Αριθμός 22/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Μουλιανιτάκη- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Κ. του Π. και Μ., κατοίκου …, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Π. Ν. του Π., κατοίκου εν ζωή …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζερβάκο, που κατέθεσε προτάσεις, 2) του Νομικού Προσώπου με την επωνυμία "ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ...”, με έδρα τη … (…) του Δήμου Μονεμβασιάς, που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-4-2008 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Π. Ν. του Π., την από 15-7-2009 κύρια παρέμβαση προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη και την από 5-11-2009 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σπάρτης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 412/2014 μη οριστική, 33/2019 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 30-10-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του α' αναιρεσιβλήτου ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 576 παρ. 1-2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί κάποιος διάδικος ο Άρειος Πάγος ερευνά αν ο απολειπόμενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση, εάν, όμως, την επισπεύδει ο αντίδικος του ερευνά αν ο τελευταίος έχει κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως τον απολειπόμενο διάδικο και, σε καταφατική περίπτωση, η συζήτηση της υπόθεσης προχωρεί παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά το άρθρο 260 παρ. 1 ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, "Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με αριθμούς .../15-01-2020 και .../14-01-2020, εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Αθηνών Κ. Δ. και του Πρωτοδικείου Σπάρτης Ι. Β., αντίστοιχα, αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης με πράξη προσδιορισμού δικασίμου της Προέδρου του Γ’ Πολιτικού Τμήματος …, και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως με επιμέλεια του πρώτου αναιρεσιβλήτου, που επισπεύδει τη συζήτηση, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του αρχικώς ενάγοντα και ήδη αποβιώσαντος (την 22-04-2018) Π. Ν. προς το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο και ιό δεύτερο αναιρεσίβλητο, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν την από το άρθρο 242 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως στο ακροατήριο. Κατόπιν τούτου, πρέπει, κατ' εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, να κηρυχθεί ματαιωμένη η συζήτηση μεταξύ του αναιρεσείοντος και του δευτέρου αναιρεσιβλήτου, που δεν εμφανίσθηκαν, ως προς δε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο που απολείπεται και τον επισπεύδοντα τη συζήτηση της υποθέσεως πρώτο αναιρεσίβλητο, που εμφανίσθηκε, πρέπει η συζήτηση να προχωρήσει παρά την απουσία του αναιρεσείοντος. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης, κατά τα σημεία που ενδιαφέρουν την κρινόμενη υπόθεση, διαδικαστικής διαδρομής: Ο αρχικώς ενάγων Π. Ν., άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης εναντίον του ήδη δεύτερου αναιρεσιβλήτου Νομικού Προσώπου, Ιερού Ναού, την από 11/04/2008 αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτου αγωγή, ερειδόμενη στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, ενώπιον δε του ίδιου Δικαστηρίου άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο και ήδη αναιρεσείον την από 02/11/2009 κύρια παρέμβαση, με την οποία ζητούσε ν' απορριφθεί η πιο πάνω αγωγή και ν' αναγνωρισθεί η κυριότητά του στο επίδικο ακίνητο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αριθμ.114/2012 απόφαση, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την κύρια παρέμβαση απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσία την κύρια παρέμβαση και δέχθηκε κατ'ουσία την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν εφέσεις ο εναγόμενος Ιερός Ναός και το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο, εκδόθηκε δε από το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου η αριθμ. 33/2019 απόφαση, η οποία, αφού συνεκδίκασε τις εφέσεις, τις απέρριψε κατ' ουσία. Κατά της απόφασης αυτής το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα την υπό κρίση αναίρεση, την οποία απευθύνει εναντίον του καθ' ου η κύρια παρέμβαση Νομικού Προσώπου , ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ και του Σ. Κ., ως εκ διαθήκης κληρονόμου του αποβιώσαντος, αρχικώς, καθ'ου η κύρια παρέμβαση Π. Ν., η οποία είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
Α. Στο άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 "τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, ορίζονται τα εξής: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003), αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Η διάταξη της περίπτωσης β' εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. ... Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ.”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1042 Α.Κ., "ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα”. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστεως μόνο αν γνώριζε ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, ότι θεσπίζεται με αυτές εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του Ν. Δ/τος της 22.4/16.5.1926 "Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 "Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”), σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές του άρθρου 4 του νόμου 3127/2003, μπορεί κάποιος να αποκτήσει με χρησικτησία κυριότητα δημοσίου κτήματος που βρίσκεται σε σχέδιο πόλης ή σε προϋφιστάμενο του έτους 1923 οικισμό ή σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2.000 τμ, εφόσον νέμεται αδιατάρακτα το εν λόγω ακίνητο μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δηλαδή, μέχρι την 19.3.2003: α) για δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός αν, κατά την κτήση της νομής, ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστης ή β) για τριάντα έτη, εκτός αν, κατά την κτήση της νομής, ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστης, εφόσον, δηλαδή, κατά το χρόνο κτήσης της νομής, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή, ως ειδική και εξαιρετική, επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή του ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται τούτο αδιατάρακτα για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή, μέχρι την 19.3.2003, με τις λοιπές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 περ. α' και β,' και όχι εφόσον έχει συμπληρωθεί οποτεδήποτε η τριακονταετής αυτή αδιατάρακτη νομή, πριν από την έναρξη ισχύος του ίδιου νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου. Εξάλλου, οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 15/2011) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηροτέρων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 984 εδ.α και 989 εδ.α ΑΚ προκύπτει, ότι διατάραξη της νομής, η οποία υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σ' αυτό, συνιστά κάθε θετική πράξη, που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 210/2011) και ειδικότερα, κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή, όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις που μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών από την κυριότητα του πράγματος (ΑΠ 942/2012, ΑΠ 943/2012). Επίσης, από τις διατάξεις του προϊσχύοντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν. 8 §1 κωδ. 7.39, ν.9 §1 Πανδ. (50.14), ν. 2 §2 Πανδ (41-4),6 Πανδ (44.3), ν. 76§1 (18.1), ν. 7§3 Πανδ. (23.3), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18, 21 του Ν. 21- 6/6.3.1937 "περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, ήταν επιτρεπτή η από ιδιώτη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος αυτός (ιδιώτης) δεν προσβάλλει, κατ' ουσίαν, το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20§12 Πανδ (5.8), 27 Πανδ (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιάς συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4 /16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται, εφεξής, σε καμιά παραγραφή, η δε παραγραφή που άρχισε δεν έχει καμιά συνέπεια, εάν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν συμπληρώθηκε η 30ετής, κατά τους προϊσχύοντες νόμους, παραγραφή. Με τη διάταξη αυτή αποκλείστηκε έκτοτε για την ταυτότητα του νομικού λόγου και η κτητική παραγραφή, δηλαδή, η έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανεστάλη με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν. ΔΞΗ/1912 μέχρι της χρονολογίας εκδόσεως του ανωτέρω ΝΔ, έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσιο κτήμα με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι τις 12.9.1915. Οι πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος μετά την ημερομηνία αυτή δεν έχουν καμμιά αξία για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον, δε, η 30ετία δεν έχει συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή, δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Έτι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε ,δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018).Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, κατά το νόμο, είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ενώ αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της, δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 12/2016). Η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση που έχει διατυπωθεί για τη στήριξη του διατακτικού της, δηλαδή από τις παραδοχές της για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ.), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του αρχικώς ενάγοντος και την κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά το ενδιαφέρον μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο οικόπεδο, εκτάσεως 209,03 τ.μ., βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού “…” του νυν Δήμου Μονεμβασίας, στη θέση “….”, εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Α-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Α-Μ-Ν-Ξ-Ο-Α στο από μηνός Απριλίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Α. Κ. Το Κάστρο Μονεμβασίας έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος με την Υ.Α. 25309/242/30.10.1971 (ΦΕΚ 910/Β/12.11.1971) και ιστορικό διατηρητέο Βυζαντινό μνημείο με το Β.Α. 19.4.1921 (ΦΕΚ 68/Α/26.4.1921) και Β.Δ. 25.2.1922 (ΦΕΚ 28/Α/26.2.1922). Ο οικισμός του Κάστρου Μονεμβασίας αποτελεί παραδοσιακό οικισμό, προϋφιστάμενο του έτους 1923, με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που υπόκειται σε ειδικούς όρους δόμησης (άρθρο 5 του Π.Δ. 19.10.1978, ΦΕΚ 594/Δ/31.11.1978) και δεν είναι οριοθετημένος. Επί του επιδίκου-ακινήτου, το οποίο αποτελούσε δημόσιο κτήμα, που περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους και στη θέση που βρίσκονται σήμερα ερειπωμένα κτίσματα, υπήρχε κατά το παρελθόν οικία, μετά της κάτωθεν, αυτής καμάρας (καλυπτόμενης κατασκευής σε σχήμα τόξου), αποτελούμενη από δύο δωμάτια. Το ως άνω ακίνητο περιήλθε στον ενάγοντα το έτος 1948 με άτυπη παραχώρηση από τον πατέρα του Π. Ν., ο οποίος το νεμόταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη τριάντα περίπου έτη πριν το 1948, σταυλίζοντας τα οικόσιτα ζώα του σε αυτό και φυτεύοντάς το με διάφορα κηπευτικά. Ο ενάγων από το έτος 1948 έως την άσκηση της αγωγής νεμόταν το ως άνω ακίνητο με διάνοια κυρίου, ασκώντας σ' αυτό όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής. Ειδικότερα επέβλεπε αυτό και το προφύλασσε από διεκδικήσεις τρίτων, χρησιμοποιούσε ένα μέρος του ως σταύλο για τον σταυλισμό των ζώων του (κότες, κατσίκες κ.λ.π.), μέχρι το έτος 1965, που η Αρχαιολογική Υπηρεσία απαγόρευσε την είσοδο ζώων μέσα στον οικισμό του κάστρου Μονεμβασίας, φύτευε σ' αυτό δένδρα και διάφορα κηπευτικά (μαρούλια κ.λ.π.) προς οικιακή κατανάλωση και αποθήκευε ξυλεία για το τζάκι. Περί αυτών καταθέτουν μετά λόγου γνώσεως α) ο μάρτυρας αποδείξεως, ο οποίος, ως κάτοικος του Κάστρου έχει ιδία αντίληψη των γεγονότων και η κατάθεσή του κρίνεται πειστική και β) οι ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες Π. Κ. και Δ. Γ., Μ. χήρα Π. Ρ. και Χ. Δ. (των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στην υπ' αριθ. …/1981 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Μονεμβασίας ... των δύο πρώτων, στην υπ' αριθ. …/2000 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Μονεμβασίας Ρ. Λ. Κ. της τρίτης και στην υπ' αριθ. …/2000 ένορκη βεβαίωση της ιδίας συμβολαιογράφου του τέταρτου, οι οποίες συντάχθηκαν στο πλαίσιο έρευνας από την Κτηματική Υπηρεσία Ν. Λακωνίας για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου ακινήτου και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων), οι οποίοι ως άνθρωποι μεγάλης ηλικίας (γεννήθηκαν τα έτη 1907, 1923, 1914 και 1927 αντιστοίχως) έχουν προσωπική αντίληψη των γεγονότων. Τα ανωτέρου ενισχύονται και από την ανωμοτί εξέταση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του εκπροσώπου του εναγόμενου Ιερού Ναού, ο οποίος κατέθεσε ότι ο ενάγων διατηρούσε στον επίδικο κήπο με λαχανικά από το έτος 2008, ο δε περαιτέρω ισχυρισμός του ότι του το είχε παραχωρήσει η Εκκλησία στο πλαίσιο του φιλανθρωπικού της έργου, προκειμένου να τον ενισχύσει λόγω της δεινής οικονομικής του κατάστασης δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο και ιδίως από σχετική απόφαση του Εκκλησιαστικού και Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Περαιτέρω, το εναγόμενο ΝΠΔΔ ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, διότι το νεμήθηκε με διάνοια κυρίου, έως δε την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946) και με καλή πίστη, από το έτος 1919, που περιήλθε σ' αυτό με άτυπη δωρεά από την Α. χήρα Ι. Κ., το γένος Ι. Κ., γόνο μίας εκ των πλουσιοτέρων οικογενειών της … και οικονομικών ευεργετών της περιοχής, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την άσκηση της αγωγής, ασκώντας σ' αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, όπως καθαρισμό αυτού από φυόμενα χόρτα και φυτά, αλλά και από πέτρες που σωρεύονται σ' αυτό, επιτήρηση των ορίων του, χρησιμοποίηση του χώρου αυτού, που είναι συνεχόμενος της Εκκλησίας, κατόπιν συναινέσεώς του, από τους πιστούς και όσους προσέρχονται στην Εκκλησία της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας και προσωρινή εναπόθεση σ' αυτό, κατόπιν αδείας του, από τρίτους διαφόρων υλικών. Πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα στην ανωτέρω δωρεά της Α. Κ. προς τον Ιερό Ναό Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, που είναι παρεκκλήσιο του εναγομένου Ενοριακού Ιερού Ναού, αναφέρεται μόνο ο Γ. Κ., ένας εκ των κληρονόμων της Α. Κ., στην από 24.5.1982 υπεύθυνη δήλωσή του προς την Ιερά Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης, αλλά από την εν λόγω δήλωση δεν προκύπτει ότι έλαβε πράγματι χώρα η ως άνω δωρεά, καθόσον αυτός αναφέρει γενικά και αόριστα ότι έχει ακούσει από μαρτυρίες τρίτων, τους οποίους δεν κατονομάζει, ότι η εκ πατρός μάμμη του προέβη σε δωρεά προς τον ως άνω Ναό λίγο πριν τον θάνατο της και ότι ο ίδιος δεν έχει προσωπική αντίληψη του γεγονότος αυτού λόγω της νεαρής τότε ηλικίας του. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος Ενοριακός Ιερός Ναός, διά των εκπροσώπων του, άσκησε πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου και δη ότι το επίδικο χρησιμοποιείτο από τον Ιερό Ναό της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας ως προέκταση του προαυλίου του, προκειμένου να διευκολύνονται οι πιστοί κατά την είσοδο τους σ' αυτόν, καθόσον η είσοδος του Ιερού Ναού είναι από τη δυτική πλευρά, ενώ το επίδικο εκτείνεται ανατολικά, ήτοι πίσω από τον χώρο του Ιερού του ως άνω Ναού. Εξάλλου, η επικαλούμενη από τον εξετασθέντα με επιμέλεια του εναγόμενου Ιερού Ναού μάρτυρα, Κ. Κ., φιλοξενία πολλών πιστών, οι οποίοι συνέρρεαν κατά τον ετήσιο εορτασμό της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, στις 25 Σεπτεμβρίου, προτού διακοπεί η λειτουργία του Ναού λόγω επισκευών περί το έτος 2004, για την παρακολούθηση της θείας λειτουργίας, στον χώρο του επιδίκου, το οποίο προηγουμένως με εντολή του ο Δήμος είχε καθαρίσει για να υποδεχθεί το εκκλησίασμα, κρίνεται μεμονωμένη και δεν αρκεί για να θεμελιώσει συνεχή και αδιάλειπτη νομή του εναγομένου επί του επιδίκου, ώστε να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας αυτού με πρωτότυπο τρόπο. Επομένως, η περί ιδίας κυριότητας ένσταση του εναγόμενου Ιερού Ναού, την οποία προέβαλε παραδεκτώς πρωτοδίκως και επαναφέρει νομίμως με την κρινόμενη έφεση του, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ' αριθ. …/...4.1995 προσυμφώνου μεταβίβασης χιλιοστών οικοπέδου και εργολαβικού της συμβολαιογράφου Επιδαύρου Λιμηράς (Μολάων) ..., που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος, του Α. Κ. και της συζύγου του Χ. Κ., αρχιτεκτόνων, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να αναθέσει στους ως άνω εργολήπτες την ανέγερση οικοδομής επί του επίδικου οικοπέδου με το σύστημα της αντιπαροχής. Κατόπιν αυτού οι ανωτέρω με την αριθμ. πρωτ. …/….5.1995 αίτηση τους προς την Ε’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης ζήτησαν να εκδοθεί άδεια καθαρισμού, προκειμένου να προχωρήσουν οι εργασίες ανοικοδόμησης εντός του επίδικου ακινήτου. Η ως άνω υπηρεσία αρνήθηκε να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια με την αιτιολογία ότι δεν προσκομίζονται τίτλοι ιδιοκτησίας από τον ενάγοντα. Επίσης ζήτησε με τα υπ' αριθ. πρωτ. …/….5.1998 και …/….6.1999 έγγραφά της από την Κτηματική Υπηρεσία του Νομού Λακωνίας να προχωρήσει στην καταγραφή του επιδίκου ως δημοσίου κτήματος για τον λόγο ότι κατά το έτος 1964-1965 εθεωρείτο ιδιοκτησία του Δημοσίου και είχε δημοσιευθεί σχετικό άρθρο περί επικινδυνότητας τμήματος της τοιχοποϊας του στην εφημερίδα "Φωνή της Μονεμβασίας”, ενώ από τότε και μέχρι το έτος 1995 περίπου κανένας ιδιώτης δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη επ' αυτού, σύμφωνα με τη σχετική έγγραφη μαρτυρία του επί 26 έτη φύλακα αρχαιοτήτων του Κάστρου Θ.. Ακολούθως, οι υπάλληλοι της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Λακωνίας, Β. Σ. και Π. Ε., κατόπιν εντολής του Προϊσταμένου της ως άνω Υπηρεσίας, προέβησαν σε αυτοψία του συγκεκριμένου χώρου και πραγματοποίησαν εμπεριστατωμένη έρευνα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου, στο πλαίσιο της οποίας ήλεγξαν τους τίτλους ιδιοκτησίας των όμορων ιδιοκτησιών, εξέτασαν ως μάρτυρες κατοίκους της περιοχής τους, ζήτησαν τις απόψεις της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Σπάρτης, λόγω της γειτνιάσεως του επιδίκου με τον I. Ν. Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία διά των εκπροσώπων της ισχυρίστηκε ότι αυτό ανήκει στον εν λόγω Ιερό Ναό, καθώς και τις απόψεις της Ε’ Ε.Β. Α.Σ. σχετικά με τον χαρακτήρα αυτού ως δημοσίου κτήματος, η οποία τους απάντησε ότι το επίδικο είναι ιδιοκτησία του Δημοσίου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του φύλακα Θ. και ζητά την καταγραφή του. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω έρευνας συντάχθηκε η από 15.5.2000 διοικητική έκθεση των ανωτέρω υπαλλήλων, καθώς και η από 15.1.2001 συμπληρωματική έκθεση τους, με τις οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ακίνητο ανήκει στον Π. Ν., λόγω έκτακτης χρησικτησίας. Στις ως άνω εκθέσεις επισημαίνεται η αντίφαση του φύλακα αρχαιοτήτων Θ., ο οποίος ενώ στην από 13.12.1998 επιστολή του προς την Ε’ Ε.Β.Α.Σ ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα 1968-1994 ο ενάγων προέβη σε διακατοχικές πράξεις στο επίδικο, στην από 11.8.1986 τεχνική έκθεση της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με τον έλεγχο του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της περιοχής Κάστρου Μονεμβασίας, που συνέταξε ο μηχανικός Ι.Θ. Σ., ο ως άνω φύλακας αρχαιοτήτων έχει συμπληρώσει την ονομαστική κατάσταση κατόχων ακινήτων εντός του Κάστρου Μονεμβασίας και έχει αναγράψει δίπλα από το υπ' αριθ. … ακίνητο, που ταυτίζεται με το επίδικο, το όνομα του ενάγοντος και στη στήλη προηγούμενος κάτοχος "πατρική οικία”. Επίσης, επισημαίνεται ότι στις προρρηθείσες ένορκες καταθέσεις και εξετάσεις οι μεγάλης ηλικίας μάρτυρες, Μ. χήρα Π. Ρ., Π. Κ. και Δ. Γ., και Χ. Δ., βεβαιώνουν ότι ο ενάγων και ο δικαιοπάροχος του πατέρας του ασκούσαν στο επίδικο τις προαναφερόμενες πράξεις νομής και κατοχής. Περαιτέρω, ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Λακωνίας, Κ. Β., στην από 20.6.2001 έκθεσή του αναφέρει ότι η γενική τους άποψη είναι ότι μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους η παλαιά πόλη του Κάστρου Μονεμβασίας κατελήφθη αυθαιρέτως από διαφόρους και στη συνέχεια όσοι από αυτούς θέλησαν να αποχωρήσουν πώλησαν τα ακίνητα που κατείχαν και δημιουργήθηκαν οι πρώτοι τίτλοι. Ένας Αριθμός είχε την ευαισθησία να αγοράσει από το Υπουργείο Οικονομικών με παραχωρητήρια και ένας Αριθμός έμεινε σε διαδοχή άνευ τίτλων, ότι και στις όμορες με το επίδικο ιδιοκτησίες δεν υφίσταται αλληλουχία τίτλων και στους σχετικούς τίτλους μνημονεύονται αλληλουχίες διαδοχικές (έκτακτη χρησικτησία), στα δε βιβλία καταγραφής δημοσίων κτημάτων δεν είναι καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα στη θέση που βρίσκεται το επίδικο και ότι η άποψή τους είναι ότι η φερόμενη ως ιδιοκτησία του Π. Ν. πρέπει να τύχει ανάλογης αντιμετώπισης με τις όμορες ιδιοκτησίες, όπως η ιδιοκτησία κληρονόμων Π. Κ., στις οποίες η Ε’ Ε.Β.Α.Σ στο παρελθόν δεν αρνήθηκε τη χορήγηση αδειών παρά την ύπαρξη ερειπίων σ' αυτές και παρά την επίκληση διαδοχικών αλληλουχιών (έκτακτη χρησικτησία). Εξάλλου, η υπόθεση έφθασε στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας (άρθρο 90 Π.Δ. 240/1988), για να γνωμοδοτήσει σχετικά με την ιδιοκτησιακή κατάσταση του επιδίκου, το οποίο, όμως, με την υπ' αριθ. 2172005 προκαταρκτική γνωμοδότηση ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του γνωμοδότησης, προκειμένου να συμπληρωθεί από την Κτηματική Υπηρεσία του Νομού Λακωνίας ο φάκελος της υποθέσεως και να διεξαχθεί έρευνα σχετικά με τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 ως προς τον Π. Ν. και τον Ιερό Ναό Μυρτιδιώτισσας Μονεμβασίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά την κτήση της νομής του επιδίκου είχε την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα αυτού, πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά του αμέλεια, λόγω της μακροχρόνιας νομής του δικαιοπαρόχου πατέρα του, Π. Ν., τον οποίο έβλεπε να ασκεί επί πολλά έτη τη νομή στο επίδικο χωρίς να ενοχληθεί από κανέναν. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε όχλησε τον ενάγοντα στην άσκηση της νομής του στο επίδικο ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σ' αυτό, ενώ, παρόλο που γνώριζε από το έτος 1986 ότι ο ενάγων κατέχει το επίδικο, όπως προκύπτει από την από 11.8.1986 τεχνική έκθεση της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, ουδέποτε επιχείρησε να του κοινοποιήσει πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση του τελευταίου περί νόμιμης κτήσης κυριότητας αυτού. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων έσπευσε να ζητήσει αρμοδίως την έκδοση αδείας καθαρισμού του ακινήτου για να προβεί στην ανοικοδόμησή του, καταδεικνύει, επίσης, την καλή του πίστη ότι έγινε πράγματι κύριος του επιδίκου, διότι, αν γνώριζε ότι αξιώνει σ' αυτό δικαιώματα το Δημόσιο, δε θα διακινδύνευε να απευθυνθεί σε δημόσια υπηρεσία. Έτσι, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο δικαιοπάροχος του - πατέρας του δε βρισκόταν σε καλή πίστη, όταν εκείνος απέκτησε το επίδικο, ο ενάγων κατέστη κύριος του επιδίκου με βάση την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 με χρησικτησία εις βάρος του Δημοσίου, αφού, έχοντας αποκτήσει το επίδικο (που βρίσκεται εντός οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923 με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων), με άτυπη παραχώρηση από τον πατέρα του, το κατείχε και το νεμόταν καλόπιστα, συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως από το έτος 1948 μέχρι την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (19.3.2003), ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών. Εξάλλου, την έλλειψη καλής πίστης στο πρόσωπο του ενάγοντος ουδόλως επικαλείται, πολλώ δε μάλλον αποδεικνύει, το κυρίως παρεμβαίνον. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 536 ΚΠολΔ) και α) δέχθηκε την από 11.4.2008 αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του επίδικου ακινήτου και β) απέρριψε την από 13.5.2010 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι των υπό κρίση εφέσεων πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις ως κατ' ουσίαν αβάσιμες”. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι το επίδικο οικόπεδο, εκτάσεως 209,03 τ.μ., που βρίσκεται στο Δήμο Μονεμβασίας, αποτελούσε δημόσιο κτήμα, που περιήλθε στην κυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Κράτους. Ότι το ακίνητο αυτό βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού Κάστρου Μονεμβασίας, που αποτελεί παραδοσιακό οικισμό, προϋφιστάμενο του έτους 1923, με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων. Επίσης, δέχθηκε ότι τούτο μέχρι το έτος 1948 νεμόταν ο πατέρας του αρχικώς ενάγοντα - καθού η κύρια παρέμβαση Π. Ν. και ότι κατά τον άνω χρόνο ατύπως του το παραχώρησε, έκτοτε δε, καλόπιστα νεμήθηκε το επίδικο αυτός (αρχικώς ενάγων) έως τις 19/03/2003, έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003,για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο των τριάντα (30 ) ετών, χωρίς να διαταραχθεί στη νομή του (αδιαταράκτως) από το κυρίως παρεμβαίνον και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, υπό την έννοια της θετικής πράξεως ή παραλείψεως, καθόσον οι προκύψασες ενέργειες του τελευταίου ( άρνηση της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης να του χορηγήσει άδεια καθαρισμού του επιδίκου, επειδή δεν προσκόμισε τίτλους ιδιοκτησίας, και τα με αριθμ. πρωτ. …/1998 και ../1999 έγγραφα της ίδιας Εφορείας προς την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου για την καταγραφή του επιδίκου ως δημόσιου κτήματος) δεν συνιστούν διαταρακτικές, της νομής, πράξεις, και ότι έτσι, ο αρχικώς ενάγων κατέστη αποκλειστικός κύριος τούτου σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Κατόπιν των ανωτέρω, το Εφετείο, αφού απέρριψε τις ασκηθείσες από τον εναγόμενο Ιερό Ναό και το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο εφέσεις, επικύρωσε την εκκαλούμενη απόφαση ,που είχε δεχθεί ως βάσιμη κατ'ουσία την ένδικη αναγνωριστική της κυριότητας του επιδίκου αγωγή του αρχικώς ενάγοντος και είχε απορρίψει κατ'ουσία την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου. Με αυτά που δέχθηκε, και ,έτσι ,που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 του Ν. 3127/2003 και 1042 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στην νομική σκέψη, πού προεκτέθηκε, και του συμπεράσματος του νομικού της συλλογισμού, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον αρχικώς ενάγοντα- καθ'ου η κύρια παρέμβαση, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με έκτακτη χρησικτησία, νεμηθείς τούτο καλόπιστα και αδιατάρακτα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 30 ετών, από το έτος 1948 έως τις 19/03/2003. Οι πιο πάνω αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης περί αδιατάρακτης νομής δεν αντιφάσκουν με τις αιτιολογίες της απόφασης, σχετικά με τις ενέργειες των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου ήτοι την άρνηση της 5ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης να χορηγήσει στον αρχικώς ενάγοντα άδεια καθαρισμού του επιδίκου, επειδή δεν προσκόμισε τίτλους ιδιοκτησίας, και με τα με αριθμ. πρωτ. …/1998 και …/1999 έγγραφα της ίδιας Εφορίας προς την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου Λακωνίας για την καταγραφή του επιδίκου ως δημόσιου κτήματος, καθ'όσον οι ενέργειες αυτές δεν συνιστούν διαταρακτικές της νομής του πράξεις, ούτε η αιτιολογία ότι ο ενάγων καλόπιστα νεμήθηκε το επίδικο αντιφάσκει με τις παραδοχές της προσβαλλομένης ότι ο πατέρας του Π. Ν. νεμήθηκε δημόσιο κτήμα γεγονός , που, κατά το αναιρεσείον, τον καθιστά κακής πίστεως νομέα, με επακόλουθο να καθίσταται και ο ενάγων κακόπιστος νομέας (ΑΠ 1023/2013). Επομένως, οι διαλαμβανόμενες αιτιάσεις στον πρώτο και στο δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος, λόγους της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμες και συνεπώς είναι απορριπτέες. Οι λοιπές αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στο ίδιο ως άνω σκέλος του δεύτερου λόγου ότι , παρά τα όσα αντίθετα δέχθηκε η προσβαλλομένη, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ' ου η κύρια παρέμβαση και ο δικαιοπάροχος πατέρας του νεμήθηκαν καλόπιστα το επίδικο, είναι απαράδεκτες, διότι με το πρόσχημα των άνω αναιρετικών πλημμελειών, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, το αναιρεσείον με το δεύτερο, κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος, αναιρετικό λόγο, επικαλούμενο τις ίδιες ως άνω, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειες, μέμφεται το Εφετείο, ότι κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι ο καθ'ου η κύρια παρέμβαση κατέλυσε την κυριότητα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου στο επίδικο δημόσιο κτήμα, παραβιάζοντας ευθέως και εκ πλαγίου ,τις αναφερόμενες στην μείζονα πρόταση διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4 /16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, τις διατάξεις που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν. ΔΞΗ/1912 και τις διατάξεις, περί χρησικτησίας, του β.ρ.δ. Οι ανωτέρω αιτιάσεις είναι αβάσιμες, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθ'όσον το Εφετείο δεν εφάρμοσε τους πιο πάνω κανόνες ουσιαστικού δικαίου, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού, στην προκείμενη περίπτωση , το Εφετείο στήριξε την κρίση του για την κατάλυση της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στο επίδικο δημόσιο κτήμα, στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολο του. Β. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11γ' ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά. Ο λόγος όμως είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Ωστόσο, ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν, παρά τη διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα και επικληθέντα αποδεικτικά μέσα, ο Άρειος Πάγος, συνεκτιμώντας και το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, καταλήγει ότι δεν καθίσταται οπωσδήποτε βέβαιο ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το συγκεκριμένο αποδεικτικό έγγραφο, το οποίο, αν το είχε λάβει υπόψη, θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα (ΑΠ 180/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του για το ουσία αβάσιμο της ένδικης κύριας παρεμβάσεως του αναιρεσείοντος, στην απόρριψη της οποίας κατέληξε, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις την από 11/10/2007 τεχνική έκθεση της Κτηματικής Υπηρεσίας Λακωνίας, στην οποία δεν κάνει καμιά αναφορά, την οποία νόμιμα με επίκληση είχε προσκομίσει ,κατά την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ' όσον από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία ρητά βεβαιώνεται ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, πλην των άλλων, και " ... όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, εκ των οποίων ορισμένα μνημονεύονται ειδικώς, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα για την κατ'ουσία διάγνωση της διαφοράς...." , σε συνδυασμό και με τις λοιπές αιτιολογίες αυτής, καμιά αμφιβολία δεν καταλείπεται ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και το πιο πάνω έγγραφο, το οποία το αναιρεσείον επικαλέσθηκε και προσκόμισε νομίμως, χωρίς, ωστόσο, να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση αυτού. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος που ο τελευταίος, νόμιμα και βάσιμα, υπέβαλε με τις προτάσεις του (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ.) μειωμένα κατ'άρθρο 22 του ν.3693/1957,κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει ματαιωμένη τη συζήτηση της υπόθεσης μεταξύ του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και του δεύτερου των αναιρεσιβλήτων νομικού προσώπου με την επωνυμία "ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ..." .
Απορρίπτει την από 30-10-2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της αριθμ. 33/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, ως προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο, Σ. Κ..
Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου , τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ