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων - ΕΣΠΑ, στο δε άρθρο 13 ορίζονται τα εξής: Στην απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης αναφέρονται: (α) ο φορέας ή οι φορείς (φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιες υπηρεσίες) στους οποίους επιβάλλονται δημοσιονομικές διορθώσεις, (β) το ύψος των δημόσιων δαπανών τις οποίες αφορά η δημοσιονομική διόρθωση, (γ) η αναλυτική αιτιολογία της δημοσιονομικής διόρθωσης, (δ) αιτιολογημένη πρόταση για τη συνέχιση ή τη διακοπή της χρηματοδότησης. Εάν προβλέπεται ανάκτηση, στην απόφαση παρατίθεται, επίσης, εισήγηση προς τον διατάκτη για την έκδοση απόφασης ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών και αναφέρονται: (α) οι φορείς (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) από τους οποίους αναζητούνται τα αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντα ποσά, (β) το αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέν ποσόν, το οποίο περιλαμβάνει και τόκους, (γ) η αιτία της επιστροφής του ποσού. Εάν τα όργανα είναι και διατάκτες της δαπάνης, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης ταυτίζεται με την απόφαση ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών [βλ. και άρθρο 14 για τον καθορισμό του ύψους της δημοσιονομικής διόρθωσης]. Κατά το άρθρο 15: Η απόφαση ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού εκδίδεται από τον διατάκτη μετά από την σχετική εισήγηση και κοινοποιείται στην Αρχή Πιστοποίησης, στην Αρχή Ελέγχου και στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Το προς ανάκτηση ποσό επιβαρύνεται με τόκους. Η απόφαση ανάκτησης αποτελεί νόμιμο τίτλο βεβαίωσης του χρέους και είναι αμέσως εκτελεστή, υπόκειται δε “στα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις”. Μετά από την έγγραφη κοινοποίηση στον ελεγχόμενο φορέα της απόφασης ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού, ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει, εντός ορισμένης προθεσμίας, το ποσό το οποίο έχει καταλογισθεί, σε οποιαδήποτε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Η ΔΟΥ γνωστοποιεί αμέσως την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού στην υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση ανάκτησης, καθώς και στην Αρχή Πιστοποίησης. Σε περίπτωση μη επιστροφής του χρηματικού ποσού εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η διαδικασία βεβαίωσης του χρέους ολοκληρώνεται, με τη σύνταξη χρηματικού καταλόγου από την υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση ανάκτησης και την αποστολή του στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Επί μη εμπρόθεσμης πληρωμής, το προς ανάκτηση ποσό επιβαρύνεται με προσαυξήσεις. Τα αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντα ποσά, βεβαιώνονται και εισπράττονται ως έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Στο άρθρο 16 της αυτής υ.α. καθορίζεται η διαδικασία δημοσιονομικών διορθώσεων “μετά από ελέγχους ελεγκτικών οργάνων της ΕΕ ή της Αρχής Ελέγχου ή άλλων εθνικών ελεγκτικών αρχών”, στο δε άρθρο 17 για τις επιπτώσεις των δημοσιονομικών διορθώσεων προβλέπεται ότι “1. Τα ποσά των δημοσιονομικών διορθώσεων κατά φορέα χρηματοδότησης ... σε ετήσια βάση, εξαιρουμένων των ποσών για τα οποία εκδίδεται απόφαση ανάκτησης ή των ποσών που βαρύνουν τους ίδιους πόρους των δικαιούχων στις περιπτώσεις ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, μειώνουν το συνολικό όριο πληρωμών από εθνικούς πόρους, του φορέα χρηματοδότησης, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του επόμενου έτους … 2. Τα ποσά των δημοσιονομικών διορθώσεων, που αφορούν σε έργα κρατικών ενισχύσεων αναζητούνται από τους αρμόδιους διατάκτες ως αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντα από τους δικαιούχους της ενίσχυσης”. Τέλος, με την 5247/955/Φ.0020/2010 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β΄ 1083) ορίσθηκαν, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3614/2007, Ενδιάμεσοι Φορείς Διαχείρισης, για την κατηγορία πράξεων του “Επιχειρησιακού Προγράµµατος Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα” και των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραµµάτων του ΕΣΠΑ 2007 - 2013. Ειδικότερα, ως ΕΦΔ ορίσθηκαν με την Απόφαση αυτή η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, “η οποία ασκεί ... αρμοδιότητες διαχείρισης πράξεων κρατικών ενισχύσεων”, και ο Ενδιάμεσος Φορέας του Επιχειρησιακού Προγράµµατος Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα [ΕΦΕΠΑΕ] [βλ. άρθρο 1]. Επίσης, ορίσθηκαν οι “αρμοδιότητες διαχείρισης που αναλαμβάνουν οι ανωτέρω φορείς για το Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” [βλ. άρθρα 2 επ.], στο πλαίσιο του οποίου χορηγήθηκε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, επιχορήγηση στην αιτούσα εταιρεία. Περαιτέρω, με τις αποφάσεις 8395/823/15.7.2010 (Β΄ 1184) και 11088/1164/1.10.2010 (Β΄ 1627) του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εγκρίθηκε ο Οδηγός του ανωτέρω Προγράμματος “Μεταποίηση στις νέες συνθήκες”, για το κανονιστικό πλαίσιο υλοποίησης του Προγράμματος αυτού.
16. Επειδή, εξ άλλου, διατάξεις για τη διαχείριση και τον έλεγχο πόρων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνει και η νομοθεσία περί Δημοσίου Λογιστικού. Ειδικότερα: Ο ν. 2362/1995 (Α΄ 247) περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους, ο οποίος ίσχυε κατά την χρονική περίοδο 2007 - 2013, ορίζει στο άρθρο 54 ότι: “1. Δημόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από τον νόμο δημόσιος υπόλογος. 2. Οι δημόσιοι υπόλογοι διακρίνονται σε: (α) Υπολόγους ενταλμάτων προπληρωμής και προσωρινών. (β) Διαχειριστές πάγιων προκαταβολών. (γ) Φοροτεχνικούς και τελωνειακούς υπολόγους. (δ) Ειδικούς ταμίες. (ε) Υπολόγους ΝΠΔΔ και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. (στ) [όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο 35 του ν. 3871/2010 (Α΄ 141)] Διαχειριστές έργων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων [κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 7 του ν. 2362/1995, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3871/2010, “οι διαχειριστές έργων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ευθύνονται κατά τις διατάξεις περί υπολόγων χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής και περί δημοσίων υπολόγων”]. 3. Οι δημόσιοι υπόλογοι υπάγονται στον έλεγχο και εποπτεία: (α) Του Υπουργού Οικονομικών ... (β) Του οικείου Διατάκτη. (γ) Του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτό ...”, στο άρθρο 56 ότι: “1. Έλλειμμα δημοσίου υπολόγου είναι οποιαδήποτε έλλειψη χρημάτων, αξιών και υλικού που διαπιστώνεται με τη νόμιμη διαδικασία στη διαχείρισή του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχειρίσεως που θεωρείται έλλειμμα από τον νόμο. Ως έλλειμμα θεωρείται και κάθε πληρωμή που: (α) Δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου. (β) Έγινε χωρίς τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιολογητικά. (γ) Αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου. (δ) Έχει γίνει αχρεωστήτως από υπαιτιότητα του υπολόγου. (ε) Είναι άσχετη με τον σκοπό της διαχειρίσεως. 2. Οποιοδήποτε έλλειμμα αναπληρώνεται από τον υπόλογο ... διαφορετικά αυτός απομακρύνεται από τη διαχείριση αμέσως και καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος που βεβαιώνεται, χωρίς αναβολή, ως δημόσιο έσοδο, λαμβάνεται δε και κάθε άλλο απαραίτητο μέτρο για την εξασφάλιση της απαιτήσεως του Δημοσίου ... 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, καταλογίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους διατάκτες και επιθεωρητές. Σε κάθε περίπτωση καταλογίζεται επίσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο το αργότερο εντός δέκα (10) ετών από της υποβολής σε αυτό των δικαιολογητικών απόδοσης λογαριασμού της διαχείρισής τους. 4. Στις περιπτώσεις πληρωμής μη νόμιμων δαπανών καταλογίζεται: (α) στα υπηρεσιακά όργανα που εκ δόλου ή βαρείας αμέλειας έχουν εκδώσει παράνομες διοικητικές πράξεις ή έχουν συμπράξει στη μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών πραγματοποιήσεως της δαπάνης και (β) στους λαβόντες, εφόσον υπέχουν ευθύνη για τη μη τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών. Στους λαβόντες καταλογίζεται και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής ... 6. Επί μη νόμιμων πληρωμών, καταλογίζεται εις ολόκληρον και στους λαβόντες, τα ποσά δε που καταβάλλονται στο Δημόσιο από τον καταλογισθέντα υπόλογο βεβαιώνονται υπέρ αυτού, με αίτησή του, σε βάρος του λαβόντος και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί Εισπράξεως δημοσίων εσόδων ... 12. Οι καταλογιζόμενοι κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού μπορούν να προσβάλουν την καταλογιστική πράξη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτό ...”, στο δε άρθρο 59 ότι: “1. Εντός δύο (2) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους ή από την με οποιονδήποτε τρόπο λήξη της διαχειρίσεώς τους, οι δημόσιοι υπόλογοι αποδίδουν λογαριασμό στο Ελεγκτικό Συνέδριο, επιφυλασσομένης της ισχύος ειδικών διατάξεων. 2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς των ... υπολόγων και αποφαίνεται για την ορθότητα ή μη αυτών. Οι σχετικές με τον ανωτέρω έλεγχο πράξεις ή αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται στα προβλεπόμενα από τον οργανισμό αυτού ένδικα μέσα ...”. Περαιτέρω, ο ως άνω ν. 2362/1995 περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διαχείριση και τον έλεγχο πόρων προερχόμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρα 96-105). Ειδικότερα, στις σχετικές διατάξεις προβλέπονται τα εξής: Άρθρο 97: “Οι απολήψεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για προγράμματα, ενέργειες, δραστηριότητες ή πρωτοβουλίες που αφορούν δημόσιους φορείς συνιστούν έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού, εφόσον οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό, εμφανίζονται σ’ αυτόν κατά τα οριζόμενα από τον Υπουργό Οικονομικών και εμπίπτουν στις γενικές διατάξεις περί εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού”. Άρθρο 98: “Οι αποδόσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστούν δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού και εμφανίζονται σ’ αυτόν κατά τα οριζόμενα από τον Υπουργό Οικονομικών”. Άρθρο 101: “Στις δαπάνες των προγραμμάτων δραστηριοτήτων ή πρωτοβουλιών που χρηματοδοτούνται μερικά ή ολικά από κοινοτικούς πόρους διενεργείται διαχειριστικός και ουσιαστικός έλεγχος από δημοσιονομικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις”. Άρθρο 102: “Χρηματοδοτήσεις, ενισχύσεις ή επιδοτήσεις σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και φορείς που καταβάλλονται στα πλαίσια κοινοτικών πολιτικών από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναζητούνται από το Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί από τα κατά περίπτωση αρμόδια όργανα ότι έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως ή παρανόμως ... Τα ποσά που αναζητούνται για την αιτία αυτή βεβαιώνονται ως έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού και εισπράττονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που αφορούν τη λήψη διοικητικών, αναγκαστικών και δικαστικών μέτρων για την είσπραξη εσόδων του Δημοσίου, εφαρμόζονται και στην προκείμενη περίπτωση ...”. Άρθρο 104: “Τα όργανα έκδοσης της καταλογιστικής πράξης, ο τρόπος βεβαίωσης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού και απόδοσης ή επιστροφής αυτού στους δικαιούχους, το έντοκο ή μη της επιστροφής του ποσού, το ποσοστό του επιτοκίου, η χρονική αφετηρία υπολογισμού των τόκων, η βάση υπολογισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών, εφόσον οι πληρωμές έγιναν σε συνάλλαγμα, οι απαιτούμενες διαδικασίες, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή για τα θέματα για τα οποία συντρέχει αρμοδιότητα και άλλων υπουργών, με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων καθ’ ύλην υπουργών”. Άρθρο 105: “Οι διαχειριστές κοινοτικών πόρων θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις περί δημόσιων υπολόγων του παρόντος νόμου”. Ο ισχύων δε κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων νεώτερος ν. 4270/2014 για τις αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας και το Δημόσιο Λογιστικό (Α΄ 143) περιλαμβάνει στα άρθρα 150-155 διατάξεις περί των δημοσίων υπολόγων, αντίστοιχες με τις καταργηθείσες με τον νόμο αυτό [βλ. άρθρα 177 παρ. 1 περ. α΄ και 183] διατάξεις του ως άνω ν. 2362/1995. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 150 του ν. 4270/2014: “1. Δημόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από τον νόμο δημόσιος υπόλογος. 2. Οι δημόσιοι υπόλογοι διακρίνονται σε: α. Υπολόγους ενταλμάτων προπληρωμής και προσωρινών β. ... ε. Υπολόγους ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. στ. Διαχειριστές έργων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. 3. Οι δημόσιοι υπόλογοι υπάγονται στον έλεγχο και εποπτεία: α. Του Υπουργού Οικονομικών ... β. Του οικείου Διατάκτη. γ. Του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτό ...”, τα δε άρθρα 152 και 155 περιέχουν, αντιστοίχως, διατάξεις ταυτόσημες με αυτές των άρθρων 56 και 59 του ν. 2362/1995 για τα ελλείμματα και τις ευθύνες των δημοσίων υπολόγων και τον καταλογισμό, αφενός, και για τη λογοδοσία των δημοσίων υπολόγων στο ΕΣ, αφετέρου. Ο ως άνω ν. 4270/2014 σε ειδικό υποκεφάλαιο, με τον τίτλο “Διαχείριση και έλεγχος πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης” [άρθρα 116 έως και 124], ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Κατά το άρθρο 116: “Οι απολήψεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για προγράμματα, ενέργειες, δραστηριότητες ή πρωτοβουλίες που αφορούν δημόσιους φορείς συνιστούν έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού, εφόσον οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό, εμφανίζονται σε αυτόν κατά τα οριζόμενα από τον Υπουργό Οικονομικών και εμπίπτουν στις γενικές διατάξεις περί εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού”, κατά το άρθρο 117: “Οι αποδόσεις προς την συνιστούν δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού και εμφανίζονται σε αυτόν κατά τα οριζόμενα από τον Υπουργό Οικονομικών”, κατά το άρθρο 120: “Στις δαπάνες των προγραμμάτων, δραστηριοτήτων ή πρωτοβουλιών που χρηματοδοτούνται μερικά ή ολικά από πόρους της Ένωσης διενεργείται διαχειριστικός και ουσιαστικός έλεγχος από δημοσιονομικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις”, κατά το άρθρο 121: “Χρηματοδοτήσεις, ενισχύσεις ή επιδοτήσεις σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και φορείς που καταβάλλονται στα πλαίσια πολιτικών της Ένωσης από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναζητούνται από το Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί από τα κατά περίπτωση αρμόδια όργανα ότι έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως ή παρανόμως. Στις διατάξεις αυτές εμπίπτουν και τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου. Τα ποσά που αναζητούνται για την αιτία αυτή βεβαιώνονται ως έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού και εισπράττονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που αφορούν στη λήψη διοικητικών, αναγκαστικών και δικαστικών μέτρων για την είσπραξη εσόδων του Δημοσίου, εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση”, κατά το άρθρο 123: “Τα όργανα έκδοσης της καταλογιστικής πράξης, ο τρόπος βεβαίωσης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού και απόδοσης ή επιστροφής αυτού στους δικαιούχους, το έντοκο ή μη της επιστροφής του ποσού ... και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή για τα θέματα για τα οποία συντρέχει αρμοδιότητα και άλλων Υπουργών με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων καθ’ ύλην Υπουργών”, τέλος δε, κατά το άρθρο 124 του ίδιου ν. 4270/2014: “Οι διαχειριστές πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις περί δημόσιων υπολόγων του παρόντος νόμου” [τα ως άνω άρθρα 121, 123 Κι 124 είναι όμοια, κατά περιεχόμενο με τα ήδη παρατεθέντα άρθρα 102, 104 και 104 του ν. 2362/1995]. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική Έκθεση του ν. 4270/2014, “με τις διατάξεις του υποκεφαλαίου αυτού… θεσμοθετούνται τα κάτωθι ... Στη διαχείριση των [δαπανών των προγραμμάτων δραστηριοτήτων ή πρωτοβουλιών που χρηματοδοτούνται από πόρους της Ένωσης] διενεργείται έλεγχος από δημοσιονομικούς υπαλλήλους. Πρέπει, επιπροσθέτως να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τυχόν μη διάθεση των κοινοτικών πόρων για την εκτέλεση των σκοπών για τους οποίους προορίζονται, καθιστά το ίδιο το κράτος- μέλος υπεύθυνο έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιστροφή των ποσών αυτών. Επιπλέον, ορίζεται ότι οι διαχειριστές των πόρων της Ένωσης θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι”. Στην δε αιτιολογική έκθεση του προϊσχύσαντος ν. 2362/1995 αναφέρεται ομοίως ότι η άσκηση του ελέγχου από δημοσιονομικούς υπαλλήλους “κρίνεται απόλυτα αναγκαία”, εν όψει της ευθύνης του Κράτους για επιστροφή των κοινοτικών πόρων που δεν διατέθηκαν για τους σκοπούς, για τους οποίους προορίζονταν.
17. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 80 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52), ορίζονται τα εξής: “1. Κατά καταλογιστικών πράξεων των Υπουργών, Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μονοπρόσωπων ή συλλογικών διοικητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, Οικονομικών Επιθεωρητών ή άλλου φορέα επί διαχείρισης υλικού, αξιών ή χρηματικού του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση ή την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης ... 2. ... 3. Με την άσκηση της έφεσης εξαντλείται η αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη”. Ήδη, ο νεώτερος ν. 4700/2020 για το Ελεγκτικό Συνέδριο (Α΄ 127/29.6.2020) προβλέπει στο άρθρο 345 παρ. 7 ότι αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο και το άρθρο 80 διαμορφώνεται ως εξής: “1. Κατά καταλογιστικών πράξεων των υπουργών, μονοπρόσωπων ή συλλογικών διοικητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, οικονομικών επιθεωρητών ή άλλου φορέα επί διαχείρισης υλικού, αξιών ή χρηματικού του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους, επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση ... 2. ... 3. Με την άσκηση της έφεσης εξαντλείται η αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη”.
18. Επειδή, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου συνάγονται τα ακόλουθα: Δυνάμει της εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και της αρχής της επικουρικότητας, ο τομεακός κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, όπως εξειδικεύθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΚ) 1828/2006 της Επιτροπής, θέσπισε ένα αποκεντρωμένο σύστημα εφαρμογής και ελέγχου των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΕΕ]. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, τα κράτη μέλη έχουν την “πρωταρχική ευθύνη” για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα ως άνω Ταμεία πράξεων, οι οποίες εντάσσονται στα εγκεκριμένα επιχειρησιακά προγράμματα, καθώς και για τον έλεγχό τους (βλ. ιδίως άρθρα 11, 12, 70, 98 παρ. 1 και 65η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού 1083/2006, επίσης πρβλ. απόφαση ΔΕΕ της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, C-410/13, Baltlanta UAB κατά Λιθουανικού Δημοσίου, σκέψη 44, και αποφάσεις ΕλΣ 1337/2017, 674/2016, 7513/2015). Ενόψει της ανατεθείσης, κατά τα ανωτέρω, στα κράτη μέλη ευθύνης και προς εκπλήρωση της σύμφυτης με αυτήν υποχρέωσης, ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε με τον ν. 3614/2007 πλέγμα ρυθμίσεων για τη συγκρότηση, σύμφωνα και με τα άρθρα 58 και 71 του Κανονισμού 1083/2006, συστήματος διαχείρισης και ελέγχου της χορηγούμενης από τα διαρθρωτικά Ταμεία χρηματοδοτικής συνδρομής αναπτυξιακών παρεμβάσεων, στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς της περιόδου 2007 - 2013. Οι διατάξεις του ως άνω νόμου απέβλεψαν στην οργάνωση των αναγκαίων διαδικασιών για την αποτελεσματική και σύμφωνη με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων από τα διαρθρωτικά Ταμεία (καθώς και από το Ταμείο Συνοχής) επιχειρησιακών προγραμμάτων, προκειμένου να επιτευχθούν οι καθοριζόμενοι στόχοι αναπτυξιακής στρατηγικής, κατά τις προβλέψεις του ως άνω κανονισμών 1083/2006 και 1828/2006. Με τις προβλέψεις αυτές των τομεακών κανονισμών σκοπείται και η διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης των διατιθέμενων από τα διαρθρωτικά Ταμεία πόρων, η οποία συντελεί στην προσήκουσα εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της ΕΕ και, εντεύθεν, στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της (βλ. Απόφαση ΔΕΕ της 26ης Μαΐου 2016, C-260/14 και C-261/14, Νομοί Neamt και Bacau Ρουμανίας κατά Υπ. Περιφερειακής Ανάπτυξης και Δημόσιας Διοίκησης της Ρουμανίας, σκέψεις 34 επ.). Ενόψει δε των οριζομένων σχετικώς στους εν λόγω κανονισμούς, ο ν. 3614/2007 διέλαβε ρυθμίσεις, προσδιοριζόμενες ειδικότερα με τις κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, περί των αρμοδίων για την εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων αρχών, μεταξύ των οποίων η “Διαχειριστική Αρχή”, ο “Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης”, η “Αρχή Πιστοποίησης” και η “Αρχή Ελέγχου”, καθώς και ρυθμίσεις περί των καθηκόντων τους, με γνώμονα την διάθεση των κονδυλίων για την πραγμάτωση των στόχων του κανονισμού και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ (βλ. άρθρα 42, 59-62 κανονισμού 1083/2006 και 3-5, 13, 15-16 ν. 3614/2007). Περαιτέρω, κατά τα προβλεπόμενα στον δημοσιονομικό κανονισμό (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 1605/2002 του Συμβουλίου, όπως και στον, ομοίου αντικειμένου, νεώτερο κανονισμό (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 14 (παρ. 1) του τομεακού κανονισμού 1083/2006, ο γενικός προϋπολογισμός της ΕΕ εκτελείται υπό καθεστώς “επιμερισμένης διαχείρισης”, με τη μεταβίβαση δηλαδή των εκτελεστικών καθηκόντων της Επιτροπής στα κράτη μέλη, όσον αφορά τις παρεμβάσεις των διαρθρωτικών Ταμείων (βλ. άρθρα 53 στοιχείο β, 53β παρ. 1-4 κανονισμού 1605/2002 και αντίστοιχα άρθρα 58 παρ. 1 στοιχείο β, 59 κανονισμού 966/2012). Ορίζεται, συναφώς, ότι το κράτος-μέλος ασκεί τα μεταβιβαζόμενα ανωτέρω καθήκοντα σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (βλ. άρθρα 27 παρ. 1, 48 κανονισμού 1605/2002 και αντίστοιχα άρθρα 30 παρ. 1, 53 παρ. 1, 2 κανονισμού 966/2012, καθώς και άρθρο 14 παρ. 2 κανονισμού 1083/2006). Στο πλαίσιο δε της επιμερισμένης διαχείρισης και ενόψει της ρητής αναγνώρισης φορέων επιφορτισμένων με διαχειριστικά καθήκοντα της χρηματοδοτικής συνδρομής, ο νεώτερος δημοσιονομικός κανονισμός 966/2012 προβλέπει τον ορισμό από τα κράτη-μέλη “οργανισμ[ών] που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση και τον έλεγχο των πόρων της Ένωσης”, καθώς και την εξουσία της Επιτροπής προς θέσπιση “λεπτομερ[ών] κανόν[ων] για την επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης μητρώου των αρμόδιων φορέων για τη διαχείριση και έλεγχο των κονδυλίων της Ένωσης”· στον ίδιο, εξ άλλου, κανονισμό η έννοια του χρηματοδοτούμενου “δικαιούχου” και “αποδέκτη” προσδιορίζεται αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή να συναρτάται προς την άσκηση διαχειριστικών καθηκόντων (βλ. άρθρα 2 στοιχεία ζ, ηα και 59 παρ. 2 περ. α, 3, 4, 5, 8). Στο κατά τα άνω καθοριζόμενο πλαίσιο, το κράτος μέλος ασκεί, μεταξύ άλλων, τα διαχειριστικά καθήκοντα κάθε επιχειρησιακού προγράμματος δια της προς τούτο οριζόμενης διαχειριστικής αρχής, η οποία, όπως ειδικώς προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3614/2007, “είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου ... και την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης”. Είναι, επίσης, επιτρεπτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων της ως άνω αρχής σε οριζόμενο ενδιάμεσο φορέα διαχείρισης, ο οποίος, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3614/2007, ενεργεί σε ό,τι αφορά δικαιούχους πράξεων “για λογαριασμό και υπό την ευθύνη” της διαχειριστικής αρχής, που έχει, κατά την παράγραφο 7 του αυτού άρθρου 4, “την τελική ευθύνη έναντι της Επιτροπής” [η διαχείριση των περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων έχει ανατεθεί, με το άρθρο 6 του ως άνω ν. 3614/2007, σε “Ενδιάμεσες Διαχειριστικές Αρχές”]. Περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω, ρυθμίσεις σχετικές με τη διαχείριση και τον έλεγχο πόρων προερχόμενων από την ΕΕ έχει διαλάβει ο εθνικός νομοθέτης και στους νόμους 2362/1995 και 4270/2014, αποδίδοντας στους διαχειριστές των εν λόγω πόρων την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου (“υπόλογοι διαχειριστές”, βλ. άρθρα 105 ν. 2362/1995 και 124 ν. 4270/2014).
19. Επειδή, από τις αυτές διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου συνάγονται, επίσης, τα εξής: Ενόψει της απορρέουσας από τις ρυθμίσεις των κανονισμών 1083/2006 και 1828/2006 ευθύνης του, το κράτος μέλος υποχρεούται να οργανώσει αξιόπιστο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, το οποίο να εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την επιτυχή εκτέλεση των επιμέρους ενεργειών, την πρόληψη και διόρθωση των παρατυπιών καθώς και την ακύρωση, σε περίπτωση παράτυπων δαπανών, του συνόλου ή μέρους της δημόσιας, ενωσιακής και εθνικής, συνεισφοράς επιχειρησιακού προγράμματος, μέσω της επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων, και την ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων πόρων από τους φορείς (δημόσιους ή ιδιωτικούς /φυσικά ή νομικά πρόσωπα), στους οποίους διατέθηκαν. Προκειμένου να επιτελέσει την ανωτέρω, ουσιώδους σημασίας, λειτουργία του, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού 1083/2006, όπως αυτές εξειδικεύθηκαν με τον κανονισμό 1828/2006 (βλ. αντιστοίχως, άρθρα 58 στοιχείο ζ, 60 στοιχείο στ και άρθρο 15, πρβλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, της 18ης Ιουνίου 2010, Τ-549/08, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 47), το θεσπιζόμενο με τον ν. 3614/2007 σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, προσδιοριζόμενο ειδικότερα με την και κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθείσα 14053/ΕΥΣ1749/2008 υπουργική απόφαση, διασφαλίζει “επαρκή διαδρομή ελέγχου”, η οποία περιλαμβάνει όλα τα στάδια, από την αρχική διαδικασία αξιολόγησης της υπό ένταξη στο επιχειρησιακό πρόγραμμα πράξης μέχρι και την υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, καθώς και μετά την ολοκλήρωσή της, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να καλύπτεται κάθε στάδιο στο οποίο ενδέχεται να εμφιλοχωρήσει καταστρατήγηση των ρυθμίσεων που διέπουν την πράξη και, εντεύθεν, να θιγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Κατ’ εφαρμογή του εν λόγω συστήματος διαχείρισης και ελέγχου, υπόκειται σε ελέγχους και ο δικαιούχος, ως ο τελικός λήπτης της ενίσχυσης, με αντικείμενο την διακρίβωση της νομιμότητας, της κανονικότητας και της επιλεξιμότητας των πληρωτέων από πιστώσεις των χρηματοδοτούντων τις παρεμβάσεις διαρθρωτικών Ταμείων δαπανών, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή υλοποίηση των παρεμβάσεων και η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των οικείων πόρων. Τούτο δε, ενόψει της πρωταρχικής ευθύνης που φέρει το κράτος μέλος για τη διασφάλιση της σύννομης χρηματοδοτικής διαχείρισης των παρεμβάσεων των ως άνω Ταμείων, με την πιστοποίηση, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή, ότι οι δηλωθείσες προς αυτήν δαπάνες, ως ενδιάμεσες ή τελικού υπολοίπου πληρωμές στον δικαιούχο, είναι σύμφωνες με τις προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτήθηκε η παροχή της χρηματοδότησης, και αντιστοιχούν σε δαπάνες πράγματι διενεργηθείσες και προσηκόντως αποδεικνυόμενες, καθώς και ενόψει της ιδίας ευθύνης του κράτους μέλους προς επιστροφή πόρων της ΕΕ μη διατεθέντων για τους οικείους σκοπούς, όπως αναφέρεται και στις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων 2362/1995 και 4270/2014 (βλ. ανωτέρω). Παραλλήλως, ενόψει του αναπτυξιακού σκοπού της καταβαλλόμενης χρηματοδότησης, η προαναφερόμενη επέκταση του ελέγχου μέχρι και το τελευταίο στάδιο αξιοποίησης, από τον τελικό δικαιούχο, των ενωσιακών και εθνικών κονδυλίων αποβλέπει, επίσης, στη διασφάλιση ότι η χρηματοδότηση χορηγείται σε φορείς που έχουν σοβαρή πρόθεση συμμετοχής στην επιτυχή εκτέλεση των παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, με τήρηση των ενωσιακών και εθνικών αρχών περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση, χωρίς τη συνδρομή των τασσόμενων προς τούτο προϋποθέσεων, ενίσχυσης, η οποία αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα προς όφελος της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του λαβόντος, καθόσον η ενίσχυση αυτή καθιστά εφικτή την, υπό ευνοϊκότερους όρους, απόδοση των προσδοκώμενων οικονομικών και λοιπών αποτελεσμάτων του χρηματοδοτούμενου επενδυτικού σχεδίου. Όπως προκύπτει δε από τους κανονισμούς 1083/2006 και 1828/2006, το σύστημα συγχρηματοδοτήσεων των διαρθρωτικών Ταμείων ερείδεται στην προσήκουσα εκπλήρωση, από τον τελικό δικαιούχο της οικονομικής ενίσχυσης, υποχρεώσεων συναρτώμενων προς το δικαίωμα λήψης της προβλεπόμενης χρηματοδοτικής συνδρομής (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ: της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, C-410/13, Baltlanta UAB κατά Λιθουανικού Δημοσίου, σκέψεις 56-58, και της 13ης Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening ..., σκέψη 56). Ειδικότερα, η κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων λήψη και διατήρηση οικονομικής ενίσχυσης συναρτάται άμεσα με την ανάληψη από τον δικαιούχο της υποχρέωσης τήρησης των χρηματοδοτικών όρων, που αναφέρονται στην απόφαση ένταξης της πράξης/χορήγησης της ενίσχυσης, καθώς και στην οικεία τυχόν σύμβαση, και της υποχρέωσης σύννομης εκτέλεσης της χρηματοδοτούμενης πράξης, οι υποχρεώσεις δε αυτές, ως ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου, αποτελούν προϋπόθεση για την χορήγηση και διατήρηση της ενίσχυσης (πρβλ. Απόφαση ΔΕΕ, της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 Ρ, CMV κατά Επιτροπής, σκέψη 86). Πράγματι, οι προερχόμενοι από την ΕΕ πόροι διατίθενται στους δικαιούχους των πράξεων υπό όρους και προϋποθέσεις, ώστε να διασφαλίζεται η χρησιμοποίησή τους προς υλοποίηση των πράξεων που επελέγησαν βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και, δια του τρόπου αυτού, προς επίτευξη των επιδιωκόμενων με την παρέμβαση των διαρθρωτικών Ταμείων σκοπών, όχι δε για να χρησιμοποιηθούν από τους δικαιούχους κατά βούληση, αποκλειστικώς προς επιδίωξη συμφερόντων μη εξυπηρετούντων και τους σκοπούς των Ταμείων. Στο ως άνω διαγραφόμενο πλαίσιο υλοποίησης της επιλεγείσης προς χρηματοδότηση πράξης, υπό την ευθύνη των οριζομένων από το κράτος μέλος διαχειριστικών και ελεγκτικών αρχών του επιχειρησιακού προγράμματος και με τη συμμετοχή του ελεγχόμενου δικαιούχου-λήπτη της χρηματοδότησης για την αποτελεσματική και σύμφωνη με τους κανόνες του ενωσιακού και εθνικού δικαίου υλοποίηση της πράξης, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η επιβολή του διοικητικού μέτρου της δημοσιονομικής διόρθωσης εις βάρος του δικαιούχου, εάν διαπιστωθεί “παρατυπία” αποδιδόμενη σε αυτόν, και η ανάκτηση του αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού.
20. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του τομεακού κανονισμού 1083/2006 και του εκδοθέντος προς εφαρμογή του κανονισμού 1828/2006, σε συνδυασμό με την σχετική εθνική νομοθεσία, ιδίως δε με τις διατάξεις του αναπτυξιακού ν. 3614/2007 και των νόμων 2362/1995 και 4270/2014 περί δημόσιου λογιστικού [βλ. τα άρθρα 105 και 124, αντιστοίχως, σύμφωνα με τα οποία οι διαχειριστές κοινοτικών πόρων/πόρων της ΕΕ θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις οικείες διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων], προκύπτει ότι διαχειριστές των διατιθέμενων πόρων της ΕΕ, όπως και εθνικών πόρων, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ προγραμματικής περιόδου 2007-2013 είναι οι οριζόμενες από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων αυτών αρχές, όπως η “Διαχειριστική Αρχή” και ο “Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης” ή άλλες αρχές που ορίζονται από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων τούτων, οι οποίες, ως ασκούσες την απονεμηθείσα σε αυτές από την νομοθεσία εξουσία διαχείρισης με την έκδοση σχετικών πράξεων διαχείρισης, θεωρούνται, και κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στα άρθρα 105 του ν. 2362/1995 και 124 του ν. 4270/2014, υπόλογοι για τη σύννομη διαχείριση των εν λόγω πόρων και ευθύνονται κατά τις διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων (πρβλ. και ΣτΕ 27/2019, 2886/2011, καθώς και τις προαναφερθείσες ΣτΕ 1621/2003, 1370/2004, 2548/2007, 4119/2012). Αντιθέτως, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, κατά τις αυτές ως άνω διατάξεις, στο σύστημα εφαρμογής των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, οι τελικοί δικαιούχοι ενισχύσεων προερχόμενων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, κατά την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα Ταμεία πράξεων επιχειρησιακού προγράμματος, ήτοι των πράξεων που έχουν επιλεγεί προς χρηματοδότηση από την οικεία αρμόδια αρχή, δεν αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διαχείριση ενισχύσεων, με την έκδοση πράξεων διαχείρισης κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, και δεν αποτελούν, ως εκ τούτου, διαχειριστές πόρων της ΕΕ και, συνεπώς, ex lege δημοσίους υπολόγους. Το γεγονός ότι ο δικαιούχος, π.χ. ο επιχειρηματικός φορέας -φυσικό ή νομικό πρόσωπο- που επελέγη προς χρηματοδότηση, καθίσταται, ως λήπτης της χρηματοδότησης, αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε ό,τι αφορά την ορθή και σύννομη υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της χρηματοδοτούμενης πράξης, δεν τον καθιστά διαχειριστή πόρων της ΕΕ και δεν του προσδίδει την ιδιότητα του υπολόγου. Συνακολούθως, ο καταλογισμός εις βάρος του δικαιούχου-λήπτη της ενίσχυσης ορισμένου ποσού, ως αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος, δεν αποτελεί καταλογισμό σε βάρος δημοσίου υπολόγου, οι δε σχετικές πράξεις δεν αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασμών δημοσίου υπολόγου και δεν ανήκουν στην ειδική, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ του Συντάγματος [βλ. και άρθρο 80 του ν. 4129/2013], δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς εκδίκαση των ρητώς προσδιοριζόμενων στο Σύνταγμα διοικητικών διαφορών (πρβλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, 316/2012, 495/2011, 2897/2014, πρβλ. και ΣτΕ 1414/2000). Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την επιφύλαξη ότι δεν συντρέχει περίπτωση υπαγωγής του δικαιούχου - λήπτη της ενίσχυσης στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εφαρμογή των αυτών συνταγματικών διατάξεων, βάσει του καθεστώτος που τον διέπει ως προς διαφορές ανακύπτουσες από τον έλεγχο [προληπτικό και κατασταλτικό] των λογαριασμών του, όπως συμβαίνει όταν λήπτης της ενίσχυσης είναι το Δημόσιο, οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου ή δεύτερου βαθμού, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή άλλο νομικό πρόσωπο, ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών του οποίου έχει υπαχθεί, με ειδική διάταξη νόμου, στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον και οι φορείς αυτοί ενδέχεται να περιλαμβάνονται στους δικαιούχους πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 2176/2002 Ολομ, 449/2004).
21. Επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε [βλ. ανωτέρω σκ. 4], οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου ενόψει και της επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις ΕλΣ 2128/2017, 1412/2017, 230/2017, 1982/2016, 1699/2016, 7574/2015 και 7513/2015, μνεία των οποίων γίνεται στην παραπεμπτική, το ΕλΣ δέχθηκε ότι υπάγονται στην δικαιοδοτική του αρμοδιότητα διαφορές με αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεων δημοσιονομικής διόρθωσης για τον καταλογισμό σε τελικούς δικαιούχους ορισμένων ποσών, που τους καταβλήθηκαν ως επιχορήγηση για πράξεις ενταγμένες σε διάφορα επιχειρησιακά προγράμματα (ΕλΣ 2128/2017: τελικός δικαιούχος ανώνυμη εταιρεία, ΕλΣ 1412/2017: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο - ατομική επιχείρηση, ΕλΣ 230/2017: τελικός δικαιούχος αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, ΕλΣ 1982/2016: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο, ΕλΣ 1699/2016: τελικός δικαιούχος ανώνυμη εταιρεία, ΕλΣ 7574/2015 τελικός δικαιούχος ομόρρυθμη εταιρεία, ΕλΣ 7513/2015: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο - ατομική επιχείρηση). Εξ άλλου, με την μεταγενέστερη 1951/2020 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθ’ ερμηνεία και των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1 και 98 του Συντάγµατος, κρίθηκε ότι “δεν αποκλείεται η ανάθεση [στο ΕλΣ] της εκδικάσεως και άλλων κατηγοριών διαφορών ή υποθέσεων πέραν αυτών που ρητώς αναφέρονται στο Σύνταγμα”, ότι “οι διαφορές ή υποθέσεις που μπορεί να ανατίθενται διά νόμου στο Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει πάντως να είναι συναφείς προς αυτές που διά ρητής συνταγματικής διατάξεως έχουν ανατεθεί σε αυτό ή να προσιδιάζουν στη φύση και τον χαρακτήρα του ως δημοσιονομικού δικαστηρίου” και ότι τέτοιες διαφορές ή υποθέσεις “είναι κυρίως αυτές που προκύπτουν από την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και αυτές που συνάπτονται με τον έλεγχο όσων υπόκεινται σε δημόσια λογοδοσία ή ευθύνονται σε αποζημίωση λόγω μη τήρησης δημόσιας υποχρέωσης αυτών” [σκ. 36 - 37], περαιτέρω δε κρίθηκε ότι “κάθε ιδιωτικός οργανισμός, φορέας ή επιχείρηση καθιστάμενοι λόγω της ένταξής τους σε επιχειρησιακό πρόγραμμα υπόχρεοι δημόσιας λογοδοσίας αποκτούν κατά το μέρος που υπόκεινται στη λογοδοσία αυτή την ιδιότητα του υπολόγου” [σκ. 40] και εκδικάσθηκε έφεση ασκηθείσα από τελικό δικαιούχο, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, κατά πράξης επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης για ποσό προερχομένο από χρηματοδότηση στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013.
22. Επειδή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες εν προκειμένω πράξεις, με τις οποίες επιβλήθηκε εις βάρος της αιτούσας εταιρείας, ως ιδιώτη τελικού δικαιούχου, δημοσιονομική διόρθωση για ποσό επιχορήγησης αχρεωστήτως ή και παρανόμως καταβληθέν σε αυτήν, με την αιτιολογία ότι η δαπάνη για την οποία της καταβλήθηκε το εν λόγω ποσό δεν είναι “επιλέξιμη”, κατά τα κριτήρια της οικείας νομοθεσίας, και αποφασίσθηκε η ανάκτηση του επίμαχου ποσού από την λαβούσα δικαιούχο, υπόκεινται, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις που παρατίθενται στη σκέψη 8, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και όχι σε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον δεν υπάγονται στο αντικείμενο της κατά τις αυτές συνταγματικές διατάξεις ειδικής δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας (πρβλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, ΣτΕ 3498/2017, 2206/2017, 1196-97/2006, 2630/2005). Εφόσον δε η άνω κρίση περί της δικαιοδοσίας ανάγεται σε ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος [άρθρα 94 παρ. 1, 95 παρ. 1 και 98 παρ. 1 και 2, βλ. ανωτέρω σκέψεις 8 και 9], δεν ανακύπτει ζήτημα παραπομπής της υπόθεσης στο ΑΕΔ. Εξ άλλου, διαφορές που γεννώνται από την προσβολή πράξεων, όπως οι επίδικες, ενόψει της ειδικής φύσης του νομοθετικού πλαισίου που τις διέπει, δεν υπάγονται, ως διαφορές ουσίας, στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. στ΄ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) και η περ. στ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), αλλά, όπως αναφέρθηκε, στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ (πρβλ. ΣτΕ 2288/2019 επτ, 2747/2019, 3498/2017, 2559/2017, 2204-06/2017, 1374/2016, 3932/2015, 3458/2015, 3084/2014, 2663-64/2014).
23. Επειδή, μετά την επίλυση, ως ανωτέρω, του παραπεμφθέντος ζητήματος, οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να αναπεμφθούν στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου προς περαιτέρω εκδίκαση.
Διά ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ζήτημα και
Αναπέμπει τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 2021.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Ελ. Γκίκα
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα