Απόφαση

Αριθμός 672/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα και Χρήστο Κατσιάνη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Λ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Μαρδακιούπη που ανακάλεσε την από 4/12/2020 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Β. Κ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σιβύλλα Φιλιππάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/9/2019 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5705/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3081/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13/7/2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13.07.2020 και με αριθμ. κατάθεσης .../13.07.2020 αίτηση αναίρεσης κατά της 3081/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, και απέρριψε την ασκηθείσα από τον εκκαλούντα-αιτούντα και ήδη αναιρεσείοντα έφεση κατά της 5705/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία απορρίφθηκε η από 27.09.2019 (με αριθμούς κατάθεσης .../30.09.2019) αίτηση του τότε αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της τότε καθής και ήδη αναιρεσίβλητης συζύγου του για αναγνώριση παράνομης μετακίνησης και κατακράτησης εκ μέρους της τελευταίας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552,553,556,558,564 παρ.2, 566 παρ.1 και 144 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή(άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της(άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ),αφού ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρ. 699 ΚΠολΔ δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα οι αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, όμως η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται και επιτρέπονται ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων σε υποθέσεις, που για λόγους ταχύτερης και μόνον απονομής της δικαιοσύνης παραπέμφθηκαν προς οριστική επίλυση στη διαδικασία των άρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ, χωρίς να πρόκειται κατά τα λοιπά για λήψη ασφαλιστικών μέτρων (ΟλΑΠ 754/1986, ΟλΑΠ 21 και 22/2002) όπως είναι και η παρούσα υπόθεση, κατά την οποία τέμνεται οριστικά διαφορά από απαγωγή παιδιού κατά τους όρους της από 25.10.1980 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης "για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών”, που κυρώθηκε και από την Ελλάδα με το Ν. 2102/1992 (ΑΠ 1857/2011,ΑΠ 1382/1995).
Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 3 της από 25.10.1980 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης "για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών”, που κυρώθηκε και από την Ελλάδα με το Ν. 2102/1992, και στοχεύει στην εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, προληπτικά με την αποθάρρυνση των γονέων που σχεδιάζουν απαγωγές και κατασταλτικά με την άμεση επαναφορά του παιδιού στην προηγούμενη κατάσταση και εξαιρέσεις σ' αυτή, όπου το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει άλλη αντιμετώπιση, η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού, νεότερου κατά το άρθρ. 4 της Σύμβασης των 16 ετών, θεωρούνται παράνομες α) εφόσον έγιναν κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο, εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά, μπορεί δε να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρ. 12 παρ.1 της αυτής Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρ. 3 της Σύμβασης και από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης (κατά το άρθρ. 8 της Σύμβασης) της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερου του έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρ. 12 της Σύμβασης, ακόμη και αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του ως άνω χρονικού διαστήματος του ενός έτους, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοσθεί στο νέο του περιβάλλον. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 της από 25-10-1980 Διεθνούς Συμβάσεως Χάγης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (κυρωτικός Ν. 2102/92), η δικαστική αρχή του κράτους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση επιστροφής του παιδιού που μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα, δεν δεσμεύεται από τη σύμβαση να διατάξει την επιστροφή του, εφόσον αποδεικνύεται, πλην άλλων: α)ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτή ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει με οποιονδήποτε τρόπο σε μια αφόρητη κατάσταση (13 εδάφ. β' περ. α') είτε διαπιστωθεί ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του (13 εδάφ. β' περ. β'). Εκτός δηλαδή, από την προβλεπόμενη με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 δυνατότητα εξαίρεσης στην επιστροφή του παιδιού, αν αποδειχθεί, ότι αυτό έχει προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, η οποία όμως ισχύει μόνο για την περίπτωση που δεν είχε παρέλθει έτος, κατά τα προαναφερθέντα, με τη διάταξη του άρθρου 13 της Διεθνούς αυτής Σύμβασης, προβλέπεται δυνατότητα η δικαστική αρχή να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού σε κάθε περίπτωση, εάν(μεταξύ άλλων) αποδειχθεί, στο πλαίσιο ένστασης καταλυτικής της αξίωσης του αιτούντος την επιστροφή του παιδιού, είτε α) ότι ο τελευταίος δεν ασκούσε ουσιαστικά την επιμέλειά του κατά τη μετακίνηση ή κατακράτηση, με την έννοια ότι(εφόσον κατά το άρθρο 5 της ίδιας Σύμβασης, το δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του)δεν ενδιαφερόταν για τη φροντίδα του παιδιού για κάποιους ιδιαίτερους λόγους ή β)ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό καθεαυτό το γεγονός της επιστροφής πλέον του παιδιού, έχει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την τάση μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου, να επιφέρει τα αποδοκιμαζόμενα υπό της συμβάσεως αποτελέσματα, δηλαδή να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση. Πρέπει επομένως ο κίνδυνος να είναι ιδιαίτερα σοβαρός και όχι απλός, κρινόμενος με βάση συγκεκριμένες εξωτερικές καταστάσεις που θα αντιμετωπίσει το παιδί μετά από επιστροφή του στον τόπο της συνήθους διαμονής του. Ως αφόρητη δε κατάσταση νοούνται οι καταστάσεις εκείνες που συνδέονται με πράξεις βίας σε βάρος του παιδιού ή κακοποίησης του σωματικής ή ψυχικής και όχι απλώς λιγότερο καλές συνθήκες διαβιώσεως(ΑΠ 1030/2017,ΑΠ 1857/2011,ΑΠ 916/2010, ΑΠ 63/2001). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε(ΑΠ 74/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: "Οι διάδικοι έχοντες αμφότεροι την ελληνική υπηκοότητα, τέλεσαν στις 8.9.2007, νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, την Μ.-Γ. που γεννήθηκε στην Ελλάδα, στις 18.1.2010. Μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ενώ λίγο πριν τη γέννηση του ανηλίκου τέκνου τους, και δη το έτος 2009, απέκτησαν, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, την κυριότητα ενός διαμερίσματος επί της οδού ... στα ..., όπου και κατοικούσαν, για δε την αγορά της ως άνω οικίας συνήψαν με την Τράπεζα ... σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 240.000 ευρώ, του οποίου η μηνιαία δόση ανερχόταν στο ποσό των 1.200 ευρώ περίπου. Σημειώνεται ότι αμφότεροι οι διάδικοι εργάζονταν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα ο εκκαλών ως ιδιωτικός υπάλληλος στην εταιρία ..., η δε εφεσίβλητη ως βρεφονηπιοκόμος σε διάφορους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Στη συνέχεια, ο εκκαλών πληροφορήθηκε, την άνοιξη του έτους 2016, ότι στην … και δη στο … των …. στην εταιρία ......υπήρχε μία θέση με αντικείμενο δραστηριότητας αντίστοιχο με αυτό που είχε στην Ελλάδα με αποδοχές όμως πολύ μεγαλύτερες που άγγιζαν περίπου τα 150.000 δολάρια ετησίως. Τότε συζητώντας με την εφεσίβλητο σύζυγό του την ανωτέρω επαγγελματική ευκαιρία της πρότεινε να μεταβούν στην …., με την προοπτική να εργαστεί αυτός εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε αφενός να κατορθώσουν να αποταμιεύσουν κάποια χρήματα, που θα καθιστούσε ευχερή την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου της κατοικίας τους και αφετέρου να απολαύσουν μία ζωή ποιο άνετη σε μία χώρα που θα τους έδινε περισσότερες προοπτικές τόσο για τους ίδιους, όσο και στο ανήλικο τέκνο τους. Έτσι η εφεσίβλητη, παρά το γεγονός ότι αρχικά εξέφρασε τις αντιρρήσεις της ενόψει του γεγονότος ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την εργασία της, ως βρεφονηπιοκόμος, την οποία ασκούσε από την ηλικία των 19 ετών και ότι θα έπρεπε πλέον να ασχολείται με τα οικιακά, καθώς και του γεγονότος ότι το ανήλικο τέκνο τους θα αντιμετώπιζε δυσχέρεια προσαρμογής σε άλλη χώρα με γλώσσα την οποία δεν μιλούσε, τελικά, πείσθηκε και συναποφάσισαν με τον εκκαλούντα να μετοικήσουν στην …, με την προϋπόθεση όμως ότι, αφενός τον πρώτο χρόνο θα μετέβαινε εκείνος μόνος του ώστε τόσο η ίδια όσο και, κυρίως, το ανήλικο τέκνο τους να πραγματοποιούσε εντατικά μαθήματα εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας και να μπορέσει να προσαρμοστεί πιο εύκολα στο νέο σχολικό περιβάλλον και ότι αφετέρου η εν λόγω απόφασή τους θα είχε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, ο οποίος θα εξαρτιόταν τόσο από την ευχέρεια προσαρμογής τους εκεί όσο και από το ύψος των αποταμιεύσεων που θα κατόρθωναν να συγκεντρώσουν, ώστε να κατορθώσουν να αποπληρώσουν το στεγαστικό τους δάνειο, επισημαίνοντάς του ότι πρόθεσή της ήταν, μετά την πάροδο κάποιων ετών, να επιστρέψουν στην Ελλάδα, προϋποθέσεις που ο σύζυγός της αποδέχθηκε. Έτσι, πράγματι ο τελευταίος αναχώρησε για την … το Σεπτέμβριο του έτους 2016, ενώ η εφεσίβλητη και το ανήλικο τέκνο τους παρέμειναν στην Ελλάδα, με το τελευταίο να φοιτά στην πρώτη τάξη του 3ου Δημοτικού Σχολείου των Γλυκών Νερών και, ταυτόχρονα, να κάνει εντατικά μαθήματα εκμάθησης της Αγγλικής Γλώσσας. Το Δεκέμβριο του έτους 2016 ο εκκαλών επέστρεψε για ένα περίπου μήνα στην Ελλάδα όπως και το Μάιο του έτους 2017, οπότε και, αφού η οικογένεια ολοκλήρωσε από κοινού τις θερινές της διακοπές, στις 4.7.2017 αποχώρησαν όλοι οικογενειακώς για το … των ..., όπου μίσθωσαν από κοινού, δυνάμει του από 13.10.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης την οικογενειακή τους κατοικία, στην πόλη … του … των ..., όπου διέμεναν με το ανήλικο τέκνο τους. Το τελευταίο ενεγράφη στη δεύτερη τάξη του Town Center Elementary School και ξεκίνησε να φοιτά εκεί στο σχολείο. Το Δεκέμβριο του έτους 2017, οι διάδικοι ήλθαν στην Ελλάδα για τις διακοπές των Χριστουγέννων, όπου παρέμειναν για χρονικό διάστημα τριών εβδομάδων, όπως και για τις θερινές διακοπές του έτους 2018, οπότε και μετά την ολοκλήρωση αυτών επέστρεψαν στην … για την επανεγγραφή του ανήλικου τέκνου τους στην Τρίτη πλέον τάξη του ως άνω σχολείου και τη συνέχιση της φοίτησής του εκεί. Σημειώνεται ότι, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων κατά τον πρώτο χρόνο της φοίτησής του στο αμερικάνικο σχολείο αντιμετώπισε σημαντικές δυσχέρειες, κυρίως λόγω της μη καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας και του διαφορετικού τρόπου διδασκαλίας σε σχέση με αυτόν του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, πλην όμως κατά το δεύτερο έτος άρχισε να προσαρμόζεται περισσότερο καθώς άρχισε πλέον να μιλά την αγγλική γλώσσα με μεγαλύτερη ευχέρεια, να παρακολουθεί καλύτερα τα μαθήματα εκεί και να συνάπτει φιλίες με συμμαθητές του. Ωστόσο και παρά το γεγονός ότι ο εκκαλών προσπάθησε πραγματικά να δημιουργήσει ένα φιλικό περιβάλλον για το ανήλικο, φροντίζοντας να πραγματοποιεί, κατά τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του, εκδρομές με αυτό σε διάφορα αξιοθέατα πλησίον του τόπου κατοικίας τους αλλά και να συναναστρέφεται με άλλες οικογένειες, κυρίως Ελλήνων, που διαβίωναν εκεί και παρά το γεγονός ότι, οι εκάστοτε δάσκαλοι του ανηλίκου, μέσω ιδιαίτερων μεθόδων διδασκαλίας και σε συνεργασία με αμφότερους τους γονείς αυτού προσπαθούσαν να βοηθήσουν στον κατά το δυνατό ευχερέστερο και συντομότερο εγκλιματισμό του ανηλίκου στο διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα, αποδείχθηκε ότι, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί απόλυτα στο εκεί περιβάλλον, καθόσον του έλειπαν οι φίλοι του από το Ελληνικό σχολείο αλλά κυρίως οι συγγενείς του, τόσο από τη μητρική όσο και από την πατρική γραμμή που όλοι βρίσκονται στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην έχει κατορθώσει να συνδεθεί συναισθηματικά ιδιαίτερα με την …. Επίσης και η εφεσίβλητη δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί εκεί δεδομένου ότι ο εκκαλών σύζυγός της, εργαζόταν πολλές ώρες ημερησίως ενώ η ίδια, η οποία είχε συνηθίσει να εργάζεται από την ηλικία των19 ετών, βρέθηκε ξαφνικά σε μία χώρα που δεν μιλούσε καλά τη γλώσσα, που δεν είχε οιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, πλην της φροντίδας της οικογένειάς της, ενώ δε κατόρθωσε να συνάψει και στενούς δεσμούς με τους υπόλοιπους Έλληνες που διαβίωναν εκεί, με αποτέλεσμα να νιώθει απομονωμένη και εγκλωβισμένη. Έτσι, από το έτος 2019 η εφεσίβλητη άρχισε να διαμαρτύρεται στον αιτούντα σχετικά με τις ανωτέρω δυσχέρειες προσαρμογής τόσο του ανηλίκου τέκνου τους, όσο και τις δικές της, πλην όμως ο εκκαλών, θεωρώντας ότι η ανωτέρω ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε ήταν σπουδαία, προσπαθούσε συνεχώς να διασκεδάσει τις αμφιβολίες της εφεσίβλητης συζύγου του ως προς την συνέχιση της παραμονής τους εκεί, πλην όμως, όπως προέκυψε χωρίς αποτέλεσμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, λίγο πριν το Μάιο του έτους 2019, οι διάδικοι έβγαλαν εισιτήρια μετ' επιστροφής τόσο δικά τους όσο και του ανήλικου τέκνου τους από το …. στην … την 29.5.2019 και από την … προς το … την 18.7.2019 για τον εκκαλούντα και την 11.8.2019 για την εφεσίβλητη και το ανήλικο τέκνο τους, ενόψει του γεγονότος ότι τα σχολεία στην … ξεκινούσαν από τα μέσα του Αυγούστου. Έτσι, ήλθαν όλοι μαζί στην …. στις 29.5.2019 και μετέβησαν για καλοκαιρινές διακοπές στη …., ενώ στις 10.6.2019, οι διάδικοι υπέβαλαν, τόσο για λογαριασμό τους όσο και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους, αίτηση ανανέωσης της κάρτας θεώρησης εισόδου(visa). Στη συνέχεια, ο εκκαλών αποχώρησε για την …, όπως είχαν προγραμματίσει, στις 8.7.2019 αναμένοντας ότι στις 11.8.2019 αναμένοντας ότι στις 11-8-2019 θα μετέβαιναν εκεί και η εφεσίβλητη με το ανήλικο τέκνο τους, γεγονός που δεν επακολούθησε, διότι κατά την άνω προγραμματισμένη ημερομηνία η εφεσίβλητη, εκδηλώνοντας πλέον ρητά τη διάθεσή της να μην επιστρέψει με το ανήλικο τέκνο τους στην …, δεν επέστρεψε με το ανήλικο τέκνο τους στο …. αλλά παρέμεινε με αυτό στην Ελλάδα, όπου και έκτοτε κατοικούν στην ως άνω αναφερόμενη κατοικία τους στα …, το δε ανήλικο τέκνο των διαδίκων έχει ήδη εγγραφεί στην Τετάρτη τάξη του 3ου Δημοτικού Σχολείου των …., στο οποίο και φοιτούσε πριν την αναχώρησή του για την …, έχει δε ξεκινήσει φροντιστήριο εκμάθησης αγγλικής γλώσσας στο κέντρο ξένων γλωσσών "...”. Με βάση τα ανωτέρω καθίσταται σαφές, ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει παράνομη κατακράτηση της ανήλικης από την εφεσίβλητη μητέρα της στην Ελλάδα, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης καθόσον α)έγινε κατά παράβαση του δικαιώματος επιμέλειας του εκκαλούντος που αναγνωρίζεται από κοινού με την εφεσίβλητη, τόσο από το δίκαιο της πολιτείας του …, δηλαδή το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την ως άνω μετακίνησή του, υπό την έννοια της αποδειχθείσας προθέσεως των γονέων του να εγκατασταθούν μόνιμα στο συγκεκριμένο κράτος με την υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων και δη τη μετοίκηση της οικογένειας των διαδίκων από την Ελλάδα, την παραίτηση της εφεσίβλητης από την εργασία της, την εγγραφή του ανηλίκου τέκνου τους στο σχολείο της …, τη μίσθωση κατοικίας, όσο και κατά το Ελληνικό δίκαιο και β) ο εκκαλών ασκούσε πραγματικά το δικαίωμα επιμέλειας από κοινού με την εφεσίβλητη κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, καθόσον αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο ζούσε μαζί και με τους δύο γονείς του από τη γέννησή του μέχρι την κατά τα ανωτέρω κατακράτησή του στην Ελλάδα, ο δε χρόνος που διέρρευσε από την παράνομη αυτή κατακράτησή του από τη μητέρα του (11.8.2019)μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης (30.9.2019)είναι μικρότερος του έτους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άνω αποδειχθέντα, δεν κρίνονται πειστικοί και πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης ότι, υπήρχε συμφωνία με τον εκκαλούντα ότι η παραμονή τους στην … θα ήταν πρόσκαιρη και θα επέστρεφαν μετά την πάροδο δύο ετών στην Ελλάδα και ότι επομένως, το … δεν ήταν η συνήθης διαμονή του ανηλίκου, καθόσον εκεί μετέβησαν προσωρινά και ότι έτσι δεν συντρέχει περίπτωση παράνομης κατακράτησης του ανήλικου τέκνου τους εκ μέρους της, καθόσον και ο ίδιος ο εκκαλών συναίνεσε στην παραμονή τους στην Ελλάδα. Εξάλλου, πρέπει, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση του άρθρου 13 περ. α' της Σύμβασης της Χάγης, που επικαλείται η εφεσίβλητη, ισχυριζόμενη ότι ο εκκαλών είχε συναινέσει στην επάνοδο αυτής μετά του ανηλίκου τέκνου τους στην Ελλάδα καθόσον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τόσο κατά την αποχώρησή τους από την … και την άφιξή τους στην Ελλάδα για τις θερινές διακοπές του έτους 2019 όσο και κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών η καθής δήλωσε στον αιτούντα την πρόθεσή της, μετά τη λήξη των καλοκαιρινών διακοπών τους να μην επιστρέψει στην … με την ανήλικη θυγατέρα τους, ούτε και αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών συμφώνησε σ' αυτό ενόψει του γεγονότος ότι τα εισιτήρια που εξέδωσαν ήταν μετ' επιστροφής, ενέργεια στην οποία και προφανώς δεν θα προέβαιναν εάν είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι η καθής με το ανήλικο τέκνο τους θα παρέμεναν στην Ελλάδα ενώ, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η σχετική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων έλαβε χώρα μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα και πριν την αποχώρηση του αιτούντος για την …, τότε είναι προφανές ότι ο τελευταίος θα φρόντιζε να αλλάξει και να μεταθέσει την ημερομηνία επιστροφής της καθής και του ανηλίκου τέκνου τους, ώστε να δύνανται αυτές, έστω και με μία οικονομική επιβάρυνση, να τον επισκεφθούν στην … είτε την περίοδο των Χριστουγέννων είτε σε μεταγενέστερο χρόνο. Επίσης, είναι προφανές ότι εάν μεταξύ των διαδίκων είχε αποφασιστεί να μην επιστρέψει η καθής και το ανήλικο τέκνο τους στην …, τότε ουδείς λόγος συνέτρεχε να μεταβεί η καθής από κοινού με τον αιτούντα και να αιτηθούν την 10.6.2019 την ανανέωση της θεώρησης εισόδου(visa) τόσο της δικής της όσο και της ανήλικης θυγατέρας τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, διανύοντας κατά το χρόνο της συζήτησης της ένδικης έφεσης το δέκατο έτος της ηλικίας του(γεννηθέν την 18.1.2010), αντιτίθεται ρητά στην επιστροφή του στην …, ενόψει του στενού ψυχικού δεσμού που υπάρχει μεταξύ αυτού και της καθής μητέρας του, όπως τούτο προέκυψε από την κατ' ιδίαν ακρόαση αυτού που έχει τη σχετική ωριμότητα, από την δικαστή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπου διαπιστώθηκε ότι αυτό δεν επιθυμεί να αποχωριστεί έστω και για μικρό χρονικό διάστημα τη μητέρα του, είναι χαρούμενο, κοινωνικό και απόλυτα ευχαριστημένο από τη ζωή του στην Ελλάδα, αγαπά πολύ τους συγγενείς του τόσο από τη μητρική όσο και από την πατρική του γραμμή που διαβιώνουν όλοι εδώ και τους οποίους στερήθηκε κατά το χρόνο της παραμονής του στην … και δεν επιθυμεί να τους αποχωρισθεί εκ νέου, έχει δε επανασυνδεθεί με όλους τους παλαιούς συμμαθητές του και έχει αναπτύξει αυτόνομο κοινωνικό περιβάλλον με αυτούς, με τους οποίους δύναται να συνεννοείται ευχερώς στην μητρική του, ελληνική γλώσσα, ενώ απολαμβάνει την ψυχική στήριξη των συγγενών τόσο από τη μητρική όσο και από την πατρική πλευρά αλλά και των νονών της, καθώς και των φίλων της οικογένειας, που το περιβάλλουν με στοργή και αγάπη και διατηρεί μαζί τους άριστες σχέσεις, εκδήλωσε δε άρνηση στο ενδεχόμενο της επιστροφής του και στην εκ νέου απόπειρα επαναπροσαρμογής του στο εκεί περιβάλλον, αποκοπτόμενο από τον λοιπό οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο και το σχολικό του περιβάλλον στην Ελλάδα, όπου η ενσωμάτωση και προσαρμογή είναι πλήρης, αφού στο … δεν έχει άλλους συγγενείς, πλην του αιτούντος, ο οποίος, λόγω αυξημένων εργασιακών υποχρεώσεων εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, ενώ, ως ανέφερε, μιλά μεν την αγγλική γλώσσα αλλά εξακολουθεί ακόμα να έχει δυσχέρειες στην κατανόηση και στην έκφραση, οι οποίες του δημιουργούν ορισμένες φορές δυσφορία και το στεναχωρούν. Σημειωτέον ότι, το ανήλικο τρέφει αισθήματα αγάπης για τον αιτούντα πατέρα του, πλην όμως δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει μόνιμα στο … και να στερηθεί τους συγγενείς του τόσο εκ της μητρικής όσο και εκ της πατρικής γραμμής και τους φίλους του.
Συνεπώς, όπως βεβαιώνουν και οι εξετασθέντες ενόρκως με την επιμέλεια της εφεσίβλητης μάρτυρες του φιλικού περιβάλλοντος αμφοτέρων των διαδίκων και του οικογενειακού περιβάλλοντος της εφεσίβλητης, το ανήλικο τέκνο αυτών έχει προσαρμοσθεί άριστα στο νέο περιβάλλον του. Και ναι μεν ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί προσαρμογής στο νέο περιβάλλον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων είναι μη νόμιμος, διότι ο εκκαλών κατέθεσε την ένδικη αίτησή του εντός ενός έτους από την παράνομη κατακράτηση του τέκνου του, με συνέπεια να μην μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 12 της άνω Συμβάσεως αλλά αυτή της παρ.1 του ίδιου άρθρου, με την οποία το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την άμεση επιστροφή του τέκνου των διαδίκων στον τόπο της συνήθους διαμονής του από τον οποίο μετακινήθηκε και κατακρατείται παράνομα, πλην όμως η εν λόγω προσαρμογή δεν είναι δυνατόν να μην συνεκτιμηθεί στα πλαίσια της εξετάσεως του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, έννοιας άλλωστε που αναγνωρίζεται ως πρωταρχικής σημασίας και από την Σύμβαση της Χάγης, η εξυπηρέτηση του οποίου διαπερνά ολόκληρο το οικογενειακό δίκαιο. Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι, παρότι η κατακράτησή του στην Ελλάδα είναι παράνομη, νέος ξεριζωμός αυτού και μάλιστα κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, δια της επιστροφής του στην πόλη … του … των …., μετά πάροδο ενός περίπου έτους από της άνω μετακινήσεώς του υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να το εκθέσει σε ψυχική δοκιμασία και να το περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση, αποτελέσματα που αποδοκιμάζονται από την άνω Σύμβαση. Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ενόψει της ρητής αρνήσεως της εφεσίβλητης μητέρας του για επανεγκατάστασή της στις …. α) θα στερούνταν τη φροντίδα και τη στοργή της μητέρας του, με την οποία είναι στενά συνδεδεμένο, ενόψει της παιδικής ηλικίας του και β) διότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί πλέον εκ νέου μετά την παραμονή του στην Ελλάδα, στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο θα κληθεί να ζήσει, και η επάνοδός του στις Η.Π.Α. θα επιφέρει αρνητικές επιδράσεις και θα επηρεάσει την ψυχοκοινωνική του κατάσταση και την πνευματική του ισορροπία, καθώς με σφοδρή πιθανότητα και υπό τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων κατά την κρίση του λογικού και επιμελούς ανθρώπου, θα είναι αδύνατον να προσαρμοστεί στο εκεί περιβάλλον, αποκοπτόμενο εκ νέου από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο και το σχολικό του περιβάλλον στην Ελλάδα όπου η ενσωμάτωση και προσαρμογή είναι πλήρης. Και τούτο διότι θα βρεθεί παρά την μικρή του ηλικία απομονωμένο σε μια χώρα με την οποία ο μοναδικός δεσμός που είχε αναπτύξει προηγουμένως ήταν εκείνος με τους γονείς του(δηλαδή το στενό άμεσο οικογενειακό περιβάλλον που έχει πλέον διαρραγεί λόγω της χωριστής διαβίωσης των γονιών του), χωρίς την ύπαρξη οργανωμένης καθημερινότητας και σταθερού περιβάλλοντος, καθώς ο εκκαλών πατέρας του απουσιάζει πολλές ώρες από την οικία λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων αλλά και τυχόν ανάθεση της εποπτεία και της φροντίδας του κατά τις ώρες εργασίας του σε τυχαία και άγνωστα στο παιδί πρόσωπα θα επιφέρει, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ισχυρό πλήγμα στην ψυχική του υγεία, το παιδί θα το βιώσει με βεβαιότητα ως εγκατάλειψη (απόρριψη) και εντεύθεν ως ψυχική κακοποίηση και θα του προκαλέσει αισθήματα άγχους και ανασφάλειας με περαιτέρω δυσμενή επίδραση στη μετέπειτα εξέλιξή του. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, αποδεικνύεται ότι το συμφέρον του ανήλικου τέκνου των διαδίκων επιβάλλει να μην μετακινηθεί στην πόλη … του … των Η.Π.Α., αφού σε τέτοια περίπτωση υφίσταται άμεσος κίνδυνος ότι θα υποβληθεί σε ψυχική δοκιμασία και θα περιέλθει σε αφόρητη κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα όμοια, στηριζόμενο όχι μόνο στη βούληση του ανηλίκου αλλά συνεκτιμώντας αυτήν με όλα ανεξαιρέτως τα προταθέντα αποδεικτικά μέσα και εφαρμόζοντας το άρθρο 13 εδ. β' της Σύμβασης της Χάγης, την οποία διάταξη πρότεινε και η καθής εφεσίβλητης με τις πρωτόδικες προτάσεις της έστω και αν δεν την επικαλέστηκε ρητά ως ένσταση και έκρινε με το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στις Η.Π.Α., απορρίπτοντας έτσι την ένδικη αίτηση, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις...”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο, ακολούθως, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει, ομοίως την αίτησή του. Με τον πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεχόμενο το Εφετείο ότι "το συμφέρον του ανήλικου τέκνου των διαδίκων επιβάλλει να μην μετακινηθεί στην πόλη … του … των Η.Π.Α., αφού σε τέτοια περίπτωση υφίσταται άμεσος κίνδυνος ότι θα υποβληθεί σε ψυχική δοκιμασία και θα περιέλθει σε αφόρητη κατάσταση”, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 13 στοιχείο (β) περίπτωση (α) της Σύμβασης της Χάγης, αφού κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που πρέπει να ερμηνεύεται στενά, το περιεχόμενο του όρου "κίνδυνος περιαγωγής σε αφόρητη κατάσταση" αφορά εντελώς εξαιρετικές καταστάσεις που δεν συντρέχουν στην περίπτωση των διαδίκων, ενώ με το δεύτερο σκέλος του ίδιου(πρώτου)λόγου προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά το ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι συντρέχει περίπτωση παράνομης κατακράτησης της ανήλικης από την τότε εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσίβλητη, εν τούτοις δεν διέταξε την άμεση επιστροφή της στην πόλη … του … των Η.Π.Α., παραβιάζοντας έτσι την, επίσης, ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 της ως άνω Σύμβασης της Χάγης. Ο εν λόγω όμως προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης ως προς αμφότερα τα σκέλη του είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, εφόσον όπως προεκτέθηκε κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη, οι έννοιες του "σοβαρού κινδύνου" και της "φυσικής ή ψυχικής δοκιμασίας" και "αφόρητης κατάστασης" εκτιμώνται με την κρίση του λογικού και επιμελούς ανθρώπου για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χωριστά, ήτοι αν αυτό καθ' εαυτό το γεγονός της επιστροφής και όχι έκτακτες ή άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις έχει, μετά σφοδρής πιθανότητας και υπό τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τη γενική τάση να επιφέρει τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση της Χάγης αποτελέσματα, ενώ επιπλέον βαρύνουσα σημασία έχει η κατ' ιδίαν ακρόαση του ανηλίκου σε συνδυασμό με την ηλικία και ωριμότητά του, εάν αυτό αντιτίθεται στην επιστροφή του. Με βάση δε αυτά τα κριτήρια, που έλαβε υπόψη της η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη και την κατ' ιδίαν ακρόαση του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, που είχε τη σχετική ωριμότητα, και εξετάστηκε ενώπιον δικαστή, στα πλαίσια εξέτασης του συμφέροντος τούτου (ανηλίκου), ότι, αν ήθελε διαταχθεί η επιστροφή του στην … του … των Η.Π.Α., υπήρχε σοβαρός κίνδυνος συνιστάμενος στην αδυναμία προσαρμογής του, που μπορούσε να του επιφέρει ισχυρό πλήγμα στην ψυχική του υγεία, αφού θα το βίωνε με βεβαιότητα ως εγκατάλειψη (απόρριψη) και εντεύθεν ως ψυχική κακοποίηση και θα του προκαλούσε αισθήματα άγχους και ανασφάλειας με περαιτέρω δυσμενή επίδραση στη μετέπειτα εξέλιξή του, και ότι υπό την έννοια αυτή υπήρχε συνδρομή άμεσου κινδύνου υποβολής του ανηλίκου σε ψυχική δοκιμασία και περιέλευσής του σε αφόρητη κατάσταση, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 της ως άνω Σύμβασης της Χάγης και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προβλεπόμενη από την άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 εδάφ. β' περ. α' και β' της ίδιας Σύμβασης δυνατότητα εξαίρεσης της επιστροφής του παραπάνω ανηλίκου και, συνακόλουθα, δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ αποδιδόμενη πλημμέλεια. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε στην παραπάνω κρίση της. Όμως το Εφετείο αρνήθηκε να διατάξει την επιστροφή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στον τόπο όπου διέμενε πριν από την κατακράτησή του από την αναιρεσίβλητη μητέρα του και έκρινε έτσι απορριπτέα την αίτηση του αναιρεσείοντος πατέρα του, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του, πλην των προαναφερθεισών επαρκών, πλήρων και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογιών, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1 και 13 εδάφ. β' περ. α' και β' της Σύμβασης της Χάγης, και την επάλληλη αιτιολογία, ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Η αιτιολογία αυτή, που στηρίζει αυτοτελώς το απορριπτικό διατακτικό της εφετειακής απόφασης, δεν πλήττεται με λόγο αναίρεσης και συνεπώς οι αποδιδόμενες με τον ως άνω δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ προβάλλονται αλυσιτελώς και χωρίς έννομο συμφέρον, αφού δεν επιδρούν τελικώς στο διατακτικό της. Συνακόλουθα ο παραπάνω λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι ως άνω λόγοι, καθό μέρος με αυτούς, υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, πλήττεται η ακυρωτικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτοι.
Σύμφωνα με τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα”, των οποίων(η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων, ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 22/2005,ΟλΑΠ 25/2003,ΑΠ 757/2015, ΑΠ 953/2014, ΑΠ 2234/2013), με την έννοια δε αυτήν "πράγματα" αποτελούν και οι λόγοι έφεσης (ή αντέφεσης) που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς (ΑΠ 2234/2013, 460/2013), όχι, όμως, οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κλπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κλπ. (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 2234/2013). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, επικαλούμενος πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 8 περ. α' ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έλαβε υπόψη της την από το άρθρο 13 εδ. β' της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, καταλυτική της ασκηθείσας αίτησης, ένσταση της αναιρεσίβλητης, χωρίς η τελευταία να την έχει προβάλει. Ο ανωτέρω λόγος, όμως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το σχετικό ισχυρισμό της καθής η αίτηση-εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης και εφάρμοσε την προαναφερθείσα διάταξη της Σύμβασης της Χάγης, στην οποία αυτός είχε νόμιμο έρεισμα, όχι κατ' αυτεπάγγελτη κρίση, αλλ' επειδή είχε προβληθεί παραδεκτά τόσο με τις πρωτόδικες προτάσεις, όσο και με τις προτάσεις της στο δεύτερο βαθμό, χωρίς μεν ειδική λεκτική αναφορά ότι τον ισχυρισμό αυτό προέβαλλε ως "ένσταση”, αλλά με την επίκληση της σχετικής ως άνω διάταξης της οποίας ζητούσε την εφαρμογή, αναφέροντας όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά για την ιστορική της θεμελίωση και αναλύοντας ειδικότερα τους λόγους, με πρόταξη το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, για τους οποίους έπρεπε να γίνει δεκτός ο σχετικός της ισχυρισμός και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του αντιδίκου συζύγου της. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ ΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 498/2018, ΑΠ 757/2015, ΑΠ 156/2012). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αίτηση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.12 του ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε, δεσμευτικά, κατά νόμο(ΑΠ 88/2018, ΑΠ 30/2009, ΑΠ 540/2006). Δεν καθιδρύεται ο λόγος, όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, κατ' άρθρ.340 ΚΠολΔ, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από άλλα, ισοδύναμα, κατά νόμο, αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1311/2010, ΑΠ 1403/2009,ΑΠ 109/2008, ΑΠ 1585/2006,ΑΠ 30/2005). Έτσι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων αυτοί καταθέτουν εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο να εκθέσει στην απόφασή του και τους λόγους για τους οποίους δίδει μεγαλύτερη πίστη στην κατάθεση του ενός ή του άλλου μάρτυρα(ΑΠ 1099/2019, ΑΠ 2073/2014, ΑΠ 907/2006, ΑΠ 419/2004). Τέλος, οι ανωτέρω αναιρετικοί λόγοι ιδρύονται υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι τα αποδεικτικά μέσα ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 335 του ΚΠολΔ, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 1030/2017, ΑΠ 987/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τους τέταρτο, και δεύτερο σκέλος πέμπτου λόγου του αναιρετηρίου, από τον αρ.11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος, για την απόδειξη ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού του περί απόλυτης προσαρμογής του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην … α) τα προσκομισθέντα και νομίμως μεταφρασμένα αντίγραφα μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της δασκάλας της ανήλικης στο αμερικανικό σχολείο, β)το αντίγραφο της βαθμολογίας της στην Τρίτη τάξη του παραπάνω σχολείου, γ)τις φωτογραφίες από τις συναναστροφές με τους συμμαθητές της και τις δραστηριότητες του σχολείου της στην …., δ)τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αμφοτέρων των διαδίκων, ε)την από 13.12.2019 απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της κομητείας του … των …., που έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη μητέρα παρανόμως κατακρατούσε το ανήλικο τέκνο των διαδίκων και διέτασσε την επιστροφή του παιδιού στο …. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπου ρητά αναφέρει (8η σελίδα) ότι λήφθηκαν υπόψη τόσο οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, όσο και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκόμισαν(σε νόμιμη μετάφραση όσα εξ αυτών είχαν συνταχθεί σε άλλη πλην της Ελληνικής γλώσσας), στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα, με την επισημείωση ότι για ορισμένα έγγραφα γίνεται μάλιστα ειδική αναφορά, στα οποία περιλαμβάνεται και η προαναφερθείσα απόφαση του Αμερικανικού Δικαστηρίου, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα ως άνω φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και την απόρριψη των περί του αντιθέτου περιεχομένων στους λόγους της ένδικης έφεσης ισχυρισμών του εκκαλούντος -αναιρεσείοντος, χωρίς να υποχρεούται το Εφετείο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του κάθε αποδεικτικού μέσου και καθενός εγγράφου. Η άποψη του τελευταίου ότι η διαφορετική εκτίμηση των επίμαχων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο αναιρεσείων με τον έκτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, υπό την επίκληση του αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι, το Εφετείο, παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των επικληθεισών και προσκομισθεισών ενώπιόν του από την τότε εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσίβλητη υπ' αριθμ. …/….10.2019,…/…..10.2019,…/ ….10.2019, …/….10.2019 και …/….10.2019 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων της ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., αφενός, και της κατ' ιδίαν ακρόασης του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων με το Δικαστή του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφετέρου, με το να προσδώσει σε αυτές αυξημένη αποδεικτική δύναμη και παρερμηνευόμενες να οδηγήσουν εσφαλμένα σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι οι αιτιάσεις αυτές δεν στοιχειοθετούν τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο , καθόσον η αιτίαση ότι από τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα συνάγεται αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που έγινε δεκτό πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ενώ η απόδοση σε ένα από τα ισοδύναμα, όπως είναι και οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, αποδεικτικά μέσα, μεγαλύτερης βαρύτητας και αξιοπιστίας από ότι σε ένα άλλο, ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, όπως τούτο συνάγεται από την καθιερώνουσα την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ.
Κατ' άρθρο 323 αρ.1 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού πολιτικού δικαστηρίου ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα χωρίς άλλη διαδικασία, εφόσον αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε, δηλαδή απαιτείται και τελεσιδικία ή ενδεχομένως και αμετάκλητο αυτής, των οποίων όμως η συνδρομή και η επέλευση κρίνεται κατά το δίκαιο που ισχύει στην αλλοδαπή πολιτεία, το δικαστήριο της οποίας εξέδωσε την απόφαση αυτή, ενώ η συνδρομή των προϋποθέσεων αναγνώρισης του αλλοδαπού δεδικασμένου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 323 ΚΠολΔ, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από οποιοδήποτε ελληνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλεται το δεδικασμένο από αλλοδαπή απόφαση(ΑΠ 670/2013, ΑΠ 1081/1986).Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, πλην άλλων, και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔικ, αν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό, υπάρχει όμως σφάλμα στις αιτιολογίες, απορρίπτει την αναίρεση χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες(ΑΠ 1624/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται αιτίαση, από το άρθρο 559 αριθ. 16 Κ.Πολ.Δ., εκ του ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο, δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, απορρέον από την από 14.01.2020 τελεσίδικη απόφαση του 254ου Περιφερειακού Οικογενειακού Δικαστηρίου της Κομητείας του Ντάλλας Τέξας, που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, με την οποία είχε κριθεί ότι η διαφορά τους υπάγονταν στις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης για τη διεθνή απαγωγή παιδιών και ότι η αναιρεσίβλητη παρανόμως κατακρατούσε την ανήλικη θυγατέρα τους Μ.-Γ. Μ. στην Ελλάδα, διατάσσοντας τη μητέρα να επιστρέψει το παιδί στην κομητεία …. του … μέχρι 26 Ιανουαρίου 2020, και απέρριψε στη συνέχεια σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι δεν προέκυπτε ότι το παραπάνω αλλοδαπό δικαστήριο είχε αποφασίσει εξετάζοντας και το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, προς απόδειξη της βασιμότητας της ένστασής του ο αναιρεσείων δεν επικαλείται, ούτε και προσκομίζει έγγραφα από τα οποία, προεχόντως, να προκύπτει πράγματι ότι η παραπάνω αλλοδαπή δικαστική απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε, μη αρκούσης, ενδεχομένως, της τελεσιδικίας της, αλλά πιθανόν απαιτουμένου και του αμετακλήτου αυτής, προϋποθέσεων των οποίων όμως η συνδρομή και η επέλευση ερευνάται αυτεπαγγέλτως και, σε κάθε περίπτωση, κρίνεται κατά το δίκαιο που ισχύει στην αλλοδαπή πολιτεία, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το δικαστήριο της οποίας εξέδωσε την απόφαση αυτή, και το οποίο, ωστόσο, δεν ετέθη υπόψη του δευτεροβαθμίου, αλλ' ούτε και του παρόντος Δικαστηρίου. Το δε Εφετείο, αν και με την προαναφερθείσα μη ορθή αιτιολογία του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση δεδικασμένου του αναιρεσείοντος, εντούτοις ορθά κατά αποτέλεσμα έκρινε. Μετά απ' αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, αφού ηττάται, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος αυτής (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13.07.2020 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3081/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ