Απόφαση

Αριθμός 268/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Σεπτεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Ε. Νίκα, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Ραφτοπούλου, Ι. Σπερελάκης, Σύμβουλοι, Σ.-Ε. Σταφυλά, Β. Ρέτσα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αικ. Ρίπη.
Για να δικάσει την από 15 Νοεμβρίου 2018 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Νικολέττα Μπελίτση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
κατά του Παναγιώτη Καραλή, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την Αίτηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1909/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ι. Σπερελάκη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση υπέρ του νόμου της 1909/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου δικαστικού λειτουργού, εξαφανίσθηκε η 7511/2016 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και περαιτέρω, κατά μερική αποδοχή της αγωγής του, υποχρεώθηκε το Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 19.369,02 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας από τη μη χορήγηση σε αυτόν της προβλεπόμενης από την 2/13380/0022/1.4.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού μηνιαίας αποζημίωσης για τη συμμετοχή του, ως μέλους, στις συνεδριάσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (Α.Σ.Ε.Α.Δ.), για το χρονικό διάστημα από 26.8.2013 έως 30.6.2015, καθώς και το ποσό των 500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
2. Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 14 του ν. 3038/2002 (Α΄180), ορίζονται τα εξής: «Μετά την πάροδο της, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, προθεσμίας ο αρμόδιος Υπουργός, ο Υπουργός που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο ή ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση, αλλά μόνο υπέρ του νόμου, χωρίς αποτελέσματα μεταξύ των διαδίκων [...]. Οι αιτήσεις αναιρέσεως υπέρ του νόμου ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η ασκουμένη από τον αρμόδιο Υπουργό Αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσο, αλλά ιδιόρρυθμη δικαστική προσφυγή, η οποία αποβλέπει στην άρση νομικών σφαλμάτων χάριν της ομοιόμορφης ερμηνείας των κανόνων δικαίου και, για τον λόγο αυτό, η απόφαση που εκδίδεται επ' αυτής δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τους διαδίκους στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. ΣτΕ1818/2018, 1410/2008 επταμ., 3542/2003 Ολομ.).
3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου ασκείται παραδεκτώς και είναι, περαιτέρω, εξεταστέα κατ’ ουσίαν, έστω και αν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως εκ του ποσού της διαφοράς, δεν θα υπέκειτο, κατ’ άρθρο 53 παρ. 4 του π.δ.18/1989, όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010, σε αναίρεση (βλ. ΣτΕ 1818/2018, 295/2017 επταμ., 1026/2013 επταμ., 670/2012 επταμ., 1410/2008 επταμ.).
4. Επειδή, το άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζει ότι «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια[…]». Περαιτέρω, το Σύνταγμα εξειδικεύοντας, προκειμένου περί της δικαστικής λειτουργίας, τις αρχές που συνάγονται από την ανωτέρω θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 26, ορίζει στο μεν άρθρο 87 ότι «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος”, στο δε άρθρο 88 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 87), ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους[…]». Ακόμη, στο άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως οι παράγραφοι 2 και 3 αυτού διαμορφώθηκαν με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: “1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία, καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς [...] να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από τον νόμο [...]”. Εξ άλλου, στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: “ Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική Εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοικήσεως επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η νομοθετική Εξουσιοδότηση, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, υπό την έννοια ότι πρέπει να προσδιορίζει καθ' ύλην το αντικείμενό της, δηλαδή να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο Αριθμός των περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει, βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, κανονιστικώς. Εξάλλου, ως “ειδικότερα θέματα”, για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ' ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Η ανωτέρω δε ουσιαστική ρύθμιση μπορεί να υπάρχει τόσο σε διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 1610/2019, 1804/2017 Ολομ., 1749/2016 Ολομ., 520/2015 Ολομ., 1210/2010 Ολομ. κ. ά.). Τέλος, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές και κατευθύνσεις στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (ΣτΕ 1851/2018, 2307-15/2018 Ολομ., 1804/2017 Ολομ., 3404-5/2014 κ.ά.).
5. Επειδή, με τις διατάξεις του ν. 2725/1999 (Α΄ 121) ρυθμίστηκαν ζητήματα του ερασιτεχνικού και του επαγγελματικού αθλητισμού. Ειδικότερα, στο Τμήμα Γ του ανωτέρω νόμου και στα Κεφάλαια Α΄ (άρθρα 119-122) και Β΄ (άρθρα 123-127Β) αυτού προβλέφθηκε η συγκρότηση πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων για την επίλυση αθλητικών διαφορών. Ειδικότερα, στο άρθρο 119 του ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 39 παρ.2 του ν. 3057/2002 (Α΄239/10.10.2002) και, στη συνέχεια, η παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν.3262/2004 (Α΄ 173/15.9.2004), ορίζεται ότι:«1. Στις αθλητικές ομοσπονδίες και στους επαγγελματικούς συνδέσμους, όπου αυτοί υπάρχουν, των ομαδικών αθλημάτων του ποδοσφαίρου, της καλαθοσφαίρισης, της πετοσφαίρισης, της χειροσφαίρισης και της κολυμβητικής για το άθλημα της υδατοσφαίρισης, συνιστώνται πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα για την επίλυση αθλητικών διαφορών. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, μπορεί να λειτουργήσει δικαιοδοτικό όργανο και σε ομοσπονδία άλλου ομαδικού αθλήματος. 2. Τα παραπάνω όργανα ασκούν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 120 αρμοδιότητες, σχετικά με αγώνες και κατηγορίες πρωταθλημάτων ως εξής:[...] 3. Τα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα σε όλα τα αθλήματα εκτός του ποδοσφαίρου είναι μονομελή. Στα αθλήματα αυτά το Διοικητικό Συμβούλιο της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ή του οικείου επαγγελματικού συνδέσμου, κατά περίπτωση, διορίζει, ως μονομελές δικαιοδοτικό όργανο, έναν πρωτοδίκη της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, με τον αναπληρωτή του, για θητεία δύο ετών, που αρχίζει την 1η Αυγούστου του έτους διορισμού. Ο δικαστής αυτός, με τον αναπληρωτή του, κληρώνεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στον Οργανισμό Δικαστηρίων από τριπλάσιο αριθμό δικαστών, οριζόμενο με απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου της έδρας της ομοσπονδίας, ύστερα από αίτημα του Δ.Σ. αυτής ή του οικείου επαγγελματικού συνδέσμου. Για τον ορισμό λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται ιδιαίτερα η γνώση και η εμπειρία σε θέματα αθλητισμού. 4. [...]”, στο άρθρο 120, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 40 του ν. 3057/2002 και, στη συνέχεια, η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε, η δε παρ. 3 αυτού συμπληρώθηκε, με το άρθρο 9 παρ. 2 και 1, αντιστοίχως, του ν. 3262/2004, ορίζεται ότι «1. Το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο είναι αρμόδιο: α) για την εκδίκαση των πειθαρχικών και λοιπών παραβάσεων και την επιβολή ποινών οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των κανονισμών αγώνων του οικείου αθλήματος [...] β) για την εκδίκαση των παραβάσεων που αφορούν υποθέσεις δωροδοκίας ή δωροληψίας, για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνων και την επιβολή των ποινών, γ) για την εκδίκαση των ενστάσεων κατά του κύρους του αγώνα, δ) για την εκδίκαση κάθε άλλης παράβασης και την επιβολή των αντίστοιχων ποινών που ανατίθεται στο όργανο αυτό με διατάξεις του παρόντος νόμου ή με κανονισμούς ή με αποφάσεις της οικείας ομοσπονδίας “, στο άρθρο 121, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 41 του ν. 3057/2002, ότι: «1. Οι αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου προσβάλλονται με προσφυγή ενώπιον του Ανώτατου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (Α.Σ.Ε.Α.Δ.) του άρθρου 123 του παρόντος, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 127Β, στις εξής περιπτώσεις[...]» και στο άρθρο 123, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 43 του ν. 3057/2002, ότι: «1. Στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού λειτουργεί, ως δευτερoβάθμιο πειθαρχικό και δικαιοδοτικό όργανο, Ανώτατο Συμβούλιο Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (Α.Σ.Ε.Α.Δ.) 2. Το Α.Σ.Ε.Α.Δ. έχει δεκαπέντε (15) μέλη και συγκροτείται από έναν (1) πρόεδρο εφετών και δύο (2) εφέτες της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, έναν (1) πρόεδρο εφετών και έναν (1) εφέτη διοικητικών δικαστηρίων, πέντε (5) προέδρους πρωτοδικών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, δύο (2) προέδρους πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων και τρεις (3) εισαγγελείς πρωτοδικών. Τα μέλη του Α.Σ.Ε.Α.Δ. διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται τον μήνα Ιούνιο, κάθε δεύτερου έτους. Η θητεία των μελών είναι διετής και αρχίζει την 1η Ιουλίου του έτους διορισμού. 3. Τα μέλη του Α.Σ.Ε.Α.Δ. ορίζονται κατά περίπτωση από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Eφετείoυ Αθηνών, του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, του Πρωτοδικείου Αθηνών, του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Αθηνών. Για τον ορισμό λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται ιδιαίτερα η γνώση και η εμπειρία σε θέματα αθλητισμού. Ο ορισμός περιλαμβάνει ίσο αριθμό αναπληρωματικών μελών. Αντικατάσταση των τακτικών μελών, οποτεδήποτε απαιτηθεί κατά τη διάρκεια της θητείας τους, γίνεται μόνο από τα αναπληρωματικά μέλη”, στο άρθρο 124, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 44 του ν. 3057/2002, ότι «Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών: α) Κατά αποφάσεων των Δ.Σ. των αθλητικών ενώσεων, επαγγελματικών συνδέσμων και ομοσπονδιών. β) Κατά αποφάσεων των οργάνων των πιο πάνω ενώσεων, επαγγελματικών συνδέσμων ή ομοσπονδιών που προβλέπονται από το καταστατικό τους, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν χρήζουν επικύρωσης από τα διοικητικά τους συμβούλια. Όλες οι παραπάνω αποφάσεις προσβάλλονται στο Α.Σ.Ε.Α.Δ., εφόσον αφορούν αα) την επιβολή των κάθε είδους ποινών ή κυρώσεων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ββ) την εγγραφή ή τη μετεγγραφή αθλητών, γγ) τη βαθμολογική ή την αγωνιστική θέση των αθλητικών σωματείων ή δδ) την εφαρμογή των νόμων και των κανονιστικών διατάξεων. γ) Κατά αποφάσεων πειθαρχικών οργάνων αθλητικών σωματείων που επιβάλλουν κάθε είδους ποινές στους αθλητές τους, εφόσον το καταστατικό της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας δεν προβλέπει επικύρωση των πιο πάνω ποινών από αυτήν. δ) Κατά αποφάσεων της Επιτροπής Φιλάθλου Πνεύματος του άρθρου 130. ε) Κατά αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων του άρθρου 119, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 121 του παρόντος “, στο άρθρο 125, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 45 του ν. 3057/2002, ότι: «1. Το Α.Σ.Ε.Α.Δ. λειτουργεί σε τρία (3) τμήματα και σε Ολομέλεια. Η σύνθεση των τμημάτων καθορίζεται από τον πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Α.Δ. Στο Α.Σ.Ε.Α.Δ. και στο πρώτο τμήμα αυτού προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους δικαστικούς λειτουργούς. Στα άλλα δύο τμήματα προεδρεύουν δύο δικαστικοί λειτουργοί κατά σειρά υπηρεσιακής αρχαιότητας. Κάθε τμήμα συνεδριάζει με πενταμελή σύνθεση. Κατ’ εξαίρεση όταν το δικάζον τμήμα του Α.Σ.Ε.Α.Δ. κρίνει ότι η υπόθεση είναι μείζονος σπουδαιότητας, μπορεί με απόφασή του να την παραπέμψει στην Ολομέλεια. 2. Καθήκοντα γραμματέων του Α.Σ.Ε.Α.Δ. εκτελούν μόνιμοι υπάλληλοι της Γ.Γ.Α, που ορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού”, στο άρθρο 126, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 46 του ν. 3057/2002, η δε παρ. 6 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 παρ. 7 του ν. 3479/2006 (Α΄ 152), ότι: « 1. Η προσφυγή ενώπιον του Α.Σ.Ε.Α.Δ. ασκείται από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ηττήθηκε ή από εκείνο που υφίσταται άμεση ή έμμεση βλάβη από την πρωτοβάθμια απόφαση[...]Για το παραδεκτό της προσφυγής απαιτείται και η καταβολή παραβόλου[...]Το παράβολο επιστρέφεται στον καταθέτη σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της προσφυγής. Αν απορριφθεί στο σύνολό της η προσφυγή το παράβολο καταπίπτει υπέρ του, κατά το άρθρο 36 του παρόντος, ειδικού λογαριασμού της Γ.Γ.Α.[...] Η προσφυγή ασκείται με δικόγραφο υπογεγραμμένο από πληρεξούσιο δικηγόρο και κατατίθεται στη γραμματεία του Α.Σ.Ε.Α.Δ. ή αποστέλλεται σε αυτό με συστημένη [...] επιστολή επί αποδείξει. Η ημέρα και ώρα συζήτησης της προσφυγής προσδιορίζονται από τον πρόεδρο του τμήματος ή τον αναπληρωτή του σε δικάσιμο που δεν απέχει περισσότερο των είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης και γνωστοποιούνται εγγράφως στους ενδιαφερομένους με φροντίδα του γραμματέα του Α.Σ.Ε.Α.Δ., οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Κατ’ εξαίρεση, η προθεσμία αυτή μπορεί σε επείγουσες περιπτώσεις να συντέμνεται με απόφαση του προέδρου του Α.Σ.Ε.Α.Δ. και η απόφαση αυτή γνωστοποιείται με κάθε τρόπο στους ενδιαφερόμενους δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η συζήτηση των υποθέσεων γίνεται δημόσια και η ανάπτυξή τους προφορικώς ή και εγγράφως. Κατά τη συζήτηση τηρούνται συνοπτικά πρακτικά από τον γραμματέα. Για την παράσταση των μερών απαιτείται πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος καταβάλλει ένσημα παράστασης και γραμμάτιο προείσπραξης[...] 3. Ο πρόεδρος του Α.Σ.Ε.Α.Δ. ή του τμήματος ή το μέλος που ορίζουν, ενεργεί, όταν κρίνεται αναγκαίο, επιτόπια έρευνα ή αυτοψία και ζητεί χορήγηση εγγράφων ή άλλων κρίσιμων για την υπόθεση στοιχείων. Το Α.Σ.Ε.Α.Δ. αλληλογραφεί απευθείας, για θέματα σχετικά με τις εκδικαζόμενες σε αυτό υποθέσεις, με τα αθλητικά σωματεία [...] και τους αθλητικούς φορείς γενικά, που είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν αμέσως. Κανείς δεν ανακηρύσσεται πρωταθλητής και καμία βαθμολογική σειρά δεν επικυρώνεται από το αρμόδιο αθλητικό όργανο, εφόσον εκκρεμούν προσφυγές στο Α.Σ.Ε.Α.Δ., σχετικές με αποτελέσματα αγώνων που επηρεάζουν το κύρος και τη βαθμολογία τους. [...] 5. Οι αποφάσεις του Α.Σ.Ε.Α.Δ. εκτελούνται αμέσως μετά την κοινοποίησή τους και η προθεσμία για την προσβολή τους στο αρμόδιο δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεσή τους. 6. Αίτηση επανασυζήτησης της υποθέσεως ή ανάκλησης της αποφάσεως επιτρέπεται για λόγους μη νόμιμης ή εκπρόθεσμης κλήτευσης ή προσκόμισης νέων αποδεικτικών στοιχείων που δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και εφόσον δεν έχει εκτελεσθεί η απόφαση, οποτεδήποτε εκδοθείσα».
6. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2725/1999 συνάγεται ότι το Α.Σ.Ε.Α.Δ. αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο, υπαγόμενο στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, το οποίο, συγκροτούμενο αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς (λόγω της θεσμικής τους ανεξαρτησίας που παρέχει εχέγγυα ανεξάρτητης δικανικής κρίσης, κατά την εισηγητική έκθεση του ν. 3262/2004), λειτουργεί ως δευτεροβάθμιο όργανο αθλητικής δικαιοσύνης για την επίλυση διαφορών που ανακύπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής της αθλητικής νομοθεσίας (άρθρο 123 παρ. 1 του ν.2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3057/2002). Το ως άνω όργανο δεν αποτελεί μεν δικαστήριο, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστά, όμως, όργανο που ασκεί αρμοδιότητες πειθαρχικού και δικαιοδοτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της στενά ερμηνευτέας συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 και, ως εκ τούτου, επιτρεπτώς μετέχουν σ' αυτό εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί. Το Α.Σ.Ε.Α.Δ. αποφαίνεται μεν βάσει της διαγραφόμενης στον νόμο διαδικασίας με στοιχεία που προσιδιάζουν σε εκτέλεση δικαιοδοτικού έργου, αλλά δεν συνιστά δικαστική αρχή, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 126 παρ. 5 του ν. 2725/1999, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις του είναι προσβλητές ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 2980/2013 σκ. 7 για Επιτροπή Διοίκησης και Διαχείρισης των διοικητικών δικαστηρίων, ΣτΕ 2749/2010 σκ. 7 για εισαγγελική αρχή, ΣτΕ 1160/1989 Ολομ. σκ. 8 και ΣτΕ 2/1945 Ολομ.). Ειδικότερα, όταν οι διαφορές που εξετάζονται από το Α.Σ.Ε.Α.Δ. ανήκουν στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου (όπως σε περίπτωση εφαρμογής κανονισμών, που ψηφίζονται από τη γενική συνέλευση των μελών της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας και των οποίων αμφισβητείται η νομιμότητα), υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 1509/2002 επί Κανονισμού Μεταγραφών του ΣΕΓΑΣ), όμως, όταν οι αποφάσεις του Α.Σ.Ε.Α.Δ. επί προσφυγών κατά πράξεων οργάνων αθλητικών ομοσπονδιών, σχετικών με επιβολή σε αθλητές πειθαρχικών ποινών, για παράβαση διατάξεων νόμου, όπως για χρήση απαγορευμένων ουσιών, ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, λόγω του έντονου κρατικού ενδιαφέροντος για την προστασία της υγείας των αθλητών και την ευταξία στον αθλητισμό, τότε αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις (βλ. ΣτΕ 2619/2009) και ο έλεγχός τους υπάγεται ήδη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν. 3900/2010 που τροποποίησε το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. ιγ΄ του ν. 702/1977 ως προς “ την εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας”) (βλ. και ΣτΕ 1588/2017).
7. Επειδή, περαιτέρω, όσον αφορά την αποζημίωση των μελών του Α.Σ.Ε.Α.Δ., το άρθρο 127 του ν. 2725/1999 αρχικά όριζε τα εξής: “ 1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του αρμόδιου για τον αθλητισμό Υπουργού, καθορίζεται ο, κατά τα λοιπά, τρόπος λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Α.Δ., η διαδικασία συζήτησης των προσφυγών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία του. 2. Με κοινή απόφαση του αρμόδιου για τον αθλητισμό Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα σχετικά με τη δαπάνη λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Α.Δ. θέματα, το ποσό της καταβλητέας μηνιαίας αποζημίωσης στον πρόεδρο, στα μέλη και στους γραμματείς του Α.Σ.Ε.Α.Δ.”. Στη συνέχεια, το ως άνω άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 47 του ν. 3057/2002 ως εξής: “1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται έπειτα από πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού, καθορίζονται ο εν γένει τρόπος λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Α.Δ., η διαδικασία συζήτησης των προσφυγών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την οργάνωση και λειτουργία του. 2. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού λαμβάνεται μέριμνα για την κοινή στέγαση των δικαιοδοτικών οργάνων των άρθρων 119 επ. και την εν γένει γραμματειακή υποστήριξή τους. Η αποζημίωση των μελών των ανωτέρω δικαιοδοτικών οργάνων και των γραμματέων τους καθορίζεται με κοινή απόφαση των Yπουργών Οικονομίας και Oικoνομικών και Πολιτισμού, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2470/1997, όπως κάθε φορά ισχύουν. Οι ανωτέρω αποζημιώσεις βαρύνουν τα έσοδα της Γ.Γ.Α. του άρθρου 49 του παρόντος νόμου”. Με το άρθρο 14 του ν. 3262/2004 αντικαταστάθηκε η ως άνω παράγραφος 2 ως εξής: « 2. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζονται τα θέματα της κοινής στέγασης, γραμματειακής και επιστημονικής υποστήριξης των δικαιοδοτικών οργάνων και επιτροπών των άρθρων 95, 119, 122 και 127Β. Η αποζημίωση των μελών των ανωτέρω δικαιοδοτικών οργάνων και των γραμματέων τους καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Οικονομίας και Οικονομικών και βαρύνει τα έσοδα της Γ.Γ.Α. του άρθρου 49 του παρόντος νόμου». Περαιτέρω, η ίδια παράγραφος του άρθρου 127 του ν. 2725/1999 αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 4049/2012 ( Α΄ 35/23.2.2012) ως εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού ρυθμίζονται τα θέματα κοινής στέγασης, γραμματειακής και επιστημονικής υποστήριξης των δικαιοδοτικών οργάνων και επιτροπών των άρθρων 95, 119, 122 και 127Β. Η αποζημίωση των μελών των παραπάνω δικαιοδοτικών οργάνων και επιτροπών και των γραμματέων τους καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού και βαρύνει τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού». [ήδη η ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 του ν. 4726/2020 (Α΄181) διαμορφωθείσα ως εξής: “Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού ρυθμίζονται τα θέματα κοινής στέγασης, γραμματειακής και επιστημονικής υποστήριξης των δικαιοδοτικών οργάνων και των επιτροπών των άρθρων 95, 119, 122, 123 και 127Α. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 21 του ν.4354/2015 (Α΄ 176), η αποζημίωση των μελών των παραπάνω δικαιοδοτικών οργάνων και επιτροπών και των γραμματέων τους καθορίζεται για το σύνολο της θητείας τους με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Αθλητισμού και βαρύνει τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού”].
8. Επειδή, με την υπ’ αριθ. 2/13380/0022/1.4.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού (Β΄399/ 8.4.2003), εκδοθείσα κατ’ επίκληση του ως άνω ν. 2725/1999, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του από τον ν. 3057/2002, ορίστηκε ότι: «Καθορίζουμε από 21.1.2003 τη μηνιαία αποζημίωση Προέδρου, Μελών και Γραμματέων του Ανωτάτου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (ΑΣΕΑΔ) ως εξής: 1. Πρόεδρο, το ποσό των χιλίων είκοσι επτά ευρώ και δέκα πέντε λεπτά (1.027,15) 2. Μέλη, το ποσό των οκτακοσίων ογδόντα ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (880,41) 3. Γραμματείς, το ποσό των πεντακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά (586,94). Οι ανωτέρω αποζημιώσεις θα βαρύνουν τα έσοδα της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού του άρθρου 49 του Ν. 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 2843/2000[...] και την αριθμ. 28055/31.5.2001 [...] ΚΥΑ Πολιτισμού και Οικονομικών "Διάθεση του ποσού και λειτουργίας Ειδικού Λογ/σμού 234373/1" και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 3057/2002 για το οικονομικό έτος 2003».
9. Επειδή, στο άρθρο 19 του ν. 2470/1997 ‘‘Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης [. . .]’’ ( Α΄40), στον οποίο παρέπεμπε η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 127 παρ. 2 του ν. 2725/1999, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως, οριζόταν ότι: «1. Απαγορεύεται η καταβολή οποιασδήποτε αμοιβής ή αποζημίωσης σε υπαλλήλους ή μισθωτούς του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. για συμμετοχή τους σε κάθε είδους μόνιμα ή προσωρινά συλλογικά όργανα (συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας), που λειτουργούν στο χώρο των υπηρεσιών αυτών εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των ανωτέρω υπαλλήλων ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση. 2. Σε υπαλλήλους ή ιδιώτες που συμμετέχουν σε μόνιμα συλλογικά όργανα (συμβούλια, επιτροπές) με την ιδιότητα προέδρου, μέλους ή γραμματέα καταβάλλεται μηνιαία ή κατά συνεδρίαση αποζημίωση, που καθορίζεται με κοινή απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών και με κριτήρια την ιδιαίτερη σημασία του συλλογικού οργάνου για την οικονομία της χώρας και προκειμένου περί Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. με βάση το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και τα στοιχεία του προϋπολογισμού τους[…]. Στην περίπτωση που η αμοιβή καθορίζεται κατά συνεδρίαση δεν μπορεί να είναι ανώτερη των πέντε εκατοστών (5/100) του βασικού μισθού του 16ου Μ.Κ. και σε καμία περίπτωση η αμοιβή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πενήντα (50) συνεδριάσεις ετησίως[...]. 5. Σε καμία περίπτωση και για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί το σύνολο των διαφόρων αμοιβών και αποζημιώσεων από συμμετοχή σε συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του υπαλλήλου[...]». Ακολούθως, με το άρθρο 17 του ν. 3205/2003 (Α΄297), ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1.1.2004, οπότε και καταργήθηκαν οι ως άνω διατάξεις του ν. 2470/1997, ορίστηκε ότι: «1. Απαγορεύεται η καταβολή οποιασδήποτε αμοιβής ή αποζημίωσης σε υπαλλήλους ή μισθωτούς του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. για συμμετοχή τους σε κάθε είδους μόνιμα ή προσωρινά συλλογικά όργανα (συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας), που λειτουργούν στο χώρο των υπηρεσιών αυτών εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των ανωτέρω υπαλλήλων ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση. 2. α. Σε υπαλλήλους ή ιδιώτες που συμμετέχουν σε μόνιμα ή προσωρινά συλλογικά όργανα, που λειτουργούν πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας των ανωτέρω υπαλλήλων και σε χρόνο που δεν καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση, με την ιδιότητα προέδρου, μέλους ή γραμματέα, καταβάλλεται κατά συνεδρίαση ή μηνιαία αποζημίωση. β. Η κατά συνεδρίαση αποζημίωση, που καθορίζεται με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, δεν μπορεί να είναι ανώτερη των επτά εκατοστών (7/100) του βασικού μισθού του 18ου Μ.Κ. της Υ.Ε. κατηγορίας και σε καμία περίπτωση, η αμοιβή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πενήντα (50) συνεδριάσεις ετησίως. γ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να καθορίζεται αποζημίωση κατά μήνα, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού με κριτήρια την ιδιαίτερη σημασία του συλλογικού οργάνου για την οικονομία της χώρας, την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη και προκειμένου περί Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., με βάση το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και τα στοιχεία του προϋπολογισμού τους. Η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη, για μεν τους προέδρους από τον βασικό μισθό του 18ου Μ.Κ. της Δ.Ε. κατηγορίας, για δε τα μέλη και τους γραμματείς από το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της αμοιβής του προέδρου με τους συντελεστές 0,85 και 0,65 αντίστοιχα. Το ποσό που προκύπτει στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ. Η ανωτέρω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται με την προϋπόθεση συμμετοχής σε τέσσερις συνεδριάσεις το μήνα. Σε περίπτωση συμμετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζημίωση περικόπτεται ανάλογα. δ. i.[...] ii. Προκειμένου περί μονίμων συλλογικών οργάνων που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και των οποίων οι αποζημιώσεις έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις, οι οποίες υπερβαίνουν το όριο της παραγράφου 2 γ του άρθρου αυτού, αυτές εξακολουθούν να καταβάλλονται μη επιτρεπομένου του επανακαθορισμού τους σε υψηλότερα επίπεδα. 3[. . .] 4[. . .] 5. Σε καμία περίπτωση και για οποιονδήποτε λόγο το σύνολο των πρόσθετων μηνιαίων αμοιβών ή απολαβών των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, από συμμετοχή σε μόνιμα ή προσωρινά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των συνολικών μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, συμπεριλαμβανομένης και της αναλογίας των επιδομάτων του άρθρου 9 του παρόντος νόμου. Οι πάσης φύσεως αμοιβές υπολογίζονται κατά το μήνα πραγματοποίησης της αντίστοιχης εργασίας [...] ». Περαιτέρω, με το άρθρο 7 του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας-Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α΄40/15.3.2010), αντικαταστάθηκε το άρθρο 17 του ν. 3205/2003 και ορίσθηκαν τα εξής: «1. Τα κάθε είδους μόνιμα ή προσωρινού χαρακτήρα συλλογικά όργανα (συμβούλια, επιτροπές, ομάδες εργασίας κ.λ.π.) του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., τα οποία προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ή συνιστώνται και συγκροτούνται με διοικητικές πράξεις, λειτουργούν εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των οικείων Υπηρεσιών ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και δεν καταβάλλεται καμία πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση στα μέλη τους. Κατ' εξαίρεση στους ιδιώτες-μέλη των ανωτέρω συλλογικών οργάνων καθορίζεται αποζημίωση με απόφαση του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πενήντα (50) ευρώ ανά συνεδρίαση και μέχρι πενήντα (50) συνεδριάσεις ετησίως [...] 2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του συλλογικού οργάνου για την οικονομία της χώρας ή την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη και προκειμένου περί Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., με βάση το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και τα στοιχεία του προϋπολογισμού τους, επιτρέπεται η λειτουργία τους εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας και εκτός του χρόνου που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και μπορεί να καθορίζεται αποζημίωση, κατά μήνα ή κατά συνεδρίαση, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού. Η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να είναι, κατά μήνα, μεγαλύτερη από τετρακόσια (400) ευρώ για τον πρόεδρο και τριακόσια (300) ευρώ για τα μέλη και τους γραμματείς. Η ανωτέρω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται με την προϋπόθεση συμμετοχής σε τέσσερις (4) τουλάχιστον συνεδριάσεις τον μήνα. Σε περίπτωση συμμετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζημίωση περικόπτεται ανάλογα [...] 4. Το σύνολο των πρόσθετων μηνιαίων αμοιβών ή απολαβών των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από συμμετοχή σε μόνιμα ή προσωρινά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των συνολικών μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης[...]». Εξάλλου, με το άρθρο 21 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015”, προβλέπεται ότι: «1. Τα κάθε είδους μόνιμα ή προσωρινού χαρακτήρα συλλογικά όργανα (συμβούλια, επιτροπές, ομάδες εργασίας κ.λπ.) του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και των Ο.Τ.Α., τα οποία προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ή συνιστώνται και συγκροτούνται με διοικητικές πράξεις λειτουργούν εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των οικείων Υπηρεσιών ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και δεν καταβάλλεται καμία πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση στα μέλη τους. Κατ’ εξαίρεση στους ιδιώτες - μέλη των ανωτέρω συλλογικών οργάνων καθορίζεται αποζημίωση με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πενήντα (50) ευρώ ανά συνεδρίαση και μέχρι πενήντα (50) συνεδριάσεις ετησίως. Οι ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις δεν υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 2362/ 1995 (Α`247). 2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του συλλογικού οργάνου για την οικονομία της χώρας ή την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη και προκειμένου περί Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α., με βάση το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και τα στοιχεία του προϋπολογισμού τους, επιτρέπεται η λειτουργία τους εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας και εκτός του χρόνου που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και μπορεί να καθορίζεται αποζημίωση κατά μήνα ή κατά συνεδρίαση με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού. Η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να είναι κατά μήνα, μεγαλύτερη από τετρακόσια (400) ευρώ για τον πρόεδρο και τριακόσια (300) ευρώ για τα μέλη και τους γραμματείς. Στους εισηγητές που εκ του νόμου προβλέπεται η συμμετοχή τους, καταβάλλεται αποζημίωση ανά συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ποσό των είκοσι (20) ευρώ και για μέχρι πενήντα (50) συνεδριάσεις το έτος. Η ανωτέρω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται με την προϋπόθεση συμμετοχής σε τέσσερις (4) τουλάχιστον συνεδριάσεις το μήνα. Σε περίπτωση συμμετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζημίωση περικόπτεται ανάλογα. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις, μπορεί, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, να καθορισθεί αποζημίωση ανά ώρα, έλεγχο ή αξιολογούμενο πρόγραμμα κ.λ.π., ανάλογα με τις κατά περίπτωση προκύπτουσες ανάγκες. Το συνολικό μηνιαίο ποσό της ανωτέρω αποζημίωσης απαγορεύεται να υπερβαίνει το όριο της κατά μήνα αποζημίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 για τα μέλη συλλογικών οργάνων. 4. Το σύνολο των πρόσθετων μηνιαίων αμοιβών ή απολαβών των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου από συμμετοχή σε μόνιμα ή προσωρινά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των συνολικών μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, συμπεριλαμβανομένης και της αναλογίας των επιδομάτων εορτών και αδείας. Οι πάσης φύσεως αμοιβές υπολογίζονται κατά το μήνα πραγματοποίησης της αντίστοιχης εργασίας…».
10. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 40 του ν. 849/1978 (Α΄ 232) ορίζεται ότι : “Εις κανονιστικάς διοικητικάς πράξεις δια των οποίων καθορίζεται, κατ` εξουσιοδότησιν κειμένων διατάξεων, το ύψος αποδοχών ή απολαβών, εν γένει, ή συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ή μισθών και ημερομισθίων των εφ’ οιαδήποτε σχέσει απασχολουμένων μισθωτών, πάσης κατηγορίας, ή των συντάξεων αυτών, δύναται να προσδίδεται αναδρομική ισχύς, αλλά πάντως ουχί προγενεστέρα του ενός έτους προ της δημοσιεύσεώς των εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην, δια την έκδοσιν της κανονιστικής διοικητικής πράξεως απαιτείται, απαραιτήτως, και η σύμπραξις του Υπουργού Οικονομικών. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση αποφάσεων καθορισμού αποζημίωσης των όσων μετέχουν σε συλλογικά όργανα” (το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 2129/1993, Α΄ 57).
11. Επειδή, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 123-127Α του ν. 2725/1999, του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3833/2010, και του άρθρου 40 του ν. 849/1978, όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2/66747/0022/21.10.2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού (τ.ΥΟΔΔ 373/3.11.2011), στην οποία ορίζεται ότι: «Καθορίζουμε τη μηνιαία αποζημίωση Προέδρου, Αναπληρωτή Προέδρου, Μελών και Γραμματέων του Ανώτατου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (Α.Σ.Ε.Α.Δ.), σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν.3833/2010, ως εξής: 1. Η μηνιαία αποζημίωση για τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή Πρόεδρο ορίζεται στο ποσό των διακοσίων (200 EURO) ευρώ. 2. Η μηνιαία αποζημίωση για τα Μέλη ορίζεται στο ποσό των εκατόν εξήντα (160 EURO) ευρώ για τον καθένα. 3. Η μηνιαία αποζημίωση για τους Γραμματείς ορίζεται στο ποσό των ενενήντα πέντε (95 EURO) ευρώ για τον καθένα. Η ανωτέρω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται με την προϋπόθεση συμμετοχής σε τέσσερις συνεδριάσεις τον μήνα. Σε περίπτωση συμμετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζημίωση περικόπτεται ανάλογα. Τα αναπληρωματικά μέλη αμείβονται μόνο εφόσον αναπληρώνουν τα αντίστοιχα τακτικά μέλη. Κάθε σχετική προηγούμενη απόφαση παύει να ισχύει. Η απόφαση αυτή, η οποία ισχύει ένα έτος πριν από τη δημοσίευσή της και έως 30-6-2011, ημερομηνία λήξης της θητείας τους, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Για το έτος 2012 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2/68839/0022/21.12.2012 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων και Πολιτισμού και Αθλητισμού (τ. ΥΟΔΔ 592/31.12.2012), κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 123-127Α του ν. 2725/1999, του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 3833/2010, του άρθρου 21 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 40 ν. 849/1978, όπως ίσχυαν, στην οποία ορίζεται ότι: «Καθορίζουμε από 1.1.2012 μέχρι 31.12.2012 τη μηνιαία αποζημίωση Προέδρου, Αναπληρωτή Προέδρου, Μελών και Γραμματέων του Ανώτατου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (ΑΣΕΑΔ), σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3833/2010 και του ν. 4021/2011, άρθρο 21, ως εξής: 1. Η μηνιαία αποζημίωση για τον Πρόεδρο και τον αναπληρωτή Πρόεδρο ορίζεται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. 2. Η μηνιαία αποζημίωση για τα Μέλη ορίζεται στο ποσό των εκατόν είκοσι (120) ευρώ για τον καθένα. 3. Η μηνιαία αποζημίωση για τους Γραμματείς ορίζεται στο ποσό των ενενήντα πέντε (95) ευρώ για τον καθένα. Τα αναπληρωματικά μέλη αμείβονται μόνο εφόσον αναπληρούν τα αντίστοιχα τακτικά μέλη. Η ανωτέρω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται με την προϋπόθεση συμμετοχής σε τέσσερις συνεδριάσεις το μήνα. Σε περίπτωση συμμετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζημίωση περικόπτεται ανάλογα. Κάθε σχετική προηγούμενη απόφαση παύει να ισχύει». Τέλος, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2/66070/0022/10.9.2014 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Αθλητισμού (τ. ΥΟΔΔ 588/25.9.2014), κατ’ επίκληση ομοίως, μεταξύ άλλων, των άρθρων 123-127Α του ν. 2725/1999, του άρθρου 2 του ν. 3833/2010, του άρθρου 21 του ν. 4024/2011, και του άρθρου 40 ν. 849/1978, όπως ίσχυαν, σύμφωνα με την οποία: «Καθορίζουμε τη μηνιαία αποζημίωση Προέδρου, Αναπληρωτή Προέδρου, Μελών και Γραμματέων του Ανωτάτου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (Α.Σ.Ε.Α.Δ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4024/2011, ως εξής: 1. Η μηνιαία αποζημίωση για τον Πρόεδρο … ορίζεται στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. 2. Η μηνιαία αποζημίωση για τα Μέλη ορίζεται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για τον καθένα. 3. … Τα αναπληρωματικά μέλη αμείβονται μόνο εφόσον αναπληρώνουν τα αντίστοιχα τακτικά μέλη. Η ανωτέρω απόφαση καταβάλλεται με την προϋπόθεση συμμετοχής σε τέσσερις συνεδριάσεις το μήνα και σε περίπτωση συμμετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζημίωση περικόπτεται ανάλογα. Η παρούσα απόφαση ισχύει ένα έτος πριν τη δημοσίευσή της και εφεξής».
12. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την .../26.9.2013 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (τ.ΥΟΔΔ .../30.10.2013) ο ήδη αναιρεσίβλητος, εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός (Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων) κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίστηκε ως τακτικό μέλος του ΑΣΕΑΔ και άσκησε τα καθήκοντά του, σύμφωνα με την προσκομισθείσα από 6.11.2014 βεβαίωση του Προέδρου του Α.Σ.Ε.Α.Δ., από 21.11.2013 έως 15.9.2014. Με την από 1.12.2015 αγωγή του ο ανωτέρω προέβαλε ότι από 26.8.2013 και μέχρι τη λήξη της θητείας του (30.6.2015) το Δημόσιο δεν του είχε καταβάλει την προβλεπόμενη από την υπ' αριθ. 2/13380/1.4.2003 κοινή υπουργική απόφαση μηνιαία αποζημίωση συνολικού ύψους 19.369,02 ευρώ (22 μήνες επί 880,41 ευρώ), ότι το συλλογικό όργανο στο οποίο συμμετείχε ήταν δικαιοδοτικό και όχι διοικητικό και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εφαρμοστεί για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης η ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση, ζήτησε δε να του καταβληθεί το ποσό αυτό, ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, καθώς και το ποσό των 500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχε υποστεί στην προσωπικότητά του, αφού άσκησε τα καθήκοντά του στο ΑΣΕΑΔ χωρίς να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση, γεγονός που προσέβαλε την προσωπικότητά του. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσιβλήτου, καθόσον κρίθηκε ότι η υπ’ αριθ. 2/13380/1.4.2003 κοινή υπουργική απόφαση, στην οποία και μόνο στήριξε τις επίδικες αξιώσεις του, είχε παύσει να ισχύει κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και, συνεπώς, ουδεμία υποχρέωση εφαρμογής της υφίστατο για τα όργανα του αναιρεσιβλήτου και δεν εστοιχειοθετείτο η αποδιδόμενη στα όργανα του τελευταίου παράνομη συμπεριφορά, συνισταμένη στην παράλειψη καταβολής στον αναιρεσίβλητο της προβλεπόμενης από την μη ισχύουσα κοινή υπουργική απόφαση αποζημίωσης για το επίδικο χρονικό διάστημα, και, συνεπώς, ουδεμία αδικοπρακτική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου έναντί του θεμελιωνόταν. Στη συνέχεια, με την έφεσή του ο αναιρεσίβλητος προέβαλε ότι το ΑΣΕΑΔ δεν συνιστά συλλογικό όργανο της Διοίκησης αλλά δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο απαρτίζεται από δικαστικούς λειτουργούς για τους οποίους δεν υφίσταται ωράριο εργασίας και, επομένως, η υπ’ αριθ. 2/66070/0022/10.9.2014 κοινή υπουργική απόφαση, πέραν του ότι είναι εκτός νομοθετικής Εξουσιοδότησης, ως επιτρέπουσα αναδρομική κανονιστική ρύθμιση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στους δικαστικούς λειτουργούς του ΑΣΕΑΔ, το δε άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4049/2012 αφορά αποζημίωση μελών άλλων δικαιοδοτικών οργάνων. Η έφεσή του έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση.
13. Επειδή, κατά την κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, με τις διατάξεις του άρθρου 127 του ν. 2725/1999, όπως ίσχυε κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, δόθηκε Εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση της αποζημίωσης, μεταξύ άλλων, και των μελών του Α.Σ.Ε.Α.Δ., προς τούτο δε, εκδόθηκε η κοινή υπουργική απόφαση του 2003. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 του μεταγενέστερου ν. 3833/2010 αφορούσαν τα μέλη συλλογικών οργάνων του Δημοσίου, τα οποία λειτουργούν εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των οικείων υπηρεσιών και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, επιτρέπεται, με τις διατάξεις της παρ. 2 του ως άνω άρθρου, η λειτουργία τους και εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας και ότι, συνεπώς, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3833/2010 δεν είχε δοθεί Εξουσιοδότηση ρύθμισης της αποζημίωσης των μελών του Α.Σ.Ε.Α.Δ., καθόσον αυτές δεν αφορούσαν τα μέλη του εν λόγω οργάνου, το οποίο δεν ήταν συλλογικό όργανο του Δημοσίου που λειτουργούσε εντός του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά, σύμφωνα με τις διατάξεις που το διέπουν, δικαιοδοτικό όργανο, συγκροτούμενο από δικαστικούς λειτουργούς, το οποίο δεν λειτουργούσε εντός του κανονικού ωραρίου των οικείων υπηρεσιών ούτε, άλλωστε, εντασσόταν στις εξαιρετικές περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου. Ειδικότερα, κατά το δικάσαν διοικητικό εφετείο, το Α.Σ.Ε.Α.Δ. αποτελεί ειδικής μορφής συλλογικό δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο, συγκροτούμενο αποκλειστικά από εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς, διαφέρει ουσιωδώς και δεν σχετίζεται με τις οποιασδήποτε μορφής επιτροπές και συλλογικά όργανα της Διοίκησης, η δε αμοιβή των δικαστικών λειτουργών και του γραμματέως που μετείχαν στο Α.Σ.Ε.Α.Δ. δεν διείπετο από τις διατάξεις του ν. 3205/2003, αλλά ειδικά από τις διατάξεις του άρθρου 127 παρ. 2 του ν. 2725/1999, όπως ισχύει μετά τη διαδοχική αντικατάστασή του από τα άρθρα 14 του ν. 3262/2004 και 15 παρ. 3 του ν. 4049/2012 και, ως εκ τούτου, η 2/66747/0022/21.10.2011 κοινή υπουργική απόφαση, καθώς και οι μεταγενέστερες υπ’ αριθμ. 2/92296/0022/21.12.2012, 2/68839/0022/21.12.2012 και 2/66070/0022/10.9.2014 κοινές υπουργικές αποφάσεις, εκδόθηκαν χωρίς ειδική προς τούτο νομοθετική Εξουσιοδότηση, ανεξαρτήτως του ότι δεν είναι επιτρεπτή ούτε η αναδρομική κανονιστική ρύθμιση, την οποία αυτές περιέλαβαν. Ειδικότερα, δε, ως προς την νεότερη 2/66070/0022/10.9.2014 κοινή υπουργική απόφαση, η οποία ίσχυε, κατά τον κρίσιμο χρόνο της θητείας του εκκαλούντος, ναι μεν ερείδεται, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, και στις διατάξεις του άρθρου 127 του ν. 2725/1999, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4049/2012 και ισχύει σχετικά με την αποζημίωση των μελών του Α.Σ.Ε.Α.Δ., ωστόσο, ενόψει του ότι με τούτη καθορίσθηκε η αμοιβή αυτών, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4024/2011, που - κατά τα προεκτεθέντα - δεν προσιδιάζουν στη φύση και τον τρόπο λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Α.Δ. ως ειδικής μορφής δικαιοδοτικού οργάνου, η εν λόγω κοινή υπουργική απόφαση είναι, ομοίως, ανίσχυρη, ως εκδοθείσα, τελικώς, χωρίς την ειδική προς τούτο Εξουσιοδότηση. Ενόψει των ανωτέρω, το δικάσαν δικαστήριο, κατ' αποδοχή της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και περαιτέρω, εκδικάζοντας την αγωγή του, έκρινε, κατά μερική αποδοχή αυτής, ότι στοιχειοθετείτο παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να του καταβάλουν, για τη συμμετοχή του στο Α.Σ.Ε.Α.Δ., τη μηνιαία αποζημίωση που προβλεπόταν στην 2/13380/0022/2003 κοινή υπουργική απόφαση και για τον λόγο αυτό, υποχρέωσε το Δημόσιο να του καταβάλει αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, ίση με το ποσό που θα ελάμβανε, κατ΄ εφαρμογή της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως, για το χρονικό διάστημα από 26.8.2013 έως 30.6.2015, ποσού 19.369,02 ευρώ, καθώς και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 500 ευρώ.
14. Επειδή, οι προαναφερθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις, τόσο του 2003 όσο και οι μεταγενέστερες 2/66747/0022/21.10.2011, 2/92296/0022/21.12.2012, 2/68839/0022/21.12.2012 και 2/66070/0022/10.9.2014, μνημονεύουν στο προοίμιό τους, ως εξουσιοδοτική διάταξη, τον ν. 2725/1999, όπως εκάστοτε ίσχυε. Και ναι μεν το γράμμα της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 127 του ν. 2725/1999, όπως αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 14 του ν.3262/2004, και, ακολούθως, με το άρθρο 15 παρ.3 του ν. 4049/2012 και ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως των ανωτέρω κοινών υπουργικών αποφάσεων των ετών 2011, 2012 και 2014, δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 123 (και 127Α) του νόμου αυτού περί συγκροτήσεως του Α.Σ.Ε.Α.Δ. (και του ειδικού τοπικού τμήματος του Α.Σ.Ε.Α.Δ. στη Θεσσαλονίκη), εν τούτοις, από την εισηγητική έκθεση του ν. 3262/2004 προκύπτει ότι ο νομοθέτης, αναφερόμενος στα δικαιοδοτικά όργανα των άρθρων 95, 119 (πρωτοβάθμια), 122 (τοπικό πρωτοβάθμιο στη Θεσσαλονίκη) και 127Β (ειδικές διατάξεις για το ποδόσφαιρο) του ν. 2725/1999, εκφράσθηκε στενότερα της βουλήσεώς του που ήταν να υπαγάγει τη χρηματοδότηση της λειτουργίας όλων των δικαιοδοτικών οργάνων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού στον προϋπολογισμό της υπηρεσίας αυτής, ούτως ώστε “να αποκόπτεται οποιαδήποτε σχέση ή και υποψία εξάρτησης των δικαιοδοτικών οργάνων από τους παράγοντες του αθλητισμού”. Υπό διαφορετική εκδοχή, αν δηλαδή το άρθρο 127 παρ. 2 του ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3262/2004 και, ακολούθως, με το άρθρο 15 παρ.3 του ν. 4049/2012, δεν αφορά και τα δικαιοδοτικά όργανα των άρθρων 123 (Α.Σ.Ε.Α.Δ.) και 127Α (Ειδικό τοπικό τμήμα Α.Σ.Ε.Α.Δ. Θεσσαλονίκης), τότε, υπό τον ν. 3262/2004 και εφεξής μέχρι τον ν.4726/2020, θα εξέλιπε, ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής προβλέψεως, το νομοθετικό έρεισμα καταβολής αποζημίωσης ειδικά στα μέλη των ως άνω δύο οργάνων.
15. Επειδή, περαιτέρω, όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο νομοθέτης (κοινός ή κανονιστικός), εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και δεν κωλύεται να θέτει όρια στις απολαβές των αμειβομένων από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από προϋπολογισμό ν.π.δ.δ., εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (βλ. ΣτΕ Ολομ. 481/2018 και Ολομ. 3372, 3373/2015, 3177/2014, πρβλ. και Ολομ. 431/2018, 3404-3406/2014, 2192-2196/2014, 95/2013 σκ.7, 668/2012 σκ. 35 κ.ά.). Εξάλλου, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 4, η εξουσιοδοτική διάταξη θα πρέπει να περιέχει την ουσιαστική ρύθμιση του ζητήματος, για το οποίο χορηγείται εξουσιοδότηση, έστω και σε γενικό, αλλά ορισμένο πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ουσιαστικές δε αυτές ρυθμίσεις μπορεί να υπάρχουν είτε σε διατάξεις του νόμου, που περιέχει την εξουσιοδότηση, ακόμη και διαφορετικές από την ίδια την εξουσιοδοτική διάταξη, είτε και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής Ε\εξουσιοδότησης. Εν προκειμένω, οι διατάξεις του ν. 2725/1999 δεν περιλαμβάνουν καμία ειδικότερη ρύθμιση σχετικά με τις προϋποθέσεις καταβολής αποζημίωσης στα μέλη των δικαιοδοτικών οργάνων του, όπως το εύρος και τα απώτατα όρια προσδιορισμού αυτής, δεν εκωλύετο, όμως, κατά τα προαναφερθέντα, ο κανονιστικός νομοθέτης, κάνοντας χρήση της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 127 παρ. 2 του ν. 2725/1999, να προστρέξει, για τη ρύθμιση του ειδικότερου αυτού ζητήματος του προσδιορισμού του ύψους και του καθορισμού απώτατων ορίων στην αμοιβή των μελών του Α.Σ.Ε.Α.Δ. και σε άλλες διατάξεις, οι οποίες άπτονται της δημοσιονομικής διαχείρισης, και δη στις μνημονευόμενες στο προοίμιο της επίμαχης κοινής υπουργικής αποφάσεως διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3833/2010 και του άρθρου 21 του ν. 4024/2011, με τις οποίες, στο πλαίσιο συγκράτησης της δημοσιονομικής δαπάνης, αναδιαρθρώθηκε το σύστημα των αμοιβών των μελών όλων των συλλογικών διοικητικών οργάνων που αμείβονται από δημόσιους προϋπολογισμούς, όπως είναι και το Α.Σ.Ε.Α.Δ. (πρβλ. ΣτΕ 1307-1316/2019 Ολομ., 1052/2016 επταμ. σκ.7). Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων καθώς και όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπ’ αριθ. 2/66070/0022/10.9.2014 κοινή υπουργική απόφαση, όπως και οι προγενέστερες αυτής, βρίσκουν νόμιμο και επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 127 παρ. 2 του ν. 2725/1999 σε συνδυασμό με τις επίσης μνημονευόμενες στο προοίμιό τους διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3833/2010 και 21 του ν. 4024/2011, έσφαλε δε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεχθείσα αντιθέτως ότι η εν λόγω κανονιστική απόφαση εκδόθηκε χωρίς ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση.
16. Επειδή, περαιτέρω, η ίδια ως άνω κοινή υπουργική απόφαση του 2014, η οποία μνημονεύει στο προοίμιό της, μεταξύ άλλων, και τη διάταξη του άρθρου 40 του ν. 849/1978, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2129/1993, δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα αναδρομικής ισχύος που επιτρέπει, κατά τα προαναφερθέντα, η ως άνω διάταξη (δηλαδή του ενός έτους πριν από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, ως εκ τούτου, είναι και κατά τούτο νόμιμη (βλ. ΣτΕ 2881, 3659/1980, ΣτΕ Π.Ε. 465/2001), η δε περί του αντιθέτου κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι, και ως προς το σημείο αυτό, εσφαλμένη.
17. Επειδή, κατόπιν αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί υπέρ του νόμου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση και
Αναιρεί υπέρ του νόμου την 1909/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου 2020
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Νίκα Α. Ρίπη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Μαρτίου 2021.
Ο Πρόεδρος του Στ´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ι.Β. Γράβαρης Α. Ρίπη