ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΕφΑθ 3158/2015 Ανάκληση φορολογικής δήλωσης - Διαδικασία - Διαχρονικό δίκαιο - Υποχρέωση τήρησης ενδικοφανούς διαδικασίας - Απαράδεκτη ανάκληση δήλωσης φόρου ζύθου το πρώτον με προσφυγή

Αριθμός:
3158
Έτος:
2015
Δικαστήριο:
Τόπος:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
29/06/2015
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΔΕΕ, 2/2016, σελ. 290 - 293
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ, 125/2016, σελ. 351 - 351
Αρ. Λέξεων:
2862
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Φορολογία επί ζύθου. Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δικαίωμα επιστροφής εισπραχθέντων κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου φόρων. Αρχή της δικονομικής αυτονομίας, της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ανάκληση φορολογικών δηλώσεων λόγω πραγματικής ή νομικής πλάνης. Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (4174/2013). Διέπει και τη φορολογία επί ζύθου. Υποβολή τροποποιητικής δήλωσης, η οποία αναφέρεται στη συμπληρωματική δήλωση του προϊσχύσαντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, πλην συμπεριλαμβάνει κατά την αληθή έννοια της διάταξης και την ανάκληση υποβληθείσας δήλωσης στην περίπτωση νομικού ή πραγματικού σφάλματος. Δυνατότητα ανάκλησης και σε μεταγενέστερο έτος της υποβολής της δήλωσης και μέχρι του χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου. Αποκλειστική η διαδικασία ανάκλησης. Έλλειψη δυνατότητας άσκησης αυτοτελούς προσφυγής προς ανάκληση της δήλωσης, όπως στο προϊσχύσαν καθεστώς. Καθιέρωση ειδικής διοικητικής διαδικασίας με υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της πράξης προσδιορισμού φόρου και οποιασδήποτε εκτελεστής πράξης που σχετίζεται με τη φορολογική υποχρέωση προσώπου. Τέτοια είναι και η ρητή πράξη απόρριψης της τροποποίησης δήλωσης ή του αιτήματος επιστροφής φόρου είτε και η τεκμαιρόμενη απόρριψή τους. Κρίση ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε το πρώτον με την προσφυγή του ΚΔΔ να ανακαλέσει τις τριμηνιαίες δηλώσεις του φόρου ζύθου, αλλά όφειλε να υποβάλει τροποποιητικές δηλώσεις στη ΔΟΥ και σε περίπτωση απόρριψης να ακολουθήσει την ενδικοφανή προδικασία του άρθρου 63 του ΚΦΔ, η επί της οποίας και μόνο απόφανση της Διοίκησης μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο. Απορρίπτει την προσφυγή.

Επιμέλεια Περίληψης:
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός Αποφάσεως: 3158/2015
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 20ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Αποτελούμενο από τους Μηνά Μηναδάκη, Πρόεδρο Εφετών ΔΔ, Κυριακή Μεσαριτάκη –Εισηγήτρια και Κωνσταντίνα Κλουτσινιώτη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Χαρίκλεια Τσαπακίδου δικαστική υπάλληλο
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20-5-2015 για να δικάσει την από 20-2-2015 προσφυγή [ΠΡΦ …/2015 ]
Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία ‘‘... ΑΕ’’, που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής [… αρ ..] εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του Πληρεξουσίου Δικηγόρου Ιωάννη Σταυρόπουλου με δήλωση του άρθρου 133 παρ2 ΚΔΔ
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε δια του Δικαστικού Πληρεξουσίου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αναστάσιου Σπυρόπουλου με δήλωση του άρθρου 133 παρ2 ΚΔΔ και
Περί της επιστροφής φόρου ζύθου χρήσεως 2009
Κατόπιν το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Επειδή, για την υπό κρίση προσφυγή οφείλεται παράβολο 10.000,00 [ενόψει του αναλογούντος 246.604,00] ευρώ, [βλ το …/16-2-2015 σημείωμα πληρωμής παραβόλου της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών- Τμήμα Δικαστικό], το οποίο υπερβαίνει το ανώτατο ποσό των 3000,00 ευρώ, που προβλέπεται από το άρθρο 277 παρ 3 ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 45 παρ 1 ν 3900/2010 –Α’213 ότι πρέπει να καταβληθεί προκειμένου να εκδικασθεί η προσφυγή. Επομένως, νομίμως σύμφωνα με την ίδια διάταξη έχει καταβληθεί παράβολο 3000 ευρώ από το οποίο 1/3 δηλαδή 1000 ευρώ με συμψηφισμό κατά την κατάθεση της προσφυγής [βλ το …/17-2-2015 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών- Τμήμα Εσόδων] και τα υπόλοιπα 2/3 ήτοι 2000 ευρώ κατά τη συζήτηση [βλ το …/13-5-2015 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Αμαρουσίου ].
Επειδή, με την προσφυγή αυτή, που άσκησε απευθείας στο δικαστήριο, η προσφεύγουσα ανακαλεί τις τριμηνιαίες δηλώσεις του φόρου επί του ζύθου, που είχε υποβάλει για τη χρήση 2009 κατά το κεφάλαιο ότι οι διατάξεις του άρθρου 39 του από 24/9- 20/10/1958 ΒΔ/τος,όπως ακολούθως τροποποιήθηκαν, που προβλέπουν την είσπραξη του φόρου αυτού, αντίκεινται στο άρθρο 3 παρ2 της Οδηγίας 92/12 /ΕΟΚ και ήδη 1 παρ2 της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ και είναι ανίσχυρες,ζητά δε να της επιστραφεί ο φόρος,που κατέβαλε με βάση τις ως άνω δηλώσεις, ύψους 12.330.180,19 ευρώ, χωρίς να τον οφείλει, εντόκως από την ημερομηνία της αχρεώστητης καταβολής.
Επειδή αντίγραφο της προσφυγής, με επιμέλεια της προσφεύγουσας κατ’ άρθρο 126 παρ1 ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 ν 3900/2010, έχει επιδοθεί στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών [βλ την …/24-2-2015 έκθεση επίδοσης της Δικ. Επιμ. του Πρωτοδικείου Αθηνών …], ανεξαρτήτως του ότι η Φορολογική Αρχή δεν προβάλλει καν ότι δεν έλαβε εγκαίρως γνώση της προσφυγής και υπέστη από αυτό κάποια δικονομική βλάβη.
Επειδή, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το δικαίωμα επιστροφής φόρων, που έχουν εισπραχθεί από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου αποτελεί συνέπεια και συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί από το δίκαιο αυτό στους ιδιώτες. Ελλείψει δε κοινοτικής ρυθμίσεως όσον αφορά την απόδοση των αχρεωστήτως εισπραχθέντων εθνικών φόρων, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται κατ’ αρχήν να ορίσει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία ασκήσεως του δικαιώματος αυτού [αρχή της δικονομικής αυτονομίας] υπό τον όρο, πάντως, ότι αυτές δεν είναι ούτε λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες, που διέπουν ομοειδείς εσωτερικής φύσεως απαιτήσεις [αρχή της ισοδυναμίας] ούτε διαμορφωμένες κατά τρόπο ώστε να καθιστούν ιδιαίτερα δυσχερή την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος [αρχή της αποτελεσματικότητας], το σεβασμό του οποίου έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν τα εθνικά δικαστήρια [ΣτΕ 2208,2381,4214/2013, 460,471,476/2014 όπου και παραπομπές σε αποφάσεις του ΔΕΚ].
Επειδή, στο άρθρο 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας,που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν 2717/1999[ Α’97], ορίζεται ότι ‘’ Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων που η εκδίκασή τους έχει ανατεθεί, με ειδική διάταξη νόμου, σε άλλα διοικητικά δικαστήρια’’. Διοικητικές δε διαφορές ουσίας είναι, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, και οι διαφορές που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας [πδ 331/1985,Α’ 116], σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ 4 του νδ 4486/1965 [Α’131], οι οποίες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 285 παρ1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εξακολουθούν να ισχύουν[βλ. ΣτΕ 834/2010 Ολ.,3363/2013]. Ειδικότερα, ως τέτοιες διοικητικές διαφορές, κατά την παρ4 του άρθρου 8 του νδ 4486/1965, είναι και οι διαφορές ‘’ α]..β]..γ] δια την αναγνώρισιν φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως δ] δια την ανάκλησιν, μερικήν ή ολικήν της φορολογικής δηλώσεως του φορολογουμένου και ε] δια την επιστροφήν φόρων, τελών, εισφορών κλπ’’.
Επειδή, εξάλλου, όπως έχει κριθεί, κατά τις αρχές που διέπουν την ανάκληση των φορολογικών δηλώσεων, ο φορολογούμενος δεσμεύεται μεν καταρχήν από τη φορολογική του δήλωση, μπορεί, όμως, να την ανακαλέσει, εν όλω ή εν μέρει, αν, λόγω σφάλματος νομικού ή πραγματικού, εκτός αυτού, που ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων, που οφείλεται δε σε πλάνη ή άλλη εύλογη αιτία, περιλήφθηκε σ’ αυτήν φορολογητέα ύλη ανύπαρκτη ή υπερβαίνουσα την πραγματική ή μη υποκείμενη σε φόρο. Περαιτέρω, κατά τις ίδιες αρχές, η ανάκληση της φορολογικής δήλωσης μπορεί να γίνει είτε με ιδιαίτερη ανακλητική δήλωση, που υποβάλλεται στην αρμόδια φορολογική αρχή, είτε και ευθέως με προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου[ ΣτΕ 2941-2943/2000 Ολ., 848/2008, 593/2011].Στη συνέχεια, όμως, ενόψει της ρύθμισης της παρ4 του άρθρου 61 του προϊσχύοντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος [ν 2238/1994, Α’ 151], με την οποία θεσπίσθηκε ειδική διαδικασία για την ανάκληση της φορολογικής δήλωσης λόγω συγγνωστής πλάνης, κρίθηκε ότι αντικείμενο της εν λόγω ρύθμισης αποτέλεσε η ανάκληση της φορολογικής δήλωσης λόγω πραγματικής και όχι νομικής πλάνης και ότι, συνεπώς, για την ανάκληση της φορολογικής δήλωσης λόγω πραγματικής πλάνης είναι υποχρεωτική η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στις διατάξεις της παρ4 του άρθρου 61 του ν 2238/1994, χωρίς να είναι δυνατή, στην περίπτωση αυτή, η ανάκληση της δήλωσης το πρώτον ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου [ΣτΕ 2372/2012]. Αντιθέτως, ως προς τη νομική πλάνη, κατά την νομολογία, διατηρήθηκε και υπό την ισχύ της ως άνω διάταξης η ευχέρεια του φορολογούμενου να την προβάλει ευθέως με προσφυγή χωρίς να υποχρεούται προηγουμένως να υποβάλει ανακλητική δήλωση στην αρμόδια ΔΟΥ [ ΣτΕ 884/2005,3432/2007,1115/2010,3130/2014].
Επειδή, στη συνέχεια, με το ν 4174/2013-Α’170 θεσπίσθηκε ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, ο οποίος καθορίζει τη διαδικασία, που πρέπει να ακολουθείται για τον προσδιορισμό και την είσπραξη των δημόσιων εσόδων καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση στην κείμενη νομοθεσία,που ρυθμίζει τα έσοδα αυτά[ άρθρο 1]. Οι διατάξεις του Κώδικα,που τέθηκαν σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2014, εκτός αν ορίζουν αυτές διαφορετικά [άρθρο 67], εφαρμόζονται κατά το άρθρο 2, μεταξύ των άλλων, στο φόρο εισοδήματος και φπα καθώς και σε κάθε φόρο, τέλος ή εισφορά, για τη βεβαίωση ή είσπραξη των οποίων κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα, εφαρμόζονται αναλόγως οι αντίστοιχες διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος ή φπα. Επομένως, από 1-1-2014 ο Κώδικας Φορολ. Διαδ/σίας διέπει και τη βεβαίωση του φόρου επί του ζύθου του άρθρου 12 ν 1080/1980 –Α’246, δοθέντος ότι ως προς τη βεβαίωση και την είσπραξή του η παρ 3 του άρθρου ρητώς παραπέμπει στις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος του νδ 3323/1955,όπως εκάστοτε ισχύουν ήτοι ν 2238/1994 και ήδη ν 4172/2013. Ειδικότερα, με τον Κώδικα επιχειρήθηκε, καθόσον αφορά την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, η ένταξη σε ενιαίο κείμενο των σχετικών ρυθμίσεων των υπαγόμενων σε αυτόν φορολογιών, προβλεπομένης υπό το καθεστώς του Κώδικα, εκτός της αρχικής και της υπό επιφύλαξη δήλωσης, της τροποποιητικής κατ’ άρθρο 19 παρ1, την οποία υποχρεώνει τον φορολογούμενο να υποβάλει,όταν διαπιστώσει ότι η αρχική δήλωσή του περιέχει λάθος ή παράλειψη. Η τροποποιητική δήλωση αναφέρεται στη συμπληρωματική δήλωση του προϊσχύσαντος καθεστώτος, συμπεριλαμβάνει όμως κατά την αληθή έννοια της διάταξης και την ανάκληση υποβληθείσας δήλωσης στην περίπτωση, που από πραγματικό ή νομικό σφάλμα ο υπόχρεος περιέλαβε στη δήλωσή του φορολογητέα ύλη, που ήταν ανύπαρκτη ή υπερέβαινε την πραγματική ή δεν υπόκειται σε φόρο. Επιχείρημα υπέρ της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής μπορεί να θεμελιωθεί στη διαδικασία του άρθρου 42,που προβλέπει ο Κώδικας για την επιστροφή φόρου, καθόσον η αξίωση του υπόχρεου για την επιστροφή φόρου, που κατέβαλε βάσει δήλωσής του χωρίς να τον οφείλει, προϋποθέτει την αντίστοιχη ανάκληση της δήλωσης. Το άρθρο αυτό προβλέπει την υποβολή έγγραφου αιτήματος από το φορολογούμενο και την καταβολή του επιστρεπτέου ποσού φόρου εντός προθεσμίας 90 ημερών από την υποβολή, αν από άλλη διάταξη της φορολογικής νομοθεσίας δεν ορίζεται διαφορετικά. Παραγράφεται δε η αξίωση επιστροφής κατά το χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδώσει πράξη προσδιορισμού φόρου. Σχετικώς, την διαδικασία της επιστροφής προκειμένου για τα νομικά πρόσωπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα ρυθμίζει η εκδοθείσα κατ’ επίκληση και της εξουσιοδοτήσεως της παρ5 του ως άνω άρθρου απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών ΠΟΛ 1287/31-12-2013 [Β’ 3366],όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ 1183/28-7-2014 απόφαση της Γενικής Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων [Β’2049]. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις του Κώδικα Φορ. Διαδ/σίας δεν αποκλείουν τη δυνατότητα, που είχε και πριν τη θέσπισή του ο φορολογούμενος, όταν στη δήλωσή του περιέλαβε ως φορολογητέα, ποσά μη υποκείμενα σε φόρο, να ανακαλέσει κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο τη δήλωση υποβάλλοντας κατά τούτο τροποποιητική της αρχικής και να ζητήσει την επιστροφή του αχρεώστητου ποσού φόρου. Μπορεί δε η ανάκληση αυτή να γίνει και σε μεταγενέστερο έτος,από εκείνο, στο οποίο υποβλήθηκε η δήλωση, μέχρις όμως του χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου. [βλ. σχετικώς και την παρ 3 του άρθρου 19, όπου ορίζει τον ίδιο χρόνο παραγραφής ως καταληκτικό σημείο υποβολής και της τροποποιητικής δήλωσης]. Η κατά τα ανωτέρω διαδικασία ανάκλησης, που θεσπίζεται από τον Κώδικα με την κατάθεση τροποποιητικής δήλωσης στη Φορολογική Αρχή είναι αποκλειστική και δεν μπορεί ο φορολογούμενος να ασκήσει αυτοτελή προσφυγή προς ανάκληση της δήλωσης και επιστροφή του βάσει αυτής καταβληθέντος φόρου. Αντιθέτως, οφείλει να υποβάλει, προηγουμένως, σχετική δήλωση στη Φορολογική Διοίκηση και σε περίπτωση, που δεν γίνει αυτή δεκτή ή παρέλθει τρίμηνη προθεσμία χωρίς να αποφανθεί η Διοίκηση επί της ανακλήσεως μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης και μόνο αν και αυτή απορριφθεί ρητά ή σιωπηρά μπορεί να προσφύγει στο διοικητικό δικαστήριο. Και αυτό διότι σε αντίθεση με την προϊσχύσασα φορολογική νομοθεσία, που πρόβλεπε την αμφισβήτηση πράξεως της Φορολογικής Αρχής απευθείας με την άσκηση προσφυγής ουσίας, ο Κώδικας Φορολ. Διαδ/σίας με το άρθρο 63 καθιερώνει ειδική διοικητική διαδικασία και υποχρεώνει τον φορολογούμενο,που αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη της Φορολογικής Διοίκησης είτε και τη σιωπηρή άρνησή της να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της υπόθεσης. Το ειδικώς προς τούτο συσταθέν διοικητικό όργανο η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ερευνά την υπόθεση και οφείλει εντός προθεσμίας 90 ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς να εκδώσει απόφαση επ’ αυτής και είτε να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την πράξη ή να την τροποποιήσει είτε να απορρίψει την ενδικοφανή προσφυγή. Μόνο κατά της απόφασης επί της ενδικοφανούς ή της τεκμαιρόμενης, λόγω παρόδου της προθεσμίας έκδοσης αυτής, απόρριψης επιτρέπεται ο φορολογούμενος να προσφύγει στο διοικητικό δικαστήριο κατά τις διατάξεις της διοικητικής δικονομίας, ρητώς προβλεπομένου,με την παρ8 του άρθρου, του απαραδέκτου της απευθείας προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο κατά οποιασδήποτε πράξης της Φορολογικής Διοίκησης, εφόσον δεν προηγηθεί κατ’ αυτής η ενδικοφανής διαδικασία. Ως πράξη δε ή σιωπηρή άρνηση,κατά της οποίας ο φορολογούμενος οφείλει να ακολουθήσει την ενδικοφανή προδικασία, νοούνται όχι μόνο οι πράξεις προσδιορισμού φόρου,που είναι αρμόδια κατ’ άρθρο 30 του Κώδικα Φορ. Διαδ/σίας να εκδίδει η Φορολογική Διοίκηση αλλά συμπεριλαμβάνεται και οποιαδήποτε εκτελεστή πράξη, που σχετίζεται με τη φορολογική υποχρέωση προσώπου,όπως είναι η ανωτέρω ρητή πράξη,με την οποία η Διοίκηση δεν κάνει δεκτή τη τροποποίηση δήλωσης ή το αίτημα επιστροφής φόρου είτε και η τεκμαιρόμενη απόρριψή τους. Τα ανωτέρω καταλαμβάνουν κάθε περίπτωση ανάκλησης ή αιτήματος για την επιστροφή φόρου,που υποβάλλονται μετά την 1-1-2014,που άρχισε να ισχύει ο Κώδικας Φορ. Διαδ/σίας, έστω και αν αφορούν φορολογικές περιόδους προγενέστερες της ισχύος του. Την άποψη αυτή ενισχύουν οι μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 66 του Κώδικα και ιδιαίτερα, η παράγραφος 5, που προβλέπει άμεσο προσδιορισμό του φόρου ή κατά περίπτωση, έκδοση πράξης διοικητικού προσδιορισμού του, για κάθε δήλωση, που υποβάλλεται μετά την ημερομηνία αυτή, ανεξάρτητα από τη χρήση, στην οποία ανάγεται, όπως επίσης και η παράγραφος 43[όπως εκ παραδρομής αναφέρεται αντί του ορθού 41] του άρθρου[ προστεθείσα με το άρθρο πρώτο παρ. Δ υποπαρ.Δ2 περ.21 ν 4254/2014], η οποία ως προς την αξίωση επιστροφής φόρου, που προβάλλεται με τροποποιητική δήλωση ή αυτοτελή αίτηση ή άλλο τρόπο και αφορά φορολογικό έτος μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα, παραπέμπει στα ισχύοντα πριν τον χρόνο αυτό μόνο για την προθεσμία παραγραφής της αξίωσης.
Επειδή, εν προκειμένω, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η ήδη προσφεύγουσα εταιρεία με τα από 19/5/2009, 6/8/2009, 19/11/2009 και 18/2/2010 έγγραφά της προς τη τότε ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών δήλωσε τα υποκείμενα σε φόρο ζύθου έσοδά της από τις πωλήσεις ζύθου στο Α’,Β’ Γ’ και Δ’ τρίμηνο του 2011 και τον αναλογούντα επ’ αυτών φόρο ύψους,αντιστοίχως, 1.915.903,89, 3.848.849,84, 4.651.600,21 και 1.913.826,25 ευρώ, τον οποίο και απέδωσε [ σχετικά τα …/20-5-2009,…/20-8-2009,… /20-11-2009 και …/19-2-2010 διπλότυπα είσπραξης ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών ]. Με την υπό κρίση προσφυγή, που άσκησε απευθείας στο Δικαστήριο, ανακαλεί τις δηλώσεις του φόρου, ζητά δε να της επιστραφεί ως αχρεώστητος ο αποδοθείς με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της καταβολής, ισχυριζόμενη ότι ο φόρος επί του ζύθου του άρθρου 12 ν 1080/1980 συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά έμμεσου φόρου και η επιβολή του, μετά την υπαγωγή του ζύθου στον ειδικό φόρο κατανάλωσης με το ν 2127/1993, είναι παράνομη, καθόσον δεν πληροί τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επιτρέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 3παρ2 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ και ήδη 1 παρ2 της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ στα κράτη μέλη η θέσπιση και άλλων, επιπροσθέτως του ειδικού φόρου κατανάλωσης, έμμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων.
Επειδή, κατόπιν των όσων εκτέθηκαν ήδη, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε το πρώτον με την προσφυγή του ΚΔΔ να ανακαλέσει τις τριμηνιαίες δηλώσεις του φόρου ζύθου, που είχε υποβάλει για τη χρήση 2014 κατά το ότι ήταν παράνομη η επιβολή του φόρου και να ζητήσει ενόψει αυτού την επιστροφή του ως αχρεώστητου. Οφειλε, αντιθέτως, εφόσον άσκησε την προσφυγή το τρέχον έτος [2015] υπό την ισχύ του Κώδικα Φορ. Διαδ/σίας, να απευθύνει την ανάκληση και το αίτημα της επιστροφής, καταρχάς, στον Προϊστάμενο ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών με την υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων και, αν αυτές δεν γίνονταν δεκτές από τη Φορολογική Αρχή είτε με ρητή πράξη της Αρχής είτε και σιωπηρώς, με την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από την υποβολή των ανακλήσεων, να επιδιώξει την επανεξέταση του αιτήματός της με την ενδικοφανή προδικασία του άρθρου 63 του Κώδικα Φορ. Διαδ/σίας, η επί της οποίας και μόνο απόφανση της Διοίκησης, ρητή ή σιωπηρή, μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο. Υποστηρίζει, ωστόσο, η προσφεύγουσα, υπεραμυνόμενη του παραδεκτού της άσκησης της κρινόμενης προσφυγής, ότι και υπό την ισχύ του ΚΔΔ εξακολουθεί να ισχύει η προαναφερόμενη ειδική διάταξη του άρθρου 1 του ΚΦΔ [πδ 331/1985[ και,συνεπώς, αμφισβητώντας η ίδια την υποχρέωσή της για καταβολή του επίδικου φόρου, ανακαλεί λόγω νομικής πλάνης, τις υποβληθείσες δηλώσεις του φόρου, η ανάκληση των οποίων, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά από τη νομολογία, μπορούσε να γίνει ευθέως ενώπιον του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαδικαστική προϋπόθεση, χωρίς να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 63 παρ 8 του Κώδικα Φορ. Διαδ/σίας, που αφορά,αποκλειστικά, την προσφυγή κατά πράξεως της Φορολογικής Διοίκησης. Όμως, κατά τα αναφερόμενα σε προηγούμενη σκέψη, από την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορ.Διαδ/σίας, οι διατάξεις του οποίου ως νεώτερες κατισχύουν προγενέστερων ρυθμίσεων, υπό το καθεστώς των οποίων, άλλωστε, είχε διαμορφωθεί και η επικαλούμενη από την προσφεύγουσα νομολογία, η ανάκληση δήλωσης φόρου, άσχετα από τη χρήση,στην οποία αφορά και αδιαφόρως αν βασίζεται σε πραγματική ή νομική πλάνη του φορολογούμενου, εφόσον ο Κώδικας δεν διακρίνει, απαιτείται να γίνει στην αρμόδια ΔΟΥ. Κατά της εκτελεστής δε πράξης, που δημιουργείται από την υποβολή της,είτε με την ρητή απόρριψη της δήλωσης είτε με την τεκμαιρόμενη,λόγω της παρέλευσης άπρακτου του τριμήνου, ο ενδιαφερόμενος, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, οφείλει να τηρήσει την διοικητική προδικασία του άρθρου 63, δυνάμενος να προσφύγει στο Δικαστήριο μόνο κατά της εκδιδόμενης επί της ενδικοφανούς προσφυγής πράξης ή της σιωπηρής απόρριψής της. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή έχουσα ως αντικείμενο την απευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου ανάκληση φορολογικών δηλώσεων και την επιστροφή του βάσει αυτών καταβληθέντος φόρου, χωρίς, προηγουμένως, να τηρηθεί η υποχρεωτική φορολογική διαδικασία του ν 4174/2013 ασκήθηκε απαραδέκτως, είναι δε αβάσιμοι οι προαναφερόμενοι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί.
Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή. Εκτιμώντας όμως τις συνθήκες της υπόθεσης και ειδικότερα ότι ο Κώδικας Φορ. Διαδ/σίας έχει προσφάτως τεθεί σε ισχύ και ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν στην προσφεύγουσα εύλογες αμφιβολίες ως προς τη τηρητέα διαδικασία ανακλήσεως δηλώσεως φόρου, ενόψει και της μέχρι τότε κρατούσας νομολογίας επί του θέματος, καθώς και των συνεπειών του απαραδέκτου της προσφυγής από τη μη τήρησή της το Δικαστήριο κρίνει ως προς το παράβολο ότι δεν πρέπει να της καταλογισθεί το υπόλοιπο οφειλόμενο, το δε ήδη καταβληθέν να αποδοθεί σε αυτή καθώς επίσης να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου[ άρθρα 275 παρ1 και 277 παρ 9 ΚΔΔ].
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου.
Αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να καταλογισθεί στην προσφεύγουσα το υπόλοιπο οφειλόμενο παράβολο.
Απαλλάσσει αυτή από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2015 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 29 Ιουνίου 2015 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΜΗΝΑΣ ΜΗΝΑΔΑΚΗΣ
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΣΑΡΙΤΑΚΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΤΣΑΠΑΚΙΔΟΥ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα