Αριθμός απόφασης: 137/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Παπαδοπούλου, Εφέτη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών, και τον Γραμματέα Βασίλειο Θάνο.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαρτίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... του …, κατοίκου Ιωαννίνων, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Καραπάνου (Δ.Σ. Ιωαννίνων), και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ... του …, κατοίκου Ν. Ζωής Ιωαννίνων, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Όλγας Τσουμάνη (Δ.Σ. Ιωαννίνων), και κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, την από 10-11-2011 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης …/14-11-2011 αγωγή, σε βάρος του εναγομένου και νυν εφεσίβλητου. Επ’ αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. 247/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Κατά της ανωτέρω απόφασης, ο ενάγων κατέθεσε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 2-10-2019 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης …/7-10- 2019 έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε, με την υπ’ αριθμ. …/15-10- 2019 πράξη του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 16ης-9-2020 και, μετά από αναβολή, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 247/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, αλλά ούτε και από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής. Πρέπει, επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της, καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεσή της, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 10-11-2011 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης …/14- 11-2011 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, ο ενάγων εξέθετε ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 2007 έως την 31η Αυγούστου 2009, κατήρτισε με τον εναγόμενο διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου, δυνάμει των οποίων μεταβίβασε σε αυτόν κατά κυριότητα το συνολικό χρηματικό ποσό των 49.400 ευρώ. Ότι, κατά τη συμφωνία των μερών, τα ως άνω δάνεια έπρεπε να αποδοθούν μέχρι την 31 η-12-2009. Ότι παρόλο που παρήλθε η ορισθείσα για την απόδοση ημερομηνία, ο αντίδικός του αρνείται να του τα αποδώσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει το προαναφερθέν ποσό των 49.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1 η-1 -2010, άλλως από την 20η- 11-2010, ήτοι την επομένη της επίδοσης σε αυτόν εξώδικης όχλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, καθώς και με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του, έτρεψε το αγωγικό αίτημα εν όλω από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εν συνεχεία την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εναγών, με την υπό κρίση έφεσή του, και ζητεί, για τον αναφερόμενο σε αυτήν λόγο, που συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της, έτσι ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α' του ΚΠολΔ, η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση εάν υπάρχει αρχή εγγραφής απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Για την ύπαρξη αρχής έγγραφης απόδειξης από έγγραφο, απαιτείται αυτό να πιθανολογεί, δηλαδή να καθιστά πιθανό το αμφισβητούμενο γεγονός. Τούτο συμβαίνει όταν από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πλήρως το αμφισβητούμενο γεγονός, αλλά αναφέρονται σ' αυτό περιστατικά, από τα οποία με πιθανότητα μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την ύπαρξη του αμφισβητούμενου γεγονότος. Πότε δε το έγγραφο καθιστά πιθανό το αποδεικτέο γεγονός, είναι ζήτημα πραγματικό. Αν το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός, δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης και επιτρέπει βάσει αυτής τη μαρτυρική απόδειξη. Όταν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης από επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο έγγραφο, το δικαστήριο επιτρέπει τη μαρτυρική απόδειξη ακόμα και αν δεν προταθεί από τον διάδικο ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί αρχή έγγραφης απόδειξης, καθόσον η αναγκαιότητα της πρότασης αυτής δεν προκύπτει από την ως άνω ή από άλλη διάταξη. Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, έχει επιφυλαχθεί από τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του νόμου 2915/2001, και στις υποθέσεις αρμοδιότητας πολυμελούς και μονομελούς πρωτοδικείου που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία του άρθρου 270 του ΚΠολΔ στον πρώτο βαθμό μετά την 1η-1 -2002, αλλά και όταν οι ίδιες υποθέσεις εκδικάζονται σε δεύτερο βαθμό στο εφετείο, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1370/2018, ΑΠ 230/2014, ΑΠ 847/2009, ΕφΠειρ 47/2021, ΕφΘεσ 2253/2014 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 421 ΑΚ, αν ο οφειλέτης για να ικανοποιήσει το δανειστή αναλάβει απέναντι του νέα υποχρέωση, αυτή δεν θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από τον ερμηνευτικό της βουλήσεως των μερών κανόνα, που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η ανάληψη νέας υποχρέωσης από τον οφειλέτη, όπως είναι και η έκδοση επιταγής, προς ικανοποίηση του δανειστή, δεν επιφέρει, πριν από την είσπραξη αυτής, την εξόφληση του χρέους, διότι θεωρείται ότι έγινε χάριν καταβολής, και όχι αντί καταβολής, εκτός αν συμφωνήθηκε ή προκύπτει από τις περιστάσεις σαφώς το αντίθετο, δηλαδή ότι έγινε για την απόσβεση της αρχικής οφειλής, με τη σύσταση της νέας. Μόνη η παράδοση της τραπεζικής επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο, και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται δόση αντί καταβολής, κατά το άρθρο 419 ιδίου Κώδικα, αλλά γίνεται χάριν καταβολής. Ο οφειλέτης, με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη υποχρέωσης από αυτήν, υπόσχεται στον δανειστή του (λήπτη) ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση νέας. Με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από την επιταγή δημιουργείται μόνο ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής και για το λόγο αυτό δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης, παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής. Άλλωστε, σε αντίθεση με το χαρτονόμισμα, που είναι φορέας αξίας παρούσας και βέβαιης, η τραπεζική επιταγή, ως αξιόγραφο, είναι φορέας απαίτησης, και η αξία της εξαρτάται από την φερεγγυότητα του οφειλέτη. Έτσι, ενώ το χαρτονόμισμα χρησιμεύει για την απόσβεση της ενοχής, κατά τρόπο οριστικό και δεν μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή, το αξιόγραφο, όπως είναι και η τραπεζική επιταγή, μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή και λαμβάνεται από αυτόν, μόνον εάν αυτός θελήσει, η δε λήψη του δεν θεωρείται ότι γίνεται αντί καταβολής, εκτός εάν προκύπτει από τη συμφωνία των μερών το αντίθετο (ΑΠ 20/2018, ΕφΠειρ 156/2021 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρου 457 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ, εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο, με συνέπεια να θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου του με την επιφύλαξή της προσβολής του ως πλαστού. Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα εξής: α) Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, του ιδιωτικού εγγράφου, εμπεριέχει εντεύθεν τον ισχυρισμό του διαδίκου για τη γνησιότητά του. Ο αντίδικός αυτού έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας, ο δε διάδικος της απόδειξης αυτής, αν αμφισβητηθεί και β) εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή, η γνησιότητα της οποίας δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή, τεκμήριο που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού ΑΠ 110/2020, ΑΠ 20/2017 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ' ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρέλκυσης της εκκρεμούς δίκης. Έτσι, η διάταξη του ως άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ, απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου, προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 463 του ΚΠολΔ, είναι γενική, ενώ στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση (ΑΠ 401/2019, ΑΠ 714/2014, ΑΠ 1756/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι γνωρίζονταν επί σειρά ετών και είχαν αναπτύξει μεταξύ τους φιλική σχέση τουλάχιστον από το έτος 2000, ενώ στη συνέχεια έγιναν και κουμπάροι. Στο πλαίσιο αυτής της σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, κατήρτισαν, κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 2007 έως την 31η Αυγούστου 2009, διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου, δυνάμει των οποίων ο ενάγων μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά κυριότητα το συνολικό χρηματικό ποσό των 49.400 ευρώ. Ειδικότερα, καταρτίσθηκαν μεταξύ των μερών οι ακόλουθες δανειακές συμβάσεις, δυνάμει των οποίων μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα στον εναγόμενο το αντίστοιχο χρηματικό ποσό: α) την 1η-8-2007, ποσό 12.000 ευρώ, β) την 24η-10- 2007, ποσό 2.000 ευρώ, γ) την 15η-11-2007, ποσό 3.000 ευρώ, δ) την 28η- 2-2008, ποσό 3.000 ευρώ, ε) την 2α-4-2008, ποσό 5.000 ευρώ, στ) την 14η-4-2008, ποσό 4.000 ευρώ, ζ) την 1 η-8-2008, ποσό 5.000 ευρώ, η) την 18η-8-2008, ποσό 5.000 ευρώ, θ) την 28η-8-2008, ποσό 1.900 ευρώ, ι) την 2α-10-2008, ποσό 3.000 ευρώ και ια) την 31η-8-2009, ποσό 4.500 ευρώ. Χάριν καταβολής της υποχρέωσής του προς απόδοση των ως άνω δανείων και προς εξασφάλιση του ενάγοντος, ο εναγόμενος εξέδωσε και παρέδωσε στον ήδη αντίδικό του οκτώ επιταγές, πληρωτέες στην ..., ήτοι τις υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 15-6-2008, ποσού 5.000 ευρώ, υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 10-8-2008, ποσού 5.000 ευρώ, υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 15-8-2008, ποσού 5.000 ευρώ, υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 10-9-2008, ποσού 5.000 ευρώ, υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 10-9-2008, ποσού 4.000 ευρώ, υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 15-9-2008, ποσού 5.000 ευρώ, υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 15-11-2008, ποσού 1.500 ευρώ, υπ’ αριθμ. ..., με ημερομηνία έκδοσης 10-12-2008, ποσού 4.000 ευρώ, καθώς και την υπ’ αριθμ. ... επιταγή, πληρωτέα στη ..., με ημερομηνία έκδοσης 9-7-2010, ποσού 10.000 ευρώ. Ο εναγόμενος δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα της υπογραφής του επί των ανωτέρω επιταγών, ισχυρίσθηκε όμως ότι δύο εξ αυτών και συγκεκριμένα, οι υπ’ αριθμ. ... και ..., είναι πλαστές κατά το περιεχόμενό τους και δη, ως προς την ημερομηνία έκδοσης και το αναγραφόμενο ποσό, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την πλαστότητα. Συνεπώς και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία θέση της μείζονος σκέψης της παρούσας, ο εν λόγω ισχυρισμός του είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Λόγω δε της μη αμφισβήτησης εκ μέρους του, της γνησιότητας της υπογραφής του επί των ανωτέρω αξιογράφων, τεκμαίρεται και η γνησιότητα του περιεχομένου τους. Περαιτέρω, αρνούμενος ο εναγόμενος την κατάρτιση των ένδικων δανειακών συμβάσεων, ισχυρίσθηκε ότι όλες οι ανωτέρω επιταγές, ήταν επιταγές ευκολίας, τις οποίες εξέδωσε ο ίδιος κατόπιν συμφωνίας με τον ενάγοντα απλώς και μόνο προς χρηματική διευκόλυνση του τελευταίου και ειδικότερα, προκειμένου να τις παραδίδει σε τρίτους και να δανείζεται χρήματα από αυτούς, φρόντιζε δε πάντοτε να αποδίδει τα δάνεια πριν την αναγραφόμενη σε κάθε επιταγή, ημερομηνία, και έτσι παραλάμβανε τα σώματα των επιταγών. Ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται ως αβάσιμος στην ουσία του, καθώς αν πράγματι η έκδοση των ανωτέρω επιταγών αποσκοπούσε στην πρόσκαιρη χρηματική διευκόλυνση του ενάγοντος, ο τελευταίος θα είχε επιστρέφει τα σώματα αυτών στον ήδη αντίδικό του μετά την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο εκδόθηκαν, ενέργεια στην οποία, όμως, δεν προέβη, καθώς τα σώματα των εν λόγω αξιογράφων εξακολουθούν να βρίσκονται στην κατοχή του, δοθέντος ότι τα προσκόμισε στο πρωτότυπο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Από τα ανωτέρω, έχοντα αποδεικτική δύναμη, έγγραφα, πιθανολογήθηκε το αποδεικτέο γεγονός της κατάρτισης των ένδικων δανειακών συμβάσεων και, συνεπώς, υπάρχει εν προκειμένω αρχή έγγραφης απόδειξης, που επιτρέπει την μαρτυρική απόδειξη. Από την κατάθεση δε της προταθείσας από τον ενάγοντα, μάρτυρος, η οποία εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αποδείχθηκε η κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων, ενόψει και του γεγονότος ότι η κατάθεση αυτής ενισχύεται και από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα, κατάσταση αναλυτικής κίνησης του λογαριασμού καταθέσεων που διατηρεί ο τελευταίος στην ..., και στην οποία εμφαίνονται αναλήψεις από τον λογαριασμό του σε ημερομηνίες που ταυτίζονται με τις ημερομηνίες που συνήφθησαν οι ένδικες συμβάσεις, ενώ και το ύψος του χρηματικού ποσού της αντίστοιχης ανάληψης ταυτίζεται με αυτό που μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα στον εναγόμενο την ίδια ημέρα. Με βάση όλα τα ανωτέρω, δεν καταλείπεται αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι καταρτίσθηκαν οι διαδοχικές συμβάσεις δανείου που επικαλείται ο ενάγων, δυνάμει των οποίων ο αντίδικός του έλαβε κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των 49.400 ευρώ. Περαιτέρω, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι ορίσθηκε μεταξύ των μερών συγκεκριμένη ημερομηνία απόδοσης των δανείων αυτών, ούτε ότι προηγήθηκε της άσκησης της αγωγής, εξώδικη καταγγελία του ενάγοντος, δοθέντος ότι ο τελευταίος δεν προσκόμισε σχετική έκθεση επίδοσης προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού του. Συνεπώς, θέση καταγγελίας επέχει η επίδοση της ένδικης αγωγής (βλ. σχ. ΑΠ 1182/2019, ΕφΠειρ 22/2021 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), μετά την παρέλευση μηνάς από την οποία (επίδοση), κατ’ άρθρο 807 ΑΚ, ήταν αποδοτέα τα δάνεια. Παρόλο δε που παρήλθε εν προκειμένω το ανωτέρω χρονικό διάστημα, εντούτοις ο εναγόμενος αρνείται να τα αποδώσει. Ο επικουρικώς υποβληθείς ισχυρισμός του τελευταίου ότι η αξίωση του αντιδίκου του υπέπεσε σε παραγραφή, διότι από την ημερομηνία έκδοσης εκάστης εκ των προαναφερθεισών επιταγών παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς η ένδικη αγωγή δεν ερείδεται σε αξίωση από επιταγές, αλλά στις δανειακές συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ των μερών. Η εκ μέρους δε του εναγομένου έκδοση και παράδοση στον αντίδικό του των προαναφερθέντων αξιογράφων, δεν επέφερε απόσβεση της ενοχής που απορρέει από τις δανειακές συμβάσεις, καθώς η παράδοση των επιταγών στον ενάγοντα δεν συνιστά καταβολή, κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε θεωρείται δόση αντί καταβολής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην οικεία νομική σκέψη. Με βάση όλα τα ανωτέρω, ο ενάγων διατηρεί απαίτηση σε βάρος του αντιδίκου του, ύψους 49.400 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο περί τούτου, λόγο της έφεσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου, να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 49.400 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της παρέλευσης ενός μηνάς από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος - ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αντιδίκου του, λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα, του παράβολου που καταβλήθηκε για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 247/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει την από 10-11-2011 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης …/14- 11-2011 αγωγή.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων (49.400) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της παρέλευσης ενός μηνάς από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εφεσίβλητο - εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος - ενάγοντος, τα οποία ορίζει, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου άσκησης έφεσης, που κατατέθηκε με το υπ’ αριθμ. 1437984 παράβολο Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στα Ιωάννινα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ