Αριθμός 360/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη - Εισηγητή, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Ψ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Φίλη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. - Α. Μ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Σπυριδάκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/12/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηλείας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6/2011 μη οριστική, όπως αυτή διορθώθηκε με την 26/2011 απόφαση, και 15/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 6/2015 και 7/2015 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση των ανωτέρω αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/4/2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρήστος Κατσιάνης ανέγνωσε την από 13/9/2021 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 552, 553 και 566 παρ. 2 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθορίζονται η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, οι υποκείμενες σε αναίρεση αποφάσεις και τα της ασκήσεως αναιρέσεως κατά περισσότερων αποφάσεων, προκύπτει ότι σε υπόθεση η οποία διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μόνο η οριστική απόφαση που εκδόθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον τούτο υπεισήλθε στην εξέταση της ουσίας, υπόκειται σε αναίρεση, όχι δε και η πρωτόδικη, η οποία ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, σφάλματα δε της πρωτόδικης θεωρούνται ως σφάλματα και της εφετειακής (ΟλΑΠ 40/1996, ΑΠ 1119/2019, ΑΠ 300/2017, ΑΠ 1183/2010, ΑΠ 765/2008). Αν όμως η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται τόσο η εφετειακή απόφαση, σχετικά με το κεφάλαιο της απόρριψης της έφεσης, όσο και η πρωτόδικη ως προς την ουσία της υπόθεσης(ΑΠ 1286/2018). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 566 παρ.2 του ΚΠολΔ, αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, η οποία συμπληρώνει τη γενική διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει τον τρόπο ασκήσεως των ενδίκων μέσων, έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αναιρέσεως ως απαράδεκτης, για εκείνη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ως προς την οποία το αναιρετήριο δεν κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε (ΑΠ 1286/2018, ΑΠ 1573/2010, ΑΠ 1183,2010, ΑΠ 336/2009, ΑΠ 306/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των προσβαλλόμενων υπ' αριθμ. 6/2015 και 7/2015 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, η μεν 7/2015 απόφαση δέχθηκε κατά τύπους την έφεση κατά των συμπροσβαλλόμενων α) υπ' αριθμ. 6/2011 μη οριστικής πρωτόδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και β) υπ' αριθμ. 15/2013 οριστικής πρωτόδικης απόφασης του ίδιου Πρωτοδικείου, και απέρριψε αυτήν κατ' ουσίαν, η δε 6/2015 απόφαση κήρυξε απαράδεκτη την έφεση κατά των συμπροσβαλλόμενων α) υπ' αριθμ. 6/2011 διορθούμενης μη οριστικής πρωτόδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και β) υπ' αριθμ. 26/2011 οριστικής διορθωτικής πρωτόδικης απόφασης του ίδιου Πρωτοδικείου, ενώ περαιτέρω, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε κυρωμένο αντίγραφο αναιρετήριο, τούτο δεν κατατέθηκε στη Γραμματεία του πιο πάνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εξέδωσε τις παραπάνω αποφάσεις. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πρωτόδικων αποφάσεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Κατά τα λοιπά με την από 14.04.2015 και με αριθμ. καταθ. …/16.04.2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλονται οι 6/15.01.2015 και 7/15.01.2015 τελεσίδικες αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία επίλυσης διαφορών, που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων και τέκνων, και με τη μεν πρώτη εξ αυτών απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, η ασκηθείσα από τον εκκαλούντα-καθού η αίτηση και ήδη αναιρεσείοντα έφεση κατά της 26/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία διορθώθηκε η υπ' αριθμ. 6/2011 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με τη δε δεύτερη έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η ασκηθείσα από τον εκκαλούντα-εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα έφεση κατά της οριστικής 15/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία έγινε δεκτή η από 03.12.2009 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/ 17.03.2010) αγωγή της τότε ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά του τότε εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος για αναγνώριση της πατρότητας του ανήλικου τέκνου της. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552,553,556,558,564 παρ.1 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου παραδεκτά (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 1479 ΑΚ, κατά την οποία "η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του”, σαφώς συνάγεται ότι η προϋπόθεση της ιδιότητας του παιδιού ως γεννημένου χωρίς γάμο, καθώς η προϋπόθεση της σύλληψής του από αυτόν για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός πως είναι ο πατέρας του, αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής της πατρότητας και πρέπει να περιέχονται και οι δύο στο δικόγραφο της αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη, κατά το άρθρ. 216 παρ.1 ΚΠολΔ, και, περαιτέρω, να γίνει δεκτή ως νομικά βάσιμη. Η δε διάταξη του άρθρου 1468 ΑΚ, που ορίζει ότι "Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό”, περιέχει ορισμό χωρίς έννομη συνέπεια, είναι ερμηνευτική και δεν συνδέει το κρίσιμο διάστημα με άλλες προϋποθέσεις εκτός του χρόνου. Σκοπός της είναι, ερμηνεύοντας αυθεντικά την έννοια του κρίσιμου διαστήματος των διατάξεων 1467,1481 ΑΚ, να προσδιορίσει την έννοια του κρίσιμου χρονικού διαστήματος ως πιθανού χρόνου σύλληψης. Το τεκμήριο είναι μαχητό ως προς τον ανώτατο χρόνο κύησης, όπως συνάγεται από τις 1465 παρ.3,1467 επ. ΑΚ, όχι όμως και ως προς τον κατώτατο. Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνος ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 261/2020,ΑΠ 1487/2017). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ "Είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής”, η συμπλήρωση δε του δικογράφου της αγωγής αποτελεί πράγμα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ(ΑΠ 714/1988), ενώ γίνεται δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η διόρθωση ενός εσφαλμένου, από παραδρομή, καταχωρηθέντος στην αγωγή αριθμού, αφού η μεταβολή αυτή δεν αποτελεί μεταβολή της βάσης της αγωγής, εκτός αν η συμπλήρωση αφορά το χρόνο γέννησης της υποχρέωσης του εναγομένου, για την οποία προτείνεται παραγραφή. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 03.12.2009 ένδικη αγωγή, το δικόγραφο της οποίας παραδεκτά κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκοπείται, ιστορούνται τα ακόλουθα από την ήδη αναιρεσίβλητη, ενάγουσα: "Στις 9-11-2008 γνωρίστηκα στον Πύργο Ηλείας με τον εναγόμενο και κατόπιν επίμονων ερωτικών προτάσεων του ιδίου συνδέθηκα μαζί του και συνήψαμε ερωτικό δεσμό από την 25-11-2008 μέχρι και την 23-2-2009. Η πρώτη σαρκική επαφή μου με τον εναγόμενο έγινε την 4-12-2008 στην πατρική του οικία, που βρίσκεται στον Πύργο Ηλείας... Η σχέση μας συνεχίσθηκε με συχνές τηλεφωνικές επικοινωνίες καθημερινά και με ερωτικές συναντήσεις, τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα... Το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η σχέση μας συνευρισκόμασταν σαρκικά σε οικογενειακή εξοχική οικία του εναγομένου... Ενώ ο δεσμός μας προχωρούσε απρόσκοπτα... διαπίστωσα την 13-2-2009 ότι είχα καταστεί έγκυος από τις σαρκικές μου σχέσεις από τον εναγόμενο... Την 21-10-2009 στο Γενικό Νοσοκομείο του Πύργου έφερα στον κόσμο ένα θήλυ τέκνον, πατέρας του οποίου είναι ο εναγόμενος... Επειδή συνεπεία της αιφνίδιας μεταστροφής και αναίτιας άρνησης του εναγομένου ν' αποδεχθεί την κυοφορία μου και τη γέννηση του τέκνου μας, το τέκνο μας γεννήθηκε εκτός γάμου. Επειδή κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της συλλήψεως του τέκνου μου τούτου, που γεννήθηκε δίχως γάμο με τον πατέρα του, δηλαδή κατά το μεταξύ της 30ης και 180ης ημέρας πριν από τον τοκετό, χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από την 21-12-2008 μέχρι και την 23-2-09, με πιθανή ημερομηνία σύλληψης την 28-1-09, ήρθα σε σαρκική συνάφεια με τον εναγόμενο και το τέκνο μου έχει γεννηθεί από αυτόν. Επειδή κατά τα ανωτέρω τεκμαίρεται κατ' άρθρον 1481 ΑΚ η πατρότητα του τέκνου μου ως γνησίου φυσικού τέκνου του εναγομένου, ο οποίος εν τούτοις και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μου για την από μέρους μου εκούσια αναγνώριση του τέκνου μου κατ' άρθρο 1475 ΑΚ αρνείται να προβεί σε αυτή και μέχρι σήμερα το τέκνο μου δεν έχει αναγνωριστεί... Επειδή κατόπιν των ανωτέρω, το τέκνο μου που γεννήθηκε στον Πύργο την 21-10-2009... έχει πατέρα του τον εναγόμενο και επομένως δικαιούμαι να ζητήσω τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου μου, που γεννήθηκε δίχως γάμο με τον πατέρα του...
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ... ΖΗΤΩ Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου. Να αναγνωρισθεί από το Δικαστήριό Σας πως το θήλυ τέκνο που γέννησα την 21-10-2009 στον Πύργο Ηλείας έχει πατέρα τον εναγόμενο....”. Ακολούθως με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες, επίσης, παραδεκτά επισκοπούνται, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη διέλαβε τα εξής: “...
Επειδή παραδεκτά διορθώνω την αγωγή μου στην 2η σελίδα και 6η παράγραφο αυτής στην τρίτη σειρά της οποίας εκ τυπογραφικής παραδρομής ανεγράφη η λέξη 30η αντί του ορθού 300η ...”. Με το ανωτέρω δε ιστορικό και το αίτημά της η αγωγή, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας, είναι πλήρως ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά. Και τούτο διότι προσδιορίζονται με σαφήνεια τα στοιχεία που απαιτούνται για την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου, δηλαδή η ιδιότητα του παιδιού ως γεννημένου χωρίς γάμο και η σύλληψή του από τον φερόμενο ως πατέρα, με αγωγικό ισχυρισμό περί ευθείας απόδειξης της πατρότητας, αλλά και με επίκληση των προϋποθέσεων της ίδρυσης του τεκμηρίου της πατρότητας με σαρκική συνάφεια του πατέρα με τη μητέρα κατά την ΑΚ 1481 εδ.α'. Επίσης επιτρεπτά έγινε η επίδικη διόρθωση με τις έγγραφες προτάσεις του αριθμού από το εσφαλμένο "30η" στο ορθό "300η”,καθόσον είναι προφανές ότι οφείλετο σε τυπογραφική παραδρομή, δοθέντος, εξάλλου ότι στην αγωγή ρητά γίνεται αναφορά στο τεκμήριο της ΑΚ 1481 εδ.α', και το "κρίσιμο διάστημα της σύλληψης”, η έννοια του οποίου ορίζεται από το νόμο στη διάταξη του άρθρου 1468 ΑΚ, κατά την οποία "Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό”. Επομένως το Εφετείο, που με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθμ. 7/2015 απόφασή του δέχθηκε ως επαρκώς ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, την ένδικη αγωγή, δεν έσφαλλε και δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες πλημμέλειες από τις διατάξεις των αριθμών 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την οποία ελέγχεται η ποιοτική και ποσοτική αοριστία της αγωγής, και ως εκ τούτου ο δεύτερος προβαλλόμενος σχετικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (ΟλΑΠ 12/1991), ενώ ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα δε, υπό την έννοια αυτή, είναι και οι λόγοι έφεσης που περιέχουν παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 11/1996,ΑΠ 403/2009, ΑΠ 1187/2008 και ΑΠ 25/2003), υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, ενώ εκείνοι που προτάθηκαν απαράδεκτα εξομοιώνονται με τους μη προταθέντες ισχυρισμούς (ΟλΑΠ 2/2001,ΑΠ 2062/2007,ΑΠ 130/2004, ΑΠ 150/2003). Περαιτέρω, από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι "αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της δίκης εωσότου περαιωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ....”, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 222§1 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει, ότι " όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα”, προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία, γι' αυτό η κρίση του περί της αναβολής ή μη της εκδίκασης αυτής δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, το αίτημα περί αναβολής της δίκης και τα προς υποστήριξή του υποβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά δεν αποτελούν "ζήτημα”, με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ούτε "πράγμα" με την έννοια του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1530/2009). Ο πρώτος, επομένως, λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 7/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περίπτ. β', άλλως από τον αριθμό 19, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο συναφής τέταρτος λόγος της αναίρεσης όπως εκτιμάται, για τις ίδιες πλημμέλειες(και όχι και για τις εκ των άρθρων 9, 10 και 14 του ίδιου άρθρου πλημμέλειες), με την αιτίαση ότι το Εφετείο απέρριψε αφενός ως αβάσιμο σχετικό λόγο της έφεσής του, με τον οποίο έπληττε την εκκαλούμενη υπ' αριθμ.15/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την απόρριψη της αίτησής του περί αναβολής (αναστολής) της συζήτησης της παρούσας υπόθεσης μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην εκκρεμούσα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πύργου από 4-10-2010 άλλη αγωγή του κατά της τότε εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, με την οποία εφέρετο ότι είχε προσβληθεί η προσωπικότητά του από τους ισχυρισμούς της τελευταίας περί ερωτικής τους συνεύρεσης εκ της οποίας προήλθε εκτός γάμου τέκνο, άλλως για συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων, αφετέρου επειδή δεν ανέστειλε τη δίκη, καθόν χρόνο εκκρεμούσε έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 26/2011 διορθωτικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, είναι απορριπτέοι αμφότεροι ως απαράδεκτοι, εφόσον οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμοί του, θεμελιωτικοί των αμέσως πιο πάνω αιτημάτων του, είναι επουσιώδεις και δεν αποτελούν πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αλλ' ούτε και "ζητήματα”, με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ενώ, εξάλλου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί απόρριψης των εν λόγω αιτημάτων, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεών τους, ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη διακριτική εξουσία του. Τέλος, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 319 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε αιτήσεις για διόρθωση ή ερμηνεία μιας απόφασης μπορούν να προσβληθούν με όλα τα ένδικα μέσα, με τα οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η απόφαση που ζητήθηκε να διορθωθεί ή να ερμηνευθεί, εκτός από την ανακοπή ερημοδικίας, κατά δε την παράγραφο 1 εδ. β' του άρθρου 513 ΚΠολΔ, σε έφεση υπόκεινται μόνο οι οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό, δηλαδή αυτές που δέχονται ή απορρίπτουν, εν όλω ή εν μέρει, την αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Είναι δε ανεπίτρεπτη η άσκηση έφεσης κατά των μη οριστικών αποφάσεων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώ δεν είναι οριστικές οι αποφάσεις με τις οποίες διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ.1 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η έφεση είναι παραδεκτή, τότε εξετάζει το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τους τρίτο και συναφή έβδομο (και εκ παραδρομής αναφερόμενο με τον αριθμό 8) λόγους της αίτησης αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 6/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών την εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, όπως εκτιμάται(και όχι τις εκ των άρθρων 9, 14 και 19 του ίδιου άρθρου πλημμέλειες), με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, αγνόησε και ουδέν διέλαβε για τους προβληθέντες λόγους με την από 30.05.2011(αρ.εκθ.καταθ.30/ 02.06.2011) έφεσή του κατά της 26/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία διορθώθηκε η υπ' αριθμ. μη οριστική 6/2011 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και συμπληρώθηκε το διατακτικό της τελευταίας με ορισμό του τόπου ορκίσεως του πραγματογνώμονα Π. Γ., το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, χωρίς νόμιμη κλήτευσή του στη δίκη, επικαλούμενος ότι η κατά τα άνω διόρθωση-συμπλήρωση δεν ήταν νόμιμη και επειδή ο ορισμός του τόπου ορκίσεως στην Αθήνα και όχι στον Πύργο του στέρησε πλήρως τη δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης και του περιεχομένου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατά την έρευνα των σχετικών ως άνω αναιρετικών λόγων (άρθ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος την από 3-12-2009 και με αριθ. κατ. …/17-3-2010 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι το αποκτηθέν από τις εκτός γάμου σχέσεις της με τον εναγόμενο ανήλικο τέκνο της τυγχάνει φυσικό τέκνο του εναγομένου. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 έως 622 του ΚΠολΔ από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 6-10-2010 και επ' αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 6/9-2-2011 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, ενώ διόρισε ως πραγματογνώμονα τον Π. Γ., Μοριακό Βιολόγο-Γενετιστή, κάτοικο Αμαρουσίου Αττικής, και διέταξε την όρκισή του, παραλείποντας να ορίσει τον τόπο της ορκίσεως. Ακολούθως η ενάγουσα με την από 3-3-2011 αίτησή της ζήτησε τη διόρθωση του διατακτικού της παραπάνω απόφασης, με τη συμπλήρωση αυτού ως προς τον τόπο ορκίσεως του διορισθέντος με την απόφαση αυτή πραγματογνώμονος. Η αίτηση συζητήθηκε στις 6-4-2011, αντιμωλία των διαδίκων, και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 26/19-4-2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία έκρινε ότι από παραδρομή δεν ανεγράφη στην 6/2011 προηγούμενη απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ο τόπος ορκίσεως του πραγματογνώμονος, ήτοι το Πρωτοδικείο Αθηνών, ως εκ του τόπου κατοικίας αυτού, και δέχθηκε τη διόρθωσή της, ως προς το διατακτικό της, συμπληρώνοντας αυτό, ορίζοντας ως τόπο ορκίσεως του εν λόγω πραγματογνώμονος Π. Γ. το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων με την ως άνω από 30-5-2011 και με αριθ. κατ. …/2-6-2011 έφεσή του, η οποία συζητήθηκε στις 16-10-2014, αντιμωλία των διαδίκων, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 6/15-1-2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που την απέρριψε ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι δεν υπόκειται σε αυτό το ένδικο μέσο η απόφαση που διορθώνει μη οριστική απόφαση. Επομένως, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες σκέψεις, εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την έφεση απαράδεκτη, νομίμως δεν προχώρησε στην έρευνα των λόγων της. Συνακόλουθα, αφού οι λόγοι της έφεσης δεν προτάθηκαν παραδεκτά, αυτοί εξομοιώνονται με μη προταθέντες ισχυρισμούς, οπότε δεν στοιχειοθετείται και η εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια.
Συνεπώς, οι ως άνω τρίτος και συναφής έβδομος (και εκ παραδρομής αναφερόμενος με τον αριθμό 8) λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους διατυπώνεται η αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του τους προαναφερόμενους λόγους εφέσεως του αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη, με την εξέταση του αίματος του τέκνου και των διαδίκων που φέρονται ως γονείς του, αποτελεί, κατ' άρθρο 615 ΚΠολΔ, αποδεικτικό μέσο, που έχει το χαρακτήρα ιδιόμορφης πραγματογνωμοσύνης επί της οποίας ισχύει, κατ' άρθρο 387 ΚΠολΔ, ελεύθερη εκτίμηση. Το καθιερούμενο με τη διάταξη αυτή τεκμήριο σε περίπτωση αρνήσεως διαδίκου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις για διαπίστωση της πατρότητας δεν είναι αμάχητο. Έχει την έννοια ότι θεωρούνται αποδεδειγμένοι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος για την ύπαρξη στο αίμα του εναγομένου στοιχείων που καθιστούν κατά την επιστήμη πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητα του. Δεν δημιουργείται, όμως, αμάχητο τεκμήριο για την ίδια την πατρότητα (ΟλΑΠ 32/1990, ΑΠ 3/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 385 ΚΠολΔ ορίζεται στη μεν παρ.1 αυτού ότι "Πριν από κάθε ενέργεια οι πραγματογνώμονες ορκίζονται σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 408 ότι θα εκτελέσουν ευσυνειδήτως τα καθήκοντά τους”, στη δε παρ.2 ότι "Η όρκιση των πραγματογνωμόνων γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του δικαστηρίου ή του δικαστή που ορίζεται από το πρώτο, και συντάσσεται έκθεση γι' αυτήν”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι η όρκιση γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του δικαστηρίου ή του δικαστή που ορίζει το δικαστήριο της ουσίας και συντάσσεται σχετική έκθεση, την οποία υπογράφει ο δικαστής και οι πραγματογνώμονες, ενώ από την υπόψη διάταξη δεν ορίζεται κλήτευση των διαδίκων κατά την όρκιση των πραγματογνωμόνων, γι' αυτό αυτή δεν είναι υποχρεωτική και κατ' ακολουθίαν η παράλειψή της δεν επιφέρει ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 954/1979, ΑΠ 510/1979), εκτός αν συντρέχει το στοιχείο της βλάβης του οποίου επίκληση πρέπει να γίνει από το διάδικο (ΑΠ 833/1976),μόνο δε ο μη διορισμός τεχνικού συμβούλου δεν αρκεί για να θεμελιώσει βλάβη, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 392 παρ.1 και 3 του ΚΠολΔ, ο διορισμός του μπορεί να γίνει και μετά την πραγματογνωμοσύνη έως τη συζήτηση της υπόθεσης και να αναπτύξει και τη γνώμη του για τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου ή να την υποβάλει εγγράφως, να υποβάλει δε και ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες. Περαιτέρω, ο εκ του αριθμού 11 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης θεμελιώνεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, ενώ ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ ΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ498/2018,ΑΠ 757/2015, ΑΠ 156/2012). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πέμπτο (και εκ παραδρομής αναφερόμενο με τον αρ.6) λόγο αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 7/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών την εκ της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 559 αρ.11 περ.α' αναιρετική πλημμέλεια, υποστηρίζοντας ακυρότητα της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, και ως εκ τούτου αποτελούσας μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο, αφενός, λόγω δήθεν μη ορκίσεως του πραγματογνώμονα, αφετέρου, επειδή η μη προσέλευσή του για αιμοληψία και η μη ολοκλήρωση της διαταχθείσας από το Δικαστήριο ιατρικής πραγματογνωμοσύνης αποτελούσε αποδεικτικό μέσο που παράνομα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, με τον συναφή δε έκτο (και εκ παραδρομής αναφερόμενο με τον αρ.7) λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδει στην ίδια προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών την εκ του αριθμού 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, όπως εκτιμάται(και όχι τις εκ των άρθρων 8, 9, 10, 14 και 19 του ίδιου άρθρου πλημμέλειες), με την αιτίαση ότι το Εφετείο ουδόλως έλαβε υπόψη του την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρός του ανταπόδειξης. Οι λόγοι, όμως, αυτοί είναι, επίσης, αμφότεροι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, επειδή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς μεν τον ως άνω πέμπτο λόγο (και εκ παραδρομής αναφερόμενο με τον αρ.6), ρητώς διαλαμβάνεται στην απόφαση αυτή, ότι “...προσδιορίστηκε ως ημερομηνία όρκισης του διορισθέντος πραγματογνώμονα η 19η Σεπτεμβρίου 2011 και ημέρα Δευτέρα, οπότε και ο τελευταίος ορκίστηκε δίδοντας τον όρκο του πραγματογνώμονα...”, και επομένως δεν πάσχει εξ αυτού του λόγου ακυρότητας η διαδικασία της πραγματογνωμοσύνης, περαιτέρω, επειδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι αυτός (εναγόμενος-αναιρεσείων) είναι ο φυσικός πατέρας του ανήλικου θήλεος τέκνου της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, το οποίο γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2009 στον Πύργο του Νομού Ηλείας, δεχόμενο ότι η μη προσέλευσή του για αιμοληψία ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη άρνησή του υποβολής στην εξέταση, που νομίμως, σύμφωνα και με τις προαναφερθείσες στην αρχή σκέψεις, μπορούσε να εκτιμηθεί, όπως και εκτιμήθηκε ελεύθερα από το Εφετείο, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, και να συναχθεί τεκμαιρόμενη εκ μέρους του αποδοχή, κατ' άρθρο 615 παρ.1 ΚΠολΔ, του ισχυρισμού της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, ότι αν είχε διενεργηθεί η πραγματογνωμοσύνη θα εντοπίζονταν στο αίμα του ανηλίκου τέκνου γονιδιακές μορφές που θα μπορούσαν να αποδοθούν στον εναγόμενο-αναιρεσείοντα, δηλαδή θα αποδεικνυόταν επιστημονικά ότι αυτός είναι ο φυσικός πατέρας του, οπότε η ατελής αυτή πραγματογνωμοσύνη δεν πάσχει ακυρότητας και δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο που παράνομα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο. Ως προς δε τον συναφή έκτο (και εκ παραδρομής αναφερόμενο με τον αρ.7) λόγο, το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αμφότερες τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ' αριθμ. 6/2011 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, η αιτίαση, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν προσέδωσε στην κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο τελευταίος ότι αυτή έχει, δεν ελέγχεται αναιρετικά καθόσον με αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής με το αναιρετήριο δικόγραφο (άρθρ.176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14.04.2015 αίτηση για αναίρεση των υπ' αριθμ. 6/2015 και 7/2015 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ