Περίληψη

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 760, 761 ΑΚ συνάγεται ότι, επί νομίμως υφιστάμενης και λειτουργούσας προσωπικής εταιρίας, είναι δυνατή η μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας (εταιρικής συμμετοχής) του ενός των εταίρων προς άλλο εταίρο ή τρίτο, είτε με τη συμφωνία όλων των εταίρων, είτε με σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό, είτε με την εκ των υστέρων έγκρισή της. Επίσης, για την ολοκλήρωση της ανωτέρω μεταβίβασης, απαιτείται και τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, διότι η μεταβίβαση επιφέρει μεταβολή στη σύνθεση των εταίρων, τα πρόσωπα των οποίων αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της εταιρικής σύμβασης. Επομένως, για την πραγματοποίηση της ανωτέρω μεταβίβασης, απαιτείται σύμπραξη όλων των εταίρων, με την κατάρτιση της οικείας τροποποιητικής συμβάσεως και την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που τρίτος ή εταίρος συμφωνήσει με άλλον εταίρο μιας τέτοιας προσωπικής εταιρίας την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου και την έξοδο αυτού από την εταιρία με παράλληλη είσοδο του προσώπου, εάν δεν επακολουθήσει νομότυπη σχετική τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας, είτε διότι αρνήθηκε κάποιος από τους λοιπούς εταίρους να συμπράξει σε αυτήν είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ο αγοραστής τρίτος ή εταίρος δικαιούται να αναζητήσει από τον πωλητή εταίρο το τίμημα που του κατέβαλε (εν όλω ή εν μέρει) για την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και ειδικότερα εκείνη περί αναζητήσεως της παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε, κατά το άρθρο 904 εδ. β' ΑΚ. Εξάλλου, από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με βάση όμως όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 219 και 106 του ΚΠολΔ, παραδεκτά η αγωγή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά, από την αρχή, στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου και δεν συντρέχουν ούτε εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης ή εκείνης από αδικοπραξία, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, γιατί ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε χωρίς δόση ανταλλάγματος και δεν μπορεί κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) θέληση του ενάγοντος, ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή του είτε με την έννοια της συμβατικής ενοχής είτε της εξ αδικοπραξίας. Συνεπώς, εφόσον είναι κατά νόμο επιτρεπτή η μεταβίβαση εταιρικής μερίδας προσωπικής εταιρίας, η μεταξύ του ενάγοντος-αγοραστή και του εναγόμενου-πωλητή σύμβαση πώλησης εταιρικής συμμετοχής στην αφανή εταιρία είναι έγκυρη και κατά την υποσχετική και κατά την εκποιητική δικαιοπραξία. Ο τεθείς από τους εταίρους όρος περί ανεκχώρητου της εταιρικής τους μερίδας, δρα, κατ' αρχήν, μόνο ενοχικά μεταξύ τους και μόνο εφόσον περιλήφθηκε στη σύμβαση πώλησης ο όρος του ανεκχώρητου, δύναται η ακυρότητα αυτή να προταθεί από τον εμφανή εταίρο στον εκδοχέα. Σε κάθε όμως περίπτωση, υφίσταται αδυναμία του εναγομένου εκχωρητή της εταιρικής μερίδας να ολοκληρώσει τη μεταβίβαση, διότι χωρίς τη συναίνεση της εμφανούς εταίρου δεν καθίσταται δυνατή η τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης και η είσοδος του εκδοχέα στην εταιρία. Συνεπώς, εφόσον υφίσταται άρνηση της εμφανούς εταίρου να συναινέσει στην είσοδο του εκδοχέα στην εταιρία, δεν είναι δυνατή η μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας, οπότε ο εκδοχέας έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον εναγόμενο πωλητή-εταίρο την επιστροφή του καταβληθέντος από αυτόν τιμήματος αγοράς με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις για αιτία μη επακολουθήσασα.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων