Απόφαση

Αριθμός 1571/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου - Εισηγήτρια, Μαρία Ανδρικοπούλου και Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Κ. του Χ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ως μοναδικού κληρονόμου εξ αδιαθέτου της αποβιώσασας Μ. Κ.. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαντζαβράκο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: ... Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., που εδρεύει στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βιολέττα Χαρίση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 08.08.2016 αγωγή της αρχικής διαδίκου Μ. Κ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6283/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 3081/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14.06.2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, υπ’ αριθ. 3081/2019 απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή στην ουσία η από 24.11.2017 έφεση του αναιρεσείοντος εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη υπ’ αριθ. 6283/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε απορρίψει ως μη νόμιμη την με αριθμό καταθ. …/2016 αγωγή αποζημιώσεως της αποβιώσασας στις 21.11.2016, αρχικώς ενάγουσας Μ. χήρας Χ. Κ., στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε ο αναιρεσείων, ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, και, αφού ερευνήθηκε η υπόθεση απορρίφθηκε η αγωγή, ως ουσία αβάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
[II] Κατά το άρθρο 4 του ν. 5638/1932 «Κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αυτή τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους [...]». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει, ότι με την κατάθεση των χρημάτων στο όνομα περισσοτέρων δικαιούχων, δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, κατά την έννοια του άρθρου 489 ΑΚ, δηλαδή καθένας από τους δικαιούχους έχει δικαίωμα να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών και η τράπεζα έχει υποχρέωση να καταβάλει το ποσό αυτό σε πρώτη ζήτηση. Όμως, σε περίπτωση κατασχέσεως καταθέσεως κοινού λογαριασμού εκ μέρους του δανειστού ενός από τους δικαιούχους, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται να κατάσχει το σύνολο της καταθέσεως, αφού κατά αμάχητο τεκμήριο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ' ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της καταθέσεως που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. Έτσι, η κατάθεση, κατά το υπόλοιπο μέρος, που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους, παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν (ΑΠ 825/2018, ΑΠ 1812/2007).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 περ. ε' του ΚΕΔE, όπως η περίπτωση ε' αντικαταστάθηκε με την παρ.8 της υποπαρ. Δ.1 του άρθρου 2 ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015) και ίσχυε κατά το χρόνο επιβολής της ένδικης κατασχέσεως, εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων «οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του ½ του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ανεξαρτήτως του χρόνου γένεσης των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και στις ήδη επιβληθείσες ενεργείς κατασχέσεις για τις απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του τρίτου που γεννώνται από την έναρξη ισχύος του».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ.2 εδ. α' του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ (όπως το πρώτο εδάφιο της παρ.2 αντικαταστάθηκε με την παρ.8β' της υποπαρ. Δ.1 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015) «οι καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός [...]». Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 περ.ε' και 2 εδ.α' του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ προκύπτει ότι εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα μέχρι του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και κατά το 1/2 από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ, η εξαίρεση δε αυτή ισχύει ακόμη και αν οι μισθοί, συντάξεις κ.λπ. καταβάλλονται με κατάθεση (περιοδική πίστωση) σε ατομικό ή κοινό τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, εφόσον βεβαίως αποδεδειγμένα τα ποσά του λογαριασμού αυτού έχουν τον προαναφερόμενο χαρακτήρα. Έτσι, η απαίτηση από μισθούς, συντάξεις ή ασφαλιστικές παροχές είναι ακατάσχετη όχι μόνον στα χέρια του εργοδότη ή του ασφαλιστικού φορέα, αλλά και όταν τα σχετικά ποσά κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο ο δικαιούχος έχει υποδείξει, οπότε και γεννάται απαίτηση αυτού έναντι της Τράπεζας να του χορηγήσει το κατατεθέν ποσό δυνάμει της σύμβασης που τον συνδέει με αυτήν, αφού με την κατάθεση ο μισθός και η σύνταξη δεν αποβάλλουν ουσιαστικά το συγκεκριμένο χαρακτήρα τους. Επίσης, εξαιρούνται της κατασχέσεως και οι καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό, ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ακόμη και αν δεν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης κ.λπ.), μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση, όμως, γνωστοποίησης από το φυσικό πρόσωπο, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της φορολογικής διοίκησης, ενός μοναδικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα λογαριασμού ως ακατασχέτου. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, εφόσον υπάρχει ήδη ατομικός ή κοινός λογαριασμός περιοδικής, κατά τα ανωτέρω, πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει, προς εξασφάλιση του ακατασχέτου της κατάθεσης, να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο συγκεκριμένος αυτός λογαριασμός ως μοναδικός ακατάσχετος, γεγονός που έχει ως συνέπεια το φυσικό πρόσωπο να μην έχει, πέραν του ακατάσχετου ποσού της σύνταξης (μέχρι του ποσού των 1.000 ευρώ και κατά 1/2 από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ), και επί πλέον ακατάσχετο κατάθεσης (μέχρι του ποσού των 1.250 ευρώ). Κατά συνέπεια, το ακατάσχετο των συντάξεων στα χέρια τρίτων μέχρι του ως άνω ποσού, που κατατίθενται σε ατομικό ή κοινό τραπεζικό λογαριασμό του συνταξιούχου, προστατεύεται σε κάθε περίπτωση, είτε ο λογαριασμός δηλώθηκε από τον καταθέτη ως ακατάσχετος είτε όχι, και συγκεκριμένα στην μεν πρώτη περίπτωση και ως (προστατευτέα) κατάθεση του δηλωθέντος συνταξιοδοτικού λογαριασμού ως μοναδικού ακατάσχετου λογαριασμού σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ, στη δεύτερη δε περίπτωση (ήτοι όταν ο λογαριασμός δεν έχει δηλωθεί), προστατεύεται αυτοτελώς, ως χαρακτηρισμένος συνταξιοδοτικός λογαριασμός κατά την παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου, εφόσον πράγματι τα ποσά αυτού αποτελούν προϊόν κατατεθείσας σύνταξης. Ενόψει αυτών, σε περίπτωση επιβολής κατασχέσεως, εις χείρας πιστωτικού ιδρύματος, ατομικού ή κοινού λογαριασμού, τα ακατάσχετα ποσά του άρθρου 31 ΚΕΔΕ από συντάξεις, δεν χάνουν τον ακατάσχετο χαρακτήρα τους και προστατεύονται εξ ολοκλήρου, δηλαδή, ακόμη και στην περίπτωση κοινού λογαριασμού, όπου ισχύει το τεκμήριο του άρθρου 4 του ν. 5638/1932 και, ως εκ τούτου, εφόσον υφίσταται ακατάσχετη απαίτηση κατά την ανωτέρω έννοια (σύνταξη κλπ), οφείλει αυτό να προβεί σε αρνητική δήλωση. Επομένως, για τη διενέργεια κατασχέσεως σε κοινό λογαριασμό, στον οποίο o συνδικαιούχος είναι οφειλέτης του Δημοσίου, είτε είναι χαρακτηρισμένος ο λογαριασμός αυτός ως συνταξιοδοτικός ή η κατάθεση σ' αυτόν προέρχεται, πράγματι, αποκλειστικά από τη μηνιαία σύνταξη του μη οφειλέτη δικαιούχου είτε έχει δηλωθεί από τον καταθέτη συνταξιούχο ως μοναδικός ακατάσχετος, θα πρέπει να προηγηθεί η αφαίρεση του ακατάσχετου ποσού (ήτοι του ποσού των 1.000 ευρώ και του 1/2 από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ), αφού αυτός δεν παύει να είναι ακατάσχετος μέχρι το ανωτέρω ποσό, και, εν συνεχεία, να εφαρμοσθεί για το υπερβάλλον ποσό η ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, περί ιδανικών μεριδίων, οπότε θα κατασχεθεί το ποσό της καταθέσεως που αναλογεί, με βάση το πιο πάνω τεκμήριο, στον συνδικαιούχο οφειλέτη του Δημοσίου.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.1 εδ α' ΚΠολΔ, που είναι αντίστοιχη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ: «Αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου». Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1010/2019). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 1073/2019, ΑΠ 721/2015).
[III] Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
“| Η αρχικώς ενάγουσα Μ. Κ. διατηρούσε στο υποκατάστημα της εναγομένης (αναιρεσίβλητης) στον ... Θεσσαλονίκης (…) τους υπ’ αριθμ. ... και ... κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς με συνδικαιούχο τον υιό της Σ. Κ., ήδη εκκαλούντα (αναιρεσείοντα). Η εναγομένη τράπεζα συνεπεία της επιβληθείσας σε βάρος του συνδικαιούχου ... για συνολικό ποσό 425.255,82 ευρώ αναγκαστικής κατασχέσεως δυνάμει του με αριθμό ... κατασχετηρίου του ΙΚΑ/ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΚΕΑΟ Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκε την 02.06.2016 στα χέρια της Τράπεζας ως τρίτης, προέβη την 02.06.2016 σε δέσμευση και στην συνέχεια, την 23.06.2016 και 21.06.2016 αντίστοιχα, στην απόδοση στο υπέρ ου η κατάσχεση ΙΚΑ του 50% του υπολοίπου κατά την ημερομηνία της ως άνω κατασχέσεως των ανωτέρω κοινών λογαριασμών, που αντιστοιχούσε (το 50%) στα ποσά των 87,24 ευρώ και 182,08 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι εν συνόλω το ποσό των 269,32 ευρώ. Μάλιστα η εναγομένη απέστειλε στον εκκαλούντα το από 10.06.2016 ενημερωτικό έγγραφο, με το οποίο τον ενημέρωνε για την ανωτέρω επιβληθείσα κατάσχεση.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερόμενου νόμου 5638/1932 «κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη». Με την διάταξη αυτή ο νόμος θέλησε να διαιρέσει κατά τρόπο υποχρεωτικό δια τους ενδιαφερομένους την κατάθεση σε ίσα μέρη των περισσοτέρων καταθετών και καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ` ίσα μέρη. Δηλαδή πριν από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού εκείνος ο τρίτος που έχει χρηματική απαίτηση, μάλιστα δε τυχόν τέτοια ίση ή μεγαλύτερη αυτού του καταλοίπου, κατά κάποιου των καταθετών δικαιούται, προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του, να επιβάλει κατάσχεση επί του καταλοίπου τούτου, τεκμαιρόμενου όμως αμαχήτως έναντι εκείνου ότι ανήκει σε όλους τους καταθέτες κατ` ίσα μέρη, και, άρα, δικαιούται εκείνος να επιβάλει την κατάσχεση στο αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον οφειλέτη καταθέτη, ενώ, βέβαια, το ίδιο κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη που διαφεύγει την κατάσχεση, συμβαίνει δε τούτο όχι διότι το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη του έχει καταστεί, σύμφωνα με την υπό συζήτηση διάταξη, ακατάσχετο, αλλά διότι τούτο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη [...].
Επίσης, η κατάσχεση στα χέρια Τράπεζας ως τρίτης έχει ρυθμιστεί ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 87 έως 94 του Ν.Δ. της 17ης Ιουλίου/13ης Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, συμπληρωματικά δε εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ, που ισχύουν άμεσα, όπου ενυπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ. 3 και 53 παρ. 2 του άνω Ν.Δ. 1923.
Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Κ.Ε.Δ.Ε. «Συνέπειες μη υποβολής δήλωσης. Εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρόθεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαιτήσεως, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αυτός αποδείξει ότι δεν οφείλει στον καθ’ ου ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του, κατά περίπτωση».
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. «Εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων: α) τα εν άρθρω 17 του παρόντος Ν. Διατάγματος κινητά πράγματα, β) τα υπό ειδικών νόμων διατηρηθέντων εν ισχύϊ διά του άρθρου 52 του Εισαγ. Νόμου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας προβλεπόμενα Ακατάσχετα, γ) η εταιρική μερίς επί προσωπικών εταιριών, δ) αι απαιτήσεις διατροφής εκ του νόμου ή εκ διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, ε) Οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του 1/2 του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ» [όπως η περίπτωση ε' αντικαταστάθηκε ως άνω με τη παρ.8 της υποπαρ. Δ.1 του άρθρου 2 Ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14.8.2015) σύμφωνα με την οποία: «Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ανεξαρτήτως του χρόνου γένεσης των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και στις ήδη επιβληθείσες ενεργείς κατασχέσεις για τις απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του τρίτου που γεννώνται από την έναρξη ισχύος του. Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ καταργούνται. Έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 4 του αυτού νόμου, από 19 Αυγούστου 2015 (ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης του άρθρου 3 αυτού)], στ) τα 4/5 των ημερομισθίων, επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί του 1/5 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων τούτων και ζ) το 1/2 των εφ` άπαξ καταβαλλομένων, υπό οιουδήποτε ασφαλιστικού φορέως, βοηθημάτων επί τη εξόδω εκ της Υπηρεσίας ή του επαγγέλματος, επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί του 1/2 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων τούτων». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ (όπως προστέθηκε με την παράγραφο Α υποπαρ.4 άρθρου τρίτου Ν. 4254/2014 | ΦΕΚ Α’ 85/7.4.2014) «2. Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα». [Το πρώτο εδάφιο της παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με τη παρ.8β της υποπαρ. Δ.1 του άρθρου 2 Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14.8.2015). Έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 4 του αυτού νόμου, από 19 Αυγούστου 2015 (ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης του άρθρου 3 αυτού)]. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται ο τρόπος υποβολής και πιστοποίησης του χρόνου της παραλαβής και τα στοιχεία της υποβαλλόμενης δήλωσης, ο τρόπος ενημέρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τη Φορολογική Διοίκηση για την υποβαλλόμενη δήλωση και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Κάθε άλλη διάταξη, που ρυθμίζει αντίθετα προς τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου». [Η παρ. 2 του άρθρου 31, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με το άρθρο 4 Ν. 3714/2008 (ΦΕΚ Α’ 231), και το άρθρο 17 του Ν. 3756/2009 (ΦΕΚ Α’ 53), προστέθηκε με την παράγραφο Α υποπαρ.4 άρθρου τρίτου Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85/7.4.2014).
Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα, η εναγομένη τράπεζα δεσμεύοντας τα ένδικα χρηματικά ποσά που περιείχαν οι δύο ανωτέρω τραπεζικοί λογαριασμοί, που αντιστοιχούσαν στο 1/2 του συνολικού ποσού που ήταν κατατεθειμένο σε καθέναν εξ αυτών, ενήργησε σύννομα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, καθόσον, το σύνολο του ποσού αυτού, ανήκε σε κοινό καταθετικό λογαριασμό με συνδικαιούχο τον ανωτέρω οφειλέτη, και ως εκ τούτου τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι τα δεσμευθέντα και κατασχεθέντα χρήματα (1/2 του συνολικού ποσού) ανήκαν στον οφειλέτη του Δημοσίου Σ. Κ. Με τα ανωτέρω τελευταία εδάφια της παρ. 1 και της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ, όπως διαμορφώθηκαν με το ν. 4254/2014 και εν συνεχεία με το ν. ν. 4336/2015, δεν αντικαταστάθηκε το ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, με αποτέλεσμα, εφόσον, το κάθε φυσικό πρόσωπο έχει επιλέξει να καταστήσει τρίτο πρόσωπο συνδικαιούχο σε καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό, είτε αυτός είναι λογαριασμός πίστωσης, μισθού, σύνταξης και ασφαλιστικών βοηθημάτων, είτε όχι, σημαίνει ότι έχει αποδεχθεί το νομικό πλαίσιο που διέπει αυτές και ως εκ τούτου τον κίνδυνο επιβολής κατασχέσεως για οφειλές του συνδικαιούχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ν. 5638/1932, άλλως θα είχε επιλέξει ατομικό λογαριασμό, εξασφαλίζοντας το μέγιστο ακατάσχετο ποσό καταθέσεως που παρέχει η ανωτέρω διάταξη της παρ. 1 και 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ. Από την ίδια την γραμματική διατύπωση του άρθρου 31 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, ουδόλως προκύπτει η επέκταση ισχύος του ακατασχέτου (του λογαριασμού περιοδικής πίστωσης συντάξεως) έως του ποσού των 1.500 ευρώ στο σύνολο του κατατεθέντος στον κοινό λογαριασμό ποσού, ήτοι, και στο 1/2 αυτού, που κατά αμάχητο τεκμήριο ανήκει για τους κατασχόντες δανειστές στον συνδικαιούχο, στο πρόσωπο του οποίου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ίδιου άρθρου (δεν είναι και ο ίδιος μισθωτός ή συνταξιούχος κ.λπ.). Ούτε ενυπάρχει στον ΚΕΔΕ ή στο ν. 4254/2014 ή στο ν. ν. 4336/2015, οποιαδήποτε διάταξη που να ορίζει κάτι τέτοιο, ή που να αντικαθιστά ή να τροποποιεί το αμάχητο τεκμήριο του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, ρύθμιση στην οποία ευλόγως θα είχε προβεί ο νομοθέτης, εάν η πρόθεσή του ήταν, με την διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 και 2 του ΚΕΔΕ, να επέλθει ανατροπή και κατάργηση του αμάχητου τεκμηρίου του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, που συνιστά έναν από τους βασικούς νομικούς κανόνες που διέπουν και ρυθμίζουν από το έτος 1932 τις σχέσεις μεταξύ δανειστών και συνδικαιούχων σε κοινό λογαριασμό. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ότι οι ανωτέρω δύο κοινοί λογαριασμοί, αποτελούσαν αρχικά απλούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου, και όχι συνταξιοδοτικούς. Τούτο προκύπτει από τις από 22.07.2004 και 09.11.2004 συμβάσεις ανοίγματος λογαριασμών ως λογαριασμοί (απλού) ταμιευτηρίου επ’ ονόματι δύο συνδικαιούχων (κοινοί διαζευκτικοί). Η ενάγουσα Μ. Κ., υπέβαλε το πρώτον στις 04.11.2014 την ηλεκτρονική δήλωση περί μοναδικού ακατάσχετου τραπεζικού λογαριασμού βάσει του ν. 4254/2014 (που ίσχυε τότε) στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, αναφορικά με τους δύο παραπάνω κοινούς λογαριασμούς της. Στα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα φωτοαντίγραφα των δύο βιβλιαρίων των επίμαχων λογαριασμών αναγράφεται χειρόγραφα η λέξη «ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΣ”, η οποία δεν έχει γίνει από τους υπαλλήλους της εναγομένης, αλλά από την ενάγουσα ή τον εκκαλούντα, αφού, η τράπεζα προβαίνει σε μηχανογραφική διόρθωση των ενδείξεων επί των βιβλιαρίων καταθέσεων, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας και την επικρατούσα συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, γεγονός που αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα βιβλιάρια των επίδικων λογαριασμών που αφορούν καταγεγραμμένες κινήσεις μετά το έτος 2015, όπου αναγράφεται πλέον η ένδειξη «ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ-ΜΙΣΘΟΔ. PLUS ΣΥΝΤΑΞ”, μετά από συμμόρφωση με τις υποβληθείσες από την ενάγουσα προαναφερόμενες από 04.11.2014 ηλεκτρονικές δηλώσεις περί μοναδικού ακατάσχετου τραπεζικού λογαριασμού βάσει του ν. 4254/2014 στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Σε κάθε περίπτωση, ο χαρακτήρας των επίδικων λογαριασμών ως συνταξιοδοτικών ή μη, ουδεμία έννομη επιρροή εν προκειμένω, αφού, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, το ακατάσχετο της συντάξεως κρίνεται ως προς το λοιπό μέρος του κοινού λογαριασμού (υπόλοιπο 1/2), το οποίο ανήκει στην συνδικαιούχο αρχικώς ενάγουσα, το οποίο όμως δεν έχει δεσμευθεί και κατασχεθεί, και το οποίο προστατευόταν σε κάθε περίπτωση από την ειδική περίπτωση ακατασχέτου του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως αν αποτελούσε ποσό συντάξεως ή μισθού. Δηλονότι, ο χαρακτήρας των επίδικων λογαριασμών ως συνταξιοδοτικών θα είχε έννομη επιρροή στην περίπτωση που είχε κατασχεθεί το 1/2 των εν λόγω καταθέσεων για προσωπικές οφειλές της αρχικώς ενάγουσας.
Ενόψει των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί της αρχικώς ενάγουσας, που επαναφέρονται από τον εκκαλούντα ως λόγοι έφεσης, ότι η εναγομένη τράπεζα παρανόμως δέσμευσε και απέδωσε τα επίδικα ποσά κατά παράβαση της παρ. 1 και 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, δεδομένου ότι, στο ακατάσχετο των συντάξεων δεν εντασσόταν το 1/2 του συνολικού ποσού των επίδικων λογαριασμών, που κατά αμάχητο τεκμήριο ανήκε στον συνδικαιούχο Σ. Κ., ενώ, η ηλεκτρονική δήλωση που υπέβαλε αποκλειστικά η αρχικώς ενάγουσα στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης περί γνωστοποίησης των κοινών της λογαριασμών της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ, προκειμένου να εφαρμοσθεί επ' αυτών το ακατάσχετο μέχρι του ποσού των 1.250 ευρώ, αφορούσε μόνο την ίδια (ως μοναδική αιτούσα) και κάλυπτε το 1/2 του συνολικού ποσού των λογαριασμών που κατά αμάχητο τεκμήριο ανήκε σε αυτήν. Σημειώνεται ότι, από την επισκόπηση των από 04.11.2014 ανωτέρω ηλεκτρονικών δηλώσεων προς την Γενική Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων αναφορικά με τους επίδικους λογαριασμούς, προκύπτει ότι μοναδική αιτούσα αυτών τυγχάνει η Μ. Κ., και όχι και ο εκκαλών Σ. Κ., με αποτέλεσμα, μετά την υποβολή αυτών να υπαχθεί στην προστατευτική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ αποκλειστικά η ανωτέρω Μ. Κ.. Άλλωστε, η εν λόγω διάταξη τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην περίπτωση της Μ. Κ.-δηλούσας, και για τον λόγο ότι, κατά τις παραδοχές της ίδιας και του εκκαλούντος υιού της, και φυσικά και βάσει του όλου αποδεικτικού υλικού, στους δηλωθέντες επίδικους λογαριασμούς καταθέτονταν αποκλειστικά οι συντάξεις της τελευταίας, εξ αυτού δε του λόγου, και η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε αποκλειστικά από την ίδια, ως έχουσα αποκλειστικά σχετικό έννομο συμφέρον, και όχι και από τον συνδικαιούχο Σ. Κ.. Μετά ταύτα, ενόψει όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη|».
[IV] Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αφού δέχθηκε στην ουσία την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει ως μη νόμιμη την αγωγή και, στη συνέχεια, ερεύνησε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή κατ' ουσία. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, την οποία εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέα, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, την οποία εσφαλμένα δεν εφάρμοσε, απαιτώντας για την εφαρμογή της περισσότερα στοιχεία από όσα η διάταξη αυτή απαιτεί, καθόσον, ενώ κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στους δύο επίδικους λογαριασμούς καταθέτονταν αποκλειστικά οι συντάξεις της αρχικώς ενάγουσας και το διαθέσιμο υπόλοιπο σε καθένα εξ αυτών κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως ήταν μικρότερο των 1.000 ευρώ, παρ' όλα αυτά, και χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχή ότι η μηνιαία σύνταξη ήταν μεγαλύτερη του ανωτέρω ποσού, έκρινε ότι νομίμως η αναιρεσίβλητη τράπεζα δέσμευσε ποσοστό 1/2 των επιδίκων κοινών λογαριασμών, ως ανήκον, κατά αμάχητο τεκμήριο, στον οφειλέτη του Δημοσίου συνδικαιούχο των λογαριασμών κατ' εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου 4 του ν. 5638/1932 και μη εντασσόμενο, ως εκ τούτου, στο ακατάσχετο των συντάξεων, μολονότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, ανεξαρτήτως της δήλωσης των καταθέσεων των εν λόγω λογαριασμών ως ακατασχέτων, εξαιρείτο της κατασχέσεως η καταβαλλόμενη, με περιοδική πίστωση στους ανωτέρω κοινούς λογαριασμούς της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, σύνταξη της δικαιούχου αρχικώς ενάγουσας, αφού αυτή με την κατάθεσή της στην αναιρεσίβλητη τράπεζα δεν απώλεσε τον ακατάσχετο χαρακτήρα της και, συνεπώς, εφόσον το διαθέσιμο από τα λαμβανόμενα ποσά σύνταξης ανέρχονταν την ημέρα επιβολής της κατασχέσεως στο ποσό των 269,32 ευρώ συνολικά, η αφαίρεση του εν λόγω ποσού ως ακατασχέτου προηγείτο της εφαρμογής του τεκμηρίου της διάταξης του άρθρου 4 του ν. 5638/1932. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος από το άρθρο 560 (και όχι 559) αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια.
[V] Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του δευτέρου λόγου, να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος από αυτόν για το παραδεκτό της αίτησης παραβόλου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 183 και 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3081/2019 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος από αυτόν παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων (2000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Οκτωβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ