Απόφαση

Αριθμός 11/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και τα της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Βοζίκη, για αναίρεση της υπ’αριθ. 226/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2020 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης ..., έλαβε αριθμό …./2020 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2020.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αντικατασταθεί στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και κατ' επέκταση και στο αιτιολογικό της, το εσφαλμένως αναγραφέν συνολικό ποσό στο ορθό που είναι 233.252,41 ευρώ, να αναιρεθεί ως προς την περί ποινής διάταξή της, να παραπεμφθεί για νέα επιμέτρηση ποινής στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από τους ίδιους δικαστές, αν αυτό είναι δυνατόν και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη υπ' αρ. έκθεσης …/24-2-2020 αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Σ. Τ. του Γ. και Α., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της υπ' αρ. 226/21-2-2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο) για την πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών στο Δημόσιο, ύστερα από την αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου σύννομου βίου και των μη ταπεινών αιτίων (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α' και β' του Π.Κ.), σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε νομοτύπως από τον ..., δικηγόρο Θεσσαλονίκης (Α.Μ. ...), για λογαριασμό του (αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου), δυνάμει της από 21-2-2020 έγγραφης εξουσιοδότησης - πληρεξούσιου προς τον προαναφερόμενο, με δήλωσή του στο Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης (άρθρα 42 παρ. 2 εδ. β' και γ', 89 παρ. 2, 466 παρ. 1 και 474 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), και εμπροθέσμως, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. εικοσαήμερης προθεσμίας από της καταχώρησής της, καθαρογραμμένης, στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω Εφετείου (άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ.), που έλαβε χώρα την 12-2-2020, (άρθρο 474 παρ. 2 εδ. α' και 4 του Κ.Ποιν.Δ.), είναι δε παραδεκτή, καθόσον περιέχει έναν τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο, συνιστάμενο στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
II. Από το άρθρο 2 του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 460 του ίδιου κώδικα από την 1-7-2019, με το οποίο ορίζεται ότι "1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”, προκύπτει ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προϊσχύσαντος Π.Κ. αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον" και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 - 4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων ...”. Κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση, κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο (ήδη των 100.000 ευρώ) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των 200.000 ευρώ, χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι' αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (Α.Π. 818/2020). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Εξάλλου, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, η ισχύς του οποίου άρχισε από 17-10-2015, το άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 "Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας”, που ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση, αναριθμήθηκε σε 72, το Δωδέκατο Κεφάλαιο αναριθμήθηκε σε Δέκατο τρίτο και προστέθηκε νέο Δωδέκατο Κεφάλαιο με τον τίτλο "Εγκλήματα φοροδιαφυγής - Ποινικές κυρώσεις”. Στο άρθρο 71 του νέου Δωδεκάτου Κεφαλαίου ορίζεται ότι: "Τα άρθρα 17, 18, 19, 20 και 21 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, καταργούνται. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του ν. 2523/1997 (άρθρα 17 έως 21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου (άρθρα 66 - 70)”. Επίσης, στο άρθρο 66 αυτού ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: "1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές”, στις δε παραγράφους 3 και 4 της ίδιας διάταξης ορίζονται οι επιβαλλόμενες για τις ανωτέρω πράξεις ποινές, ειδικότερα δε "3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς”. Τέλος, με το άρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, προστέθηκε μετά το εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, νέο εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται, για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, με την προσθήκη της ως άνω τελευταίας διάταξης του νέου Ποινικού Κώδικα, επαναρυθμίζεται το μέχρι τώρα προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού πλέον ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή τους τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας). Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά - χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ άλλων, τα προερχόμενα από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το ήδη καταργηθέν άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), καθώς και τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το ήδη καταργηθέν άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 2523/1997).
Συνεπώς, εφόσον στην αίτηση και τον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, μεταξύ άλλων, και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, η μη καταβολή των εν λόγω χρεών στο Δημόσιο έχει πλέον καταστεί ανέγκλητη πράξη στα πλαίσια του Ν. 1882/1990 και, συνεπώς, ο εν λόγω νόμος είναι επιεικέστερος (Α.Π. 543/2020). Τέλος, η ποινική δίωξη σε περίπτωση νομικών προσώπων, όπως και στην κρινόμενη υπόθεση, ασκείται κατά των εκπροσωπούντων αυτά αναλόγως της νομικής φύσης τους, προκειμένου δε περί ανωνύμου εταιρείας, σε βάρος του έχοντος την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου ή του διευθύνοντος συμβούλου κ.λπ. της εταιρείας (Α.Π. 36/2016).
ΙΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποίθησης και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογήν. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Αν το δικαστήριο, απορρίψει αυτοτελή ισχυρισμό, παρ' ότι υποβλήθηκε παραδεκτά και είναι ορισμένος, χωρίς στην απόφασή του να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στη συνέχεια δε προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, ιδρύονται λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Θ’ του Κ.Π.Δ), ενώ αν δεν απαντήσει θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του Κ.Π.Δ.). Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι' αυτό το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του (Α.Π. 48/2018). Λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή, κατά την έκθεση αυτών, υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης ώστε να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1113/2019).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου πρακτικά της υπ' αρ. 226/21-1-2020 προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται ως προς το είδος τους σ' αυτήν, δέχθηκε, μετά την παράθεση εκτενούς νομικής σκέψης, κατά την ανέλεγκτη, ως προς τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “... ο κατηγορούμενος, στην ... κατά τον παρακάτω αναφερόμενο χρόνο, παραβίασε την προθεσμία καταβολής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τις Επιχειρήσεις και τους Οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, συνολικού ύψους άνω των 200.000 ευρώ και συγκεκριμένα 348.160,96 ευρώ. Ειδικότερα, στην ... στις 28-2-2015, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στην ΔΟΥ ..., που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 17-4-2003 έως 29-3-2005, κατά την οποία αυτός είχε την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης εταιρείας “...” (λαμβανομένων των χρεών ως ενιαίου) όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο από 26-5-2015 πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμός ειδικού βιβλίου .../2015) υπό στοιχεία 4 έως 7, που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 28-5-2015 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ.), απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι δεν ευθύνεται για τα χρέη που γεννήθηκαν το έτος 2003. Περαιτέρω, από την με αριθμ. .../16-1-2020 έγγραφη ενημέρωση της Α.Α.Δ.Ε. ... προκύπτει ότι αυτός προχώρησε σε μεταβολή - διόρθωση των στοιχείων του στο Μητρώο της πιο πάνω Υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. και να περιοριστεί αυτό από 7-4-2003 έως 29-3-2005, με συνέπεια τη διαγραφή των με αριθμ. …, …, … και 8 εγγραφών του πιο κάτω πίνακα, διαμορφούμενου πλέον του οφειλόμενου ποσού σε αυτό των 348.160,96 ευρώ, ποσό το οποίο αυτός δεν κατέβαλε προς την ως άνω Δ.Ο.Υ., με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τεσσάρων μηνών από την καθυστέρηση της καταβολής δηλ. την 28-2-2015 που είναι ο χρόνος συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί και το τελευταίο χρέος [ΑΠ 1513/2016 Δη. ΝΟΜΟΣ]. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης ...”. Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές, κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "στην ... και κατά τον παρακάτω αναφερόμενο χρόνο, παραβίασε την προθεσμία καταβολής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τις Επιχειρήσεις και τους Οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, συνολικού ύψους άνω των 200.000 ευρώ και συγκεκριμένα 348.160,96 ευρώ. Ειδικότερα, στην ... στις 28-02-2015, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στην ΔΟΥ ..., που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 17-4-2003 έως 29-3-2005, κατά την οποία αυτός είχε την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης εταιρείας “...” (λαμβανομένων των χρεών ως ενιαίου) όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο από 26-5-2015 πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμός ειδικού βιβλίου .../2015) υπό στοιχεία 4 έως 7, που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 28-5-2015 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα αυτός δεν κατέβαλε το ποσό των 348.160,96 ευρώ που αφορά τα άνω βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο [ακολούθως παρατίθεται ο υπ' αρ. .../2015 πίνακας χρεών της Δ.Ο.Υ. ... με δέκα (10) εγγραφές χρεών]. Από τις παραπάνω παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας, σε συνδυασμό με την παραδεκτή επισκόπηση του ως άνω πίνακα χρεών, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος για τα υπ' αρ. 1, 2, 3 και 8 χρέη του παραπάνω πίνακα ύψους, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων, 426,00 ευρώ, 479,00 ευρώ, 929,64 ευρώ και 10.607,36 ευρώ αντιστοίχως, και ένοχος για τα υπ' αρ. 4 έως 7 χρέη του ίδιου παραπάνω πίνακα, ύψους 1.492,53 ευρώ, 826,31 ευρώ, 156.862,63 ευρώ και 74.070,94 ευρώ, το άθροισμα των οποίων όμως δεν ανέρχεται στο ποσό των 348.160,96 ευρώ, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά σε εκείνο των 233.252,41 ευρώ, ενώ στον παραπάνω πίνακα υπάρχουν και τα υπ' αρ. 9 και 10 χρέη, ύψους 55.230,01 ευρώ και 59.678,54 ευρώ αντιστοίχως, για τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να αποφανθεί. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση του ως άνω από 26-5-2015 υπ' αρ. ειδικού βιβλίου .../2015 πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ..., προκύπτει ότι χρέη, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, περιλαμβάνονται σ' αυτόν, μολονότι στοιχειοθετούν ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής, που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) και έπρεπε να εξαιρεθούν και να μη ληφθούν υπόψη για τη στοιχειοθέτηση της αποδιδόμενης στον τελευταίο (αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο) παράνομης και αξιόποινης πράξης της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών στο Δημόσιο, καθόσον η μη καταβολή αυτών έχει πλέον καταστεί ανέγκλητη πράξη στα πλαίσια του Ν. 1882/1990, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβαλε τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ότι την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “...” είχε μόνον κατά το χρονικό διάστημα από 14-4-2004 έως και 29-3-2005, για την θεμελίωση δε του ισχυρισμού του αυτού προσκόμισε την υπ' αρ. δήλωσης …./26-4-2016 βεβαίωση μεταβολής εργασιών μη φυσικού προσώπου του Τμήματος Μητρώου της Δ.Ο.Υ. ..., που αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου απέρριψε το Δικαστήριο της ουσίας με την παντελώς τυπική αιτιολογία "απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι δεν ευθύνεται για τα χρέη που γεννήθηκαν το έτος 2003”. Η ως άνω αιτιολογία όμως, αναφορικά με την απόρριψη του παραπάνω αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, καθώς και την κήρυξή του ενόχου για την παράβαση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 (μη καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών στο Δημόσιο), δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, καθόσον είναι ελλιπής, αντιφατική και εμφανίζει λογικά κενά. Ειδικότερα, καθόσον αφορά την απόρριψη του παραπάνω αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, παρά την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, από τις παραδοχές του σκεπτικού της (προσβαλλομένης απόφασης) προκύπτει, με βεβαιότητα, ότι δεν λήφθηκε υπόψη η υπ' αρ. δήλωσης …/26-4-2016 βεβαίωση μεταβολής εργασιών μη φυσικού προσώπου του Τμήματος Μητρώου της Δ.Ο.Υ. ..., από το περιεχόμενο της οποίας με σαφήνεια προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “...”, ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της, το χρονικό διάστημα από 14-4-2004 έως 29-3-2005, υπό την προαναφερθείσα δε ιδιότητά του είχε υποχρέωση να καταβάλει χρέη της ως άνω εταιρείας που είτε γεννήθηκαν είτε κατέστησαν ληξιπρόθεσμα το ως άνω χρονικό διάστημα, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, ως εκ τούτου δε έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος μόνον για τα αντίστοιχα χρέη του εν λόγω χρονικού διαστήματος, το Δικαστήριο της ουσίας όμως τον κήρυξε ένοχο για τα χρέη της παραπάνω ανωνύμου εταιρείας που αφορούν το χρονικό διάστημα από 17-4-2003 έως 29-3-2005, δηλαδή οδηγήθηκε σε συμπέρασμα αντίθετο με τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, χωρίς να αιτιολογεί την κρίση του για την ιδιότητα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ως νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω ανωνύμου εταιρείας για το χρονικό διάστημα από 17-4-2013 έως και 13-4-2004. Περαιτέρω, καθόσον αφορά την ενοχή του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, ασαφής και αντιφατική, καθόσον το Δικαστήριο της ουσίας τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε για μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο, συνολικού ύψους 348.160,96 ευρώ, με την παραδοχή ότι δεν κατέβαλε τα υπ' αρ. 4 έως 7 χρέη του από 26-5-2015 υπ' αρ. ειδικού βιβλίου .../2015 πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ..., το ύψος των οποίων όμως, αθροιζόμενο, δεν ανέρχεται στο ως άνω ποσό των 348.160,96 ευρώ, αλλά σε εκείνο των 233.252,41 ευρώ, κατά τα προαναφερόμενα, για τα υπ' αρ. 9 και 10 χρέη του παραπάνω πίνακα, ύψους 55.230,01 ευρώ και 59.678,54 ευρώ αντιστοίχως, παρέλειψε να αποφανθεί αν είναι υπόχρεος ή όχι για την καταβολή τους ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ενώ δεν παραθέτει οποιαδήποτε αιτιολογία για την παράλειψη εξαίρεσης από τον εν λόγω πίνακα χρεών εκείνων που τυποποιούνται ως φορολογικά αδικήματα στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), μολονότι, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 Με βάση τα παραπάνω, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον αφορά την απόρριψη του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ότι δεν είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “...” το χρονικό διάστημα από 17-4-2003 έως και 13-4-2005, καθώς και την κήρυξή του ενόχου για την παράβαση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 (μη καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών στο Δημόσιο), είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός παρελκούσης, μετά ταύτα, της έρευνας των λοιπών αιτιάσεων της κρίση αίτησης αναίρεσης κατά της πληττόμενης απόφασης.
V. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της υπ' αρ. 226/21-2-2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, να αναιρεθεί η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 226/21-1-2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 17 Νοεμβρίου 2021.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ