Απόφαση

Αριθμός Απόφασης
3139/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 3°-εργατικών
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Δαούτη, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ελένη Καρρά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Στηνυπ,’αριθμ.κατ..../23.07.2020 έφεση (αριθμ. πιν. …)
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Α.Τ.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Κανάρη αριθμ.24 (ΑΦΜ999368095), νομίμως εκπροσωπούμενου, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλας Φρόϋντε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ .
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: I) ... του …, κατοίκου …, οδός … αριθμ. … με Α.Φ.Μ … της Δ.Ο.Υ Σερρών - 25) ... του … κατοίκου … Αττικής επί της οδού … αρ…. ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ανναμπέλα Θεοχαροπούλου, η οποία ανακάλεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου την από 10.05.2021 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ στην οποία αρχικά προέβη.
Β. Στην υπ.’αριθμ. καταθέσεως .../23.12.2020 αντέφεση (αριθμ.πιν. …):
ΤΩΝ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ... του …, κατοίκου … Αττικής επί της οδού … αριθμ. … (Α.Φ.Μ. …), 2) ... του …, κατοίκου … Αττικής επί της οδού … αριθμ…. (Α.Φ.Μ….), οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Βασιλείου Μπύρου .
ΤΟΥ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Α.Τ.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Κανάρη αριθμ.24 (ΑΦΜ 999368095), νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλας Φρόυντε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ .
Οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος-αντεφεσιβλήτου την από 18.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης .../21.10.2019 αγωγή τους, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’αυτήν.
Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την υπ.’αριθμ.435/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού συνεκδίκασε την ως άνω αγωγή με την ασκηθείσα με τις προτάσεις αίτηση των εναγόντων-εφεσιβλήτων περί λήψης Ασφαλιστικών μέτρων, απέρριψε την αίτηση λήψης Ασφαλιστικών μέτρων και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσβάλλουν ήδη οι διάδικοι και δη: α) το μεν εναγομένο-εκκαλούν με την από 22.07.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου .../23.07.2020 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών .../10.08.2020) έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την απόρριψη της αγωγής, β) οι δε 6ος και 12ος ενάγοντες - εφεσίβλητοι- αντεκκαλούντες με την από 23.12.2020και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου .../23.12.2020 αντέφεσή τους, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό να γίνει δεκτή ως προς αυτούς στο σύνολό της η αγωγή τους.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της εκ του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος αντεφεσιβλήτου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά κατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ καθώς και έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε νομότυπα. Η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και δήλωσε ότι ανακαλεί την από 10.05.2021 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ στην οποία αρχικά προέβη και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των αντεκκαλούντων παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε .
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ KATA TO ΝΟΜΟ
Ι.Η υπό κρίση από 22.07.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../23.07.2020 στο εκδόσαν Δικαστήριο έφεση του εναγόμενου και, ήδη, εκκαλούντος, κατά της υπ.’αριθμ. 435/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 614 περ.3 ΚΠολΔ) αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 παρ.2 του ν.3994/2011) ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα καθόσον εκ των στοιχείων του φακέλλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοσή της, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται το αντίθετο και εντός διετίας από τη δημοσίευση αυτής αφού η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 24.03.2020 και η έφεση ασκήθηκε με κατάθεση του πρωτοτύπου του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 23.07.2020 (άρθρα 495 παρ. 1,2, 498,511,513 παρίβ, 516 παρ. 1, και 5 1 8 παρ.2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη και εντός των ορίων των λόγων της (άρθρα 522 παρ.1 και 533 του ΚΠολΔ). Επιπλέον, παραδεκτή είναι και η από 23.12.2020 αντέφεση των αντεκκαλούντων - 6ου και 12ου των εφεσιβλήτων- εναγόντων ... και ... αντίστοιχα, καθόσον ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 23.12.2020 και επιδόθηκε στο αντεφεσίβλητο στις 24.12.2020 (βλ. την υπ.’αριθμ. ....12.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ...), δηλαδή, τουλάχιστον, οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (που έλαβε χώρα την 11.05.2021) και αφορά το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση ή συνέχεται αναγκαστικά με αυτό (άρθρο 523 ΚΠολΔ), παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το αντεφεσίβλητοι πρέπει, δε, να συνεκδικαστεί με την τελευταία, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αντέφεσης σε σχέση με την έφεση και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης από τη διεξαγωγή μίας δίκης (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
II.Στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκε από τους εφεσιβλήτους η από 18.10.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../21.10.2019 αγωγή με την οποία, κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ιστορούσαν ότι είναι πρώην υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που αποχώρησαν οριστικά από την ενεργό υπηρεσία κατά τις ημεροχρονολογίες που έκαστος εξ αυτών αναφέρει στο αγωγικό δικόγραφο και εκτείνονται εντός του χρονικού διαστήματος από 25.09.2009 έως 28.07.2012.Ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους είχαν ασφαλιστεί στο Ταμείο Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού ΑΤΕ, οιονεί καθολικός διάδοχος του οποίου είναι το εναγόμενο (και ήδη εκκαλούν) ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Α.Τ.Ε.», δικαιούμενοι κατά την αποχώρησή τους εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενου κατά τον τρόπο που ορίζεται στο διαλαμβανόμενο στην αγωγή άρθρο 34 του καταστατικού του εν λόγω ταμείου . Ότι δυνάμει της υπ.’αριθμ. Φ. 80000/23358/1107 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εκδοθείσας βάσει του άρθρου 6 παρ.20 του ν.3029/2002 αποφασίστηκε η μετατροπή του κλάδου πρόνοιας του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος στο εναγόμενο ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Α.Τ.Ε.» και, επιπροσθέτως εγκρίθηκε το καταστατικό αυτού, στο άρθρο 17 του οποίου ορίστηκε νέος τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος των ασφαλισμένων. Ότι στο ίδιο καταστατικό του εναγομένου περιλήφθηκε η μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 για τους αποχωρούντες από την Αγροτική Τράπεζα υπαλλήλους εντός πενταετίας από την έναρξη της εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος, στην οποία ορίστηκε ότι αυτοί δεν θα λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα λάμβαναν εάν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του ν.2084/1992) .Ότι η ως άνω μεταβατική διάταξη προβλέφθηκε και στις τροποποιήσεις του καταστατικού που ακολούθησαν, μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2019 και μάλιστα προβλέπεται πλέον ρητά ότι αφορά όσους ασφαλίστηκαν πριν την 31.12.1992, όπως εν προκειμένω τους ίδιους (ενάγοντες) και συνταξιοδοτήθηκαν μετά μεν την 09.02.2009, αλλά εντός του χρόνου παράτασης εφαρμογής της μεταβατικής διάταξης. Ότι κατά την αποχώρησή τους, το εναγόμενο, τους χορήγησε τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο για έκαστο εξ αυτών χρηματικά ποσά ως εφάπαξ βοήθημα, το ύψος των οποίων υπολόγισε εσφαλμένα σύμφωνα με τα άρθρα 15,16 και 17 του καταστατικού του χωρίς να λάβει υπόψη του τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 (πρώην παράγραφο 5) αυτού και να υπολογίσει τούτο κατά το άρθρο 34 του παλαιού καταστατικού του και χωρίς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 παρ.3 Ν.2084/1992, η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική δυνάμει των υπ.’αριθμ. 3,4 και 5/2007 αποφάσεων του ΑΕΔ. Ότι ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ δικαιούμενου ποσού εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, διότι ως παλαιοί ασφαλισμένοι λόγω των ετών υπηρεσίας και των υψηλών αποδοχών τους έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται μεγαλύτερη αποζημίωση σε σχέση με τους λοιπούς συναδέλφους τους, οι οποίοι λόγω των ετών υπηρεσίας και των χαμηλότερων αποδοχών τους έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι το εναγόμενο εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 μόνο στα μέλη του που εξήλθαν από την υπηρεσία τα έτη 2004- 2009, χωρίς να υπάρχει δικαιολογητικός προς τούτο λόγος, αφού η εν λόγω διάταξη παραμένει ενεργή/και επικαιροποιήθηκε σε όλες τις τροποποιήσεις του καταστατικού του εναγομένου. Ότι επιπλέον το εναγόμενο έλαβε υπόψιν ως στοιχείο για τον υπολογισμό του βοηθήματος τον μισθό τους μετά τις περικοπές στη μισθοδοσία τους που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει των ν.3889/2010 και 4024/2011, κατά παράβαση αντίθετης απόφασης της γενικής συνέλευσής του, που μεταγενέστερα οδήγησε και σε τροποποίηση του καταστατικού του. Ότι το καταβληθέν σε καθένα εξ αυτών εφάπαξ βοήθημα έχει υπολογιστεί κατά τον ανωτέρω τρόπο λανθασμένα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ζήτησαν, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα εξ αυτών την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβλήθηκε σ’αυτούς με βάση τον υπολογισμό κατ’ άρθρο 17 του νέου καταστατικού και εκείνου που δικαιούνται βάσει του υπολογισμού κατ’άρθρο 34 του παλαιού καταστατικού, όπως τα επιμέρους ποσά διαλαμβάνονται για καθένα στο αγωγικό δικόγραφο, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα υποχρέωσης καταβολής του εφάπαξ βοηθήματος για κάθε ενάγοντα, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων προέβη παραδεκτά με δήλωσή της που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και επανέλαβε με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, σε μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος κάθε ενάγοντος σε αναγνωριστικό, κατά τις ειδικότερες εκεί διακρίσεις Επιπροσθέτως, οι ενάγοντες με τις κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις τους υπέβαλαν κατ’άρθρο 686παρ.5εδ.1 ΚΠολΔ, αίτηση Ασφαλιστικών μέτρων επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση και συγκεκριμένα ζητούσαν να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του εναγομένου- καθ’ου η αίτηση, και να απαγορευθεί στο εναγόμενο να προβεί σε ανάληψη από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς μέχρι του συνολικού ποσού της απαίτησής τους ύψους 1.175.713,05 ευρώ .Επί της ανωτέρω αγωγής και αίτησης Ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη (435/2020) απόφαση, η οποία αφού συνεκδίκασε τα ανωτέρω δικόγραφα, απέρριψε την αίτηση Ασφαλιστικών μέτρων ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εναγόντων προς άσκηση αυτής, ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει για διαφορά εφάπαξ βοηθήματος σε κάθε ενάγοντα τα αναφερόμενα σ’αυτήν ποσά και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει για την ίδια ως άνω αιτία σε κάθε ενάγοντα τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη ποσά . Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται τόσο το εναγύμενο-εκκαλούν με την υπό κρίση έφεση όσο και οι 6ος και 12ος εκ των εφεσιβλήτων με την αντέφεση, οι οποίοι επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, ώστε όσον αφορά το εκκαλούν να απορριφθεί η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή στο σύνολό της, όσον αφορά δε τους αντεκκαλούντες να γίνει ως προς αυτούς δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
III.Α) Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζουν ότι "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" (άρθρο 4 παρ. 1) και "το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει" (άρθρο 22 παρ. 5), προκύπτει δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται, κατά τη« ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος - αποζημίωσης στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία, με ίσους όρους. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο, ανώτατου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφάπαξ βοήθημα, τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το ασφαλιστικό δηλαδή κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων, αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδίως κοινωνικοί πόροι ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων (ΟλΑΠ 32/1995, ΑΠ 275/2015, ΑΠ 442/2015, ΑΠ 789/2014). Όταν όμως το κεφάλαιο αυτό σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει επομένως αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν την ίδια εφάπαξ αποζημίωση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κανόνα, ότι το μέγεθος της εφάπαξ αποζημίωσης, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου, είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. Εξάλλου, η Φ46/3239/23.2.1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία ανασυντάχθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το Καταστατικό του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού (ΦΕΚ Β’ 108) ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 2, ότι η ασφάλιση που ασκείται από το εν λόγω Ταμείο ενεργείται από δύο κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων και τον Κλάδο Πρόνοιας, από τον οποίο χορηγούνται τα εφάπαξ βοηθήματα και στο άρθρο 9 παρ. 3 ότι: "Για τον Κλάδο Πρόνοιας (εφάπαξ βοήθημα) πόροι είναι: α) εισφορά του ασφαλισμένου ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως Αποδοχές του για κάθε πραγματική υπηρεσία στην ...., β) εισφορά του εργοδότη ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε πραγματική υπηρεσία στην ...., γ) ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες του εργοδότη ή θυγατρικών των εταιριών. Το πιο πάνω ποσοστό καθορίζεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εργοδότη, δ) ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 1256/1982. Το ποσό αυτό καθορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, ε) οι τόκοι και γενικά οι πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας”. Εξάλλου, η ίδια ως άνω υπουργική απόφαση στο άρθρο 34 ορίζει, ότι "1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου (νοείται Πρόνοιας) δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος υπό τις προϋποθέσεις: α)... β) εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τον Οργανισμό της ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην .... Τράπεζα, ασφαλισμένη στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε (5) τουλάχιστον ετών, 2) το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επομένη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 1ου μέχρι και του 10ου, 8% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 11 ου μέχρι και του 15ου, 10% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 16ου μέχρι και του 32ου, 3) για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ... ετήσιοςμισθός λογίζεται τοάθροισμα
δεκατεσσάρων (14) μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα - πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού θέσεως, επιστημονικής απόδοσης, γάμου, τέκνων και αυτόματης Τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (...), 4) Αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών ως εξής: Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στον πρώτο χρόνο από τη διακοπή, λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στο δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος”. Περαιτέρω, το άρθρο 57 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α’ 165), το οποίο εντάσσεται στο Δ’ Κεφάλαιο του έχοντος τον τίτλο "Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993" Τρίτου Μέρους του εν λόγω νόμου, ορίζει ότι: "Η συνολική εισφορά ασφάλισης για εφάπαξ βοήθημα σε φορείς ασφάλισης Πρόνοιας ορίζεται σε ποσοστό 4% και βαρύνει αποκλειστικά τους ασφαλισμένους”. Εξάλλου, ο ίδιος ν. 2084/1992 στο άρθρο 57 του Δ’ Κεφαλαίου του Τετάρτου Μέρους του, έχοντος τον τίτλο "Ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992”, ορίζει τα εξής: ”1 . Η προβλεπομένη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των Υπαλλήλων των Τραπεζών: και του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρίας “...” που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, η εισφορά του εργοδότη μειώνεται προοδευτικά αρχής γενομένης από 1.1.1993 κατά το 1/10 για κάθε έτος. Η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται ασφαλισμένοι των φορέων ή κλάδων ασφάλισης Πρόνοιας πλην του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού ... Τράπεζας, η οποία προστίθεται στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού .. Τράπεζας της Ελλάδος 2)... 3) Το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών. Επιπλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος από 1.1.1993 και μετά. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το παραπάνω ποσό μειούται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφάλισης. 4) (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν, δηλαδή, αντικατασταθεί με την παρ. 4 του άρθρου 84 του ν. 2676/1999) Με απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναπροσαρμόζεται κάθε φορά το ανάκατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος της προηγουμένης παραγράφου μέχρι του εκάστοτε ποσοστού αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων”. Κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης της παρ. 4 εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα η 7/οικ. 1231/1 -6-1993 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β’ 404), οι 7/οικ. 1490/24.8.1994 (Β’ 653) και 7/οικ. 1237/6.7.1995 (Β’ 646) αποφάσεις του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι Φ7/οικ. 1251/1.8.1996 (Β’ 702) και Φ.7/οικ. 1343/28.7.1997 (Β’ 680) αποφάσεις του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τις οποίες αναπροσαρμόστηκε το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος για τα έτη 1993, 1994, 1995, 1996 και 1997, αντιστοίχου. Από τις εκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι το παρεχόμενο από το εκκαλούν Ταμείο εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού καθ' όλο το χρόνο ασφάλισης των ασφαλισμένων στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εφεσίβλητοι, το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Ταμείου σχηματιζόταν μόνο από ασφαλιστικές εισφορές και όχι από άλλους πόρους. Ειδικότερα, το
κεφάλαιο αυτό σχηματιζόταν αρχικώς μεν από ισόποσες ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και της εργοδότριας Τράπεζας, οι οποίες υπολογίζονταν επί των αυτών αποδοχών των ασφαλισμένων, από δε την 1.1.1993 και έως την έξοδο των εφεσιβλήτων -υπαλλήλων από την ενεργό ασφάλιση και πάλι από εισφορές τόσο των ασφαλισμένων όσο και της εργοδότριας Τράπεζας, με τη διαφορά ότι οι εισφορές της Τράπεζας μειώνονταν συνεχώς. Και ναι μεν στις περιπτώσεις Γ και Δ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπονται ως πόροι του Ταμείου, πλην των Ασφαλιστικών εισφορών, και άλλα έσοδα (οι πρόσοδοι, γενικά, της περιουσίας του και κάθε χαριστική παροχή προς αυτό), τα έσοδα όμως αυτά, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά, δεν μπορεί να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για το χαρακτηρισμό του επίδικου εφάπαξ βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συνέβαλαν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στο σχηματισμό του Ασφαλιστικού κεφαλαίου του Ταμείου. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανώτατου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος των ασφαλισμένων του ανωτέρω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλόμενης στο Ταμείο εργοδοτικής εισφοράς, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξάλλου, η ως άνω διάκριση, εν όψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει ήδη δεκτά, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης σταθμίσεως, η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για καταβολή της Ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα, προέρχεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου, έτσι ώστε βασίμως να προσδοκά αυτός, και στο πλαίσιο της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, αποχή από κάθε επέμβαση και προστασία του εν λόγω δικαιώματος του (ΑΕΔ 3, 4, 5/2007, ΟλΑΠ 17/2005, ΑΠ 72/2016, ΑΠ 275/2015, ΑΠ 789/2014, ΑΠ 803/2014 Δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 31 του Ν. 1027/1980 ορίζεται ότι: "1. Το δικαίωμα εις σύνταξιν και εφ' άπαξ παροχήν παρά των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινοτικών Υπηρεσιών, είναι απαράγραπτον. 2. Αι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογήν και επί των μέχρι της ισχύος του παρόντος νόμου, παραγραφέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, έστω και αν εξεδόθη απορριπτική απόφασις, των οικονομικών αποτελεσμάτων επερχομένων από της υποβολής, μετά την ισχύ του παρόντος, της σχετικής αιτήσεως. 3. Πάσα αντίθετος διάταξις καταργείται”. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 31 του Ν. 1027 /1980, από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργήθηκαν οι προϋφιστάμενες διατάξεις των κατ' ιδίαν Ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίες έτασσαν χρονικούς περιορισμούς για την υποβολή αιτήσεως απονομής συντάξεως ή εφάπαξ παροχής και έτσι, στο εξής, η ενάσκηση του δικαιώματος για τη λήψη τέτοιων Ασφαλιστικών παροχών δεν υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς . Από τις διατάξεις όμως αυτές δεν συνάγεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού θεσπίστηκε και το απαράγραπτο των αξιώσεων που απορρέουν από τα ανωτέρω δικαιώματα που δεν αποσβέσθηκαν, καθόσον ναι μεν το δικαίωμα για τη λήψη τέτοιων Ασφαλιστικών παροχών μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, η απορρέουσα όμως από το δικαίωμα αυτό αξίωση, για την καταβολή της εφάπαξ παροχής υπόκειται στην προβλεπόμενη από το νόμο παραγραφή. Εφόσον δε, δεν θεσπίζεται βραχύτερη, από ειδική διάταξη του καταστατικού του Ασφαλιστικού οργανισμού που παρέχει την εφάπαξ παροχή, παραγραφή, η σχετική αξίωση υπάγεται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ. και όχι στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 ΑΚ, ούτε στην παραγραφή που θεσπίζεται με το άρθρο 48 ν. δ. 496/1974," Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου" όπως ισχύει, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 437/1977, εξαιρούνται της εφαρμογής του Ν.Δ. 496/1974, οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί που εποπτεύονται από το (τότε) Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών. Η εφάπαξ παροχή δεν υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 ΑΚ, καθόσον αυτή δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων, ούτε "απολαβή”, υπό την έννοια της αντιπαροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης, κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου, οικονομικής του ενίσχυσης από κεφάλαια που σχηματίζονται από κράτηση ποσοστού επί των αποδοχών των υπαλλήλων κατά τη διάρκεια του χρόνου της υπηρεσίας τους (Ολ. ΑΠ 4/2001, ΑΠ 974/2019, ΑΠ 488/2019, ΑΠ 1521/2018, ΑΠ 1634/2017, ΑΠ 674/2016, ΑΠ 72/2016, 789/2014, 9/2014),το δε γεγονός ότι η ως άνω εφάπαξ παροχή έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, όταν το ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματίζεται κατά κύριο λόγο από εισφορές (των υπαλλήλων και του Ασφαλιστικού Οργανισμού) και όχι από άλλους πόρους, δεν μεταβάλλει τη φύση της παροχής αυτής σε μισθό και γενικά σε περιοδική παροχή. Τέλος, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 1027/1980, εφαρμόζονται, ενόψει του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού, σε όλους γενικώς τους ασφαλισμένους Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, έστω και αν η παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 1027/1980 αναφέρεται σε Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, η μνεία του οποίου οφείλεται στο γεγονός ότι κατά το χρόνο θεσπίσεως των διατάξεων αυτών, οι Οργανισμοί αυτοί υπάγονταν κατά κανόνα στο τότε Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών. Επομένως, το άρθρο 31 του Ν. 1027/1980 έχει εφαρμογή και στους ασφαλισμένους του Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία. “,ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΤΕ “. (Ολ. ΑΠ 10/2001, ΑΠ 974/2019, ΑΠ 488/2019, ΑΠ 1521/2018,ΑΠ 2010/2017, ΑΠ 1634/2017, ΑΠ 787/2014 Δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Β) Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 117 και 118, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το ορισμένο της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τους όρους εφαρμογής ορισμένης νομικής διατάξεως από την οποία παρέχεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα. Έτσι επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής λόγω υπερωριακής εργασίας πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που επισύρουν την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Ειδικότερα πρέπει να αναφέρονται η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης και ο συνολικός αριθμός των ωρών του επιδίκου ημερησίου ωραρίου και οι νόμιμες ή καταβαλλόμενες αποδοχές βάσει των οποίων θα υπολογιστεί το ωρομίσθιο (ΑΠ 534/ 2014, ΑΠ 792/2011, ΑΠ 573/ 2011 ΔΕΝ. 2011.1320, ΑΠ 1805/2011 Δημ.στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στοιχεία δε της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας, αμοιβή της εργασίας του κατά τις Κυριακές και τη νύκτα, αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία και νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία, ως και την καταβολή επιδομάτων που προβλέπονται από ΣΣΕ (ή απόφαση διαιτησίας), που διέπει την εργασιακή σχέση, είναι η σύμβαση (ή η σχέση) εργασίας, η παροχή της εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφό της με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις. Αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο άλλωστε ο ενάγων μπορεί, ως την πρώτη συζήτησή της, να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ.) με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως (All 548/2000 ΕΕργΔ 2001, 803, Εφ Θεσ 584/ 2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 300/2001 ΕΕργΔ 2001,659).και 3 §§1 - 2 της ΚΥΑ 19041/80). Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, περιέχει επαρκή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για την, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, πληρότητα του δικογράφου της, ήτοι το χρόνο κατάρτισης των επιδίκων συμβάσεων για καθένα εκ των εναγόντων, τον χρόνο αποχώρησης καθενός εξ αυτών, το ύψος του μηνιαίου μισθού που λάμβανε κάθε ενάγων κατά την αποχώρησή του, επίσης αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής. παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, οι ενάγοντες εκείνοι που έλαβαν συμπληρωματικό εφάπαξ λόγω αναγνώρισης χρόνου προϋπηρεσίας και συγκεκριμένα οι πρώτος τέταρτος, πέμπτος, ενδέκατος, δέκατη τρίτη, δέκατος όγδοος, εικοστός δεύτερος και εικοστή τέταρτη εκ των εναγόντων. Περαιτέρω, στην ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι το εναγόμενο υπολόγισε το εφάπαξ βοήθημα που έπρεπε να λάβει καθένας από αυτούς εσφαλμένα σύμφωνα με το άρθρο 17 του νέου Καταστατικού, ενώ θα έπρεπε να το υπολογίσει με βάση το άρθρο 34 του παλαιού Καταστατικού εφαρμόζοντας τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 του νέου Καταστατικού του που προβλέπει τον υπολογισμό σύμφωνα με το παλαιό Καταστατικό για όσους αποχωρήσουν εντός πενταετίας από την εφαρμογή του νέου Καταστατικού, ήτοι μέχρι 09.02.2009, εκτίθεται δε ότι η ως άνω μεταβατική διάταξη επαναλήφθηκε με κάθε νέα τροποποίηση του Καταστατικού του εναγομένου και με την ίδια ακριβώς διατύπωση, ενώ σε κανένα σημείο του δικογράφου της αγωγής δεν εκτίθεται ότι το εναγόμενο -εκκαλούν υπολόγισε το εφάπαξ λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 53 παρ.3 του Ν.2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του, με αποτέλεσμα ουδεμία αντιφατικότητα να υφίσταται στα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης. Κατά το μέρος δε που με τον ίδιο ως άνω λόγο επικαλείται αοριστία της αγωγής, η οποία κατά τα υποστηριζόμενα από αυτό συνίσταται στο ότι οι ενάγοντες δεν αναλύουν πώς προκύπτει ο τελευταίος μηνιαίος μισθός τους, αν δηλαδή το ποσό που υπολογίζουν αφορά το βασικό μισθό τους ή εάν αυτός είναι προσαυξημένος με επιδόματα και σε καταφατική περίπτωση με ποια, είναι απορριπτέος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, καθόσον οι ενάγοντες εκθέτουν ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 34 του παλαιού καταστατικού, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουν στο δικόγραφο της αγωγής τους, υπολόγισαν το εφάπαξ βοήθημα που κατ’αυτούς δικαιούνται, σύμφωνα δε με το ανωτέρω άρθρο, ο τελευταίος ετήσιος μισθός αποτελείται από το βασικό μισθό προσαυξημένο με τα επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό και κατά περίπτωση δικαιούταν ο καθένας εκ των εναγόντων, ενώ ποια επιδόματα τελικά δικαιούται καθένας εξ αυτών συνέχεται με την ουσία της υπόθεσης και δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά κατ’ αποτέλεσμα έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της απόφασης αυτής (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απέρριψε την ως άνω πρωτοδίκως υποβληθείσα από το εναγόμενο ένσταση αοριστίας της αγωγής. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω τυγχάνει απορριπτέος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν επανέφερε την πρωτοδίκως υποβληθείσα από αυτό ένσταση περί αοριστίας της αγωγής.
Το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του κατά το σχετικό σκέλος του, ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με την παράγραφο 20 του άρθρου 6 του Ν.3029/2002 προκειμένου το ταμείο του να χορηγήσει βοηθήματα μεγαλύτερα από τα προβλεπόμενα στο καταστατικό του, είναι εκ του νόμου υποχρεωμένο να εκπονήσει οικονομοτεχνική μελέτη, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος των παρεχομένων εφάπαξ βοηθημάτων για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την αναλογιστική ισορροπία του Ασφαλιστικού φορέα και ότι ως εκ τούτου η αγωγή των αντιδίκων έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμη .Ο ισχυρισμός αυτός που προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τον δεύτερο λόγο έφεσης κατά το σχετικό σκέλος αυτού, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι το εκκαλούν δεν επικαλέσθηκε κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ νόμιμους λόγους βραδείας προβολής του, επιπροσθέτως δε είναι απαράδεκτος και για το λόγο ότι το εκκαλούν ζητά την απόρριψη της αγωγής επικαλούμενο υποχρέωση εκ του νόμου στην οποία πρέπει το ίδιο να προβεί ήτοι στην εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης .
IV.Από την ανωμοτί εξέταση της νόμιμης εκπροσώπου του εναγόμενου, ... που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, (η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της την ανωμοτί ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξέταση του διαδίκου ... κατά το μέρος που αυτός κατέθεσε περί των δικών του αξιώσεων, αλλά ούτε και την ένορκη ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου κατάθεση του ιδίου με την ιδιότητα του μάρτυρα όσον αφορά τις αξιώσεις των λοιπών διαδίκων, με συνέπεια η κατάθεση του ανωτέρω διαδίκου να μην λαμβάνεται υπόψη ούτε από το Δικαστήριο τούτο δεδομένου ότι δεν υφίσταται και σχετικός λόγος έφεσης αλλά ούτε και αντίθετης έφεσης) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι της έκκλητης δίκης με νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προσκομίζουν, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων να προσδίδει σ’αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝομ. 2004.70), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα : Οι ενάγοντες τυγχάνουν συνταξιούχοι υπάλληλοι της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.». Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 01.07.1982 έως την 28.07.2012, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ATE ΑΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με το βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 33), στο συντάξιμο χρόνο του προστίθεται και η αναγνώριση λόγω εξαγοράς χρόνου υπηρεσίας 3 ετών, 1 μηνάς και 2 ημερών. Οι μηνιαίες μεικτές αποδοχές του κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 2.704,47 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιουνίου του έτους 2012) και του χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/11.12.2012,…/23.04.2013, …/26.11.2013 και …/28.11.2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 82.811,68 ευρώ. Η δεύτερη ενάγουσα (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 19.05.1981 μέχρι τις 11.04.2010, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω παραίτησης με το βαθμό της Τμηματάρχη ΕΓ (κλιμάκιο 29) .Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές της κατά το χρόνο λύσης της εργασιακής της σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 2.873,15 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Μαρτίου 2010) και της χορηγήθηκε με την με αριθμό …/27.04.2010 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 62.800,74 ευρώ . Ο τρίτος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 01.06.1978 έως 30.1 1.2010, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω παραίτησης με το βαθμό του Υποδιευθυντή (κλιμάκιο 40).Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο της λύσης της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 5.148,36 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Οκτωβρίου έτους 2010) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό .../28.12.2010 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 129.648,07 ευρώ. Ο τέταρτος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 08.07.1981 έως την 28.07.2012, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ATE ΑΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με το βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 32), στον συντάξιμο χρόνο του προστέθηκε και η αναγνώριση λόγω εξαγοράς χρόνου υπηρεσίας 02 ετών και 24 ημερών, οπότε ο συνολικός συντάξιμος χρόνος του ανέρχεται σε 32 έτη, I 1 μήνες και 16 ημέρες .Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 3.277,40 ευρώ και του χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/1 1.12.2012, …/23.04.2013, …/26.11.2013,… 3/12/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 82.884,86 ευρώ. Ο πέμπτος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 01.06.1981 έως την 28.07.2012,οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ATE ΑΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με το βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 33), στο συντάξιμο χρόνο του προστίθεται και η αναγνώριση λόγω εξαγοράς χρόνου υπηρεσίας 01 έτους, 1 1 μηνών και 24 ημερών, οπότε ο συνολικά συντάξιμος χρόνος του ανέρχεται σε 32 έτη 11 μήνες και 16 ημέρες. Οι μεικτές μηνιαίες Αποδοχές του κατά το χρόνο της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 2.746,71 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιουλίου 2012) και του χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/26.11.2013,…/11.12.2012/…/23.0 4.2013 καν …/11/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 86.381,67 ευρώ . Ο έκτος ενάγων (...) εργάστηκε από την 16.10.1972 έως την 13.10.2011, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω παραίτησης με τοβαθμότου Υποδιευθυντή (κλιμάκιο 40). Οι μεικτές μηνιαίες Αποδοχές του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 4.462,71 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Οκτωβρίου 2011) και του χορηγήθηκε με τη με αριθμό …/17.10.2011 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 139.430,21 ευρώ . Ο έβδομος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 22.12.1980 έως την 25.09.2009, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω παραίτησης μετο βαθμό του Υποδιευθυντή (κλιμάκιο 38).Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 5.017,81 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Σεπτεμβρίου 2009) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό .../19.10.2009 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 108.112,71 ευρώ. Ο όγδοος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 08.10.1975 έως 09.03.2011, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω παραίτησης με το βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 38) .Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας του στο ποσό των 5.031,22 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιανουάριου 2011) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό …/18.03.2011 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 150.239,88 ευρώ .0 ένατος ενάγων (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από την 09.01.1985 έως την 30.01.2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Υποδιευθυντή (κλιμάκιο 33). Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας του στο ποσό των 4.617,40 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιανουάριου 2012) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό …/02.02.2012 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 96.558,87 ευρώ . Ο δέκατος ενάγων (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από την 16.06.1981 έως την 19.12.2011 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Τμηματάρχη Α1 (κλιμάκιο 36)» Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας του στο ποσό των 3.366,18 ευρώ (βλ. αντίγραφο της μισθοδοσίας του μηνός Νοεμβρίου 2011) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό …/22.12.2011 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 95.524,02 ευρώ .Ο ενδέκατος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 17.04.1985 έως την 28.07.2012 οπότε και λύθηκε η εργασιακή του σχέση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Υποδιευθυντή (κλιμάκιο 41), στον συντάξιμο χρόνο του προστίθεται και η αναγνώριση λόγω εξαγοράς χρόνου υπηρεσίας 04 ετών, 11 μηνών και 09 ημερών, οπότε ο συνολικά συντάξιμος χρόνος του ανέρχεται σε 32 έτη. Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας του στο ποσό των 4.128,73 ευρώ (βλ. αντίγραφο της μισθοδοσίας μηνάς Ιουλίου 2012) και του χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/11.12.2012, …/22.04.2013, …/26.11.2013 και … 28.11.2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 14.157,67 ευρώ. Ο δωδέκατος ενάγων (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από την 05.03.1976 μέχρι την 01.06.2010 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Διευθυντή (κλιμάκιο 41). Οι μεικτές μηνιαίες Αποδοχές του κατά το χρόνο της λύσης της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 6.761,82 ευρώ (βλ. αντίγραφο της μισθοδοσίας μηνάς Ιουνίου 2010) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό …/18.06.2010 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 138.634,22 ευρώ. Η δέκατη τρίτη ενάγουσα (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 30.06.1982 έως την 28.07.2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω καταγγελίας της εργασιακή της σχέσης με την Τράπεζα, συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ΑΤΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με το βαθμό της Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 30), στο συντάξιμο χρόνο της προστίθεται και η αναγνώριση λόγιο εξαγοράς χρόνου υπηρεσίας 02 μηνών και 10 ημερών, οπότε ο συνολικός συντάξιμος χρόνος της ανέρχεται σε 30 έτη και 16 ημέρες. Οι μεικτές μηνιαίες Αποδοχές της κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ανέρχονταν στο ποσό των 3.005,28 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιουλίου έτους 2012) και τις χορηγήθηκε με τις με αριθμούς .../11.12.2012, …/ 23.04.2013 και …-3/12/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 9.717,91 ευρώ . Ο δέκατος τέταρτος ενάγων (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από τις 2/10/1984 έως τις 28/07/2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω καταγγελίας της εργασιακής του σχέσης με την Τράπεζα, συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ΑΤΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση, με το βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 31). Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 2.509,84 ευρώ και του χορηγήθηκε με τις με αριθμούς ....12.2012, .../23.04.2013, .../26.11.2013 και …-3/12/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 71.544,97 ευρώ.
Ο δέκατος πέμπτος (...) εργάστηκε στην ανωτέρα Τράπεζα από τις 09.06.1981 έως την 01.01.2011 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Τμηματάρχη Β’(κλιμάκιο 35) Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο της αποχώρησής του ανέρχονταν στο ποσό των 3.045,48 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιανουάριου 2011) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό 2…/19.01.2011 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 77.706,55 ευρώ. Η δέκατη έκτη ενάγουσα (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από την 5.4.1979 έως τις 28.07.2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ATE ΑΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με το βαθμό της Τμηματάρχη Β’(κλιμάκιο 33). Οι μεικτές μηνιαίες Αποδοχές της κατά το χρόνο της αποχώρησής της ανέρχονταν στο ποσό των 2.160,25 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιουλίου έτους 2012) και της χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/11.12.2012, …./23.04.2013, …/ 26.11.2013 και …-03/12/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 74.714,55 ευρώ. Ο δέκατος έβδομος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 22.09.1975 έως τις 19.02.2010 οπότε και παραιτήθηκε με το βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 37).Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο της αποχώρησής του ανέρχονταν στο ποσό των 3.553,69 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνάς Φεβρουάριου του έτους 2010) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό …/29.03.2010 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 95.586,30 ευρώ .Κατόπιν τούτου, με την με αριθμό …/2019 πράξη του εναγομένου και αφού έλαβε υπόψη του :α) Την Φ 80000/23358/1107/31.12.2003 Υ.Α. για τη μετατροπή του Κλάδου Πρόνοιας του Τ.Σ.Π.Π.Α.Τ.Ε. σε " Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Πρόνοιας Πρώην Εργαζομένων Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος”, β) το άρθρο 17 του Καταστατικού του ΑΤΠΠΕΑΤΕ, γ) το έγγραφο 20600/41/24.03.2010 της ΑΤΕ από το οποίο προκύπτει ότι στις 19.02.2010 λύθηκε η υπαλληλική σχέση λόγω παραίτησης με το βαθμό του Τμηματάρχη, δ) την από 30.04.2019 αίτηση του ενάγοντος -συνταξιούχου για καταβολή διαφοράς εφάπαξ λόγω προαγωγής στο βαθμό του Υποδιευθυντή, ε) το από …/09.05.2019 έγγραφο της … για την ΑΤΕΥΥΕ με τα νεότερα μισθοδοτικά στοιχεία λόγω προαγωγής στο βαθμό του Υποδιευθυντή από 1 1.04.2005 με Μ.Ο. τριετίας 4.31 1,30 ευρώ και Μ.Ο. πενταετίας 3.887,79 ευρώ και στ) την με αριθμό …/18.04.2019 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, έλαβε επιπλέον το ποσό των 34.561,07 ευρώ ως διαφορά εφάπαξ και συνολικά έλαβε το ποσό των 130.147,37 ευρώ (βλ. σχετικά την με αριθμό …/28.06.2019 πράξη του εναγομένου). Ο δέκατος όγδοος ενάγων (...) εργάστηκε στην επιχείρηση της εναγομένης από τις 26.03.1985 έως την 28.07.2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ATE ΑΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με το βαθμό του Υποδιευθυντή (κλιμάκιο 38).Οι μηνιαίες μεικτές Αποδοχές του κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 4.111,93 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιουνίου 2012) και του χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/11.12.2012, …/22.04.2013, …/ 26.11.2013, …- 28/11/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 112,752,35 ευρώ . Η δέκατη ένατη ενάγουσα (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από τις 17.04.1978 έως τις 28.07.2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε λόγο) της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ATE ΑΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με το βαθμό του Υποδιευθυντή (κλιμάκιο 39). Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές της κατά το χρόνο της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 3.483,56 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιουλίου 2012) και της χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/11.12.2012…/22.04.2013 …/26.1 1.20 1 3 και …-30-28/1 1/2014, πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 124.892,20 ευρώ. Η εικοστή ενάγουσα (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 19.06.1981 έως την 19.04.2011 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό της Τμηματάρχη Α’(κλιμάκιο 34) .Οι μηνιαίες μεικτές αποδοχές της κατά το χρόνο λύσης της εργασιακής της σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 4.069,93 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Απριλίου 2011)και της χορηγήθηκε μετην με αριθμό …/02.05.2011 πράξη απονομής εφάπαξτο ποσό των 104.379,40 ευρώ . Ο εικοστός πρώτος ενάγων (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από τις 25.10.1972 έως την 30.11.2010 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (κλιμάκιο 41).Οι μηνιαίες μεικτές Αποδοχές του κατά το χρόνο λύσης της εργασιακής του σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 3.801,72 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Νοεμβρίου 2010) καιτου χορηγήθηκε με την με αριθμό .../28.12.2010 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 115.966,20 ευρώ .Ο εικοστός δεύτερος ενάγων (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 05.06.1981 έως την 28/07.2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε μετο βαθμό του Τμηματάρχη Α’ (ΚΛΙΜΑΚΙΟ 34) λόγω καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης συνεπεία της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ATE ΑΕ και τη θέση του σε ειδική εκκαθάριση, στο συντάξιμο χρόνο προστίθεται και η αναγνώριση λόγω εξαγοράς χρόνου υπηρεσίας 01 έτους, 11 μηνών και 02 ημερών υπηρεσίας, οπότε ο συνολικός συντάξιμος χρόνος του ανέρχεται σε 32 έτη, 11 μήνες και 16 ημέρες. Οι μηνιαίες μεικτές αποδοχές του κατά τον τελευταίο μήνα της εργασίας του δεν προέκυψαν καθόσον δεν προσκομίζει το αντίστοιχο αντίγραφο μισθοδοσίας και του χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/11.12.2012, …/22.04.2013, …/26.11. 2013 και …-3/12/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 85.232,22 ευρώ. Η εικοστή τρίτη ενάγουσα (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από τις 28.05.1981 έως 23.04.2010 οπότε και παραιτήθηκε με το βαθμό της Υποδιευθύντριας (κλιμάκιο 34) .Οι μεικτές μηνιαίες Αποδοχές της κατά το χρόνο της λύσης της εργασιακής της σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 5.302,20 ευρώ και της χορηγήθηκε με την με αριθμό …/05.05.2010 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 102.345,76 ευρώ. Η εικοστή τέταρτη ενάγουσα (...) εργάστηκε στην ανωτέρω Τράπεζα από την 23.12.1983 έως την 28/07/2012 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό της Υποδιευθύντριας (κλιμάκιο 35) λόγω καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης συνεπεία οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ανωτέρω Τράπεζας και της θέσης αυτής σε ειδική εκκαθάριση, στον συντάξιμο χρόνο της προστίθεται και η αναγνώριση λόγοι εξαγοράς χρόνου υπηρεσίας 04 ετών, 04 μηνών και 22 ημερών, οπότε ο συνολικά συντάξιμος χρόνος της ανέρχεται σε 32 έτη, 11 μήνες και 16 ημέρες. Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές της κατά το χρόνο της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης ανέρχοντανστο ποσό των 3.989,47 ευρώ (βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Ιουλίου 2012) και της χορηγήθηκε με τις με αριθμούς …/11.12.2012, …/22.04.2013, …/ 26.1 1.2013 και …-28/1 1/2014 πράξεις απονομής εφάπαξ το ποσό των 96.677,73 ευρώ Ο εικοστός πέμπτος ενάγων (...) εργάστηκε στην ως άνω Τράπεζα από τις 03/1 1/1980 έως τις 10/01/2010 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Διευθυντή (κλιμάκιο 41) .Οι μεικτές μηνιαίες Αποδοχές του κατά το χρόνο της λήξης της σύμβασης εργασίας του ανέρχοντανστοποσότων 7.023,46 ευρώ(βλ. αντίγραφο μισθοδοσίας μηνός Δεκεμβρίου 2009) και του χορηγήθηκε με την με αριθμό …/1 101.2010 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 157.935,98 ευρώ . Το εκκαλούν-εναγόμενο Ταμείο είναι καθολικός διάδοχος του κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού ΑΤΕ ΝΠΔΔ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παρ.20 του νόμου 3029/2002 και δυνάμει της με αριθμό 8000/23358/1107 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος 213/ 07.01.2004) και με την οποία εγκρίθηκε ο σκοπός του που είναι η χορήγηση εφάπαξ βοηθημάτων στους ασφαλισμένους σε αυτό και στα μέλη της οικογένειας των ασφαλισμένων που παθαίνουν βάσει των ειδικότερων όρων του καταστατικού του (άρθρο 2 της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης). Το καταστατικό του εναγομένου καταχωρίστηκε την 09.02.2004 στα οικεία βιβλία του Τμήματος Εταιρειών και Σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό 24979 και η επωνυμία του τροποποιήθηκε σε ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Α.Τ.Ε.» με την από 20.11.2014 καταχώρηση στα ίδια ως άνω βιβλία της τροποποίησης του καταστατικού του που εγκρίθηκε με την με αριθμό …/03.07.2014 Διάταξη του Ειρηνοδικείου Αθηνών (βλ. το με αριθμ…./01.11.2019 πιστοποιητικό περί κατάθεσης σωματείου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών - Τμήμα Εταιρειών και Σωματείων) . Οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι στο χρονικό διάστημα που παρείχαν την εργασία τους στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ήταν ασφαλισμένοι για την παροχή εφάπαξ βοηθήματος αρχικά στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία « Ταμείο
Σύνταξης και Πρόνοιας Προσωπικού Α.Τ.Ε.» και δη στον κλάδο πρόνοιας του ταμείου και μετά τη σύσταση του εναγόμενου, καθολικού διαδόχου του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπήχθησαν στην ασφάλιση αυτού (εναγομένου). Με την με αριθμό 46/1/27.07.2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση 46/27.07.2012 Θέμα 1, ΦΕΚ Β1 2208/27.07.2012) ανακλήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και τέθηκε αυτό σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68 του νόμου 3601/2007. Συνεπεία τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου συγκάλεσε την 09.12.2012 Έκτακτη Γενική Συνέλευση, με θέματα την ενημέρωση των μελών του για τα οικονομικά του σωματείου και τη λήψη σχετικών αποφάσεων καθώς και την τροποποίηση διατάξεων του καταστατικού προκειμένου το ταμείο να συνεχίσει ομαλά τη λειτουργία του. Στην ανωτέρω Έκτακτη Γενική Συνέλευση αποφασίστηκε η χορήγηση σε όσους το επιθυμούν μέρους του δικαιούμενου εφάπαξ βοηθήματος ή επιστροφή των εισφορών και η σύγκληση καταστατικής γενικής συνέλευσης εντός του πρώτου τριμήνου του νέου έτους για την τροποποίηση του καταστατικού. Ακολούθως, με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μελών του εναγομένου της 09.12.2012, της 20.04.2013, της 02.11.2013 σε συνδυασμό και με την με αριθμό 170/19.11.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού αποφασίστηκε η χορήγηση, τμηματικά, συνολικού εφάπαξ βοηθήματος ίσου με το 99% του αρχικά δικαιούμενου σύμφωνα με το καταστατικό εφάπαξ βοηθήματος, κατόπιν δε τούτου, οι οικονομικές υπηρεσίες του ταμείου, αφού έλαβαν από την Αγροτική Τράπεζα τα μισθοδοτικά στοιχεία των εναγόντων, συμπεριλαμβανομένων των ήδη υπολογισμένων και βεβαιωμένων από την Τράπεζα μέσων όρων τριετίας και πενταετίας, υπολόγισαν το εφάπαξ βοήθημα των εναγόντων με βάση τα ποσά μέσου όρου τακτικών αποδοχών αυτών, ήτοι τις συντάξιμες αποδοχές τους και κατέβαλαν σε καθένα απ’ αυτούς τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά για εφάπαξ βοήθημα σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 17 του ισχύοντος καταστατικού του και χωρίς την επιβολή πλαφόν. Ειδικότερα: α) σύμφωνα με το άρθρο 8 του ισχύοντος Καταστατικού του εναγομένου «ΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ Πόροι του Ταμείου είναι : α) 1 Εισφορά Μελών α) Ασφαλισμένοι στο Ταμείο πριν την 1.1.1993 .1. Η εισφορά των (παλαιών) ασφαλισμένων μέχρι και την 31.12.1992 παραμένει μέχρι 31.12.2003 3%. Από 1.1.2004 αυξάνεται σε 3,2%.Από 1.1.2005 αυξάνεται σε 3,4%. Από 1.1.2006 αυξάνεται σε 3,6%. Από 1.1.2007 αυξάνεται σε 3,8%. Από 1.1.2008 αυξάνεται σε 4%.Ο υπολογισμός της εισφοράς γίνεται επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών. Τακτικές Αποδοχές νοούνται ο βασικός μισθός ή το ποσό του βαθμού ή του μισθολογικού κλιμακίου με τις τυχόν πρσαυξήσεις, τα γενικά επιδόματα δηλαδή πολυετίας, γάμου, τέκνων, πτυχίου, ή επιστημονικού τίτλου, ξένης γλώσσας, όλα τα επιδόματα που συναρτώνται με τους βαθμούς, τα επιδόματα ισολογισμού και αδείας, τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων καθώς και τα τυχόν χορηγούμενα ποσά ΑΤΑ, διορθωτικά κ.λ.π.. II. 4% επί της χορηγούμενης από την Τράπεζα αμοιβής για υπερεργασία, ή υπερωριακή εργασία .III. 4% κρατήσεις υπέρ του Ταμείου Συντάξεως, β) Ασφαλισμένοι στο Ταμείο μετά την 1.1.1993. I. 4% επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών. Τακτικές αποδοχές νοούνται ο βασικός μισθός ή το ποσό του βαθμού ή του μισθολογικού κλιμακίου με τις τυχόν προσαυξήσεις, τα γενικά επιδόματα δηλαδή πολυετίας, γάμου, τέκνων, πτυχίου ή επιστημονικού τίτλου, ξένης γλώσσας, όλα τα επιδόματα που συναρτώνται με τους βαθμούς, το. επιδόματα ισολογισμού και αδείας, το δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων καθώς και τα τυχόν χορηγούμενα, ποσά ΑΤΑ, διορθωτικά κ.λ.π. II. 4% επί της χορηγούμενης από τη Τράπεζα αμοιβής για υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία. III. 4% επί κάθε άλλης αμοιβής η οποία υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ του ΤΣΠΑΤΕ. Οι πρόσοδοι από την περιουσία του Ταμείου (τόκοι, μισθώματα, μερίσματα. κλπ).Οι υποχρεώσεις της ΑΤΕ προς το Ταμείο που ορίζονται από τον Οργανισμό αυτής. Κάθε χαριστική παροχή προς το Ταμείο. Για τους ασφαλισμένους του Ταμείου οι οποίοι δεν μισθοδοτούνται από την ΑΤΕ οι εισφορές επιβάλλονται επί του τεκμαιρόμενου μισθού τον οποίο θα ελάμβαναν από την ΑΤΕ. Τυχόν εισφορές του εδαφ. I της περίπτωσης (ο.) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, που επιβλήθηκαν σε επιπλέον μισθό, επιστρέφονται με το ανώτατο επιτόκιο Ταμιευτηρίου που ισχύει κατά την ημερομηνία απόδοσης. 2. Οι πρόσοδοι από την περιουσία του Ταμείου (τόκοι, μισθώματα, μερίσματα κ.λ.π). 3. Οι υποχρεώσεις της ΑΤΕ προς το Ταμείο που ορίζονται από τον Οργανισμό αυτής. 4. Κάθε χαριστική παροχή προς το Ταμείο. 5. Για τους ασφαλισμένους του Ταμείου οι οποίοι δεν μισθοδοτούνται από την ΑΤΕ οι εισφορές επιβάλλονται επί του τεκμαιρόμενου μισθού τον οποία θα ελάμβαναν από την ΑΤΕ...», β) σύμφωνα με το άρθρο 15 του καταστατικού: «ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ «Δικαίωμα για λήψη εφάπαξ βοηθήματος έχει ο ασφαλισμένος στις παρακάτω περιπτώσεις : α) όταν δικαιωθεί σύνταξης ανεξαρτήτως των ετών ασφάλισής του από τον ασφαλιστικό Οργανισμό που χορηγεί συντάξεις στους πρώην εργαζόμενους της ΑΤΕ, β) Με τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών υπηρεσίας λόγω αποχώρησης του μέλους από την υπηρεσία της Τράπεζας, λόγω λήξεως ή λύσεως καθ' οιονδήποτε τρόπο και για οποιαδήποτε αιτία της σχέσεως του με την Τράπεζα, γ) Με τετραετή (48 μήνες) υπηρεσία στην Τράπεζα ο διοικητής ή ο υποδιοικητής λόγω μη επανεκλογής ή αποχώρησής τους από την Τράπεζα. 2. Δεν λαμβάνουν εφάπαξ βοήθημα: Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου οι κατά τον Νόμο κληρονόμοι οι οποίοι καταδικάσθηκαν τελεσίδικα για πράξη συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος ασφαλισμένου. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα στο εφ άπαξ βοήθημα περιέρχεται αν αλόγως είτε στους λοιπούς συνδικαιούχους εάν -υπάρχουν, είτε στους δικαιούχους των επόμενων σειρών, εφ ’ όσον επέρχεται διαδοχή σειρών, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Το Ταμείο απαλλάσσεται κάθε υποχρέωσης αν καταβάλλει το εφάπαξ στους κατά το άρθρο δικαιούχους εφόσον όποιος έχει έννομο συμφέρον αποκλεισμού των ως άνω υπαιτίων δικαιούχων δεν προσκομίσει στην υπηρεσία του Ταμείου εντός τριών μηνών από τον θάνατο του ασφαλισμένου βεβαίωση ότι έχει εγερθεί κατ’ αυτών ποινική δίωξη», β) σύμφωνα με το άρθρο 16 του καταστατικού : «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΦΑΠΑΞ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ 1. Ο ασφαλισμένος ο οποίος δικαιούται εφάπαξ σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25 (ή οι δικαιούχοι σύμφωνα με το άρθρο 18) λαμβάνει, το εφάπαξ βοήθημα ή τις επιστρεπτέες εισφορές κατόπιν έγγραφης αίτησης-προς το Ταμείο, προσκομίζοντας συγχρόνως τα κατά περίπτωση πλήρη δικαιολογητικά τα οποία θα ζητηθούν από το Ταμείο. Το Ταμείο υποχρεούται εντός τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως με τα δικαιολογητικά, να προβεί στην καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος ή των επιστρεπτέων εισφορών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με ειδικά δικαιολογημένη απόφασή του, το Δ.Σ. μπορεί να παρατείνει τις ανωτέρω προθεσμίες για χρόνο μέχρι το διπλάσιο. Ως καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος θεωρείται και η κατάθεση του ποσού αυτού σε ατομικό λογαριασμό στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος άνευ ειδοποιήσεως του ασφαλισμένου. 2. Η κτήση των δικαιωμάτων εφάπαξ βοηθημάτων ή επιστροφών εισφορών που προβλέπει ο παρών κανονισμός λαμβάνει χώρα, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση, ότι ουδεμία οφειλή του ασφαλισμένου, υπάρχει προς το Ταμείο. Οι δικαιούχοι όμως, μπορούν να παράσχουν εντολή προς το Ταμείο ώστε από το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος το οποίο θα εδικαιούντο, εάν δεν συνέτρεχε περίπτωση οφειλής τους, το Ταμείο να παρακρατήσει, το ποσό της οφειλής προς αυτό. Σε περίπτωση αυτή ή υπέρ των δικαιούχων κτήση επέρχεται για το απομένον υπόλοιπο. Για παρακράτηση τυχόν οφειλών των δικαιούχων υπέρ της Τράπεζας ή των Οργανισμών της, απαιτείται πράξη εκχώρησης αυτών. 3.
Καθυστέρηση καταβολής του απονεμηθέντος εφάπαξ βοηθήματος μέχρι ένα 6μηνο από την υποβολή της αίτησης του δικαιούχου δικαιολογημένα λόγω ανωτέρας βίας, ή για λόγους που σχετίζονται με την παρ. 2 του άρθρου 15 εφόσον αυτής πιστοποιείται με αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τού Ταμείου, δεν θεμελιώνει αξίωση του δικαιούχου για λήψη τόκων από το Ταμείο» και δ) σύμφωνα με το άρθρο 17 του καταστατικού : «ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΦΑΠΑΞ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ I. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου εφ' όσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας και έχουν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος το οποίο υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο. ΣΥΝΤΑΞΙΜΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ Χ ΧΡΟΝΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ X συντελ Β X συντελ Α Όπου: α) ΣΥΝΤΑΞΙΜΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ I. Ως «Συντάξιμες Αποδοχές» νοούνται το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων ακαθάριστων τακτικών αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα τρία (ή πέντε) τελευταία ημερολογιακά έτη πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης οι οποίες υπερβλήθησαν σε ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών, το επίδομα αδείας κατ ισολογισμού, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης (36 ή 60) που έχουν πραγματοποιηθεί εντός της χρονικής αυτής περιόδου. II. Για όσους έχουν ασφαλισθεί στο Ταμείο μέχρι 31 /12/92 λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της τελευταίας τριετίας (τριάντα έξι τελευταίοι μισθοί/36). III. Για όσους έχουν ασφαλισθεί στο Ταμείο μετά την 1/1/1993 λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της τελευταίας πενταετίας (εξήντα τελευταίοι μισθοί/ 60). β) ΧΡΟΝΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ο χρόνος ασφάλισης ορίζεται ως εξής : Χρόνος ασφάλισης = έτη + μήνες /12 + ημέρες / 360. Για χρόνια ασφάλισης περισσότερα των τριάντα τριών (33) εφαρμόζεται μειωτικός συντελεστής 0,5 για κάθε χρόνο, γ) ΤΟ Α ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΩΣ ΕΞΗΣ: A - 1 + Γ για τους διορισθέντες και ασφαλισμένους μέχρι και το 1992 A = 1 + Γ / 2 για τους διορισθέντες και ασφαλισμένους μετά το 1993 Όπου Γ = + 0,1 έως -0,2 Για μεγαλύτερες αυξήσεις ή μειώσεις του Γ απαιτείται τροποποίηση καταστατικού. Το Γ ορίζεται αρχικά σε 0 και αυξάνεται ή μειώνεται από το Δ.Σ. ανάλογα με τα αποτελέσματα των αναλογιστικών μελετών. Επίσης ενεργοποιείται υποχρεωτικά όταν η παρούσα αξία των θεμελιωμένων δικαιωμάτων υπολογιζόμενη με τις διατάξεις του παρόντος καταστατικού είναι μεγαλύτερη της περιουσίας του Ταμείου. Δ) ΤΟ Β ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΩΣ ΕΞΗΣ: Για τους ασφαλισμένους πριν το 1979 Β = 0,90 Για τους ασφαλισμένους μετά το 1993 Β = 0,70. 2. Εάν για 35 έτη (35 ΧΙ2 = 420 μήνες) το εφάπαξ βοήθημα που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι μεγαλύτερο του εκατονταδεκαπλάσιου (110/πλάσιο) του 35ου κλιμακίου του κύριου προσωπικού, γίνεται και υπολογισμός αυτών και με το μέσο όρο αποδοχών των 60 τελευταίων μηνών (πενταετία). Ο υπάλληλος λαμβάνει ως εφάπαξ το μικρότερο ποσό που προκύπτει από τους δύο πιο πάνω υπολογισμούς (τριετία - πενταετία). Σε περίπτωση που το ποσό που προκύπτει με το μέσο όρο των αποδοχών των 60 τελευταίων μηνών είναι μικρότερο του εκατονταδεκαπλάσιου του 35ου κλιμακίου λαμβάνει το εκατονταδεκαπλάσιο του 35ου κλιμακίου. Το 35ο κλιμάκιο είναι αυτό του κύριου προσωπικού και είναι το ίδιο για τους Διευθυντές και Υποδιευθυντές. Για το 2003 αυτό είναι 897 ΕΥΡΩ και αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο. Για λιγότερο, ή περισσότερα από 35 έτη (35 X12- 420 μήνες) ισχύει ο ίδιος υπολογισμός όπως και για τα 35 έτη με τη διαφορά ότι το 110/πλάσιοτου 35ου κλιμακίου πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή Χ/(35Χ12) Όπου X οι μήνες για τους οποίους υπολογίζεται το εφάπαξ βοήθημα. Για υπόλοιπο μηνάς μέχρι και 15 ημέρες ο μήνας δεν λαμβάνεται υπ' όψιν. Για. υπόλοιπο μεγαλύτερο ή ίσο των 16 ημερών λαμβάνεται ο μήνας ως ολόκληρος. 3. Μέχρι 15 έτη (15X12 = 180 μήνες) εφ' όσον δεν δικαιωθεί άμεσα σύνταξης οπό το Τ.Σ.Π.Α.ΤΕ. τα ποσά των εισφορών των ασφαλισμένων επιστρέφονται σύμφωνα με το άρθρο 22. 4. Για τους ασφαλισμένους του Ταμείου που δεν μισθοδοτούνται από την Α.Τ.Ε. ως βασικός μισθός βάσει του οποίου θα υπολογισθεί το εφάπαξ ορίζεται ο μισθός που θα ελάμβαναν από την ΑΤΕ επί του οποίου επιβάλλονται οι εισφορές της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του παρόντος Καταστατικού».
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη σύνταξη του καταστατικού του ταμείου και για την ομαλή μετάβαση από το καθεστώς που ίσχυε με το παλιό καταστατικό σε αυτό του νέου καταστατικού θεσπίσθηκαν μεταβατικές διατάξεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο άρθρο 24 του καταστατικού υπό τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις» και διαλαμβάνουν τα ακόλουθα : «1. Οι υπάλληλοι της Α.Τ.Ε οι οποίοι ήσαν ασφαλισμένοι στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Α.Τ.Ε. και κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 μέχρι την έγκριση του παρόντος καταστατικού έλαβαν από τον καταργούμενο κλάδο προνοίας εφάπαξ βοήθημα μικρότερο από αυτό που θα ελάμβαναν αν ίσχυαν οι διατάξεις του παλιού καταστατικού, δύνανται να λάβουν συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα, μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ.20 του άρθρου 6 του Ν.3029/2002. 2. Για όσους ασφαλίστηκαν στο Ταμείο έως και 31.12.1992 οι οποίοι θα αποχωρήσουν σε διάστημα μιας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του Ν.2084/1992)“. Η ανωτέρω μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 υπήρχε και στο αρχικό καταστατικό του εναγομένου ταμείου και ειδικότερα το άρθρο 24 παρ.5 αυτού όριζε ότι : “.ό. «Για όσους αποχωρήσουν σε διάστημα μιας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος καταστατικού δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του Ν.2084/1992)....”, σύμφωνα δε με το άρθρο 34 του καταστατικού του Ταμείου Σύνταξης και Πρόνοιας Προσωπικού Α.Τ.Ε. (υπουργική απόφαση 46/3239/23.02.1987), που αφορούσε τις προϋποθέσεις παροχής του βοηθήματος στους ασφαλισμένους του κλάδου και τον τρόπο υπολογισμού του βοηθήματος: «1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου, δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος με τις εξής προϋποθέσεις : α) Εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω ανικανότητας για εργασία από οποιαδήποτε αποδεδειγμένη πάθηση και έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένη στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, ένα τουλάχιστον έτος . β) Εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τον Οργανισμό της ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένη στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε τουλάχιστον ετών. 2. Το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επόμενη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα : 4% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 1ου μέχρι και του 10ου -8% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 11ου μέχρι και του 15ου -10% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 16ου μέχρι και του 32ου . 3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου και της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού, ετήσιος μισθός λογίζεται, το άθροισμα δεκατεσσάρων μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού, θέσεως, επιστημονικής απόδοσης, γάμου, τέκνων και Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ).4. Αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών ως εξής : Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στον πρώτο χρόνο από τη διακοπή λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στο δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος, δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος . 6. Ως μισθός βάσης, νοείται το ποσό πάνω στο οποίο υπολογίζονται κατά μήνα όλα τα ποσοστιαία επιδόματα των δικαιούχων. Οι πιο πάνω 14 μηνιαίοι μισθοί βάσης προσαυξημένοι με τα προαναφερθέντα επιδόματα αντιστοιχούν με 12 μηνιαίους μισθούς βάσης προσαυξημένους με τα πιο πάνω επιδόματα και 2 μισθούς βάσης προσαυξημένους με τα ίδια επιδόματα για τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας . Εκτός από τα παραπάνω δεν υπολογίζεται άλλη προσαύξηση ή επίδομα για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος . 6. Οι Διοικητές και Υποδιοικητές που αποχωρούν από την Τράπεζα λόγω συμπλήρωσης της θητείας τους ή και πριν από αυτή, δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος υπολογίζεται σε 20% για κάθε έτος υπηρεσίας Διοικητή ή Υποδιοικητή και μέχρι πέντε χρόνια των ετήσιων αποδοχών τους, όπως αυτές καθορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Σε περίπτωση παράτασης, ανανέωσης ή νέας θητείας τους για οποιονδήποτε λόγο, μετά τη συμπλήρωση της παραπάνω πενταετίας, οι Διοικητές και Υποδιοικητές, δικαιούνται για κάθε επιπλέον έτος ως Διοικητές ή Υποδιοικητές καθώς και για κάθε άλλο χρόνο ασφάλισης στον Κλάδο Πρόνοιας 10% των ετησίων αποδοχών τους. Το σύνολο των ποσοστών δεν είναι δυνατόν να υπερβεί σε καμιά περίπτωση και από οποιαδήποτε αιτία το άθροισμα των ποσοστών όπως καθορίζονται, στην παράγραφο 2 του άρθρου 34 του παρόντος”. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το εναγόμενο για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούνταν οι ενάγοντες έπρεπε να εφαρμόσει τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 του ισχύοντος Καταστατικού του, διότι όλοι οι ενάγοντες ήταν ασφαλισμένοι στο εναγόμενο μέχρι την 31.12.1992 και αποχώρησαν από την υπηρεσία εντός πενταετίας από την έναρξη εφαρμογής του εκάστοτε ισχύοντος νέου (και τροποποιηθέντος εν συνεχεία καταστατικού), όπως προκύπτει από το χρόνο συνταξιοδότησης του κάθε ενάγοντος, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα. Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι η μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 (όπως αριθμείτο στο αρχικό Καταστατικό του εναγομένου Ταμείου) και ήδη παρ.2 του Καταστατικού του, δεν ισχύει μόνο για μία πενταετία από την σύνταξη, έγκριση και δημοσίευση του Καταστατικού του (που έλαβε χώρα την 09.02.2004) ήτοι μέχρι την 09.02.2009, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει το εκκαλούν- εναγόμενο καθόσον η εν λόγω αρχική διάταξη διατηρήθηκε αναλλοίωτη τόσο κατά την πρώτη κατά σειρά τροποποίηση του καταστατικού του κατά το έτος 2008 όσο και στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις που έλαβαν χώρα τα έτη 2008, 2012, 2014 και 2019. Σε όλες ανεξαιρέτως τις τροποποιήσεις και κωδικοποιήσεις του Καταστατικού του εναγομένου, διατηρήθηκε όσον αφορά την παράγραφο δύο (2) (πρώην παρ.5 στο αρχικό Καταστατικό του) αυτού, η ρητή διατύπωση «Για όσους ασφαλίστηκαν στο Ταμείο έως και 31/12/1992 οι οποίοι θα αποχωρήσουν σε διάστημα μίας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος καταστατικού δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού». Με βάση τη γραμματική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, είναι σαφές ότι μετά από κάθε τροποποίηση του καταστατικού του εναγομένου ανανεωνόταν το προβλεπόμενο διάστημα της πενταετίας από την έναρξη εφαρμογής του καταστατικού. Και τούτο διότι με τον όρο «παρόν Καταστατικό» δεν μπορεί παρά να εννοείται το εκάστοτε τροποποιηθέν Καταστατικό του Ταμείου και όχι ασφαλώς το αρχικό καταστατικό αυτού, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται το εκκαλούν- εναγόμενο. Προς την ερμηνεία αυτή συνηγορεί το γεγονός ότι, παρά τις τροποποιήσεις τόσο του Καταστατικού, όσο και του ίδιου του άρθρου 24, ακόμη και μετά την εκπνοή της αρχικώς προβλεπόμενης πενταετίας, που συμπληρώθηκε το έτος 2009, και μέχρι και το έτος 2019, η σχετική διάταξη παρέμεινε αυτούσια, ενώ θα μπορούσε να είχε απαλειφθεί ή εξειδικευθεί περαιτέρω. Υπό την αντίθετη εκδοχή, ήτοι αυτή της ισχύος της διάταξης μόνο από το χρόνο έναρξης του αρχικού καταστατικού, θα καταλήγαμε στο παράδοξο αποτέλεσμα της πρόβλεψης στο Καταστατικό μίας μεταβατικής διάταξης, η οποία ωστόσο δεν θα είχε κανένα απολύτως πεδίο εφαρμογής, παρελθόντος του οριζόμενου χρονικού σημείου της 09.02.2009. Εξάλλου, τυχόν πρόβλεψη για λήξη της ισχύος της εν λόγω μεταβατικής διάταξης την 09.02.2009, θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την προαναφερόμενη αρχή της ισότητας και της ανταποδοτικότητας, καθόσον μία τέτοια διάταξη και ερμηνεία θίγει ευθέως όλους όσοι υπήρξαν εργαζόμενοι της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, ασφαλισμένοι στο Ταμείο πριν την 31.12.1992, οι οποίοι αποχώρησαν μετά το ως άνω χρονικό σημείο και μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας Α.Τ.Ε.» και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση με την από 27.07.2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που ελήφθη κατά την 46η Συνεδρίασή της (ΦΕΚ τ. ΕΓ 2208/2012). Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η επανάληψη με κάθε νέα τροποποίηση της ίδιας ακριβώς διατύπωσης της διάταξης του άρθρου 24 παρ.2 (στο αρχικό καταστατικό 24 παρ.5) του καταστατικού του εναγομένου Ταμείου, εμπεριέχει την έννοια και τη βούληση της ανανέωσης του χρόνου ισχύος αυτής, ήτοι της παράτασης της πρόβλεψης για διπλό υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος πρόνοιας στους ασφαλισμένους στο Ταμείο πριν την 31.12.1992. Ειδικότερα, κατά την ανωτέρω μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 του Καταστατικού του εναγομένου το τελευταίο οφείλει να προβαίνει όσον αφορά τους αποχωρήσαντες υπό την ισχύ του νέου Καταστατικού του εναγομένου ήτοι από 09.02.2004 και εντεύθεν σε διπλό υπολογισμό του δικαιούμενου εφάπαξ βοηθήματος πρόνοιας, ήτοι έναν υπολογισμό με βάση το παλαιό καταστατικό, άνευ του αντισυνταγματικού περιορισμού του πλαφόν και έναν υπολογισμό με βάση το νέο Καταστατικό. Στην περίπτωση δε που το δικαιούμενο εφάπαξ με βάση το παλαιό Καταστατικό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που προκύπτει με βάση το νέο Καταστατικό, πρέπει να αποδίδεται στον συνταξιούχο το μεγαλύτερο προκύπτον εκ των δύο ποσών . Περαιτέρω, το εφάπαξ βοήθημα πρέπει να χορηγηθεί στους ενάγοντες χωρίς την εφαρμογή του πλαφόν του νόμου 2084/1992, που κρίθηκε αντισυνταγματικός, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη στην αρχή της Απόφασης αυτής, το οποίο άλλωστε έπραξε το εναγόμενο, αφού παρά τον εσφαλμένο υπολογισμό των ποσών που καταβλήθηκαν στους ενάγοντες λόγω μη εφαρμογής της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης και ως εκ τούτου μη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 34 του παλαιού Καταστατικού του Ταμείου Σύνταξης και Πρόνοιας Προσωπικού ΑΤΕ, η διάταξη περί επιβολής πλαφόν δεν εφαρμόσθηκε . Συνεπεία των ανωτέρω, τα αρμόδια όργανα του εναγομένου ενεργώντας κατά παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, υπολόγισαν το εφάπαξ βοήθημα που καταβλήθηκε στους ενάγοντες βάσει των άρθρων 15 και 17 του ισχύοντος Καταστατικού του, ως εκ τούτου ενέχονται σε αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι τελευταίοι και ειδικότερα σε καταβολή της προκύπτουσας μετά από -ορθό υπολογισμό διαφοράς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια με την παρούσα απόφαση, σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 24 παρ.2 του καταστατικού του εναγομένου και υπολόγισε τη διαφορά με βάση τη διάταξη του άρθρου 34 του Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, δεν έσφαλε, τα αντιθέτως δε υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τους πρώτο και δεύτερο (κατά το σχετικό σκέλος αυτού) λόγους της ένδικης έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα Ειδικότερα, ως βάση υπολογισμού του εφάπαξ επιδόματος των εναγόντων θα τεθεί ο τελευταίος ετήσιος μισθός καθενός από αυτούς, όπως αυτός προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34 του παλαιού καταστατικού του Ταμείου Σύνταξης και Πρόνοιας Προσωπικού Α.Τ.Ε. Οι 6ος και 12ος των εφεσιβλήτων- εναγόντων, ήδη αντεκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της αντέφεσης παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη υπολόγισε το εφάπαξ βοήθημα που αυτοί δικαιούνταν με βάση τις μηνιαίες Αποδοχές τους όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των μνημονιακών νόμων 3899/2010 και 4024/2011, ενώ υποστηρίζουν ότι ο τελευταίος ετήσιος μισθός εκάστου εξ αυτών πρέπει να υπολογισθεί βάσει των μηνιαίων αποδοχών τους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί πριν από τις περικοπές που επιβλήθηκαν σε εκτέλεση των ανωτέρω μνημονιακών νόμων 3899/2010 και 4024/2011 συνολικού ποσοστού 10% από την 01.01.2011 και 16% από την 01.12.2011. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά υπολόγισε τον ετήσιο μισθό των αντεκκαλούντων βάσει των αποδοχών τους κατά τον μήνα εξόδου τους από την υπηρεσία, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των μνημονιακών νόμων 3899/2010 και 4024/2011, απορριπτομένου ως κατ'ουσίαν αβάσιμου του πρώτου λόγου της αντέφεσης . Και τούτο, διότι από τη διατύπωση του άρθρου 34 του παλαιού καταστατικού του Ταμείου Σύνταξης και Πρόνοιας Προσωπικού ΑΤΕ, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, προκύπτει σαφώς ότι ο ετήσιος μισθός καθορίζεται βάσει των αποδοχών του ασφαλισμένου τον μήνα εξόδου του από την υπηρεσία. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι στο άρθρο 17 παρ.5 του Καταστατικού του εναγομένου, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του, με την με αριθμό 341/2019 διάταξη του Ειρηνοδικείου Αθηνών προβλέπεται ότι :«Για τους ασφαλισμένους του Ταμείου στην επίσημη συμβατική μισθοδοσία των οποίων επιβλήθηκαν οι οριζόντιες μειώσεις των νόμων 3899/2010 και 4024/2011 ως μισθός βάσει του οποίου θα υπολογιστούν οι συντάξιμες Αποδοχές για τη λήψη του εφάπαξ ορίζεται η επίσημη συμβατική προ μειώσεων μισθοδοσία σύμφωνα και με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου 17, μετά την καταβολή των αναλογουσών εισφορών επί των μειώσεων αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 5αlV του άρθρου 8. Η υλοποίηση της παρούσας παραγράφου ενεργοποιείται μετά από απόφαση του ΔΣ με βάση οικονομική ή και οικονομοτεχνική μελέτη η οποία θα συμπεριλαμβάνει και τις οικονομικές επιπτώσεις που προέρχονται από την αναπροσαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου». Ωστόσο η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, διότι ο υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος των εναγόντων θα γίνει με βάση τη διάταξη του άρθρου 34 του παλαιού καταστατικού, χωρίς την επιβολή πλαφόν, το οποίο άλλωστε αιτούνται και με την αγωγή. Εξάλλου, δεν είναι νόμιμο και αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης οι ενάγοντες να αξιώνουν για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούνται την εφαρμογή επιλεκτικά των ευνοϊκότερων γι’αυτούς προβλέψεων του καταστατικού του εναγομένου και δη εφαρμογή του άρθρου 17 παρ.5 του νέου καταστατικού και του άρθρου 34 του παλαιού καταστατικού, ώστε να αποκομίσουν το μέγιστο δυνατό όφελος. Συνεπεία των ανωτέρω, το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει ως διαφορά εφάπαξ βοηθήματος σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους πίνακες: 1) στον πρώτο των εναγόντων (...) το ποσό των 30.893,25 ευρώ, ήτοι (122.407,09 ευρώ -82.811,68 ευρώ που καταβλήθηκε = 39.595,41 ευρώ -8.702,016 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού χρόνων υπηρεσίας = 30.893,25 ευρώ, βάση υπολογισμού μηνιαίες Αποδοχές 3.428,77 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων παιδικής μέριμνας, χειρ. Μ/Υ μερικής απασχόλησης και παραμεθορίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 τταρ.5 εδ.β’του παλαιού καταστατικού, 2) στην δεύτερη των εναγόντων (...) το ποσό των 19.932,68 ευρώ ήτοι : (82.733,42 ευρώ -62.800,74 ευρώ που καταβλήθηκε = 19.932,68 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες Αποδοχές 2.686,15 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων παιδικής μέριμνας και χειρ.Μ/Υ πλήρους απασχόλησης σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 β'εδάφιο του παλαιού καταστατικού, 3) στον τρίτο των εναγόντων (...) το ποσό των 39.344,53 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : (168.992,60 ευρώ- 129.648,07 ευρώ που καταβλήθηκε ως εφάπαξ βοήθημα=39.344,53 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.828,36 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση του ειδικού επιδόματος Υποδιευθυντή ποσού 320 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού καταστατικού, 4) στον τέταρτο ενάγοντα (...) το ποσό των 28.588,94 ευρώ ήτοι : 117.003,18-82.884,86 ευρώ που έλαβε ήδη ως εφάπαξ βοήθημα =34.118,32 ευρώ -5.529,38 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού ετών προϋπηρεσίας =28.588,94 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.277,40 ευρώ, όπως προκύπτει μετά από αφαίρεση του επιδόματος χειρ.Μ/Υ μερικής απασχόλησης σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 δεύτερο εδάφιο του παλαιού καταστατικού, 5) στον πέμπτο των εναγόντων (...) το ποσό των 30.763,58 ευρώ ήτοι : 126.662,53 ευρώ - 86.381,67 ευρώ που ήδη έλαβε ως εφάπαξ βοήθημα =36.280,86 ευρώ -5.517,28 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού ετών προϋπηρεσίας =30.763,58 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.547,97 ευρώ, όπως προκύπτει μετά από αφαίρεση των επιδομάτων χειρ. Μ/Υ μερικής απασχόλησης και παραμεθορίων σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β' του παλαιού καταστατικού, 6) στον έκτο των εναγόντων (...) το ποσό των 32.660,74 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : (172.090,95 ευρώ -139.430,21 ευρώ που ήδη έλαβε ως εφάπαξ =32.660,74- βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.638,57 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση του ειδικού επιδόματος Υποδιευθυντή ποσού 320 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β’του παλαιού καταστατικού, 7) στον έβδομο των εναγόντων (...) το ποσό των 30.156,37 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : 138.269,08 ευρώ- 108.112,71 ευρώ που ήδη έλαβε = 30.156,37 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.703,03 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση του ειδικού επιδόματος Υποδιευθυντή ποσού 320 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β’του παλαιού καταστατικού, 8) στον όγδοο των εναγόντων (...) το ποσό των 49.952,83 ευρώ ήτοι αναλυτικά : 200.192,71 ευρώ - 150.239,88 ευρώ που καταβλήθηκε = 49.952,83 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 5.396,02 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού καταστατικού, ωστόσο θα επιδικασθεί το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 36.418,38 ευρώ, κατ’άρθρο 106 του ΚΠολΔ, 9) στον ένατο των εναγόντων (...) το ποσό των 26.676,13 ευρώ ήτοι αναλυτικά : 123.235 ευρώ-96.558,87 ευρώ που ήδη έλαβε =26.673,13 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.617,40 ευρώ, 10) στον δέκατο ενάγοντα (...) το ποσό των 22.656,42 ευρώ ήτοι 118.180,44 ευρώ - 95.524,02 ευρώ που ήδη έλαβε ως εφάπαξ =22.656,42 ευρώ -βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.670,20 ευρώ, μετά την αφαίρεση του επιδόματος παραμεθορίου ποσού 70 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού καταστατικού, 11) στον ενδέκατο ενάγοντα (...) το ποσό των 37.856,40 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : 177.275 ευρώ- 117.930,63 ευρώ που ήδη έλαβε =59.344,37 ευρώ - 21.487,97 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού ετών υπηρεσίας =37.856,40 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 5.065 ευρώ, όπως προκύπτει μετά από αφαίρεση των επιδομάτων ξένης γλώσσας ποσού 108,99 ευρώ και ειδικό επίδομα Υποδιευθυντή ποσού 320,00 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού Καταστατικού, 12) στον δωδέκατο ενάγοντα (...) το ποσό των 77.466,03 ευρώ ήτοι αναλυτικά : 216.100,25 ευρώ -138.634,22 ευρώ που ήδη έλαβε ως εφάπαξ =30.156,37 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 5.936,82 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση του ειδικού επιδόματος διευθυντή ποσού 825,00 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού Καταστατικού, 13) στην δέκατη τρίτη ενάγουσα (...) το ποσό των 39.612,36 ευρώ ήτοι αναλυτικά : 121.266,81 ευρώ - 80.982,61 ευρώ που ήδη έλαβε ως εφάπαξ =40.284,20 ευρώ -21.487,97 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού ετών υπηρεσίας =39.612,36 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.766,05 ευρώ, όπως προκύπτει μετά από αφαίρεση των επιδομάτων παιδικής μέριμνας, χειρ. Μ/Υ μερικής απασχόλησης και παραμεθορίων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού καταστατικού, 14) στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα (...) το ποσό των 46.364,27 ευρώ ήτοι 117.909,25 ευρώ -71,544,97 ευρώ που ήδη έλαβε =46.364,27 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.302,78 ευρώ, όπως προκύπτει μετά από αφαίρεση του επιδόματος χειρ.Μ/Υ μερικής απασχόλησης ποσού 37,00 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β’του παλαιού Καταστατικού, 15) στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα (...) το ποσό των 17.677,05 ευρώ, ήτοι αναλυτικά: 95.383,60 ευρώ-77.706,55 ευρώ που ήδη έλαβε =30.156,37 ευρώ- βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.096,87 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων παιδικής μέριμνας, χειρ.Μ/Υ μερικής απασχόλησης και τουριστικό 12 μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού καταστατικού, 16) στην δέκατη έκτη ενάγουσα (...) το ποσό των 21.370,93 ευρώ ήτοι αναλυτικά : 96.085,48-74.714,55 ευρώ που ήδη έλαβε =21.370,93 ευρώ- βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 2.691,47 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων ξένης γλώσσας, χειρ.Μ/Υ μερικής απασχόλησης και τουριστικό επτά (7) μηνών σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β’του παλαιού καταστατικού, 17) στον δέκατο έβδομο ενάγοντα (...) το ποσό των 44.527,85 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : 174.675,23 ευρώ - 130.147,37 ευρώ που ήδη έλαβε =30.156,37 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.798,77 ευρώ, 18) στον δέκατο όγδοο ενάγοντα (...) το ποσό των 53.553,69 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : 186.787,65 ευρώ - 112.752,35 ευρώ που ήδη έλαβε ως εφάπαξ βοήθημα =74.035,30 ευρώ-20.481,61 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού ετών υπηρεσίας =53.553,69 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 5.336,79 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων ξένης γλώσσας και υποδιευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού καταστατικού, 19) στην δέκατη ένατη ενάγουσα (...) το ποσό των 32.191,27 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : 157.083,47 ευρώ -124.892,20 ευρώ =32.191,27 ευρώ ήτοι αναλυτικά : 157.083,47 ευρώ-124.892,20 ευρώ που ήδη έλαβε =32.191,27 ευρώ, βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.315,48 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση του ειδικού επιδόματος υποδιευθυντή ποσού 320,00 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β του παλαιού καταστατικού, 20) στην εικοστή ενάγουσα (...) το ποσό των 22.106,71 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (126.486,11 ευρώ-104.379,40 ευρώ το οποίο καταβλήθηκε = 22.106,71 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.928,14 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων παιδικής μέριμνας, χειρ. Μ/Υ μερικής απασχόλησης, παραμεθορίων και διεύθυνσης καθυστερήσεων σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β'του παλαιού καταστατικού, 21) στον 21° των εναγόντων (...) το ποσό των 21.107,91 ευρώ ήτοι αναλυτικά (137.074,11 ευρώ -1 15.966,20 ευρώ που ήδη έλαβε = 21.107.91 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.694,72 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων χειρ.Μ/Υ μερικής απασχόλησης και παραμεθορίων, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β' του παλαιού καταστατικού, 22) στον εικοστό δεύτερο (...) το ποσό των 31.042,36 ευρώ, ήτοι αναλυτικά (121.718,44 ευρώ - 85.232,22 ευρώ που καταβλήθηκε =36.486,22 ευρώ -5.443,86 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού χρόνων υπηρεσίας =31.042,36 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 3.409,48 ευρώ, 23) στην εικοστή τρίτη ενάγουσα (...) το ποσό των 45,054,42 ευρώ, ήτοι αναλυτικά: (147.400,18 ευρώ -102.345,76 που καταβλήθηκε = 45.054,42 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.785,72 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων παιδικής μέριμνας, ξένης γλώσσας και ειδικό επίδομα υποδιευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β’ του παλαιού καταστατικού, 24) στην εικοστή τέταρτη ενάγουσα (...) το ποσό των 56.244.92 ευρώ, ήτοι αναλυτικά : 169.921,65 ευρώ - 96.677,70 ευρώ το οποίο καταβλήθηκε 73.243,95 ευρώ - 20.481,61 ευρώ εφάπαξ λόγω εξαγοράς δια συμψηφισμού χρόνων υπηρεσίας = 56.244,92 ευρώ - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 4.759,71 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων παιδικής μέριμνας, ξένης γλώσσας και ειδικό επίδομα υποδιευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.δεδ.β του παλαιού καταστατικού και 25) στον εικοστό πέμπτο των εναγόντων (...) το ποσό των 46.117,49 ήτοι αναλυτικά : (204.053,47 ευρώ -157.935,98 ευρώ που ήδη έλαβε - βάση υπολογισμού μηνιαίες αποδοχές 6.073,02 ευρώ, όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των επιδομάτων ξένης γλώσσας και ειδικό επίδομα διευθυντών ποσού 825 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ.5 εδ.β’ του παλαιού καταστατικού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και επιδίκασε σε καθένα εκ των εναγόντων τα ίδια ως άνω ποσά, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης περί εσφαλμένου υπολογισμού κρίνονται απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα, ενώ απορριπτέοι ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι είναι και οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αντέφεσης με τους οποίους οι αντεκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος δεν συνυπολόγισε για τον μεν πρώτο εξ αυτών το ειδικό επίδομα υποδιευθυντή και το επίδομα τέκνου για τον δε δεύτερο το ειδικό επίδομα διευθυντών . Και τούτο διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2, 3, 5 εδ.β1 του παλαιού καταστατικού το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, λογίζεται δε ως τέτοιος το άθροισμα 14 μισθών βάσης, με βάση τον μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού, θέσεως, επιστημονικής απόδοσης, γάμου, τέκνων και αυτόματης Τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.) . Επομένως στα ανωτέρω επιδόματα δεν περιλαμβάνονται ούτε το ειδικό επίδομα υποδιευθυντή, ούτε το ειδικό επίδομα διευθυντή .Άλλωστε όπως προκύπτει από τη μισθοδοσία μηνός Οκτωβρίου 2011 του πρώτου αντεκκαλούντος ..., αυτός τον τελευταίο πριν την αποχώρησή του μήνα λάμβανε επίδομα πολυετίας, γάμου και βαθμού υποδιευθυντή τα οποία και συνυπολόγισε η εκκαλουμένη για την εξεύρεση του εφάπαξ βοηθήματος που αυτός δικαιούταν, ενώ όπως προκύπτει από τη μισθοδοσία προσωπικού μηνός Ιουνίου 2010 του έτερου αντεκκαλούντος ..., αυτός τον τελευταίο πριν την αποχώρησή του μήνα λάμβανε μεταξύ άλλων επίδομα πολυετίας, γάμου και βαθμού διευθυντή τα οποία και συνυπολόγισε η εκκαλουμένη για την εξεύρεση του εφάπαξ βοηθήματος που αυτός δικαιούταν, ενώ ορθά δεν συνυπολόγισε τα ειδικά επιδόματα υποδιευθυντή και διευθυντή αντιστοίχως για την εύρεση του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούταν καθένας εκ των αντεκκαλούντων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την μισθοδοσία του πρώτου των αντεκκαλούντων (...) κατά τον μήνα εξόδου του από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (Οκτώβριο του έτους 2011), αυτός δεν λάμβανε επίδομα τέκνου, επομένως ορθά η εκκαλουμένη δεν υπολόγισε το ανωτέρω επίδομα για την εύρεση του εφάπαξ βοηθήματος που αυτός δικαιούταν. Το αντεφεσίβλητο με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ισχυρίζεται ότι ο πρώτος αντεκκαλών ... έχει ασκήσει και την από 26.07.2020 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 57548/1481/2020 αγωγή σε βάρος του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζητά να του καταβληθεί η προκύπτουσα διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που τούτο (ήτοι το αντεφεσίβλητο- εναγόμενο) κατέβαλε σ’αυτόν μειωμένο συνεπεία των περικοπών που επιβλήθηκαν στις μηνιαίες αποδοχές του εξαιτίας των μνημονιακών νόμων και αυτού που πράγματι δικαιούται να λάβει χωρίς τις εν λόγω περικοπές, ότι η συζήτηση της ανωτέρω αγωγής ορίστηκε για την 30.09.2020 και κατόπιν αναβολής για την 19.02.2021, με αποτέλεσμα για το ζήτημα αυτό να υφίσταται εκκρεμοδικία, οτι ώς εκ τούτου ο πρώτος λόγος της αντέφεσης με τον οποίο ο αντεκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη υπολόγισε το εφάπαξ βοήθημα που αυτός δικαιούται με βάση τις μηνιαίες αποδοχές του μειωμένες εξαιτίας των περικοπών που επιβλήθηκαν με τους μνημονιακούς νόμους είναι απορριπτέοι καθόσον για το ζήτημα αυτό υφίσταται εκκρεμοδικία.
Ο ανωτέρω ισχυρισμός περί εκκρεμοδικίας, ο οποίος παραδεκτά προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου καθόσον η σχετική ένσταση προτείνεται σε κάθε στάδιο της δίκης (είτε στον πρώτο, είτε στον δεύτερο βαθμό) είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος δεδομένου ότι εκκρεμοδικία δημιουργήθηκε ήδη με την άσκηση της ένδικης αγωγής, περατώθηκε με την έκδοση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης και αναβίωσε (η εκκρεμοδικία) με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, δεν δημιουργήθηκε το πρώτον με την άσκηση της επικαλούμενης από το αντεφεσίβλητο μεταγενέστερης, σε σχέση με την ένδικη, αγωγής, όπως εσφαλμένα υπονοεί το αντεφεσίβλητο. Σε κάθε περίπτωση και αληθή υποτιθέμενα τα όσα διαλαμβάνονται στον ανωτέρω ισχυρισμό περί ταυτότητας διαδίκων, ταυτότητας αιτήματος και ιστορικής και νομικής αιτίας, μεταξύ των δύο αγωγών, αναστέλλεται λόγω εκκρεμοδικίας που υφίσταται συνεπεία της ασκηθείσας ένδικης αγωγής, η εκδίκαση της δεύτερης δίκης που ανοίχθηκε με την δεύτερη κατά σειρά αγωγή μέχρι την περάτωση της πρώτης ανοιχθείσας δίκης, ήτοι της παρούσας δίκης. Επομένως, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην δίκη αυτή, η άσκηση της μεταγενέστερης αγωγής με τους ίδιους με την ένδικη αγωγή διαδίκους με την ίδια νομική και ιστορική αιτία και αίτημα . Περαιτέρω, το αντεφεσίβλητο με τις νόμιμα κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του προτείνει για πρώτη φορά την ένσταση της μη εκπλήρωσης της σύμβασης κατ’άρθρο 374 ΑΚ., Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι το εκκαλούν δεν επικαλέσθηκε κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ νόμιμους λόγους βραδείας προβολής του . Σε κάθε δε περίπτωση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθόσον η από το άρθρο 374 ΑΚ ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος προϋποθέτει λόγω της φύσεώς της καθυστερούμενη (δηλαδή όχι ακόμα εκπληρωθείσα), από τον ενάγοντα δανειστή κατά το χρόνο που προτείνεται, παροχή, χωρίς εν προκειμένω να εξειδικεύεται σε τι ακριβώς συνίσταται η καθυστερούμενη από τον πρώτο αντεκκαλούντα ενάγοντα παροχή . Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη υφισταμένων άλλων λόγων έφεσης και αντέφεσης, πρέπει ν’απορριφθούν ως κατ’ουσίαν αβάσιμες τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης θα συμψηφισθούν στο σύνολό τους γι’αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 183,179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 22.07.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου .../23.07.2020 έφεση και την από 23.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου .../21.12.2020 αντέφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές .ΚΑΙ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ουσίαν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης γι’αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις 5 Ιουλίου 2021 .
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ