Απόφαση

Αριθμός 1264/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Μαρία Ανδρικοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Π. του Σ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γκάνια, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (σωματείου) με την επωνυμία "ΣΤ' Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας Θράκης", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο - Δημήτριο Καλαμίδα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 35/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-12-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του ενάγοντος προσβάλλεται η 35/2018, τελεσίδικη, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 17-12-2015 αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ζήτησε να του επιδικασθεί το ποσό των 6.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, από την, παράνομη, επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, εκ μέρους του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των (προϊσχυσάντων) άρθρων 664-676 ΚΠολΔ, η 17/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, η οποία την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της άνω απόφασης άσκησε έφεση ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων και επ' αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 35/2018, τελεσίδικη, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, η οποία δέχτηκε την έφεση και, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητεί ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή και αναλύονται ειδικότερα κατωτέρω. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/2016). Εξάλλου, κατά το άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αριθμ.19 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης, που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκούμενου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή καταλυτικής αυτής ένστασης, και επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ9/2016, ΑΠ 401/2019, ΑΠ 95/2019, ΑΠ 293/2018). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 "προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων ", β).., γ).., δ) "επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή", ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) "αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο") κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια", στ)..., ζ) "υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η) ..., θ) ..., ι) "αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι".... Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε` του ίδιου νόμου, "Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών". Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ` του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, "Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ... γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου". Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Στο άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Στην παρ. 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο "αστική ευθύνη" ορίζεται, ότι "φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον". Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ` ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ` ετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (βλ. ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013). Περαιτέρω, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ τυποποιείται το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, τόσο το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο 1966, όσο και το άρθρο 11 παρ. 1 της από 10-12-1948 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα τα οποία αποτελούν σήμερα υπερεθνικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος. Πλέον, το τεκμήριο αθωότητας έχει λάβει εξέχουσα θέση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο της χώρας μας. Παρά ταύτα, μόλις πρόσφατα, πρώτα με το ν. 4596/2019 και έπειτα με την τροποποίηση του ν. 4620/2019, διατυπώθηκε ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στο άρθρο 71 αυτού ρητά ορίζεται ότι "οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο". Η φύση του τεκμηρίου αθωότητας είναι σύνθετη: αποτελεί όχι μόνο γενική αρχή και δικονομική εγγύηση αλλά και δικαίωμα του κατηγορουμένου, ανάλογα με την πτυχή του που κάθε φορά έχει ανάγκη προστασίας. Ως δικαίωμα, αποτελεί ιδιαίτερο δικαίωμα (στοιχείο) της προσωπικότητας του κατηγορουμένου συνιστάμενο στην προστασία του από την πρόωρη απόδοση της ενοχής. Άρα, όποτε προσβάλλεται το τεκμήριο, συμπροσβάλλεται παράλληλα και η προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αφού η αθωότητα αυτού προτού καταδικαστεί αμετάκλητα συνιστά συστατικό της τιμής και της υπόληψής του. Ωστόσο, αμφισβητούμενο είναι αν το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει, όχι μόνο τις ενέργειες της δικαστικής εξουσίας και των λοιπών φορέων κρατικών λειτουργιών, αλλά και τους ιδιώτες. Κατά την ορθότερη άποψη, και αν ακόμη δεν γίνει δεκτό ότι το τεκμήριο αθωότητας ως ατομικό δικαίωμα τριτενεργεί (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), αποδέκτες του τεκμηρίου αθωότητας είναι οπωσδήποτε και οι ιδιώτες, αφού το τεκμήριο αθωότητας συνιστά απόρροια του γενικότερου δικαιώματος της προσωπικότητας το οποίο οφείλουν να σέβονται όλοι κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 Συντ., 57 επ. ΑΚ. Επομένως, η παραβίαση του τεκμηρίου από ιδιώτη, όπως όταν λ.χ. γίνεται επίκληση και αποδεικτική χρήση μίας καταδίκης του προσβαλλόμενου προτού αυτός καταδικαστεί αμετάκλητα, δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση προστασίας με ιδρυτικό κανόνα ευθύνης το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη αστικού περιεχομένου που να την αναγάγει σε τέτοια αυτοτελή αιτία αποζημιώσεως, όπως λ.χ. συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2472/1997 για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων. Στην περίπτωση της παραβάσεως του τεκμηρίου αθωότητα ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνον οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ.
Εν προκειμένω, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, καθώς, ενώ ο ίδιος είχε προβάλλει με σχετικούς λόγους της έφεσής του το παράπονο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αγνόησε πλήρως και δεν εξέτασε τις αντικειμενικά σωρευόμενες βάσεις της αγωγής του ερειδόμενες στις διατάξεις των άρθρων: α) 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και β) 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τους λόγους αυτούς ως μη νόμιμους. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έκρινε: α) Όσον αφορά στον πρώτο λόγο ότι "και με αληθές υποτιθέμενο το ιστορικό της αγωγής αφενός η πλημμέλεια της μη προηγηθείσας ενημέρωσης του ενάγοντος (κατ' άρθρο 11 § 3 του ν. 2472/1997), αυτή καθεαυτή δεν θα καθιστούσε μη νόμιμη την επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου (απλά θα ενεργοποιούσε τις κυρώσεις του άρθ. 21 ν. 2472/1997, βλ. ΑΠΔΠΧ 68/2004), εάν συνέτρεχαν οι πιο ειδικοί (και πλέον εξασφαλιστικοί για το υποκείμενο) όροι του άρθρου 7 ή 7Α ν 2472/1997, β) Όσον δε αφορά στο δεύτερο λόγο ότι "η προσκόμιση της εν λόγω πρωτόδικης ποινικής απόφασης του ΜονΠρωτ Δράμας στην Εισαγγελία Ξάνθης ως προανακριτικό υλικό προσβάσιμο στη φάση εκείνη μόνο σε εισαγγελείς Ξάνθης, δηλαδή σε πολύ περιορισμένο κύκλο προσώπων, εξ επαγγέλματος απροκατάληπτων και με ακριβή γνώση του ειδικού βάρους μιας πρωτόδικης απόφασης έναντι εκείνου μια τελεσίδικης, ουδόλως εδύνατο να βλάψει το τεκμήριο αθωότητας του -άγνωστου στην Ξάνθη- ενάγοντος, που άλλωστε ήταν κάτοικος Καβάλας και δικαζόταν στη Δράμα". Ωστόσο, οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι αμφότεροι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, όσον αφορά στον πρώτο λόγο αναίρεσης και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, γεννάται ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 23 του εν λόγω νόμου. Η αξίωση αυτή είναι μια και ενιαία και προκύπτει από την παραβίαση των διατάξεων του άνω νόμου.
Συνεπώς, η μη τήρηση (μεμονωμένα και αυτοτελώς) της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου αυτού δεν γεννά ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση του παθόντος προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση ούτε μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελή βάση αγωγής, αλλά συνεκτιμάται με τις λοιπές παραβιάσεις του ν. 2472/1997 στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 23 αυτού. Επομένως, ορθά το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι ο αντίστοιχος λόγος της έφεσης του αναιρεσείοντος ήταν απορριπτέος ως μη νόμιμος. Περαιτέρω, όσον αφορά στον δεύτερο λόγο αναίρεσης, δηλαδή το παράπονο ότι η δημοσιοποίηση και διάδοση από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο σωματείο χωρίς τη συναίνεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος της -μη αμετάκλητης- καταδίκης του, κατηγορία από την οποία μάλιστα απαλλάχθηκε με απόφαση που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, η οποία συνιστούσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητάς του δικαιολογούσε αυτοτελώς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η προβαλλόμενη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από ιδιώτη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση προστασίας με ιδρυτικό κανόνα ευθύνης το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη αστικού περιεχομένου που να την αναγάγει σε τέτοια αυτοτελή αιτία αποζημιώσεως. Όπως εξηγήθηκε, σε περίπτωση της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνον οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, με την επίκληση και απόδειξη των οποίων θα κριθεί αν συντρέχει νόμιμος λόγος επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά το μέρος που αποφάνθηκε ότι τα ως άνω παράπονα του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ήταν νομικά αβάσιμα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, ορθώς κατ` αποτέλεσμα έκρινε, γι αυτό και οι πρώτος και δεύτερος αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ. είναι αβάσιμοι και πρέπει ν` απορριφθούν, κατ` εφαρμογή του άρθρου 578 του ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αριθμούς 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που δίκασε ως εφετείο, προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε τα ακόλουθα, τα οποία ενδιαφέρουν την αναιρετική διαδικασία: "Ο τρίτος, μη διάδικος Ι. Π., προσελήφθη το έτος 2000 από το εναγόμενο σωματείο ως ιδιωτικός φύλακας ..., αναγνωρίστηκε δε ως τέτοιος δυνάμει των με αριθ. 995/8.2.2000 και 2273/12.3.2000 Αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Στα πλαίσια των καθηκόντων του υπέβαλε στις 15.9.2012 μήνυση για την πράξη της άρνησης ελέγχου (άρθρο 28 παρ.11 εδ. ε ΝΔ 86/1969 σε συνδυασμό με το άρθρο 289 παρ.2 ΝΔ 86/1969), κατά του ήδη εκκαλούντος (ενάγοντος), του Α. Μ. και δύο άλλων ατόμων και για την πράξη της παράνομης Θήρας νεαρών αγριόχοιρων και της θήρας άνευ αδείας κατά πέμπτου ατόμου. Ακολούθως, στις 25.9.2012, ο Π. υπέβαλε συμπληρωματικό υπόμνημα ενώπιον της Εισαγγελέα: Πρωτοδικών Ξάνθης, ισχυριζόμενος ότι άπαντες οι πέντε ανωτέρω αποτελούσαν κυνηγετική ομάδα και προέβησαν από κοινού στην ανωτέρω παράνομη θήρα ζητώντας να αξιολογηθεί ποινικά η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά σε συσχετισμό με την προηγούμενη μήνυσή του. Ένας δε εκ των ανωτέρω μηνυθέντων και συγκεκριμένα ο Α. Μ., υπέβαλε κατά αυτού (του Ι. Π.) την με αρίθ. .../14-12-2012 έγκληση για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων ότι ο I. Π. υπέβαλε το ως άνω συμπληρωματικό υπόμνημα προκειμένου να μεθοδεύσει υποτιθέμενη εμπλοκή του σε δήθεν παράνομη θήρα. Εν συνεχεία ο δεύτερος (Π.) υπέβαλε, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ξάνθης αντίθετη, από 23.4.2013 (...) έγκληση, κατά του Α. Μ. για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης, της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα. Με την ως άνω έγκληση προσκόμισε, μεταξύ άλλων την με αριθ. 1466/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας, την οποία επικαλείται στην έγκλησή του ως έξης "Μάλιστα επειδή εκ παραδρομής δεν κατέθεσα μήνυση για παράνομη θήρα.. και κατά των τεσσάρων.. οι οποίοι αποτελούσαν όλοι μαζί με τον πέμπτο ομάδα... υπέβαλα .. συμπληρωματικό υπόμνημα στο οποίο ανέφερα ότι η θήρα αγριόχοιρου ασκείται από κοινού, ζητώντας να αξιολογηθούν ποινικά και οι πράξεις των τεσσάρων πρώτων κατηγορουμένων (ενν. και του Α. Μ.) ... Ενδεικτικά προσκομίζω ..και την υπ 'αριθ. 1466/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας (σχετ. 23)". Στην παραπάνω αναφερόμενη ποινική απόφαση η εφεσίβλητη Ομοσπονδία ήταν πολιτικώς ενάγουσα και ο εκκαλών ήταν ο ένας εκ των τριών κατηγορούμενων και μάλιστα καταδικάστηκε για θήρα δορκάδας από κοινού, ενώ πάντως έχει ήδη απαλλαγεί σε δεύτερο βαθμό με την με αριθ. 455/22.5.2013 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας. Η παραπάνω δικαστική απόφαση (υπ' αριθ. 1466/2011 Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας) που αφορά ποινική καταδίκη αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο του ενάγοντος γιατί αναφέρεται σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του και σε καταδίκη του με ποινή φυλάκισης. Την απόφαση αυτή συνέλεξε η εναγόμενη Ομοσπονδία από τα αρχεία ποινικού δικαστηρίου και συγκεκριμένα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας, τα οποία ως διαρθρωμένα σύνολα εγγράφων αποτελούν αρχεία κατά την έννοια του νόμου ν. 2472/1997. Στη συλλογή αυτή, η οποία συνιστά μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που περιλαμβάνονται σε αρχείο, το εναγόμενο σωματείο προέβη με νόμιμο τρόπο, χωρίς να παραβιάζει τις γενικές αρχές του άρθρου 4 του ν. 2472/1997 που πρέπει να διέπουν κατ' αρχήν την επεξεργασία των δεδομένων. Συγκεκριμένα, το εναγόμενο συγκέντρωσε την ως άνω απόφαση, όπως είχε δικαίωμα σύμφωνα με το νόμο και ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 ΚΠΔ που ορίζει ότι "αντίγραφα των ποινικών αποφάσεων... καθώς και κάθε εγγράφου της ποινικής διαδικασίας δίνονται μετά το τέλος της σε κάθε διάδικο της ποινικής δίκης", καθ' όσον το ίδιο δεν ήταν τρίτος αλλά διάδικος στην παραπάνω ποινική υπόθεση. Περαιτέρω, μπορεί η συλλογή της απόφασης να έγινε νόμιμα, σύμφωνα με τα ανωτέρω, όμως η διάδοση και παράδοση της προς τον εργαζόμενό της Ι. Π., που έγινε με ταχυμεταφορική αποστολή από την έδρα του εναγόμενου στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώθηκε στην Ξάνθη, όπου και την έλαβε ο ανωτέρω, αποτελεί επεξεργασία, υπό την έννοια του άρθ. 2 περ. δ' ν. 2472/1997 (βλ. "χρήση, διαβίβαση, διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση") ευαίσθητου δεδομένοι προσωπικού χαρακτήρα, η οποία έγινε χωρίς άδεια της Αρχής του άρθ. 7 ν 2472/1997, χωρίς να συντρέχει καμία από τις περιπτώσεις του άρθρου 7Α του ν. 2472.1997, όπως καθ' υποφορά ισχυρίστηκε ο εκκαλών στην αγωγή του, χωρίς να έχει προηγηθεί ενημέρωσή του κατ' άρθ. 11 §3 ν. 2472/1997 (αν και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, η πλημμέλεια αυτή καθεαυτή δεν θα καθιστούσε μη νόμιμη την επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου, εάν συνέτρεχαν οι πιο ειδικοί όροι του άρθρου 7 ή 7* ν. 2472/1997) και ιδίως έγινε χωρίς αυτό να συνάδει με την υπαγορευόμενη από το άρθρο 4 στοιχ. β' ν. 2472/1997 αρχή της αναλογικότητας της επεξεργασίας και ειδικότερα καθ' υπέρβαση του σκοπού επεξεργασίας, ο οποίος θα καλυπτόταν και με διαβίβαση της εν λόγω απόφασης ανωνυμοποιημένης. Αναλυτικότερα, πλήρως αποδείχθηκε η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του Ι. Π., ο οποίος βρισκόμενος στη δεινή θέση του κατηγορουμένου (από τον κ. Μ.) για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση, τις οποίες μάλιστα δήθεν τέλεσε στα πλαίσια των επαγγελματικών του καθηκόντων, βρισκόταν σε απόλυτη ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό και την επαγγελματική του υπόσταση ενώπιον Δικαστηρίου. Στα πλαίσια αυτής της αντιδικίας (με τον Μ., και αμυνόμενος σε προηγούμενη έγκληση αυτού) προέβη ο Ι. Π. στην άνω έγκληση προσκομίζοντας την εν λόγω απόφαση ως νομολογία ενδεικτική (μεταξύ πολλών άλλων αποφάσεων) της τέλεσης παράνομης θήρας από κοινού, στην οποία συμπτωματικά είχε άλλοτε καταληφθεί να συμμετάσχει και ο ήδη εκκαλών, σύντροφος άλλοτε του εγκαλούντος Μ. στο κυνήγι, όπως προκύπτει από τις σελ. 23-24 της έγκλησης Μ.. Η περίπτωση θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή άδειας προς το εφεσίβλητο για κατ' εξαίρεση επεξεργασία, με τη μορφή της διαβίβασης, ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου, έστω ανωνυμοποιημένου, που ήταν αναγκαία για τη\ άσκηση και υπεράσπιση δικαιώματος του I. Π. ενώπιον δικαστηρίου κατ' άρθ. 7 §1 περ. γ' ν. 2472/1997. Η επίμαχη απόφαση ήταν συναφής και πρόσφορη για το σκοπό που διαδόθηκε (ως ενδεικτική νομολογία), περιείχε όμως περισσότερα δεδομένα από όσο απαιτούνταν ενόψει του σκοπού της επεξεργασίας. Η διαβίβασή της προς τον Ι. Π. εργαζόμενο του εφεσίβλητου σωματείου προκειμένου εκείνος να την προσκομίσει στην εν λόγω ποινική διαφορά, η οποία ανέκυψε στα πλαίσια της ενάσκησης των καθηκόντων του ως ιδιωτικού φύλακα θήρας, ήταν αναγκαία και πρόσφορη για την άσκηση και υπεράσπιση τοι δικαιώματος του τελευταίου, ενώ, το σωματείο έδρασε χωρίς δόλο προσβολής προσωπικών δεδομένων του εκκαλούντος, αλλά με προφανές κίνητρο την ηθική στήριξη προς τον εργαζόμενό του, ο οποίος στοχοποιείτο εξ αίτιας της επαγγελματικής του ιδιότητας. Η ως άνω απόφαση διαβιβάσθηκε στον εργαζόμενο του εφεσιβλήτου όχι με δόλο παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητου προσωπικού του δεδομένου, ούτε με πρόθεση να δημιουργηθούν δυσμενείς εντυπώσεις στους παράγοντες της διαδικασίας για το πρόσωπο του άσχετου με την κατηγορία της έγκλησης- εκκαλούντος, αλλά όπως προκύπτει εναργέστατα από την από 23.4.2013 (...) έγκληση του Ι. Π., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ενδεικτικώς προσκομιζόμενη νομολογία για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της παράνομης θήρας από κοινού. Τούτη η υπερασπιστική λειτουργία δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί με ηπιότερα μέσα, παρά με παράθεση ενδεικτικής νομολογίας, η οποία θα μπορούσε ωστόσο να είναι ανωνυμοποιημένη. [Ούτε ο I. Π. προέβη, ως όφειλε στην ανωνυμοποίηση των στοιχείων που αφορούσαν το πρόσωπο του εκκαλούντος, παρά το γεγονός ότι και με τον τρόπο αυτό θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της επιστημονικής πληροφόρησης και νομολογιακής τεκμηρίωσης της έγκλησής του. Ωστόσο, η παράλειψή του αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του εφεσιβλήτου, δεδομένου ότι το τελευταίο έχει ευθύνη μόνο για τη διαβίβαση της ως άνω απόφασης στον I. Π.], Ειδικότερα η απόφαση παραδόθηκε σε αυτόν προκειμένου να καταδείξει ο τελευταίος ότι η αρχική του έγκληση και κυρίως το συμπληρωματικό του υπόμνημα με το οποίο ισχυρίζονταν ότι άπαντες οι πέντε ανωτέρω (δηλαδή και ο Α. Μ.και όχι μόνο ο πέμπτος) αποτελούσαν κυνηγετική ομάδα και προέβησαν από κοινού στην παράνομη θήρα και με το οποίο ζητούσε να αξιολογηθεί ποινικά η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά σε συσχετισμό με την προηγούμενη μήνυσή του, δεν έγινε για να μεθοδεύσει υποτιθέμενη εμπλοκή του Α. Μ. σε παράνομη θήρα, όπως αναφέρει ο τελευταίος στην με αριθ. .../14.12.2012 έγκλησή του, αλλά για να καταδείξει ότι η παράνομη θήρα μπορεί να ασκείται και από κοινού, όπως στις περιπτώσεις των προσκομιζόμενων αποφάσεων, μεταξύ των οποίων και η επίμαχη, και ότι συνεπώς η αντίστοιχη μήνυση του εκάστοτε θηροφύλακα στρέφεται κατά περισσοτέρων. Έτσι η διαβίβαση της εν λόγω απόφασης στον Π., αν και ήταν αναγκαία και πρόσφορη για να στηρίξει την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών που επικαλούνταν στην ανωτέρω έγκλησή του ο τελευταίος, το δε ικανοποιούμενο συμφέρον αυτού (υποστήριξη έγκλησής του και απάντηση στη αντίθετη έγκληση Μ. που είχε προηγηθεί και τον είχε ήδη καταστήσει κατηγορούμενο) ήταν προφανώς υπέρτερο από το αντίστοιχο έννομο συμφέρον του ενάγοντος (να μη διαδίδεται περαιτέρω η πρωτόδικη ποινική του καταδίκη, έστω στον περιορισμένο κύκλο προσώπων της Εισαγγελίας Ξάνθης, δηλαδή 2 Εισαγγελέων και μερικών δικαστικών υπαλλήλων, σε πόλη διαφορετική από αυτήν όπου κατοικεί και όπου δικάστηκε), υπερέβη ωστόσο το σκοπό της επεξεργασίας, λόγω της μη ανωνυμοποίησης. Ενόψει όλων των ανωτέρω, απορριπτέες ως νόμω αβάσιμες κρίνονται οι εκτιμώμενες ενστάσεις του εναγομένου, η μεν κατ' άρθ. 5 §2 περ. ε' ν. 2472/1997 περί κατ' εξαίρεση νόμιμης επεξεργασίας που ήταν απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που δίωκε ο I. Π., επειδή επρόκειτο για ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και άρα κρίσιμη δεν ήταν η διάταξη του άρθρου 5, αλλά αυτή του άρθρου 7 του ν. 2472/1997, η δε κατ' άρθ. 7 §1 περ. γ' ν. 2472/1997 περί κατ' εξαίρεση νόμιμης επεξεργασίας ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου, που ήταν αναγκαία για την άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου, επειδή η προκείμενη επεξεργασία υπερέβη το σκοπό της επεξεργασίας και έτσι παραβίασε την απορρέουσα από το άρθρο 4 στοιχ. β' ν. 2472/1997 αρχή της αναλογικότητας της επεξεργασίας. Εντούτοις, παρότι σκοπός αυτής της διαβίβασης ουδέποτε υπήρξε να θιγεί ο εκκαλών με παραβίαση των προσωπικών του δεδομένων (απουσία δόλου), από την άνω αμελή συμπεριφορά του εφεσιβλήτου αυτός υπέστη μια ελάχιστη ηθική βλάβη, από την διαβίβαση της απόφασης που τον αφορούσε στο Ι. Π. (που την επικαλέστηκε στην έγκλησή του, έστω χάριν παραδείγματος προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει, ενόψει ιδίως του είδους και βάρους της προσβολής (παράβασης), της έκτασης της βλάβης και πιο ειδικά της μη προσφορότητας σημαντικής προσβολής εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος λόγω της ενδεικτικής αναφοράς της απόφασης, προς υποστήριξη έγκλησης κατά άλλου ατόμου, λόγω του γεγονότος ότι γνώση του ευαίσθητου δεδομένου του θα ελάμβαναν 2 Εισαγγελείς και 2-3 δικαστικοί υπάλληλοι Ξάνθης, εκ των οποίων ο μεν πρώτοι αδιαφορούν για τα ονόματα παραγόντων στην ενδεικτικά προσκομιζόμενη νομολογία, οι δε δεύτεροι για κανένα λόγο δεν αναγιγνώσκουν έγγραφα που προσκομίζονται προανακριτικά (προς επίρρωση βλ. και ΠΠρΑθ 373/2016, ΤΝΠ Νόμος, ως προς το ότι "τρίτος", επί των εγκλημάτων των άρθ. 362 κ' 363 ΠΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά, δικονομικά, εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών π.χ. ο εισαγγελέας, ο δικαστής μίας υπόθεσης, ο αρμόδιος γραμματέας) και λόγω της χρήσης του δεδομένου σε πόλη διαφορετική από αυτήν όπου ο εκκαλών κατοικεί αλλά και όπου δικάστηκε, ώστε πρακτικά η πιθανότητα να θιγεί προσωπικά ήταν μάλλον αφηρημένη παρά συγκεκριμένη (βλ. ΠΠρΑΘ 373/2016 ΤΝΠ Νόμος), του λογικά πολύ περιορισμένου αντίκτυπου στην ηθική του συγκρότηση, της αμέλειας του εφεσιβλήτου (ενόψει της εν γένει κατά τα προδιαληφθέντα στάθμισης των εννόμων συμφερόντων εκκαλούντος και Π.), να επιδικαστεί στον εκκαλούντα-ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση 50 €, ποσό που, αν και υπολείπεται του ελάχιστου ποσού των 2.000.000 δρχ που ορίζει το άρθ. 23 §2 ν. 2472/1997 για την δόλια παράβαση του ν. 2472/1997 ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση παράβασης από αμέλεια, κρίνεται εύλογο με βάση τους κανόνες κοινής πείρας και λογικής (ΟλΑΠ 9/2015) ενόψει του άρθ. 2 Συντ. χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού που καθιερώνει το άνω συνταγματικό άρθρο, ώστε η επιδικασθείσα ικανοποίηση να μην οδηγεί σε προφανή δυσαναλογία του οικονομικού οφέλους του παθόντος σε σύγκριση με τη σε βάρος του προσβολή (πράγμα που θα συνέβαινε αν επιδικαζόταν το αιτηθέν ποσό των 5.997 €)". Κατόπιν αυτού, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δίκασε ως Εφετείο κατά το μέρος που έκρινε, ότι η ευθύνη του αναιρεσίβλητου για τη χρηματική ικανοποίηση του αναιρεσείοντος, εξαιτίας παραβίασης των επίμαχων προσωπικών δεδομένων του τελευταίου, είναι νόθος αντικειμενική και δεχόμενο στη συνέχεια ότι η διαβίβαση της επίμαχης απόφασης στον Ι. Π. αν και ήταν αναγκαία και πρόσφορη για να στηρίξει την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών που επικαλείτο στην έγκλησή του και το ικανοποιούμενο συμφέρον του υπέρτερο από το αντίστοιχο έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος, υπερέβη ωστόσο τον σκοπό της επεξεργασίας λόγω της μη ανωνυμοποίησης. Στη συνέχεια δε κατά παραδοχή, εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης του ήδη αναιρεσίβλητου, εναγόμενου, περί απαλλαγής του από την ευθύνη, λόγω μη συνδρομής των θεμελιωτικών του πταίσματός του πραγματικών γεγονότων, κατέληξε στην κρίση, ότι αυτό ευθύνεται από αμέλεια και όχι από δόλο, για την ηθική βλάβη, που προκλήθηκε στον ήδη αναιρεσείοντα ενάγοντα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, εκ πλαγίου, τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 2472/1997, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 23 παρ. 2 αυτού, επί της οποίας και θεμελιωνόταν η ως άνω ένσταση, στις οποίες ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο δε διότι, τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, στηρίζουν πλήρως το ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, όσον αφορά αφενός μεν την ευθύνη του εναγόμενου σε σχέση με την παράνομη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, αφετέρου δε την εν μέρει βασιμότητα της ένστασης του ήδη αναιρεσίβλητου-εναγόμενου περί απαλλαγής του από την ευθύνη και την, εντεύθεν, κρίση του, στην οποία στήριξε το ανωτέρω πόρισμά του, ότι το τελευταίο ευθύνεται όχι από δόλο αλλά από αμέλεια, συνιστάμενη στο ότι κατά την προσπάθειά του να υποστηρίξει τον εργαζόμενό του Ι. Π., ο οποίος ήταν κατηγορούμενος για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση, πράξεις τις οποίες φερόταν ότι τέλεσε στο πλαίσιο των επαγγελματικών του καθηκόντων, βρισκόταν σε απόλυτη ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό και την επαγγελματική του υπόσταση ενώπιον Δικαστηρίου, διαβίβασε σ' αυτόν την προαναφερθείσα ποινική απόφαση, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ενδεικτικώς προσκομιζόμενη νομολογία, με σκοπό να καταδείξει ο Ι. Π. ότι ο μηνυτής του αποτελούσε κυνηγετική ομάδα με άλλα άτομα και ασκούσε με αυτούς παράνομη θήρα, η οποία μπορεί να ασκείται και από κοινού, όπως προέκυπτε από σειρά προσκομιζόμενων αποφάσεων, μεταξύ των οποίων και η επίμαχη απόφαση. Ενόψει τούτων, ο τρίτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, υποστηρίζει τα αντίθετα, κρίνεται αβάσιμος. Αντιθέτως, όμως, με το να επιδικάσει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στον ήδη αναιρεσείοντα, ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτός υπέστη από την αναφερόμενη παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών του δεδομένων, εκ μέρους του ήδη αναιρεσίβλητου-εναγόμενου, το ποσό των πενήντα (50) ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υστερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και είναι ευτελές. Επομένως, ο σχετικός τέταρτος αναιρετικός λόγος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 του ΑΚ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον καθορίσθηκε και επιδικάσθηκε, με αυτήν, στον ήδη αναιρεσείοντα - ενάγοντα, καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της, προς τούτο, διακριτικής ευχέρειας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, επομένως, κατά παραβίαση της απορρέουσας από την διάταξη της παρ. 1 άρθρου 25 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, το ανωτέρω ποσό των πενήντα (50) ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την, αναφερόμενη σ` αυτήν (προσβαλλομένη), παράνομη προσβολή των προσωπικών του δεδομένων, εκ μέρους του ήδη αναιρεσίβλητου-εναγομένου. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ώστε να επανακαθορισθεί από το δικαστήριο της ουσίας, κατά τα προαναφερόμενα, το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο πρέπει να επιδικασθεί στον ήδη αναιρεσείοντα-ενάγοντα, για την ένδικη αιτία. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, σ` αυτόν (άρθρα 495 παρ. 3 εδαφ. ε` του ΚΠολΔ). Τέλος, το αναιρεσίβλητο που νικήθηκε στη δίκη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο, σχετικό, αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 35/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνου, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάζει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου, που έχει καταθέσει, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ