Αριθμός 48/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Ευάγγελο Μητσέλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Χ. του Α. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θ. Π. , για αναίρεση της υπ' αριθ. 4984/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: "ΑΕΠΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ' αριθ. πρωτ. .../2020 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2020 .
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. Και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη από 22-6-2020 (αριθ. πρωτ. .../24.6.2020) αίτηση του Δ. Χ. του Α. και Π. , κατοίκου ... , για αναίρεση της καταχωρηθείσας στις 5-3-2020 στο οικείο ειδικό βιβλίο του άρθ. 473 § 3 ΚΠοινΔ, υπ' αριθ. 4984/2019 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση που είχε ασκήσει κατά της υπ' αριθμ. 28315/20106 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 24-6-2020, από άτομο που είχε δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς άσκησή της, κατ' αποφάσεως που υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, (άρθρα 462 παρ.1 περ. β', 464, 466, 473 παρ. 2, 3, 474, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ σε συνδιασμό με το άρθρο 75 § 1 του Ν. 4690/2020, ως προς την αναστολή της προθεσμίας για άσκηση ενδίκων μέσων). Είναι επομένως παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται με αυτήν. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ., αν ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης, εφόσον δε ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, το ένδικο μέσο, δηλαδή και αυτό της έφεσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, μεταξύ άλλων, και όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, κατά της σχετικής δε απόφασης (που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη) επιτρέπεται μόνο αναίρεση για όλους τους λόγους, που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του αυτού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσης του Εφετείου για το απαράδεκτο, στην οποία περιορίζεται ο έλεγχος του Αρείου Πάγου σε τέτοια περίπτωση.
Εξάλλου, η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του, για να έχει την απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ. προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνει τον χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση, απόφασης, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και τον χρόνο άσκησης της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης (ΟλΑΠ. 4/1995 και 6/1994). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε ......., είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακρόασης. Το ίδιο δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται, τόσο από το άρθρο 2 περ. 1 του έβδομου Πρωτοκόλλου της άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, το οποίο ορίζει ότι "κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχο ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή”, όσο και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη, θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, αρκεί οι συνέπειες που επιφέρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε τέτοιο σημείο, ώστε να αναιρείται η ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δε δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη, λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, όπως το στοιχ. δ' της παρ. 1 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3904/2010. Επομένως, κατά τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου (171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ) σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: "1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν "α)..... .... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”. Μετά την ισχύ δε, του νέου ΚΠοινΔ (ν. 4620/1-7-2019), προστέθηκε στην παρ. 1 του ως άνω άρθρου 510, υπό στοιχ. Η’, ως ειδικός αυτοτελής λόγος αναίρεσης, επί πλέον των ως άνω λόγων, που ίσχυαν και πριν τον νέο ΚΠοινΔ, και "η παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (άρθ. 476) ή ως ανυποστήρικτης (άρθ. 501 παρ. 1)”. Παράνομη, άλλωστε, απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης υπάρχει και στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν διαλαμβάνει καθόλου αιτιολογία ή διαλαμβάνει ελλιπή τοιαύτη, αναφορικά με την ορθότητα της κρίσης του για το απαράδεκτο. Ειδικότερα, με βάση τα παραπάνω, σε περίπτωση που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, πράγμα που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης του της επίδοσης και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, διάφορο αυτού στον οποίο έγινε η επίδοση, πρέπει να διαλαμβάνεται, στην απορριπτική απόφαση, σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύονται οι ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Η’ του νέου ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης. Τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Κατ' ορθή όμως ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 και 273 παρ.1 του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ' αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως κατοικία του η αναγραφόμενη, στην έγκληση ή τη μήνυση, διεύθυνση κατοικίας, όπου αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από τον μηνυτή διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση, έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και έγινε η επίδοση, απόντος αυτού και ως εκ τούτου δεν έλαβε γνώση αυτής, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ' ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.), από τα οποία προκύπτει η, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διεύθυνση του κατηγορουμένου και να μη βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της απόφασης (ΑΠ 372/2019). Διαφορετικά, όπως προεκτέθηκε, ιδρύεται πρωτίστως ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (άρθ. 510 παρ. 1 Δ’ Κ.Ποιν.Δ.) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΟλΑΠ 2/2014). Η απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκτός του ότι επιβάλλεται να διακρίνεται από πληρότητα και σαφήνεια και να μην περιέχει αντιφάσεις ή λογικά κενά, πρέπει να περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσεώς του, που αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα, ούτε να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αλλά είναι αναγκαίο να προκύπτει με βεβαιότητα ότι για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. και όχι μόνο ορισμένα από αυτά επιλεκτικά (ΟλΑΠ 1/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 4984/2019, απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η με αριθμ. .../16-7-2019 έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον συνήγορό του, Θ. Π. , κατά της με αριθ. 28315/26-9-2016 αποφάσεως του Ι’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ερήμην, σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ανασταλείσας της φυλακίσεως επί τριετία, για την πράξη της δημόσιας εκτέλεσης έργου που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού του, κατά συναυτουργία (άρθ. 45 Π.Κ. και 66 παρ. 1 ν. 2121/1993). Από την έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών, φερόμενος στην έφεση ως κάτοικος ... , προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, προέβαλε με αυτήν ότι: “... η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, προκειμένου να παραστεί στην εκδίκαση της υπόθεσης, έγινε στις 11-7-2016, με θυροκόλληση, στην ... , ενώ αυτός κατοικεί από τον Ιούλιο του 2011, στην ... , στα ... , ενώ η επίδοση της ερήμην του εκκαλουμένης απόφασης έγινε στις 12-7-2017 στην ... , στη ... , επίσης με θυροκόλληση, ενώ αυτός διέμενε στην ως άνω ... , στα ... .
Συνεπώς, δεν έλαβε γνώση ούτε της δικασίμου ούτε της απόφασης μέχρι την τυχαία διαπίστωση, στις 16-7-2019, από τον δικηγόρο του, της εκδόσεως της απόφασης αυτής. Τέλος προσθέτει ότι θεώρησε ότι οι αρμόδιες Αρχές και η Εισαγγελία Αθηνών, γνώριζαν τη σωστή διεύθυνσή του, αφού αφενός μεν από το έτος 2012 υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις με την ως άνω πραγματική του διεύθυνση στα ... , όπου κατοικεί σε μισθωμένη οικία, με βάση το από 14-7-2011, ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως κατοικίας και αφετέρου έχει έκτοτε υποβάλει στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, την με στοιχ. ΑΒΜ .../10987, μήνυσή του κατά τρίτων προσώπων και έχει μάλιστα παραλάβει στη διεύθυνση αυτή και την από 5-2-2018 κλήση για προκαταρκτική εξέταση”. Επικαλέστηκε, δηλαδή, ότι κατά τον χρόνο της επιδόσεως της εκκαλουμένης απόφασης (12-7-2017, ως προκύπτει από το παραδεκτά επισκοπούμενο σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως), είχε γνωστή στην Εισαγγελία, διεύθυνση κατοικίας στην ... , στα ... . Κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλομένη δευτεροβάθμια απόφαση, ο εκκαλών-κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών και της δικογραφίας, επανέλαβε, δια του συνηγόρου του, τον ίδιο κατά βάση ως άνω ισχυρισμό, προς απόδειξη του οποίου προσκόμισε τα σχετικά ως άνω επικαλούμενα έγγραφα, τα οποία και αναγνώστηκαν και ζήτησε να γίνει δεκτή ως εμπρόθεσμη η κρινόμενη έφεση για λόγους ανωτέρας βίας. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του εκκαλούντος και, στη συνέχεια, έκρινε την έφεσή του εκπρόθεσμη με την ακόλουθη κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “..Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου και την εν γένει διαδικασία, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με την υπ' αριθ. 28315/2016 απόφαση του Ι’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, για παράβαση του Ν. 2121/1993. Η παραπάνω απόφαση, επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος δικάστηκε κατ' άρθ. 340 § 3 ΚΠΔ ωσεί παρών, στις 12-7-2017 στη διεύθυνση ... στη ... . Κατά το χρόνο επίδοσης της εν λόγω απόφασης, ο κατηγορούμενος κατοικούσε στην παραπάνω οδό, στην οποία είχε μετοικήσει από την ... στο ... , όπου διέμενε στις 11-7-2016, ότε και του επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα. Κατ' ακολουθίαν επομένως των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της, η οποία δεν δικαιολογείται”. Τελικώς, δηλαδή, το πιο πάνω Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών) έκρινε την προαναφερόμενη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εκπρόθεσμη και την απέρριψε για τον λόγο αυτό με την ως άνω αιτιολογία, η οποία όμως, δεν είναι η επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού, εκτός της αναφοράς στην επίδοση της εκκαλουμένης στη διεύθυνση ... στη ... και στην επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στη διεύθυνση ... στο ... , ουδεμία μνεία γίνεται στους ισχυρισμούς με τους οποίους ο κατηγορούμενος επιδιώκει να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του. Επίσης, δεν μνημονεύονται άλλα αποδεικτικά μέσα που το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη για να καταλήξει στην απορριπτική του κρίση, ούτε καν γίνεται μνεία ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα λοιπά αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία περιέχονται στα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης και ειδικότερα τα ως άνω προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο έγγραφα προς επιστήριξη του ισχυρισμού του περί δικαιολογημένου του εκπροθέσμου, τα οποία και αναγνώστηκαν, (φορολογικές δηλώσεις ετών 2012 - 2018, από 14-7-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, από 10-3-2017 εξώδικη δήλωση - Γνωστοποίηση και από 5-2-2018 κλήση για προκαταρκτική εξέταση), δεδομένου ότι ουδεμία αναφορά περί αυτών διαλαμβάνεται στο σκεπτικό. Κατά συνέπεια οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι συνεκτιμώνται πλέον και υπό το πρίσμα του προστεθέντος με τον νέο Κ.Π.Δ., στοιχ. Η’ του άρθρου αυτού, με τους οποίους λόγους, η προσβαλλομένη απόφαση πλήττεται για απόλυτη ακυρότητα στη διαδικασία και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, όπως και η κρινομένη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε αυτήν, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ), προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της έφεσης του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου (δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής) και, ανάλογα προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου, λόγω παραγραφής, εφόσον η αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη είναι πλημμέλημα και φέρεται τελεσθείσα στις 8-3-2012. Σημειωτέον ότι η συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έλαβε χώρα σαν να ήταν παρούσα και η μη παρασταθείσα υποστηρίζουσα την κατηγορία "ΑΕΠΙ Α.Ε." η οποία κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (βλ. από 31-8-2021 αποδεικτικό επιδόσεως της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ. ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Αναιρεί την υπ' αριθ. 4984/2019 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2021.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ