ΑΠΟΦΑΣΗ 322/2020
(γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής .../29-6-2018)
(ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής .../29-6-2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Κιζιρίδου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Μελπομένη Τσιρίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει τη με γενικό αριθμό κατάθεσης .../29-6-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης .../29-6-2018 αγωγή περί κλήρου.
ΕΝΑΓΟΥΣΑ: ..., κάτοικος ... Θεσσαλονίκης (οδός ...), με ΑΦΜ ..., που παραστάθηκε δια των προτάσεων που κατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Στέφανος Οικονόμου (Α.Μ. 6242), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της από 6-11-2018 εξουσιοδότησης.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ: ..., κάτοικος ... Θεσσαλονίκης (οδός ...), με ΑΦΜ ..., που παραστάθηκε δια των προτάσεων που κατέθεσε η πληρεξούσια δικηγόρος του Χριστίνα Αβραμίδου (Α.Μ. 4810), δυνάμει της από 5-11-2018 εξουσιοδότησης.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε, δυνάμει της από 23-1-2019 πράξης ορισμού δικασίμου και δικαστή της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω.
AΦOY MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TO NOMO
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1825 και 1827 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που υφίσταται κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης, εκείνος που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά (μεριδούχος) δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα, η οποία (διαθήκη) κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη. Ο μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου, του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είτε εξ ολοκλήρου είτε του ελλείποντος, κατά το ποσοστό της οποίας αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, κατά το άρθρο 1871 του Α.Κ., αντικείμενα της κληρονομιάς, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομιάς που αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 1440/2010, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 του ΑΚ συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομία, κατά τον χρόνο αυτόν, περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου, ως και οι δαπάνες απογραφής. Ακολούθως, προστίθενται και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και, επίσης, οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατο του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προστίθενται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 1831 ΑΚ, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Οι δωρεές προστίθενται, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος της δωρεάς. Έτσι, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας μεριδούχου (κατιόντων και γονέων του κληρονομουμένου, καθώς και του επιζώντος συζύγου): α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Εξεύρεση της αξίας της κληρονομιάς "με εκτίμηση" σημαίνει ότι, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ως αξία της κληρονομιάς δεν νοείται η αγοραία αξία, αλλά η πραγματική αξία αυτής, η οποία εξευρίσκεται με εκτίμηση, η οποία, σε ομαλές οικονομικές συνθήκες, συμπίπτει, κατά κανόνα, με την αγοραία αξία. Ειδικότερα δε, εφόσον πρόκειται να υπολογιστεί η αξία της οικοσκευής του κληρονομουμένου, που αποτελείται από διάφορα αντικείμενα (π.χ. έπιπλα, αντίκες, διακοσμητικά αντικείμενα, σερβίτσια, ασημικά, κοσμήματα κ.λ.π.) πρέπει να προσδιορίζεται η αξία καθ` ενός αντικειμένου χωριστά, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα που προσδιορίστηκε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) αν προκύπτει ότι τίποτε δεν έχει καταλειφθεί σ` αυτόν, σχηματίζεται ένα κλάσμα, με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός, που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει, έτσι, τη νόμιμη μοίρα του. Κατά το ποσοστό αυτό, ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος σε όλα τα κληρονομιαία πράγματα (ΑΠ 5/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στοιχεία τα οποία πρέπει να διαλαμβάνονται στην παραπάνω αγωγή είναι: α) το ονοματεπώνυμο του κληρονομουμένου, ο τόπος, ο χρόνος και η κατοικία ή διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου του, β) η κατά τους νόμιμους τύπους σύνταξη της διαθήκης, με την οποία έχει προσβληθεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, γ) το περιεχόμενο της πιο πάνω διαθήκης, δ) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος και ειδικότερα το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του, ε) όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, εξ αδιαθέτου αυτόν που πέθανε και η εξ αδιαθέτου μερίδα που θα έπαιρνε ο ενάγων μεριδούχος, στ) η αξία των αντικειμένων της κληρονομιάς, κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη και η αξία των περιουσιακών στοιχείων που έχει αφήσει τυχόν ο κληρονομούμενος στον ενάγοντα μεριδούχο, ζ) το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που λείπει και δικαιούται να λάβει ο μεριδούχος ενάγων, η) η κατοχή και κατακράτηση από τον εναγόμενο ως κληρονόμο των αντικειμένων της κληρονομίας και θ) το αίτημα (ΑΠ 1440/2010 ΕλλΔνη 2011.473, ΕφΑΘ 4181/2008 ΕλλΔνη 2009.593 - Κ. Παπαδοπούλου: Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος Β`, εκδ. 1995 παρ. 39 επ). Όταν όμως ουδέν κατέλειπε ο διαθέτης στον μεριδούχο δεν υπάρχει ανάγκη αποτιμήσεως της κληρονομίας αλλά ούτε και να αναφέρεται η αξία των καταλειφθέντων στον εναγόμενο συγκληρονόμο περιουσιακών στοιχείων (ΟλΑΠ 769/1970 ΝοΒ 19.334, ΑΠ 721/2010, ΑΠ 1231/2009, ΑΠ 948/2008, ΕφΘες 2040/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι με την αγωγή περί νόμιμης μοίρας, η οποία είναι και η περί κλήρου αγωγή, ζητείται ορισμένο ποσοστό - κλάσμα της κληρονομίας και δη είτε επί όλων των υπαρκτών κλήρονομιαίων αντικειμένων είτε επί μερικών μόνο εξ αυτών, χωρίς να ενδιαφέρει η αξία τους, ως μη επιδρώσα στη διαμόρφωση του, οριζομένου από τον νόμο, ποσοστού της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου επί της κληρονομίας. Επίσης, στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή ουδέν καταλείπεται στον μεριδούχο, εφόσον δεν προβάλλονται από τον ενάγοντα χρέη και δαπάνες κηδείας καθώς και έξοδα απογραφής της κληρονομίας, δεν γίνεται αποτίμηση της κληρονομίας (ΟλΑΠ 769/1970 ΝοΒ 19.334) και ως εκ τούτου δεν έχουν θέση τα περί υπολογισμού της νόμιμης μοίρας, κατά τα άρθρα 1831,1833 και 1834 του ΑΚ, αφού στις περιπτώσεις αυτές ο μεριδούχος λαμβάνει ποσοστό επί κάθε υπαρκτού κληρονομιαίου στοιχείου. Το αυτό ισχύει και όταν κατά το άρθρο 1828 του ΑΚ, ο μεριδούχος αποποιείται την (ενοχική) κληροδοσία (ΑΚ1995) και ασκεί ολόκληρο το δικαίωμα του στη νόμιμη μοίρα. Αν τούτο συμβεί, ο μεριδούχος συμμετέχει αυτουσίως σε όλα τα κληρονομιαία αντικείμενα, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του (Γεωργιάδης - Σταθόπουλος: ΕρμΑΚ, τόμ., IX, σελ. 463 στο άρθρο 1828 παρ. 14, ΕφΘες 2040/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται κατά το άρθρο 1831 παρ. 1 ΑΚ με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας, αφού αφαιρεθούν, εκτός των άλλων, τα χρέη της κληρονομίας και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου ενώ προστίθενται σ` αυτήν οι παροχές που έγιναν από τον κληρονομούμενο σε μεριδούχο, κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου. Έτσι, αν ο ενάγων μεριδούχος αποσιωπήσει τα έξοδα κηδείας ή την ύπαρξη χρεών της κληρονομίας, μπορεί ο εναγόμενος να επικαλεσθεί κατ` ένσταση τα ανωτέρω και επομένως για το ορισμένο της περί κλήρου αγωγής του νόμιμου μεριδούχου δεν απαιτείται να αναφέρονται σ` αυτήν τα χρέη της κληρονομίας, οι δαπάνες κηδείας καθώς και τα έξοδα απογραφής της κληρονομίας (ΑΠ 950/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 186/2007 Αρμ 2008.71 Εφθεσ 2223/1990 ΕλλΔνη 32.1359), το ίδιο ισχύει και όταν ο ενάγων επικαλείται ότι ουδέν περιουσιακό στοιχείο του καταλείφθηκε με την διαθήκη, οπότε δεν υφίσταται, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρέωση του να αναφέρει για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής και τις παροχές που έγιναν προς αυτόν από τον κληρονομούμενο όσο ζούσε οπότε η υποχρέωση του αυτή για συνεισφορά, η οποία συνεπάγεται, αν ασκηθεί αντίστοιχη αξίωση, τον περιορισμό ή και τον μηδενισμό του μεριδίου του στην πραγματική ομάδα της κληρονομιάς, μπορεί να αντιταχθεί εναντίον του με ένσταση (ΑΠ 1704/2010 Νόμος, ΑΠ 95/2010 ΧρΙΔ 2010.771, ΑΠ 1081/1990 ΕλλΔνη 1992.77, ΕφΘες 2040/2012 ΕφΛαρ 11/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1871, 1872 και 1873 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι ο εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή υποχρεούται να αποδώσει αυτούσια τα αντικείμενα της κληρονομιάς, όπως αυτά προσδιορίζονται στις δύο πρώτες από τις διατάξεις αυτές, εκείνα δηλαδή που ήταν κληρονομιαία από την αρχή ή το αντικατάλλαγμα αυτών και μόνον εφόσον δεν είναι σε θέση, από οποιαδήποτε αδυναμία, αντικειμενική ή υποκειμενική, υπαίτια ή ανυπαίτια, να προβεί σε αυτούσια απόδοση, ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (909, 910, 913 AΚ). Τούτο δεν έχει την έννοια ότι σ` αυτή την περίπτωση χωρεί άλλη αγωγή, αλλά ότι χωρεί μεν η περί κλήρου αγωγή, η οποία όμως έχει διάφορη έκταση και αποτέλεσμα, εφόσον αφενός μεν περιλαμβάνει μόνον τον κατά την επίδοση της αγωγής πλουτισμό (909), αφετέρου δε για την εξεύρεση του πλουτισμού θα ληφθεί υπόψη όχι μεμονωμένα το συγκεκριμένο αντικείμενο που ζητείται με την αγωγή, αλλά ολόκληρη η κληρονομιά και οι δαπάνες που έγιναν γι' αυτήν (βλ.Γ. Μπαλή «ΚληρΔ» έκδ. 5η παρ. 210 σ. 335, Βαμβέτσο ΕΕΝ 28/343 επ., Τριανταφυλλόπουλο ΕΕΝ 28/194). Επομένως, συνάγεται αναγκαίως από τα ανωτέρω ότι αν η αγωγή περί κλήρου έχει ως αντικείμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση την αξία των κληρονομιαίων, η οποία αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος, δεν είναι νόμιμη, εφόσον τέτοια αξίωση δεν παρέχεται στον με την περί κλήρου αγωγή ενάγοντα και πρέπει ν' απορρίπτεται ως τέτοια, δηλαδή ως μη νόμιμη (βλ.Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τ. 2ος, παρ. 28α. σελ 86 - 87). Η περίπτωση αυτή είναι διαφορετική από εκείνη, στην οποία με την περί κλήρου αγωγή ζητείται ο πλουτισμός του pro herede κατέχοντος τα κληρονομιαία, εφόσον η αξίωση αυτή προβλέπεται από το άρθρο 1873 ΑΚ, πλην όμως, για να είναι ορισμένο το αγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει α) την αξία ολόκληρης της κληρονομιάς, β) τον πλουτισμό του εναγόμενου κατά το χρόνο της επιδόσεως της αγωγής και γ) την αδυναμία του τελευταίου να προβεί σε αυτούσια απόδοση των κληρονομιαίων (βλ.ΕφΘεσ 6/1990 Αρμ. 1990/18, ΠΠρΑθ 1663/2010, ΠΠρΑθ 2452/2010 ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι κληρονομικές διαφορές, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου είχε ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και εν ελλείψει αυτής τη διαμονή του. Η θεσπιζόμενη με την εν λόγω διάταξη ειδική δωσιδικία της κληρονομίας είναι αποκλειστική και υπερισχύει ακόμη και των αποκλειστικών δωσιδικιών των εταιρικών σχέσεων (ΚΠολΔ 27), της τοποθεσίας του ακινήτου (ΚΠολΔ 29) και της περιουσίας (ΚΠολΔ 40). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον όμως αυτές συνδέονται προς την ελληνική πολιτεία, με κάποιο στοιχείο που θεμελιώνει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Συνεπώς, επί κληρονομικών διαφορών για τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, αποκλειστικώς αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο της κατοικίας ή διαμονής του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου του, υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, όταν ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του ή τη διαμονή του, στην Ελλάδα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 ΑΚ, οι κληρονομικές σχέσεις, με το στοιχείο αλλοδαπότητας, διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε. Η εν λόγω διάταξη υιοθετεί την αρχή της ενότητας της κληρονομίας και ορίζει εφαρμοστέο επί της κληρονομίας κινητών και ακινήτων, οπουδήποτε και αν βρίσκονται, το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου ιθαγένειας του κληρονομουμένου. Εξάλλου από την ίδια διάταξη (ΑΚ 28) προκύπτει ότι κατά το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου κρίνονται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας, πότε δηλαδή επέρχεται η κληρονομική διαδοχή, οι προϋποθέσεις με τις οποίες μπορεί να γίνει κάποιος κληρονόμος, ο λόγος επαγωγής της κληρονομίας και άρα, αν επέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη, το περιεχόμενο της διαθήκης, τα πρόσωπα που καλούνται να λάβουν την κληρονομία σε περίπτωση που δεν υπάρχει διαθήκη, η αναξιότητα, η σχολάζουσα κληρονομία, η κτήση και η αποποίηση της κληρονομίας, οι σχέσεις μεταξύ των κληρονόμων, το δίκαιο της νόμιμης μοίρας, δηλαδή ποια τα δικαιούμενα πρόσωπα, ποιο το ποσοστό τους καθώς επίσης ο τρόπος της κατάληψης και το δυνατό της προσβολής των πράξεων του διαθέτη, που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα, τα ένδικα βοηθήματα του κληρονόμου κατά του προσώπου που αντιποιείται το κληρονομικό του δικαίωμα, ο εκτελεστής διαθήκης και οι εξουσίες του, η εκποίηση κληρονομίας και τα ζητήματα διοίκησης και εκκαθάρισης της κληρονομίας (ΑΠ 2126/2017, ΑΠ 1212/2017, ΑΠ 1139/2015, ΕφΑθ 247/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕρμΑΚ Απ. Γεωργιάδη - Μιχ. Σταθόπουλου, άρθρο 28 σελ. 53-54, Β.Βαθρακοκοίλης ΕρμΑΚ τόμος Α στο άρθρο 28 σελ. 198 § 8). Περαιτέρω, ωστόσο, για τις κληρονομικές σχέσεις, ήδη από την 17.8.2015 και μόνον για τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής προσώπων των οποίων ο θάνατος επέρχεται κατά ή μετά την 17.8.2015, ισχύει ο Κανονισμός 650/2012 της 4ης Ιουλίου 2012 «σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημοσίων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου» (ΕφΘες 1207/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 4 του Κανονισμού 650/2012, «τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά το χρόνο του θανάτου έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση κληρονομικής διαδοχής στο σύνολό της». Περαιτέρω, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι συνάρτηση των άρθρων 20 επ. Κανονισμού 650/2012, τα οποία, ως υπέρτερης ισχύος, κατισχύουν του άρθρου 28 ΑΚ. Έτσι, με το άρθρο 21 παρ. 1 του Κανονισμού ορίζεται ως εφαρμοστέο δίκαιο για το σύνολο της κληρονομίας το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Κανονισμού ο κληρονομούμενος έχει δικαίωμα να επιλέξει ως δίκαιο που θα διέπει την κληρονομική του διαδοχή το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια κατά το χρόνο της επιλογής του και σε περίπτωση που έχει την ιθαγένεια περισσότερων κρατών το δίκαιο οιουδήποτε εξ αυτών. Σημειωτέον ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 σχετικά με τη διεθνή κληρονομική διαδοχή, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 2012, εφαρμόζεται μόνον στην κληρονομική διαδοχή προσώπων των οποίων ο θάνατος επήλθε κατά ή μετά την 17η Αυγούστου 2015.
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 6-7-2016 απεβίωσε ο πατέρας της, ..., κάτοικος όσο ζούσε ... Θεσσαλονίκης, ο οποίος κατά το χρόνο θανάτου του είχε πλησιέστερους συγγενείς του τα τέκνα του, ήτοι την ίδια και τον εναγόμενο. Ότι με τη νομίμως δημοσιευθείσα με αριθμό .../11-3-2015 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., ο ως άνω αποβιώσας εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο του τον εναγόμενο στα λεπτομερώς εκτιθέμενα περιουσιακά στοιχεία ακίνητα κείμενα στην ... Θεσσαλονίκης, συνολικής αξίας 35.000 ευρώ. Ότι πέραν της ακίνητης περιουσίας του, ο πατέρας της, κατά το χρόνο του θανάτου του, διέθετε τα αναφερόμενα στην αγωγή κατ΄ είδος και αξία κινητά πράγματα, συνολικής αξίας, 73.858,50 ευρώ, τα οποία αποτελούν μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας του. Ότι επομένως η συνολική αξία της καταληφθείσας στον ενάγοντα κινητής και ακίνητης περιουσίας ανέρχεται στο ποσό των 108.858,50 ευρώ. Ότι, στην ανωτέρω διαθήκη ο διαθέτης δήλωσε επίσης ότι στην κόρη του ... έχει δώσει κατά καιρούς διάφορα χρηματικά ποσά για τις ανάγκες διαβίωσής της και τις σπουδές των τέκνων της, τα οποία επιθυμεί να συνυπολογιστούν στη νόμιμη μοίρα και το κληρονομικό της δικαίωμα, ωστόσο τα ανωτέρω δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, καθόσον ο αποβιώσας πατέρας της ουδέποτε της είχε δώσει κάποιο χρηματικό ποσό. Ότι ο εναγόμενος δυνάμει της υπ΄ αρ. .../16-12-2016 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο ... με αριθμό ..., αποδέχτηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία. Ότι ο διαθέτης πατέρας της ουδέν περιουσιακό στοιχείο της κατέλειπε και ως αναγκαία κληρονόμος του, δικαιούται νόμιμης μοίρας, το ποσοστό της οποίας ανέρχεται σε 1/4 εξ αδιαιρέτου και ειδικότερα δεδομένων των ποσοστών κυριότητας που είχε ο αποβιώσας πατέρας της επί των κληρονομιαίων ακινήτων και κατέλειπε στον εναγόμενο, δικαιούται ποσοστό 4/64 εξ αδιαιρέτου επί α) του υπ΄ αρ. ... οικοπέδου, που βρίσκεται στο υπ΄ αρ. ... Ο.Τ. του συνοικισμού ..., με την επ΄αυτού οικία και β) του υπ΄ αρ. ... αγροτεμαχίου του αγροκτήματος ..., έκτασης 15.875 τ.μ. και ποσοστό 3/128 εξ αδιαιρέτου του υπ΄ αρ. ... κληροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «...» στη δημοτική κοινότητα ..., έκτασης 19.155 τ.μ., καθώς και ποσοστό ¼ επί της κινητής περιουσίας του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί, κατ΄ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, α) να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό της νόμιμης μοίρας της (1/4) στα παραπάνω αναφερόμενα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία του αποβιώσαντος πατέρα της και β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει, κατά το ανωτέρω ποσοστό (1/4) κάθε περιουσιακό στοιχείο που κατέλειπε ο αποβιώσας πατέρας τους, άλλως σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης να της καταβάλλει το ισάξιο του μεριδίου της ποσό των 27.214,62 ευρώ, κατά το οποίο έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της χωρίς νόμιμη αιτία, νομιμότοκα από την επομένη του θανάτου του πατέρα της και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αρ. ... ηλεκτρονικό παράβολο) παραδεκτά και αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στ. ΙΙ μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι ο ως άνω κληρονομουμένος, παρά το ότι όπως προκύπτει από το απόσπασμα της υπ΄ αρ. .../2016 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του, είχε ιταλική ιθαγένεια, είχε την τελευταία κατοικία του στην ... του Νομού Θεσσαλονίκης (άρθρα 64 και 4 του Καν. ΕΕ 650/2012, 1, 7, 8, 9, 10, 11, 14 παρ. 2, 30 του ΚΠολΔ), σύμφωνα δε με το άρθρο 21 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό δίκαιο, το οποίο διέπει εν προκειμένω τις κληρονομικές σχέσεις του ως άνω αποβιώσαντος, δεδομένου ότι ο τόπος συνήθους διαμονής του κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν η Ελλάδα. Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού η ενάγουσα επικαλείται τον θάνατο του κληρονομουμένου, την κατά τους νόμιμους τύπους σύνταξη της διαθήκης με την οποία έχει προσβληθεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της και το περιεχόμενο αυτής, όλους τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του διαθέτη και την εξ αδιαθέτου μερίδα, που θα λάμβανε η ίδια ως μεριδούχος, την συγγενική της σχέση προς τον διαθέτη, από την οποία απορρέει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της επί της κληρονομίας, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι αφενός μεν με την αναφορά της ενάγουσας στην κρινόμενη αγωγή ότι ο εναγόμενος προέβη στην προαναφερόμενη αποδοχή της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας σαφώς συνάγεται ότι ο τελευταίος κατέχει και κατακρατεί τα κληρονομιαία αντικείμενα ως κληρονόμος, αντιποιούμενος το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας επ` αυτών, αφετέρου δε η μη αναφορά στην αγωγή των χρεών της κληρονομίας και των εξόδων κηδείας του κληρονομουμένου, δεν καθιστά αόριστη την αγωγή, καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, εναπόκειται στον εναγόμενο να επικαλεστεί, κατ` ένσταση και κατά τρόπο ορισμένο την ύπαρξη τους. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο διαθέτης δεν κατέλειπε τίποτα στην ενάγουσα και δεν προβάλλονται απ΄αυτήν δωρεές εν ζωή του κληρονομουμένου καταλογιστές στη νόμιμη μοίρα, χρέη και έξοδα κηδείας αυτού, δεν παρίσταται ανάγκη αποτιμήσεως της κληρονομίας, αλλά ούτε και να αναφέρεται η αξία των καταλειφθέντων στον εναγόμενο συγκληρονόμο περιουσιακών στοιχείων (βλ. και ΕφΠειρ 262/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1710, 1711, 1712, 1724, 1813, 1825, 1831, 1832, 1833, 1871, 1872 ΑΚ, 70, 176, 218, 907, 908, ΚΠολΔ, πλην α) του αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής καθ` ο μέρος ζητείται η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της, το οποίο είναι μη νόμιμο, καθώς κατά το σκέλος αυτό πρόκειται περί αναγνωριστικής αγωγής που δεν επιδέχεται προσωρινής εκτελεστότητας, β) του επικουρικού αιτήματος περί απόδοσης της αξίας του ποσοστού της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας, αξίας 27.214,62 ευρώ, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης, το οποίο κρίνεται μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, με την περί κλήρου αγωγή, όπως η προκείμενη, ο εναγόμενος υποχρεούται να αποδώσει αυτούσια τα αντικείμενα της κληρονομιάς, ή το αντικατάλλαγμα αυτών και μόνον εφόσον δεν είναι σε θέση, από οποιαδήποτε αδυναμία, αντικειμενική ή υποκειμενική, υπαίτια ή ανυπαίτια, να προβεί σε αυτούσια απόδοση, στοιχείο που εν προκειμένω ουδόλως εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή, ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (909, 910, 913 AΚ.), στην απόδοση της αξίας των κληρονομιαίων η οποία αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αντίγραφό της έχει καταχωρηθεί, κατ΄ άρθρο 220 ΚΠολΔ, στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της (βλ. το υπ΄ αρ. .../9-7-2018 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Θεσσαλονίκης).
ΙΙΙ. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς, κατά νόμο, να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (βλ.ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 15/2017, ΤΝΠ Νόμος).
ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1874, 1875, 1876, 1877, 962, 1101, 1102 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή ως νομέας της κληρονομίας έχει ανταπαίτηση κατά του ενάγοντος κληρονόμου και παρεπομένως και ένσταση επισχέσεως του κληρονομιαίου αντικειμένου για δαπάνες που πραγματοποίησε σ` αυτό, το περιεχόμενο της οποίας, εξαρτάται από την καλή πίστη του εναγομένου και τον χρόνο της πραγματοποιήσεως των δαπανών, πριν ή μετά την επίδοση της αγωγής (ΑΠ 1369/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν ο καλόπιστος νομέας υποχρεωθεί να αποδώσει στον κληρονόμο την κληρονομία, που είχε θέσει υπό την εξουσία του, γεννώνται υπέρ αυτού ανταξιώσεις για τις δαπάνες, στις οποίες υποχρεώθηκε να προβεί. Ως δαπάνη θεωρείται γενικώς κάθε οικονομική θυσία που απολήγει σε όφελος του πράγματος. Στην περίπτωση της κληρονομίας, οι δαπάνες μπορεί να αφορούν είτε τα επί μέρους ενσώματα στοιχεία της, είτε την ομάδα καθ` εαυτήν, όπως είναι τα βάρη της κληρονομίας (φόροι), καθώς και τα κάθε είδους χρέη που ανήκουν σε αυτήν (ΑΠ 392/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο καλόπιστος νομέας πριν από την επίδοση της αγωγής δικαιούται να ζητήσει όλες τις δαπάνες στις οποίες προέβη, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι αναγκαίες, επωφελείς ή πολυτελείς και από το αν δεν επήλθε από αυτές αύξηση της αξίας των κληρονομιαίων ή αν η αύξηση αυτή δεν σώζεται κατά την απόδοση. Αρκεί η απαιτούμενη δαπάνη να μην καλύπτεται κατά τον υπολογισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α΄1875 εδ. α΄). Δεν δικαιούται όμως αυτός να αξιώσει αποζημίωση για τις συνήθεις δαπάνες συντήρησης των κληρονομιαίων, εφόσον παρέμειναν σε αυτόν τα ωφελήματα που προέκυψαν. Ο καλής πίστης νομέας μετά την επίδοση της αγωγής δικαιούται να ζητήσει, όπως και ο νομέας επί διεκδικητικής αγωγής, μόνο τις αναγκαίες δαπάνες, καθώς και τις δαπάνες για τα βάρη της κληρονομίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων (ΑΚ 1102). Ως αναγκαίες δαπάνες νοούνται εν προκειμένω αυτές που γίνονται για να διατηρηθεί το πράγμα κατάλληλο για τακτική εκμετάλλευση (ΑΚ 1101). Η αξίωση του νομέα κληρονομίας για αποκατάσταση των δαπανών μπορεί να ασκηθεί με αγωγή, ανταγωγή ή ένσταση συμψηφισμού κατά της απαίτησης του κληρονόμου για τα ωφελήματα. Σε κάθε περίπτωση, ο νομέας, καλής ή κακής πίστης, έχει δικαίωμα, για την απαίτηση των δαπανών, να αντιτάξει επίσχεση των κληρονομιαίων ενσωμάτων (ΑΚ 1876 εδ. β΄, 1106). Δικαιούται δηλαδή να αμυνθεί κατά της (καταψηφιστικής) αγωγής περί κλήρου, αρνούμενος να αποδώσει την κληρονομία ή τα επί μέρους κληρονομιαία μέχρι να ικανοποιηθεί για τις οφειλόμενες δαπάνες. Το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται μόνο κατ΄ ένσταση κατά του κληρονόμου που ζητεί την απόδοση της κληρονομίας και όχι με αυτοτελή αγωγή (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Ερμηνεία ΑΚ άρθ. 1874 επ. σελ 38-39).
Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του αρνείται την υπό κρίση αγωγή, ισχυριζόμενος ότι, λαμβανομένων υπ’όψιν των παροχών που έλαβε η ενάγουσα από τον κληρονομούμενο όσο ζούσε, χρηματικού ποσού 125.160,00 ευρώ, καλύπτεται η νόμιμη μοίρα της, ενώ ως προς τα αναφερόμενα στην αγωγή κινητά, εκθέτει ότι τα γυναικεία κοσμήματα ανήκαν στην μητέρα των διαδίκων και όχι στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα τους και διανεμήθηκαν από την μητέρα τους πριν από το θάνατό της, τα λοιπά δε αναφερόμενα κινητά δεν περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα τους. Περαιτέρω προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α) ότι η άσκηση της παρούσας αγωγής είναι καταχρηστική, διότι i) η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας έχει υπερκαλυφθεί από τις εν ζωή παροχές του πατέρα τους προς αυτήν, ii) η ενάγουσα προσθέτει στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα τους περιουσιακά στοιχεία του ίδιου και της προαποβιώσασας μητέρας τους, που είχε ήδη διανεμηθεί προ του θανάτου της, iii) η ενάγουσα παραλείπει να αναφερθεί στις εν ζωή παροχές του πατέρα τους προς αυτήν και τα πρόσωπα της οικογένειάς της. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο επιχειρείται να στηριχθεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στ. IΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, καθώς τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται ο ισχυρισμός αυτός και αν ακόμη υποτεθούν αληθινά, δεν καθιστούν καταχρηστική, κατά την ανωτέρω έννοια, την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος της ενάγουσας, δεδομένου ότι ο εναγόμενος δεν επικαλείται αδράνεια της ενάγουσας, ούτε τη συνδρομή ειδικών περιστάσεων ή συνθηκών, που να συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά της ενάγουσας, εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκε στον ίδιο η εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκήσει εναντίον του το επίδικο δικαίωμα, ούτε εξάλλου ισχυρίσθηκε ότι η ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες συνθήκες και για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρήθηκε, επάγεται δυσμενείς συνέπειες γι` αυτόν και ποιες είναι αυτές, β) ότι υποβλήθηκε σε δαπάνες υπέρ των κληρονομιαίων ακινήτων και για χρέη της κληρονομίας, και ειδικότερα κατέβαλε i) το ποσό των 227,21 ευρώ για τον ΕΝΦΙΑ έτους 2016, ii) το ποσό των 1.790,74 ευρώ για τη φορολογία εισοδήματος του έτους 2015 (του κληρονομούμενου), iii) το ποσό των 128,75 ευρώ (που αντιστοιχεί στο ποσοστό συγκυριότητας του πατέρα του) για την τακτοποίηση αυθαιρεσιών στο κληρονομιαίο ακίνητο που βρίσκεται επί της οδού ..., iv) το ποσό των 282 ευρώ για την παροχή ρεύματος κατά το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 μέχρι 28-8-2018 για το ακίνητο που βρίσκεται επί της οδού ... και v) το ποσό των 39,55 ευρώ για την δαπάνη ύδρευσης του ως άνω ακινήτου κατά το χρονικό διάστημα από 12-8-2016 μέχρι 23-8-2018. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ερειδόμενος στις διατάξεις του άρθρου 1875 ΑΚ, αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν αξιώνει με την κρινόμενη αγωγή της ωφελήματα, ώστε η ανωτέρω αξίωση του εναγομένου να ασκηθεί συμψηφιστικά, ούτε ο εναγόμενος για την απαίτηση των ανωτέρω δαπανών αντιτάσσει επίσχεση των κληρονομιαίων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στ. ΙV νομική σκέψη, οι ανωτέρω δε δαπάνες υπό στ. i και ii, που συνιστούν κατά τα εκτιθέμενα και χρέη της κληρονομίας, θα εξεταστούν κατ΄ουσίαν στα πλαίσια του άρθρου 1831 ΑΚ, λαμβανομένου υπόψη ότι εάν δεν υπάρχουν προσθετέες χαριστικές παροχές του κληρονομούμενου εν ζωή, ο μεριδούχος συμμετέχει στην κληρονομία με ποσοστό επ΄ αυτής και η αφαίρεση των χρεών της κληρονομίας και των δαπανών της κηδείας, όπως και η εν γένει εκτίμηση της κληρονομίας, είναι περιττή (βλ. και Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Ερμηνεία ΑΚ άρθ. 1831 επ. σελ. 488-489). Τέλος, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του υπέβαλε αίτημα να προσκομίσει η ενάγουσα αντίγραφα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και εκκαθαριστικά σημειώματα από το έτος 1992 μέχρι τον θάνατο του πατέρα τους το έτος 2016, προκειμένου να αποδειχτεί η οικονομική στενότητα της ενάγουσας και ακολούθως το γεγονός ότι ο κληρονομούμενος την βοηθούσε οικονομικά και άρα είχε προβεί εν ζωή σε χαριστικές παροχές προς αυτήν. Ωστόσο, το ανωτέρω αίτημα κρίνεται απαράδεκτο και ως εκ τούτου απορριπτέο, καθόσον δεν γίνεται επίκληση της κατοχής των ανωτέρω εγγράφων από την αντίδικο του αιτούντος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, όπως απαιτείται, για να είναι ορισμένη η αίτηση προς επίδειξη εγγράφου, που υποβάλλεται κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης κατά τα άρθρα 450 και 451 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 658/2010, ΑΠ 575/2004, ΑΠ 1045/2004 Νόμος), ακόμα και στην περίπτωση που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων το έγγραφο μπορεί ή πρέπει να βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου του αιτούντος (ΑΠ 1071/2000, ΕλλΔ/νη 2001/392).
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ.1γ, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αρ. .../6-11-2018 ένορκη βεβαίωση των ..., που συντάχθηκε νόμιμα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης ... που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα με πρωτοβουλία της οποίας έγινε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αρ. .../25-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...), από την υπ’ αρ. .../6-11-2018 ένορκη βεβαίωση των ... που συντάχθηκε νόμιμα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης ..., καθώς και από την υπ’ αρ. .../6-11-2018 ένορκη βεβαίωση του ..., που συντάχθηκε νόμιμα ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου έγιναν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αρ. .../31-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...), χωρίς να λαμβάνονται υπ’όψιν α) η υπ’ αρ. .../21-11-2018 ένορκη βεβαίωση των ..., που προσκομίζει η ενάγουσα με την προσθήκη επί των προτάσεών της, καθόσον για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό (ΑΠ 613/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ουδόλως δε η ενάγουσα επικαλείται εν προκειμένω τα ανωτέρω, και β) η υπ΄ αρ. .../21-11-2018 ένορκη βεβαίωση των ..., που προσκομίζει ο εναγόμενος με την προσθήκη επί των προτάσεών του, καθόσον δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση του ως άνω αποδεικτικού μέσου, από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα με την προσθήκη για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις των αντιδίκων τους, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 6-7-2016 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας των διαδίκων, ..., κάτοικος όσο ζούσε ... Ν. Θεσσαλονίκης, ο οποίος κατά το χρόνο θανάτου του είχε πλησιέστερους συγγενείς του τα τέκνα του, δηλαδή την ενάγουσα και τον εναγόμενο, που απέκτησε από τον γάμο του με την ..., ενώ κατέλειπε την υπ΄ αρ. .../11-3-2015 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... και δημοσιεύτηκε νόμιμα με το υπ’ αρ. .../2016 πρακτικό δημοσίευσης της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης (βλ. τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αντίγραφα της με στοιχεία .../2016 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου Δήμου Χαλκηδόνας, το από 24-10-2018 πιστοποιητικό οικογένειας της προξενικής γραμματείας της Ιταλίας στην Αθήνα με την επίσημη μετάφρασή του, την ανωτέρω διαθήκη με το υπ’ αρ. .../2016 πρακτικό δημοσίευσης και το υπ΄ αρ. .../21-9-2018 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης). Δυνάμει της ανωτέρω διαθήκης, ο ως άνω αποβιώσας εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο του τον εναγόμενο γιο του, επί των κατωτέρω κληρονομιαίων στοιχείων: α) ποσοστού ¼ εξ αδιαιρέτου από μία οικοδομή που είναι κτισμένη στο υπ΄ αρ. ... οικόπεδο του υπ΄ αρ. ... οικοδομικού τετραγώνου, που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του συνοικισμού ... του Νομού Θεσσαλονίκης και ήδη σήμερα στην δημοτική κοινότητα ... της δημοτικής ενότητας ... του Δήμου Χαλκηδόνας της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης και στην διασταύρωση δύο κοινοτικών οδών, από τις οποίες η μία έχει ήδη ονομασθεί οδός ... αρ. ..., εμβαδού (του οικοπέδου) 751 τ.μ., και συνορευόμενου βόρεια με κοινοτική οδό, νότια με το υπ΄ αρ. ... οικόπεδο, ιδιοκτησίας .., ανατολικά με το υπ΄ αρ. ... οικόπεδο, ιδιοκτησίας ... και δυτικά με κοινοτική οδό, αποτελούμενης (της οικοδομής) από i) υπόγεια αποθήκη-γκαράζ, εμβαδού 133,74 τ.μ., ii) ισόγειο εμβαδού 134 τ.μ., που αποτελείται από σαλόνι, καθιστικό, κουζίνα, δύο λουτροαποχωρητήρια, δωμάτιο και χωλ και iii) πρώτο όροφο που περιλαμβάνει ένα διαμέρισμα εμβαδού 130,90 τ.μ., που αποτελείται από τρία δωμάτια, σαλόνι και δύο μπάνια, αξίας 30.000 ευρώ, β) ποσοστού ¼ εξ αδιαιρέτου του υπ΄ αρ. ... αγροτεμαχίου, Γ΄ κατηγορίας, έκτασης 15.875 τ.μ., που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος ... και ήδη σήμερα στην δημοτική κοινότητα ... της δημοτικής ενότητας ... του Δήμου Χαλκηδόνας της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, στη θέση «...», και συνορεύει βόρεια με το υπ΄ αρ. ... αγροτεμάχιο, νότια με το υπ΄ αρ. ... αγροτεμάχιο, ανατολικά με το υπ΄ αρ. ... αγροτεμάχιο και με το υπ΄ αρ. ... ρέμα και δυτικά με τα υπ΄ αρ. ... και ... αγροτεμάχια, αξίας 3.500 ευρώ και γ) ποσοστού 6/64 εξ αδιαιρέτου του υπ΄ αρ. ... κληροτεμαχίου, έκτασης 19.155 τ.μ., που βρίσκεται στην δημοτική κοινότητα ... της δημοτικής ενότητας ... του Δήμου Χαλκηδόνας της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, στη θέση «...», και συνορεύει ανατολικά με αγρό ιδιοκτησίας ..., δυτικά με αγρό ιδιοκτησίας ..., βόρεια με κοινοτικό δρόμο και νότια με αγρό ιδιοκτησίας ..., αξίας 1.500 ευρώ. Την ανωτέρω κληρονομία ο εναγόμενος αποδέχτηκε δυνάμει της υπ΄ αρ. .../16-12-2016 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο ... με αριθμό .... Τα ανωτέρω αποδειχθέντα συνομολογεί και ο εναγόμενος. Περαιτέρω, στην προαναφερόμενη διαθήκη ο διαθέτης ανέφερε επίσης ότι στον εναγόμενο υιό του θα περιέλθει οποιαδήποτε άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία βρεθεί μετά τον θάνατό του, καθώς και η οικοσκευή του σπιτιού. Η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της ισχυρίζεται ότι ο αποβιώσας πατέρας τους διέθετε, κατά το χρόνο του θανάτου του, τα ακόλουθα κινητά, τα οποία αποτελούν τμήμα της κληρονομιαίας περιουσίας, ήτοι: 1) δαχτυλίδι σε σχήμα κόμπου με πράσινο σμάλτο, 2) χρυσό δαχτυλίδι, με δεμένο μαργαριτάρι πάνω σε κορώνα, 3) χρυσό δαχτυλίδι με πέτρα τιρκουάζ, 4) χρυσό δαχτυλίδι με κόκκινο ρουμπίνι, 5) δαχτυλίδι με διαμάντι ιδιαίτερης κοπής, 6) λευκόχρυσο δαχτυλίδι με διαμαντάκι, 7) χρυσό κρεμαστό σε σχήμα καρδιάς, με χαραγμένα αρχικά, ανοιγόμενο για φωτογραφία, μεγέθους περίπου 5 εκ., 8) χρυσό κρεμαστό παντατίφ με σχέδιο ανοιγόμενο για φωτογραφίες, 9) χρυσό βραχιόλι με φάρδος περίπου 6 εκ., φτιαγμένο με τεχνοτροπία «φολίδων φιδιού», 10) χρυσό, γυναικείο ρολόι μάρκας orient, με χρυσό μπρασελέ, 11) χρυσό, γυναικείο ρολόι μάρκας zenith, με χρυσό μπρασελέ, 12) τρεις χρυσές βέργες με διάφορα σχέδια, 13) πέντε χρυσές αλυσίδες λαιμού, 14) χρυσό σετ με πέτρες «Aqua Marina», που περιλαμβάνει κολιέ, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκια, 15) χρυσό κολιέ, με βέργα σπαστή, 16) πλατινένιο σταυρό, με αλυσίδα πλατίνα, 17) μία βέργα λαιμού χρυσή σπαστή, που καταλήγει σε πέτρα δάκρυ, 18) χρυσό σετ αντίκα, με ρουμπίνια και ζαφείρια, που περιλαμβάνει κρεμαστό λαιμού, δαχτυλίδι, βραχιόλι και σκουλαρίκια, 19) διάφορα χρυσά και πλατινένια σκουλαρίκια, 20) λευκόχρυσες καρφίτσες με μονογράμματα, διάφορες παραστάσεις και σχέδια, 21) 5-6 κομμάτια παντατίφ, 22) διάφορα κρεμαστά για αλυσίδες λαιμού, 23) μονογράμματα χρυσά και καρφίτσες, 24) αλυσίδες λαιμού, γυναικείες και αντρικές, τουλάχιστον 20 κομμάτια, 25) 50 τεμάχια χρυσές λίρες Αγγλίας, 26) τέσσερα ανδρικά ορολόγια, από τα οποία ένα χρυσό μάρκας orient, με χρυσό μπρασελέ, και τέσσερα μάρκας zenith, 27) χρυσά μανικετόκουμπα με πέτρες, 28) ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα με διαμαντάκια, 29) ένα ζευγάρι χρυσά μανικετόκουμπα με τα αρχικά του πατέρα τους, 30) δύο κυνηγετικά όπλα και 31) δύο ομόλογα της Τράπεζας Πειραιώς, με αρχικό εκδότη το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αξίας 10.000 ευρώ έκαστο. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι τα ανωτέρω κινητά, κάποια εκ των οποίων δεν περιγράφονται με πληρότητα και σαφήνεια, ώστε να είναι εφικτή τόσον η εξατομικευμένη αναφορά, όσον και ο ευχερής προσδιορισμός και ο αποχωρισμός εκάστου εκ των κινητών πραγμάτων από το σύνολο των ιδίων ή ομοίων κινητών πραγμάτων ή ομάδας κινητών πραγμάτων, περιλαμβάνονταν στην κληρονομιαία περιουσία του ανωτέρω κληρονομούμενου. Ειδικότερα, η ..., η μαρτυρία της οποίας περιέχεται στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ΄ αρ. .../6-11-2018 ένορκη βεβαίωση, όλως αορίστως αναφέρει ότι γνώριζε για την ύπαρξη σημαντικής αξίας κοσμημάτων και χρυσών λιρών, χωρίς ειδικότερη περιγραφή, ο ισχυρισμός της δε ότι είχε δει η ίδια κατ΄ επανάληψη στην οικία της μητέρας των διαδίκων τα κοσμήματα αυτά κρίνεται αβάσιμος, καθόσον σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σημαντικής αξίας κοσμήματα οπωσδήποτε τοποθετούνται σε ιδιαίτερο χώρο και δεν είναι εκτεθειμένα σε κοινή θέα. Περαιτέρω, και ο ... στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση αναφέρει ότι δεν είναι σε θέση να καταθέσει συγκεκριμένα για κοσμήματα ή άλλα τιμαλφή, και περιορίζεται να καταθέσει όλως αορίστως ότι «γνωρίζει γενικά ότι υπήρχαν γιατί έβλεπε πολλά από αυτά και από συζητήσεις με τον κληρονομούμενο», ισχυρισμός ωστόσο που δεν είναι επαρκής για να οδηγήσει το Δικαστήριο στην κρίση ότι τα προαναφερόμενα κινητά βρίσκονταν στην κατοχή του αποβιώσαντα πατέρα των διαδίκων και ακολούθως περιλαμβάνονταν στην κληρονομιαία περιουσία του. Επιπλέον, από τις καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου που περιλαμβάνονται στις υπ΄αρ. .../6-11-2018 και .../6-11-2018 ένορκες βεβαιώσεις που αυτός προσκόμισε, προκύπτει με σαφήνεια ότι τα κοσμήματα της μητέρας των διαδίκων είχαν ήδη διανεμηθεί πριν από το θάνατό της, οι ανωτέρω δε μαρτυρίες κρίνονται πειστικές, καθόσον έγιναν από πρόσωπα τα οποία λόγω της ιδιαίτερα στενής συγγενικής σχέσης (αδερφή της μητέρας τους, ..., σύζυγος του αδερφού της μητέρας τους, ... και πρώτος εξάδερφός τους, ...) και των επαφών που διατηρούσαν με τους γονείς των διαδίκων ήταν σε θέση να γνωρίζουν περί των ανωτέρω θεμάτων της οικογένειας των διαδίκων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι όσο ζούσε ο ανωτέρω κληρονομουμένος δεν είχε προβεί σε μεταβιβάσεις ακίνητων περιουσιακών του στοιχείων προς τους διαδίκους-τέκνα του. Περαιτέρω, ωστόσο, αποδείχτηκε ότι ο κληρονομούμενος είχε προβεί σε παροχές προς την ενάγουσα, οι οποίες είναι κρίσιμες για τον προσδιορισμό της πλασματικής κληρονομιαίας περιουσίας, επί της οποίας θα πρέπει να υπολογιστεί η νόμιμη μοίρα της. Ειδικότερα, όπως και η ενάγουσα ομολογεί, το έτος 1993 υπήρξε ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων για την οικογένειά της, καθόσον εκπλειστηριάστηκε το ποσοστό συγκυριότητας της πεθεράς της στην πατρική οικία του συζύγου της, ενώ το έτος 1999 αγοράστηκε από την ίδια έτερο ποσοστό του ίδιου ακινήτου. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που απαιτήθηκαν χορήγησαν στην πρώτη περίπτωση ο φίλος και κουμπάρος της οικογένειάς της, κ. ... και στην δεύτερη περίπτωση ο οικογενειακός φίλος ..., οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ωστόσο ουδόλως κρίνονται πειστικοί, δεδομένου ότι ο πατέρας της διέθετε οικονομική άνεση και ήταν εύλογο να ζητήσει από αυτόν βοήθεια, κρίση που ενισχύεται και από την αναφορά του κληρονομούμενου στην προαναφερόμενη διαθήκη ότι έδωσε στην ενάγουσα κατά καιρούς διάφορα χρηματικά ποσά για τις ανάγκες διαβίωσής της. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τους προαναφερόμενους μάρτυρες του εναγομένου, οι οποίοι, ως πρόσωπα ανήκοντα στο στενό συγγενικό περιβάλλον της οικογένειας, οπωσδήποτε έχουν ιδία γνώση των ανωτέρω γεγονότων από τον ίδιο τον κληρονομούμενο και την προαποβιώσασα σύζυγό του, επιπλέον δε δεν προέκυψε ότι είχαν άσχημη σχέση ή έχθρα προς την ενάγουσα, ώστε να επιθυμούν με την κατάθεσή τους να ευνοήσουν τον εναγόμενο και να βλάψουν την ίδια. Επίσης, ενώ η ίδια η ενάγουσα αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια του πατέρα της προς την ίδια, αναφέροντας μάλιστα ότι ενώ του ζητήθηκε σε αμφότερες τις ανωτέρω περιπτώσεις να συνδράμει την οικογένειά της, αυτός αρνήθηκε, στην υπ΄ αρ. .../6-11-2018 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει, η ενόρκως βεβαιώσασα ... αναφέρει ότι η ενάγουσα έλαβε μόνο μια μικρή οικονομική βοήθεια από τους γονείς της (200.000-300.000 δρχ) όταν υπήρξε ανάγκη της οικογένειάς της και συγκεκριμένα του συζύγου της. Επιπλέον, δεδομένου και του ύψους των ανωτέρω ποσών που απαιτήθηκαν, εάν πράγματι αυτά είχαν δοθεί από τα αναφερόμενα ανωτέρω πρόσωπα, τα οποία συνδέονταν με φιλική σχέση με την οικογένεια της ενάγουσας, η συμφωνία περί δανεισμού θα είχε αποτυπωθεί σε κάποιο έγγραφο, ωστόσο η ενάγουσα ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκομίζει (π.χ. έγγραφη σύμβαση, παραστατικό τράπεζας κλπ) που να ενισχύει και να αποδεικνύει τον ανωτέρω ισχυρισμό της. Επομένως, αποδείχτηκε ότι το έτος 1993, οπότε και πλειστηριαζόταν ποσοστό συγκυριότητας της πατρικής οικίας του συζύγου της ενάγουσας, ο κληρονομούμενος παρείχε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό του 1.127.785 δρχ, ώστε να πλειοδοτήσει και να το αγοράσει η ίδια (βλ. την υπ΄ αρ. .../8-11-1993 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ποσοστού ακινήτου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ουδόλως προέκυψε ότι μέρος του ανωτέρω τιμήματος κατέβαλε η ίδια η ενάγουσα και η οικογένειά της από ίδια εισοδήματα, καθόσον την συγκεκριμένη χρονική στιγμή η οικογένεια της ενάγουσας βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, γεγονός που οδήγησε και στον ανωτέρω πλειστηριασμό, καθόσον η κατάσχεση έγινε για χρέη του συζύγου της ενάγουσας, γεγονός που η ίδια ουδόλως αρνείται. Εξάλλου, από το χρόνο που ο κληρονομούμενος δώρισε στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό (8-11-1993) και μέχρι το θάνατό του (Ιούλιος έτους 2016) το νόμισμα είχε υποστεί ουσιώδη υποτίμηση, ώστε να επιβάλλεται από την αρχή της καλής πίστης κατ` άρθρο 288 ΑΚ, ο υπολογισμός της αξίας της εν λόγω παροχής, να γίνει σε δραχμές της ίδιας πραγματικής αξίας με εκείνη που αυτές είχαν κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Για τον υπολογισμό αυτό το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, την μέση τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η ανωτέρω παροχή και την αντίστοιχη τιμή αυτής κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, ώστε και δεδομένου ότι η μέση τιμή (πώλησης-αγοράς) της χρυσής λίρας Αγγλίας ανερχόταν στις 8-11-1993, που εκτιμάται ως χρόνος της παροχής προς την ενάγουσα στο ποσό των 21.840 δρχ, και στις 6-7-2016 που απεβίωσε ο κληρονομουμένος στο ποσό των 308,69 ευρώ, η αξία της παραπάνω παροχής κατά το χρόνο της συστάσεώς της αντιστοιχεί σε (1.127.785 /21.840 =) 51,63 χρυσές λίρες Αγγλίας Χ 308,69 = 15.937,66 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τα προαναφερόμενα, αποδείχτηκε ότι το έτος 1999 ο κληρονομούμενος δώρισε στην ενάγουσα το ποσό των 2.357.321 δρχ, προκειμένου να αγοράσει το ποσοστό συνιδιοκτησίας του συζύγου της επί του ίδιου ανωτέρω ακινήτου, το οποίο είχε εκπλειστηριασθεί και κατακυρωθεί σε τρίτο πρόσωπο, και πιο συγκεκριμένα στον ... δυνάμει της υπ΄ αρ. .../13-1-1994 κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που μεταγράφηκε νόμιμα (βλ. το υπ΄ αρ. .../16-3-1999 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος). Εξάλλου, από το χρόνο που ο κληρονομούμενος δώρισε στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό (16-3-1999) και μέχρι το θάνατό του (Ιούλιος έτους 2016) το νόμισμα είχε υποστεί ουσιώδη υποτίμηση, ώστε να επιβάλλεται από την αρχή της καλής πίστης κατ` άρθρο 288 ΑΚ, ο υπολογισμός της αξίας της εν λόγω παροχής, να γίνει σε δραχμές της ίδιας πραγματικής αξίας με εκείνη που αυτές είχαν κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Για τον υπολογισμό αυτό το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, την μέση τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η ανωτέρω παροχή και την αντίστοιχη τιμή αυτής κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, ώστε και δεδομένου ότι η μέση τιμή (πώλησης-αγοράς) της χρυσής λίρας Αγγλίας ανερχόταν στις 16-3-1999, που εκτιμάται ως χρόνος της παροχής προς την ενάγουσα στο ποσό των 21.560 δρχ, και στις 6-7-2016 που απεβίωσε ο κληρονομουμένος στο ποσό των 308,69 ευρώ, η αξία της παραπάνω παροχής κατά το χρόνο της συστάσεώς της αντιστοιχεί σε (2.357.321 /21.560 =) 109,33 χρυσές λίρες Αγγλίας Χ 308,69 = 33.749,07 ευρώ. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο κληρονομούμενος, πέραν των ανωτέρω, κατέβαλε και διάφορα άλλα χρηματικά ποσά στην ενάγουσα, το ύψος των οποίων ξεπέρασε το ποσό των 20.000.000 δρχ κατά την πρώτη δεκαετία του έγγαμου βίου της. Επίσης, ισχυρίζεται ότι ο κληρονομούμενος α) είχε δανειστεί από τον αδερφό του, ..., το ποσό των 8.000.000 δρχ, το οποίο παρείχε στην ενάγουσα, β) έλαβε από τον ίδιο τον εναγόμενο το ποσό των 11.000 ευρώ που ο τελευταίος είχε λάβει ως αποζημίωση από επιχείρηση όπου εργαζόταν και το έδωσε σταδιακά στην ενάγουσα. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγομένου, πέραν της αοριστίας τους, ως προς την αιτία εκάστης χαριστικής παροχής-δωρεάς και τον χρόνο που έλαβε χώρα, ουδόλως αποδείχτηκαν από τα προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο αποδεικτικά μέσα. Επιπλέον, πέραν των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε η ενάγουσα και η οικογένειά της σε προγενέστερη χρονική εποχή, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω, από τις προσκομιζόμενες από την ίδια δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, προκύπτει ότι η ίδια και ο σύζυγός της κατά τα περισσότερα έτη και ειδικότερα από το έτος 2003 και εντεύθεν είχαν εισοδήματα επαρκή για τον βιοπορισμό της οικογένειάς τους. Τα περί του αντιθέτου δε κατατεθέντα από τους μάρτυρες του εναγομένου, στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, δεν κρίνονται πειστικά, καθόσον αυτοί αναφέρονται γενικά και αόριστα σε παροχές του κληρονομούμενου προς την ενάγουσα, χωρίς οποιονδήποτε χρονικό προσδιορισμό, πέραν των ανωτέρω αποδειχθέντων παροχών. Τέλος, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο κληρονομούμενος κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό με συνδικαιούχους την ενάγουσα και τον υιό της ..., το ποσό των 3.000 ευρώ, προς απόδειξη δε αυτού του ισχυρισμού του επικαλείται και προσκομίζει την υπ΄ αρ. .../24-8-2009 απόδειξη είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας. Πράγματι, από το ανωτέρω έγγραφο προκύπτει η κατάθεση του ανωτέρω ποσού από τον κληρονομούμενο, ωστόσο αυτό δόθηκε ως δωρεά από αυτόν προς τον εγγονό του και υιό της ενάγουσας, ... και δε συνιστά παροχή προς την ενάγουσα (βλ. την υπ΄ αρ. .../24-9-2009 απόδειξη είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων). Με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στ. Ι νομική σκέψη της παρούσας, η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας υπολογίζεται ως εξής: Κατά τα προαναφερόμενα η αξία της κληρονομιάς, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 35.000 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν τα χρέη της κληρονομίας, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου, ήτοι α) το ποσό των 227,21 ευρώ, που αφορά ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους 2016 και β) το ποσό των 1.790,74 ευρώ, που αντιστοιχεί στην φορολογία εισοδήματος του φορολογικού έτους 2015 του κληρονομούμενου (βλ. την από 29-8-2016 ειδοποίηση πληρωμής φόρου ΕΝ.Φ.Ι.Α. και το από 2-6-2016 εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογικού έτους 2015 που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος), επομένως, η αξία της κληρονομιάς, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 32.982,05 ευρώ. Στο ποσό αυτό προστίθενται οι κατά τα ανωτέρω υπολογισθείσες αξίες των παροχών του κληρονομούμενου προς την ενάγουσα, δεδομένου ότι η τελευταία δεν επικαλείται στην αγωγή της και δεν αποδεικνύει άλλες παροχές του κληρονομούμενου προς τον εναγόμενο, ποσών 15.937,66 ευρώ και 33.749,07 ευρώ, ώστε η πλασματική κληρονομική ομάδα, ανέρχεται στο ποσό των (32.982,05 + 15.937,66 + 33.749,07 =) 82.668,78 ευρώ. Το ποσό αυτό διαιρούμενο δια του αριθμού των τέκνων του κληρονομούμενου, δηλαδή δια του 2, δίνει το ποσό των 41.334,39 ευρώ, που αποτελεί την εξ αδιαθέτου μερίδα κάθε τέκνου. Διαιρούμενο περαιτέρω το ποσό αυτό δια του 2, αφού η νόμιμη μοίρα είναι το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας κατ` άρθρο 1825 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, δίνει το ποσό των 20.667,19 ευρώ, που αποτελεί τη νόμιμη μοίρα κάθε τέκνου, επομένως και της ενάγουσας. Έναντι αυτής της νόμιμης μοίρας διατέθηκε κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (15.937,66 + 33.749,07 =) 49.686,73 ευρώ (δεδομένου ότι κάθε παροχή από ελευθεριότητα που έγινε από τον κληρονομούμενο στο μεριδούχο, μετά το ν. 1329/1983, όπως στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, είναι κατά νόμο καταλογιστέα, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά, γεγονός που δεν αποδεικνύεται στην προκείμενη περίπτωση), επομένως έχει υπερκαλυφθεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας. Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν έχει κανένα κληρονομικό δικαίωμα στα στοιχεία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, αφού γίνει δεκτή η προβληθείσα ένσταση περί καλύψεως της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας με εν ζωή χαριστικές παροχές του κληρονομουμένου προς αυτήν, που προβλήθηκε από τον εναγόμενο, να απορριφθεί η κρινομένη αγωγή, ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μεταξύ τους συγγένειας διότι αυτοί είναι αδελφοί, ήτοι συγγενείς εξ αίματος και δεύτερου βαθμού (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2020. και θεωρήθηκε αυθημερόν
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ