ΒΟΥΛΕΥΜΑ 1525/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Πολύμνια Χορόζογλου, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Ελένη Αναστασίου, Πλημμελειοδίκη και Γεώργιο Καραγιάννη, Πλημμελειοδίκη - Εισηγητή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο γραφείο της Προέδρου στις 27 Νοεμβρίου 2020, παρουσία και του Γραμματέα Βασιλείου Βασματζόγλου, προκειμένου να αποφανθεί για ποινική υπόθεση, περί της οποίας η Αντεισαγγελέας Γεωργία Λεβαντή εισήγαγε τη με αριθμό .../10-10-2020 έγγραφη πρότασή της, η οποία έχει ως εξής:
Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Εισάγουμε ενώπιον σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2, 4, 138 παρ. 1 εδ. β' του ΚΠΔ, ως ισχύει μετά την κύρωσή του με τον Ν. 4620/2019, και σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 4, 5, 6 του Ν. 4557/2018, την από 20-7-2020 αίτηση - προσφυγή του Δ. Τ. του Ι., κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός ...), με την οποία ζητά την ανάκληση της υπ' αριθ. .../12-6-2020 Διάταξης της Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η δέσμευση κάθε περιουσίας, ιδίως δε, κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ατομικά ή από κοινού με τρίτους, με δικαιούχο ή πληρεξούσιο και απαγορεύθηκε η χρέωση των λογαριασμών αυτών, μη αποκλεισμένης της πίστωσής τους, καθώς και η απαγόρευση του ανοίγματος των θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο μεταξύ άλλων και τον αιτούντα, Δ. Τ. Ι., και εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 2Α' περ. δ' του Ν. 4557/2018, «...δ) Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, για να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο Πρόεδρος αίρει την προσωρινή δέσμευση ή την αναστολή. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται με τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 42. Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας, η Μονάδα αποφασίζει εάν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχειά κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που έχει αρχειοθετηθεί μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα ή να συσχετιστεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής».
Στο άρθρο 40 του ίδιου νόμου, ορίζονται τα εξής: «1. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος του άρθρου 4 ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που έχουν αποκτηθεί αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που έχουν χρησιμοποιηθεί ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απόδοσής τους στον ιδιοκτήτη, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Σε περίπτωση ανάμειξης του προϊόντος του αδικήματος με περιουσία που προέρχεται από νόμιμες πηγές, η κατάσχεση και η δήμευση επιβάλλονται μέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσης τούς. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων. 2. Αν η περιουσία ή το προϊόν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται με τους όρους της παραγράφου 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος. Η δήμευση που επιβάλλεται με τους όρους της παραγράφου 1 και της παρούσας παραγράφου δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί των περιουσιακών στοιχείων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν έχει ασκηθεί δίωξη λόγω θανατού του υπαιτίου ή η δίωξη που είχε ασκηθεί έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε, απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές, η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν έχει ασκηθεί δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Το άρθρο 492 και η παράγραφος 3 του άρθρου 504 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση. 4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 310 και το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 373 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και αν έχει διαταχθεί δήμευση κατά της περιουσίας τρίτου, ο οποίος δεν συμμετείχε στη δίκη ούτε κλητεύθηκε σε αυτήν».
Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1-6 του ως άνω νόμου, ορίζονται τα εξής: «1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, των τίτλων, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα, γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, στο πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοπιστωτικό οργανισμό και επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων επιδίδεται και στον συνδικαιούχο, σε περίπτωση δε θυρίδων και στον πληρεξούσιο του μισθωτή. 2. Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παρούσας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Η απαγόρευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασμού, των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, κατά περίπτωση στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο κτηματολογικού γραφείου ή νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώρηση της σχετικής εγγραφής, οι οποίοι υποχρεούται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους έχει κοινοποιηθεί. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία των ανωτέρω αρμόδιων υπηρεσιών μετά την εγγραφή της ανωτέρω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 4 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία. 5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιυδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχτεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά, με τη δέσμευση, στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4. Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιοσδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου. 6. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρχή που αποφάσισε τη δέσμευση ή με την προσφυγή που προβλέπεται στις παραγράφους 4 και 5, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων».
Τέλος, στο άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4557/2018 ορίζονται τα εξής: «2. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι εξής πράξεις: α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του, β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή βρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισής της, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, δ) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, ε) η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξή μίας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και δ' και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα, στ) η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή μίας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και δ'».
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτώς, εντός της εικοσαήμερης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη διάταξη επιδόθηκε στις 10-7-2020 και είναι νόμιμη, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί και κατ' ουσίαν.
Εν προκειμένω, από την έρευνα που διενεργεί η Α' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, προέκυψε ότι σε βάρος, μεταξύ άλλων και του αιτούντος, Δ. Τ. του Ι., ασκήθηκε ποινική δίωξη και δυνάμει του υπ' αριθ. 559/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε νόθευση από κοινού και μεμονωμένα κατ' εξακολούθηση, με κοινό σκοπό πορισμού σε άλλον αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ και με ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο άνω των 150.000ευρώ και ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (αρ. 45, 46 παρ.1α, 98, 216 παρ. 3-1 ΠΚ ως ίσχυε προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 461 ΠΚ που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019, και άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1508/1950 ως ίσχυε προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 462 ΠΚ που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019).
Ειδικότερα, στον αιτούντα κατηγορούμενο αποδίδεται ότι στη Θεσσαλονίκη, στις 27-11-2013, έχοντας την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού - Διευθυντή Εποπτείας Έργων Δυτικού Τομέα στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «... Α.Ε.» (συσταθείσας από το Ελληνικό Δημόσιο με την εξ ολοκλήρου καταβολή του κεφαλαίου της και τη διοίκηση της οποίας είχε ορίσει το Κράτος), ενεργώντας από κοινού και με ενιαίο δόλο με τον συγκατηγορούμενό του Χ. Μ. του Α., Γενικό Διευθυντή της «... Α.Ε.», πρότεινε με την από 27-11-2013 κοινή πρόταση - εισήγηση προς το Δ.Σ. της «... Α.Ε.», αποτελούμενο από τούς συγκατηγορούμενούς του Σ. Π. του Δ., Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, Σ. Ζ. του Κ., Αντιπρόεδρο και τα μέλη αυτού, Τ. Ε. του Λ. και Χ. Κ. του Δ., να λάβουν την με αριθ. .../28-11-2013 απόφαση και να αποφασίσουν, μεταξύ άλλων, την ολοκλήρωση και τακτοποίηση του φακέλου του έργου «Εγνατία Οδός: Τμήμα Παναγιά - Γρεβενά από Χ.Θ. 6+300 έως Χ.Θ. 16+300, Σύμβαση 1097» από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, με την επέμβαση από τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και τους Επιβλέποντες Μηχανικούς - εντεταλμένα όργανα της Διευθύνουσας Υπηρεσίας της Ε.Ο.Α.Ε. στο εν λόγω έργο, Π. Κ. του Γ., Λ. Σ. του Α. και Λ. Χ. του Τ. αντίστοιχα, σε επιμετρητικά στοιχεία της με αριθμό ... εργολαβικής σύμβασης, και δη με την υπογραφή αυτών σε μεταγενέστερο χρόνο και δη στις 9-12-2013 σε ακριβή αντίγραφα επί των προτοτύπων Αναλυτικών Οριστικών Επιμετρήσεων και Πρωτοκόλλων Παραλαβής Αφανών Εργασιών (Π.Π.Α.Ε.) που συμπεριλήφθηκαν στη με αριθ. πρωτ. .../30-7-2009 τελική επιμέτρηση του επιδίκου έργου, των οποίων τα πρωτότυπα έφεραν μόνο την υπογραφή της εκπροσώπου και Προϊσταμένης του εργοταξιακού γραφείου της αναδόχου εταιρίας «... Α.Τ.Ε.» στο έργο, Μ. Ε., ενώ έλειπαν οι υπογραφές των ως άνω αρμοδίων - εντεταλμένων οργάνων της Διευθύνουσας Υπηρεσίας της ... Α.Ε. στο εν λόγω έργο, όπως είχε διαπιστώσει μεταξύ άλλων η Επιτροπή Προσωρινής Παραλαβής με το από 4-4-2012 Πρωτόκολλό της. Οι εν λόγω κατηγορούμενοι (Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και Επιβλέποντες Μηχανικοί) με την υπογραφή τους στις Αναλυτικές Οριστικές Επιμετρήσεις - Π.Π.Α.Ε., επιβεβαίωσαν ετεροχρονισμένα και χωρίς να περιλαμβάνονται τα πρωτογενή στοιχεία του έργου που έπρεπε αντίστοιχα να συνοδεύουν τις επίδικες Αναλυτικές Οριστικές Επιμετρήσεις - Π.Π.Α.Ε., το περιεχόμενό τους, ώστε να συμφωνούν με την εγκριθείσα από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία στις 16-12-2009 τελική επιμέτρηση, η οποία είχε συμπεριληφθεί στον 4ο εγκεκριμένο Α.Π.Ε. του έργου, συνολικού ύψους 151.091.364,62 ευρώ με τον ΦΠΑ και συγκεκριμένα επιβεβαίωσαν ότι οι περιγραφόμενες στις Αναλυτικές Οριστικές Επιμετρήσεις και αντίστοιχα Π.Π.Α.Ε. εργασίες ελέγχθηκαν και επιμετρήθηκαν ορθά κατ' είδος και ποσότητα κατά τους αναφερόμενους σε αυτές χρόνους, καθώς και ότι οι εργασίες αυτές συμμορφώνονται πλήρως με τη νομοθεσία των Δημοσίων Έργων, τα συμβατικά τεύχη και τη μελέτη του επιδίκου έργου και τις εντολές της Διευθύνουσας Υπηρεσίας. Με την από 27-11-2013 πρότασή του προς το Δ.Σ. της Ε.Ο.Α.Ε. και ακολούθως με την με αριθ. .../28-11-2013 απόφαση που έλαβε αυτό, προέτρεψε τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, τον Γενικό Επιβλέποντα και τον Επιβλέποντα Μηχανικό του έργου, να προβούν επανειλημμένα σε νόθευση δημοσίων εγγράφων (μεταβάλλοντας την ημερομηνία σύνταξης σε φωτοτυπικά αντίγραφα της αρχικής σύμβασης και θέτοντας τις υπογραφές τους κάτω από τις Οριστικές Επιμετρήσεις και τα συνοδεύοντα αυτών Πρωτόκολλα Παραλαβής Αφανών Εργασιών των τμημάτων του έργου), πράξη που ήταν εν γνώσει του επιζήμια για την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς επέφερε ελάττωση των εσόδων και πόρων αυτού, στην επιζήμια δε αυτή διαχειριστική πράξη προέβη με σκοπό να ωφεληθεί η ως άνω ανάδοχος κατασκευάστρια εταιρία κατά το ποσό των 32.486.042,88 ευρώ.
Στην ως άνω περιγραφόμενη νόθευση οι άνω τρεις κατηγορούμενοι (Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και Επιβλέποντες Μηχανικοί) προέβησαν με σκοπό να προσπορίσουν αθέμιτο περιουσιακό, όφελος στην ανάδοχο εταιρία «... Α.Τ.Ε.», συνολικού ύφους τριάντα δυο χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (32.486.042,88), βλάπτοντας τα συμφέροντα της «... ΑΕ» και προκαλώντας ισόποση ζημία στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον συνεπεία της παραπάνω νόθευσης (συμπλήρωσης των ανωτέρω ανυπόγραφων Αναλυτικών Οριστικών Επιμετρήσεων με των αντίστοιχων Π.Π.Α.Ε. και διόρθωσης αυτών), το σύνολο των εκτελεσθεισών από την παραπάνω ανάδοχο εργασιών αντιστοιχούσε απολύτως στις ποσότητες της εγκεκριμένης από 16-12-2009 τελικής επιμέτρησης, η οποία είχε συμπεριληφθεί στον 4ο εγκεκριμένο Ανακεφαλειωτικό Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.) του έργου, συνολικού ύφους 151.091.364,62 ευρώ με το ΦΠΑ, αυξημένου κατά το ποσό των 32.486.042,88 ευρώ έναντι του 5ου Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, καθώς και του συνοδευτικού 3ου Πρωτοκόλλου Κανονισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών, συνολικού ύφους 118.605.321,74 ευρώ με το ΦΠΑ.
Από τα ανωτέρω ευχερώς συνάγεται ότι στον αιτούντα δεν αποδίδεται κάποια πράξη από την οποία να έχει αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ίδιος προσωπικά, αλλά η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε νόθευση εγγράφων, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος η ανάδοχος εταιρία, και δη η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και όχι ο ίδιος. Επομένως, αφού δεν προκύπτει η είσπραξη χρηματικών ποσών από τον αιτούντα, δεν είναι δυνατό να έχει τελέσει αυτός κάποιες από τις πράξεις νομιμοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4557/2018.
Επιπλέον, από την έρευνα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες δεν προέκυψαν στοιχεία για την τέλεση κάποιας πράξης νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί ο αιτών (βασικό αδίκημα), από τις αναφερόμενες στο άρθρο. 2 παρ. 2 του Ν. 4557/2018, και δη πράξεις μετατροπής ή μεταβίβασης περιουσίας, απόκρυφης ή συγκάλυψης της αλήθειας, όσον αφορά την φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας, πράξεις απόκτησης, κατοχής ή χρήσης περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, πράξεις χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, της σύστασης οργάνωσης ή ομάδας για την διάπραξή τέτοιων πράξεων και της απόπειρας διάπραξης, υποβοήθησης, υποκίνησης ή παροχής συμβουλών σε τρίτον για την διάπραξη κάποιας εκ των ως άνω πράξεων.
Ούτε όμως και από την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε για το προαναφερθέν βασικό αδίκημα προέκυψε η τέλεση κάποιας εκ των ανωτέρω πράξεων από τον αιτούντα που θα είχε ως συνέπεια την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για παράβαση του Ν. 4557/2018, ούτε προέκυψαν στοιχεία ώστε ο ανακριτής να διατάξει την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών του αιτούντος κατ' άρθρο 42 παρ. 1 εδ. β' Ν. 4557/2018.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η τέλεση από τον αιτούντα κάποιου αδικήματος που τιμωρείται στο άρθρο 39 Ν. 4557/2018, επομένως η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή και να διαταχθεί η άρση της δέσμευσης κάθε περιουσίας, ιδίως δε, κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ατομικά ή από κοινού με τρίτους, με δικαιούχο ή πληρεξούσιο, και της απαγόρευσης της χρέωσης των λογαριασμών αυτών, καθώς και της απαγόρευσης του ανοίγματος των θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο τον αιτούντα, Δ. Τ. του Ι., που επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. .../12-6-2020 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ
ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΕΚΤΗ η από 20-7-2020 αίτηση του Δ. Τ. του Ι., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ....
ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ Η ΑΡΣΗ της δέσμευσης κάθε περιουσίας, ιδίως δε κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ατομικά ή από κοινού με τρίτους, με δικαιούχο ή πληρεξούσιο, και της απαγόρευσης της χρέωσης των λογαριασμών αυτών, καθώς και της απαγόρευσης του ανοίγματος των θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο τον αιτούντα, Δ. Τ. του Ι., που επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. .../12-6-2020 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Θεσσαλονίκη 10 Οκτωβρίου 2020
Η Εισαγγελέας
Γεωργία Λεβαντή
Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών»
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ
Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου τούτου με την προπαρατεθείσα με αριθμό .../2020 εισαγγελική πρόταση η από 20-7-2020 αίτηση του Δ. Τ. του Ι., κατοίκου Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητεί, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, την άρση της επιβληθείσας με την υπ' αριθμ. .../2020 Διάταξη της Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματική Δραστηριότητα, δέσμευσης κάθε περιουσίας του, ιδίως δε, κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα, ατομικά ή από κοινού με τρίτους, με δικαιούχο ή πληρεξούσιο, απαγορευμένης της χρέωσης των λογαριασμών αυτών, μη αποκλειομένης της πίστωσής τους, καθώς και απαγόρευσης του ανοίγματος θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο, μεταξύ άλλων και του αιτούντος. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση, νομίμως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ και 42 παρ. 4, 5 ν. 4557/2018, με την προπαρατεθείσα με αριθμό .../2020 εισαγγελική πρόταση και ως εκ τούτου πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας αναφέρεται το Συμβούλιο προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων (βλ. ΟλΑΠ 1227/1979 ΠοινΧρ Λ’. 253, ΑΠ 1627/2011, ΑΠ 294/2011, ΑΠ 33/2011 α' δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»), ώστε οι αιτιολογίες της να αποτελέσουν και αιτιολογίες του Βουλεύματος του. Βάσει αυτών, προέκυψε ότι ο αιτών παραπέμφθηκε, δυνάμει του υπ’ αριθ. 559/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε πλαστογραφία (νόθευση) από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, που ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος άνω των 120.000 ευρώ (άρθ. 2 § 1, 45, 98, 216 §§ 1, 3 και 4 του ΠΚ). Με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο ως άνω βούλευμα, δεν προέκυψε ότι αποδίδεται στον αιτούντα κάποια πράξη, από την οποία να έχει αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ίδιος προσωπικά, καθώς η πράξη για την οποία παραπέμφθηκε, φέρεται να τελέστηκε από αυτόν, με σκοπό να ωφεληθεί η ανάδοχος κατασκευάστρια εταιρία, με την επωνυμία «... ΑΤΕ», κατά το συνολικό ποσό των 118.605.321,74 ευρώ. Εξάλλου, από την έρευνα της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες δεν προέκυψε η τέλεση κάποιας πράξης νομιμοποίησης εσόδων από τις παραπάνω εγκληματικές δραστηριότητες (βασικά εγκλήματα), ήτοι πράξεις μετατροπής ή μεταβίβασης περιουσίας με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψης της παράνομης προέλευσής της, απόκρυψης ή συγκάλυψης της αλήθειας, όσον αφορά την προέλευση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας, απόκτησης, κατοχής ή χρήσης περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισής της, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, σύστασης οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξή τέτοιων πράξεων, απόπειρας διάπραξης, υποβοήθησης, υποκίνησης, διευκόλυνσης, παροχής συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή κάποιας εκ των ως άνω πράξεων. Μάλιστα, ούτε από τη διενεργηθείσα ανάκριση για τα προαναφερόμενα βασικά αδικήματα προέκυψε η τέλεση από τον αιτούντα, κάποιας εκ των ανωτέρω πράξεων και για το λόγο αυτό δεν ασκήθηκε συμπληρωματική ποινική δίωξη σε βάρος του για κάποια παράβαση του Ν. 4557/2018. Επομένως, αφού δεν προέκυψε η είσπραξη κάποιου χρηματικού ποσού από την τέλεση της ως άνω πράξης, από τον ίδιο τον αιτούντα, δεν είναι δυνατό να έχει τελέσει αυτός κάποιες από τις πράξεις νομιμοποίησης εσόδων που αναφέρονται στο άρθρο 2 § του Ν. 4557/2018. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθειμένων, δοθέντος ότι από τα υπάρχοντα στοιχεία με βάση τα οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Διάταξη δεν προέκυψε η τέλεση από τον αιτούντα κάποιου αδικήματος των άρθρων 2 § 2 και 39 του Ν. 4547/2018, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αρθεί η με αριθ. .../2020 Διάταξη της Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης και Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την άρση της ισχύος της με αριθ. .../2020 Διάταξης της Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης και Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση κάθε περιουσίας του Δ. Τ. του Ι., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ιδίως δε, κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικών οργανισμούς, ατομικά ή από κοινού με τρίτους με δικαιούχο ή πληρεξούσιο τον ανωτέρω αιτούντα και απαγορεύθηκε η χρέωση των λογαριασμών αυτών, μη αποκλεισμένης της πίστωσής τους, καθώς και η απαγόρευση του ανοίγματος των θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο τον αιτούντα.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΕΓΙΝΕ στη Θεσσαλονίκη στις 27 Νοεμβρίου 2020 και ΕΚΔΟΘΗΚΕ στον ίδιο τόπο στις 30/11/2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ