Αριθμός 767/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο - Εισηγητή, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «... ΑΑΕ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παπαχρονόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «... ΑΕ», ως καθολικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΕ», που εδρεύει στον … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Κούκλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21.11.2006 αγωγή προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη και την από 03.01.2007 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και αγωγή αποζημίωσης της εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΕ», που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2549/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 932/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 2078/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 3872/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12.12.2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εργατικών διαφορών) ασκήθηκαν: (α) η από 21.11.2006 αγωγή των (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη) Δ. Κ., Γ. Κ. και Ε. Κ. κατά της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΕ», καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη, στη συνέχεια, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... ΑΕ» (ήδη αναιρεσίβλητη), με την οποία (αγωγή) οι ανωτέρω ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης συνεπεία θανάτου του συγγενούς τους Η. Κ., που απασχολείτο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας στην πιο πάνω εταιρεία, και (β) η από 03.01.2007 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση με ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή, την οποία άσκησε η ως άνω εναγομένη κατά της ήδη αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας και με την οποία αυτή, επικαλούμενη τη συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση ασφαλίσεως εργοδοτικής αστικής ευθύνης, ζήτησε, σε περίπτωση ήττας της στην κύρια δίκη, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας (αναιρεσείουσας) να της καταβάλει κάθε ποσό που τυχόν θα υποχρεωθεί να καταβάλει η ίδια στους κυρίως ενάγοντες.
Επί των ανωτέρω, αγωγής και προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, εκδόθηκε η με αριθμ. 2549/2010 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο διέταξε το χωρισμό της δίκης και αφού παρέπεμψε την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείου Αθηνών προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία, δέχτηκε την κύρια αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη (αναιρεσίβλητη) να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τα ποσά, που αναφέρονται στην απόφαση αυτή, η οποία κατέστη τελεσίδικη, καθόσον η ασκηθείσα από την εναγομένη (αναιρεσίβλητη) έφεση κατ’ αυτής απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 5776/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξάλλου, επί της παραπεμφθείσας στο Πολυμελές Πρωτοδικείου Αθηνών προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής της αναιρεσίβλητης κατά της αναιρεσείουσας εκδόθηκε, αρχικώς η υπ’ αριθμ. 932/2011 μη οριστική και ακολούθως η υπ’ αριθμ. 2078/2016 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή και αναγνώρισε ότι η αναιρεσείουσα (παρεμπιπτόντως εναγομένη) οφείλει στην αναιρεσίβλητη (παρεμπιπτόντως ενάγουσα) το ποσό των 100.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταβολής από την τελευταία του ανωτέρου ποσού στους κυρίως ενάγοντες. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης ασκήθηκαν από τους διαδίκους αντίθετες εφέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθμ. 3872/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας η εναγομένη άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
[II] Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)• κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α' του ίδιου νόμου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη• ενώ κατά τη διάταξη του εδ. β' αυτού, που αφορά μόνο τις καλούμενες δαπάνες απόκρουσης των απαιτήσεων (ΑΠ 9211/2009), δεν παρέχεται κάλυψη, αν οι πράξεις ή οι παραλείψεις προκλήθηκαν από δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου. Εξάλλου, με την παρ. 5 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στην μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ στην παρ. 6 εδ. (α) του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Ειδικότερα, η δυνατότητα διεύρυνσης, με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την «κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων”, πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρ. 33 παρ. 1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο στον ίδιο νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι διατάξεις του ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013).
Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν, κατά περίπτωση, να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρ. 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997 είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται όμως από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρ. 7 παρ. 6 του ν. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του νόμου αυτού, το οποίο περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών. Κατά συνέπεια, ως απαλλακτική ρήτρα, μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων και η απόκλιση από το βαθμό της υπαιτιότητας στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, έτσι ώστε με συμφωνία των μερών ο ασφαλιστής να απαλλάσσεται από την καταβολή του ασφαλίσματος, όχι μόνο όταν η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε από δόλο ή βαριά αμέλεια των αναφερόμενων στην παράγραφο 5 του άρθρου 7 του ν. 2496/1997 προσώπων, αλλά και όταν προκλήθηκε από ελαφριά αμέλειά τους. Επομένως, η παραπάνω απαλλακτική ρήτρα, η οποία αποτελεί ευχέρεια παρεχόμενη από το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του νόμου αυτού. Η ίδια εξάλλου ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ' εαυτής στη ρύθμιση του άρθρ. 2 παρ. 8 ίδιου νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του Ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει τέλος το εύρος της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 3 του αυτού ασφαλιστικού νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 7 παρ. 6 του παραπάνω νόμου. (ΟλΑΠ 18/2015, 19/2015).
Ενόψει των εκτεθέντων, προκειμένου περί ασφάλισης αστικής ευθύνης, κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 25 ν. 2496/1997, η οποία αποτελεί είδος της ασφάλισης ζημιών, η ασφάλιση καλύπτει την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι των αξιώσεων οποιουδήποτε τρίτου στα όρια του ασφαλιστικού κινδύνου (ΑΠ 883/2015). Σε περίπτωση, που ο λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος ενεργεί τη σύμβαση για επαγγελματικούς λόγους, επιτρέπεται ο συμβατικός περιορισμός των δικαιωμάτων του (άρθρο 33 παρ. 1 ν. 2496/1997).
Συνεπώς, είναι επιτρεπτό στο ασφαλιστήριο να περιοριστεί η κάλυψη μόνο σε περιπτώσεις ευθύνης από ελαφρά αμέλεια ή μόνο σε αντικειμενική ευθύνη, χωρίς πταίσμα ή να συμφωνηθεί αντίστοιχα απαλλαγή του ασφαλιστή, ακόμη και αν η πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια του ασφαλισμένου (ΑΠ 1542/2018). Μία τέτοια συμβατική ρήτρα περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή είναι και η συμφωνία των μερών ότι «ο ασφαλισμένος υποχρεούται να λαμβάνει τις απαιτούμενες προφυλάξεις για την πρόληψη των ατυχημάτων και ζημιών και να τηρεί απαρεγκλίτως τους νόμους και κανονισμούς τους σχετικούς με την ασφάλεια του κοινού». Η υποχρέωση αυτή αποτελεί συμβατική υποχρέωση, η τήρηση της οποίας ενεργοποιεί την ευθύνη του ασφαλιστή και η παράβαση της επιτρέπει την απαλλαγή του τελευταίου (ασφαλιστή) από την ασφαλιστική κάλυψη.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007, Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων. Η ανάγκη ρυθμίσεως της εγκυρότητας του περιεχομένου των ΓΟΣ προέκυψε διότι, στις σύγχρονες συναλλαγές, ολοένα και περισσότερες συμβάσεις αποκλίνουν από το κλασσικό ρωμαϊκό πρότυπο της κατάρτισής τους κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης. Ως ΓΟΣ νοούνται εκείνοι οι συμβατικοί όροι, που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη καθορίζει εκ των προτέρων κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελέσουν το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός αόριστου αριθμού συμβάσεων. Κύριο χαρακτηριστικό των ΓΟΣ είναι η μονομερής προδιατύπωση, με την έννοια ότι ο αντισυμβαλλόμενος εκείνου που τις προδιατύπωσε δεν μετείχε στη διαμόρφωσή τους. Αυτό το χαρακτηριστικό όμως δεν αρκεί. Απαιτείται, περαιτέρω, να μην υφίστατο κατά την κατάρτιση της σύμβασης δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης ως προς το περιεχόμενο των όρων. Αντίποδας αυτών (ΓΟΣ) είναι οι ειδικοί όροι, που συμφωνήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση ύστερα από διαπραγμάτευση, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή διατάξεις. Συνήθης είναι η χρήση ΓΟΣ και στις ασφαλιστικές συμβάσεις του ν. 2496/1997, διότι περιέχουν ασφαλιστικούς όρους, γενικούς και ειδικούς, τους οποίους ο ασφαλιστής επαναλαμβάνει ομοιόμορφα στις συμβάσεις του, δεν διαπραγματεύεται το περιεχόμενο αυτών με κάθε λήπτη ασφάλισης, αλλά τους έχει ετοιμάσει εκ των προτέρων, έτσι ώστε ο μέλλων να ασφαλιστεί ή τους δέχεται όλους και προσχωρεί στη σύμβαση ή δεν τους δέχεται και δεν συνάπτεται η σύμβαση. Ωστόσο, η ασφαλιστική σύμβαση περιέχει και όρους, που έχουν συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με το λήπτη. Τέτοιοι είναι οι όροι, που συνιστούν τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης, όπως είναι τα ασφαλιζόμενα πρόσωπα, οι κίνδυνοι που καλύπτονται, η περιουσία ή το αντικείμενο που ασφαλίζεται και η χρηματική αξία αυτών, η διάρκεια της ασφάλισης, το ασφάλιστρο, ο χρόνος και ο τόπος έκδοσης του Ασφαλιστηρίου, το τυχόν ασφαλιστικό ποσό, δηλαδή το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή και γενικά τα κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2496/1997 στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 2, και ό,τι άλλο επί πλέον στοιχείο απαιτεί η κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως τυχόν ποσό απαλλαγής του ασφαλιστή για ένα μέρος της κάθε ζημίας ή συμβατική ρήτρα περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή κ.λπ.
Συνεπώς οι όροι αυτοί (καλούμενοι και «χειρόγραφοι») περιέχουν μόνο τη συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε ο λήπτης και όχι τους γενικούς όρους με τους οποίους ο ασφαλιστής παρέχει την κάλυψη ομοιόμορφα στους πελάτες του. Έτσι δεν τίθεται γι’ αυτούς θέμα καταχρηστικότητας κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του ν. 2251/1994 (ΑΠ 413/2019, ΑΠ 788/2018).
Εξάλλου, στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου αφενός διατυπώνεται μία γενική ρήτρα απαγόρευσης της συνομολόγησης καταχρηστικών ΓΟΣ και αφετέρου παρατίθεται ένας ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, οι διατάξεις αυτές ενσωματώνουν κατ’ ανάγκην και το πνεύμα του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ, που ορίζει ότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Με βάση τη συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει ότι η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, επί ατομικών διαφορών, δεν κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο της αρχικής διατύπωσής του ή της κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης, αλλά με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που κατά τη διάρκεια της σύμβασης ανακύπτει το πρόβλημα το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (ΟλΑΠ 15/2007). Κατά λογική αναγκαιότητα και προς το σκοπό ομοιόμορφης νομικής μεταχείρισης ομοίων πραγμάτων, η ιδιότητα του καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο, που γίνεται η χρήση (επίκληση) του καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή. Ομοίως, κατά τα προαναφερόμενα, και η ιδιότητα του συμβληθέντος σ' αυτή λήπτη της ασφάλισης ως καταναλωτή θα κριθεί με τις ίδιες ως άνω διατάξεις.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α' του ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας ν. 1961/1991. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών. Αρκεί απλώς και μόνον το γεγονός ότι είναι ο τελικός αποδέκτης αυτών. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους (ΟλΑΠ 13/2015). Επομένως, καταναλωτής θεωρείται και ο λήπτης της ασφάλισης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έστω και αν ενεργεί την ασφάλιση για την ικανοποίηση των επαγγελματικών του αναγκών, αρκεί να είναι ο τελικός αποδέκτης του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, εφόσον δηλαδή είναι αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει περαιτέρω σε τρίτους (ΑΠ 788/2018).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως «πράγματα», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός, πρέπει ο ισχυρισμός να έχει προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, να είναι νόμιμος και να ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (λυσιτελής). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 1795/2008). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 69/2016, ΑΠ 725/2012), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 153/2019, ΑΠ 1386/2015).
Για την πληρότητα του ίδιου λόγου αναίρεσης, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 118 εδάφ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, ποία ήταν τα πράγματα αυτά που παρά το νόμο το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη, μολονότι προτάθηκαν παραδεκτά πρωτοδίκως και επαναφέρθηκαν νόμιμα στο Εφετείο, και ποία επίδραση θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης, χωρίς να αρκεί η μνεία μόνο των σχετικών νομικών διατάξεων (ΑΠ 1480/2018, ΑΠ 869/2017).
[III] Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό, που προέβαλε πρωτοδίκως και επανέφερε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την έφεσή της, ότι η ευθύνη της αναιρεσίβλητης για το ένδικο ατύχημα εξαιρείται της ασφαλιστικής κάλυψης λόγω της παράλειψής της να λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, που αποτελούσε προϋπόθεση της εν λόγω ασφαλιστικής κάλυψης, σύμφωνα με ειδικό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης, που περιλαμβάνεται στα εξατομικευμένα στοιχεία του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου των από 06.12.2013 προτάσεων της αναιρεσείουσας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως εναγομένης και της από 08.02.2017 έφεσης αυτής, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα, προς αντίκρουση της παρεμπίπτουσας αγωγής της αναιρεσίβλητης, προέβαλε, πράγματι, την ανωτέρω ένστασή της, επικαλούμενη τα εξής:
“| Κατά το εν λόγω ασφαλιστήριο και στο τμήμα του που αναφέρονται τα εξατομικευμένα στοιχεία τις ασφαλιστικής συμβάσεως (σελ. 5), ορίζεται:
«Προϋπόθεση κάλυψης: Δηλώνεται και συμφωνείται ότι ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να λαμβάνει τις απαιτούμενες προφυλάξεις για την πρόληψη των ατυχημάτων και ζημιών και να τηρεί απαρεγκλίτως τους νόμους και κανονισμούς τους σχετικούς με την ασφάλεια του κοινού».
Αν και αναφέρεται ότι προϋπόθεση της ασφαλιστικής κάλυψης είναι η τήρηση του νόμου και των κανονισμών των σχετικών με την ασφάλεια του κοινού, είναι προφανές ότι νοούνται οι νόμοι και οι κανονισμοί οι σχετικοί με την ασφάλεια του εργατοτεχνικού προσωπικού, αφού με την ασφαλιστική σύμβαση καλύπτεται η αστική ευθύνη της αντιδίκου μόνο έναντι του εργατοτεχνικού της προσωπικού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον σχετικό Γενικό Όρο του Ασφαλιστηρίου, ο οποίος υπάρχει μεταξύ των όρων του Ασφαλιστηρίου για την ασφάλιση της αστικής ευθύνης Εργοδότη, κατά τον οποίον «Η παρούσα κάλυψη ισχύει υπό την ρητή προϋπόθεση ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών θα τηρούνται ανελλιπώς τα μέτρα ασφαλείας - τόσο στην επιχείρηση ή/και εργοτάξιο, όσο και ατομικά από τους εργαζομένους - τα οποία προβλέπονται από τους ισχύοντες Νόμους και Κανονισμούς, καθώς και κάθε συμπληρωματικό μέτρο ασφαλείας λόγω ειδικών συνθηκών».
Ο όρος αυτός αποτελεί όρο της ασφαλιστικής συμβάσεως, όπως αυτό ορίζεται στο ασφαλιστήριο (σελ.3), κατά το οποίο «Η παρούσα ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από τους συνημμένους όρους ασφάλισης, οι οποίοι παραδίδονται στον Συμβαλλόμενο μαζί με το ασφαλιστήριο και αποτελούν ενιαίο σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης».
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι προϋπόθεση της ασφαλιστικής κάλυψης για το ατύχημα είναι η τήρηση από την αντίδικο των επιβαλλόμενων από το νόμο μέτρων ασφάλειας. Ο όρος περί τήρησης των επιβαλλόμενων από τους νόμους μέτρων ασφαλείας έχει τεθεί στο ασφαλιστήριο ως προϋπόθεση της ευθύνης μας και συνεπώς, με την απόδειξη της παραβίασής του, η εταιρία μας απαλλάσσεται. Έτσι, εφόσον η αντίδικος δεν τήρησε τις συμβατικές υποχρεώσεις που αποτελούσαν προϋπόθεση της ενεργοποίησης της ασφαλιστικής κάλυψης, η εταιρεία μας απαλλάσσεται της υποχρέωσης για καταβολή ασφαλίσματος […]|».
[IV] Με βάση το περιεχόμενο αυτό της προβληθείσας ως άνω ένστασης προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε προς θεμελίωσή της, πρωτίστως, ειδικό όρο που περιλαμβάνεται στα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης και, δευτερευόντως, προς ενίσχυση αυτής, τον πανομοιότυπο μεν, αλλά πλήρως διακριτό, γενικό όρο του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου. Την ένσταση αυτή, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η αναιρεσείουσα επανέφερε νομίμως στο Εφετείο με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον εξεταζόμενο αναιρετικό λόγο μέρος, τα εξής:
“|Η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει νομίμως με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της τον ισχυρισμό, ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της για καταβολή του ασφαλίσματος, διότι εξαιρείται της καλύψεως η κρινόμενη περίπτωση, σύμφωνα με τον όρο του Συμβολαίου ασφάλισης, που προβλέπει ότι η κάλυψη ισχύει υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών θα τηρούνται ανελλιπώς τα μέτρα ασφαλείας – τόσο στην επιχείρηση ή/και εργοτάξιο, όσο και ατομικά από τους εργαζόμενους τα οποία προβλέπονται από τους ισχύοντες Νόμους και Κανονισμούς καθώς και κάθε συμπληρωματικό μέτρο ασφαλείας λόγω ειδικών συνθηκών.
Ότι εν προκειμένω η εταιρία «... ΑΕ» παρέβη τον άνω όρο του Ασφαλιστηρίου, που ετάχθη ως προϋπόθεση της ασφαλιστικής κάλυψης, δηλαδή δεν έλαβε τα άνω μέτρα ασφάλειας προς αποφυγή ατυχημάτων και εξ αυτού του λόγου δεν υπάρχει κάλυψη. Αναφορικά με τον λόγο αυτό εφέσεως αποδεικνύονται τα εξής: Από το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και δη το κεφάλαιο ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ προκύπτει ότι συνομολογήθηκε ότι η ασφαλιστική εταιρία δεν ευθύνεται, μεταξύ άλλων:
1. για σωματικές βλάβες ή θάνατο που προκλήθηκαν εκούσια από τον ασφαλισμένο,
2. για σωματικές βλάβες για τις οποίες ο ασφαλισμένος ευθύνεται σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία ή/και για τις οποίες οποιοσδήποτε φορέας κοινωνικής ασφάλισης ευθύνεται για παροχές εργατικών ατυχημάτων.
Με την επέκταση Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Αστικής Ευθύνης Αστική Ευθύνη Εργοδότη, συμφωνήθηκε «ότι κατά μερική παρέκκλιση της Εξαίρεσης 2 των ΓΕΝΙΚΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ η κάλυψη περιλαμβάνει επίσης και την Αστική Ευθύνη του ασφαλισμένου που προβλέπεται από τα άρθρα 657, 658 & 932 του ΑΚ για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή/και ψυχικής οδύνης προς το εργατοτεχνικό και υπαλληλικό προσωπικό του που απασχολείται στην ασφαλιζόμενη επιχείρηση και που είναι ασφαλισμένο στο ΙΚΑ για σωματικές βλάβες ή θάνατο που μπορεί να συμβεί από ατύχημα κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία στην ασφαλιζόμενη επιχείρηση και που οφείλεται σε αμέλεια του Ασφαλισμένου. Η παρούσα κάλυψη ισχύει υπό την ρητή προϋπόθεση ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών θα τηρούνται ανελλιπώς τα μέτρα ασφαλείας – τόσο στην επιχείρηση ή/και εργοτάξιο όσο και ατομικά από τους εργαζομένους – τα οποία προβλέπονται από τους ισχύοντες Νόμους και Κανονισμούς καθώς και κάθε συμπληρωματικό μέτρο ασφαλείας λόγω ειδικών συνθηκών».
Όμως στο εν λόγω ασφαλιστήριο, στο μέρος υπό τον τίτλο "ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ”, στον οποίο αναγράφονται οι περιπτώσεις που εξαιρούνται της ασφαλιστικής καλύψεως, δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση της παράβασης του προεκτεθέντος όρου. Επομένως στην εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, που είναι ασφάλιση επαγγελματικού κινδύνου, ερμηνευόμενη κατά τους κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεδομένου ότι (α) διαπιστώνεται κενό και ασάφεια, ως προς το ζήτημα πώς επιδρά η παράβαση του άνω όρου στην ασφαλιστική κάλυψη και αν συνιστά και περίπτωση εξαίρεσης της σχετικής κάλυψης, (β) αποτέλεσε ο όρος αυτός αντικείμενο υποτυπώδους διαπραγμάτευσης από τους συμβαλλόμενους, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 25 του ν.2496/1997 που εισάγουν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ’ αρχάς δικαίου, και όσα αναπτύχθηκαν για τη δυνατότητα διεύρυνσης των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, κρίνεται ότι δεν προβλέπεται εξαίρεση από την σχετική κάλυψη, Διότι εάν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν τη βούληση η παράβαση του άνω όρου για τη τήρηση των κατά νόμον μέτρων ασφάλειας να συνιστά εξαίρεση θα είχε συμπεριληφθεί μεταξύ των γενικών εξαιρέσεων, ενώ από τη μη αναγραφή της συνάγεται ότι δεν υπήρχε τέτοια κοινή βούληση. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το είδος της ασφάλισης που είναι αυτή του άρθρου 25 ν.2496/1997 (ασφάλιση αστικής ευθύνης), που ως ειδική διάταξη κατισχύει έναντι αυτής του άρθρου 7 παρ. 5 του ν.2496/1997, που προβλέπει εξαίρεση μόνο για τις ασφαλίσεις προσώπων και ζημιών και όχι για τις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, ως προς τις οποίες προβλέπεται (άρθρο 25 ν.2496/1997) απαλλαγή του ασφαλιστή μόνον αν οι πράξεις ή οι παραλείψεις που προκλήθηκαν από δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου. Εξάλλου ρητά προβλέφθηκε στην εν λόγω σύμβαση ασφάλισης ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη ευθύνεται ακόμη και εάν το εργατικό ατύχημα και ο συνεπεία αυτού επελθών θάνατος εργαζομένου οφείλεται σε αμέλεια της ασφαλιζόμενης εναγομένης, χωρίς διάκριση εάν αυτή οφείλεται σε πράξεις ή παραλείψεις αυτής, ως προς την τήρηση των κατά νόμον μέτρων ασφαλείας, από αμέλεια βαρεία ή ελαφρά και ως εκ τούτου καταλαμβάνει κάθε μορφή αμελούς συμπεριφοράς. Σημειωτέον ότι δεν δικαιολογείται από τον εν γένει σκοπό της ασφαλιστικής συμβάσεως που αφορά την κάλυψη θανάτου από εργατικό ατύχημα οφειλόμενο σε αμέλεια του ασφαλισμένου και έρχεται σε αντίφαση με αυτόν (τον σκοπό), διότι ουσιαστικά αναιρεί την όλη ασφαλιστική κάλυψη και δη την ασφάλιση αστικής ευθύνης. Πέραν τούτων, μία τέτοια ρήτρα απαλλαγής σε όλες συλλήβδην τις συμβάσεις ασφάλισης για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων ελέγχεται από άποψη καταχρηστικότητας και ως Γενικός Όρος Συναλλαγών κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 και συγκεκριμένα κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, σύμφωνα με το οποίο οι όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή η οποία πρέπει να είναι ουσιώδης ή σημαντική, και το άρθρο 2 παρ.7 ν. 2251/1994 όπου απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) κατά αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικοί. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η υπό το στοιχείο ιγ', σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, όπου προμηθευτής είναι και ο ασφαλιστής.
Στην εν λόγω σύμβαση ασφάλισης ο άνω όρος περί απαλλαγής της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας σε περίπτωση μη τήρησης των μέτρων ασφαλείας από αμέλεια κάθε είδους, εκ μέρους της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν είναι και καταχρηστικός, αφού αναιρεί πλήρως την ευθύνη της εναγομένης ως «προμηθευτή» και ματαιώνει το σκοπό κατάρτισης της σύμβασης ασφάλισης, δεδομένου ότι εκλείπει το αντικείμενο της αστικής ευθύνης κατά τρόπο που διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του ασφαλισμένου (καταναλωτή).
Συνεπώς η ένσταση της παρεμπιπτόντως εναγομένης περί απαλλαγής της ευθύνης της προς καταβολή του ασφαλίσματος λόγω μη τήρησης συμβατικού όρου περί λήψεως μέτρων ασφαλείας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, αφού με την ως άνω σύμβαση ασφάλισης, όπως ερμηνεύτηκε κατά τα άρθρα 173, 200 ΑΚ, καλύπτεται η αστική ευθύνη της ενάγουσας έναντι του ίδιου του προσωπικού της από θανατηφόρα ατυχήματα που προξενήθηκαν από αμέλεια, με πράξεις ή παραλείψεις της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και των προσώπων που αυτή έχει στην υπηρεσία της, δεκτής γενομένης της αντενστάσεως της ενάγουσας που παραδεκτά προβλήθηκε με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρ.237 παρ.3 ΚΠολΔ) και νόμιμα επαναφέρεται με τις προτάσεις της προς αντίκρουση της κατ' αυτής εφέσεως. Αλλά και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι ο άνω όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο υποτυπώδους έστω διαπραγμάτευσης από τους συμβαλλόμενους, αξιολογείται ως καταχρηστικός, δεκτής γενομένης της αντένστασης περί ακυρότητας αυτού κατ’ άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, που παραδεκτά προέβαλε πάλι η ενάγουσα και νόμιμα επαναφέρει με τις προτάσεις της προς απόκρουση της κατ' αυτής εφέσεως. Επομένως ορθά απορρίφθηκε η άνω ένσταση της παρεμπιπτόντως εναγομένης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έστω και με διάφορη αιτιολογία (ως νόμω αβάσιμη, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, άλλως ως καταχρηστική), η οποία πρέπει να αντικατασταθεί με την παρούσα κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ|».
[V] Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε, με την ως άνω επάλληλη αιτιολογία, την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση περί εξαιρέσεως (αποκλεισμού) αυτής από την ασφαλιστική κάλυψη λόγω μη τήρησης από την ασφαλισμένη αναιρεσίβλητη του γενικού συμβατικού όρου περί λήψεως μέτρων ασφαλείας, ακολούθως δε και την ασκηθείσα από αυτή έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν ερεύνησε, αφού δεν γίνεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά, την πιο πάνω ένσταση της αναιρεσείουσας κατά το μέρος που θεμελιωνόταν στον ειδικό όρο του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου, ο οποίος περιλαμβάνεται, κατά τα ανωτέρω, στα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, δηλαδή στους όρους εκείνους που περιέχουν, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, τη συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε ο λήπτης, και εν προκειμένω η αναιρεσίβλητη, και για τους οποίους δεν τίθεται θέμα καταχρηστικότητας κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του ν. 2251/1994, ιδρύεται δε βάσει του όρου αυτού υπέρ της αναιρεσείουσας συμβατικός λόγος εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση που η ζημία προήλθε από τη μη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας (πρβλ. ΑΠ 1929/2017). Έτσι, όμως, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγμα που προτάθηκε και έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και βασίμως μέμφεται η αναιρεσείουσα την προσβαλλόμενη απόφαση για την εν λόγω πλημμέλεια από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το προαναφερόμενο λόγο της αιτήσεώς της.
[VI] Ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι όμως και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατ’ άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και όχι όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1217/2018, ΑΠ 1953/2017). Περαιτέρω, για τη θεμελίωση του αναιρετικού αυτού λόγου, πρέπει επιπλέον το έγγραφο να αφορά απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή η κρίση του δικαστηρίου για απόδειξη ή όχι του ισχυρισμού αυτού να είναι επιβλαβής για τον αναιρεσείοντα. Αντίθετα, αν το έγγραφο αφορά απόδειξη επουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι ισχυρισμού που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 2060/2007). Πρόκειται, επομένως, για έλεγχο του αιτιώδους συνδέσμου της παραβίασης προς σφάλμα του διατακτικού της απόφασης (ΑΠ 1548/2018). Τέλος, παραμόρφωση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, επίσης, και όταν το δικαστήριο, κατά την ανάγνωση του εγγράφου, παρέλειψε φράσεις ή περικοπές του κειμένου του που είναι κρίσιμες, δηλαδή τέτοιες που να μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό συμπέρασμα. Δεν υπάρχει όμως παραμόρφωση, όταν το δικαστήριο συνεκτιμά το έγγραφο με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ή δεν παραλείπει να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που περιέχονται στο έγγραφο (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 799/2020, ΑΠ 749/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του αναφερόμενου σ’ αυτόν αποδεικτικού εγγράφου, καθόσον από διαγνωστικό σφάλμα δέχθηκε πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, ότι από το περιεχόμενο του Ασφαλιστηρίου, το οποίο τάσσεται από το νόμο ως αποδεικτικός τύπος της συμβάσεως (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2496/ 1997), προκύπτει ότι προϋπόθεση της ένδικης κάλυψης της αστικής εργοδοτικής ευθύνης της αναιρεσίβλητης έναντι του εργατοτεχνικού προσωπικού της ήταν η λήψη από αυτή των μέτρων ασφαλείας των σχετικών νόμων και κανονισμών, που είχε τεθεί με ειδικό όρο στο τμήμα του Ασφαλιστηρίου με τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης, πλην, όμως, το Εφετείο δέχθηκε, ότι η ανωτέρω προϋπόθεση περιλαμβανόταν μόνον στους γενικούς όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, παραλείποντας να αναγνώσει τον πιο πάνω ειδικό όρο, στις σελίδες 4 και 5 του Ασφαλιστηρίου, το σφάλμα δε αυτό είχε ως συνέπεια να δεχθεί η προσβαλλόμενη ότι υπάρχει ασάφεια και κενό στη σύμβαση και να προβεί σε εσφαλμένη ερμηνεία των εν λόγω γενικών όρων με αποτέλεσμα να καταλήξει στο ερμηνευτικό συμπέρασμα και το αποδεικτικό πόρισμα, ότι δεν προβλέπεται εξαίρεση από την κάλυψη και, επίσης, ότι ο εν λόγω γενικός όρος του Ασφαλιστηρίου είναι άκυρος ως καταχρηστικός και, έτσι, να απορρίψει την προβληθείσα ένσταση απαλλαγής της.
Πράγματι, το Εφετείο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, σχημάτισε την επιζήμια για την αναιρεσείουσα κρίση του και απέρριψε την πιο ένστασή της, ερευνώντας μόνον τους σχετικούς γενικούς όρους της σύμβασης ασφάλισης, ενώ παρέλειψε να αναγνώσει τον κρίσιμο ειδικό όρο αυτού, ο οποίος, όπως προκύπτει από το επιτρεπτώς προσκομιζόμενο στον Άρειο Πάγο και επισκοπούμενο ασφαλιστήριο, τέθηκε κατόπιν διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνεται στις σελ. 4 και 5 αυτού, και το περιεχόμενο του οποίου έχει ως εξής:
«Προϋπόθεση κάλυψης: Δηλώνεται και συμφωνείται ότι ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να λαμβάνει τις απαιτούμενες προφυλάξεις για την πρόληψη των ατυχημάτων και ζημιών και να τηρεί απαρεγκλίτως τους νόμους και κανονισμούς τους σχετικούς με την ασφάλεια του κοινού». Βάσει δε του κρίσιμου αυτού όρου ιδρύεται υπέρ της αναιρεσείουσας, όπως αναφέρθηκε, συμβατικός λόγος εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση που η ζημία προήλθε από τη μη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας. Επομένως το Εφετείο, το οποίο κατά την ανάγνωση του επικληθέντος και προσκομισθέντος από την αναιρεσείουσα ως άνω εγγράφου παρέλειψε να αναγνώσει και τον κρίσιμο πιο πάνω ειδικό όρο αυτού (τον οποίο ουδέ καν μνημονεύει), που μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό αποδεικτικό συμπέρασμα, τόσον σχετικά με την ερμηνεία των επίμαχων όρων της σύμβασης όσο και με τον έλεγχο της καταχρηστικότητας της σχετικής ρήτρας, υπέπεσε στην αποδιδόμενη σ' αυτό ως άνω πλημμέλεια, καθόσον είναι προφανής η παραμόρφωση του Ασφαλιστηρίου, και συνεπώς ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει το εν λόγω σφάλμα, είναι βάσιμος.
[VII] Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια των κριθέντων ως βασίμων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια πρέπει, κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές διαφορετικούς από αυτούς που την εξέδωσαν. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτή για το παραδεκτό της αίτησης παραβόλου. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3872/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Και
Καταδικάζει στην αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ