Απόφαση

Αριθμός 798/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μουστάκα, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Κ. Δ. του Α., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής της ιδιότητας και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." που προήλθε από τη συγχώνευση της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." δι' απορροφήσεως της δεύτερης από την πρώτη εξ αυτών, που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 16/10/2007 και 3/12/2007 αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν με την πρόσθετη παρέμβαση νομικού προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 163/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4751/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/11/2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Αθηναίος ανέγνωσε την από 8/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο λόγων της αίτησης αναίρεσης.
Η αναιρεσείουσα ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι το δικαίωμα να ζητήσει κάποιος χρηματική ικανοποίηση για προσβολή της προσωπικότητάς του, υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις που προσβάλλεται η προσωπικότητα του από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά άλλου προσώπου, που προξενεί ηθική βλάβη. Στη σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία ο εντολοδόχος δικηγόρος έχει το παραπάνω δικαίωμα από τον εντολέα του, όταν πρόκειται είτε για παράνομη πράξη του τελευταίου, δηλαδή για πράξη που βρίσκεται έξω από τα όρια του δικαιώματος εντολής και είναι αντίθετη προς το νόμο, είτε πρόκειται για καταχρηστική άσκηση του άνω δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και επιπρόσθετα η πράξη να προσβάλλει τη προσωπικότητα του δικηγόρου ιδιαίτερα σε ότι αφορά την επαγγελματική αξία και υπόληψή του. Ο εντολέας δεν δικαιούται να προβαίνει σε ενέργειες από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εντολοδόχου δικηγόρου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθεί σας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της.
Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από τη προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων, ανελέγκτως και τα εξής: «... από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι κατά το δίμηνο περίπου που μεσολάβησε από τη λήξη της κανονικής άδειας της ενάγουσας (20-8-2007) μέχρι και την άκυρη καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία (14-11-2007), κατά το οποίο η ενάγουσα τελούσε σε αναρρωτική άδεια λόγω επιπλοκής της εγκυμοσύνης της, η εναγομένη με τη συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της και με την άκυρη καταγγελία της ως άνω σύμβασης προσέβαλε την προσωπικότητα της ως δικηγόρου, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την επαγγελματική αξία και υπόληψη της. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι με την ως άνω από 7-11-2007 άκυρη καταγγελία της έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία η εναγομένη την εξέθεσε ως προσωπικότητα και ως επιστήμονα, αμφισβητώντας την επαγγελματική της ακεραιότητα και την προσωπική της εντιμότητα και συνέπεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσία. Τούτο διότι σε κανένα σημείο της ως άνω από 7-11-2007 καταγγελίας δεν γίνεται αναφορά στην επαγγελματική ακεραιότητα και την προσωπική εντιμότητα και συνέπεια της ενάγουσας. Εξάλλου, με τις περιλαμβανόμενες στην ως άνω από 7-11-2007 καταγγελία φράσεις, ότι με την από 24-9-2007 αίτησή της η ενάγουσα "υπερέβη κατά πολύ τα εσκαμμένα", ότι χρησιμοποίησε "ύφος ιταμό" και ότι "ήταν υποχρεωμένη να περάσει από υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ", καθώς και από το γεγονός ότι η εναγομένη απέκρουσε τις προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας και άλλαξε την κλειδαριά του γραφείου της, δεν αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκαν σε βάρος της ενάγουσας από υπαιτιότητα της εναγομένης, συνθήκες προσβολής της προσωπικότητας και συνεπώς ηθική βλάβη αυτής θεμελιωτική της αξίωσης της για χρηματική ικανοποίηση." Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης που άσκησε η αναιρεσείουσα δικηγόρος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επίσης είχε απορριφθεί το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Έτσι που έκρινε το ως άνω Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ως προς τη μη θεμελίωση αξίωσης εκ μέρους της ενάγουσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται στον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως αβάσιμος.
Επειδή, εκ των διατάξεων των άρθρων 174, 180, 361, 648, 652, 653, 656, 669 και 672 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι ο εργοδότης, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, δεν έχει εκ της συμβάσεως εργασίας την υποχρέωση να απασχολεί πράγματι τον μισθωτό, του οποίου η απόλυση είναι άκυρη αποκρούοντας δε τις υπ' αυτού προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες δεν υφίσταται άλλες συνέπειες πλην εκείνων οι οποίες επέρχονται εκ της υπερημερίας παντός εξ αμφοτεροβαρούς συμβάσεως δανειστού. Η κατ' αρχήν, όμως, νόμιμη κατά τα ανωτέρω άρνηση του εργοδότη, να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, καθίσταται παράνομη όταν αντιβαίνει στις επιταγές του άρθρου 281 ΑΚ, ως όταν συνεπεία αυτής της άρνησης επηρεάζεται η αμοιβή του μισθωτού ή υφίσταται άλλο υλικό ή ηθικό συμφέρον τούτου, να γίνονται αποδεκτές οι υπηρεσίες του ή ακόμη όταν προσβάλλεται παρανόμως η προσωπικότης τούτου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 57 ΑΚ. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 23§2 ν. 1264/1982 αληθώς το πρώτον καθιέρωσε υποχρέωση του εργοδότη όπως απασχολεί πραγματικώς τους παρ' αυτώ εργαζομένους μισθωτούς του, των οποίων η απόλυση εκρίθη άκυρη, για τους στο νόμο αυτό οριζόμενους λόγους, πλην όμως όλες οι στη παρούσα σκέψη διατάξεις αναφέρονται σε σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν έχουν εφαρμογή, ούτε κατ' αναλογία, στην υπό των διατάξεων των άρθρων 1, 38, 39, 46, 49, 63, 91 και 92, του Κώδικος Δικηγόρων ν.δ. 3026/1954 προβλεπομένη σχέση παροχής νομικών υπηρεσιών υπό δικηγόρου βάσει της έμμισθης ιδιόμορφης εντολής, στην οποία (έμμισθη εντολή), προέχει η σχέση της απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης, ως εκ της σπουδαιότητας των ζωτικών θεμάτων του εντολέα πελάτη τα οποία διαχειρίζεται ο δικηγόρος.
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα των δύο ενδίκων αγωγών ζητούσε μεταξύ των άλλων η αναιρεσείουσα δικηγόρος να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη εταιρεία να αποδέχεται τις προσηκόντως υπ' αυτής προσφερόμενες υπηρεσίες, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης της μεταξύ τους υφισταμένης έμμισθης εντολής. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Εφετείο, όπως προκύπτει από τη προσβαλλομένη απόφαση, ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι υπήρξε κλονισμός και διαταραχή της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ εντολέα και εντολοδόχου στη σύμβαση της έμμισθης εντολής δικηγόρου, έστω και με υπαιτιότητα του εντολέα(εν προκειμένω της αναιρεσίβλητης). Με τη κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παρεβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου δια τάξεις των άρθρων 648, 656, 669, 349 και 180 ΑΚ, οι οποίες δεν ήσαν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, και έτσι κατέληξε σε ορθό αποτέλεσμα, έστω και εν μέρει διάφορη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως αβάσιμος και συνακόλουθα και η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-11-2012 αίτηση για αναίρεση της 4751/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ