ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1927/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ 15° ΕΝΟΧΙΚΟ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Κωστόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσαφίνα Ζυγούρη, Εφέτη, Αγγελική Χατζηδάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Μαχαίρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 1 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ... του …, κατοίκου Βουλιαγμένης Αττικής (οδός ...), με ΑΦΜ ..., ο οποίος παραστάθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων του Σταύρου Γεωργιάδη και Αναστασίας Μαγείρου βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «... Α.Ε» με αριθμό ΓΕΜΗ ..., η οποία εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής (οδός ...) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Αντωνιάδου βάσει δηλώσεως.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών την από 8-6-2017 και με αριθμό κατάθεσης .../2017 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1104/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου η οποία απέρριψε την αγωγή του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 27.9.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 30.9.2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου .../2019 και αντίγραφο αυτής στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 2.10.2019 (ΓΑΚ/ΑΚΔ: .../2019), της οποίας η συζήτηση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ….
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωσή τους κατά το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση η από 27-9-2019 (.../2019) έφεση κατά της 1104/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 αρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι πριν από την άσκησή της προηγήθηκε επίδοση της εκκαλουμένης με επιμέλεια κάποιου από τους διαδίκους, ενώ από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης (22-3-2019) έως και την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει διετία. Είναι επομένως παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο κατ' άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (αριθμός e-παραβόλου .../2019).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίσθηκε με την από 8-6-2017 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία συστάθηκε νόμιμα το έτος 2004 από τον ίδιο και τη σύζυγό του, ..., με την οποία ήδη βρίσκεται σε διάσταση. Ότι δυνάμει του υπ' αριθμ. .../7.6.2007 συμβολαιογραφικού εγγράφου της Συμβολαιογράφου Αθήνας ..., νομίμως μεταγεγραμμένου, η εναγόμενη κατέστη αποκλειστική κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στο Λαγονήσι Αττικής. Ότι δυνάμει του από 17-9-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας ονομαστικών μετοχών μεταβίβασε, στην πραγματικότητα λόγω δωρεάς, στην ως άνω σύζυγό του το σύνολο των μετοχών του επί του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης, με αποτέλεσμα η σύζυγός του να καταστεί μοναδική μέτοχος της εναγομένης και η τελευταία να καταστεί μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία. Ότι κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2011 έως και 2013, κατέβαλε στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 2.694.800 ευρώ, προβαίνοντας στην κατάθεση επιμέρους ποσών, τα οποίο προσδιορίζει καθ' ύψος, με τις αντίστοιχες ημερομηνίες κατάθεσής τους, στον αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η εναγομένη στην Τράπεζα «...», ενώ από το συνολικό αυτό ποσό τα αναφερόμενα ποσά των 5.000 ευρώ και 15.000 ευρώ κατατέθηκαν στην ίδια Τράπεζα αλλά σε διαφορετικό τραπεζικό λογαριασμό. Ότι οι καταβολές αυτές έλαβαν χώρα με σκοπό την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης και περαιτέρω, την αντιμετώπιση των τρεχουσών οικονομικών αναγκών αυτής, που συνίστατο κυρίως στην αντιμετώπιση των δαπανών που προέρχονταν από την ανακαίνιση και ανακατασκευή της οικίας και του περιβάλλοντος χώρου του ως άνω ακινήτου στο Λαγονήσι, ενώ στα σχετικά παραστατικά της Τράπεζας φαινόταν ως καταθέτης η ... και ότι ως αιτιολογία κατάθεσης αναγραφόταν η φράση «έναντι αύξησης μετοχικού κεφαλαίου από τη μέτοχο κ. ...». Ότι, επίσης, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2014 έως και 2016 κατέβαλε στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 183.000 ευρώ για τη χρηματοδότηση της εναγομένης και την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών αυτής. Ότι τα ποσά αυτά δόθηκαν στην εναγόμενη ως δάνειο, καθώς ο ενάγων τα κατέβαλε για την ταμειακή διευκόλυνση αυτής και τη χρηματοδότησή της και όχι με σκοπό την παραμονή τους στους τραπεζικούς λογαριασμούς ή στα ταμεία της εναγομένης. Ότι το δάνειο αυτό είναι άκυρο, καθώς εμπίπτει στην απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 23α παρ. 2 και 5 του ν.2190/1920, δεδομένου ότι ο ίδιος ο ενάγων ετύγχανε, κατά το χρονικό διάστημα που έγιναν οι επίδικες χρηματικές καταβολές, σύζυγος της μοναδικής μετόχου της εναγομένης και ότι συνεπώς, τα παραπάνω ποσά δικαιούται να τα αναζητήσει με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως παροχή που δόθηκε για αιτία παράνομη. Ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει τα ποσά αυτά εντόκως από την καταβολή προς αυτήν ενός εκάστου επιμέρους ποσού, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 911 παρ.2 ΑΚ, η εναγομένη ευθύνεται σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή από το χρόνο των εν λόγω καταθέσεων. Ότι κατά της εναγόμενης και της ... είχε ασκήσει την από 31-3-2014 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε την 21-9-2016, με την οποία ανακαλούσε λόγω αχαριστίας της τελευταίας, το σύνολο των δωρεών στις οποίες είχε προβεί προς αυτή, και ζητούσε να αναγνωριστεί ο ίδιος αληθινός καταθέτης του ποσού των 2.674.800 ευρώ (που αποτελεί τμήμα του ποσού των 2.694.800 ευρώ), άλλως, εφόσον ματαιωθεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης εταιρίας, να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρία να του αποδώσει το ποσό αυτό κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ότι από το δικόγραφο αυτής της αγωγής παραιτήθηκε με το από 14.10.2016 (αριθμ. καταθ. …/2016) δικόγραφό του, που επιδόθηκε στην εναγομένη την 25.10.2016. Επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί ότι οι αναφερόμενες στην αγωγή δανειακές συμβάσεις δεν είναι άκυρες, ο ενάγων αναφέρει ότι καταγγέλλει με την υπό κρίση αγωγή του, μία εκάστη εξ' αυτών και ότι η εναγομένη υποχρεούται να του αποδώσει τα αντίστοιχα ποσά. Επικουρικά επίσης, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τα ποσά που κατέβαλε στην εναγομένη κατά τα έτη 2011 έως 2013, συνολικού ύψους 2.694.800 ευρώ, καταβλήθηκαν έναντι αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης και ότι δικαιούται να τα αναζητήσει με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως δοθέντα για αιτία που δεν επακολούθησε, καθόσον η εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγόμενης δεν έλαβε ποτέ χώρα. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, έπειτα από παραδεκτό περιορισμό, με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθειμένες προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, του αρχικά καταφηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, ο ενάγων ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούτο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.694.800 ευρώ, καθώς και το συνολικό ποσό των 183.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα κατάθεσης ενός εκάστου επιμέρους ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης, όπως τα επιμέρους ποσά αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, και μέχρι την εξόφληση, άλλως α) το ποσό των 2.674.800 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 21.9.2016, ημερομηνία επίδοσης της από 31.3.2014 αγωγής, και το ποσό των 20.000 ευρώ από την επίδοση της παρούσας αγωγής, άλλως και τα δύο ποσά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) το ποσό των 183.000 ευρώ από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή αυτή εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 1104/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή κατά την κύρια βάση της που ερείδεται στην ακυρότητα του φερόμενου δανείου, ως αντικείμενου στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 23α παρ. 2 και 5 του ν.2190/1920 και ως αόριστες οι επικουρικές βάσεις του, ήτοι του δανείου και του αδικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία που δεν επακολούθησε. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, με την κρινόμενη έφεση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα παρακάτω και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Με τις διατάξεις του άρθρου 23α του Ν.2190/1920, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από τη διάταξη του άρθ. 33 του Ν. 3604/2007 (ΦΕΚ Α’ 189/08-08-2007), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων που εκάστοτε διέπουν τις συναλλαγές πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με πρόσωπα τα οποία έχουν ειδική σχέση με αυτά, καθώς και του άρθρου 16α του παρόντος Νόμου, δάνεια της Εταιρείας προς τα πρόσωπα της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου απαγορεύονται και είναι απολύτως άκυρα. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για την παροχή πιστώσεων προς τα πρόσωπα αυτά με οποιονδήποτε τρόπο ή την παροχή εγγυήσεων ή ασφαλειών υπέρ αυτών προς τρίτους, β) Κατ' εξαίρεση, η παροχή εγγύησης ή άλλης ασφάλειας υπέρ των προσώπων της παραγράφου 5 επιτρέπεται μόνο εφόσον... γ) Η απόφαση της γενικής συνέλευσης.... 2. Απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων της Εταιρείας με τα πρόσωπα της παραγράφου 5 χωρίς ειδική άδεια της Γενικής Συνέλευσης. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει προκειμένου για πράξεις που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της Εταιρείας με τρίτους… 3. Η άδεια της Γενικής Συνέλευσης κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του εκπροσωπούμενου στη Συνέλευση Μετοχικού Κεφαλαίου. 4. Η άδεια της παραγράφου 2 μπορεί να παρασχεθεί και μετά τη σύναψη της σύμβασης, εκτός εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπουμένου στη συνέλευση Μετοχικού Κεφαλαίου. 5. Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της Εταιρείας, τους συζύγους και τους συγγενείς των προσώπων αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και τα Νομικά Πρόσωπα που ελέγχονται από τους ανωτέρω. Ενα Φυσικό ή Νομικό Πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί της Εταιρείας, εάν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε. Το Καταστατικό μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και σε άλλα πρόσωπα, όπως ιδίως στους Γενικούς Διευθυντές και Διευθυντές της Εταιρείας. Οι συμβάσεις της παραγράφου 1 επιτρέπονται εφόσον συνάπτονται μεταξύ ή παρέχονται υπέρ Νομικών Προσώπων που υπόκεινται σε ενοποίηση μεταξύ τους σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 109, υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 ... . 7. Συμβάσεις της παραγράφου 2 που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού μετόχου και της Εταιρείας, την οποία αυτός εκπροσωπεί, καταχωρίζονται στα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου ή καταρτίζονται εγγράφως επί ποινή ακυρότητας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις τρέχουσες συναλλαγές της Εταιρείας». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τις εν λόγω ρυθμίσεις επιδιώκεται α) η συνολική ρύθμιση των συναλλαγών της εταιρίας με εσωτερικούς παράγοντες, που ασκούν αμέσως ή εμμέσως επιρροή στη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων (βλ. Τριανταφυλλάκη, Το νέο άρθρο 23α ΚΝ 2190/1920 - Ζητήματα εφαρμογής, ΧρΙΔ 2008/385), καθώς και β) η διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο των εσωτερικών παραγόντων της Εταιρίας, όταν προβαίνουν σε συναλλαγές με το Νομικό Πρόσωπο (βλ. Κατσά σε Ανώνυμες Εταιρίες, τομ. II, επιμ. Αντωνόπουλου/Μούζουλα, υπό το άρθρο 23α, στον αριθ. περ. 1, σελ. 285). Στις ανωτέρω περιπτώσεις, άλλωστε, ο κύριος κίνδυνος έγκειται στην εκμετάλλευση του πληροφοριακού προβαδίσματος, που τα ανωτέρω πρόσωπα διαθέτουν στην Εταιρία, προς τον σκοπό σύναψης συμβάσεων των ίδιων με την Εταιρία, υπό όρους ευνοϊκούς μεν για τους ίδιους, όχι, όμως, και για την Εταιρία, με βάση τα δεδομένα της οικείας αγοράς. Οι κίνδυνοι, συνεπώς, στις ως άνω περιπτώσεις είναι προφανείς τόσο για τους εταιρικούς δανειστές όσο και για τους μετόχους της μειοψηφίας (ΑΠ 791/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1066/2002, ΕΕργΔ 2004/355, ΑΠ 324/1999, ΝοΒ 2000/940 με παρατ. Δωρή, ΑΠ 1393/1998, ΔΕΕ 1998/971, ΕφΑΘ 4717/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κατσάς, ό.π., σελ. 286). Υπό τις ρυθμίσεις του άρθρου 23α του ΚΝ 2190/1920, ως αυτές αναμορφώθηκαν με το άρθρο 33 του Ν. 3604/2007, διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων, που υπόκεινται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης, με ταυτόχρονο, όμως, αποκλεισμό προσώπων που παλαιότερα υπάγονταν σε αυτό (βλ. π.χ. τις περιπτώσεις Ιδρυτών, Γενικών Διευθυντών, Διευθυντών κ.λπ.), προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα επέκτασης της απαγόρευσης , και σε άλλα πρόσωπα με καταστατική πρόβλεψη και παρεσχέθη η δυνατότητα (εκ των υστέρων) έγκρισης των μη πιστωτικών συμβάσεων (ήτοι των συμβάσεων που η Εταιρία είναι αποδέκτρια της πίστωσης και όχι παρέχουσα την πίστωση) από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, με ταυτόχρονη αναγνώριση δικαιώματος εναντίωσης στην ούτω καλούμενη μικρή μειοψηφία του 5%. Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης αποσαφηνίζεται στην παρ. 5 του οικείου άρθρου και καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας και τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της Εταιρίας, με γνήσια παραπομπή ως προς την έννοια του ελέγχου στα προβλεπόμενα από την πάλαι ποτέ διάταξη του άρθρου 42ε παρ. 5 του ΚΝ 2190/1920 (βλ. ήδη άρθρο 38 παρ. 3 και 5β του Ν. 4308/2014 με παραπομπή εφεξής στο άρθρο 32 του τελευταίου αυτού Νόμου, καθώς και Κατσά, ό.π., σελ. 291- 292, στον αριθ. περιθ. 9]. Ειδικώς ως προς το στοιχείο του ελέγχου πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 42ε παρ. 5 του ΚΝ2190/1920, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 3 του Ν. 4308/2014, όριζε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «…Για την εφαρμογή αυτού του Νόμου συνδεδεμένες επιχειρήσεις είναι: α. Οι Επιχειρήσεις εκείνες, μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση μητρικής Επιχείρησης προς θυγατρική. Σχέση μητρικής Επιχείρησης προς θυγατρική υπάρχει, όταν μία Επιχείρηση (μητρική): α.α. ή έχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης (θυγατρικής) Επιχείρησης, έστω και αν η πλειοψηφία αυτή σχηματίζεται ύστερα από συνυπολογισμό των τίτλων και δικαιωμάτων που κατέχονται από τρίτους για λογαριασμό της μητρικής Επιχείρησης…» (βλ. αντί άλλων Κατσά, ό.π., σελ. 298, υπό το άρθρο 23α, στους αριθ. περιθ. 19 επ. και αναλυτικά Χατζημιχαήλ στο ίδιο έργο, σελ 1115 επ., υπό το άρθρο 42ε παρ. 5). Μόνη η μετοχική ιδιότητα, συνεπώς, δεν αρκεί, για να εμπέσει ο συναλλαχθείς με την Εταιρία στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 23α του ΚΝ 2190/1920, ει μη μόνον στην περίπτωση, που στο πρόσωπο του εν λόγω μετόχου συντρέχει ως πρόσθετη ιδιότητα και μία εκ των λοιπών αναφερομένων στο Νόμο, όπως π.χ. η ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ή η ιδιότητα του προσώπου που ασκεί τον έλεγχο στην Εταιρία, με τον τρόπο που διαγράφεται στη διάταξη του άρθρου 42ε παρ. 5 του ΚΝ 2190/1920 κ.ο.κ (Αντωνόπουλο, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, Γ’ εκδ.σελ.408, υπος.166). Εξάλλου, η παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 23α συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα των συμβάσεων αυτών, η οποία μπορεί να προταθεί όχι μόνο από την εταιρία, αλλά και από τρίτους, που έχουν έννομο συμφέρον, διότι η διαχείριση της περιουσίας της ανώνυμης εταιρίας ενδιαφέρει όλους τους συναλλασσόμενους μαζί της, καθώς και τη δημόσια τάξη, η ακυρότητα δε επέρχεται ανεξάρτητα από το αν οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν τους περιορισμούς, μπορεί δε να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, αν έχουν προταθεί τα πραγματικά περιστατικά που την παράγουν. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι δεν είναι αναγκαία η παροχή άδειας για τη διενέργεια μίας τέτοιας σύμβασης από τη γενική συνέλευση όταν πρόκειται για μονοπρόσωπη εταιρία, στην οποία όλες οι μετοχές έχουν συγκεντρωθεί στο ίδιο πρόσωπο, όπου υπάρχει ταύτιση μετόχου της ανώνυμης εταιρίας και του διοικητικού συμβουλίου, με την έννοια δηλαδή ότι δεν έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα, αφού ο προστατευτικός της μειοψηφίας σκοπός της πιο πάνω διάταξης έχει νόημα μόνο επί ανοικτών ανωνύμων εταιριών (οι μετοχές της οποίας έχουν διασπαρεί σε πολλούς εταίρους) και όχι επί κλειστών μονοπρόσωπων ανωνύμων εταιριών (βλ. Νικ.Ρόκα, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, Θεσσαλονίκη 2004 και Εμπορικές Εταιρίες, 5η εκδ. σελ. 285-286, Παμπούκη, Αρμ. 1988.938, ΑΠ 1066/2002, ΑΠ 324/1999 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1142/1998 ΕΕμπΔ 1999.746, ΕφΑθ 2196/2013 ΔΕΕ 2013.779, ΕφΑθ 1303/2003 ΕπισκΕμπΔικ 2003.547). Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής του, ήτοι αυτή που ερείδεται στην ακυρότητα των δανείων του προς την εφεσίβλητη ως συναφθεισών κατά παράβαση των απαγορευτικών διατάξεων του άρθρου 23α του ν.2190/1920, δεχόμενη ότι η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση μονοπρόσωπων ανωνύμων εταιριών. Πλην, όμως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής, επί μονοπρόσωπων ανωνύμων εταιρειών, η ως άνω απαγορευτική διάταξη, δεν έσφαλε, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού σε αυτές δεν υπάρχουν προστατευτέα συμφέροντα των μετόχων και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, με επάλληλη σκέψη της η εκκαλουμένη έκρινε ότι η μοναδική μέτοχος της εφεσίβλητης, ..., η οποία δεν ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτής σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνεται, υπό την ιδιότητά της αυτή και μόνο, στα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 23α του ν. 2190/1920 πρόσωπα, ώστε να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου αυτού, ενώ δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο αυτής επιπλέον περιστάσεις με βάση τις οποίες ασκούσε έλεγχο επί της εταιρίας, κατά τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 42ε παρ.5 του ίδιου νόμου. Σύμφωνα, επίσης, με τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη, η εκκαλουμένη δεν έσφαλε ούτε ως προς την κρίση της αυτή, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι η απαγορευτική διάταξη του άρθρου 23α του ν.2190/1920 εφαρμόζεται και επί μονοπρόσωπων ανωνύμων εταιριών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών. Συνεπώς, και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης τυγχάνει αβάσιμο και πρέπει ν' απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (ΑΠ 1182/2019, ΑΠ 889/2010, δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1598/2003 ΧΡΙΔ 2004.324). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στο δανειστή προς εξασφάλισή του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων επικουρικά αιτείται την καταβολή του συνόλου των ποσών που κατέβαλε στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη (δηλαδή 2.694.800 ευρώ για τα έτη 2011-2013 και 183.000 ευρώ για τα έτη 2014-2016) με έγκυρες δανειακές συμβάσεις, όπως αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή του, τις οποίες καταγγέλλει με αυτήν, με συνέπεια να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το συνολικό ποσό του δανειακού χρέους της εναγόμενης προς αυτόν. Η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την επικουρικά αυτή βάση της αγωγής ως αόριστη, επειδή δεν αναφέρεται στην αγωγή το πρόσωπο με το οποίο συμβλήθηκε ο ενάγων για τη σύναψη του δανείου καθώς και η συμφωνία για επιστροφή αυτού, ήτοι η απόδοση στον ενάγοντα πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, έσφαλε ως προς την εκτίμησή της, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως πιο πάνω νομική σκέψη για το ορισμένο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου, όπως συντρέχει εν προκειμένω, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται και η συμφωνία για επιστροφή αυτού, η οποία εμπεριέχεται στην έννοια του δανείου, ενώ ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του ότι καταρτίστηκαν συμβάσεις δανείου μεταξύ των διαδίκων με την παράδοση και μεταβίβαση κατά κυριότητα ορισμένων χρηματικών ποσών. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο δεύτερος λόγος της έφεσης, και να επιστραφεί στον εκκαλούντα το παράβολο έφεσης που κατέθεσε κατά την άσκηση αυτής, κατ' εφαρμογή του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να εξεταστεί περαιτέρω η αγωγή στη νομική της βασιμότητα. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 806 επ. ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, τις υπ' αριθμ. .../17.10.2017, .../17.10.2017 και .../2.11.2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, μετά από νόμιμη κλήτευση της αντίδικου του, τις υπ' αριθμ. …/2017 και …/2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφο Αθηνών ..., που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη, μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου της, πλην της προσκομιζόμενης από την ίδια υπ' αρ. …/2017 ένορκης βεβαίωσης της ..., ως ανυπόστατου αποδεικτικού μέσου, αφού η προαναφερόμενη είναι η Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της εφεσίβλητης και συνεπώς αφού ταυτίζεται με αυτήν , δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του μάρτυρα, αφού δεν είναι τρίτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410 παρ. 3 και 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ (Ολ ΑΠ 745/2007, ΑΠ 1312/2001, ΑΠ 2194/2014 ΑΠ 715/2013 ΑΠ 1621/2012 ΑΠ 374/2011, ΑΠ 397/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ), ασχέτως του αν είχε οποτεδήποτε προηγουμένως προβληθεί ή όχι σχετική εναντίωση του αντιδίκου του προσκομίζοντος, αφού πρόκειται περί ανυπόστατου αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 2194/2014 ΑΠ 715/2013 ΑΠ 1621/2012 ΑΠ 374/2011), καθώς και τα προσκομιζόμενα παραδεκτώς επίσης από αμφότερους των διαδίκων κατ' άρθρο 529 ΚΠολΔ, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες των διαδίκων και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και η μη διάδικος ... τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 30-6-1996, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα. Η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε τον Ιούνιο του 2012, οπότε ο ενάγων αποχώρησε από τη συζυγική οικία, ενώ ήδη έχει λυθεί οριστικά με την υπ' αριθμ. 9416/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης ο ενάγων προέβη σε διάφορες δωρεές και παροχές προς την σύζυγό του τόσο σε κινητά όσο και σε ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό της. Στη συνέχεια με το υπ' αριθμ. .../16.2.2004 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ..., ο ενάγων και η ... σύστησαν από κοινού την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ .../5.3.2004. Μεταξύ των σκοπών αυτής, ήταν και είναι η με οποιονδήποτε τρόπο επένδυση σε ακίνητα καθώς και η επί κέρδει αγορά, πώληση, εκμετάλλευση, διοίκηση, εκμίσθωση και διαχείριση ακινήτων. Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ορίστηκε σε 520.200,00 ευρώ κατανεμημένο σε 17.340 μετοχές ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ η κάθε μία, το οποίο αναλήφθηκε εξ' ολοκλήρου από τον ενάγοντα και τη ... με 17.166 και 174 μετοχές αντίστοιχα, ενώ τα ποσά που αναλογούσαν στην συμμετοχή ενός εκάστου εξ' αυτών 514.980 ευρώ για τον ενάγοντα και 5.220 ευρώ για τη ..., καταβλήθηκαν αποκλειστικά από τον ενάγοντα. Ως μέλη του πρώτου διοικητικού συμβουλίου ορίσθηκαν: α) ο ενάγων, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, β) ο ..., ως Αντιπρόεδρος και γ) ο … ως μέλος (βλ, το από 5.3.2004 Πρακτικό Δ.Σ που δημοσιεύτηκε στο υπ’αριθμ. .../16.3.2004 ΦΕΚ), αμφότεροι υπάλληλοι και έμπιστοι συνεργάτες του ενάγοντος. Στη συνέχεια, από τον Ιανουάριου του 2009 και μετά από την τυπική αποχώρηση του ενάγοντα από την εναγόμενη, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ανέλαβε ο ..., επίσης υπάλληλος του ενάγοντα. Το ως άνω Διοικητικό Συμβούλιο, παρέμεινε με την αυτή σύνθεση μέχρι το καλοκαίρι του 2016, όποτε και τα ως άνω μέλη παραιτήθηκαν (βλ. σχετικές υπ' αριθμ. ..., ... και .../15.6.2016 ανακοινώσεις στο ΓΕΜΗ) και αντικαταστάθηκαν από πρόσωπα της εμπιστοσύνης της ..., ήτοι: α) την ..., Πρόεδρο και Διευθύνουσα Σύμβουλο, τον ... και την ... (βλ. τη υπ' αριθμ. .../27.6.2016 ανακοίνωση στο ΓΕΜΗ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η εναγόμενη εταιρεία προέβη στην αγορά δύο ακινήτων: α) δυνάμει του υπ' αριθμ. .../17.3.2004 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά ..., το οποίο μεταγράφτηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών στον τόμο … και με αριθμ. …., η εναγόμενη κατέστη αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος σε ποσοστό 1/2 εξ' αδιαιρέτου, ενός οικοπέδου εκτάσεως 1.390 τ.μ που βρίσκεται στη θέση «...» στο Παλιό Λιμάνι Σπετσών και β) δυνάμει του υπ' αριθμ. .../7.6.2007 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., το οποίο μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας στον τόμο … και αριθμ. …, η εναγόμενη κατέστη αποκλειστική κυρία, νομέας κα κάτοχος, σε ποσοστό 50% εξ' αδιαιρέτου ενός αγροτικού κτήματος άρτιου και οικοδομήσιμου (οικοπέδου) κειμένου στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας ... και ήδη Δήμου ... του Νομού Αττικής, εκτός σχεδίου πόλεως στο ..., συνολικής έκτασης 4.970 τ.μ, με τίμημα το ποσό των 8.000.000 ευρώ. Επειδή η εναγόμενη δεν διέθετε το ως άνω τίμημα για την αγορά του ακινήτου, ο ενάγων κατέθεσε, για λογαριασμό και της ..., στον ειδικό λογαριασμό όψεως της εναγομένης και σε πίστωση του λογαριασμού της «ποσά προοριζόμενα για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου» το ποσό των 9.623.700 ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί αυτή, οπότε το μετοχικό κεφάλαιο της εναγόμενης ανήλθε συνολικά σε 10.143.900 ευρώ, διαιρούμενο σε 338.130 μετοχές των 30 ευρώ έκαστη από τις οποίες ο ενάγων συμμετείχε με 334.737 μετοχές και η ... με 3.393 μετοχές. Επί του δευτέρου ακινήτου είχε ανεγερθεί βάσει της υπ' αριθμ. …/2.2.1985 οικοδομικής άδειας του πολεοδομικού γραφείου του Διαμερίσματος Ανατολικής Αττικής-Νομαρχία Αττικής, μία οικοδομή αποτελούμενη: α) από ισόγειο που περιλαμβάνει μία κατοικία επιφάνειας 240,00 τ.μ, β) από υπόγειο που περιλαμβάνει βοηθητικούς χώρους επιφάνειας 240,00 τ.μ και γ) από κολυμβητική δεξαμενή (πισίνα) 7 X 10 μ. και συνολική επιφάνεια 70,00 τ.μ. Το ανωτέρω ακίνητο αγοράστηκε προκειμένου να αποτελέσει την εξοχική κατοικία του ενάγοντα, της συζύγου του ... και των δύο τέκνων τους ... και .... Στη συνέχεια, δυνάμει του από 17.9.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας ονομαστικών μετοχών (το οποίο καταχωρήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ με αριθμό …/21.9.2009), ο ενάγων μεταβίβασε στην τότε σύζυγό του ... τις 334.737 ονομαστικές μετοχές που κατείχε στην εναγόμενη εταιρεία, αντί συνολικού αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 9.640.425,60 ευρώ. Στην πραγματικότητα, η ως άνω πώληση, υπέκρυπτε δωρεά του ενάγοντος προς την τότε σύζυγό του, όπως εξάλλου, αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν, ώστε να περιέλθει στην κυριότητα αυτής, ως μοναδικής πλέον μετόχου, το εν λόγω ακίνητο στο Λαγονήσι, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό της. Επιλέχθηκε, δε, ο έμμεσος αυτός τρόπος μεταβίβασης του ακινήτου στην ..., καθώς δεν απαιτείτο συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, και μικρότερος φόρος μεταβίβασης, όπως ομολογεί ο ενάγων στο επίδικο αγωγικό του δικόγραφο. Πρέπει, δε, στο σημείο αυτό να σημειωθεί, ότι ο ενάγων με την από 31.3.2014 (αριθμ. καταθ..../2014) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ... και της εναγόμενης, ζήτησε μεταξύ άλλων δωρεών προς αυτήν και την ανάκληση της ως άνω δωρεάς. Από την εν λόγω αγωγή, παραιτήθηκε πριν τη συζήτησή της με το από 14.4.2016 δικόγραφό του και στη συνέχεια άσκησε την από 18-9-2017 (άριθμ. .../2017) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της ..., όπου μεταξύ άλλων σωρευόμενων αγωγών και αιτημάτων, αιτήθηκε: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ως σύμβασης πώλησης των αναφερομένων μετοχών και η αναγνώριση της εγκυρότητας αυτού ως σύμβασης δωρεάς, β) να αναγνωριστεί η ανάκληση της δωρεάς αυτής, γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ... να του καταβάλει το ποσό των 9.640.425,60 ευρώ που ορίσθηκε ως τίμημα της πώλησης των μετοχών της εναγόμενης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 15020/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο καθ' υλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Μετά δε την εν λόγω μεταβίβαση η ... κατέστη μοναδική μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας (βλ. υπ' αριθμ. .../16.10.2009 ΦΕΚ τ.ΑΕ & ΕΠΕ). Ακολούθησε, δε, η από 30.6.2010 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, με την οποία αποφασίστηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής κατά 126.000 ευρώ με την έκδοση 4.200 νέων ονομαστικών μετοχών ονομαστικής αξίας 30,00 ευρώ η κάθε μία, η οποία θα καλυπτόταν με την κεφαλαιοποίηση ισόποσου ως άνω ποσού της υπεραξίας λόγω της αναπροσαρμογής της αξίας των ακινήτων της εναγομένης (βλ. υπ' αριθμ. .../19.11.2010 ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ). Παρά το γεγονός ότι η ... διέθετε το σύνολο των μετοχών της εναγόμενης, την πραγματική διοίκηση και τον έλεγχο αυτής είχε ο ενάγων, καθώς μέχρι και τον Μάιο του 2016 το διοικητικό συμβούλιο αυτής αποτελούνταν από πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του. Εξάλλου, μετά την αγορά του επίδικου ακινήτου στο Λαγονήσι, απαιτήθηκαν μεγάλες δαπάνες για την ανακαίνιση-ανακατασκευή της κατοικίας και του περιβάλλοντος χώρου (κατά το διάστημα 2011-2012) αλλά και μετά το έτος 2013 για τη συντήρηση του ακινήτου, για τις υποχρεώσεις της εταιρείας για Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, ΕΝΦΙΑ και δόσεις προστίμου λόγω υπαγωνής των κτισμάτων στη ρύθμιση του ν. 4014/2011. Όμως, η εναγόμενη εταιρεία δεν είχε κύκλο εργασιών, ούτε άλλη δραστηριότητα, πλην της συντήρησης του εν λόγω ακινήτου, ούτε άλλα προσοδοφόρα κινητά ή ακίνητα, ενώ εξάλλου και η ..., μοναδική μέτοχος αυτής και στην πραγματικότητα ιδιοκτήτρια του ακινήτου στο Λαγονήσι, δεν εργαζόταν και δεν είχε δικούς της οικονομικούς πόρους. Συνεπώς, ο ενάγων, ο οποίος ως ελέχθη, είχε τον έλεγχο της εναγόμενης εταιρείας, είχε αναλάβει την κάλυψη όλων των εξόδων συντήρησης τόσο της κύριας κατοικίας της οικογένειας στη Γλυφάδα, όσο και της επίδικης εξοχικής κατοικίας στο Λαγονήσι, στα πλαίσια της εγγάμου συμβιώσεως αλλά και μετά τη διακοπή αυτής, αφού του επίδικου ακίνητου θα έκανε χρήση η οικογένειά του. Επειδή, όμως, όλες οι δαπάνες θα γίνονταν από την εναγομένη ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου, ο ενάγων αποφάσισε, πάντα μέσω του Διοικητικού Συμβουλίου που ήλεγχε, να εμφανίζονται όλες οι καταβολές ως «αύξηση μετοχικού κεφαλαίου» της εναγομένης, και μάλιστα στο όνομα της ..., μοναδικής μετόχου αυτής. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα 2011 έως 2013 κατατέθηκαν στον τηρούμενο από την εναγόμενη λογαριασμό της στην Τράπεζα ... κατόπιν εμβασμάτων από τον προσωπικό λογαριασμό του ενάγοντα τα παρακάτω ποσά: Κατά το έτος 2011: α) στις 21.3.2011 ποσό 200.000 ευρώ, β) στις 20.4.2011 ποσό 100.000 ευρώ, γ) στις 23.5.2011, ποσό 100.000 ευρώ, δ) στις 17.6.2011, ποσό 120.000 ευρώ, ε) στις 5.8.2011, ποσό 120.000 ευρώ, στ) στις 12.9.2011, ποσό 96.000 ευρώ, ζ) στις 28.9.2011 ποσό 100.000 ευρώ, η) στις 26.10.2011 ποσό 96.000 ευρώ, θ) στις 16.11.2011 ποσό 90.000 ευρώ, ι) στις 20.11.2011, ποσό 15.000 ευρώ, ια) στις 30.11.2011, ποσό 65.000 ευρώ, ιβ) στις 7.12.2011 ποσό 6.000 ευρώ, ιγ) στις 20.12.2011 ποσό 50.000 ευρώ, ιδ) στις 27.12.2011 ποσό 125.000 ευρώ και ιε) στις 29.12.2011 ποσό 30.000 ευρώ. Κατά το έτος 2012: α) στις 31.1.2012 ποσό 130.000 ευρώ, β) στις 13.2.2012 ποσό 120.000 ευρώ, γ) στις 2.3.2012 ποσό 50.000 ευρώ, δ) στις 3.4.2012 ποσό 60.000 ευρώ, ε) στις 11.4.2012 ποσό 130.000 ευρώ, στ) στις 3.5.2012 ποσό 50.000 ευρώ, ζ) στις 14.5.2012 ποσό 50.000 ευρώ, η) στις 1.6.2012 ποσό 50.000 ευρώ, θ) στις 13.6.2012 ποσό 60.000 ευρώ, ι) στις 3.7.2012 ποσό 110.000 ευρώ, ια) στις 23.7.2012 ποσό 80.000 ευρώ, ιβ) στις 2.8.2012, ποσό 150.000 ευρώ, ιγ) στις 29.8.2012 ποσό 16.000 ευρώ, ιδ) στις 13.9.2012 ποσό 50.000 ευρώ, ιε) στις 19.10.2012 ποσό 15.000 ευρώ, ιστ) στις 30.10.2012 ποσό 15.000 ευρώ, ιζ) στις 22.11.2012 ποσό 25.000 ευρώ και ιη) στις 18.12.2012 ποσό 10.000 ευρώ. Κατά το έτος 2013 καταβλήθηκαν από τον λογαριασμό του ενάγοντα στην ... (και μετέπειτα ...): α) στις 23.1.2013 ποσό 50.000 ευρώ β) στις 6.3.2013 ποσό 36.800 ευρώ, γ) στις 2.5.2013 ποσό 20.000 ευρώ, δ) στις 18.6.2013 ποσό 15.000 ευρώ, ε) στις 17.7.2013 ποσό 15.000 ευρώ, στ) στις 8.8.2013 ποσό 5.000 ευρώ, ζ) στις 22.8.2013 ποσό 15.000 ευρώ, η) στις 25.9.2013 ποσό 20.000 ευρώ και θ) στις 12.11.2013 ποσό 30.000 ευρώ. Συνολικά, δε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων κατέβαλε το ποσό των 2.694.800 ευρώ. Ακόμα και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης του με την ..., ο ενάγων συνέχισε να καταβάλει διάφορα ποσά προς εκπλήρωση υποχρεώσεων της εναγομένης, στην πραγματικότητα όμως προς την ... και τα τέκνα του. Ειδικότερα, κατά το έτος 2014 κατατέθηκαν από τον τραπεζικό του λογαριασμό στην ...: α) στον με αριθμό ... λογαριασμό της εναγόμενης στην Τράπεζα ... i) στις 17.4.2014 ποσό 15.000 ευρώ, ii) στις 3.6.2014 ποσό 17.000 ευρώ, iii) στις 4.8.2014 ποσό 14.000 ευρώ και β) στον με αριθμό ... λογαριασμό της εναγομένης στην ίδια Τράπεζα: i) στις 10.9.2014 ποσό 20.000 ευρώ και ii) στις 17.11.2014 ποσό 30.000 ευρώ. Κατά το έτος 2015 κατατέθηκαν α) στον με αριθμό ... λογαριασμό της εναγομένης στην Τράπεζα ... στις 20.1.2015 ποσό 30.000 ευρώ και β) στον με αριθμό ... λογαριασμό της εναγομένης στην ...: i) στις 3.9.2015 ποσό 10.000 ευρώ, ii) στις 14.10.2014 ποσό 8.000 ευρώ, iii) στις 17.11.2015 ποσό 5.000 ευρώ, iv) στις 30.11.2015 ποσό 10.000 ευρώ και ν) στις 16.12.2015 ποσό 10.000 ευρώ. Τέλος, τον Φεβρουάριο του έτους 2016 κατατέθηκαν στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της εναγομένης α) στις 8.2.2016 ποσό 7.000 ευρώ και β) στις 22.2.2016 ποσό 7.000. Συνολικά, δε, κατά την ως άνω χρονική περίοδο ο ενάγων κατέθεσε το συνολικό ποσό των 183.000 ευρώ, με αιτιολογία στο πεδίο «πληροφορίες για τον δικαιούχο» άλλοτε «...», άλλοτε «Κατάθεση μετόχου», άλλοτε «προσωρινή κατάθεση μετόχου» και άλλοτε «έναντι αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου». Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ... απέστειλε στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης το από 29.3.2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο τους καλούσε να παράσχουν τη συνδρομή τους προκειμένου στις 4.4.2016 να διενεργηθεί οικονομικός-διαχειριστικός έλεγχος στα βιβλία και τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας. Ακολούθως, ο ..., αντιπρόεδρος του Δ.Σ της εναγομένης, απέστειλε στην ... το από 6.4.2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο, εκπροσωπώντας το Δ.Σ της εναγομένης, της κοινοποίησε μία κατάσταση υποχρεώσεων αυτής, συνολικού ποσού 30.806,94 ευρώ, χωρίς τα αντίστοιχα παραστατικά, ζητώντας από τη ... να εμβάσει το ποσό αυτό, εντός προθεσμίας 7 ημερών στο λογαριασμό της εταιρείας λόγω έλλειψης ταμειακών διαθεσίμων. Στην συνέχεια, έλαβε, επιστολή από τον τότε Πρόεδρο του Δ.Σ της εναγομένης ..., με την οποία την καλούσε να υπογράψει το Πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης και τις Οικονομικές Καταστάσεις της εταιρείας, ενώ στις 19.4.2016 εστάλησαν στη ... από τον ίδιο εκτυπωμένα το Πρακτικό της Γ.Σ των Μετόχων και οι Οικονομικές Καταστάσεις, όπου συμπεριλαμβανόταν και απόφαση απαλλαγής του Δ.Σ της εναγόμενης από κάθε ευθύνη για τον ισολογισμό και τη διαχείριση της εταιρικής χρήσης του έτους 2015. Η ... αρνήθηκε να υπογράψει το Πρακτικό και τις οικονομικές καταστάσεις, εμμένοντας στη διενέργεια οικονομικού ελέγχου, με αποτέλεσμα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να υποβάλλουν τις από 11.5.2015 παραιτήσεις τους. Τελικά, στις 27.7.2016 ο ..., παρέδωσε στην ..., νέα Πρόεδρο και Διευθύνουσα Σύμβουλο της εναγομένης, το σύνολο των εγγράφων που αφορούσαν αυτήν (βλ. σχετ. από 21.7.2016 πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής εγγράφων). Ο ενάγων στηρίζει επικουρικά την αγωγική του αξίωση για αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγόμενης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.877.800 (2.694.800 + 183.000) σε επιμέρους συμβάσεις δανείου προς την εναγόμενη προκειμένου να καλύπτει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες. Προς επίρρωσιν, δε, του ισχυρισμού αυτού προσκομίζει και επικαλείται το προσάρτημα του ισολογισμού της εναγομένης για το οικονομικό έτος 2015, ο οποίος καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ από το νυν Διοικητικό Συμβούλιο αυτής τον Μάρτιο του 2017, όπου το οφειλόμενο ποσό, εμφανίζεται στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της εναγομένης (ως μέρος του αναγραφόμενου εκεί ποσού των 3.185.203,47 ευρώ) και με τη σημείωση «ταμειακή διευκόλυνση από ...», ενώ στους μεταγενέστερους ισολογισμούς για τις χρήσεις 2016, 2017, 2018 περιλαμβάνεται στις «λοιπές υποχρεώσεις» της εναγομένης. Όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι επίδικες καταβολές στις οποίες προέβη ο ενάγων κατά τη χρονική περίοδο 2011 έως 2016 προς την εναγόμενη αποτελούν στην πραγματικότητα δωρεές προς την ..., μοναδική μέτοχο της εναγόμενης, σε συνέχεια μεγάλου αριθμού δωρεών στις οποίες αυτός είχε προβεί (κινητά και ακίνητα) προς το πρόσωπό της κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και μετά από τη διάσπαση αυτής, τόσο μέσω της εναγόμενης εταιρείας, όσο και μέσω της εταιρείας με την επωνυμία «...» και το διακριτικό τίτλο «... ΑΕ», που εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτρια της συζυγικής οικίας στη Γλυφάδα Αττικής, των πλήρη έλεγχο των οποίων είχε ο ενάγων. Το επίδικο ακίνητο αποτελούσε την εξοχική κατοικία αρχικά του ιδίου και της οικογένειάς του και στη συνέχεια της ... και των δύο τέκνων τους και τα χρήματα καταβλήθηκαν από τον ενάγοντα για την ανακαίνιση αυτού και ακολούθως νια τη κάλυψη όλων των αναγκών συντήρησής του, καθώς και για την κάλυψη όλων των αναγκών της ..., η οποία δεν είχε καθόλου εισοδήματα καθώς, καθ' όλη τη διάρκεια του γάμου τους δεν εργαζόταν και δεν διέθετε εισοδήματα από άλλες πηγές. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στους ισολογισμούς της εταιρείας εμφανίζονται τα ποσά αυτά ως μέρος υποχρεώσεων της εταιρείας, αφού όλα τα επιμέρους ποσά που κατέβαλε ο ενάγων έπρεπε να περνάνε μέσα από τα οικονομικά βιβλία της εναγόμενης προκειμένου να αιτιολογούνται οι δαπάνες αυτές, αφού η ίδια δεν είχε καθόλου έσοδα, ούτε κύκλο εργασιών, ούτε άλλα προσοδοφόρα κινητά ή ακίνητα, όπως ήδη έχει λεχθεί. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία με την εναγομένη περί επιστροφής των χρημάτων αυτών στον ίδιο, λαμβανομένου υπόψη ότι ίδιος είχε τον έλεγχο της εταιρείας και το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης αποτελούσαν, μέχρι τον Μάιο του 2016, πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του. Ως εκ τούτου, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη επικουρική βάση της. Ενόψει, δε, των άνω πραγματικών περιστατικών και της κρίσης του δικαστηρίου ότι τα επίδικα ποσά αποτελούν δωρεές προς την ..., παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου της έφεσης, που αφορά την απόδοση των καταβληθέντων ποσών κατά τα έτη 2011-2013 για αιτία που δεν επακολούθησε (αύξηση μετοχικού κεφαλαίου). Η δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιδικαστεί σε βάρος του εκκαλούντος-εναγομένου ένεκα της ήττας του (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την από 27-9-2020 έφεση.
-Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον εκκαλούντα.
-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμ. 1104/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
-Κρατεί την αγωγή.
-Δικάζει την υπόθεση στην ουσία της.
-Απορρίπτει την αγωγή.
-Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος-ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης- εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πενήντα τριών χιλιάδων (53.000) ευρώ.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 8/4/2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ