Αριθμός Απόφασης 1618/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2° Δημόσιο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Παπακωνσταντίνου, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από το Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «...», με ΑΦΜ ..., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ..., η οποία τελεί σε καθεστώς εκκαθάρισης και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της ... και η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Βασίλειο Κουλούρη και Γεώργιο Μεντή.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΑΦΜ ...), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Μεσογείων αριθ. 119 και από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ ...), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Νίκης αριθ. 5-7, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του Ν.Σ.Κ. Κωνσταντίνα Νασιοπούλου, Κωνσταντίνο Κυριόπουλο και Μαγδαληνή Καραγεώργο και 2. Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «...» με ΑΦΜ ..., που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός ..., τελεί σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και εκπροσωπείται νόμιμα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γερόνικο.
Η ενάγουσα με την από 5.10.2020 αγωγή της προς το Δικαστήριο αυτό, η οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. …/ 2020 και Α.Κ.Δ. …/2020, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης και οι δικαστικοί πληρεξούσιοι του πρώτου εναγομένου αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους που κατέθεσαν νόμιμα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ.7 του ν. 4664/2020, «7. α. Σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφισβήτησης περί του ενεργητικού και παθητικού της επιχείρησης από το Ελληνικό Δημόσιο, η «ΛΑΡΚΟ» και το Ελληνικό Δημόσιο μπορούν να υπαγάγουν τη διαφορά σε διαιτησία, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος. Στην περίπτωση αυτήν, ο ειδικός διαχειριστής, εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της αμφισβήτησης, επιδίδει στο Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, την κλήση σε διαιτησία και υπογράφεται σχετική συμφωνία διαιτησίας, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την επίδοση της κλήσης, παραπέμποντας στους όρους διαιτησίας του παρόντος και περιλαμβάνοντας τα ονόματα των διαιτητών που ορίζουν το Ελληνικό Δημόσιο και ο ειδικός διαχειριστής. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας περί διαιτησίας, ο ειδικός διαχειριστής έχει υποχρέωση, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών να προσεπικαλέσει, ώστε να αποτελέσουν κύρια (διάδικα) μέρη στην ανοιγείσα διαιτητική διαδικασία, τυχόν εμπραγμάτως ασφαλισμένους πιστωτές, των οποίων οι εξασφαλισμένες εμπραγμάτως απαιτήσεις στηρίζονται σε πραγματική ή/και νομική αιτία που αποτελεί αντικείμενο της διαιτητικής διαφοράς, με επίδοση προς αυτούς της συμφωνίας διαιτησίας, β. Οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι πιστωτές που μετέχουν νόμιμα στη διαιτητική διαδικασία ή έχουν προσεπικληθεί αλλά δεν παρίστανται, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται και δεσμεύονται από το αποτέλεσμα της δίκης, η δε διαιτητική απόφαση εκτείνεται και σε αυτούς έχοντας την ίδια ισχύ για όλους, ως προς το ουσιαστικό ή/και το νομικό ζήτημα που κρίθηκε, καθώς επίσης και ως προς ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος. Σε περίπτωση που κατά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας εκκρεμεί επίλυση της ίδιας ή συναφούς ή σχετιζόμενης με το αντικείμενο της διαιτησίας διαφοράς ενώπιον των πολιτικών ή/και διοικητικών δικαστηρίων από οποιοδήποτε από τα μέρη ή τους προσεπικαλούμενους, τότε και οι εν λόγω διαφορές παραπέμπονται από τα αρμόδια δικαστήρια στο διαιτητικό δικαστήριο του παρόντος. Αν μετά την έναρξη αυτής επιδιωχθεί η επίλυση της ίδιας ή συναφούς ή σχετιζόμενης με το αντικείμενο της διαιτησίας διαφοράς ενώπιον των πολιτικών ή / και διοικητικών δικαστηρίων από οποιοδήποτε από τα μέρη ή τους προσεπικαλούμενους, τα αρμόδια δικαστήρια απορρίπτουν ως απαράδεκτα οιαδήποτε εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα. Σε κάθε περίπτωση, η διαιτητική διαδικασία δεν αναστέλλεται και μετά την έκδοση διαιτητικής Απόφασης δεν αναστέλλεται η εκτέλεση αυτής. γ. Η κλήση του ειδικού διαχειριστή προς τυχόν προσεπικαλούμενους εμπραγμάτως ασφαλισμένους πιστωτές για συμμετοχή σε διαιτησία και ορισμό διαιτητών κατά τους όρους του παρόντος, επιδίδεται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από τη συμφωνία διαιτησίας, και με την επίδοση της κλήσης άρχεται η διαιτητική διαδικασία. Διαιτητές ορίζονται ένας (1) ανώτατος Δικαστής του Αρείου Πάγου, τον οποίο ορίζει ελευθέρως το Ελληνικό Δημόσιο, ένας (1) ανώτατος Δικαστής του Συμβουλίου της Επικράτειας, τον οποίο ορίζει ελευθέρως ο ειδικός διαχειριστής, ένας (1) ανώτατος Δικαστής του Αρείου Πάγου ή Συμβουλίου της Επικράτειας, τον οποίο ορίζουν ελευθέρως οι εμπράγματοι πιστωτές και δύο (2) διαιτητές εκ του καταλόγου διαιτητών που τηρείται κατ’ άρθρον 879 ΚΠολΔ στο Πρωτοδικείο της καταστατικής έδρας της υπό ειδική διαχείριση εταιρείας, τους οποίους ορίζουν οι ως άνω ανώτατοι Δικαστές (πενταμελής σύνθεση). Επιδιαιτητής ορίζεται εκ των ανωτέρω, ο κατά βαθμόν ανώτερος ή επί ομοιοβάθμων ο αρχαιότερος. Εφόσον οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι πιστωτές δεν μετέχουν στη διαδικασία, οι δύο (2) διαιτητές που ορίζονται από το Ελληνικό Δημόσιο και τη «ΛΑΡΚΟ» ορίζουν έναν (1) επιδιαιτητή εκ των Προέδρων ή Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικράτειας, ανώτερου κατά βαθμόν ή κατά αρχαιότητα των διαιτητών. Σε περίπτωση διαφωνίας, επιδιαιτητής ορίζεται ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και η σύνθεση του Διαιτητικού Δικαστηρίου είναι τριμελής, δ. Ο ορισμός των διαιτητών και η αποδοχή του διορισμού τους πρέπει να έχει ολοκληρωθεί για έκαστο μέρος το αργότερο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την επίδοση της κλήσης ή προσεπίκλησης σε αυτό. Αν εντός της ως άνω αποκλειστικής προθεσμίας δεν οριστεί διαιτητής από κάποιο από τα μέρη ή δεν γίνει αποδεκτός ο ορισμός του, η προθεσμία παρατείνεται για δύο (2) επιπλέον εργάσιμες ημέρες. Αν παρέλθει άπρακτη και η εν λόγω προθεσμία, τότε η διαιτησία διεξάγεται από τους διαιτητές που έχουν εμπροθέσμως οριστεί και αποδεχτεί τον ορισμό τους. Ο Γραμματέας του διαιτητικού δικαστηρίου, ορίζεται κατόπιν συμφωνίας των διαιτητών που έχουν ορίσει ο ειδικός διαχειριστής και το Ελληνικό Δημόσιο, ε. Με τη διαιτητική απόφαση γίνεται ο καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων διαιτησίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα... στ. Οι διαιτητές υποχρεούνται να περατώσουν τη διαιτησία εντός [τριών (3)] μηνών από την επίδοση της κλήσης για διαιτησία. Η διαιτητική απόφαση έχει ισχύ τελεσίδικης δικαστικής Απόφασης και αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Προσβολή της διαιτητικής Απόφασης επιτρέπεται μόνο αν αυτή είναι αντίθετη σε κανόνες δημόσιας τάξης ή στα χρηστά ήθη ή αν περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, ασκείται αγωγή ακύρωσης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου της καταστατικής έδρας της υπό ειδική διαχείριση εταιρείας μέσα σε προθεσμία δέκα (10) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση και η αγωγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 2 β του παρόντος, καθ’ ο μέρος δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Η προσβολή της διαιτητικής Απόφασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση αυτής. *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 44 παρ.2 Ν.4710/2020, ΦΕΚ A 142/23.07.2020: " Η προθεσμία των τριών (3) μηνών της περ. στ’ της παρ. 7 του άρθρου 21 του ν. 4664/2020 παρατείνεται κατά δύο (2) μήνες. Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την 1η.7.2020». ζ. Στη διαιτησία δεν εφαρμόζονται, καθ’ ο μέρος έρχονται σε σύγκρουση με τις ειδικές διατάξεις του παρόντος, τα άρθρα του ΚΠολΔ που αφορούν στη διαιτησία, με την εξαίρεση των άρθρων 880 παράγραφος 1, 881, 886, 887, 890, 891, 892, 893, 895 παράγραφος 1, 896 ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά, η. Το Ελληνικό Δημόσιο συμμετέχει στη διαιτησία κατά τα ανωτέρω, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 49 παράγραφος 1 του Εισαγωγικού Νόμου του ΚΠολΔ, ως ισχύει και του άρθρου 16 παράγραφος 2 του ν. 4110/2013 (Α’ 17). Τα έξοδα της διαιτησίας καλύπτονται ως έξοδα της ειδικής διαχείρισης, θ. Ειδικώς, σε περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο της διαιτησίας η κυριότητα επί οιωνδήποτε ακινήτων (συμπεριλαμβανομένων ορυχείων, μεταλλείων κ.λπ.), η διαιτητική απόφαση μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο επιμελεία του νικητή διάδικου μέρους. Εφόσον κριθεί ότι η κυριότητα δεν ανήκει στη «ΛΑΡΚΟ», τότε τυχόν υφιστάμενα βάρη στα εν λόγω ακίνητα εξαλείφονται διά της μεταγραφής της διαιτητικής Απόφασης, άνευ άλλων διατυπώσεων, ιδίως, χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία εξάλειψης ή προηγούμενη συναίνεση πιστωτών, ι. Μετά την έκδοση της διαιτητικής Απόφασης, ο ειδικός διαχειριστής καταρτίζει οριστική έκθεση απογραφής του ενεργητικού και του παθητικού της «ΛΑΡΚΟ». Παράλληλα, ο διαχειριστής δημοσιεύει πρόσκληση για αναγγελία και καταρτίζει προσωρινό πίνακα κατάταξης πιστωτών και εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος 9 του παρόντος. Τέλος, η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί από τα τακτικά δικαστήρια, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθούμενης διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της επιλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό τον ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία. Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοση της, παράγει δεδικασμένο κάτω από τις προϋποθέσεις που διαγράφονται στο άρθρο 896 ΚΠολΔ, (για το σκοπό αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β’ ΚΠολΔ. Για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωσή τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των τακτικών δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής απόφασης, μέσω κυρίως της αγωγής ακύρωσης (άρθρο 897 επ. ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 366/2016, ΑΠ 355/2018, ΕφΑΘ 2501/2017 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί την ακύρωση της με αριθμό 1/24.9.2020 Απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου, που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ.7 του ν. 4664/2020, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και έλαβε αριθμό 14/2020. Η αγωγή αυτή παραδεκτά και εμπρόθεσμα (πριν την επίδοση της διαιτητικής Απόφασης, εξάλλου δεν μαρτυρείται εκπρόθεσμη άσκησή της) εισάγεται να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που εκτίθενται στη νομική σκέψη που προηγείται.
Κατά το εδ. 6 του άρθρου 897 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, καθόσον δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4664/2020: «Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση...αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη». Κατά την έννοια του εδαφίου αυτού, ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής Απόφασης, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, με την έννοια που προσομοιάζει σ’ αυτήν του άρθρου 33 ΑΚ (πρβλ. και Ολ ΑΠ 15/2000, Ολ ΑΠ 20/2011 και Ολ ΑΠ 4/2012). Η παραβίαση, άρα, κανόνων αναγκαστικού δικαίου που τέθηκαν πρωτίστως για την προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Εξ άλλου, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και δεν θεμελιώνεται συνεπώς ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση (εκτέλεση) της Απόφασης θα δημιουργούνταν κατάσταση αντίθετη προς τις πιο πάνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης (ΑΠ Ολ 14/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου, η οποία δημιουργήθηκε με τη συμφωνία των μερών, είναι αποκλειστική. Η έννοια της αποκλειστικότητας της δικαιοδοσίας αυτής είναι ότι το διαιτητικό δικαστήριο επιλύει τα ζητήματα που γεννώνται από διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία του κατά τρόπο δεσμευτικό για τα ελληνικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων ενδέχεται να ανακύψουν σε μεταγενέστερο χρόνο μεταξύ των ίδιων διαδίκων είτε τα ίδια ζητήματα είτε άλλα εξαρτώμενα από εκείνα (βλ. ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 1281/2019, ΑΠ 354/2018, ΑΠ 662/2011 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, όταν κατά την εκδίκαση διαφοράς ενώπιον ελληνικού τακτικού δικαστηρίου προσκομίζεται απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου που προβλέπεται από τη συμφωνία των μερών, με την οποία επιλύεται μεταξύ των ίδιων διαδίκων ζήτημα που τίθεται και ενώπιον του, το τελευταίο έχει την εξουσία να ελέγξει αν το ζήτημα που επιλύθηκε υπαγόταν στη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου, αν δηλαδή αφορούσε την ερμηνεία όρων της σύμβασης και την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή και δικαιούται (και υποχρεούται) να αγνοήσει την προσκομιζόμενη διαιτητική απόφαση αν διαπιστώσει υπέρβαση των ορίων δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου που την εξέδωσε. Αν όμως, δεχθεί ότι η προσκομιζόμενη απόφαση εκδόθηκε εντός των ορίων δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου, δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της λύσης που δόθηκε από το δικαστήριο αυτό, αλλά οφείλει να ακολουθήσει τη λύση αυτή (ΣτΕ 1199/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Το έτος 1976 υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρίας με την επωνυμία «Ανώνυμος Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης ΛΑΡΚΟ» (ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ) σύμβαση για την εκμίσθωση από το Ελληνικό Δημόσιο προς την πιο πάνω εταιρία του δικαιώματος εκμετάλλευσης των σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων της περιοχής, όπου, με βάση την προηγούμενη από το έτος 1952 όμοια σύμβαση, η αρχική μισθώτρια εταιρία με την επωνυμία «Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» (Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ.), στη θέση της οποίας είχε πλέον υπεισέλθει η εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ, είχε κατασκευάσει το συγκρότημα εργοστασίου Λάρυμνας και τις εγκαταστάσεις του μεταλλείου Αγίου Ιωάννη. Στην πιο πάνω εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ είχαν εισφερθεί από την εταιρία «Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» όλα τα κινητά και ακίνητα που αφορούσαν στην εκμετάλλευση των μεταλλείων Λάρυμνας. Η πιο πάνω σύμβαση, διάρκειας τριάντα έξι ετών, κυρώθηκε με το ν. 371/1976. Στη συνέχεια, το έτος 1987, λόγω των προβλημάτων βιωσιμότητας, που αντιμετώπιζε, η εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ υπήχθη σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, στα πλαίσια της οποίας, διάφορα περιουσιακά της στοιχεία, μεταξύ των οποίων κινητά και ακίνητα των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων, εκπλειστηριάστηκαν και κατακυρώθηκαν στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.). Ο τελευταίος εισέφερε αυτά στην εταιρία με την επωνυμία «Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Ανώνυμη Εταιρία ΛΑΡΚΟ» (ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ), η οποία εντωμεταξύ είχε συσταθεί και με τον τρόπο αυτή η εταιρία ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ υπεισήλθε στη θέση της εταιρίας ΠΑΛΑΙΑΣ ΛΑΡΚΟ στη μισθωτική σύμβαση του έτους 1976. Η πιο πάνω μίσθωση παρατάθηκε συμβατικά με διάφορες παρατάσεις έως τα τέλη Ιουνίου του έτους 2013. Τόσο στην αρχική όσο και στην επόμενη μισθωτικές συμβάσεις υπήρχε ο όρος ότι μετά τη λήξη τους όλες οι εγκαταστάσεις των χώρων των εκμισθούμενων μεταλλείων, καθώς και τα γήπεδα, όπου οι εγκαταστάσεις αυτές, περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου, χωρίς καμιά αποζημίωση της μισθώτριας. Ακόμη αποδείχθηκε ότι η εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ παρέμεινε πιστωτής της εταιρίας ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ. Περαιτέρω, η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «Ανώνυμος Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης ΛΑΡΚΟ» (ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ) έχει εγγράψει, υπέρ της και σε βάρος ακινήτων της περιουσίας της δεύτερης εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Ανώνυμη Εταιρία ΛΑΡΚΟ» (ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ), τα εξής εμπράγματα βάρη: α) στον τόμο 101 και α.α.67 των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αταλάντης, προσημείωση υποθήκης για ποσό 15.000.000.000 δραχμών, β) στον τόμο και α.α. 93, 108 και 115 των βιβλίων υποθηκών του παραπάνω Υποθηκοφυλακείου, προσημείωση υποθήκης για ποσό 39.056.369,25 ευρώ και γ) στον τόμο και α.α. 93, 108 και 115 των βιβλίων υποθηκών του ίδιου Υποθηκοφυλακείου, προσημείωση υποθήκης για ποσό 59.075.552,31 ευρώ. Εκτός από τις πιο πάνω εγγραφές υπέρ της εταιρίας ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ, σε βάρος του εργοστασίου της Λάρυμνας υπάρχει εγγραφή υποθήκης υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας για ποσό 1.000.000 ευρώ στον τόμο .... και α.α....των βιβλίων υποθηκών του πιο πάνω Υποθηκοφυλακείου και υπέρ της Τράπεζας Πειραιώς, για ποσό 10.000.000 ευρώ στον τόμο ...και α.α.... των ίδιων βιβλίων υποθηκών. Επιπλέον, η ενάγουσα εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ έχει επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση στο μεταλλουργικό εργοστάσιο της ΝΕΑΣ ΛΑΡΚΟ, σύμφωνα με τη με αριθμό .../2013 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Ε. Π. Στη συνέχεια, με το άρθρο 9 παρ. 2α του ν. 4224/2013 επιβλήθηκε αναστολή των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας της εταιρίας ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ, η οποία εξακολουθεί, όπως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη. Η εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ, ενόψει δημοσιευμάτων σχετικών με την επικείμενη αποκρατικοποίηση της εταιρίας ΝΕΑΣ ΛΑΡΚΟ (μέσω της τμηματικής εκποίησης της περιουσίας της) άσκησε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας κατά της τελευταίας, προκειμένου να αναγνωριστεί η ισχύς των εμπραγμάτων βαρών της και προσεπικάλεσε στην οικεία δίκη το Ελληνικό Δημόσιο. Μετά την άσκηση της αγωγής και της προσεπίκλησης και πριν τη συζήτηση αυτών, δημοσιεύθηκε ο ν. 4664/2020, με το άρθρο 21 του οποίου η εταιρία ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ υπήχθη σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης με αίτηση του Δημοσίου ή πιστωτών που κατέχουν ποσοστό άνω του 51% του συνόλου των απαιτήσεων κατ’ αυτής. Η θέση της πιο πάνω εταιρίας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης ήταν αποτέλεσμα της αδιέξοδης οικονομικής της κατάστασης, λόγω της επιζήμιας λειτουργίας της καθόλα τα τελευταία έτη, η οποία νομοτελειακά οδηγούσε στη διακοπή της παραγωγικής της λειτουργίας και την κήρυξή της σε πτώχευση. Ακολούθως, με την από 19.2.2020 αίτησή του προς το παρόν Δικαστήριο, το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε την υπαγωγή της εδώ δεύτερης εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Ανώνυμη Εταιρία ΛΑΡΚΟ» (ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ) σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Επί της πιο πάνω αίτησης, εκδόθηκε η με αριθμό 1407/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία τέθηκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης η πιο πάνω εταιρία και διορίστηκε ειδικός διαχειριστής. Ο τελευταίος, κάλεσε το Ελληνικό Δημόσιο να συμπράξει σε διαιτητική επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ της εταιρίας (ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ) και αυτού (Ελληνικό Δημόσιο) σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων, που καταγράφηκαν, ως μέρος του ενεργητικού της παραπάνω εταιρίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτά, στα οποία η εταιρία με την επωνυμία «Ανώνυμος Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης ΛΑΡΚΟ» (ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ) έχει εγγράψει, υπέρ της, εμπράγματα βάρη στο Υποθηκοφυλακείο Αταλάντης. Στη συνέχεια, η δεύτερη εναγόμενη εταιρία ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ: 1. γνωστοποίησε στην ενάγουσα εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ την από 15.4.2020 συμφωνία της με το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο για υπαγωγή στη διαιτησία της διαφοράς τους σχετικά με «το ιδιοκτησιακό καθεστώς (κυριότητα): α) επί του Συγκροτήματος του Εργοστασίου της Λάρυμνας και β) επί των εγκαταστάσεων του μεταλλείου Αγίου Ιωάννη». 2. Ανακοίνωσε στην πιο πάνω εταιρία τους διαιτητές που ορίστηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο και αυτήν (ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ) και 3. Κάλεσε την ενάγουσα εταιρία και την εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ... Α.Ε.» να συμμετάσχουν στη διαιτητική δίκη και να ορίσουν από κοινού, ως εμπραγμάτως εξασφαλισμένοι πιστωτές, έναν διαιτητή. Τόσο η ενάγουσα εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ, όσο και η «ΤΡΑΠΕΖΑ ... Α.Ε.» με εξώδικες δηλώσεις τους, που κοινοποίησαν στους εναγόμενους Ελληνικό Δημόσιο και ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της διαιτητικής δίκης, επιφυλάχθηκαν των δικαιωμάτων τους και διόρισαν διαιτητή. Κατόπιν, γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα το πρώτο πρακτικό συνεδρίασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου και αυτή εμπρόθεσμα και νομότυπα άσκησε την παρέμβασή της στη διαιτητική δίκη υπέρ της εταιρίας ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή της εταιρίας ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ, που είχε ασκηθεί στο Διαιτητικό Δικαστήριο, να απορριφθεί η ανταγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, να αναγνωριστεί η κυριότητα αυτής (ΝΕΑΣ ΛΑΡΚΟ) στα ακίνητα, μεταξύ των οποίων και αυτά στα οποία η ενάγουσα είχε εγγράψει εμπράγματα βάρη και αποτελούν το μεταλλουργικό εργοστάσιο της Λάρυμνας με τις συνοδευτικές του εγκαταστάσεις, να αναγνωριστούν ως έγκυρα τα εμπράγματα βάρη που είχε εγγράψει στα πιο πάνω ακίνητα και να καταδικαστεί το Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά της έξοδα. Στην πιο πάνω ανοιχτή δίκη άσκησε παρέμβαση υπέρ της εταιρίας ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ και η τραπεζική εταιρία «ΤΡΑΠΕΖΑ ... Α.Ε.». Τα διάδικα μέρη κατέθεσαν τις προτάσεις και τα έγγραφά τους, ακολούθησε η προφορική διαδικασία ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου και μετά από αποφάσεις του για παρατάσεις της προθεσμίας έκδοσης της απόφασής του, πέραν αυτής που οριζόταν στο νόμο (παρατάσεις που καλύφθηκαν νομοθετικά), εκδόθηκε στις 24.9.2020 η προσβαλλόμενη με αριθμό 1/2020 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία: α) η εταιρία ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ αναγνωρίστηκε κυρία των ακινήτων που αναφέρονται στην απόφαση αυτή και β) το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίστηκε κύριος των ακινήτων που αναφέρονται στην ίδια απόφαση, μεταξύ των οποίων και το μεταλλουργικό εργοστάσιο της Λάρυμνας και το μεταλλείο του Αγίου Ιωάννη. Η προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 4664/2020, οι οποίες αποσκοπούν στη διάσωση της εταιρίας, που ασκεί νευραλγική δραστηριότητα για την εθνική οικονομία και ακολούθως στην εξακολούθηση της παραγωγικής της λειτουργίας με αποτέλεσμα την εξασφάλιση της απασχόλησης στους εργαζομένους της. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, παραμένοντας αυτή σε λειτουργία, χωρίς να απαξιώνεται η θέση της και η οριστική επίλυση των διαφορών, κυρίως ως προς την κυριότητα του εργοστασίου και των εγκαταστάσεων της Λάρυμνας και αυτών του Αγίου Ιωάννη, που θεσπίζεται με ταχύ τρόπο, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης αγωγής ακύρωσης, η ενάγουσα εταιρία ΠΑΛΑΙΑ ΛΑΡΚΟ ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω αναφερόμενη διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη, ως πρόδηλα αντισυνταγματική και ευθέως αντίθετη στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθόσον, οι ασφαλισμένοι με εμπράγματα βάρη πιστωτές της εταιρίας ΝΕΑ ΛΑΡΚΟ α) αναγκάζονται να μετάσχουν στη διαιτησία μεταξύ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου, με την απειλή δέσμευσής τους από το δεδικασμένο της απόφασης, ως διάδικοι, και με τον τρόπο αυτό αποστερούνται με ατομικό νόμο από το φυσικό τους δικαστή και παραβιάζεται, ως προς αυτούς, η αρχή της ισότητας χωρίς ιδιαίτερο λόγο, συγκριτικά με άλλους οφειλέτες του Ελληνικού Δημοσίου, β) εισάγεται, ως προς αυτούς μορφή αναγκαστικής διαιτησίας, καταργείται για τους ίδιους η αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας της διαιτητικής δίκης και τίθενται διαδικαστικοί κανόνες που επιφέρουν δυσμενή δικονομική μεταχείριση, όπως, ι) η έλλειψη δυνατότητας να προσφύγουν στα τακτικά δικαστήρια και να διεξαχθεί η δίκης με τις εγγυήσεις της διαδικασίας ενώπιον αυτών (τακτικών δικαστηρίων) και ιι) ο αποκλεισμός των λόγων ακύρωσης, εκτός αυτού της αντίθεσης στη δημόσια τάξη, τα χρηστά ήθη και της ύπαρξης αντιφατικών διατάξεων. Σύμφωνα με όσα εκτίθενται πιο πάνω, κρίνεται ότι με το άρθρο 21 του ν. 4664/2020, δεν ιδρύεται δυσμενής μεταχείριση σε βάρος των εμπραγμάτων πιστωτών, δεδομένου ότι συμμετέχουν στη διαιτητική δίκη, ορίζοντας διαιτητές, από το ανώτατο επίπεδο και υπάρχει η νομοθετική πρόβλεψη για την άσκηση της ακυρωτικής αγωγής. Άλλωστε, οι εμπράγματοι πιστωτές συμμετείχαν στη διαιτητική δίκη, στις παρεμβάσεις τους δήλωσαν «αμέριστο σεβασμό» προς τους ορισμένους διαιτητές ανώτατους δικαστές, οι οποίοι πληρούν τα εχέγγυα της αμεροληψίας του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Ακόμη, τηρήθηκε η αρχή της ακρόασης και των δύο μερών, οι πιστωτές δεν στερήθηκαν του δικαιώματος τους να συμμετέχουν στη διαιτητική δίκη και να εκθέσουν τις απόψεις τους, αντίθετα κλήθηκαν για τον σκοπό αυτό και συμμετείχαν, κατέθεσαν τις προτάσεις και τα έγγραφά τους σχετικά με την ένδικη διαφορά, ενώ οι συνεδριάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου ήταν δημόσιες, στοιχείο που δεν αμφισβητείται (βλ. ΟλΑΠ 13/1995 ο.π., ΑΠ 1807/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, με τη συμμετοχή τους στη διαιτητική δίκη αποδέχθηκαν τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου και την απόφαση αυτού. Ακόμη, το διαιτητικό δικαστήριο κινήθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως τη θέσπισε ο ν. 4664/2020 και οι συνέπειες της απόφασής του, για τους εμπράγματους πιστωτές, προκύπτουν από τον ίδιο το νόμο. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσία.
Με το δεύτερο λόγο της ακυρωτικής αγωγής προβάλλονται αιτιάσεις σχετικά με την ακυρότητα της διαιτητικής Απόφασης λόγω έλλειψης ελευθερίας βούλησης στην κατάρτιση της συμφωνίας για διαιτησία και κατ’ ουσία λόγω θέσπισης αναγκαστικής διαιτησίας χωρίς τη θέληση των μερών, αλλά και λόγω της αντίθεσης της συμφωνίας διαιτησίας στα χρηστά ήθη. Ο λόγος αυτός είναι κατ’ αρχήν απαράδεκτος και πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι στην ένδικη υπόθεση, κατά το εδ. ζ’ της παρ. 7 του ν. 4664/2020, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠολΔ για τη διαιτησία, εκτός αυτών, που αναφέρει ρητά, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στις οποίες δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 897 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο, η διαιτητική απόφαση και όχι η συμφωνία διαιτησίας μπορεί ν’ ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει, μόνο ...6) αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη. Επιπλέον, κανόνες της δημόσιας τάξης, κατά την έννοια του άρθρου 897 ΚΠολΔ, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που θεσπίστηκαν για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, όπως προσιδιάζει στη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, ως πολιτειακό, πολιτιστικό, κοινωνικό ή οικονομικό θεμέλιο της έννομης τάξης, ενώ, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη, αν η διαιτητική απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν, από την εφαρμογή της, δημιουργεί αντίθετη κατάσταση με τις θεμελιώσεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, όπως αναφέρεται στη μείζονα πρόταση, κάτι που δεν επικαλείται η ενάγουσα. Μάλιστα, το δημόσιο συμφέρον στην ένδικη υπόθεση αποτελεί η διάσωση της δραστηριότητας της επιχείρησης, όπως αναλύθηκε πιο πάνω. Εξάλλου η ουσιαστική κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της λύσης που δόθηκε από αυτό. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί και κατ’ ουσία.
Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αγωγής η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία που προσδόθηκε με τη διαιτητική απόφαση στο άρθρο 13 της μισθωτικής σύμβασης του 1976, για αυτόματη περιέλευση των επίδικων ακινήτων στο Δημόσιο μετά τη λήξη της σύμβασης, αντίκειται στους δημόσιας τάξης κανόνες του άρθρου 17 Σ και 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της ιδιοκτησίας. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι το παρόν δικαστήριο δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης του διαιτητικού δικαστηρίου, παρά μόνο την τυχόν αντίθεση της απόφασης αυτού στη δημόσια τάξη, όπως αναφέρεται πιο πάνω και ορίζεται στο άρθρο 33 ΑΚ, καθώς και την αντίθεσή της στα χρηστά ήθη. Ωστόσο, στο πλαίσιο ή μη της αντίθεσης στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, μπορεί να εκτιμηθεί ο περιορισμός της ιδιοκτησίας ενός ιδιώτη, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, η από το κράτος χρήση κοινωνικών αγαθών προς το δημόσιο συμφέρον, καθώς επίσης και οι περιορισμοί στην προστασία της ιδιοκτησίας, της οποίας τα δικαιώματα δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Ακολούθως, δεν κρίνεται ότι η ερμηνεία που αποδόθηκε από το διαιτητικό δικαστήριο στο συγκεκριμένο άρθρο της μισθωτικής σύμβασης, προσβάλλει τη δημόσια τάξη, με το περιεχόμενο που προαναφέρεται ή τα χρηστά ήθη.
Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης αγωγής η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία που προσδόθηκε με τη διαιτητική απόφαση στο άρθρο 13 της μισθωτικής σύμβασης του 1976, για αυτόματη περιέλευση των επίδικων ακινήτων στο Δημόσιο μετά τη λήξη της σύμβασης, αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη - στα άρθρα 17 και 25 Σ - αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των καλόπιστα συναλλασσόμενων τρίτων - εμπραγμάτων πιστωτών. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι το παρόν δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης του διαιτητικού δικαστηρίου, παρά μόνον αν αυτή αντίκειται στη δημόσια τάξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 33 ΑΚ, καθώς και στα χρηστά ήθη. Όμως η ερμηνεία που δόθηκε στον πιο πάνω συμβατικό όρο από το διαιτητικό δικαστήριο, κρίνεται ότι δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και περαιτέρω δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη, με το περιεχόμενο που προαναφέρεται ή στα χρηστά ήθη.
Με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης αγωγής η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η διαιτητική απόφαση πάσχει ακυρότητα, ως αντίθετη στη δημόσια τάξη, διότι εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση του χρόνου που είχε συμβατικά οριστεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 24.9.2020, ενώ, σύμφωνα με τη νομοθετική παράταση της αρχικής προθεσμίας έκδοσής της για δύο μήνες, έπρεπε να έχει εκδοθεί μέχρι τις 8.9.2020. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον, αν γίνει δεκτό ότι η προθεσμία που καθορίστηκε στο νόμο είναι αποκλειστική και όχι ενδεικτική για την ταχεία επίλυση της διαφοράς και ότι η ολιγοήμερη καθυστέρηση στην έκδοση της Απόφασης οδηγεί στην ακυρότητά της, αυτό οδηγεί στην ακύρωση της όλης διαδικασίας διαιτησίας, κάτι που είναι εντελώς αντίθετο στο πνεύμα του ν. 4664/2020. Εξάλλου, η καθυστέρηση στην έκδοση Απόφασης, δεν αντίκειται στο άρθρο 20 του Σ (ΕφΑΘ 3281/1994 ΕλΔνη 1995.870).
Σύμφωνα με όσα εκτίθενται πιο πάνω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος λόγος ακύρωσης, πρέπει η ένδικη αγωγή ν’ απορριφθεί κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των νομικών κανόνων που εφαρμόστηκαν, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2021 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης και οι δικαστικοί πληρεξούσιοι του Ν.Σ.Κ..
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ