Απόφαση

Αριθμός 414/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «...» που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεοφάνη Αρχιμανδρίτη και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ι. Π. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Φιλιπποπούλου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1007/2009 του ίδιου δικαστηρίου και 4045/2011 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο τότε αναιρεσείων με την από 12-12-2012 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 223/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο αποτελούμενο από άλλους δικαστές. Με κλήση του ήδη αναιρεσιβλήτου η υπόθεση επαναφέρθηκε για συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών και εκδόθηκε η 460/2015 απόφασή του, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-4-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καρυστηναίου ανέγνωσε την από 30-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 656 του Α.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 61 του ν. 4139/2013, το οποίο (σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου) καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις και συνακόλουθα την ένδικη υπόθεση που ήταν εκκρεμής ενώπιον του εφετείου στις 30-9-2014: "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού". Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (Α.Π. 359/2015). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 Α.Κ. υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια Για να είναι δε ορισμένη η σχετική ένσταση του εργοδότη, πρέπει αυτός να αναφέρει: α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται συγκεκριμένη επιχείρηση, β) τους λόγους για τους οποίους είναι κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού και γ) την ωφέλεια που θα αποκόμιζε (Α.Π. 363/2015). Τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται και στην απόφαση του δικαστηρίου, για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Α.Π. 470/2014).
2. Στην προκειμένη περίπτωση επί αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της ήδη αναιρεσείουσας είχε εκδοθεί η 2086/2004 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε αναγνωρισθεί ότι ήταν άκυρη η από 11-12-2002 καταγγελία της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και είχαν επιδικασθεί υπέρ του τότε ενάγοντος αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 11-12-2002 μέχρι 11-12-2003. Στη συνέχεια με την από 20-6-2006 αγωγή του ενώπιον του ίδιου πιο πάνω δικαστηρίου, από την οποία προέκυψε η υπό κρίση διαφορά, ο ήδη αναιρεσίβλητος, επικαλούμενος το δεδικασμένο που απέρρεε από την ανωτέρω αμετάκλητη απόφαση, ζήτησε την καταβολή των αποδοχών υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1-1-2004 μέχρι 31-12-2006. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 1007/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή έγινε εν μέρει δεκτή και, μετά από έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, η 4045/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Μετά από αίτηση αναιρέσεως του νυν αναιρεσιβλήτου εκδόθηκε η 223/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ανωτέρω εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Μετά από κλήση του ήδη αναιρεσιβλήτου η υπόθεση επαναφέρθηκε για συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Ο ενάγων είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος της ΑΣΟΕΕ και κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων MSG από το West Coast University και MBA με ειδίκευση στη Χρηματοοικονομική και στη Διεθνή Οικονομική από το Claremont Graduate School of Management και προϋπηρεσία πέντε ετών στην Εμπορική Τράπεζα, στις 29-10-1991 προσλήφθηκε από την Τράπεζα Χίου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και τοποθετήθηκε ως διευθυντής στο υπό ίδρυση κατάστημα Χαλανδρίου. Παρέμεινε δε ως το Δεκέμβριο του 1999. Ο ενάγων παρείχε άψογες υπηρεσίες στην εν λόγω τράπεζα, η δε απόδοσή του χαρακτηριζόταν βάσει των φύλλων ποιότητας "πολύ ικανοποιητική". Μετά όμως την ουσιαστική λειτουργική ενοποίηση των υπηρεσιών της «....» με αυτές της εναγομένης που περατώθηκε την 16-6-2000 αλλά είχε αρχίσει δύο έτη πριν τη συντέλεση της συγχώνευσης, άρχισε μία δυσμενής μεταχείριση του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης. Την 3-1-2000 ο ενάγων ανέλαβε τη διεύθυνση του καταστήματος ..., δυναμικότητας 18 περίπου υπαλλήλων. Στο κατάστημα αυτό ο ενάγων ζήτησε να πληρώνονται οι υπάλληλοι το σύνολο των υπερωριών, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση της διοίκησης της εναγομένης. Τέσσερις μήνες μετά τη μετάθεσή του στο κατάστημα της οδού ... ο ενάγων απομακρύνθηκε απ’ αυτό και τοποθετήθηκε σε κατάστημα (θυρίδα) που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... που εχρησιμοποιείτο ουσιαστικά ως αποθηκευτικός χώρος, χωρίς υφισταμένους και χωρίς αντικείμενο εργασίας. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε έντονα για την καταφανή αδρανοποίησή του, την οποία εύλογα θεώρησε ως βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σχέσης, πλην όμως δεν είχαν αποτέλεσμα και γι’ αυτό αναγκάστηκε να προσφύγει στην αρμόδια Επιθεώρηση την 3-8-2000. Μετά την επίδοση της πρόσκλησης για διευθέτηση της σχετικής διαφοράς, η εναγομένη τοποθέτησε τον ενάγοντα ως διευθυντή στο μικρό κατάστημα της οδού .... Όμως ο ενάγων και τη νέα αυτή τοποθέτησή του στο παραπάνω κατάστημα τη θεώρησε ως βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σχέσης, ισχυριζόμενος κατά τη συζήτηση της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας ότι το εν λόγω κατάστημα ισοδυναμούσε με θυρίδα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει προοπτική περαιτέρω εξέλιξής του σε αντίθεση με άλλους πρώην υφισταμένους του οι οποίοι είχαν αναρριχηθεί στην ιεραρχία των στελεχών της τράπεζας και για το λόγο αυτό δήλωσε ότι θα προσερχόταν στη νέα του θέση απλά και μόνο για να μη θεωρηθεί ενδεχόμενη άρνησή του ως απείθεια και με την επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων του "για την άρση της νέας βλαπτικής μεταβολής»... Στο ανωτέρω κατάστημα της οδού ..., εκτός από τον ενάγοντα, υπηρετούσαν και άλλες δύο υπάλληλοι. Συγκεκριμένα η Μ. Λ., ως ταμίας του καταστήματος, η οποία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για τις εργασίες του τμήματος καταθέσεων-αναλήψεων, έχοντας το δικαίωμα να χορηγεί σε πελάτες, με μόνη την υπογραφή της, ποσά μέχρι 2.000.000 δραχμών, και η Β. Α., ως προϊσταμένη του τμήματος καταθέσεων, η οποία είχε δικαίωμα Β’ υπογραφής και εγκριτικό όριο χρεώσεων-αναλήψεων από λογαριασμό μέχρι του ποσού των 5.000.000 δραχμών. Σημειώνεται ότι η παραπάνω υπάλληλος, ως προϊσταμένη του τμήματος καταθέσεων, τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και με την ολοκλήρωση των εργασιών είχε υποχρέωση να ελέγχει ότι όλα τα παραστατικά που είχαν συμπληρωθεί χειρόγραφα είχαν καταχωρηθεί σωστά στο ηλεκτρονικό σύστημα, να προβαίνει στις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες για εκείνα τα παραστατικά στα οποία εντόπιζε λάθη και να υπογράφει όσα παραστατικά είχαν καταχωρηθεί σωστά, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τον έλεγχό τους. Τις μεσημβρινές ώρες της 6-12-2002, ημέρα Παρασκευή, ο ενάγων, μετά από έλεγχο του δικού του λογαριασμού καταθέσεων που τηρούσε στην εναγομένη, διαπίστωσε ότι από τον ίδιο κατάστημα (της οδού ...) είχαν γίνει αναλήψεις μετρητών στις οποίες δεν είχε προβεί ο ίδιος. Αμέσως ζήτησε από τις δύο υπαλλήλους του καταστήματος τα σχετικά παραστατικά των ως άνω συναλλαγών, τα οποία, όπως διαπιστώθηκε, δεν βρέθηκαν. Κατόπιν αυτού ο ενάγων ενόψει του ότι, λόγω της εύλογης εμπιστοσύνης που είχε στις πιο πάνω υπαλλήλους, δεν ήταν απόλυτα βέβαιος ότι επρόκειτο για σκόπιμη ενέργεια, αλλά και επειδή ήθελε προηγουμένως να συνεννοηθεί για τις προαναφερόμενες καταθέσεις με τη σύζυγό του, η οποία ήταν συνδικαιούχος του παραπάνω λογαριασμού, δήλωσε στις δύο υπαλλήλους ότι τη Δευτέρα θα προέβαινε σε αναλυτικό έλεγχο των αναλήψεων και ότι, εφόσον αυτές δεν εδικαιολογούντο, θα ζητούσε τη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου. Το πρωί της Δευτέρας 9-12-2002 η Β. Α., με χειρόγραφο σημείωμά της που παρέδωσε στον ενάγοντα, ομολόγησε ότι αυτή είχε υπεξαιρέσει από το δικό του λογαραισμό διάφορα χρηματικά ποσά των οποίων δεν ενθυμείτο το συνολικό ύψος, ενώ παραδέχθηκε επίσης ότι είχε προβεί σε αναλήψεις και από το λογαριασμό δύο άλλων πελατών της εναγομένης, ήτοι του Θ. Κ., από το λογαριασμό του οποίου είχε αφαιρέσει το ποσό των 2.000 ευρώ και του Ε. Π., από το λογαριασμό του οποίου είχε αφαιρέσει το ποσό των 1.000 ευρώ. Όπως αναγράφεται στην ως άνω από 9-12-2002 έγγραφη ομολογία της στις αναλήψεις προέβαινε πρωινές ώρες, όταν τύχαινε για λίγα λεπτά να βρίσκεται μόνη της στο κατάστημα. Κατόπιν αυτού ο ενάγων ειδοποίησε αμέσως τη Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου της εναγομένης, η οποία διέταξε τη διενέργεια αυθημερόν έκτακτου ελέγχου στο εν λόγω κατάστημα από τους επιθεωρητές Γ. Θ. και Μ. Τ., οι οποίοι και συνέταξαν το από 10-12-2002 ειδικό σημείωμα. Από τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε ότι η ως άνω υπάλληλος είχε αφαιρέσει συνολικά από το λογαριασμό του ενάγοντος 2.700 ευρώ και επομένως το συνολικό ποσό που αυτή υπεξαίρεσε κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Σεπτεμβρίου 2002 μέχρι τις 3-12-2002 ανήλθε σε 5.700 ευρώ. Ειδικότερα οι ως άνω αρμόδιοι επιθεωρητές της εναγομένης διαπίστωσαν ότι η εν λόγω υπάλληλος προέβαινε στην υπεξαίρεση των χρημάτων με δύο τρόπους, δηλαδή: α) με αναλήψεις μετρητών μέσω ταμείου από τους λογαριασμούς του ενάγοντος και του πελάτη Π. Κ. και β) με μεταφορές ποσών από τους λογαριασμούς του ενάγοντος και του πελάτη Ε. Π. σε δικούς της λογαριασμούς που γίνονταν με ημερολογιακές εγγραφές εκτός ταμείου. Σημειώνεται ότι η ως άνω υπάλληλος την ίδια ημέρα που ομολόγησε την πράξη της (9-12-2002) κατέθεσε στο λογαριασμό της το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στα υπεξαιρεθέντα ποσά των δύο πελατών της τράπεζας και το οποίο αμέσως δεσμεύτηκε από την εναγομένη. Επίσης λίγες ημέρες αργότερα επέστρεψε και το ποσό που είχε αφαιρέσει από το λογαριασμό του ενάγοντος. Οι ως άνω δύο επιθεωρητές στο προαναφερόμενο από 10-12-2002 ειδικό σημείωμά τους αναφέρουν ότι ο ενάγων, κατά παράβαση σχετικών εγκυκλίων της εναγομένης: α) προέβη σε καθυστερημένη ενημέρωση της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου ενώ όφειλε να προβεί σε άμεση τηλεφωνική ειδοποίηση αυτής και β) δεν προέβαινε, όπως όφειλε να προβεί, σε έλεγχο τόσο των ημερήσιων και ημερολογιακών παραστατικών όσο και των συγκεντρωτικών καταστάσεων που παράγονται καθημερινά και αφορούν ευαίσθητες συναλλαγές (χρεωστικά υπόλοιπα, συναλλαγές με έγκριση, ημερολογιακές εγγραφές κλπ) που επιβεβαιώνεται από τη μη ύπαρξη υπογραφών του στα παραστατικά-καταστάσεις, παρά το μικρό Αριθμό συναλλαγών (70-80 ημερησίως), διατυπώνουν δε το συμπέρασμα ότι "η Β. Α. προέβη στις παραπάνω πράξεις εκμεταλλευόμενη την αποστασιοποίηση του διευθυντή Ι. Π. από τις διαδικασίες ελέγχου και τη γενικότερη εποπτεία των εργασιών του καταστήματος". Μία ημέρα μετά τη σύνταξη από τους επιθεωρητές Γ. Γ. και Μ. Τ. του από 10-12-2002 ειδικού σημειώματος, δηλαδή στις 11-12-2002, η εναγομένη προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, προσφέροντας σ’ αυτόν και τη νόμιμη αποζημίωσή του. Για να δικαιολογήσει την καταγγελία η εναγομένη επικαλέστηκε ευθύνες του ενάγοντος ως διευθυντή του καταστήματος "για τα γνωστά γεγονότα", δηλαδή για την υπεξαίρεση των χρημάτων από την πιο πάνω υπάλληλό της. Αποδείχθηκε όμως ότι η εναγομένη προέβη στην παραπάνω καταγγελία της σύμβασης συνεπεία της προηγούμενης μη αρεστής σ’ αυτή συμπεριφοράς του ενάγοντος, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, τον Αύγουστο του 2000 είχε διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά του που απέρρεαν από την εργασιακή του σχέση και συγκεκριμένα είχε εκφράσει τη δυσφορία του τόσο για τη μετακίνησή του στο κατάστημα της οδού ... όσο και για την τοποθέτησή του στη συνέχεια στο κατάστημα (θυρίδα) της οδού ..., θεωρώντας τις μετακινήσεις του αυτές ως βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σύμβασης και μάλιστα είχε ζητήσει για το σκοπό αυτό και τη διαμεσολάβηση της Επιθεώρησης Εργασίας. Οι ενέργειες αυτές του ενάγοντος, ο οποίος προηγουμένως, ως διευθυντής του καταστήματος της οδού ..., είχε ζητήσει επίσης να καταβάλλονται στο σύνολό τους οι ώρες υπερωριακής εργασίας των υπαλλήλων του καταστήματος, προκάλεσαν την εχθρότητα προς αυτόν της εναγομένης... η οποία, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της δήθεν ευθύνης του ενάγοντος για την ως άνω υπεξαίρεση που διέπραξε η υπάλληλος Β. Α., προέβη σε καταγγελία της σύμβασης. Η εν λόγω καταγγελία κρίθηκε άκυρη ως καταχρηστικά γενόμενη με την... 2086/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την... 9326/2005 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και ήδη αμετάκλητη με την... 362/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώ με την ίδια ως άνω (2086/2004) απόφαση αναγνωρίσθηκε και η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 51.63,78 ευρώ για μισθούς υπερημερίας για το διάστημα 11-12-2002 έως 11-12-2003... Η εναγομένη κατά το διάστημα 1-1-2004 έως 31-12-2006 εξακολούθησε να αρνείται τις υπηρεσίες του ενάγοντος και συνεπώς έχει περιέλθει σε υπερημερία, αφού εξαρχής έχουν αποκρουστεί αυτές οι υπηρεσίες. Η εναγομένη προτείνει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής όσον αφορά την επίδικη αξίωση των μισθών υπερημερίας για το επίδικο χρονικό διάστημα, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων καταχρηστικά αξιώνει μισθούς υπερημερίας καθόσον αδικαιολόγητα και κακόβουλα απέφευγε να ανεύρει άλλη εργασία, προκειμένου να λάβει το μισθό του από την εναγομένη χωρίς να εργαστεί, παρότι η ανεύρεση εργασίας στον τραπεζικό χώρο ήταν ευχερής, όπως ισχυρίζεται. Η εν λόγω ένσταση που αποτελεί και ουσιαστικά το μοναδικό λόγο έφεσης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 656 και 281 Α.Κ., είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αδικαιολόγητα και κακόβουλα απέφευγε την ανεύρεση εργασίας. Ειδικότερα ο ενάγων απευθύνθηκε ανεπιτυχώς να ανεύρει εργασία, μετά την απόλυσή του, ανάλογη των ικανοτήτων και προσόντων του στις τράπεζες ... κ.λπ., στα ΕΛΤΑ, ΔΕΗ και στις ιδιωτικές εταιρείες .... Αυτό οφείλεται στο ότι το 2004 ήταν 56 ετών και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες απολύθηκε, πράγμα που κατέστη γνωστό στην ελληνική αγορά. Το γεγονός της ύπαρξης μεγάλου Αριθμού τραπεζών στον ελλαδικό χώρο και της ίδρυσης νέων τραπεζών κατά το επίδικο διάστημα (2004-2006) δεν αναιρεί το ότι ο ενάγων δεν προσπάθησε να ανεύρει εργασία. Αποδείχθηκε ότι οι τράπεζες προτιμούν να προσλαμβάνουν νέους υπαλλήλους με λιγότερα προσόντα από εκείνα του ενάγοντος προκειμένου να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος και γι’ αυτό άλλωστε καταρτίζουν προγράμματα εθελουσίας εξόδου για τους παλαιότερους υπαλλήλους, ενώ επιπρόσθετα δεν θα μπορούσε να προσληφθεί ως απλός υπάλληλος ενόψει των προσόντων του, τα οποία δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη και αφετέρου δεν θα μπορούσε να προσληφθεί ως στέλεχος ενόψει των συνθηκών απόλυσης από την εναγομένη και τη μακροχρόνια αντιδικία τους, γεγονός το οποίο προφανώς είχε γίνει γνωστό στους τραπεζικούς κύκλους. Σημειώνεται ότι η μνεία εκ μέρους της εναγομένης πληθώρας αγγελιών εφημερίδων δεν συνιστά προσφορά εργασίας ισότιμης ή ανάλογης με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη ο ενάγων. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ποια είναι η ωφέλεια που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, δηλαδή ποιες είναι οι συγκεκριμένες αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο ενάγων.
Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα 1-1-2004 έως 31-12-2006 δεδομένου ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ανήρχοντο σε 3.521,64 ευρώ κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας...". Με βάση αυτές τις παραδοχές και με επί πλέον παραδοχές για το ύψος των οφειλομένων στον ενάγοντα αποδοχών υπερημερίας και για την επιδικαστέα υπέρ αυτού χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το εφετείο απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να του καταβάλει το ποσό των 153.191,34 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες σ’ αυτήν διακρίσεις) και δέχθηκε την αντέφεση του τελευταίου. Αφού δε κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, δέχθηκε εν μέρει αυτήν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 153.191,34 ευρώ και αναγνώρισε ότι αυτή του οφείλει το ποσό των 10.000 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες σ’ αυτήν διακρίσεις. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 εδ. α Κ.Πολ.Δ., δηλαδή δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 656 και 281 Α.Κ. Ειδικότερα δεν δέχθηκε, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι η τελευταία είχε προτείνει την ένσταση του άρθρου 656 εδ. β Α.Κ. (πράγματι δε, μετά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης τροποποίηση του πιο πάνω άρθρου, την ένσταση του εδ. δ αυτού), ήτοι ότι είχε δικαίωμα να αφαιρέσει από τους μισθούς υπερημερίας καθετί που ο αναιρεσίβλητος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Αντίθετα, δεχόμενο ότι η αναιρεσείουσα είχε προτείνει την ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 656 του ίδιου κώδικα και ότι στοιχείο της ενστάσεως αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, η επίκληση της ωφέλειας που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, απέρριψε την ένσταση αυτή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη με την παραδοχή ότι ο ενάγων παρά τις προσπάθειές του δεν κατόρθωσε να βρει εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη την οποία θα μπορούσε να εκτελέσει ενόψει των προσόντων του. Τα επί πλέον διαλαμβανόμενα στην προσβαλλομένη ότι "δεν αποδείχθηκε ποια είναι η ωφέλεια που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, δηλαδή ποιες είναι οι συγκεκριμένες αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο ενάγων" αποτελούσαν, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, στοιχεία της ενστάσεως της αναιρεσείουσας και της σχετικής αποφάσεως στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτή η ένσταση αυτή, για το λόγο δε ότι δεν περιέχονταν στην προεκδοθείσα 4045/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναιρέθηκε αυτή με την 223/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Και ναι μεν στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν αναγκαία, αφού έγινε δεκτό το μείζον (δηλαδή ότι ο ενάγων παρά τις προσπάθειές του δεν κατόρθωσε να βρει εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη), όμως με την παράθεσή τους το εφετείο δεν υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια διότι τέθηκαν πλεοναστικώς. Περαιτέρω, εφόσον η πιο πάνω παραδοχή τέθηκε πλεοναστικώς, το εφετείο δεν παραβίασε με αυτήν ούτε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 ν. 1876/1990 που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ούτε τις κανονιστικές συλλογικές ρυθμίσεις για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Τραπεζών-Ο.Τ.Ο.Ε. που έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πιο πάνω πλημμέλειες, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Ο ίδιος (πρώτος) λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια της παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 335, 337 και 338 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος προεχόντως διότι ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ., όπως ρητώς στην τελευταία αυτή διάταξη ορίζεται, θεμελιώνεται μόνο επί παραβάσεως κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και όχι και αυτών του δικονομικού δικαίου. Εξάλλου το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη συνδρομής των στοιχείων της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου. Επί πλέον διέλαβε στην πιο πάνω απόφασή του διεξοδικές αιτιολογίες για τις συνθήκες απολύσεως του ενάγοντος και μάλιστα παρά το ότι αυτές καλυπτόταν από το δεδικασμένο της 2086/2004 αμετάκλητης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ούτε ήταν αναγκαίο για την πληρότητα των αιτιολογιών της προσβαλλομένης να αναγράφεται σ’ αυτές: α) ποιες συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες οι αναφερόμενες στις αιτιολογίες αυτές συγκεκριμένες τράπεζες και ιδιωτικές εταιρείες ζήτησαν την πρόσληψη στελεχών σε εργασία ισότιμη προς εκείνη του αναιρεσιβλήτου, β) με ποιο μέσο επικοινωνίας γνωστοποίησαν την ανάγκη κάλυψης των κενών αυτών θέσεων, γ) ποιες συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες και με ποιο μέσον ο ενάγων απευθύνθηκε σε καθεμία από αυτές, δ) για ποια συγκεκριμένη κενή θέση έδειξε ενδιαφέρον ο ενάγων και έτυχε αρνητικής απαντήσεως, ε) ποιο ήταν το περιεχόμενο των αρνητικών απαντήσεων, στ) ποιες από τις αναφερόμενες στην απόφαση τράπεζες είχαν γνωστοποιήσει ότι επιθυμούν την κάλυψη κενών θέσεων και ότι προϋπόθεση προσλήψεως των ενδιαφερομένων σε στελεχική διευθυντική θέση αποτελούσε η μη υπέρβαση κάποιου ορίου ηλικίας, ποιες από αυτές, προκειμένου περί προσλήψεως διευθυντικών στελεχών, δεν απαιτούσαν πολύχρονη τραπεζική εμπειρία αλλά "προτιμούν να προσλαμβάνουν νέους υπαλλήλους με λιγότερα προσόντα από εκείνα του ενάγοντος", ποιες "είχαν καταρτίσει προγράμματα εθελουσίας εξόδου για τους παλαιότερους υπαλλήλους" και ποιες ήταν οι προϋποθέσεις συμμετοχής στα προγράμματα, ζ) με ποιο τρόπο οι "συνθήκες απόλυσης" του ενάγοντος και η μακροχρόνια αντιδικία του με την ίδια "προφανώς είχε γίνει γνωστή στους τραπεζικούς κύκλους", η) ποιες ήταν οι επιχειρήσεις που δημοσίευσαν την "πληθώρα αγγελιών" και ποιες κενές θέσεις εργασίας επιθυμούσαν αυτές να καλύψουν. Επομένως ο δεύτερος κατά το τρίτο σκέλος του λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος το εφετείο με τις ανωτέρω αναφερθείσες παραδοχές ότι "δεν αποδείχθηκε ποια είναι η ωφέλεια που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, δηλαδή ποιες είναι οι συγκεκριμένες αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο ενάγων" δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτές τέθηκαν πλεοναστικώς. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
3. O προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ.β Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Πράγμα επομένως, υπό την έννοια αυτή, είναι και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 25/2003, 11/1996), έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή αλλά γίνεται με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996). Εξάλλου από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 281 Α.Κ. προς εκείνες των άρθρων 262 και 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν για τη θεμελίωση ισχυρισμού καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος προβάλλονται περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη αθροιστικά, πράγματα (η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως) αποτελούν το καθένα από τα περισσότερα πραγματικά περιστατικά, εφόσον με την προσθήκη και αυτών ο σχετικός ισχυρισμός καθίσταται νόμιμος, πληροί δηλαδή, το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 281 Α.Κ. (Ολ. Α.Π. 2/1989, Α.Π. 524/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους κατωτέρω επί μέρους ισχυρισμούς, τους οποίους προέβαλε για τη θεμελίωση της ενστάσεώς της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος και τους οποίους επανέφερε με λόγους εφέσεως, ήτοι: α) ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα υπήρχε μεγέθυνση του τραπεζικού κλάδου και ραγδαία αύξηση της ζητήσεως εξειδικευμένων και έμπειρων στελεχών, όπως προέκυπτε από επανειλημμένα συγκεκριμένα δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, τα οποία αναλυτικά ανέφερε στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στο δικόγραφο της εφέσεώς της, καθώς και στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, β) ότι από τα πιο πάνω δημοσιεύματα αποδεικνυόταν η έλλειψη ανεργίας στον τραπεζικό κλάδο γενικώς και για τα πρόσωπα που είχαν τα αναφερόμενα προσόντα του ενάγοντος ειδικότερα και γ) ότι ο ενάγων, επιδιώκοντας να μείνει θεληματικά άνεργος προκειμένου να εισπράττει από αυτήν τους μισθούς υπερημερίας (και όχι το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ) δεν υπέβαλε σχετική αίτηση για να καταχωρηθεί στις καταστάσεις ανέργων του τελευταίου, με αποτέλεσμα ούτε να επιδοτηθεί λόγω ανεργίας ούτε ο ΟΑΕΔ να έχει τη δυνατότητα να του υποδείξει θέση εργασίας αντίστοιχη των προσόντων του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι ανωτέρω ισχυρισμοί ελήφθησαν υπόψη από το εφετείο και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, με την παραδοχή γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τους συγκροτούν. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου, της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου, ο αναφερόμενος πιο πάνω με το στοιχείο γ επί μέρους ισχυρισμός της εναγομένης, ο οποίος αποτελούσε ουσιώδες στοιχείο της προταθείσης από αυτήν ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος (αφού θεμελίωνε το λόγο για τον οποίο ήταν κακόβουλη η μη απασχόλησή του αλλού) και ο οποίος επαναφέρθηκε με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της, δεν ελήφθη υπόψη από το εφετείο, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί υποβολής ή μη αιτήματος για εγγραφή του ενάγοντος στις καταστάσεις ανέργων του ΟΑΕΔ. Γι’ αυτό έπρεπε κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους να γίνει δεκτός κατά τούτο ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ως βάσιμος.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως παρέχεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα νομίμως προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 295/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο κατά το δεύτερο σκέλος του λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα φύλλα των εφημερίδων: α) «...» της 12-9-2004, β) «...» της 14-3-2004, γ) «...» της 14-6-2004, δ) «...» της 2-10-2005, ε) «...» της 16-10-2005, στ) «...» της 5-2-2006, ζ) «...» της 24-9-2006 και η) «...» της 4-12-2006, από τα οποία προκύπτει η προσφορά των αναφερόμενων θέσεων εργασίας και τα οποία αυτή επικαλέστηκε και προσκόμισε για την απόδειξη του ισχυρισμού της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος Ο λόγος αυτός όσον αφορά τα έγγραφα (φύλλα εφημερίδων) που αναφέρονται πιο πάνω με τα στοιχεία γ και η είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η αναιρεσείουσα δεν τα επικαλέσθηκε ενώπιον του εφετείου (βλ. τις σελίδες 26 και 27 των από 30-9-2014 εγγράφων προτάσεών της). Όσον αφορά τα λοιπά έγγραφα, των οποίων έγινε νόμιμη επίκληση, ο λόγος αυτός είναι ωσαύτως απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από τη γενική μνεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το εφετείο σχημάτισε την κρίση του και από "τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν ανεξάρτητα αν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.)" σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες της, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα αυτά, των οποίων δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση.
5. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 του ίδιου κώδικα, Έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια για τον αναιρεσείοντα κρίση του να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το Έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν το εν λόγω Έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (Α.Π. 828/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο κατά το τέταρτο σκέλος του λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια, για τη θεμελίωση δε του λόγου αυτού εκθέτει τα εξής: Ότι για την απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας του ισχυρισμού της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος επικαλέστηκε και προσκόμισε τα αναφερόμενα στον προηγούμενο λόγο αναιρέσεως έγγραφα (φύλλα εφημερίδων). Ότι παρά ταύτα το εφετείο δέχθηκε κατά λέξη τα εξής: "Σημειώνεται ότι η μνεία εκ μέρους της εναγομένης πληθώρας αγγελιών εφημερίδων δεν συνιστά προσφορά εργασίας ισότιμης ή ανάλογης με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη ο ενάγων". Ότι έτσι, ενώ το αληθινό περιεχόμενο των προαναφερθέντων εγγράφων ήταν ότι συγκεκριμένες τράπεζες, δηλαδή οι αναφερόμενες στις αγγελίες, προσέφεραν εργασία διευθυντή για καταστήματά τους, δηλαδή "ισότιμη με την εργασία που παρείχε ο ενάγων" σ’ αυτήν (την αναιρεσείουσα), το εφετείο απέδωσε στα έγγραφα αυτά περιεχόμενο διαφορετικό εκείνου που αυτά πραγματικά έχουν και συγκεκριμένα ότι αυτά (χαρακτηριζόμενα ως "πληθώρα αγγελιών εφημερίδων") "δεν συνιστά προσφορά εργασίας ισότιμης ή ανάλογης με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη ο ενάγων". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος διότι οι προβαλλόμενες με αυτόν αιτιάσεις αφορούν όχι εσφαλμένη ανάγνωση των αναφερόμενων εγγράφων αλλά εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου τους. Σε κάθε περίπτωση όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος όσο μεν αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται πιο πάνω με τα στοιχεία γ και η διότι, όπως ήδη έχει εκτεθεί προηγουμένως, δεν προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα τα επικαλέσθηκε ενώπιον του εφετείου, όσο δε αφορά τα λοιπά διότι από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το εφετείο δεν σχημάτισε την κρίση του περί μη καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τα έγγραφα που φέρονται ως παραμορφωμένα αλλά εκτίμησε τα έγγραφα αυτά σε συνδυασμό με όλα τα άλλα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα).
6. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρεμβάσεως, της αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Α.Π. 1741/2012) αλλά και η αίτηση επιδείξεως εγγράφου, η οποία παραδεκτά μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου θεμελιώνει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, εφόσον δηλαδή με αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο του αιτούντος, προσδιορίζεται σαφώς το Έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το Έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (Α.Π. 808/2015). Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να αποφανθεί επί αόριστης ή μη νόμιμης αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου δεν υποπίπτει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 περ. γ Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, ήτοι δεν αφήνει αίτηση αδίκαστη (Α.Π. 1625/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο κατά το πέμπτο σκέλος του λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι δεν απάντησε στο αίτημα επιδείξεως εγγράφων που αυτή παραδεκτά είχε προτείνει πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Από την επισκόπηση όμως των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι το αίτημα επιδείξεως εγγράφων, το οποίο προτάθηκε επιγραμματικά με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύχθηκε για πρώτη φορά με την προσθήκη των προτάσεων της αναιρεσείουσας, είχε το εξής κατά λέξη περιεχόμενο: "Επειδή σε όλες τις προαναφερθείσες αγγελίες τραπεζών, με τις οποίες αυτές ζητούν προσλήψεις προσωπικού, μεταξύ των οποίων και εξειδικευμένων στελεχών, για να απασχοληθούν ως Διευθυντές Καταστημάτων, ζητείται η αποστολή σχετικού βιογραφικού σημειώματος (γεγονός άλλωστε πασίδηλο, προκειμένου περί προσλήψεων από μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τραπεζικές) ζητήσαμε, από τον αντίδικο, ενόψει της κρισιμότητάς τους, για την προκειμένη υπόθεση και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 450 και 451 Κ.Πολ.Δ., με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου, να προσκομίσει αντίγραφα των βιογραφικών σημειωμάτων, για την πρόσληψή του, που απέστειλε μετά τη λύση της εργασιακής του σχέσης και ιδιαίτερα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε Τράπεζες, που ζητούσαν την πρόσληψη στελεχών, για την κάλυψη κενών θέσεων, μεταξύ άλλων, και Διευθυντών Καταστημάτων τους. Ακόμη ζητήσαμε να προσκομίσει τις αντίστοιχες αρνητικές απαντήσεις. Όπως δε ζητήσαμε, στα σχετικά βιογραφικά σημειώματα να υπάρχει και ο Αριθμός πρωτοκόλλου της παραλαβούσας Τράπεζας...". Το αίτημα αυτό επαναφέρθηκε και ενώπιον του εφετείου με λόγο εφέσεως και είχε το εξής κατά λέξη περιεχόμενο: "Λόγω της κρισιμότητας, για την ένδικη υπόθεση, των προηγούμενων εγγράφων στοιχείων, η «...», όπως ήδη αναφέρθηκε, ζήτησε, νόμιμα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 450 και 451 Α.Κ.., με δήλωση που καταχωρίθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέλαβε με τις προτάσεις, να προσκομίσει ο αντίδικος τα σχετικά πρωτοκολλημένα βιογραφικά σημειώματα, που απέστειλε στις προαναφερθείσες τράπεζες, που ζητούσαν την πρόσληψη στελεχών, για την κάλυψη κενών θέσεων, μεταξύ άλλων και Διευθυντών καταστημάτων και τις αντίστοιχες απαντήσεις των τραπεζών, που έπρεπε να βρίσκονται στην κατοχή του (εάν φυσικά είχε αποστείλει βιογραφικά σημειώματα)...". Και ναι μεν το γεγονός ότι το πιο πάνω αίτημα δεν αναπτύχθηκε με τις προτάσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (αλλά για πρώτη φορά με την προσθήκη αυτών και με το δικόγραφο της εφέσεως) δεν το καθιστά απαράδεκτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, μπορούσε να προταθεί για πρώτη φορά ακόμα και στο εφετείο. Όμως σε κάθε περίπτωση ήταν απορριπτέο ως αόριστο διότι με αυτό δεν προσδιορίσθηκαν επαρκώς τα έγγραφα (βιογραφικά σημειώματα) των οποίων ζητήθηκε η επίδειξη και το περιεχόμενό τους, ιδίως όμως διότι δεν αναφέρθηκε ότι τα έγγραφα αυτά κατείχε ο ενάγων αλλά αντίθετα από τη διατύπωσή του ήταν σαφές ότι η εναγομένη αμφισβητούσε την ύπαρξη τέτοιων εγγράφων.
Συνεπώς το εφετείο, το οποίο δεν απάντησε στο ανωτέρω αόριστο αίτημα, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 9 εδ. γ Κ.Πολ.Δ. και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.
7. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-4-2015 αίτηση για αναίρεση της 460/2015 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2016.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ