Αριθμός 274/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Αναστασία Περιστεράκη, Λάμπρο Καρέλο, Ανθή Γκάμαρη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 5η Φεβρουαρίου 2020 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Ε. Χ. του Ε., συζ. Ι. Χ., κατοίκου …, 2.Ε. Χ. του Ι., 3Μ. Χ. του Ι., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Ζέρβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ
Της αναιρεσίβλητης: Α.-Μ. Χ. του Α., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ευθυμίας Ορφανίδου - Ιωαννίδου
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-8-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14962/2017 οριστική ίδιου Δικαστηρίου, 2536/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-2-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη .
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 14-2-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2536/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με αυτήν απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 14962/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη αγωγή περί κλήρου της αναιρεσίβλητης στρεφόμενη κατά των αναιρεσειόντων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα της κληρονομιάς, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά κατοχή. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού δικαιώματος, είναι α) ο θάνατος του κληρονομουμένου, β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος, λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στη νομή ή κατοχή κατά το χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα, και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί pro herede τα κληρονομιαία ακίνητα ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 856/2018). Δεν αποτελεί δε στοιχείο της βάσης της αγωγής περί κλήρου η αποδοχή και μεταγραφή της κληρονομιάς και η κυριότητα των εναγόντων στα αντικείμενα της κληρονομιάς (ΑΠ 1347/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1923 παρ 1 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο). Κατά δε το άρθρο 1937 παρ 2 ΑΚ, διάθεση των αντικειμένων της κληρονομιάς, αν ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, συγχωρείται μόνον όταν επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ή έδωσε τη συναίνεσή του ο καταπιστευματοδόχος ή στην περίπτωση του άρθρου 1939 ΑΚ. Κάθε άλλη διάθεση αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς τις τοιαύτες των άρθρων 1800 και 1939 ΑΚ η διάταξη περί καταπιστεύματος πρέπει να περιέχει εγκατάσταση του καταπιστευματοδόχου ως κληρονόμου και μάλιστα σε ολόκληρη την κληρονομιά ή σε ποσοστό αυτής ή και σε δήλον πράγμα. Με τη σύσταση δε του καταπιστεύματος δεν είναι ανάγκη να γίνει χρήση πανηγυρικών φράσεων, ουδέ καν της λέξεως "καταπιστεύματος”, αλλ' αρκεί οπωσδήποτε να προκύπτει από τη διαθήκη η θέληση του διαθέτη να γίνει κάποιος κληρονόμος του μόνο για ορισμένο χρονικό διάστημα, μετέπειτα δε κληρονόμος αυτού να γίνει άλλος (ΑΠ 148/1986). Αν από τη διαθήκη δεν προκύπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός της επαγωγής του καταπιστεύματος, η επαγωγή, κατά την εικαζόμενη θέληση του διαθέτη, χωρεί μετά το θάνατο του βεβαρημένου (άρθρο 1935 ΑΚ). Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος παύει να είναι κληρονόμος και έχει υποχρέωση να παραδώσει την κληρονομιά στην κατάσταση που θα βρισκόταν ύστερα από τακτική διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί έως την επαγωγή (άρθρο 1941 παρ. 1 εδ. α') Ο καταπιστευματοδόχος μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος, που μπορεί να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί (άρθρο 1940 ΑΚ), επέχει θέση κληρονόμου, και προστατεύεται με τα ίδια μέσα που προστατεύεται και ο αρχικός κληρονόμος, ήτοι και με την περί κλήρου αγωγή (άρθρο 1871 ΑΚ), την οποία ασκεί κατά του βεβαρημένου ή τρίτου. Ειδικότερα, εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή, η οποία έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν, είναι ο κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής νεμόμενος pro herede, δηλαδή ως κληρονόμος, αντικείμενα της κληρονομιάς, όπως αυτά μνημονεύονται στο άρθρο 1872 ΑΚ (ενσώματα ή ασώματα ή το αντικατάλλαγμα αυτών) ή τον πλουτισμό από αυτά. Δεν αρκεί αυτός να νέμεται τα αντικείμενα αυτά, αλλά και να τα νέμεται ως κληρονόμος, αντιποιούμενος, δηλαδή, κληρονομικό δικαίωμα, ανεξάρτητα αν τελεί σε καλή ή κακή πίστη, αν δηλαδή πιστεύει στην ύπαρξη του αξιουμένου κληρονομικού δικαιώματος. Εξάλλου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, περαιτέρω, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός έννομων σχέσεων και καταστάσεων (βάσει των εκτιθεμένων πραγματικών περιστατικών) ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο προσδίδει στην έννομη σχέση που προβάλλεται με αυτήν τη νομική έννοια που αρμόζει, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων (ΑΠ 25/2001). Τυχόν μνεία στην αγωγή περί υπαγωγής (ή μη υπαγωγής) των επικαλουμένων περιστατικών σε κάποια νομική διάταξη ή ο αναγραφόμενος στην αγωγή νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των διαδίκων σχέσης στην οποία θεμελιώνεται το υποβαλλόμενο αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή νομική υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον νομικό τους χαρακτηρισμό (ΑΠ 111/1996).
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχονται και τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011 ,ΑΠ 38/2016, ΑΠ 110/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με την από 22-8-2016 αγωγή της κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εξέθετε ,όπως δέχθηκε και το Εφετείο "ότι, στις 28.3.2011, απεβίωσε στην Θεσσαλονίκη ο Α. Χ., πρώτος εξάδελφος του πατέρα της, ο οποίος κατέλειπε την από 27.9.2004 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύθηκε νόμιμα, δυνάμει του υπ αριθ. …/19.9.2014 πρακτικού δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία την εγκατέστησε κληρονόμο στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Ότι στην κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη περιλαμβάνονταν το περιγραφόμενο στην αγωγή, ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 106,50 τ.μ., πολυώροφης οικοδομής επί της οδού ..., τα περιγραφόμενα στην αγωγή τρία (3) διαμερίσματα, εμβαδού 166,10 τ.μ., 85,70 τ.μ. και 119 τ.μ. αντίστοιχα της ίδιας ως άνω οικοδομής και το περιγραφόμενο στην αγωγή γραφείο, εμβαδού 32,47 τ.μ. του 3ου ορόφου πολυόροφης οικοδομής επί της οδού ... και .... Ότι τα ακίνητα αυτά, ο ως άνω διαθέτης, Α. Χ., είχε κληρονομήσει από την αποβιώσασα στις 25-7-1994 θεία του από τη μητρική γραμμή, Δ. Κ. του Σ., η οποία, δυνάμει της υπ' αριθμ. …/…-7-1994 δημόσιας διαθήκης, που συνέταξε ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., και δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα …/10.9.2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, τον εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας της. Ότι αμέσως μετά την δημοσίευση της από 27-9-2004 ιδιόγραφης διαθήκης του Α. Χ., τόσο η ίδια η ενάγουσα όσο και οι λοιποί τετιμημένοι δι' αυτής, κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης αίτηση για απογραφή της κληρονομιάς του ως άνω διαθέτη και ακολούθως, αποδέχτηκαν σιωπηρά την επαχθείσα σε αυτούς κατά τον παραπάνω τρόπο, κληρονομιά του Α. Χ., συνολικής αντικειμενικής αξίας 758.666,40 ευρώ. Ότι ο ως άνω διαθέτης (Α. Χ.) είχε αφήσει όμως και την από 4.8.2006 δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε ακολούθως νόμιμα, με το υπ’αριθ. …/18.12.2015 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας εγκατέστησε κληρονόμο στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του -εξαιρουμένης της βιβλιοθήκης του - την μητέρα του Χ. Χ., και μετά τον θάνατο αυτής, όρισε μεταξύ άλλων, να περιέλθει στην ενάγουσα ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, πλην της βιβλιοθήκης του. Ότι η Χ. Χ., μητέρα του Α. Χ., η οποία μεταπεβίωσε αυτού, συγκεκριμένα στις 15-8-2014, ενόσω ακόμη ζούσε ο ως άνω υιός της, δυνάμει της υπ' αριθ. …./…-12-2010 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, φέρεται να αποδέχεται, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αδερφής της, Δ. Κ. του Σ., το σύνολο της ακίνητης περιουσίας αυτής, στην οποία περιλαμβάνονται και τα επίδικα ακίνητα. Ότι η ανωτέρω (Χ. Χ.), κατέλειπε την με αριθμό …/…-9-2011 δημόσια διαθήκη της, που συνετάγη ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... και δημοσιεύτηκε νόμιμα, δυνάμει της οποίας εγκατέστησε κληρονόμους της περιουσίας της, τους εναγομένους. Ότι μετά το θάνατο της Χ. Χ., οι εναγόμενοι ισχυριζόμενοι ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν, κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή, στη Χ. Χ., κατά το χρόνο θανάτου της, δυνάμει της προρρηθείσας αποδοχής κληρονομιάς, νέμονται τα προρρηθέντα κληρονομιαία ακίνητα του Α. Χ., αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας επ' αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωριστεί εκ διαθήκης κληρονόμος του Α. Χ., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομιαίας περιουσίας αυτού, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν το ανωτέρω ποσοστό επί των επίδικων κληρονομιαίων ακινήτων”. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, είναι νόμιμη και ορισμένη και στη συνέχεια απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό λόγο έφεσης των αναιρεσειόντων εναγομένων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως με την ακόλουθη αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ένδικη αγωγή, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί εκ διαθήκης κληρονόμος σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του συνόλου της ακίνητης περιουσίας του θείου της Α. Χ., βρίσκει σαφώς νόμιμο έρεισμα, στις διατάξεις των άρθρων 1710, 1923, 1935, 1940, 1846, 1871 Α.Κ, 70 ΚΠολΔ , καθόσον περιέχει τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη στοιχεία που συνθέτουν τη βάση της αγωγής περί κλήρου, και μπορεί να ασκηθεί, κατά τα προαναφερθέντα και εκ μέρους του καταπιστευματοδόχου, ο οποίος μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος, επέχει θέση κληρονόμου, και προστατεύεται με τα ίδια μέσα που προστατεύεται και ο αρχικός την περί κλήρου αγωγή (άρθρο 1871 Α Κ), την οποία ασκεί κατά του βεβαρημένου ή τρίτου. Στην ένδικη αγωγή, άλλωστε, εκτίθεται με σαφήνεια το περιεχόμενο της από 4.8.2006 Διαθήκης δυνάμει της οποίας η κληρονομιαία περιουσία του Α. Χ. επήχθη στην ενάγουσα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου , ως καταπιστευματοδόχο, κατ' ορθή νομική υπαγωγή των εκτιθέμενων σ' αυτή πραγματικών περιστατικών, αλλά και την αντιποίηση του ως άνω δικαιώματος της εκ μέρους των εναγομένων, οι οποίοι επικαλούνται ίδιο κληρονομικό δικαίωμα. Από το γεγονός δε, ότι η ενάγουσα, αναφέρει στο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, ότι ο διαθέτης κατέλειπε αρχικά την από 27.9.2004 προγενέστερη ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε δια του με αριθμό …/2014 πρακτικού Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας, την εγκατέστησε άμεσο κληρονόμο στο ίδιο ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό (50%) της κληρονομιαίας του περιουσίας, και ότι τόσο η ίδια όσο και οι λοιποί τετιμημένοι της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης (από 27.9.2004) προέβησαν σε αποδοχή αυτής με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι η ενάγουσα ασκεί το δικαίωμά της δυνάμει της ως άνω προγενέστερης διαθήκης, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, οι οποίοι ζητούν την απόρριψη της ως νόμω αβάσιμη. Άλλωστε, την από 27.9.2004 προγενέστερη ιδιόγραφη διαθήκη του ως προς την διάταξη που αφορά την ενάγουσα, ο διαθέτης ανακάλεσε με το περιεχόμενο της από 4.8.2006 ιδιόγραφης διαθήκης του, όπως εκτίθεται στο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων....., ο νομικός χαρακτηρισμός του αντικειμένου της αγωγής ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο προσδίδει στην έννομη σχέση που προβάλλεται με αυτή την νομική έννοια που αρμόζει, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων επί του θέματος αυτού (νομολογία). Τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής (ή μη υπαγωγής) των περιστατικών της αγωγής, σε νομικό κανόνα εκ μέρους της ενάγουσας δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή νομική υπαγωγή (νομολογία). Τέλος, για την πληρότητα του περιεχομένου της ένδικης αγωγής και την θεμελίωση του νόμω βάσιμου της δεν απαιτούνταν, κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη το γεγονός της αποδοχής σιωπηρής η μη της επαχθείσας σ' αυτήν ( ενάγουσα) δυνάμει της από 4.8.2006 ιδιόγραφης διαθήκης, κληρονομιαίας περιουσίας”. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, καθόσον υπό τα εκτιθέμενα και συγκροτούντα την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικά περιστατικά και αίτημα, το οποίο και το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, η αγωγή ήταν νόμιμη και συνέτρεχαν , σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα,, όπως δέχθηκε και το Εφετείο, η ενάγουσα νόμιμα θεμελιώνει την αξίωσή της με την περί κλήρου αγωγή στη δεύτερη (και όχι την πρώτη) ιδιόγραφη διαθήκη του διαθέτη Α. Χ. με βάση την οποία εγκαταστάθηκε ως καταπιστευματοδόχος κατά ποσοστό 50%, χωρίς να απαιτείται η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή και η οποία αγωγή ασκείται παραδεκτά κατά των αντιποιουμένων το κληρονομικό της δικαίωμα εναγομένων, χωρίς τούτο να αναιρείται από την διηγηματική αναφορά στην αγωγή της προγενέστερης πρώτης ιδιόγραφης διαθήκης του ίδιου διαθέτη, που ανακλήθηκε με τη μεταγενέστερη, ούτε το ότι έγινε αποδοχή της εν λόγο) κληρονομιάς με βάση την πρώτη διαθήκη με το ευεργέτημα της απογραφής. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων , δια της εφαρμογής τους, και της εσφαλμένης έτσι μη απόρριψης ώς μη νόμιμης της αγωγής, είναι αβάσιμος.
Ο προβλεπόμενος από τον αριθ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για την παρά το νόμο λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, ιδρύεται και αν τα πράγματα, οι ουσιώδεις δηλαδή, για την έκβαση της δίκης πραγματικοί ισχυρισμοί, Θεμελιωτικοί αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, προτάθηκαν απαραδέκτως, διότι και τα απαραδέκτως προταθέντα πράγματα εξομοιώνονται με μη προταθέντα (ΑΠ 846/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται "πράγματα”, με την έννοια που προαναφέρθηκε στον αμέσως παραπάνω λόγο αναίρεσης, χωρίς να έχει προσκομιστεί για αυτά οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για τα "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 1597/2018). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 638/2016). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα”, κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 677/2015).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 249, 251, 1871 και 1879 ΑΚ, προκύπτει ότι η αξίωση που ασκείται με την αγωγή περί κλήρου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή, κατά το άρθρο 249 ΑΚ, παραγραφή, αφετήριο χρονικό σημείο της οποίας είναι εκείνο κατά το οποίο ο εναγόμενος κατέλαβε έστω και μερικά από ία αντικείμενα της κληρονομιάς (ΑΠ 1822/2014). Προκειμένου δε περί διαδοχής, εκ διαθήκης, είναι δυνατόν η έναρξη της παραγραφής να προηγηθεί της δημοσίευσης της διαθήκης, δεδομένου ότι η επαγωγή της κληρονομιάς επέρχεται ανεξαρτήτως της δημοσίευσης αυτής, (άρθρο 1710 ΑΚ). Όμως, στην περίπτωση αυτή, η παραγραφή που άρχισε δεν μπορεί να συμπληρωθεί παρά μόνο, όταν δημοσιευθεί η διαθήκη, γίνει αποδοχή της κληρονομιάς εντός της νόμιμης προθεσμίας ή σιωπηρή αποποίηση και παρέλθει τουλάχιστον ένα εξάμηνο κατ' άρθρο 259 ΑΚ (ΑΠ 1538/1995). Με την τελευταία αυτή διάταξη, που ορίζει ότι "η παραγραφή αξίωσης που ανήκει σε κληρονομιά ή απευθύνεται κατά κληρονομιάς δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου αφότου ο κληρονόμος "απέκτησε”, κατά ο ορθό "αποδέχθηκε" την κληρονομιά...." (ΑΠ 1538/1995), θεσπίζεται ειδικός λόγος αναστολής συμπλήρωσης της παραγραφής και αποτελεί αντένσταση κατά της ένστασης παραγραφής και, συνακόλουθα (υπόκειται από άποψη ορισμένου στις διατάξεις του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (561 παρ.2 ΚΠολΔ), οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις, προέβαλαν την ένσταση παραγραφής της ένδικης περί κλήρου αγωγής, αναφορικά με την κληρονομιαία περιουσία της Δ. Κ., ισχυριζόμενοι ότι ο κληρονομούμενος Α. Χ., αν και εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιώσασας στις 25.7.1994 θείας του Δ. Κ., ουδέποτε, προέβη σε πράξη αποδοχής της κληρονομιαίας περιουσίας της, ούτε άσκησε επί των ακινήτων, που περιλαμβάνονταν στην κληρονομιαία περιουσία της, εμφανείς πράξεις νομής, αντιθέτως δε τα ακίνητα αυτά, μετά τον θάνατο της ως άνω διαθέτιδος (Δ. Κ.), που συνέβη στις 25 Ιουλίου 1994, κατέλαβε η μητέρα του και αδελφή της Χ. Χ., χήρα Π. Χ., η οποία ασκούσε επ' αυτών και σε πλήρη γνώση του υιού της Α. Χ.,, όλες τις πράξεις νομής και κατοχής. Ότι το έτος 2010 και μετά από καλόπιστη νομή δέκα έξι ετών, επί των ως άνω ακινήτων που καθίστανται επίδικα η Χ. Χ., προέβη σε συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της ως άνω αδελφής της Δ. Κ., την οποία μετέγραψε νόμιμα, ενώ κατά τον χρόνο του θανάτου της, στις 15.8.2014, μετά από αδιαφιλονίκητη ακώλυτη και αδιατάρακτη συνεχή και αδιάλειπτη νομή με διάνοια κυρίας και κληρονόμου είχε αποκτήσει την κυριότητα τους δια εκτάκτου χρησικτησίας, καθόσον είχε ήδη συμπληρωθεί στο πρόσωπο της ο απαιτούμενος για την κτήση της κυριότητάς τους χρόνος (εικοσαετία). Κατά της ένστασης αυτής η ενάγουσα με την προσθήκη των προτάσεών της ισχυρίστηκε ότι, εφόσον το δ ι καίω μά της στηρίζεται σε κληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης, η παραγραφή που αρχίζει με την επαγωγή της κληρονομιάς, δεν συμπληρώνεται πριν από την δημοσίευση της ένδικης διαθήκης, την αποδοχή της κληρονομιάς μέσα στην νόμιμη προθεσμία και την παρέλευση ακολούθως, εξαμήνου από αυτήν. Αναφορικά με την ένσταση παραγραφής και τον παραπάνω ισχυρισμό της ενάγουσας, που αποτελεί σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη αντένσταση ως προς την ένσταση παραγραφής, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση , δέχθηκε μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα. "Δεδομένου αφενός ότι, η από 4-8-2006 δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη του Α. Χ. δυνάμει της οποίας η ενάγουσα εγκαταστάθηκε ως καταπιστευματοδόχος στο ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομιαίας περιουσίας του, δημοσιεύτηκε στις 18-12-2015, δυνάμει των υπ" αριθ…./2015 πρακτικών δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, αφετέρου ότι η ενάγουσα αποδέχτηκε σιωπηρά την επαχθείσα σε αυτήν δυνάμει της ως άνω από 4-8-2006 ιδιόγραφης διαθήκης, κληρονομιά του αποβιώσαντος, καθόσον παρήλθε άπρακτη η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης κληρονομιάς, η οποία άρχισε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην πιο πάνω νομική σκέψη με τη δημοσίευση της δεύτερης διαθήκης, στις 18-12-2015 και έληξε στις 18-4-2016, με την εκπνοή της προθεσμίας αποποίησης κληρονομιάς, η κρινόμενη περί κλήρου αγωγή δεν έχει παραγραφεί, διότι αυτή επιδόθηκε στους εναγομένους στις 23-8-2016, όπως αποδεικνύεται από τις ......, ......και......./23-8-2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε. Α. Μ., δηλαδή εντός του εξαμήνου από τη σιωπηρή αποδοχή κληρονομιάς εκ μέρους της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, ο χρόνος παραγραφής της περί κλήρου αξίωσης της ενάγουσας αρχίζει το έτος 1994, με την εγκατάσταση της Χ. Χ. στην κληρονομιά της Δ. Κ. και δεν συμπληρώνεται μετά την παρέλευση εικοσαετίας, δηλαδή το έτος 2014, αλλά συμπληρώνεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην πιο πάνω νομική σκέψη, έξι μήνες μετά την παρέλευση της σιωπηρής αποδοχής κληρονομιάς, δηλαδή έξι μήνες μετά την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση κληρονομιάς. Ειδικότερα, ο χρόνος παραγραφής της περί κλήρου αξίωσης της ενάγουσας συμπληρώνεται στις 18-10-2016, δεδομένου ότι στις 18-10-2016 εκπνέει η εξάμηνη προθεσμία από τη σιωπηρή αποδοχή κληρονομιάς εκ μέρους της, δοθέντος ότι η τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση κληρονομιάς που άρχισε με τη δημοσίευση της δεύτερης διαθήκης, στις 18-12-2015. έληξε στις 18-4-2016”.
Έτσι, με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένσταση παραγραφής των εναγομένων, κατά παραδοχή ως κατ' ουσίαν βάσιμης της παραπάνω αντένστασης αναστολής της παραγραφής της ενάγουσας, την οποίαν έκρινε ως ορισμένη και νόμιμη παρά τη μη ρητή αναφορά ως προς το χαρακτηρισμό του εν λόγω ισχυρισμού ως αντένστασης, και η οποία, όπως έχει ως άνω διατυπωθεί ήταν νόμιμη και ορισμένη , αφού περιείχε όλα τα αναγκαία για το ορισμένο αυτής στοιχεία, ενώ η σιωπηρά αποδοχή της κληρονομιάς του διαθέτη Α. Χ. με βάση τη δεύτερη διαθήκη αναφέρεται έμμεσα στην αγωγή και δεν απαιτούνταν άλλα επιπρόσθετα στοιχεία. Επομένως, το Εφετείο με το να κρίνει ως ορισμένη και, συνακόλουθα, ως παραδεκτά προταθείσα την εν λόγω αντένσταση της ενάγουσας, δεν έλαβε υπόψη, παρά το νόμο, απαραδέκτως προταθέντα πράγματα και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης των αναιρεσειόντων από τον αριθ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, το Εφετείο για την παραδοχή ως κατ' ουσίαν βάσιμης της παραπάνω αντένστασης αναστολής της παραγραφής της ενάγουσας, σχημάτισε την κρίση του, και κατέληξε στο προαναφερόμενο πόρισμα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ύστερα από εκτίμηση όλων των αποδείξεων που προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.) Επομένως, δεν δέχθηκε, παρά το νόμο, πράγματά, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και ο τρίτος λόγος αναίρεσης των αναιρεσειόντων από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, που ηττήθηκαν, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης κατά το νόμιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-2-2019 αίτηση των Ε. Χ. κλπ. για αναίρεση της 2536/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης .
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ