Αριθμός 120/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μ. Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη - Εισηγήτρια, Μ. Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 2) Γ. Μ. του Δ., 3) Η. Μ. του Δ., κατοίκων ..., 4) Δ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 5) Μ. Μ. του Δ., συζ. Ν. Μ., κατοίκου ..., 6) Κ. Μ. του Δ., συζ. Ν. Α., 7) Δ. Μ. του Β., 8) Π. Μ. του Β., κατοίκων .... Οι 1ος, 2ος, 3ος, 5η και 6η εκ των αναιρεσειόντων, εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικ...ρίνη Σάλαρη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις. Οι 4ος, 7ος και 8ος εκ των αναιρεσειόντων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Ο. του Σ., 2) Ν. -Χ. Ο. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Σκεύη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-9-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο ...ς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 79/2017 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21-2-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1, 96 § 1, 97 § 1 και 104 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο ελέγχει, αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη της πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της (ΟλΑΠ 13/2008). Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό μ' αυτές των άρθρων 576 παρ. 2 και 577 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, επί ερημοδικίας των φερομένων ως ασκησάντων την αναίρεση διαδίκων, χωρίς την απόδειξη της υπάρξεως πληρεξουσιότητας αυτών προς τον υπογράφοντα αυτήν (αναίρεση) δικηγόρο, η τελευταία απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 165/2020, ΑΠ 1053/2018, ΑΠ 243/2014). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αναίρεσης χωρεί νομίμως για όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Επί πλέον, με την παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/30.5.2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30.5.2020) με τον τίτλο "Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως" επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, το μέτρο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, για λόγους δημόσιας υγείας, για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 μέχρι 31.5.2020, ενώ με την παρ. 2 τούτου ορίστηκε ότι σε περίπτωση που η συζήτηση της υποθέσεως οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας ή με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ή το έκθεμα γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Στην προκείμενη περίπτωση, η συζήτηση της υπό κρίση από 21.2.2019 αίτηση αναιρέσεως κατά των αναιρεσιβλήτων και της 79/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου προσδιορίσθηκε αρχικά για την 6.5.2020, κατά την οποία όμως η συζήτηση ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και με πράξη της προέδρου του Γ’ τμήματος του Αρείου Πάγου, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Ασπασίας Μαγιάκου, με βάση τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4960/30.5.2020 ορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικάσιμος για τη συζήτησή της, η 17η.3.2021. Με το άρθρο 83 παρ. 2 και 3 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ 48Α/31.3.2021) υπό τον τίτλο "Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως" επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, και πάλι το μέτρο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, για λόγους δημόσιας υγείας, και ορίστηκε ότι με την επιφύλαξη των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που η συζήτηση της υποθέσεως οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας ή με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι 31.3.2021, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ή το έκθεμα γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Μετά από αυτά η συζήτηση της υπό κρίση από 21.2.2019 αίτηση αναιρέσεως κατά των αναιρεσιβλήτων και της 79/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία είχε προσδιορισθεί κατά τα ανωτέρω για την 17.3.2021, κατά την οποία όμως και πάλι η συζήτηση ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, και με πράξη της προέδρου του Γ’ τμήματος του Αρείου Πάγου, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Ασπασίας Μαγιάκου, με βάση τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 83 παρ. 2 και 3 του Ν. 4790/2021, σε συνδυασμό με το άρθρο 568 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως. Μετά τη ματαίωση της συζήτησης της υποθέσεως και τον αυτεπάγγελτο ορισμό της δικασίμου της 17.3.2021 και μετέπειτα της 6.10.2021 για την εκδίκασή της από το γραμματέα του δικαστηρίου έγινε σε αμφότερες τις περιπτώσεις εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά την ημέρα που ορίσθηκε. Νέα κλήση των διαδίκων για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν απαιτείται, αφού η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Η υπό κρίση, από 21.2.2019 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 79/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 34/2013 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ...ς, με την οποία είχε απορριφθεί αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας νομίμως δημοσιευθεισών ιδιόγραφων διαθηκών, λόγω έλλειψης συνείδησης των πράξεων του διαθέτη και ψυχικών και διανοητικών διαταραχών τούτου που περιόριζαν τη λειτουργία της βούλησής του κατά το χρόνο συντάξεώς τους. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδεικνύεται πληρεξουσιότητα των, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας δικασίμου, μη εμφανισθέντων τέταρτου, έβδομου και όγδοης των αναιρεσειόντων, οι οποίοι από κοινού με τους λοιπούς παρισταμένους αναιρεσείοντες επέσπευσαν τη συζήτηση της υποθέσεως, ούτε γίνεται επίκληση ύπαρξης τέτοιας πληρεξουσιότητας από την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, αντίθετα, κατατέθηκαν προτάσεις μόνο από τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, πέμπτη και έκτη αυτών.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τους τέταρτο έβδομο και όγδοη των αναιρεσειόντων. Για τους λοιπούς, εκπροσωπούμενους από πληρεξούσιο δικηγόρο αναιρεσείοντες, θα χωριστεί η υπόθεση και η αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ, θα ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.), διότι αυτοί συνδέονται με τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες, ως προς τους οποίους η αίτηση αναιρέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη, με το δεσμό της απλής ομοδικίας. Τούτο δε διότι οι περισσότεροι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, οι οποίοι ασκούν αγωγή με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας Διαθήκης λόγω έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, συνδέονται με απλή ομοδικία, καθόσον υπάρχει μεν ταυτότητα αντικειμένου ως προς όλους τους ομοδίκους, πλην όμως, κατ'ουσίαν η διαφορά αναφέρεται στο ανυπόστατο του δικαιώματος των κληρονόμων και κληροδόχων κατά την επί της Διαθήκης θεμελίωσή του και στο υπαρκτό του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται η δυνατότητα της έκδοσης αντιθέτων αποφάσεων ως προς κάθε ενάγοντα ή εναγόμενο (Ολ ΑΠ 902/1982, ΑΠ 988/2017, ΑΠ 505/2011).
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, η Διαθήκη, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 Α.Κ. είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ.3 του ίδιου Κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν Διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της Διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική η διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη Διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση, υψηλός πυρετός, επενέργεια τοξικής ουσίας κ.λ.π.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της Διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της Διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου, αφού αρκεί η σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησης και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, στην οποία υπάγονται οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως είναι η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, η παράνοια και οι οργανοψυχικές παθήσεις, που οφείλονται σε παθολογοανατομικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή άλλες εγκεφαλικές διαταραχές, όπως είναι οι ψυχώσεις της γεροντικής ηλικίας, όπως η γεροντική άνοια, όταν από αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Και στις δύο όμως πιο πάνω περιπτώσεις, για να κριθεί ένα πρόσωπο ανίκανο για τη σύνταξη Διαθήκης, απαιτούνται δύο επιπλέον προϋποθέσεις: 1) η παρεμπόδιση του ελευθέρου προσδιορισμού της βούλησης του διαθέτη εξαιτίας της διαταραχής και 2) η αποφασιστική επιρροή της βούλησής του, δηλαδή η σημαντική μείωση της ικανότητας αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας από το διαθέτη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 131 παρ.1 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 16 ν.2447/1996, σύμφωνα με την οποία "η δήλωση βουλήσεως είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του”, προκύπτει, ότι η προαναφερόμενη ακυρότητα υφίσταται και σε κάθε δήλωση βουλήσεως που πραγματοποιήθηκε υπό το κράτος των ανωτέρω καταστάσεων. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 ΑΚ, προς σύνταξη έγκυρης Διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της Διαθήκης και καθ' όλη τη διάρκειά της. Δηλαδή η συνδρομή της ανικανότητας στις παραπάνω μορφές κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της Διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί επιρροή. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαριά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαία η απόδειξή της κατά το χρόνο σύνταξης της Διαθήκης, αφού αυτή τεκμαίρεται λόγω της διάρκειάς της. Διαθήκη που συντάσσεται από τέτοιο ανίκανο προς σύνταξη Διαθήκης πρόσωπο είναι αυτοδικαίως άκυρη και θεωρείται εξ αρχής μη γενομένη (άρθρα 1718, 180 ΑΚ), και καθένας, που έχει έννομο συμφέρον, και τέτοιο έχει ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του διαθέτη, στον οποίο λόγω της ακυρότητας της Διαθήκης περιέρχεται η κληρονομιά του, μπορεί να ζητήσει με αγωγή να αναγνωριστεί ότι η εν λόγω Διαθήκη είναι άκυρη. Η ικανότητα προς σύνταξη Διαθήκης, κατά τεκμήριο υφίσταται και συνεπώς αυτός, που επικαλείται το αντίθετο του τεκμηρίου βαρύνεται με την απόδειξή του (ΑΠ 415/2019, ΑΠ 489/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 10/2011). Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 πα. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 24/1992). Οι παραπάνω από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. λόγοι αναιρέσεως, είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως αυτοί θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ., γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 781/2020, ΑΠ 1141/2019). Στην προκειμένη περίπτωση με την ως άνω 79/2017 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Την 25-11-2010 απεβίωσε στη ..., ο Μ. Μ. του Δ. και Π., που γεννήθηκε το έτος 1932, κάτοικος όσο ζούσε ... και ...ς, ο οποίος ήταν άγαμος και άτεκνος. Ο ανωτέρω θανών κατέλιπε κατά το χρόνο του θανάτου του τις εξής διαθήκες: [1] την από 30-10-1987 ιδιόγραφη Διαθήκη του νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’ αριθμ. …./28-1-2011 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., [2] την από 13-7-1990 ιδιόγραφη Διαθήκη του νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’αριθμ. …/14-1-2011 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...ς, [3] την από 25-7-2001 ιδιόγραφη Διαθήκη του νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’αριθμ. …/10-12-2010 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., [4] την από 30-8-2002 ιδιόγραφη Διαθήκη του νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’αριθμ. …/10-12-2010 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...ς, [5] την από 28-8-2003 ιδιόγραφη Διαθήκη του νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’αριθμ. …/10-12-2010 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... και [6] την από 23-6-2005 ιδιόγραφη Διαθήκη του νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’αριθμ. …/10-12-2010 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...ς, με τις οποίες ρύθμισε την τύχη της περιουσίας του για μετά τον θάνατό του. Με την από 25-7-2001 (υπό στοιχείο 3) ιδιόγραφη Διαθήκη του εγκατέστησε κληρονόμους του τους εναγόμενους, οι οποίοι δεν συνδέονταν μαζί του με συγγένεια καθώς η μεν πρώτη από αυτούς είναι οικογενειακή του φίλη και ο δεύτερος υιός της. Ειδικότερα με την ανωτέρω Διαθήκη τους εγκατέστησε αμφότερους κληρονόμους κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος σε ένα κληρονομιαίο ακίνητο-αγρό ποτιστικό με ελαιόδενδρα, κείμενο στη θέση “…” της κτηματικής περιφέρειας Τ.Ε. ... της Δ.Ε. ... του Δήμου Ευρώτα Λακωνίας, εκτάσεως 80 στρεμμάτων μετά της υπάρχουσας εντός αυτού γεώτρησης βάθους 200 μέτρων. Με τις από 30-8-2002 (υπό στοιχείο 4) 28-8-2003 (υπό στοιχείο 5) και 23-6-2005 (υπό στοιχείο 6) ιδιόγραφες διαθήκες του εγκατέστησε την πρώτη των εναγομένων κληρονόμο σε έξι κληρονομιαία ακίνητα, ήτοι [α] ενός ισογείου καταστήματος εμβαδού 55,90 τ.μ., [β] ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου υπό στοιχείο ΑΙ εμβαδού 67,90 τμ, [γ] ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου υπό στοιχείο Α2 εμβαδού 67,90 τμ, [δ] ενός διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου υπό στοιχείο ΒΙ εμβαδού 67,90 τμ, και [ε] ενός διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου υπό στοιχείο Β2 εμβαδού 67,90 τμ, τα οποία βρίσκονταν σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήςιμο επί της οδού ... αρ. … εντός του εγκεκριμένου σχεδίου στην περιφέρεια του Δήμου ... συνολικής επιφανείας 206,60 τμ. και [στ] ενός ακινήτου - οικοπέδου μετά της εντός αυτής τριώροφης οικοδομής κείμενο στο ... θέση “...” ... και επί της οδού ... αρ. …, όπως τα παραπάνω προκύπτουν από τις διαθήκες. Οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά αυτή πλην του έκτου ακινήτου για το οποίο δεν προκύπτει ότι έγινε αποδοχή αυτού, ούτε κανείς ισχυρίζεται σχετικά, με τις... πράξεις αποδοχής κληρονομιάς... της συμβολαιογράφου Κροκεών.... νομίμως μεταγεγραμμένες... Οι ενάγοντες κληρονόμοι ως αδέλφια του θανόντος διαθέτη οι πρώτος μέχρι έκτος αυτών και ως ανήψια - τέκνα προαποβιώσαντος αυτού αδελφού οι έβδομος και όγδοη αυτών, ήδη τετιμημένοι εκ των προαναφερόμενων διαθηκών με αριθμούς 1 και 2, σε έτερα κληρονομιαία ακίνητα, θα καλούνταν στην εναπομένουσα κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, διότι ο κληρονομούμενος δεν είχε παντρευτεί ούτε είχε αποκτήσει ή υιοθετήσει τέκνα.... Οι ενάγοντες με την αγωγή τους ισχυρίζονται ότι ο αποβιώσας αδελφός τους και θείος τους, κατά το χρόνο σύνταξης των εν λόγω διαθηκών, ήτοι κατά τα έτη 2001, 2002, 2003 και 2005 αντίστοιχα, αλλά και πριν από αυτόν, ήδη κατά το έτος 2000 και μέχρι τον θάνατό του το 2010, ήταν ανίκανος προς τούτο, γιατί δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, εξαιτίας αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, ενώ στερούνταν της χρήσης του λογικού και δεν είχε συνείδηση των πράξεων του καθώς έπασχε από ψυχικές και διανοητικές διαταραχές που περιόριζαν αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιμεληθεί του εαυτού του αλλά και να ασκεί οποιοδήποτε βιοποριστικό επάγγελμα, να συνεννοείται με τρίτους, να γράφει και να αντιλαμβάνεται την ουσία και το περιεχόμενο των διατάξεων των ανωτέρω διαθηκών. Σχετικά με τους εν λόγω ισχυρισμούς τους αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο Μ. Μ., που γεννήθηκε το 1932, προ του θανάτου του είχε ζήσει και εργαστεί στο εξωτερικό (Καναδά) και πλέον ζούσε μόνος σε ιδιόκτητη οικία στο ..., ενώ βιοποριζόταν από την εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων που είχε από την οικογένειά του, επιμελούνταν μόνος όλες τις υποθέσεις του, διατηρούσε την πνευματική του διαύγεια και την ικανότητα να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και ιδίως την ικανότητα κανονικής επιλογής των ελατηρίων για τη διαμόρφωση της βουλήσεώς του. Το έτος 2000 σε ηλικία 70 ετών υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο αλλά στη συνέχεια η υγεία του απεκ...στάθη πλήρως και ήταν σε θέση να εξακολουθεί να χειρίζεται μόνος τις υποθέσεις και την περιουσία του τουλάχιστον μέχρι το Μάρτιο του έτους 2009 οπότε υπέστη ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και πλέον παρουσίαζε δεξιά ημιπάρεση, αδυναμία μυϊκών κινήσεων και αδυναμία στήριξης του κορμού σε όρθια θέση και αδυναμία βαδίσεως και διανοητική διαταραχή, ήταν δε πλέον ανίκανος προς δικαιοπραξία. Τέθηκε δε σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση με την με αριθμό 353/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...ς. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από το έτος 2000 έως τον Μάρτιο του 2009, κατά το οποίο συνέταξε τις προσβαλλόμενες διαθήκες, απεδείχθη ότι ο θανών είχε πλήρη συνείδηση των πράξεών του και ικανότητα διαμορφώσεως ελευθέρως της βουλήσεώς του, αποφάσιζε και διαχειριζόταν μόνος τις υποθέσεις του όπως αυτό προκύπτει από πληθώρα δικαιοπραξιών στις οποίες μετήρθε πολλές εκ των οποίων μάλιστα ενώπιον συμβολαιογράφων, υπαλλήλων τραπεζών, συνεβλήθη αυτοπροσώπως με τρίτα πρόσωπα κλπ. Συγκεκριμένα κατά τον χρόνο σύνταξης των επίδικων διαθηκών (2001, 2002, 2003, 2005) ο διαθέτης ήταν κύριος και άλλων ακινήτων, τα οποία εκμίσθωνε σε τρίτους, από τους οποίους εισέπραττε τα αντίστοιχα μισθώματα, πωλούσε και αγόραζε ακίνητα μόνος, όπως προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα που προσκομίζονται ήτοι τα εξής : α} στις 18-10-2001 παρέστη αυτοπροσώπως ενώπιον της συμβολαιογράφου Κροκεών ... ως αγοραστής και δυνάμει του... συμβολαίου της αγόρασε από την αδελφή του και ήδη ενάγουσα Μ. Μ.... (5η ενάγουσα) ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου επί ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου μετά της εντός αυτού ισόγειας οικίας που βρισκόταν εντός του οικισμού ..., β] στις 16-2-2006 εμφανίσθηκε ενώπιον της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου ως εκμισθωτής και δυνάμει του... μισθωτηρίου της εκμίσθωσε προς τον Ν. Κ. ένα αγρό ποτιστικό με ελαιόδενδρα εκτάσεως 20 στρεμμάτων..., γ) στις 22-1-2008 εμφανίσθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Κροκεών ... ως πωλητής και δυνάμει του... πωλητηρίου συμβολαίου της πώλησε στον Ν. Κ. ένα αγροτεμάχιο ασκεπές ξηρικό εκτάσεως 7.331,70 τμ ..., δ] στις 4-7-2008 εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως ενώπιον της συμβολαιογράφου Κροκεών ..., ως πωλητής και δυνάμει του...πωλητηρίου συμβολαίου της πώλησε στην Μ. Τ.... έναν αγρό ξηρικό με ελαιόδενδρα εκτάσεως 3.775,88 τμ.... και ε) στις 26-9-2008 εμφανίσθηκε ενώπιον της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου και δυνάμει του... μισθωτηρίου της εκμίσθωσε προς τον Ν. Κ. [i] έναν αγρό ξηρικό με ελαιόδενδρα εκτάσεως 2,5 στρεμμάτων περίπου και [ii] έναν αγρό με ελαιόδενδρα εκτάσεως 6 στρεμμάτων περίπου... Κατά το ίδιο ανωτέρω χρονικό διάστημα όπως διαπιστώνεται από πλήθος εγγράφων ήταν σε θέση να προβαίνει σε τραπεζικές συναλλαγές, μετέβαινε ο ίδιος στα τραπεζικά ιδρύματα και διαχειριζόταν μόνος τις υποθέσεις του που αφορούσαν σε πολλές περιπτώσεις και σημαντικά χρηματικά ποσά όπως ενδεικτικώς: α] στις 17-10-2005 εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο κατάστημα της ... στη ... και υπέγραψε σύμβαση δανείου για προσωπικές του ανάγκες (καταναλωτικό δάνειο) ποσού 11.000 ευρώ, β] στις 21-5-2008... στο ίδιο κατάστημα της ... υπέγραψε σύμβαση μεσοπρόθεσμου επενδυτικού δανείου για την αγγειοβελτίωση αγρού και την κατασκευή αδρευτικού δικτύου σε ελαιώνα ποσού 23.000 ευρώ, γ] κατά το χρονικό διάστημα από 16-2-2000 έως 1-9-2008 υπέγραψε αυτοπροσώπως στο άνω κατάστημα της ... συμβάσεις βραχυπρόθεσμων καλλιεργητικών δανείων συνολικού ποσού 34.911 ευρώ, δ] στις 8-1-2004... στο ίδιο ως άνω κατάστημα υπέγραψε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (ανοικτό δάνειο αγροτών) ποσού 26.500 ευρώ, ε] στις 8-1-2004... στο ίδιο κατάστημα της ... υπέγραψε συμφωνητικό αναγνώρισης και διακανονισμό οφειλών και στις 21-9-2008 εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ίδιο κατάστημα της ... και υπέγραψε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό ποσού 30.000 ευρώ. Τα ανωτέρω δεν αρνούνται ειδικά οι ενάγοντες. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του από το εγκεφαλικό επεισόδιο το έτος 2000 και εντεύθεν ήτοι μέχρι το θάνατό του και ειδικά κατά τα χρονικά διαστήματα που κατήρτισε τις επίδικες διαθήκες τα έτη 2001, 2002, 2003 και 2005 δεν υπάρχουν καθόλου ιατρικά στοιχεία όπως ιατρικές γνωματεύσεις, εξετάσεις κλπ ούτε αναφέρεται να λάμβανε κάποια φαρμακευτική αγωγή, από τα οποία να προκύπτει κάποια διαταραχή του λογικού, της μνήμης του κλπ που να επηρεάζουν την κριτική του ικανότητα. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ο διαθέτης από το έτος 2000 (οπότε υπέστη το εγκεφαλικό επεισόδιο) έως το χρόνο σύνταξης των διαθηκών του [2001, 2002, 2003, 2005] ουδέποτε νοσηλεύτηκε, ενώ παρουσίασε βελτίωση τέτοια ώστε μπορούσε να συμπράττει σε κατάρτιση διαδοχικών δικαιοπραξιών, ενώπιον διαφόρων συμβολαιογράφων και με την παρουσία δικηγόρων και αντισυμβαλλομένων, να παρίσταται ενώπιον τραπεζικών ιδρυμάτων και να συμβάλλεται σε συμβάσεις πολύπλοκες με ειδικούς όρους και για σημαντικά ποσά ενώπιον των υπαλλήλων χωρίς ποτέ να διαφανεί ή να εγερθεί υπόνοια σχετικά με τυχόν έλλειψη ή περιορισμό της δικαιοπρακτικής του ικανότητας. Εξάλλου και από τα ίδια τα κείμενα των διαθηκών προκύπτει ότι ο διαθέτης διατηρούσε κατά τους επίδικους χρόνους την πνευματική του διαύγεια και την ικανότητα να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς, περιγράφοντας μάλιστα με ακρίβεια τα ακίνητα (όρια, θέση κλπ) που αφήνει στους εναγόμενους και προσδιορίζοντας την επιθυμία του να "κανονίσει" την περιουσία του μετά το θάνατό του. Οι εκκαλούντες... αμφισβητούν την δικαιοπρακτική ικανότητά του, τη λειτουργία της βουλήσεώς του και την διανοητική και ψυχική του υγεία, βασιζόμενοι στο γεγονός και μόνον ότι το έτος 2000 είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και εν τέλει το έτος 2009 υπέστη δεύτερο βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, τέθηκε σε δικαστική συμπαράσταση και πέθανε το 2010. Προσκομίζουν δε προς απόδειξη του ισχυρισμού τους κάποιες μαρτυρίες συγχωριανών - μακρινών συγγενών των Σ. Μ., Π. Μ. και Γ. Μ., και όχι ανθρώπων με τους οποίους συναλλάχθηκε ο διαθέτης κατά τα ανωτέρω όπως ενδεικτικώς τραπεζικούς υπαλλήλους, συμβολαιογράφους κλπ ως είχαν τη δυνατότητα, οι οποίες (καταθέσεις) είναι παντελώς αόριστες και γενικές, ουδέν αποδεικνύουν, καθώς αναφέρονται μόνον στο έτος 2000 και περιγράφουν περιστατικά χωρίς να προσδιορίζουν ειδικά χρόνο μιλούν για "αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά" του διαθέτη για "φοβίες του ότι τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν" ότι "κυκλοφορούσε βρώμικος, κουρελής... η ομιλία του και η σκέψη του δεν είχε ειρμό και λογική και είχε καταντήσει ο περίγελος της περιοχής”... χωρίς να αναφέρονται ειδικά στην κατάσταση της υγείας του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης των διαθηκών, ενώ οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από κάποια ιατρική γνωμάτευση ή από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, αλλά αντίθετα αντικρούονται από τα προαναφερθέντα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία (συμβόλαια, συμβάσεις, ιατρικά έγγραφα κλπ.). Αντιθέτως οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων Γ. Ο., Α. Λ. και Σ. Ρ. αναφέρονται σε συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του διαθέτη κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κατέθεσαν με σαφήνεια ότι ο διαθέτης ήταν υγιής και ασχολούνταν με τις υποθέσεις του ο ίδιος ήτοι προσλάμβανε εργάτες, εισέπραττε τα μισθώματα των ακινήτων του, οδηγούσε το αυτοκίνητό του ενώ δεν είχε καλές σχέσεις με τα αδέλφια του ήδη ενάγοντες οι οποίοι ουδέποτε τον επισκέπτονταν ή τον φρόντιζαν. Σημειώνεται ότι οι ενάγοντες παντελώς αόριστα αναφέρονται στις "άριστες σχέσεις" που είχαν και ότι "παρότι (βρίσκονταν) στο εξωτερικό εφρόντιζαν και επιμελούντο την καθημερινότητά του" ως επί λέξει αναγράφουν στην αγωγή τους, χωρίς να προσδιορίζουν ούτε κατά προσέγγιση πότε και αν ήρθαν στην Ελλάδα τα επίδικα έτη, πότε τον επισκέφθηκαν, με ποιον τρόπο τον φρόντιζαν, αν και πότε του έστειλαν χρήματα κλπ. Ο ισχυρισμός τους δε ότι περιφερόταν λερωμένος και κουρελής, γεμάτος ούρα και ακαθαρσίες, κοιμόταν στα παγκάκια και ήταν ο περίγελος των συγχωριανών έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την συμπεριφορά του διαθέτη κατά τα ανωτέρω στις συναλλαγές του με τρίτους, ενώ και η πέμπτη των εναγόντων αδελφή του, η οποία κατοικεί στην ίδια περιοχή, ουδέποτε ανέφερε κάτι σχετικό, ούτε επιμελήθηκε ποτέ να αναζητήσει την βοήθεια των αρχών προκειμένου να εισαχθεί σε κάποιο ίδρυμα ή να λάβει κάποια φαρμακευτική αγωγή ή να προσλάβει κάποιον να τον περιποιείται, ενόψει και των "άριστων" σχέσεών του ως δι...ίνεται, αντιθέτως δε συναλλάχθηκε μαζί του σε συμβόλαια όταν την 18-10-2001, ήδη λίγο καιρό μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο, του πώλησε το 1/8 εξ αδιαιρέτου επί ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήςιμου μετά της εντός αυτού οικίας στην περιοχή του οικισμού ..., ότε θα μπορούσε ευχερώς να διαπιστώσει εάν ήταν σε θέση να συμβληθεί ή όχι σε δικαιοπραξία. Οι εκκαλούντες - ενάγοντες δεν προσκομίζουν οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό ή γνωμάτευση που να αποδεικνύει τον αγωγικό ισχυρισμό τους για τη διανοητική κατάσταση του διαθέτη κατά τον επίδικο χρόνο της σύνταξης των διαθηκών. Επικαλούνται μόνον μία άνευ ημερομηνία ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και την από 27-2-2013 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης... αμφότερες του ψυχιάτρου Ι. Ν., που διενεργήθηκαν κατ'εντολή τους, οι οποίες δεν κρίνονται αξιόπιστες και πειστικές για τους κάτωθι εκτιθέμενους λόγους: 1] Καταρχήν στην πρώτη εξ αυτών ο συντάξας ιατρός-ψυχίατρος κρίνει τον γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη όπως αυτός αποτυπώνεται στις επίδικες διαθήκες, μολονότι η έρευνα αυτή δεν εντάσσεται στο γνωστικό και επιστημονικό του αντικείμενο. 2] Στη δεύτερη δε έκθεσή του ουδόλως αναφέρεται σε ιατρικά πιστοποιητικά της επίδικης περιόδου 2000 έως 2009, ούτε καν σε αυτά του πρώτου εγκεφαλικού στις 21-7-2000 από τον “...” των οποίων ουδέποτε έλαβε γνώση (ως ο ίδιος αναφέρει). 3] Η επιστημονική του κρίση βασίζεται μόνον στις μαρτυρίες των εναγόντων, συγγενών και δύο φίλων του θανόντος τις οποίες μεταφέρει ο ίδιος (δεν προσκομίζονται οι καταθέσεις των, ενώ στην κατάθεση του Δ. Φ. που προσκομίζεται ο ίδιος δεν αναφέρει ότι ήταν παιδικός φίλος του θανόντος όπως αναφέρεται στην έκθεση του ιατρού). 4] Στην έκθεσή του δε αναφέρεται σε γεγονότα της δεκαετίας 1990, τα οποία δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, περιγράφοντας μία εκκεντρική και ιδιόμορφη προσωπικότητα, χωρίς φίλους, μεγαλομανή και από τις πράξεις του (γάμος από μία παρόρμηση, σκηνές ζημοτυπίας, ιδέες διώξεως κλπ), αυθαιρέτως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο θανών ήδη από το έτος 1990 είχε ήδη "συναισθηματική διαταραχή με συμπτώματα σχιζοφρένειας παρανοειδούς τύπου με εκείνα της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης”, ενώ δεν δικαιολογεί πως μέχρι το θάνατό του είχε την ικανότητα να διαχειρίζεται την περιουσία του, να αναλαμβάνει χρήματα και να τα διαχειρίζεται και μάλιστα από τα αδέλφια του στο εξωτερικό, να οδηγεί, να συναλλάσσεται κανονικά με τρίτους ήτοι να πωλεί-αγοράζει ακίνητα, αυτοκίνητα, χωρίς ουδέποτε να λαμβάνει κάποιου είδους φαρμακευτική ή άλλη αγωγή (σημ. η αδελφή του Μ. πέμπτη ενάγουσα που ισχυρίζεται ότι τον περιποιούνταν επί χρόνια στην οικία του θα είχε διαπιστώσει κάτι σχετικό πλην όμως ουδέν αναφέρεται). Τέλος, τα προαποδειχθέντα σχετικά με την ικανότητα του διαθέτη δεν αναιρούνται αλλά αντίθετα ενισχύονται από την κατάθεση του ίδιου ψυχιάτρου στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο οποίος σαφώς κατέθεσε ότι ο διαθέτης είχε συναίσθηση της περιουσίας και της αξίας της, οι δε χαρακτηρισμοί του για τον θανόντα ως ένα πρόσωπο "αλλοπρόσαλλο”, "ασυνάρτητο”, "απρόβλεπτο" "μεγαλομανή”, "άλλοτε τσιγκούνη και άλλοτε σπάταλο”, "πολύ κακό οδηγό" και "χωρίς φίλους" δεν μπορούν να εκτιμηθούν ως αξιόπιστη ιατρική γνωμάτευση, ούτε αποκλείουν αλλά, αντίθετα, συνηγορούν στο ότι ο θανών είχε τη δυνατότητα να διαχειριστεί την περιουσία του αναλόγως με την ιδιομορφία που τον χαρακτήριζε η οποία εξάλλου εκφράζεται σαφώς ως βούλησή του και κατά τη σύνταξη πολλών διαθηκών του. Με βάση τα παραπάνω..." συνεχίζει το Εφετείο, "δεν προέκυψε ότι ο διαθέτης, κατά τους χρόνους σύνταξης των επίδικων διαθηκών, είχε περιέλθει σε τέτοια κατάσταση ώστε να μην έχει τη χρήση του λογικού και συνείδηση των πράξεων του, να αδυνατεί δηλαδή να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των συνταχθεισών από αυτόν διαθηκών και να ενεργήσει ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο διαθέτης είχε την ικανότητα να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των ως άνω διαθηκών και να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεών τους, όπως επίσης είχε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεών του και να υπολογίζει ελεύθερα και με λογικούς υπολογισμούς τη βούληση του και όχι μόνο είχε πλήρη γνώση ότι συντάσσει Διαθήκη, αλλά και μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως την σημασία των διατάξεών της, είχε δηλαδή πλήρη πνευματική διαύγεια, δεν παρουσίαζε διαλείψεις ή κενά στη μνήμη του τέτοια που να αίρουν τη δυνατότητά του για λογικούς συνειρμούς, η κατάσταση της υγείας του ήταν καλή, η όποια επιβάρυνση από το προαναφερθέν εγκεφαλικό επεισόδιο κατά το έτος 2000 δεν ήταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζεται η πνευματική του διαύγεια, προέβη δε με τις προσβαλλόμενες διαθήκες του στην εγκατάσταση των εναγομένων μη συγγενών του ως κληρονόμων του ενόψει του ότι, είχε μεν άμεσους κληρονόμους πλην όμως δεν είχε καλές σχέσεις με αυτούς που είχε δε ήδη με προηγούμενες διαθήκες εγκαταστήσει κληρονόμους του σε έτερα ακίνητα και θέλησε να διαθέσει την υπόλοιπη περιουσία του μόνο σ'αυτούς, εξ ηθικού καθήκοντος που τον φρόντιζαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους...”. Στη συνέχεια των παραδοχών του αυτών το Εφετείο, απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 34/2013 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει ομοίως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή τούτων για αναγνώριση ακυρότητας των επίδικων ιδιόγραφων διαθηκών, λόγω έλλειψης συνείδησης των πράξεων του διαθέτη και ψυχικών και διανοητικών διαταραχών τούτου που περιόριζαν τη λειτουργία της βούλησής του κατά το χρόνο συντάξεώς τους.
Με τους πρώτο και τέταρτο λόγους της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Με τους λόγους αυτούς αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1718 και 1719 ΑΚ, διότι με την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τούτων και με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε, ότι ο ως άνω διαθέτης κατά το χρόνο σύνταξης των επίδικων διαθηκών, με τις οποίες εγκατέστησε κληρονόμους του τους αναιρεσίβλητους, είχε πλήρη πνευματική διαύγεια και ικανότητα προς τούτο, ενώ, αν τις ερμήνευε και τις εφάρμοζε σωστά, θα έκρινε ότι οι διαθήκες αυτές είναι άκυρες. Ειδικότερα αιτιώνται οι αναιρεσείοντες, ότι "δεν απεδείχθη" η πνευματική διαύγεια του θανόντος κατά τον χρόνο σύνταξής τους, ούτε ότι ο διαθέτης είχε την ικανότητα να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο αυτών και να συλλάβει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεών του, καθορίζοντας την βούλησή του και έχοντας πλήρη γνώση και επίγνωση της καταστάσεώς του, ότι "αντιθέτως, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού... προέκυψε με βεβαιότητα η επιβαρυμένη κατάσταση υγείας του φερόμενου διαθέτη, η οποία οδήγησε και στην δικαστική συμπαράσταση αυτού, πιστοποιούμενη από σειρά ιατρικών βεβαιώσεων και καταθέσεις ιατρών, μεταξύ των οποίων και του θεράποντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ιατρού”. Επίσης αιτιώνται οι αναιρεσείοντες, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση " θεωρώντας πως η όντως ψυχική διαταραχή από την οποία έπασχε ο Μ. Μ. και επιβεβαιώνεται τόσο από το μάρτυρα-ψυχίατρο Ι. Ν. όσο και από τον θεράποντα ιατρό του Κ. Μ., ιδιότητα η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε τόσο από τους αντιδίκους όσο και από το πρωτοβάθμιο αλλά και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ουδεμία επίδραση είχε στην πνευματική του διαύγεια”, παραβίασε τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, "κινούμενη εκτός νομικού πλαισίου, με απροσδιόριστα ερμηνευτικά κριτήρια”, ενώ όφειλε να κρίνει ότι ο διαθέτης ήταν ανίκανος να συντάξει διαθήκες. Πλην όμως, η προσβαλλομένη απόφαση που έκρινε, κατά τα όσα εκτέθηκαν, ότι κατά τον χρόνο σύνταξης των επίδικων διαθηκών (2001, 2002, 2003 και 2005) δεν υφίστατο παρεμπόδιση του ελευθέρου προσδιορισμού της βούλησης του άνω διαθέτη, εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων και ψυχικών και διανοητικών διαταραχών, δηλαδή σημαντική μείωση της ικανότητας αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας, αλλά, αντιθέτως, ότι ο διαθέτης, κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο, είχε πλήρη πνευματική διαύγεια, διαβίωνε μόνος του, προέβαινε σε κατάρτιση συμβολαιογραφικών και τραπεζικών πράξεων διαχειριζόμενος την περιουσία του με συναλλαγές με τρίτα πρόσωπα και έχοντας την αποκλειστική επιμέλεια όλων των υποθέσεων του βίου του, επισημαίνοντας παράλληλα την έλλειψη οποιωνδήποτε ιατρικών στοιχείων, τα οποία να πιστοποιούν λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή διαταραχή του λογικού ή της μνήμης του που να επηρεάζουν την κριτική του ικανότητα, δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου κάποια διάταξη ουσιαστικού δικαίου και δη τις διατάξεις των άρθρων 1718 και 1719 Α.Κ., ενώ δεν διέλαβε στο σκεπτικό της αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ως εκ τούτου είναι αβάσιμοι οι πιο πάνω πρώτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις. Κατά τα λοιπά οι ίδιοι ως άνω λόγοι είναι απαράδεκτοι, καθόσον υπό την επίκληση της παραπάνω αναιρετικής πλημμέλειας από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τα επιχειρήματα και τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Περαιτέρω, ο από τον αριθμό 11 εδ. α' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Σύμφωνα δε με το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το έτος 2012, ήτοι τον κρίσιμο χρόνο που λήφθηκαν οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις, πριν από την κατάργησή του με το νόμο .../2015, οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με άλλα έγγραφα και είναι παραδεκτές ως αποδεικτικά μέσα ενώπιον των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, κατά την τακτική διαδικασία, εφόσον δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου μέρους, πρέπει δε να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση με την αναφορά ότι τηρήθηκαν γι' αυτές οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΑΠ 1708/2018). Αν λείπει η προϋπόθεση αυτή οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των αναιρεσιβλήτων, Γ. Ο., το γένος Π. Μ., Α. Λ. και Σ. Ρ., χωρίς να βεβαιώσει ρητώς, ως όφειλε, αν για τη λήψη τους είχε τηρηθεί η νόμιμη προδικασία, ήτοι ότι αυτές λήφθηκαν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση των αναιρεσειόντων και χωρίς να γίνεται μνεία των εκθέσεων επιδόσεως της κλήσης για τη λήψη τους. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως από τον αριθμό 11α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ. είναι απαράδεκτος, διότι από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, έχει γίνει δεκτό, κατ'ανέλεγκτη κρίση, ότι ως προς το εν λόγω αποδεικτικό μέσο έχει τηρηθεί η επίμαχη προδικασία, ανεξαρτήτως του ότι είναι και αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται σαφώς ότι "οι ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς 4019, 4020 και 4021/2/2/2012 των μαρτύρων των εναγομένων Γ. Ο., το γένος Π. Μ., Α. Λ. και Σ. Ρ. ενώπιον της συμβ/φου Κροκεών Αντωνίας Σωτηράκου Κούνε,... λήφθηκαν μετά την νόμιμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. την 186Β/25.1.2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Σπάρτης Ι. Β.).
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι "πράγματα”, κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8), που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισμός που συνέχεται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, ο οποίος αποκρούεται ή γίνεται δεκτός με την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίμων ή βάσιμων των θεμελιωτικών της αγωγής ένστασης ή αντένστασης πραγματικών γεγονότων. Εξάλλου, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ' ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ.ΑΠ 3/1997). Επίσης, δεν ιδρύεται ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 807/2020, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 892/2019). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδουν πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενοι ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι είχαν προταθεί παραδεκτά ενώπιόν του και θεμελίωναν το αίτημα της αγωγής τους περί ακυρότητας των επίδικων διαθηκών, λόγω ανικανότητας του διαθέτη προς σύνταξή τους. Ειδικότερα, αιτιώνται οι αναιρεσείοντες, ότι "δεν λήφθηκε υπόψη η κατάθεση του ιατρού ψυχιάτρου Ι. Ν. αλλά και η έγγραφη γνωμάτευση που ο ίδιος κατέθεσε, σύμφωνα με τις οποίες απεδείχθη πως ο διαθέτης, κατά το χρόνο που φέρεται να συνέταξε τις επίδικες διαθήκες έπασχε από σχιζοσυναισθηματική ψύχωση, η οποία του στερούσε παντελώς την ικανότητα νόμιμης δικαιοπραξίας...." αλλά και την κατάθεση του ίδιου ιατρού-ψυχιάτρου ενώπιον του δικαστηρίου, μνεία περικοπών της οποίας και των συμπερασμάτων της γίνεται στο αναιρετήριο, με την επισήμανση, ότι από αυτήν "προέκυψε πέραν πάσης αμφιβολίας και απεδείχθη με ιατρικούς όρους... η πλήρης έλλειψη συνειδήσεως από τον θανόντα Μ. Μ., κατά την σύνταξη των εν λόγω διαθηκών, γεγονός που τις καθιστά άκυρες”. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, διότι οι φερόμενοι ως μη ληφθέντες υπόψη ισχυρισμοί από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποτελούν ‘‘πράγματα’’ κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, αλλά αναφέρονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους αναιρεσείοντες αποδεικτικά μέσα και στην αξιολόγησή τους από το δικαστήριο και σε επιχειρήματα και συμπεράσματα των ιδίων από την εκτίμηση τούτων.
Ο από το άρθρο 559 Αριθμός 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης”) με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά, με την παράλειψη ανάγνωσης κρισίμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού δηλαδή φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 782/2020, ΑΠ 304/2020). Στην προκειμένη περίπτωση με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της προσκομισθείσας μετ'επικλήσεως ψυχιατρικής γνωμάτευσης του ιατρού ψυχιάτρου Ι. Ν., αλλά και της περιεχόμενης στα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης κατάθεσης του ίδιου, διαλαμβάνοντας στις παραδοχές της ότι τα όσα αποδείχθηκαν σχετικά με την ικανότητα του διαθέτη προς σύνταξη των επίδικων διαθηκών "δεν αναιρούνται, αλλά αντίθετα ενισχύονται από την κατάθεση του... ψυχιάτρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο οποίος σαφώς κατέθεσε ότι ο διαθέτης είχε συναίσθηση της περιουσίας και της αξίας της, οι δε χαρακτηρισμοί του για τον θανόντα ως ένα πρόσωπο "αλλοπρόσαλλο”, "ασυνάρτητο”, "απρόβλεπτο" "μεγαλομανή”, "άλλοτε τσιγκούνη και άλλοτε σπάταλο”, "πολύ κακό οδηγό" και "χωρίς φίλους" δεν μπορούν να εκτιμηθούν ως αξιόπιστη ιατρική γνωμάτευση, ούτε αποκλείουν αλλά, αντίθετα, συνηγορούν στο ότι ο θανών είχε τη δυνατότητα να διαχειριστεί την περιουσία του αναλόγως με την ιδιομορφία που τον χαρακτήριζε η οποία εξάλλου εκφράζεται σαφώς ως βούλησή του και κατά τη σύνταξη πολλών διαθηκών του”. Ο λόγος αυτός από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" των επικαλούμενων εγγράφων, αλλά στην πραγματικότητα αναφέρεται σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό. Δηλαδή η επικαλουμένη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου των εγγράφων, ανεξαρτήτως του ότι ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως ότι ο διαθέτης ήταν απόλυτα ικανός για τη σύνταξη των επίδικων διαθηκών δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα έγγραφα αυτά.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 εδάφιο α' του άρθρου 529 ΚΠολΔ, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά τη κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια. Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται ο δικονομικός κανόνας ότι στην κατ'έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα εγγράφων, παρέχεται όμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η εξουσία να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα έγγραφα τα οποία προσάγονται για πρώτη φορά σε αυτό, εάν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια. Η κρίση αυτή του Εφετείου περί παραδεκτής ή μη προσκομιδής νέων αποδεικτικών μέσων, ως αναγόμενη σε πράγματα, δεν υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 809/2020, 670/2015). Τέλος, με τον αριθμό 19, του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχονται μόνο οι παραβάσεις κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, τη κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις και όχι κανόνων του δικονομικού δικαίου, δηλαδή όσων καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της επίδικης προστασίας, όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ που ρυθμίζουν τη δυνατότητα επίκλησης και προσαγωγής νέων αποδεικτικών μέσων για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου και την εξουσία τούτου να τα δεχθεί ή να τα αποκρούσει ως απαράδεκτα, αν κρίνει ανελέγκτως ότι η βραδεία προσκόμισή τους οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας, η σε βαριά αμέλεια του διαδίκου που τα επικαλείται. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., με την επίκληση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν έλαβε υπόψη την από 9.1.2012 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της δικηγόρου-γραφολόγου Μ.-Μ. Κ., "χωρίς αιτιώδη αιτιολογία, με την απλή επίκληση ότι η προσκόμιση της έκθεσης έγινε από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια των εκκαλούντων...”, παραλείποντας "να αιτιολογήσει εάν η βραδεία προσκόμιση της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης έλαβε χώρα από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια ή αν συντρέχουν και οι δύο αυτές προϋποθέσεις...”, είναι απαράδεκτος, διότι, κατ'εκτίμηση των διαλαμβανομένων σε αυτόν, αφορά σε παράβαση του δικονομικού κανόνα του άρθρου 529 ΚΠολΔ, αναγόμενος προσέτι στη μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο κρίση του Εφετείου, περί τα πράγματα, αφού, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται ότι το ως άνω αποδεικτικό μέσο δεν λήφθηκε υπόψη, επειδή η βραδεία προσκόμισή του έγινε από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια των αναιρεσειόντων.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της 79/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες ως ηττηθέντες διάδικοι στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδάφ.6 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21.2.2019 αίτηση για αναίρεση της 79/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ