Απόφαση

Αριθμός απόφασης : 64/ 2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Μπαχαντάκη, Εφέτη, και από τον Γραμματέα Εμμανουήλ Περράκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 6.10.2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ...» που εδρεύει στον … του Δήμου Ρεθύμνου (οδός …αρ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικολάου Κοτσαμπασάκη.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ... του ..., κατοίκου … (οδός .. αρ. …), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικόλαου Μαραγκουδάκη.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος της α΄ έφεσης, εκκαλών της β΄έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου την από 16.6.2017 (αριθμ. έκθεσης .../2017) αγωγή του. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 254/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη με την από 28.10.2018 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθ.κατ. .../2018, αντίγραφο αυτής κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με αριθμ. πρωτ. .../11/2018, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για την δικάσιμο της 3ης.3.2020 και κατόπιν αναβολής, για την παραπάνω δικάσιμο, ενώ ο ενάγων άσκησε επίσης κατά της απόφασης την από 24.10.2018 επικουρική έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2018, (αριθ. καταθ. Εφετείου .../12/2018). Αμφότερες οι εφέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως και στη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς και τις προτάσεις τους και ζήτησαν την παραδοχή τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι εκκρεμείς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου άνω δύο εφέσεις α) από 28.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../2018, (αριθ. καταθ. Εφετείου .../11/2018) έφεση και β) από 24.10.2018 έφεση (επικουρική) και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2018 (αριθ. καταθ. Εφετείου .../12/2018) , μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που βάλλουν κατά της ίδιας απόφασης, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και επειδή έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Οι κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ' αριθ. 254/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νόμιμα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 περ. β', 516, 517 και 518 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ), εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στις 28.9.2018 (βλ. την με αριθμ. .../28.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Κρήτης ...), από τους πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντες ενάγοντα και εναγόμενη. Εξάλλου, καταβλήθηκε από τους διαδίκους το αντίστοιχο παράβολο έφεσης, ποσού εκατό [100] ευρώ, όπως επιτάσσει η ε¬φαρμοστέα, ενόψει του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης, διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ.Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) από το παρόν Δικαστήριο, κατά την εφαρμοσθείσα και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία
Με την από 16.6.2017 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών της β΄ έφεσης ιστορούσε ότι είναι ένα από τα τρία ιδρυτικά μέλη της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας που ιδρύθηκε το έτος 1989 με σκοπό την ανέγερση και λειτουργία του ξενοδοχείου .... Ότι από την ίδρυση της εναγόμενης συμμετείχε στο Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, αρχικώς με την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου και στη συνέχεια και του Προέδρου, μέχρι το έτος 2012 οπότε συνταξιοδοτήθηκε, ασκώντας τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή, καθήκοντα. Ότι από το έτος 1991, με αλλεπάλληλες άτυπες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που σύναπτε με την εναγομένη, απασχολήθηκε αποκλειστικά σε αυτή ως Διευθυντής του ως άνω ξενοδοχείου με συμφωνηθέν μισθό 500.000 δρχ. για το χρονικό διάστημα από 1991-1993 και 700.000 δρχ. για το χρονικό διάστημα από το έτος 1994 και εντεύθεν, χωρίς όμως ποτέ η εναγόμενη να του καταβάλει τα παραπάνω ποσά. Ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. 8/30-6-1998 πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης της εναγόμενης, αναγνώρισε η τελευταία ότι οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 46.000.000 δρχ. ήτοι 134.996,33 ευρώ, το οποίο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, η εναγόμενη εταιρεία αρνείται να του καταβάλει. Με βάση το ιστορικό αυτό, το οποίο αναπτύσσεται εκτενέστερα στο δικόγραφο της αγωγής, κατόπιν παραδεκτής τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της ένδικης αγωγής σε αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από 29-11-2014, όταν αξίωσε εγγράφως για πρώτη φορά την ένδικη απαίτηση, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Επικουρικώς δε, και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η ως άνω αξίωση δεν στηρίζεται σε αφηρημένη (αναιτιώδη) αναγνώριση χρέους, αλλά σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους( άκυρες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας), η δε αιτία πάσχει ακυρότητας ελλείψει τηρήσεως νομίμου τύπου, ζητούσε το ως άνω ποσό κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (άρθρα 904 επ. ΑΚ), καθόσον η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία και με ζημία του ενάγοντος, αποφεύγοντας ισόποση δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν για τους μισθούς άλλου μισθωτού Διευθυντή, που θα παρείχε την εργασία του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα με έγκυρη σύμβαση. Ζητούσε, τέλος, να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η επικουρική της βάση, έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους και η μεν εκκαλούσα ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη για τους σε αυτές εκτιθέμενους λόγους, που συνοψίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, ο δε εκκαλών με την επικουρική έφεσή του, ζητεί για την περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση της εκκαλούσας και απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την διάταξή της που απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής, προκειμένου να τύχει εξέτασης αυτή και κατ’ουσία.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ` αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β’, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 818/2018, ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 634/2014). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1086/12017, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ αρχήν να είναι έγκυρη (αρθρ. 437 ΑΚ) (Ολ. ΑΠ 5/2016, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1663/2013).
Από την εκτίμηση της υπ’αριθμ. .../23-10-2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου ... και της υπ’αριθμ. …/23-10-2017 ένορκης κατάθεσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου ..., που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’αριθμ....-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου ...), την …/5.10.2020 ένορκη βεβαίωση του ... του ... ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου ..., που προσκομίστηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από την εκκαλούσα της α΄ έφεσης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εφεσίβλητου (βλ. με αριθμ. .../30.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Κρήτης ...) καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη για άμεση απόδειξη και άλλα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει ένα από τα τρία ιδρυτικά μέλη και μέτοχος της εναγομένης εταιρείας, η οποία συστήθηκε το έτος 1989, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../9-2-1989 καταστατικού της τότε συμβολαιογράφου Ρεθύμνης ..., το οποίο εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. …/1989 απόφαση του Νομάρχη Ρεθύμνου και δημοσιεύθηκε στο με αριθμό …/15-3-1989 Φ.Ε.Κ. (Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.). Έδρα της εν λόγω εταιρείας ορίσθηκε ο Δήμος Ρεθύμνης και σκοπός της η ανέγερση και η εκμετάλλευση ξενοδοχειακής μονάδας. Στα πλαίσια εκπλήρωσης του εταιρικού αυτού σκοπού η εναγόμενη ανέγειρε, επί οικοπέδου ανήκοντος αρχικώς κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στα τρία ιδρυτικά μέλη και εισφερθέντος απ' αυτούς στην εν λόγω εταιρεία και ευρισκόμενου εντός του οικισμού Πλατανιά Δήμου και Νομού Ρεθύμνης, μια ξενοδοχειακή μονάδα με τον διακριτικό τίτλο «...”, τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων, δύο αστέρων, αρχικής δυναμικότητας 86 κλινών και σήμερα 102 κλινών. Η εκπροσώπηση εκάστου των τριών ιδρυτικών μελών στο μετοχικό κεφάλαιο της εναγόμενης εταιρείας ανήρχετο από της σύστασης αυτής στο 1/3 αυτού. Από την ίδρυση της εναγόμενης εταιρείας ο ενάγων συμμετείχε στο Δ.Σ. αυτής, αρχικώς με την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου και ακολούθως από 5-7-1996 μέχρι 12-7-2013, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, και με την ιδιότητα του Προέδρου του συλλογικού αυτού οργάνου. Από τη σύσταση της εναγόμενης εταιρείας ο ενάγων ασχολήθηκε ενεργά, επιμελούμενος προσωπικά της εκπόνησης μελετών, της επίβλεψης και κατασκευής των εργασιών ανέγερσης της ως άνω ξενοδοχειακής μονάδας, καθώς είναι Τεχνολόγος Πολιτικός Μηχανικός. Πέραν όμως των καθηκόντων του ως μέλους του Δ.Σ. της εναγόμενης εταιρείας, από το έτος 1991, δυνάμει αλλεπάλληλων ατύπων συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες καταρτίζονταν κατά την έναρξη εκάστης τουριστικής περιόδου, απασχολήθηκε στο ξενοδοχείο της εναγόμενης ως Διευθυντής αυτού, για τον λόγο δε αυτό, έπαυσε να ασκεί την μέχρι τότε επαγγελματική του δραστηριότητα (μηχανικός), παρέχοντας πλέον την εργασία του αποκλειστικώς και μόνο στην εναγόμενη και ασκώντας τα καθήκοντα που αρμόζουν στη θέση αυτή. Ο συμφωνηθείς μικτός μηνιαίος μισθός για την εργασία του αυτή, είχε συμφωνηθεί ατύπως με την εναγόμενη εταιρεία να ανέρχεται για μεν τα δύο πρώτα έτη στο ποσό των 500.000 δρχ., για δε το χρονικό διάστημα από το 1993 και μετά στο ποσό του 700.000 δρχ., πλέον επιδομάτων εορτών και αδείας. Ωστόσο, η εναγόμενη, επικαλούμενη διαρκώς άλλες προτεραιότητες (π.χ. εξυπηρέτηση δανειακής σύμβασης με την ... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, υποχρεώσεις προς διάφορους εργολάβους, οι οποίες έπρεπε να εξοφληθούν κλπ) ανέβαλε διαρκώς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού στον ενάγοντα, έναντι της ως άνω οφειλής της.
Στις 4-6-1998 το θέμα αυτό ετέθη πρώτη φορά στο Δ.Σ. της εναγομένης εταιρείας και απεφασίσθη, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. …./4-6-1998 πρακτικό, να τεθεί ιδιαίτερο θέμα ημερήσιας διάταξης κατά την επερχόμενη ετήσια Τακτική Γ.Σ. των μετόχων της, η οποία συγκαλούνταν νομίμως στις 30 Ιουνίου 1998. Πράγματι το Δ.Σ. της εναγόμενης, με την ως άνω απόφαση του, όρισε με σαφήνεια το σχετικό θέμα ημερήσιας διάταξης της υπό σύγκληση ετήσιας Τακτικής Γ.Σ. των μετόχων της του έτους 1998, που αναφέρονταν στην αναγνώριση του χρέους προς το πρόσωπο του ενάγοντος αλλά και του αδελφού του και μετόχου επίσης, ..., ο οποίος παρείχε τις υπηρεσίες του στο ξενοδοχείο της εναγομένης, ως υδραυλικός. Συγκληθείσα νομίμως στις 30-6-1998 η ετήσια Τακτική Γ.Σ. των μετόχων της εναγομένης εταιρείας, κατόπιν νομίμου προσκλήσεως αυτών, δυνάμει της προαναφερόμενης απόφασης και της από 4-6-1998 νομότυπης προσκλήσεως του Δ.Σ., αποφάσισε (όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. …/30-6-1998 πρακτικό) επί του συγκεκριμένου θέματος ημερήσιας διάταξης, με πλειοψηφία μετόχων που εκπροσωπούσαν τα 2/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, ότι ο ενάγων, με αλλεπάλληλες άτυπες συμβάσεις μεταξύ της εταιρείας, εκπροσωπηθείσης υπό του μέχρι πρότινος Προέδρου του Δ.Σ. και μετόχου ... και του μετόχου και μέλους του Δ.Σ. ..., απασχολήθηκε στο ξενοδοχείο της εταιρείας από της κατασκευής του και μέχρι εκείνη την ήμερα. Ειδικότερα απασχολήθηκε κατά το από 1-7-1993 μέχρι 30-6-1998 χρονικό διάστημα, ως διευθυντής του ξενοδοχείου της, ως ρεσεψιονίστ, ημερήσιος και νυκτερινός, στις περιπτώσεις νυκτερινών αφίξεων πελατών, ως υπεύθυνος προμηθειών του ξενοδοχείου, μέσων και υλικών που εξυπηρετούν τους λειτουργικούς σκοπούς του ξενοδοχείου, ως εκπρόσωπος της εταιρείας, ενώπιον παντός νομικού ή φυσικού προσώπου, διοργάνωνε κατ' έτος, προγραμμάτιζε και επέβλεπε τις ετήσιες τακτικές συντηρήσεις του ξενοδοχείου, η Γενική Συνέλευση των μετόχων με την πλειοψηφία των 9.748, εκπροσωπούσαν τα 2/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, αναγνώρισε δε και αποδέχτηκε ότι η εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα, υπόλοιπο για τις μέχρι τότε εργασίες και υπηρεσίες του, 46.000.000 δρχ. Στο πρακτικό αυτό, αφού "αφηγηματικά" αναφέρονται τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα περί της διάρκειας και του περιεχομένου των υπηρεσιών που παρείχε ο ενάγων στην εναγόμενη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, η εναγόμενη εταιρεία αναγνωρίζει αφηρημένως και κατά νόμιμο τύπο την παραπάνω οφειλή της προς τον ενάγοντα από τις προαναφερόμενες άκυρες προφορικές συμβάσεις εργασίας, λόγω έλλειψης της ειδικής άδειας της Γ.Σ. του αρθρ. 23° παρ. 2 του ν. 2190/1920, και συνεπώς καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων νέα εξ υπαρχής σύμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η οποία εντάσσεται στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361) και αφού τηρήθηκαν οι διατυπώσεις της εν λόγω διάταξης, είναι έγκυρη, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της, τα οποία κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα.
Η εναγόμενη αρνούμενη την αγωγή, προέβαλλε τον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει απαίτηση, ισχυρισμός που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης. Ωστόσο, τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, και η απαίτηση του ενάγοντος που αναγνωρίστηκε από την εναγόμενη, αποδείχθηκαν πλήρως ιδίως από το προσκομιζόμενο επίμαχο πρακτικό Γ.Σ, καθώς και από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... και ... και δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Σημειωτέων ότι αφενός μεν η εναγόμενη δεν αμφισβητεί ακριβώς την παροχή εργασίας του ενάγοντος, αλλά το ύψος της οφειλής που εντέλει αναγνωρίστηκε από την γενική συνέλευση, κάνοντας λόγο για υπέρογκες αμοιβές, αφετέρου δε ο ήδη αποβιώσας μέτοχος του 1/3 του κεφαλαίου της εναγόμενης κατά τον επίδικο διάστημα ..., που δεν ήταν παρών κατά την επίμαχη Γ.Σ, και εφεξής διατύπωσε διαφωνίες σχετικά με την κατάρτιση συμβάσεων εργασίας μεταξύ των διαδίκων, που αφορούσαν όμως σε μεταγενέστερα του επίδικου διαστήματα, ουδέποτε προσέβαλλε τις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Εξάλλου, το ζήτημα της σχετικής απαίτησης δεν αμφισβητεί ούτε ο έτερος μέτοχος ... με την ένορκη βεβαίωση που προσκομίστηκε στο παρόν δικαστήριο [ βλ φύλλο 4: “…για τα προηγούμενα χρόνια, 1991-1998, που λόγω της οικονομικής αστάθειας δεν λαμβάναμε μισθό..»], αλλά ομοίως κάνει λόγο για υπέρογκες αμοιβές, επιχειρώντας αβάσιμα, να δικαιολογήσει την αναγνώριση χρέους που περιλήφθηκε στο επίμαχο πρακτικό Γ.Σ ως κατ’ επίφαση ενέργεια που στόχευε στην δικαιολόγηση μεταγενέστερων υψηλών μισθών των αμοιβόμενων για την εργασία τους μετόχων. Το επιχείρημα αυτό που υιοθετείται από την εναγόμενη, δεν έχει έρεισμα στην λογική και δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, συνεπώς, κρίνεται απορριπτέο, ομοίως απορριπτέος και ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης.
Περαιτέρω, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η επίμαχή απόφαση της Γ.Γ αποτελεί απλή επιβεβαιωτική αναγνώριση χρέους, ή ακόμη περισσότερο ότι η ένδικη σύμβαση αναγνώρισης χρέους είναι αιτιώδης, το κύρος της οποίας εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας που βρίσκεται στις ως τώρα ενοχικές σχέσεις αφού αναφέρεται η αιτία στο έγγραφο της αναγνώρισης, και δεν δημιουργείται νέα ενοχή. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, εφόσον όπως βεβαίωσαν ενόρκως αμφότεροι οι μάρτυρες απόδειξης που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όταν ο ενάγων και ο αδελφός του ... προκειμένου να διασφαλίσουν τις απαιτήσεις τους έναντι της εναγόμενης, ζήτησαν κατά το έτος 1998 τη νομική συμβουλή του δικηγόρου ..., ο τελευταίος τους είπε ότι για το παρελθόν πρέπει να ξεκαθαριστεί τι οφείλεται και να καταλήξουν σε ένα χρηματικό ποσό, το οποίο θα αποδέχεται η εταιρεία ότι τους οφείλει, ενώ για το μέλλον πρέπει να αποφασίζει η Γενική Συνέλευση για να μπορούν να εργάζονται ως Διευθυντής και συντηρητής, αντίστοιχα (βλ. τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των παραπάνω μαρτύρων). Εκ των ανωτέρω, σαφώς συνάγεται ότι η ένδικη αναγνώριση της παραπάνω οφειλής της εναγόμενης έναντι του ενάγοντος, δυνάμει της υπ’αριθμ. …/30-6-1998 απόφασης της τακτικής Γ.Σ. των μετόχων της, αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας νέας, αυτοτελούς και ανεξάρτητης από το κύρος της βασικής αιτίας, ενοχής, αφού η βασική σχέση (σύμβαση εργασίας) που συνέδεε τα δύο διάδικα μέρη ήταν άκυρη, όπως προαναφέρθηκε, για τον λόγο αυτό εξάλλου, ο προαναφερόμενος δικηγόρος είχε υποδείξει προκειμένου να αποδεσμευθεί η νέα αυτή ενοχή από το κύρος της βασικής σχέσης και να διευκολυνθεί η ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος, να προβεί η εναγόμενη στην ένδικη αναγνώριση του επιδίκου χρέους της, πράγμα το οποίο και έπραξε. Αυτή την (αναιτιώδη) αναγνώριση χρέους, θα μπορούσε να προσβάλει η εναγόμενη μόνο λόγω ύπαρξης ελαττωμάτων, πράγμα το οποίο δεν κάνει εν προκειμένω. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα – εναγόμενη αποδεικτικά στοιχεία, ούτε από την προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση του ..., η οποία αξιολογήθηκε σχετικά με το περιεχόμενό της ανωτέρω, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η θυγατέρα του εν λόγω μετόχου όσο και ο υιός του αποβιώσαντος ..., συμμετέχουν πλέον στο δ.σ της εναγομένης, αμφότεροι αμοιβόμενοι για τις εργασίες που παρέχουν και συμπλέοντας στις λαμβανόμενες αποφάσεις γ.σ της εναγομένης, σε αντίθεση με τον ενάγοντα που πλέον δεν συμμετέχει σε αυτό (δ.σ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επομένως, που έκρινε όμοια ως προς την ένδικη απαίτηση του ενάγοντος, πηγάζουσα από αφηρημένη υπόσχεση χρέους, δεν έσφαλε, απορριπτομένου του σχετικού 2ου λόγου της έφεσης. Εξάλλου, η επίδικη αναγνώριση χρέους εκ μέρους της εναγόμενης, δεν εμπίπτει στις αναφερόμενες στη διάταξη του Κ.Ν 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών”, απαγορεύσεις και, επομένως δεν απαιτείτο ειδική άδεια από την τακτική συνέλευση των μετόχων της, απορριπτόμενων των όσων αντιθέτων υποστηρίζει η εναγομένη ως αβασίμων κατ'ουσίαν που επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης. Σημειωτέων, ότι ορθά απέρριψε ως μη νόμιμη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την ένσταση της 5ετούς παραγραφής που προέβαλλε η εναγόμενη, καθόσον η απαίτηση του ενάγοντος, όπως εκτίθεται στην αγωγή (πηγάζουσα από την αφηρημένη αναγνώριση χρέους) παραγράφεται μετά από 20 έτη (βλ άρθρα 249 και 250 ΑΚ) απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. στις 21-12-2002, αποφάσισε τη μετατροπή της ένδικης οφειλής της προς τον ενάγοντα σε ευρώ (ήτοι 134.996,33 ευρώ), (βλ. το υπ' αριθμ. …/21-12-2002 πρακτικό του Δ.Σ. της εναγομένης). Εν συνεχεία με την υπ' αριθμ. …/18-11-2005 απόφαση της επαναληπτικής Έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της εναγόμενης εταιρείας αποφασίζεται η ανάθεση στον Πρόεδρο του Δ.Σ. (ενάγοντα) της διαχείρισης της ως άνω αναγνωρισθείσης οφειλής, εξαιτίας όμως άλλων προτεραιοτήτων και συγκεκριμένα εξυπηρέτησης του τραπεζικού δανεισμού της εναγόμενης, ο οποίος έβαινε προς το τέλος, για άλλη μια φορά δεν κατέστη δυνατή η εξόφληση της. Ακολούθως με την υπ' αριθμ. …/30-6-2008 απόφαση της, η επαναληπτική Τακτική Γ.Σ. των μετόχων της εναγόμενης εταιρείας αποφάσισε την «επικαιροποίηση» (επανάληψη της ήδη αναγνωρισθείσης οφειλής) της οφειλής προς το πρόσωπο του ενάγοντος και εξουσιοδοτούσε τον Πρόεδρο σε συνεργασία με τον Νομικό Σύμβουλο και το Λογιστή της εταιρείας να δρομολογήσει την εξόφληση της οφειλής της εταιρείας, μεταξύ άλλων, και προς τον ενάγοντα. Εν τέλει η Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της εναγόμενης εταιρείας του έτους 2012, η οποία συγκλήθηκε νομίμως με την υπ' αριθμ. …/30-5-2012 απόφαση του Δ.Σ με την υπ' αριθμ. …/30-6-2012 απόφαση της, επικαιροποίησε για άλλη μια φορά την επανειλημμένως αναγνωρισθείσα οφειλή της προς το πρόσωπο του ενάγοντος. Αφού καθυστερούσε η εξόφληση της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, με την από 31-12-2014 εξώδικη δήλωση του ο τελευταίος, που κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη εταιρεία στις 2-1-2015, έθεσε εκ νέου στη νέα διοίκηση την ικανοποίηση της ως άνω αναγνωρισθείσας οφειλής προς το πρόσωπο του χωρίς καμία απάντηση. Επανήλθε με την από 6-12-2016 εξώδικη δήλωση του, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην εναγομένη εταιρεία, με την οποία ζητούσε για άλλη μια φορά την εξόφληση της ένδικης αξίωσης του, οπότε στις 22-12-2016 έλαβε την από 21-12-2016 απαντητική επιστολή της εναγομένης, στην οποία για πρώτη φορά, το νέο Δ.Σ. δεν αναγνωρίζει πλέον καμία οφειλή ή υποχρέωση για το χρονικό διάστημα που προηγείτο της ανάληψης των καθηκόντων του. Επομένως, από όλα όσα προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη εξακολουθεί να οφείλει στον ενάγοντα για τις παραπάνω αιτίες το παραπάνω ποσό των 134.996,33 ευρώ. Τέλος, ο ισχυρισμός της εναγόμενης, ότι η άσκηση της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος είναι καταχρηστική, καθόσον επιδιώκει την είσπραξη ανύπαρκτης απαίτησης με μοναδικό σκοπό την πρόκληση βλάβης στη νέα διοίκηση της εναγόμενης, της οποίας την εξαιρετική πορεία και προσπάθεια με κερδοφόρα αποτελέσματα, δεν αποδέχεται, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί τα επικαλούμενα από την εναγομένη περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος του ενάγοντος καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης του ως άρθρου 281 ΑΚ, όπως ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το παραπάνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, αφού δεν αποδείχθηκε όχληση της εναγόμενης κατά την προγενέστερη ημερομηνία της 29ης-11-2014, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Σημειωτέων ότι ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού της εν λόγω απαίτησης με έτερη απαίτηση της εναγόμενης ύψους 14.474 ευρώ, που απορρίφθηκε σιγή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον η εν λόγω φερόμενη απαίτηση της εναγόμενης, αφενός προέκυψε ως υπόλοιπο ταμείου κατά δήλωση του μέλους του δ.σ της εναγόμενης και νυν προέδρου αυτής, ..., αφετέρου δεν αποτέλεσε αντικείμενο αξιόπιστου λογιστικού ελέγχου (δεν κρίνεται ως τέτοιος ο έλεγχος του ορκωτού λογιστή ... που καταγράφηκε στην προσκομιζόμενη από 24-10-2017 έκθεση, καθόσον όπως ο ίδιος βεβαιώνει σ’αυτήν, η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν αποτελεί έλεγχο ή επισκόπηση σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ελέγχου ή τα διεθνή πρότυπα ανάθεσης εργασιών).
Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εναγόμενης στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του [άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ] κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του παραβόλου των 150€ στο Δημόσιο Ταμείο. Ακολούθως, η Β΄ έφεση, που αναφέρεται στο κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης με το οποίο απορρίφθηκε η επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, και ασκήθηκε επικουρικά, για την περίπτωση που θα ευδοκιμήσει η κύρια έφεση και απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής, κατέστη άνευ αντικειμένου, διότι δεν πληρώθηκε η ανωτέρω αίρεση και το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί καθόλου με αυτήν (Εφ.Πειρ. 789/2014, Εφ.Πειρ. 145/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λαρ. 534/2014, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους την α) από 28.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../2018, (αριθ. καταθ. Εφετείου .../11/2018) έφεση και την β) από 24.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2018, (αριθ. καταθ. Εφετείου .../12/2018) επικουρική έφεση, κατά της με αριθμό 254/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου.
Δέχεται τυπικά αυτές .
Απορρίπτει την από 28.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../2018, (αριθ. καταθ. Εφετείου .../11/2018) έφεση .
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των εκατό ευρώ (100€) στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στα Χανιά στις 25 Αυγούστου 2021 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ