Απόφαση

Αριθμός 775/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαριάνθη Παγουτέλη και Ελευθέριο Σισμανίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 16 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευδοκίας Πούλου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. S. W. του G.C., κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Λύτρα, 2. N. B. C. του Y. Y. C., κατοίκου ... και προσ. διαμένοντος στην …, ο οποίος δεν παραστάθηκε και 3. Y. W. του G. C., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Λύτρα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 966/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία: την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία: "L. V. M.”, νομίμως εκ/νη, με έδρα στη ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τρουφάκο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2021 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 10.11.2021 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου .../2021 και στους από 31.01.2022 πρόσθετους λόγους αναίρεσης, που αναφέρονται στο σχετικό δικόγραφο, τους οποίους άσκησαν οι: 1) S. W. και 2) Y. W., που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό …/2021.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη για την πράξη της χρησιμοποίησης σήματος φήμης, με πρόθεση την εκμετάλλευση του σε εμπορική κλίμακα και να κηρυχθούν αθώοι οι αναιρεσείοντες, της ως άνω πράξης, να απορριφθεί η αίτηση κατά τα λοιπά και οι πρόσθετοι λόγοι που άσκησαν οι: 1) S. W. και 2) Y. W. και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τη διάταξη του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ' του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 155 - 162 και εντός της προθεσμίας του άρθρου 166, στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, από την παρ. 3 δε του ίδιου άρθρου ότι οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 και 2 του ως άνω ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερόμενου διαδίκου από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης, αν δε αυτός που πραγματοποιεί την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στον διευθυντή ή σε κάποιον από όσους εργάζονται στον ίδιο τόπο, ενώ αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά τον ως άνω φάκελο στην πόρτα της. Η επίδοση αυτή, με θυροκόλληση, είναι έγκυρη μόνον όταν επακολουθήσει νομότυπη κλήτευση και του τυχόν διορισθέντος αντικλήτου του ενδιαφερόμενου διαδίκου, ανεξάρτητα αν ο διορισμός του ήταν ή όχι υποχρεωτικός από τον νόμο, σε αυτή δε την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την τελευταία χρονικά επίδοση (Α.Π. 476/2021). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 514 εδ. α', β' και γ' του ίδιου ως άνω Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι, αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και μπορεί να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ (100,00€), κατά της απορριπτικής δε απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ενώ δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αιτών την αναίρεση, ήτοι δεν εμφανιστεί ή δεν εμ¬φανιστεί προσηκόντως με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων 155 - 162 του Κ.Ποιν.Δ., εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου παραπάνω Κ.Ποιν.Δ., για να παραστεί, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται και επιβάλλονται σε βάρος του αναίρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (Α.Π. 1371/2020).
II. Στην προκείμενη περίπτωση από το από 18-1-2022 αποδεικτικό, που συντάχθηκε από τον επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου … και έχει επισυναφθεί στον φάκελο της δικογραφίας, προκύπτει ότι επιδόθηκε στον δεύτερο αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C. και L. A. L., κάτοικο ..., προσωρινά διαμένοντα στην … (οδός ... αρ. …), νομότυπα, με θυροκόλληση, η υπ' αρ. …/2021, από 22-12-2021, κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την παρουσία της μάρτυρα ..., επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, [καθόσον δεν βρέθηκε στην ως άνω κατοικία του ο ίδιος, αλλά ούτε και κάποιο άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ] και εμπρόθεσμα, για να παραστεί μετά ή δια του συνηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (16-2-2022), προς υποστήριξη της από 10-11-2021 αίτησής του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 10-11-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου …/10-11-2021), για αναίρεση της υπ' αρ. 966/23-9-2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την οποία αυτός καταδικάστηκε, για τα αδικήματα: α) της πλαστογραφίας με χρήση, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με προσδοκώμενο παράνομο περιουσιακό όφελος και συνολική ζημία άνω των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00€), β) της παράνομης χρησιμοποίησης σήματος φήμης, από κοινού, κατ' επάγγελμα, με πρόθεση την εκμετάλλευσή του σε εμπορική κλίμακα, της οποίας το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, και γ) της παράνομης χρήσης ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος βιομηχανικής επιχείρησης, με σκοπό την πρόκληση σύγχυσης στους καταναλωτές, σχετικά με το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νομίμως μεταχειρίζεται, από κοινού, σε συνολική ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και ένδεκα (11) μηνών, με την υπόμνηση ότι αν δεν παραστεί στη δίκη μετά ή δια συνηγόρου η αναίρεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, όμοια δε κλήση με την αυτή ως άνω υπόμνηση επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, την 19-1-2022, και στον νομίμως διορισθέντα με την προαναφερθείσα αίτηση αναίρεσης, αντίκλητό του ..., δικηγόρο Αθηνών (A.M. 17135), κάτοικο Αθηνών (οδός … αρ. …), με παράδοση αυτοπροσώπως στον ίδιο, όπως προκύπτει από το από 19-1-2022 αποδεικτικό, που συντάχθηκε από τον ανωτέρω επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ... και επίσης έχει επισυναφθεί στον φάκελο της δικογραφίας. Ωστόσο, ο ανωτέρω δεύτερος αναιρεσείων-κατηγορούμενος, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (16-2-2022), ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα. Επομένως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο I νομική σκέψη, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του δεύτερου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, (όν.) N. B. (επ.) C. του Υ. Y. C., ενόψει του ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση, δια του νομίμως εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο με την από 25-10-2021 εξουσιοδότηση πληρεξούσιου δικηγόρου του ..., δικηγόρου Αθηνών (A.M. …), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 10-11-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. …/10-11-2021), εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. βιβλίο καθαρογραφής, (την 21-10- 2021, με αύξ. αρ. 1038) με παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, συγκεκριμένα δε την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του ανωτέρω δεύτερου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C. (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), καθώς και η δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία, εδρεύουσας στη ... (...), αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "L. V. M.”, η οποία παρέστη στη συζήτηση (άρθρο 183 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
III. Περαιτέρω η κρινόμενη, από 10-11-2021 αίτηση (δήλωση): α) του πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C. και C. J. D., κατοίκου … (οδός ... αρ. …), και β) του τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C. και C. J. D., κατοίκου … (οδός ... αρ. …), αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, για αναίρεση της υπ' αρ. 966/23-9-2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, καταδικάστηκε καθένας από αυτούς για τα αδικήματα: α) της πλαστογραφίας με χρήση, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με προσδοκώμενο παράνομο περιουσιακό όφελος και συνολική ζημία άνω των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), β) της παράνομης χρησιμοποίησης σήματος φήμης, από κοινού, κατ' επάγγελμα, με πρόθεση την εκμετάλλευσή του σε εμπορική κλίμακα, της οποίας το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, και γ) της παράνομης χρήσης ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος βιομηχανικής επιχείρησης, με σκοπό την πρόκληση σύγχυσης στους καταναλωτές, σχετικά με το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νομίμως μεταχειρίζεται, από κοινού, σε συνολική ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και ένδεκα (11) μηνών, ασκήθηκε 1) νομότυπα από τον ... δικηγόρο Αθηνών (A.M. 17135) για λογαριασμό αυτών των δύο αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, με την ιδιότητα του ως παραστάντα συνήγορο υπεράσπισής τους στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 466 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), με επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 10-11-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου …/10-11-2021), και 2) εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ως άνω Εφετείου, την 21-10-2021, με αριθμό … (άρθρα 89 παρ. 2, 473 παρ. 1, 2, 3 και 474 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ.). Επίσης, οι από 31-1-2022 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης των ανωτέρω: α) πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και β) τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C., αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, κατά της ίδιας ως άνω απόφασης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 του Κ.Ποιν.Δ.) με την κατάθεσή τους από τον νομίμως εξουσιοδοτηθέντα προς τούτο, με τις από 27-1-2022 και 28-1-2022 εξουσιοδοτήσεις τους, αντιστοίχως, πληρεξούσιο δικηγόρο τους …, δικηγόρο Αθηνών (A.M. …) για λογαριασμό αυτών στην αρμόδια Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για την κατάθεση δε αυτών συντάχθηκε η σχετική από 31-1-2022 έκθεση. Η παραπάνω αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής είναι παραδεκτοί, καθόσον περιέχουν σαφείς και ορισμένους λόγους, που συνίστανται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και υπέρβαση εξουσίας, πρέπει δε να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ αυτών συναφείας, και να ερευνηθεί περαιτέρω η υπόθεση κατ' ουσίαν, με την επισήμανση ότι, καθόσον αφορά την πράξη της παράνομης χρήσης ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος βιομηχανικής επιχείρησης, με σκοπό την πρόκληση σύγχυσης στους καταναλωτές, σχετικά με το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νομίμως μεταχειρίζεται, από κοινού, για την οποία επιβλήθηκε σε καθέναν από τους ανωτέρω: α) πρώτο, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και β) τρίτο, (όν.) Y. (επ.) W. του G., αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους, ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, η υπόθεση έχει ήδη τεθεί στο αρχείο, κατ' άρθρο 64 του Ν. 4689/2020, με την από 15-2-2022 πράξη της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου …. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης των ανωτέρω πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων δεν εισάγεται προς συζήτηση ως προς την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη.
IV. Η διάταξη του άρθρου 461 του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο 460 του ίδιου κώδικα, από 1-7-2019, ορίζει ότι: "Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό”, η διάταξη δε του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου παραπάνω κώδικα ορίζει ότι: "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, στο χρόνο της έκδοσης τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπει καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρ¬μόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον”. Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για τον χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται, κατ' αρχάς, υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (Α.Π. 1061/2020), περαιτέρω δε επιεικέστερος είναι και ο νόμος που δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίσταση (Α.Π. 130/2020).
V. Οι διατάξεις περί πλαστογραφίας του άρθρου 216 του ισχύσαντος μέχρι 30- 6-2019 παλαιού Π.Κ. ορίζουν ότι: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ ...”, ενώ οι αντίστοιχες διατάξεις του ίδιου άρθρου του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ. ορίζουν ότι: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή" [ήδη η παράγραφος 3 του άρθρου 216 του Π.Κ. έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 40 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο) και ορίζει ότι: "Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 και 2 σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται: α) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή, β) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ, με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή”]. Από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 216 του νέου Π.Κ., που αναφέρονται στην πλημμεληματική, αλλά και στη κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, είναι ευμενέστερες των προγενεστέρων, ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και την απειλούμενη για το πλημμέλημα στερητική της ελευθερίας ποινή, καθόσον: α) η χρήση του εγγράφου από τον ίδιο πλαστογράφο δεν θεωρείται πλέον επιβαρυντική περίπτωση, αλλά αυτοτελής πράξη (παρ. 2), που συρρέει φαινομενικά (αναφορικά με τον τελέσαντα την πλαστογραφία), όταν ακολουθεί την πλαστογραφία και απορροφάται από αυτήν, και β) η πλημμεληματική πλαστογραφία τιμωρείται ήδη με φυλάκιση, χωρίς την πρόβλεψη ελαχίστου ορίου, αλλά συμπλεκτικά και με χρηματική ποινή, που δεν προβλεπόταν προηγουμένως (δυσμενέστερη κατά τούτο διάταξη), μόνον δε εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή (επίσης δυσμενέστερη διάταξη ως προς την απειλή και χρηματικής ποινής, που δεν προβλεπόταν υπό τον προϊσχύσαντα μέχρι 30-6-2019 Π.Κ.), στη δε κακουργηματική μορφή αυτής είναι ευμενέστερες, αφού δεν προβλέπεται πλέον κακουργηματική πλαστογραφία, όταν η πράξη έχει τελεστεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Με τη νέα ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 216 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ. καθιερώθηκε μία μόνο μορφή της κακουργηματικής πλαστογραφίας, που στηρίζεται στο ποσοτικό κριτήριο, δηλαδή στοιχειοθετείται όταν η ζημία που προκλήθηκε ή απειλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,οο €), που όμως είναι δυσμενέστερη της προγενέστερης, η οποία προέβλεπε και την καταργηθείσα ήδη επιβαρυντική περίπτωση της τέλεσης της πράξης της πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000,00 €), από πλευράς ποινής, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, καθόσον τιμωρείται, πλέον της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη, και με χρηματική ποινή (Α.Π. 1342/2020, Α.Π. 1061/2020). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 216 παρ. 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. είναι, το μεν δυσμενέστερη της προϊσχύσασας για τη μόνη προβλεπόμενη μορφή κακουργηματικής πλαστογραφίας, καθόσον πλέον, εκτός της ποινής κάθειρξης μέχρι δέκα (10) έτη, προβλέπει και χρηματική ποινή και ως εκ τούτου εφαρμοστέα τυγχάνει η προϊσχύσασα ταυτάριθμη διάταξη του παλαιού Π.Κ., το δε ευμενέστερη ως προς την απάλειψη της επιβαρυντικής περίστασης, όταν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000,00 €) από την τέλεσή της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (Α.Π. 1139/2021). Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 216 του Π.Κ. προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, που είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, με μεταβολή του τελευταίου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη, περαιτέρω δε σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Εξάλλου, ως έγγραφο νοείται, κατ' άρθρο 13 στοιχ. γ' του Π.Κ., κάθε σημείο προορισμένο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, σημείο δε είναι κάθε γραφικό σύμβολο, όπως γράμμα, αριθμός ή άλλο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο σε συνδυασμό με τις περιστάσεις που το συνοδεύουν και ιδιαίτερα το υλικό αντικείμενο επί του οποίου ενσωματώνεται, επιτρέπει την κατανόηση ενός ανθρώπινου διανοήματος, δηλαδή που προορίζεται να αποδείξει γεγονός που μπορεί να έχει έννομη σημασία (Α.Π. 302/2021). Τέτοιο διακριτικό γνώρισμα είναι και το σήμα που προορίζεται, κατ' άρθρο 1 του καταργηθέντος Α.Ν. 1998/1939 και ήδη άρθρο 1 του Ν. 4679/2020, για τον προσδιορισμό της προέλευσης των εμπορευμάτων από ορισμένη επιχείρηση. Τέλος, για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη, με την κατάρτιση δε του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διάταξης, για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού, με τη συστηματική δε ένταξή της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ. σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των έγγραφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολ. Α.Π. 3/2008, Α.Π. 1107/2020).
VI. Οι διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 1 περ. γ' και 2 του προϊσχύσαντος Ν. 4072/2012 (Φ.Ε.Κ. 86/11-4-2012, τεύχος πρώτο) ορίζουν ότι: "Διώκεται κατ' έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον έξι χιλιάδων ευρώ:... γ) όποιος εν γνώσει θέτει σε κυκλοφορία, κατέχει, εισάγει ή εξάγει προϊόντα που φέρουν αλλότριο σήμα ή προσφέρει υπηρεσίες με αλλότριο σήμα ... 2. Αν το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που απειλήθηκε από τις πράξεις της παραγράφου 1 είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συντρέχει εκμετάλλευση σε εμπορική κλίμακα ή ο υπόχρεος τελεί τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 6.000 έως 30.000 ευρώ. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον επί προσβολής σήματος με ίδιο διακριτικό γνώρισμα και ταυτότητα ή ομοιότητα προϊόντων.”, η διάταξη δε του άρθρου 89 παρ. 1 του Ν. 4679/20-3- 2020 (Φ.Ε.Κ. 71/20-3-2020, τεύχος πρώτο) ορίζει ότι: "1. Καταργούνται τα άρθρα 121 έως 182 του ν. 4072/2012 (Α’ 86), εκτός από την παράγραφο 2 του άρθρου 145 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 145 του ν. 4072/2012, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 4155/2013, τα οποία καταργούνται ένα (1) έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.”. Το αξιόποινο όμως της ανωτέρω παράνομης πράξης που προβλεπόταν στο άρθρο 156 πάρ.1 περ. γ' και 2 του Ν. 4072/2012 διατηρείται σε ισχύ με τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 1 περ. β' και 2 του ίδιου νόμου (4679/2020), που ορίζουν ότι: "1. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ τιμωρείται όποιος εν γνώσει: α)... ή β) θέτει σε κυκλοφορία, κατέχει, εισάγει ή εξάγει προϊόντα που φέρουν αλλότριο σήμα, ή προσφέρει υπηρεσίες με αλλότριο σήμα, ή ... 2. Επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή ύψους έξι χιλιάδων (6.000) έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ επί προσβολής σήματος με σημείο που ταυτίζεται με το σήμα και συντρέχει επίσης ταυτότητα ή ομοιότητα προϊόντων ή υπηρεσιών: α) αν το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που απειλήθηκε από τις πράξεις της παραγράφου 1 είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συντρέχει εκμετάλλευση σε εμπορική κλίμακα, ή β) αν ο υπόχρεος τελεί τις πράξεις της παραγράφου 1 κατ' επάγγελμα.”. Από τα ανωτέρω συνάγεται ρητά ότι το αξιόποινο της πράξης του άρθρου 156 παρ. 1 περ. γ' και 2 του Ν. 4072/2012 ουδόλως διαφοροποιήθηκε με τις ανωτέρω τροποποιήσεις κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, καθώς και ως προς την ποινική μεταχείριση του δράστη. Από τη διάταξη αυτή, που προστατεύει το συγκεκριμένο άυλο περιουσιακό αγαθό του σηματούχου, αλλά και τον ανόθευτο ανταγωνισμό, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κατοχής και θέσης σε κυκλοφορία προϊόντων που φέρουν αλλότρια σήματα, απαιτείται: α) ο υπαίτιος να κατέχει και να θέτει σε κυκλοφορία προϊόντα, τα οποία φέρουν σήματα επί των οποίων τρίτοι έχουν αποκλειστικά δικαιώματα και β) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι κατέχει με πρόθεση να θέσει σε κυκλοφορία προϊόντα, που φέρουν αλλότρια σήματα και γ) προσβολή σήματος με ίδιο διακριτικό γνώρισμα και ταυτότητα ή ομοιότητα προϊόντων, το όφελος δε που επιδιώχθηκε ή η ζημία που απειλήθηκε από τις ανωτέρω πράξεις είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συντρέχει περίπτωση εκμετάλλευσης σε εμπορική κλίμακα (Α.Π. 302/2021).
VII. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου ανωτέρω κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μερικά από αυτά, κατ' επιλογήν. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η κακουργηματική αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μπορεί να τελεστεί με τους διαζευκτικά αναφερόμενους στην παρ. 3 του άρθρου 216 του Π.Κ. τρόπους, συγκεκριμένα δε είτε με σκοπό να προσπορίσει ο δράστης στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο, είτε με σκοπό να βλάψει άλλον, όταν σε αμφότερες τις ανωτέρω περιπτώσεις το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία αντιστοίχως υπερβαίνουν το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), είναι απαραίτητο, στην καταδικαστική απόφαση να καθορίζεται με ποιον από τους ανωτέρω δύο τρόπους δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι τελέστηκε η κακουργηματική πλαστογραφία, δηλαδή σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους του δράστη με βλάβη τρίτου ή σκοπός βλάβης άλλου, χωρίς να δημιουργείται βεβαίως αντίφαση από τη σωρευτική αναφορά και των δύο τρόπων τέλεσή της, εκτός αν στο σκεπτικό καθορίζεται ο ένας τρόπος και στο διατακτικό ο άλλος, γεγονός που δεν στερείται έννομων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περίπτωσης, αν και σε αμφότερες η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς μπορεί να οδηγήσει σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, με τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής, βάσει των κατ' άρθρο 79 του Π.Κ. κριτηρίων. Εξάλλου, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., ιδρύει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, τούτο δε συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, ανάγεται δε στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 2/2011, Α.Π. 1320/2020).
VIII. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αρ. 966/23-9-2021 απόφασής του το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, ότι προέκυψαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 5-9-2017 και περί ώρα 14:00 υπάλληλοι του Τμήματος Ερευνών της Β’ Υποδιεύθυνσης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) μετέβησαν στο επί της ... κατάστημα της εταιρίας "Γ. Σ. ΕΠΕ”, που δραστηριοποιείται στην εμπορία και εισαγωγή τσαντών, βαλιτσών, δερμάτινων ειδών, ειδών ταξιδιού και ενδυμάτων και στην οποία συμμετέχει ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά ποσοστό 25% και ο τρίτος κατηγορούμενος κατά ποσοστό 75%, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος, αδελφός του τρίτου κατηγορουμένου, ήταν ο υπεύθυνος λειτουργίας της επιχείρησης. Κατά την άφιξή τους παρευρισκόταν ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος τους δήλωσε ότι είναι ο υπεύθυνος λειτουργίας της επιχείρησης. Αφού γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους και επέδειξαν την εντολή ελέγχου, εισήλθαν στον αποθηκευτικό χώρο, όπου εντοπίστηκε πλήθος εμπορευμάτων - τσαντών - πορτοφολιών κ.λπ. και σημάτων - ετικετών που έφεραν ομοιώματα σημάτων διαφόρων εταιρειών. Επίσης, μέσα στο κατάστημα βρέθηκε εξοπλισμός τοποθέτησης σημάτων - σταμπών πλαστών ομοιωμάτων σημάτων γνωστών εταιρειών, καθώς και μήτρες αναπαραγωγής σημάτων, που ομοιάζουν με τα γνήσια σήματα των εταιριών, ενώ σε ειδικά διασκευασμένο δωμάτιο (κρύπτη) οι ως άνω υπάλληλοι εντόπισαν μεγάλη ποσότητα πλαστών ομοιωμάτων σημάτων γνωστών εταιριών. Κατόπιν οι ως άνω υπάλληλοι κατάσχεσαν τα εμπορεύματα και τα πλαστά σήματα και κατόπιν καταμέτρησης αυτών διαπιστώθηκε ότι εντός του καταστήματος και των αποθηκευτικών χώρων υπήρχαν, εκτός των άλλων σαράντα εννέα (49) πορτοφόλια LUIS VUITTON, δεκαοκτώ χιλιάδες διακόσια ενενήντα δύο (18.292) νεσεσέρ διαφόρων σχημάτων, καθώς και τετρακόσια (400) μεταλλικά στοιχεία, τα οποία έφεραν κατ' απομίμηση τα υπ' αριθ. 9.944.127 (κλάσεις 3, 9, 14, 16, 18, 24, 25, 34) εμπορικά σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της εγκαλούσας. Η οπτική τους ομοιότητα τονίζεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι διαστάσεις, τα σχέδια και τα χρώματα των κατασχεθέντων προϊόντων είναι ακριβώς η ίδια ή παρόμοια με εκείνα των γνησίων προϊόντων της εγκαλούσας εταιρίας με αποτέλεσμα ο μέσος καταναλωτής, που δεν έχει ειδικές γνώσεις να αδυνατεί να διακρίνει τα μη αυθεντικά κατασχεθέντα προϊόντα από τα αυθεντικά προϊόντα της εγκαλούσας. Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την πλαστότητα των αντικειμένων που διέθεταν στην αγορά, αφού τα προϊόντα με τους συγκεκριμένους λογότυπους είναι διεθνώς κατοχυρωμένα και ιδιαίτερα ακριβά σήματα φήμης, αλλά και διακριτικά γνωρίσματα προϊόντων, τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι, με πρόθεση να εκμεταλλευτούν σε εμπορική κλίμακα τη φήμη τους, προέβησαν δε στην πράξη τους αυτή με σκοπό να προκληθεί σύγχυση στους καταναλωτές, δημιουργώντας την εντύπωση ότι τα πλαστά προϊόντα προέρχονται από τον συγκεκριμένο κατασκευαστή. Τα προϊόντα αυτά πωλούσαν σε χονδρεμπόρους από ένα έως τέσσερα ευρώ το τεμάχιο και εν συνεχεία οι τελευταίοι τα μεταπωλούσαν σε εμπόρους λιανικής πώλησης με τιμές που κυμαίνονταν από 10 έως 150 ευρώ το καθένα, ανάλογα με τον τόπο διάθεσης αυτών, οι οποίοι εν συνεχεία τα πωλούσαν, προσθέτοντας το κέρδος τους, στο καταναλωτικό κοινό, το οποίο μη έχοντας ειδικές γνώσεις επαραπλανάτο σχετικά με την αυθεντικότητα των αντικειμένων, θεωρώντας ότι αγοράζει γνήσια προϊόντα σε τιμές ευκαιρίας. Δεδομένου δε ότι η αξία των αυθεντικών προϊόντων της εγκαλούσας εταιρίας ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ έκαστο, η ζημία την οποία σκόπευαν να επιφέρουν στην εγκαλούσα ανέρχεται σε ποσό που υπερβαίνει καταφανώς τις 120.000 ευρώ και αντιστοιχεί στην απώλεια των εσόδων από την πώληση αντίστοιχων γνησίων προϊόντων ήτοι σε ποσό που υπερβαίνει τα 5.000.000 ευρώ, όπως σαφώς περί τούτου κατέθεσε ο μάρτυς κατηγορίας, ζημία την οποία επεδίωξαν οι δράστες με την πράξη τους αυτή. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθούν και οι τρεις ένοχοι των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών αυτοτελών ισχυρισμών τους.”. Με βάση τις ως άνω παραδοχές, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους για τις προαναφερθείσες πράξεις, κατά τα αναγραφόμενα στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο, κατά πιστή αντιγραφή, έχει ως ακολούθως: "Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2017 έως και την 5-9-2017, με μια πράξη, τέλεσαν περισσότερα εγκλήματα, τα οποία τιμωρούνται σύμφωνα με το νόμο, με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και χρηματική ποινή. Ειδικότερα, στον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο: Α) με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος κατήρτισαν εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκόπευαν δε με τις πράξεις τους αυτές να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας άλλοι/, η συνολική δε ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, ο πρώτος κατηγορούμενος, S. (όν) W. (επ.) του G. C., ως υπεύθυνος λειτουργίας επιχείρησης "Γ. Σ. Ε.Π.Ε." με αντικείμενο δραστηριότητας Γενικό Εμπόριο - Εισαγωγές επί της ... αριθ. 114, ο δεύτερος κατηγορούμενος Ν. Β. (όν) C. (επ.) του Y., ως μέτοχος του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και νόμιμος εκπρόσωπος της "Γ. Σ. Ε.Π.Ε." και ο τρίτος κατηγορούμενος Y. (όν.) W. (επ.) του G. C., ως μέτοχος του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της ανωτέρω εταιρίας, χάραξαν (κατασκεύασαν) στον χώρο της αποθήκης της ανωτέρω επιχείρησης με εξαιρετική πιστότητα σήματα, χωρίς την άδεια, εντολή ή συναίνεση της δικαιούχου και αποκλειστικής προς τούτο κατασκευάστριας και εχούσης το δικαίωμα εκμετάλλευσης του σήματος φήμης εταιρίας και δη είχαν κατασκευάσει τετρακόσια (400) σήματα LOUIS VUITTON, τα οποία είχαν έτοιμα προς επικόλληση σε προϊόντα, σαράντα εννέα (49) πορτοφόλια LOUIS VUITTON και τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα τρία (4.573) σετ τεσσάρων (4) τεμαχίων νεσεσέρ LOUIS VUITTON, μολονότι τα ως άνω προϊόντα δεν είχαν κατασκευαστεί από τις δικαιούχους των σημάτων επιχειρήσεις, παραπλανώντας με τον τρόπο αυτό τους τρίτους αγοραστές (τελικούς καταναλωτές) για την αληθινή προέλευση και ποιότητα των προϊόντων που έφεραν τα εν λόγω σήματα, φερομένων (των ανωτέρω προϊόντων) ως κατασκευασθέντων και τεθέντων στην αγορά με την έγκριση της ως άνω εταιρίας ως μοναδικής δικαιούχου προς εκμετάλλευση, στη συνέχεια δε διέθεσαν τους άνω, πλαστούς υλικούς φορείς (εξομοιούμενους προς έγγραφα και σημεία) σε τρίτους, με τον τρόπο δε αυτό σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, και να επιδιώξουν να βλάψουν την περιουσία της κατασκευάστριας εταιρίας με ποσό που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ δεδομένου ότι το αληθές κόστος κτήσης των ανωτέρω προϊόντων ήταν εξαιρετικά χαμηλό, η δε αξία, στην οποία μεταπωλούντο ως γνήσια, ήταν υψηλή, και μάλιστα το σκοπούμενο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της εταιρίας, που είναι δικαιούχος του σήματος και διακριτικού εν ταυτώ γνωρίσματος και θα στερούντο τα κέρδη από τις πωλήσεις των απομιμητικών προϊόντων, υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000 €), Β) χρησιμοποίησαν σήματα φήμης, κατά παράβαση του άρθρ. 125 § 3 περ. γ' ν. 4072/12, με πρόθεση να εκμεταλλευτούν σε εμπορική κλίμακα τη φήμη τους, από την οποία εκμετάλλευση το όφελος, που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Ειδικότερα, στον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, προέβησαν στην κατασκευή ταυτόσημων ή παρόμοιων σημάτων με αλλότρια σήματα και συγκεκριμένα κατασκεύασαν τετρακόσια (400) σήματα LOUIS VUITTON, χωρίς την άδεια της δικαιούχου και αποκλειστικής προς τούτο κατασκευάστριας και έχουσας το δικαίωμα εκμετάλλευσης των σημάτων της εταιρικής επιχειρήσεως L. V. M., με πρόθεση να τα επικολλήσουν και να εκμεταλλευτούν σε εμπορική κλίμακα τη φήμη της, καθώς στον χώρο της αποθήκης της επιχείρησής τους, επί της ... αριθ. 114, κατείχαν προς διάθεση στο καταναλωτικό κοινό προϊόντα επί των οποίων θα επέθεταν τα προαναφερόμενα σήματα, τα οποία έφεραν απομίμηση των νομίμως καταχωρημένων και προστατευομένων σημάτων της ως άνω αναφερόμενης εταιρείας, αφού δεν είχαν κατασκευαστεί από τη δικαιούχο των σημάτων επιχείρηση, αλλά από αυτούς, που τα χάραξαν. Επίσης είχαν κατασκευάσει και κατείχαν σαράντα εννέα (49) πορτοφόλια LOUIS VUITTON και τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα τρία (4.573) σετ τεσσάρων (4) τεμαχίων πορτοφόλια LOUIS VUITTON. Στην πράξη τους αυτή προέβησαν καίτοι γνώριζαν ότι τα ανωτέρω σήματα ανήκουν στην ως άνω εταιρεία, η οποία και μόνο δικαιούται να κάνει χρήση αυτών, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τη φήμη της σε εμπορική κλίμακα. Το δε όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε από την προαναφερόμενη πράξη τους υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ.”. Με αυτά που δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας (Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, καθόσον αφορά την αξιόποινη πράξη της παράνομης χρησιμοποίησης σήματος φήμης, από κοινού, κατ' επάγγελμα, με πρόθεση την εκμετάλλευσή του σε εμπορική κλίμακα, από την οποία το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, για την οποία καταδικάστηκε καθένας από τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και χρηματική ποινή ύψους έξι χιλιάδων ευρώ (6.000,00 €), την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII νομική σκέψη, αφού αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε για να μορφώσει την περί αυτού κρίση του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,12,14,16,17,18 εδ. α', 26, 27, 45, 79 του νέου Π.Κ., 125 παρ. 3 περ. γ', 156 παρ. 1 περ. γ' και 2 του Ν. 4072/2012, που ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης και είναι εφαρμοστέες στην κρινόμενη υπόθεση, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να στερήσει έτσι την πληττόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Οι περίτου αντιθέτου αιτιάσεις των πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, καθόσον στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που αφορά την ενοχή αυτών (πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων) για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της παράνομης χρησιμοποίησης σήματος φήμης, από κοινού, κατ' επάγγελμα, με πρόθεση την εκμετάλλευσή του σε εμπορική κλίμακα, από την οποία το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από το σύνολο των οποίων το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτισή τους και σύγκριση μεταξύ τους. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται, αναφέρονται: α) η ύπαρξη πλαστών αντιγράφων των σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων που ανήκουν στην εγκαλούσα, ήδη παριστάμενη για την υποστήριξη της κατηγορίας αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "L. V. M.”, που επρόκειτο να επικολληθούν σε σαράντα εννέα (49) πορτοφόλια και δεκαοκτώ χιλιάδες διακόσια ενενήντα δύο (18.292) νεσεσέρ διαφόρων σχημάτων, καθώς και η ύπαρξη τετρακοσίων (400) μεταλλικών στοιχείων, τα οποία έφεραν κατ' απομίμηση τα υπ' αριθ. 9.944.127 (κλάσεις 3, 9, 14, 16, 18, 24, 25, 34) εμπορικά σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της τελευταίας, δηλαδή της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "L. V. M.”, η οπτική ομοιότητα των οποίων τονίζεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι διαστάσεις, τα σχέδια και τα χρώματα των προϊόντων επί των οποίων τέθηκαν ή θα ετίθεντο είναι ακριβώς ίδια ή παρόμοια με εκείνα των γνήσιων προϊόντων της, με αποτέλεσμα ο μέσος καταναλωτής, που δεν έχει ειδικές γνώσεις να αδυνατεί να διακρίνει τα αυθεντικά προϊόντα της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας από τα μη αυθεντικά, τα οποία ήταν κατώτερης ποιότητας και αποτελούσαν απομίμηση των γνήσιων προϊόντων της, β) ότι οι πρώτος και τρίτος αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού και με τον δεύτερο αναιρεσείοντα, η αναίρεση του οποίου απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατασκεύασαν τα ανωτέρω πλαστά αντίγραφα των σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων, γνωρίζοντας ότι αυτά έφεραν σήματα που αποτελούν απομίμηση αλλότριων (σημάτων), συγκεκριμένα δε ανήκουν στην εγκαλούσα ήδη παριστάμενη για την υποστήριξη της κατηγορίας αλλοδαπή εταιρεία, με πρόθεση να τα επικολλήσουν σε μη γνήσια και αυθεντικά προϊόντα της τελευταίας, με σκοπό να εκμεταλλευτούν σε εμπορική κλίμακα τη φήμη της, και γ) το όφελος που επιδιώχθηκε, καθώς και η ζημία που απειλήθηκε από την ανωτέρω αξιόποινη πράξη τους είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Επομένως, ο τρίτος λόγος του κύριου δικογράφου της αίτησης των πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, με τον οποίο επιχειρούν να θεμελιώσουν τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικό λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον αφορά την ενοχή τους για την αξιόποινη πράξη της παράνομης χρησιμοποίησης σήματος φήμης, από κοινού, κατ' επάγγελμα, με πρόθεση την εκμετάλλευσή του σε εμπορική κλίμακα, από την οποία το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις των πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων περί υπέρβασης εξουσίας και εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 216 του Π.Κ., που προβάλλουν με τους πρώτο και δεύτερο λόγους του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, ισχυριζόμενοι ότι με την καταδίκη τους από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για κακουργηματική πλαστογραφία, από την τέλεση της οποίας το προσδοκώμενο όφελος τους υπερβαίνει το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), μολονότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τους είχε καταδικάσει για κακουργηματική πλαστογραφία, λόγω της τέλεσής της κατ' επάγγελμα, επειδή το προσδοκώμενο όφελος υπερέβαινε το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000,00 €), που υπό την ισχύ όμως, από 1-7-2019, του νέου Π.Κ. έχει καταργηθεί, χειροτέρευσε η θέση τους, κατά παράβαση των οριζόμενων στη διάταξη του άρθρου 470 του Κ.Ποιν.Δ., εσφαλμένα δε εφάρμοσε το Δικαστήριο της ουσίας την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 216 του Π.Κ., την οποία εάν ορθώς εφάρμοζε θα τους καταδίκαζε για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό πλημμελήματος, είναι επίσης απορριπτέες ως αβάσιμες, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη. Τούτο δε διότι υπό την ισχύ του νέου Π.Κ. αξιόποινη κακουργηματική πράξη πλαστογραφίας στοιχειοθετείται μόνον ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπεί ο δράστης από την τέλεση της πλαστογραφίας, βλάπτοντας τρίτο, ή ο σκοπός βλάβης άλλου, υπερβαίνουν το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), παραδοχές που υπήρχαν και στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπησή της. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης των πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, με τους οποίους επιχειρούν να θεμελιώσουν τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. και 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικούς λόγους, αντιστοίχως της υπέρβασης εξουσίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθόσον αφορά την ενοχή τους για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, είναι επίσης απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Το Δικαστήριο της ουσίας όμως, όπως προκύπτει από τη συμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ενοχή των πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, δεν διέλαβε στην απόφασή του, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII νομική σκέψη, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον διαπιστώνεται ότι αυτή είναι αντιφατική και ελλιπής, συγκεκριμένα δε ότι στην προσβαλλομένη απόφαση παρεισέφρησαν λογικά κενά, ασάφειες και αντιφάσεις, ιδρυομένου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. προβλεπόμενου λόγου αναίρεσης (Α.Π. 313/2020), όπως βασίμως διατείνονται οι πρώτος, (όν.) S. (επ.) W. του G. C., και τρίτος, (όν.) Y. (επ.) W. του G. C., αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας, ενώ στο σκεπτικό της πληττόμενης απόφασης δέχεται ότι την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας τέλεσαν και οι ανωτέρω πρώτος και τρίτος αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "L. V. M.”, με σκοπό να επιφέρουν στην τελευταία ζημία, ειδικότερα αυτολεξεί αναφέρεται: “(...), η ζημία την οποία σκόπευαν να επιφέρουν στην εγκαλούσα ανέρχεται σε ποσό που υπερβαίνει καταφανώς τις 120.000 ευρώ και αντιστοιχεί στην απώλεια των εσόδων από την πώληση αντίστοιχων γνησίων προϊόντων ήτοι σε ποσό που υπερβαίνει τα 5.000.000 ευρώ, όπως σαφώς περί τούτου κατέθεσε ο μάρτυς κατηγορίας, ζημία την οποία επεδίωξαν οι δράστες με την πράξη τους αυτή”, στο διατακτικό κηρύσσει ενόχους τους παραπάνω πρώτο και τρίτο αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους και για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη (κακουργηματική πλαστογραφία), δεχόμενο ότι τέλεσαν αυτήν, με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας άλλον, η συνολική δε ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), συγκεκριμένα δε κατά πιστή μεταφορά: “(...) κατήρτισαν εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκόπευαν δε με τις πράξεις τους αυτές να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας άλλον, η συνολική δε ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. (...) με τον τρόπο δε αυτό σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, και να επιδιώξουν να βλάψουν την περιουσία της κατασκευάστριας εταιρίας με ποσό που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ δεδομένου ότι το αληθές κόστος κτήσης των ανωτέρω προϊόντων ήταν εξαιρετικά χαμηλό, η δε αξία, στην οποία μεταπωλούντο ως γνήσια, ήταν υψηλή, και μάλιστα το σκοπούμενο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της εταιρίας, που είναι δικαιούχος του σήματος και διακριτικού εν ταυτώ γνωρίσματος και θα στερούντο τα κέρδη από τις πωλήσεις των απομιμητικών προϊόντων, υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000 €)”. Οι ανωτέρω παραδοχές του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον αφορά την ενοχή και καταδίκη και των ανωτέρω πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, είναι αντιφατικές και ελλιπείς. Ειδικότερα, αν και η προσβαλλόμενη απόφαση στο διατακτικό της δέχεται ότι η πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας τελέστηκε με αμφότερους τους τρόπους που προβλέπονται στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 216 του νέου Π.Κ., γεγονός που, κατ' αρχάς, δεν είναι αντιφατικό, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII νομική σκέψη, εντούτοις, όσον αφορά την τέλεσή της με σκοπό να ποριστούν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι παράνομο περιουσιακό όφελος, που την καθιστά κακούργημα, δηλαδή όφελος άνω του ποσού των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), είναι αντιφατική. Τούτο δε διότι, ενώ κατά τις παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι κατασκεύασαν πλαστά σήματα της υποστηρίζουσας την κατηγορία αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "L. V. M.”, που είχαν τοποθετήσει σε απομιμητικά (μη γνήσια) προϊόντα της τελευταίας και βρέθηκαν στην κατοχή τους, με σκοπό τη διάθεσή τους, μέσω χονδρεμπόρων, στο καταναλωτικό κοινό, συγκεκριμένα δε: “... σαράντα εννέα (49) πορτοφόλια LUIS VUITTON, δεκαοκτώ χιλιάδες διακόσια ενενήντα δύο (18.292) νεσεσέρ διαφόρων σχημάτων, καθώς και τετρακόσια (400) μεταλλικά στοιχεία, .... Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την πλαστότητα των αντικειμένων που διέθεταν στην αγορά, αφού τα προϊόντα με τους συγκεκριμένους λογότυπους είναι διεθνώς κατοχυρωμένα και ιδιαίτερα ακριβά σήματα φήμης, αλλά και διακριτικά γνωρίσματα προϊόντων, τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι, .... Τα προϊόντα αυτά πωλούσαν σε χονδρεμπόρους από ένα έως τέσσερα ευρώ το τεμάχιο και εν συνεχεία οι τελευταίοι τα μεταπωλούσαν σε εμπόρους λιανικής πώλησης ...”, στο διατακτικό δέχεται ότι η ανωτέρω συμπεριφορά τους στοιχειοθετεί στο πρόσωπο των πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, με σκοπό τον προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέ¬λους, με βλάβη άλλου, αν και με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς το παράνομο περιουσιακό όφελος τους, από την τέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, δεν θα μπορούσε να ανέλθει, σε κάθε περίπτωση, κατ' ανώτατο όριο, σε ποσό υπερβαίνον τις 120.000 ευρώ, ενόψει των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το σύνολο των απομιμητικών (μη γνήσιων) προϊόντων, με πλαστά σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της υποστηρίζουσας την κατηγορία αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "L. V. M.”, που κατείχαν αυτοί (πρώτος και τρίτος αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι) και σκόπευσαν να διαθέσουν, κατά τα προαναφερόμενα, στο καταναλωτικό κοινό, ανέρχονταν σε δεκαοκτώ χιλιάδες επτακόσια σαράντα ένα (18.741) τεμάχια [σαράντα εννέα (49) πορτοφόλια + δεκαοκτώ χιλιάδες διακόσια ενενήντα δύο (18.292) νεσεσέρ διαφόρων σχημάτων + τετρακόσια (400) μεταλλικά στοιχεία = δεκαοκτώ χιλιάδες επτακόσια σα¬ράντα ένα (18.741)], καθένα δε από αυτά θα το πωλούσαν σε χονδρεμπόρους με ανώτατη τιμή το ποσό των τεσσάρων ευρώ (4,00 €), στο χρηματικό ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ [74.964,00 €, (18.741 τεμάχιο Χ 4,00 ευρώ το τεμάχιο)], χωρίς να υπολογίζεται το κόστος κατασκευής τους. Έτσι το ποσό αυτό σαφώς υπολείπεται εκείνου των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), προκειμένου να στοιχειοθετηθεί στο πρόσωπο τους η κακουργηματική πλαστογραφία. Περαιτέρω, ενώ στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η ζημία την οποία σκόπευαν να επιφέρουν οι πρώτος και τρίτος αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι στην υποστηρίζουσα την κατηγορία αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "L. V. M.”, προσδιορίζεται στο ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ (5.000.000,00 €), χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ζημία αυτή, στο διατακτικό της προσδιορίζεται η ζημία αυτή στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000,00 €), χωρίς επίσης την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, με την παραδοχή ότι οι πρώτος και τρίτος αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τα πλαστά σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της ανωτέρω υποστηρίζουσας την κατηγορία αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "L. V. M." σε τρίτους, εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεσή της, με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, και να επιδιώξουν να βλάψουν την περιουσία της τελευταίας, αντιστοιχίζοντας το σκοπούμενο όφελος των πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων με την ζημία της υποστηρίζουσας την κατηγορία, συγκεκριμένα δε εκτίθεται στο διατακτικό, κατά πιστή αντιγραφή: “(...) με τον τρόπο δε αυτό σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, και να επιδιώξουν να βλάψουν την περιουσία της κατασκευάστριας εταιρίας με ποσό που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ δεδομένου ότι το αληθές κόστος κτήσης των ανωτέρω προϊόντων ήταν εξαιρετικά χαμηλό, η δε αξία, στην οποία μεταπωλούντο ως γνήσια, ήταν υψηλή, και μάλιστα το σκοπούμενο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της εταιρίας, που είναι δικαιούχος του σήματος και διακριτικού εν ταυτώ γνωρίσματος και θα στερούντο τα κέρδη από τις πωλήσεις των απομιμητικών προϊόντων, υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000.€)”, το όφελος όμως των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων από την τέλεση της κακουργηματική ς πλαστογραφίας, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορούσε να ανέλθει, κατά τα προαναφερόμενα, παρά μόνο κατ' ανώτατο όριο, στο ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ (74.964,00 €). Τέλος, καθόσον αφορά τον πρώτο αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., αν και υπάρχει η παραδοχή στην πληττόμενη απόφαση ότι ήταν υπεύθυνος λειτουργίας της επιχείρησης στις εγκαταστάσεις της οποίας βρέθηκαν τα απομιμητικά (μη γνήσια) προϊόντα της υποστηρίζουσας την κατηγορία, με τα πλαστά σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της τελευταίας επ' αυτών, ουδόλως αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίο θα προσπόριζε στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με την τέλεση της κακουργηματική ς πλαστογραφίας, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, ενόψει του ότι υπάρχει η παραδοχή στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτός δεν συμμετείχε ως εταίρος στην εν λόγω επιχείρηση. Ενόψει των ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά την ενοχή και καταδίκη των ανωτέρω πρώτου και τρίτου αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας, δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στερείται επίσης νόμιμης βάσης, καθόσον οι ανωτέρω ελλείψεις και αντιφάσεις επιδρούν στη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκαν οι πρώτος και τρίτος αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, για τη θεμελίωση του οποίου απαιτείται να συντρέχει και να προσδιορίζεται το ύψος του σκοπούμενου παράνομου περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, ή σκοπός βλάβης άλλου, άνω των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), με συνέπεια να μη είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της υπαγωγής των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοζόμενη νομική διάταξη. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. τρίτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης των πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C., αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον αφορά την ενοχή και καταδίκη τους για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ταυτόχρονα δε, εξαιτίας των παραπάνω αντιφατικών αιτιολογιών, ιδρύεται και ο αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος από τον Άρειο Πάγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 216 παρ. 3 του Π.Κ., με την εκ πλαγίου παραβίασή της (άρθρα 511 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ).
IX. Από τις διατάξεις του άρθρου 469 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι: "Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλει¬στικά στο πρόσωπο του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους ...”. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμέτοχους, γενικές προϋποθέσεις για όλες τις ανωτέρω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που δικαιούταν να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην αρμόζουν αποκλειστικώς στο πρόσωπο του και γ) οι υπόλοιποι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν εντός της νόμιμης προθεσμίας ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Δηλαδή καθιερώνεται υπέρ του συγκατηγορουμένου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της αναίρεσης επέκταση της ευνοϊκής κρίσης του Αρείου Πάγου, αν οι λόγοι που έγιναν δεκτοί δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που άσκησε παραδεκτά το ένδικο μέσο, το οποίο τελικά έγινε δεκτό και ως βάσιμο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αλλά μόνο για αντικειμενικούς λόγους που δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο και όχι για λόγους προσωπικούς. Οι ωφελούμενοι κατά τα παραπάνω από το επεκτατικό αποτέλεσμα, δικαιούνται και δεν υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δίκη ως διάδικοι, κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου του άλλου και να ζητήσουν εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος και σε αυτούς, χωρίς να δικαιούνται να προβάλουν άλλους ίδιους λόγους, κυρίους ή προσθέτους, το δε δικαστήριο επεκτείνει και σε αυτούς αυτεπαγγέλτως το ευεργετικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το ένδικο μέσο του αναιρεσείοντος (Α.Π. 1392/2020).
Χ. Στην προκείμενη περίπτωση κατά τα ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναίρεσης του πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και του τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C.], αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που έγινε δεκτός, κατά τα προαναφερόμενα, καθόσον αφορά την κήρυξη ενόχων και την καταδίκη τους για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο αυτών, αλλά και το πρόσωπο των συγκαταδικασθέντος συγκατηγορουμένου τους, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C., για την ίδια αξιόποινη πράξη, δηλαδή της κακουργηματικής πλαστογραφίας, στον οποίο επιβλήθηκε, για την πράξη αυτή η ίδια ποινή [κάθειρξη πέντε (5) ετών], ο τελευταίος δε άσκησε το ένδικο μέσο της αναίρεσης, από κοινού με τους ανωτέρω συγκαταδικασθέντες συγκατηγορουμένους του, δηλαδή τους πρώτο, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και τρίτο, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C.], αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, η οποία όμως απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο II σκέψη. Ε- πομενως, το προαναφερθέν επωφελές αποτέλεσμα της αίτησης αναίρεσης των δύο αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, πρέπει να επεκταθεί, κατ' άρθρο 469 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IX νομική σκέψη, και στον ανωτέρω συγκαταδικασθέντα στη δευτεροβάθμια δίκη συγκατηγορούμενό τους, δεύτερο αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C., που καταδικάσθηκε για την ίδια ανωτέρω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας.
XI. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης των: α) πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και β) τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C.], αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, από τα άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., και του αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου από τον Άρειο Πάγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., η αναιρετική εμβέλεια των οποίων καλύπτει το σύνολο της υπόθεσης, ως προς την κήρυξη ενόχων και την καταδίκη αυτών για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας, πρέπει, χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης του κύριου δικογράφου και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης των τελευταίων, η έρευνα των οποίων παρέλκει, πλέον, ως αλυσιτελής (Α.Π. 817/2020), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά αυτούς, δηλαδή τους πρώτο, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και τρίτο, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C.], αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την κήρυξη τους ενόχων και την καταδίκης τους για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας χρήση, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με προσδοκώμενο παράνομο περιουσιακό όφελος και συνολική ζημία άνω των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), το επωφελές αποτέλεσμα της αναίρεσης των οποίων [πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C., αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων] να επεκταθεί, κατ' άρθρο 469 του Κ.Ποιν.Δ., και στον συγκαταδικασθέντα στη δευτεροβάθμια δίκη συγκατηγορούμενό τους, δεύτερο αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C., και ως προς τον οποίο να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά τις παραπάνω διατάξεις της, ακολούθως δε, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλ¬λους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10-11-2021 αίτηση του δεύτερου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C. και L. A. L., κατοίκου ..., προσωρινά διαμένοντος στην … (οδός ... αρ. …), για αναίρεση της υπ' αρ. 966/23-9-2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως ανυποστήρικτη.
Καταδικάζει τον προαναφερόμενο αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C., στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 €), σε βάρος του οποίου επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία, εδρεύουσας στη ... (...), αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "L. V. M.”, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500,00 €).
Αναιρεί την υπ' αρ. 966/23-9-2021 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την κήρυξη ενόχων: α) του πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C. και C. J. D., κατοίκου … (οδός ... αρ. 12), και β) του τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C. και C. J. D., κατοίκου … (οδός ... αρ. 130), αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με προσδοκώμενο παράνομο περιουσιακό όφελος και συνολική ζημία άγω των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €) και την επιβολή ποινής γι' αυτή καθώς και την επιβολή συνολικής ποινής.
Επεκτείνει το ως άνω αναιρετικό αποτέλεσμα και στον συγκαταδικασθέντα στη δευτεροβάθμια δίκη συγκατηγορούμενο των πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C., και τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C., αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, δεύτερο αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (όν.) N. B. (επ.) C. του Y. Y. C. και L. A. L., κάτοικο ..., προσωρινά διαμένοντα στην … (οδός ... αρ. 14), για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με προσδοκώμενο παράνομο περιουσιακό όφελος και συνολική ζημία άνω των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €).
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 10-11-2021 αίτηση: του πρώτου, (όν.) S. (επ.) W. του G.C. και C. J. D., και του τρίτου, (όν.) Y. (επ.) W. του G.C. και C. J. D., αναιρεσειόντων η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καθώς και τους από 31-1-2022 πρόσθετους λόγους αναίρεσης των ιδίων αναιρεσειόντων που ασκήθηκαν με την κατάθεσή τους στην αρμόδια Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ