ΑΡΙΘΜΟΣ 1491/2022
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ A’
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Γεσθημανή Τσουλφόγλου, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και από το Γραμματέα Αθανάσιο Ιασωνίδη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 04-02-2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ... του …, κατοίκου … ( οδός … αρ. …), με ΑΦΜ …, ΔΟ.Υ. Δ’ Θεσσαλονίκης - 5) ... του …, κατοίκου … (οδός … αρ. …), με ΑΦΜ …, Δ.Ο.Υ … Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκαν άπαντες, βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα (Α.Μ. 000102 του Δ.Σ. Τρικάλων).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΕΝΑΓOMENΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία « ... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε», που εδρεύει στην … (οδός … αρ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ .., και 2) ... του …, κατοίκου … Θεσσαλονίκης (οδός … αρ. …), με ΑΦΜ …, που παραστάθηκαν αμφότερες δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Βιολέττας Χαρίση (Α.Μ. 002842 του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης).
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την με αριθμ. έκθ. κατ. .../22-10-2015 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής, αρχικά εκδόθηκε από το ανωτέρω Δικαστήριο η υπ’ αριθμ. 1217/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία κηρύχθηκε αυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ' ύλην Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Με την με αριθμ. έκθ. κατ. .../24-04-2018 κλήση των εναγόντων, η αγωγή επανήλθε προς συζήτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, οπότε εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5511/2019 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Την εν λόγω απόφαση προσέβαλαν οι ενάγοντες με την με αριθμ. έκθ. κατ. .../03-09-2019 έφεσή τους. Δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε αρχικά η 10-04-2020 , κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων όλης της Επικράτειας, που είχε επιβληθεί με την με την Δ1α/Γπ οικ ΚΥΑ 21159/2020 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης, στα πλαίσια αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας κορωνοιού COVID-19. Εν συνεχεία, με την υπ’ αριθμ. …/2020 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 20-11-2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων όλης της Επικράτειας, που είχε επιβληθεί με την με την Δ1α/Γπ οικ ΚΥΑ 71342/2020 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης, στα πλαίσια αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας κορωνοιού COVID-19. Ακολούθως , με την υπ’ αριθμ. …/2020 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, για τη δικάσιμο της 16-04-2021, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων όλης της Επικράτειας, που είχε επιβληθεί με την με την Δ1α/Γπ οικ ΚΥΑ 22439/2021 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης, στα πλαίσια αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας κορωνοιού COVID-19. Με την υπ’ αριθμ. …/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, για τη δικάσιμο της 10-09-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτή εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται και ζήτησαν, όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμ. έκθ. κατ. .../03-09-2019 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5511/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί από τους ηττηθέντες πρωτοδίκως ενάγοντες νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρ. 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και στα πλαίσια που καθορίζονται από την έφεση (άρθρο 522 ΚΠολΔ), καθόσον έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας Έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης (υπ' αριθμ. .../2019 e-παράβολο).
Με την με αριθμ. έκθ. κατ. .../22-10-2015 αγωγή, που άσκησαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ιστορούσαν, ότι οι δύο πρώτοι εξ αυτών ήταν πελάτες του κείμενου στη Θεσσαλονίκη υποκαταστήματος της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και ήδη πρώτης εφεσίβλητης, εξυπηρετούμενοι από το τμήμα αυτού (private banking), η δε δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, προστηθείσα υπάλληλος της πρώτης. Ότι η δεύτερη εναγόμενη, στο πλαίσιο της σχέσης που τη συνέδεε με την πρώτη εναγόμενη, εντός του έτους 2006, τους πρότεινε να επενδύσουν σε κάποιους άυλους τίτλους, προκειμένου δε να τους πείσει σχετικά, τους διαβεβαίωςε ότι οι τίτλοι αυτοί ήταν εκδόσεως της πρώτης εναγόμενης και το κεφάλαιο τους ήταν εγγυημένο από αυτήν. Ότι, πεισθέντες από τις διαβεβαιώσεις της δεύτερης εναγόμενης, ο πρώτος εξ αυτών αγόρασε την 06-06-2006 και 06-07-2006 200 και 170 τεμάχια αντίστοιχα των εν λόγω τίτλων «... PLC 10-02-2010», όπως επιμέρους περιγράφονται, με δικαιούχο τον ίδιο και συνδικαιούχους τους λοιπούς ενάγοντες, έναντι των ποσών των 203.832,40 ευρώ και 173.854,81 ευρώ αντίστοιχα. Ότι μόλις στις αρχές Ιανουαρίου 2012, ο πρώτος εξ αυτών ενημερώθηκε ότι οι εν λόγω τίτλοι αποτελούσαν ομόλογα, εισηγμένα στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, μίας αλλοδαπής εταιρείας του ομίλου «...», το οποίο τύγχανε εγγυημένο από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «... ... Α.Ε.», η οποία είχε ήδη μετονομαστεί σε «...» και τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, με αποτέλεσμα την απώλεια του κεφαλαίου τους. Ότι η δεύτερη εναγόμενη αποσιώπησε σκοπίμως ότι τα ομόλογα ήταν εκδόσεως μίας αλλοδαπής εταιρείας του ομίλου «...», το οποίο τύγχανε εγγυημένο από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «... ... Α.Ε.», και ουδέποτε ενημερώθηκαν οι πρώτος και δεύτερη εξ αυτών εγγράφως για την επικινδυνότητα αυτής της αγοράς, η εν λόγω δε επένδυση ήταν απολύτως αντίθετη με το επενδυτικό προφίλ του πρώτου εξ αυτών, ο οποίος ήταν συντηρητικός επενδυτής, που επιθυμούσε την τοποθέτηση των χρημάτων του σε ασφαλείς επενδύσεις. Ότι η υπαίτια παροχή αυτών των ελλιπών και παραπλανητικών πληροφοριών και η ταυτόχρονη υπαίτια απόκρυψη των ως άνω στοιχείων, στις οποίες προέβη η δεύτερη εναγόμενη, χωρίς μάλιστα να παρέχει οποιαδήποτε έγγραφη ενημέρωση για τα αληθή χαρακτηριστικά του επενδυτικού προϊόντος, συνιστούν υπαίτια (από δόλο) παραβίαση της απορρέουσας από τη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών υποχρέωσης της πρώτης εναγόμενης για ενημέρωση, διαφώτιση, έρευνα και παροχή κατάλληλων και προσαρμοσμένων στο επενδυτικό προφίλ του πρώτου εξ αυτών, που ήταν αυτό του συντηρητικού επενδυτή-καταναλωτή, επενδυτικών συμβουλών. Ότι οι εναγόμενες εκτέλεσαν πλημμελώς την εντολή του πρώτου για τοποθέτηση χρημάτων χωρίς διακινδύνευση του κεφαλαίου, ενώ, παρά το γεγονός ότι ήδη από το Σεπτέμβριο τους έτους 2009 γνώριζαν ότι επέρχεται πτώχευση του ως άνω ομίλου και ότι είχε επέλθει υποβάθμιση των επίδικων τίτλων, παρέλειψαν να τους ενημερώσουν για τους επερχόμενους κινδύνους και να τους συμβουλεύσουν να τους ρευστοποιήσουν, ώστε να περιορίσουν τη ζημία τους. Ότι επιπρόσθετα η ως άνω συμπεριφορά των εναγόμενων συνιστά και αδικοπραξία υπό το πρίσμα των διατάξεων του Κανονισμού Δεοντολογίας Ε.Π.Ε.Υ., του Ν. 2251/1994 και της πρώτης παραγράφου του κεφαλαίου Α της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά από παραδεκτή διόρθωση του αιτήματος και παραδεκτή τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, διαιρετά και σύμμετρα σε κάθε ένα εξ αυτών το ποσό των 75.537,44 ευρώ για την περιουσιακή τους ζημία και το ποσό των 4.000 ευρώ σε κάθε ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 397.687,21 ευρώ, νομιμότοκα, η μεν πρώτη εναγόμενη από 14-06-2012, ήτοι από την επίδοση της με αριθμ. έκθ. κατ. .../2012 προγενέστερης αγωγής τους (από την οποία παραδεκτά παραιτήθηκαν με το δικόγραφο της ένδικης αγωγής), η δε δεύτερη εναγόμενη από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, αρχικά εκδόθηκε από το ανωτέρω Δικαστήριο η υπ’ αριθμ. 1217/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία κηρύχθηκε αυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ' ύλην Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εν συνεχεία, με την με αριθμ. έκθ. κατ. .../24-04-2018 κλήση των εναγόντων, η αγωγή επανήλθε προς συζήτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 5511/2019 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής, οι ενάγοντες παραπονούνται με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αιτούμενοι την εξαφάνιση της και την αποδοχή της αγωγής τους στο σύνολό της.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει όχι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, που επιβάλλεται κοινωνικά και απορρέει από τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου, αυτή της συνεπούς συμπεριφοράς (ΑΠ 345/2017 και ΑΠ 93/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έννομη σχέση που ιδρύεται μεταξύ πελάτη και Τράπεζας είναι σχέση αμφίδρομης εμπιστοσύνης, που απορρέει από την καλή πίστη. Η σχέση εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης και συνεχίζεται ακόμη και μετά τη λήξη της τραπεζικής σύμβασης, με νομοθετική αναγνώριση αυτής στα άρθρα 197- 198 και 288 ΑΚ. Έχει δε ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη αφενός μεν κυρίως του πελάτη της Τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητας του, αφετέρου δε της ίδιας της Τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Ειδικότερα, ενώ διαρκεί η συμβατική δέσμευση, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επιβάλλει στην Τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις αφενός μεν της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του πελάτη της αφετέρου δε της πρόταξης σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της (Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, τεύχος I. Γενικό Μέρος, έκδοση 2008, σελ. 34- 37). Περαιτέρω, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την Τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της Τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις της, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1738/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση 2004, σελ. 798- 803, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 599-600). Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα, Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής Τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ 3 ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (ΑΠ 2212/2014 οπ, ΑΠ 1227/2007, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 787/2013, ΔΕΕ 2014.251, ΕφΛαρ 120/2017, ΤΝΠ Ισοκράτης, Καράκωστα:Οι γενικοί όροι των Τραπεζικών συναλλαγών, εκδ. 2001, σελ. 28-35, ιδίου: Ο αποδέκτης Τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής ΧρΙΔ 2003.97 επ., Αυγητίδη: Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001.286). Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυε (χωρίς να έχουν πάντως επέλθει ουσιώδεις μεταβολές) πριν την τροποποίηση τους με το άρθρο 10 του Ν. 3587/2007, κατά τις οποίες: «1.0 παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων της υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος”, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι: α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα αυτού που παρέχει υπηρεσίες κατά την παροχή τους, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (σχετ. ΑΠ 1028/2015 και ΑΠ 631/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως προς την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά πρέπει να τονιστεί ότι: Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 ν. 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης αστικής ευθύνης διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής ταυ σχετικού βάρους απόδειξης. Η αντίστροφη αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίος και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος, που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων θεμελίωσης της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας, κατά τρόπο ώστε, μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης έννοιας, να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς.
Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης, στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημίωσης θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, ενώ μπορεί να επικαλεστεί την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1227/2007 και ΕφΛαμ 8/2018, όλες στην ΤΝΠ Νόμος). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (σχετ. ΑΠ 394/2002, ΕλλΔνη 2003.419, ΑΠ 274/1999, ΕλλΔνη 1999 ...). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (ΑΠ 865/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1028/2015, ό.π., ΕφΛαρ 120/2017,όπ., ΕφΑΘ 2556/2010, ΕλλΔνη 201.251, ΕφΘεσ 147/2005, ΕπισκΕμπΔ 2005.168). Ο ανωτέρω νόμος (Ν. 2251/1994) έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή" -και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή" - και του ιδιώτη επενδυτή-, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του "προμηθευτή" προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην "απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε "εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν, όμως - με τελολογική ερμηνεία τους - αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του "προμηθευτή" συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου, σχετ. η ΑΠ 974/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της με αριθμό 12263/ β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/ 24-4-1997), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 τα οποία καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρίες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς Τρίτη αρχή: Οι εταιρίες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές... Τέταρτη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. ... Έβδομη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Σύμφωνα με τις κατωτέρω διατάξεις του (καταργηθέντος σήμερα) ανωτέρω Κανονισμού, ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων κατωτέρω συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της Τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι, η Τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλόλητας η Τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής- συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονταν πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η Τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ, οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της Τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι, η Τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας Τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως -και πάντως σαφώς- την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων την τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόςεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Οι άνω διατάξεις αποβλέπουν όχι μόνο στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, δια της εξασφάλισης της διατήρησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Κεφαλαιαγοράς, αλλά παράλληλα αποβλέπουν και στην αποτελεσματική προστασία των επενδυτών, υπέρ των οποίων επιβάλλουν στις ΕΠΕΥ, συγκεκριμένες και σημαντικές υποχρεώσεις για την αποτροπή ζημίας τους. Έτσι, η παράβαση από τις ΕΠΕΥ των άνω προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, συνιστά παρανομία υπό την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, Εφόσον, επομένως η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, παρέχει στον τελευταίο αξίωση αποζημίωσης από το άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013, ΕφΑΘ 4948/2018, ΕφΑΘ 622/2018, ΕφΑΘ 4841/2014, ΕφΑΘ 4348/2008, ΕφΛαμ 8/2018 και ΕφΒορΑιγ 84/2015, όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΕφΑΘ 1144/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτό (χωρίς η παραδοχή αυτή να έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ και εφόσον αυτή αντανακλάται στο εκάστοτε αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας) ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των Τραπεζών μεταξύ της διαμεσολαβούσας Τράπεζας και του πελάτη συνήθως υπάρχει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές, να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος ή η συναφθείσα σύμβαση χαρακτηρίζεται διαφορετικά, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο, που μπορεί να αναφερθεί, είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόλησή τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010/136). Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ Τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες εξής λόγους: α) η Τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, λόγω, δε, της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της Τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές, ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις Τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα, ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα Πιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην Εθνική Οικονομία κάθε χώρας, διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των Τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η Τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της Τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Τούτο, δε, διότι, μεταξύ Τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε η Τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει, αφενός, η ειδικότερη υποχρέωση της Τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων, καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και, αφετέρου, η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι, η Τράπεζα έχει τέτοιου είδους υποχρέωση, όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η Τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψή της. Αντίστοιχα, ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της Τράπεζας για παροχή συμβουλών, σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η Τράπεζα (ΕφΑΘ 622/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Ρόκα, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου 2002, σελ. 352, Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο - Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων Γεν. μέρος, 2008, σελ. 31 επ.). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι, η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 1144/2019, ΕφΛαμ 8/2018, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 1217/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης πρακτικά συνεδρίασης της δικασίμου της 13-11-2017, με την οποία (απόφαση) παραπέμφθηκε η υπό κρίση υπόθεση στο καθ' ύλην αρμόδιο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την υπ’ αριθμ. .../11-10-2017 ένορκη βεβαίωςη του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., την υπ’ αριθμ. …/11-10-2017 ένορκη βεβαίωςη της μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Τρικάλων ... και την υπ’ αριθμ. .../05-03-2019 ένορκη βεβαίωςη του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, με πρωτοβουλία των οποίων λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντίδικων τους (άρθρ. 270 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την κατάργηση του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 Ν 4335/2015, καθόσον πρόκειται για αγωγή κατατεθείσα πριν την 01-01-2016) και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ, (βλ. την από 04-10-2017 εξώδικη πρόσκληση μετά των συνημμένων υπ’ αριθμ. ... και .../05-10- 2017 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ... και την από 27-02-2019 εξώδικη πρόσκληση μετά των συνημμένων υπ’ αριθμ. ...-02-2019 και .../28-02-2019 εκθέσεων επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών ... και Θεσσαλονίκης ... αντίστοιχα), από την υπ’ αριθμ. .../20-10-2017 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ..., ... και ..., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες, με πρωτοβουλία των οποίων λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την κατάργηση του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 Ν.4335/2015, καθόσον πρόκειται για αγωγή κατατεθείσα πριν την 01-01-2016) και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. την από 17- 10-2017 εξώδικη πρόσκληση μετά των συνημμένων υπ’ αριθμ. ..., ..., ..., ..., και .../17-10-2017 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ... αντίστοιχα), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και όσα προσκομίζονται το πρώτον κατ'άρθρο 529 ΚΠολΔ, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι δύο πρώτοι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες τυγχάνουν σύζυγοι, ο πρώτος δε σπούδασε Ιατρική και απασχολήθηκε, υπό την ειδικότητά του αυτή, ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης επί 41 έτη, η δε δεύτερη σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και απασχολήθηκε, υπό την ειδικότητά της αυτή, ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης επί 35 έτη, ενώ οι τρίτος, τέταρτη και πέμπτος των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων είναι τέκνα τους και τυγχάνουν ιατρός, δικηγόρος και ιατρός αντίστοιχα. Οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων είναι πελάτες της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας και ήδη πρώτης εφεσίβλητης από το έτος 1965, εξυπηρετούμενοι κατά το έτος 2006 από το ευρισκόμενο στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού … υποκατάστημά της και δη, ενόψει του ύψους των καταθέσεών τους, από το τμήμα προσωπικής εξυπηρέτησης (personal banking), στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος, η δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη. Οι ανωτέρω ενάγοντες (πρώτος και δεύτερη των εναγόντων), επιθυμούσαν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους, που απέκτησαν από την εργασία τους, σε μία επένδυση με υψηλότερη απόδοση από εκείνη της προθεσμιακής κατάθεσης, που μέχρι τότε τηρούσαν, αλλά εξίσου ασφαλή. Η δεύτερη εναγόμενη, στα πλαίσια της σχέσης της που τη συνέδεε με την πρώτη εναγόμενη, τους πρότεινε να επενδύσουν το ποσό αυτό στο κατωτέρω περιγραφόμενο ομόλογο, το οποίο προωθούσε η πρώτη εναγόμενη. Έτσι την 01-06-2006 ο πρώτος ενάγων, πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις της δεύτερης εναγόμενης για την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, υπέγραψε τη σχετική αίτηση αγοράς 200 τεμαχίων του ομολόγου αυτού, στην οποία αναγράφονται μεταξύ άλλων "είδος τίτλου: ομόλογο ...”, «ημερομηνία λήξης: 10-02-2015» και «τεμάχια 200”, κατόπιν εκτέλεσης της οποίας εκδόθηκε από την πρώτη εναγόμενη το υπ’ αριθμ. .../06-06-2006 αποδεικτικό πραγματοποίησης Εγγραφής σε λογαριασμό, που παραδόθηκε στον πρώτο ενάγοντα, στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, ως δικαιούχος ο πρώτος ενάγων και συνδικαιούχοι οι δεύτερη έως και τέταρτος των εναγόντων, «είδος τίτλου: ... PLC CALL 10/2/2010», «έκδοση 10.02.2005», «λήξη:10.02.2015», «επιτόκιο έκδοσης: 4,2160», «ημερομηνία απόδοσης: 10.02.2015», «ονομαστική αξία: 200.000 ευρώ» και «τεμάχια αγοράς: 200». Η εν λόγω αγορά έλαβε χώρα με χρέωση του τηρηθέντος στην πρώτη εναγόμενη εκ μέρους των δύο πρώτων εναγόντων υπ’ αριθμ. ... Τραπεζικού λογαριασμού με το ποσό των 203.832,40 ευρώ, το οποίο προερχόταν από μερική προεξόφληση, στην οποία προέβη ο πρώτος ενάγων για την πραγματοποίηση της άνω αγοράς, για το ποσό των 204.500 ευρώ προθεσμιακής κατάθεσης, συνολικού ύψους 376.730 ευρώ. Ακολούθως, την 06-07-2006 ο πρώτος ενάγων, κατόπιν παρότρυνσης της δεύτερης εναγόμενης, προέβη στην αγορά ακόμη 170 τεμαχίων του άνω ομολόγου, αφού υπέγραψε τη σχετική αίτηση αγοράς αυτών, στην οποία αναγράφονται μεταξύ άλλων «είδος τίτλου: ομόλογο ...», «ημερομηνία λήξης: 10-02-2015» και «τεμάχια 170», κατόπιν εκτέλεσης της οποίας εκδόθηκε από την πρώτη εναγόμενη το υπ’ αριθμ. .../06-07-2006 αποδεικτικό πραγματοποίησης Εγγραφής σε λογαριασμό, που παραδόθηκε στον πρώτο ενάγοντα, στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, ως δικαιούχος ο πρώτος ενάγων και συνδικαιούχοι οι δεύτερη έως και τέταρτος των εναγόντων, «είδος τίτλου: ... PLC CALL 10/2/2010», «έκδοση 10.02.2005», «λήξη:10.02.2015», «επιτόκιο έκδοσης: 4,2160», «ημερομηνία απόδοσης: 10.02.2015», «ονομαστική αξία: 170.000 ευρώ» και «τεμάχια αγοράς: 170». Η εν λόγω αγορά έλαβε χώρα με χρέωση του τηρηθέντος στην πρώτη εναγόμενη εκ μέρους των δύο πρώτων εναγόντων υπ’ αριθμ.... Τραπεζικού λογαριασμού με το ποσό των 173.854,81 ευρώ, το οποίο προερχόταν από το υπόλοιπο της ως άνω προθεσμιακής κατάθεσης, η οποία είχε ήδη λήξει. Σημειωτέον ότι, ως συνδικαιούχος των ως άνω τίτλων τέθηκε μαζί με τους λοιπούς ενάγοντες και ο πέμπτος εξ αυτών, παρά το ότι στα ανωτέρω αποδεικτικά δεν αναγράφηκε το όνομά του, το γεγονός δε αυτό, το οποίο ουδόλως αμφισβητούν οι εναγόμενες, προκύπτει και από τα από 20- 01-2012 αποδεικτικά συναλλαγής, που χορήγησε εν συνεχεία η πρώτη εναγόμενη στους ενάγοντες για τις άνω συναλλαγές, όπου αναγράφεται και αυτός ως συνδικαιούχος, ενώ άπαντες οι συνδικαιούχοι δεύτερη έως και πέμπτος των εναγόντων δεν αναμείχθηκαν προσωπικά στις ως άνω συναλλαγές, αλλά ο πρώτος ενάγων, ενεργούσε και για λογαριασμό, ως άμεσος αντιπρόσωπος, των λοιπών εναγόντων. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων, ότι ο πρώτος ενάγων προσήλθε στο κατάστημα της εναγόμενης Τράπεζας και απευθυνόμενος στη δεύτερη εναγόμενη ζήτησε αυτοβούλως να αγοράσει το ανωτέρω ομόλογο, δεν κρίνεται βάσιμος. Και τούτο διότι, πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσε να έχει ο πρώτος ενάγων, αφού για το εν λόγω ομόλογο δεν είχε εκδοθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί κοινοτικό διαβατήριο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. …/10-01-2013 έγγραφο της Προϊσταμένης Διεύθυνσης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το εν λόγω ομόλογο ήταν εισηγμένο και διαπραγματευόταν στην οργανωμένη δευτερογενή αγορά και συγκεκριμένα στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, λόγω δε της ανωτέρω παράλειψης-παράβασης (ήτοι μη υποβολή προς έγκριση και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου), δεν υπήρχαν στην ελληνική αγορά διαθέσιμες πληροφορίες για την ύπαρξη και τα χαρακτηριστικά του. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, παρά τα όσα αβασίμως ισχυρίζονται, γνώριζαν ότι τοποθέτησαν τα χρήματά τους στο επίδικο ομόλογο και ότι αυτό δεν ήταν τίτλος της πρώτης εναγόμενης, αφού, όπως προκύπτει αβίαστα από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά πραγματοποίησης εγγραφής σε λογαριασμό, αναγράφεται το είδος του τίτλου (... PLC CALL), και ως τούτου δεν τίθεται ζήτημα εξαπάτησής τους από τη δεύτερη εναγόμενη, υπάλληλο της πρώτης. Εξάλλου, οι ενάγοντες ελάμβαναν έως και το Νοέμβριο του 2011 τους συμφωνημένους τόκους για το επίδικο ομόλογο, δεδομένου ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2011, με την υπ’ αριθμ. …/17-12-2011 απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου, ..., λόγω ανεπάρκειας των κεφαλαίων της. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι το επίδικο ομόλογο, ήταν Τραπεζικό ομόλογο, με προκαθορισμένη χρονική διάρκεια (δεκαετία), κυμαινόμενο επιτόκιο και περιοδική απόδοση τόκου, ελευθέρως ανακλητό από την εκδότριά του από τις 10-02-2010 και εντεύθεν και μειωμένης εξασφάλισης, καθώς για την αποπληρωμή του η εκδότρια ουδεμία εγγύηση έναντι των περιουσιακών της στοιχείων είχε χορηγήσει. Σημειωτέον ότι, αμετάκλητη εγγύηση για την πληρωμή του κεφαλαίου και του τόκου των οικείων τίτλων παρείχε η ελληνική Τράπεζα «... Α.Τ.Ε», της οποίας θυγατρική με έδρα την Αγγλία και την Ουαλία τύγχανε η ανωτέρω εκδότρια, και αυτή όμως, σε βάση μειωμένης εξασφάλισης. Επιπλέον, ως κύριες ανάδοχες τράπεζες της συγκεκριμένης ομολογιακής έκδοσης συνολικού ύψους 50.000.000 ευρώ, ορίσθηκαν η «... N.V» και η ελληνική «... Α.Ε», οι οποίες στο από 08-02-2005 Συμφωνητικό Εγγραφής δέχτηκαν ότι δεν είχαν μέχρι τότε προσφέρει ή πωλήσει δημοσίως ή ότι δεν θα πωλούσαν ή προσέφεραν δημοσίως κανένα σχετικό τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και ότι δεν είχαν συμμετάσχει σε οποιουδήποτε είδους διαφήμιση, ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα, με σκοπό να προσελκύσουν το οικείο κοινό στην αγορά των σχετικών τίτλων, επιπλέον δε, δέχθηκαν ως μη επιτρεπτή την οποιαδήποτε δημόσια προσφορά των οικείων τίτλων στην Ελλάδα χωρίς την έκδοση και ενημερωτικού φυλλαδίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνου με όλες τις διατάξεις του ν. 876/1979 και του Π.Δ. Εν προκειμένω, η πώληση του επιδίκου ομολόγου δια της δευτερογενούς αγοράς έλαβε χώρα από την πρώτη εναγόμενη, ως μεμονωμένος διαμεσολαβητής, πρακτική που εκλαμβάνεται ως εγκείμενη σε πρόσκληση προς πρόσωπα-ιδιώτες επενδυτές περιορισμένου κύκλου και όχι δια δημόσιας ανακοίνωσης. Περαιτέρω, το επίδικο ομόλογο, είχε σύνθετη μορφή, δεδομένου ότι επρόκειτο για χρηματοπιστωτικό μέσο, το τοκομερίδιό του οποίου υπολογιζόταν και πληρωνόταν, με βάση τις αποφάσεις των οργάνων των κεντρικών Τραπεζών των κρατών που σχετίζονται με τη γενική πορεία της οικονομίας (εν προκειμένω το τρίμηνο επιτόκιο euribor, συν 1,35% έως την 10- 2-2010 και εφεξής έως τη λήξη του και με επιτόκιο κατά το χρόνο έκδοσης 3,4750%). Ήταν προϊόν μειωμένης διασφάλισης, κατά την έκδοσή του, διότι σύμφωνα με το από 8-2-2005 ενημερωτικό δελτίο (σε επίσημη μετάφραση) της εκδότριας του ομολόγου, εταιρείας ... PLC, θυγατρικής εταιρείας της ..., που ιδρύθηκε με μοναδικό σκοπό την σύναψη ομολογιακού δανείου ύψους 50.000.000 ευρώ προς ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της τελευταίας, μη έχοντας δικά της περιουσιακά στοιχεία, οι κάτοχοι των ομολογιών θα ικανοποιούνταν από την εγγυήτρια για την πληρωμή τους Τράπεζα ... μετά από τους δικούς της πιστωτές δηλαδή, η Τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα τους πιστωτές της ... PLC. Επίσης, επρόκειτο για ομόλογο αυξημένου επενδυτικού κινδύνου, διότι η διαβάθμισή του, σύμφωνα με το ίδιο ενημερωτικό δελτίο, από το διεθνή οίκο αξιολόγησης ... ήταν κατά το χρόνο έκδοσής του ΒΒ, που σύμφωνα με τον ίδιο Οίκο καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης, σε συνδυασμό με τη χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμισή της εγγυήτριας Τράπεζας ..., Συγκεκριμένα, οι διαβαθμίσεις του ίδιου οίκου ... για την άνω τραπεζική εταιρεία το Δεκέμβριο του 2005 ήταν ΒΒ+ σε μακροπρόθεσμη κλίμακα, Β σε βραχυπρόθεσμη κλίμακα και C/L σε χρηματοοικονομική θέση), που σύμφωνα, με τον ίδιο οίκο, καταδεικνύει αυξημένο κίνδυνο να διακόψει τις πληρωμές, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών οικονομικών αλλαγών κερδοσκοπικού χαρακτήρα, πιστοληπτική ικανότητα με μέτριες προοπτικές για έγκαιρη αποπληρωμή χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων και Τράπεζα με προβληματικές πτυχές και αδυναμίες εσωτερικής ή και εξωτερικής προέλευσης. Η αξιολόγηση αυτή καταδείκνυε επιπλέον, ανησυχίες, σε σχέση με τη κερδοφορία της, τα στοιχεία ισολογισμού της, τη διοίκηση, το περιβάλλον λειτουργίας της και τις προοπτικές της. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι το επίδικο ομόλογο ήταν επενδυτικό προϊόν αυξημένου επενδυτικού κινδύνου και μειωμένης διασφάλισης, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόμενων. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη, παρά τα όσα αβασίμως διατείνεται, έχοντας αγοράσει σημαντικό μέρος της επίδικης ομολογιακής έκδοσης, είχε αναγάγει τους τίτλους αυτούς σε μία από τις κύριες παραμέτρους υλοποίησης της επενδυτικής-εμπορικής στρατηγικής της περί τα ομολογιακά χρεόγραφα και συνεπώς, εξαρτούσε άμεσο οικονομικό συμφέρον προς ευρεία προώθηση στους επενδυτές πελάτες της του σχετικού χαρτοφυλακίου, παρότι, ως εκ της θέσεως της, γνώριζε τα εγγενή χαρακτηριστικά ενσωμάτωσης σημαντικού πιστωτικού κινδύνου. Η συστηματική προώθηση του επίδικου ομολόγου από τους προστηθέντες της πρώτης εναγόμενης, προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως επίσημη Έκθεση Επαλήθευσης αναγγελθεισών απαιτήσεων κατά του υπό ειδική εκκαθάριση Τραπεζικού ιδρύματος «...» (όπως είχε μετονομαστεί η ...), όπου καταγράφεται ότι τουλάχιστον 100 πελάτες της πρώτης εναγόμενης, αναγγέλθηκαν στον πίνακα. Στα πλαίσια της άνω στρατηγικής , η δεύτερη εναγόμενη, υπάλληλος της εναγόμενης κατά την παροχή των επενδυτικών της συμβουλών προς τον πρώτο ενάγοντα τον καλοκαίρι του έτους 2006, παρότι είχε ενημέρωση για το άνω επενδυτικό προϊόν, δεδομένου ότι είχε γνώση ως εκ της αρμοδιότητός της, του ως άνω ενημερωτικού δελτίου της εκδότριας του άνω ομολόγου που κυκλοφόρησε στις 28-2-2005, δηλαδή πριν την επίδικη επένδυση και γνώριζε ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν μειωμένης διασφάλισης καθώς και την πιθανότητα απώλειας των κεφαλαίων των επενδυτών, δεν αποδείχτηκε ότι ενημέρωσε πλήρως και αναλυτικώς τον πρώτο ενάγοντα εγγράφως αλλά ούτε και προφορικά για τα προαναφερόμενα ειδικότερα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης από την ίδια επένδυσης και για τους κινδύνους που περιείχε το προϊόν αυτό για το κεφάλαιο τους, ενόψει και της προαναφερόμενης πιστοληπτικής διαβάθμισης του επίδικου ομολόγου αλλά και της εγγυήτριας Τράπεζας. Ούτε βεβαίως αποδείχτηκε ότι ήλεγξε την καταλληλότητά του για τον πρώτο ενάγοντα με βάση το επενδυτικό του προφίλ, λαμβάνοντας υπόψη την αντίληψη, τις γνώσεις, την ηλικία του, την επενδυτική του εμπειρία καθώς και την προθυμία του για διακινδύνευση, καθόσον αυτός και η σύζυγός του επιθυμούσαν, όπως προαναφέρθηκε, τοποθέτηση των χρημάτων τους σε μια ασφαλή επένδυση, αποδοτικότερη από εκείνη της προθεσμιακής κατάθεσης και όχι μειωμένης διασφάλισης, όπως το επίδικο ομόλογο. Τα δε μετ'επικλήσεως προσκομιζόμενα από τις εναγόμενες έγγραφα αναφορικά με την αξιολόγηση του επενδυτικού προφίλ του πρώτου ενάγοντα, που τον κατατάσσουν στην κατηγορία έμπειρου επενδυτή, αφορούν αξιολογήσεις που έλαβαν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο από την επίδικη επένδυση, ήτοι κατά τα έτη 2008-2010. Η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης για πλήρη και σαφή ενημέρωση του πρώτου ενάγοντα (και των λοιπών εναγόντων ως αντιπροσωπευόμενων από τον άνω ενάγοντα) για το επίδικο επενδυτικό προϊόν, απορρέει από την μεταξύ των, καταρτισθείσα σιωπηρώς, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού των εναγόμενων ότι παρείχαν στον πρώτο ενάγοντα απλώς υπηρεσίες σχετικά με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών του και ως εκ τούτου δεν είχαν υποχρέωση ενημέρωσής του, δεδομένου ότι, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω στην αντίστοιχη νομική σκέψη, ίσχυε ο νόμος Ν. 2396/1996, με βάση τον οποίο δεν υπήρχε υποχρέωση έγγραφης σύμβασης, με αντικείμενο τη χορήγηση εντολής προς κατάρτιση συναλλαγής επί χρηματοπιστωτικού μέσου, οι δε συμβουλές της δεύτερης εναγόμενης- προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης έπρεπε σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπό των εναγόντων πελατών. Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγόμενων, οι ενάγοντες πίστευαν πεπλανημένα ότι η επένδυσή τους ήταν εξασφαλισμένη, τουλάχιστον, ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος, που αναλάμβαναν ήταν, μόνον ως προς την απόδοση της επένδυσης. Ο πρώτος ενάγων, ο οποίος ενεργούσε και για λογαριασμό των λοιπών εναγόντων, δεν ήταν γνώστης των χρηματοοικονομικών επενδύσεων, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, αφού είχε ασχοληθεί στο παρελθόν μόνο με αγορά μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων, ήτοι με προϊόντα μικρού επενδυτικού ρίσκου, χωρίς όμως να διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις σχετικώς με χρηματιστηριακές συναλλαγές και δη από τη δευτερογενή αγορά. Παρά δε το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο, ως ιατρός, δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις της οικονομίας και των παραμέτρων της, ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθεί τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους του επίδικου σύνθετου επενδυτικού προϊόντος, που του προωθήθηκε. Συνεπώς, υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει της προστασίας του ν. 2251/1994, καθότι δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω οικεία νομική σκέψη, και δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ' αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής, αφού δεν αποδείχτηκε ότι ασχολούνταν συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, η δε δεύτερη εναγόμενη, προστηθείσα υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης παρέλειψε υπαιτίως, επιδεικνύοντας αμέλεια, την υποχρέωσή της, να τον ενημερώσει και να τον διαφωτίσει σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία του υπέδειξε να επιχειρήσει, με συνέπεια τόσο ο ίδιος και κατ'επέκταση και οι λοιποί ενάγοντες, να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους να υποστούν απώλεια του κεφαλαίου, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, βασίμως συνδέονταν με μίας τέτοιας μορφής επιλογή εκ μέρους τους. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου για την υπαίτια πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων σιωπηρώς, σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που απορρέουν από τον ισχύοντα Κανονισμό Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ , σύμφωνα με την αντίστοιχη προεκτεθείσα νομική σκέψη, την καλή πίστη που διέπει τις συναλλαγές αλλά και τις διατάξεις για την προστασία του καταναλωτή, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η τελευταία, καίτοι όφειλε να παραδώσει στον πρώτο ενάγοντα το προαναφερόμενο ενημερωτικό σημείωμα της ... PLC, προκειμένου να ενημερωθούν οι ενάγοντες πλήρως και εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν και ταυτοχρόνως να το επεξηγήσει στον πρώτο ενάγοντα η ίδια λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων της και της εμπειρίας της, παρέλειψε να το κάνει και οι ενάγοντες έλαβαν γνώση του ενημερωτικού αυτού δελτίου το πρώτον, μετά την ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας του ομολόγου εταιρίας, ... και κατόπιν δικών τους αιτημάτων και ερευνών. Το ως άνω ενημερωτικό δελτίο κυκλοφόρησε στις 28- 2-2005 και ως εκ τούτου, όπως και ανωτέρω εκτίθεται, ήταν γνωστό κατά το χρόνο της επίδικης επένδυσης, στην δεύτερη εναγόμενη- υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης, που ασχολούνταν με τις τραπεζικές υπηρεσίες, σε αντίθεση με τους ενάγοντες, που δεν γνώριζαν ούτε όφειλαν να γνωρίζουν αυτό και θα έπρεπε να τους παρασχεθούν από αυτούς, που ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων, ακριβείς και σαφείς πληροφορίες, σχετικά με τους κινδύνους της συγκεκριμένης επένδυσης. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, είναι ουσία βάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων, που αποτελούν και λόγους της έφεσής τους, περί υπαίτιας παράβασης εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης δια της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της, των συμβατικών της υποχρεώσεων, αλλά και των νόμιμων υποχρεώσεών της, ήτοι εκείνων που απορρέουν από τον τότε ισχύοντα Κώδικα δεοντολογίας των ΕΠΕΥ (ν.2396/1996), από τη συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (288 ΑΚ) και το ν. 2251/1994, περί πλήρους ενημέρωσής τους για την καταλληλότητα του επίδικου ομόλογου και μη απόκρυψης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, η οποία συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά, σύμφωνα με την αντίστοιχη προεκτεθείσα μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, όπως και ανωτέρω εκτίθεται, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου τραπεζικής εταιρείας «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», ως είχε μετονομασθεί η προαναφερόμενη εγγυήτρια του επίδικου ομολόγου «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», με την ως άνω απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, η εν λόγω τραπεζική εταιρεία, τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση και με την με αρ. …/17-12-2011 απόφαση της ίδιας επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω εγγυήτριας του ομολόγου Τράπεζας, πλην των υποχρεώσεων μειωμένης διασφάλισης, όπως το ως άνω ομολογιακό δάνειο και συνακόλουθα το επίδικο ομόλογο, μεταβιβάστηκαν στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία .... Επίσης, σύμφωνα, με την από 11-10-2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της άνω εκδότριας του επίδικου ομολόγου, η ικανοποίηση των πιστωτών μειωμένης διασφάλισης, όπως οι κάτοχοι των επίδικων ομολόγων είναι απίθανη, δεδομένου ότι προηγείται η ικανοποίηση όλων των άλλων πιστωτών τους. Καταδεικνύεται δηλαδή, πλήρως από τα ανωτέρω, ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του επίδικου ομολόγου εταιριών, δεν υφίσταται, διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου, που έχει επενδυθεί εκ μέρους των εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας των ομολόγων τους, οι ενάγοντες υπέστησαν θετική ζημία, ίση με το ως άνω χρηματικό ποσό, που διέθεσαν για την αγορά τους, ήτοι ποσό 377.687,21 ευρώ, η οποία έχει συντελεστεί. Εξάλλου, δεν υπάρχει σχετικός ισχυρισμός των εναγόμενων, ότι επίκειται η απόληψη των χρημάτων των εναγόντων από τη διαδικασία αναγγελίας αυτών, στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης της. Η ως άνω επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων συνδέεται αιτιωδώς με την προαναφερόμενη υπαίτια αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης αφού, όπως αποδείχτηκε κατά τα ανωτέρω, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κίνδυνους συνδέονται με την τελευταία. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι ενστάσεις των εναγόμενων: α) περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων επειδή οι τελευταίοι, αφενός, επέλεξαν την επένδυση αυτή, αφετέρου, δεν ρευστοποίησαν το ομόλογο, όταν διέκριναν την καθοδική πορεία του επιτοκίου του, β) περί ανυπαρξίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ενεργειών της δεύτερης εναγόμενης-προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης και της ζημίας των εναγόντων, η οποία οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στην επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση, που επακολούθησε την κρίση του Τραπεζικού συστήματος, που ξεκίνησε από την Αμερική το έτος 2008 και γ) περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης λόγω παρέλευσης έτους από την σύναψη της επίδικης συναλλαγής (άρθρ. 15 § 6 Ν.3632/1928). Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, η επιλογή του ομολόγου από τους ενάγοντες, έγινε κατόπιν προτροπής και παντελούς έλλειψης ενημέρωσης για τα χαρακτηριστικά του και την επικινδυνότητα της επένδυσης από την δεύτερη εναγόμενη, προστηθείσα υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης, ενώ ουδόλως προέκυψε ότι η ανωτέρω υπάλληλος είχε ενημερώσει τον πρώτο ενάγοντα για την αρνητική αγοραστική διακύμανση του επίδικου χρεογράφου, καλώντας τον απρόσφορα να το διαθέσει, άλλωστε η ρευστοποίηση του ήταν αδύνατη, μετά το έτος 2007, οπότε και το ομόλογο έπαψε να διαπραγματεύεται στη Χρηματιστηριακή αγορά του Λουξεμβούργου. Επίσης, η απώλεια του κεφαλαίου των εναγόντων, λόγω της μηδενικής αξίας του ενδίκου ομολόγου, στο οποίο επένδυσαν το κεφάλαιό τους αυτό, δεν είναι απότοκος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που έπληξε το Τραπεζικό σύστημα, αλλά συνδέεται αιτιωδώς με την κακή πορεία της εγγυήτριας αυτού τραπεζικής εταιρείας, θυγατρική της οποίας ήταν και η εκδότρια αυτού, ως φαίνεται από την προαναφερόμενη αξιολόγηση αυτής το έτος 2005, η οποία ήταν γνωστή στις εναγόμενες, ως ασχολούμενες με τον τομέα των χρηματοοικονομικών. Τέλος, διότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει περίπτωση αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγόμενων κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και ως εκ τούτου ισχύει η πενταετής παραγραφή της επίδικης αξίωσης (άρθρα 937 ΑΚ και 250 παρ. 1 και 5 ΑΚ), από την γνώση δε της ζημίας την 17-12-2011 (ανάκληση άδειας λειτουργίας της ...) έως την άσκηση της αγωγής (29-10-2015 επιδόθηκε η ένδικη αγωγή στην πρώτη εναγόμενη και 05-11-2015 στη δεύτερη εναγόμενη), δεν παρήλθε χρόνος πλέον της πενταετίας, ώστε να επέλθει παραγραφή αυτής. Με βάση τα ανωτέρω, αποδείχτηκε ότι οι ενάγοντες, λόγω της προαναφερόμενης υπαίτιας αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης, η οποία δια της δεύτερης εναγόμενης προστηθείσας υπαλλήλου της, πλημμελώς εκπλήρωσε τις άνω υποχρεώσεις της, που απορρέουν από την καλή πίστη που διέπει τις συναλλαγές και τον Κανονισμό Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ περί διαφώτισης των εναγόντων σχετικά με τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο επίδικο ομόλογο, υπέστησαν θετική ζημία, ίση με το ως άνω χρηματικό ποσό, που διέθεσαν για την αγορά του επίδικου ομολόγου, ήτοι συνολικό ποσό 377.687,21 ευρώ και 75.537,44 ευρώ έκαστος, αφού ήταν συνδικαιούχοι του λογαριασμού και η σύμβαση κοινή, το οποίο πρέπει να τους επιδικασθεί. Οι εναγόμενες προέβαλαν επικουρικά τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρουν και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, από το ποσό που τυχόν επιδικαστεί στους ενάγοντες ως αποζημίωση πρέπει να αφαιρεθεί το εισπραχθέν από τους τελευταίους κέρδος τους από τα τοκομερίδια που έλαβαν ως απόδοση του ομολόγου, για όσο χρονικό διάστημα το είχαν υπό την κατοχή τους, ανερχόμενα (τα τοκομερίδια) στο συνολικό ποσό των 72.789,82 ευρώ. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος επιχειρείται να στηριχθεί στις διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α', 914 και 288 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον ναι μεν το ως άνω ποσό αποτελεί κέρδος των εναγόντων από τον ένδικο τίτλο, πλην όμως, το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων αλλά από την παραχώρηση αυτού στην εκδότρια εταιρία του ομολόγου, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με τον προσφορότερο γι' αυτήν τρόπο, αποδίδοντας σε αυτούς τους σύμφωνη μένους καρπούς και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί στη ζημία της τελευταίας. Άλλωστε ο προτεινόμενος συμψηφισμός αντίκειται στην καλή πίστη, η οποία δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (βλ. ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, λόγω της γενομένης σε βάρος των εναγόντων αδικοπραξίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη. Λαμβανομένων, δε, υπόψη των συνθηκών τέλεσης της ως άνω αδικοπραξίας, του είδους και του μεγέθους της προσβολής των εναγόντων, της βαρύτητας του πταίσματος των εναγόμενων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να τους επιδικασθεί, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε έκαστο, που κρίνεται εύλογο και δίκαιο με βάση και την αρχή της αναλογικότητας, για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης (932 ΑΚ).
Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως πρέπει, κατά τους βάσιμους ως άνω λόγους της υπό κρίση έφεσης, να εξαφανισθεί και αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή και ως κατ' ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται, σε ολόκληρο η κάθε μία, να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 76.537,44 ευρώ ως αποζημίωση τους και για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (75.537,44 + 1000 ευρώ αντιστοίχως), με τον νόμιμο τόκο, η μεν πρώτη εναγόμενη από 14-06-2012, ήτοι από την επίδοση της με αριθμ. έκθ. κατ. .../2012 προγενέστερης της παρούσας αγωγής, από την οποία παραιτήθηκαν (ΑΠ 1418/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η δε δεύτερη εναγόμενη από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος των εναγόμενων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κατανεμομένων ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός των διαδίκων (άρθρ. 183,178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παράβολου στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την κρινόμενη με αριθμ. έκθ.κατ. .../03-09-2019 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5511/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 5511/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου στους εκκαλούντες.
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση της από 06-10-2015 με αρ. εκθ.κατ. .../22-10-2015 αγωγής.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, ότι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστη, να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των εβδομήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα επτά ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (76.537,44 ευρώ) με το νόμιμο τόκο, η μεν πρώτη εναγόμενη από 14-06-2012, η δε δεύτερη εναγόμενη από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 15 Ιουλίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ