Απόφαση

Αριθμός 654/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. Σ. του Δ., 2) Γ. συζ. Μ. Σ., το γένος Κ. Τ., 3) Π. Σ. του Μ. και 4) Μ. συζ. Σ. Δ., το γένος Μ. Σ..., εκ των οποίων ο 3ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τσώκο και οι 1ος, 2η και 4η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Τσώκο.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κλεάνθη Ρούσσο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-4-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με τις αγωγές και τις προσεπικλήσεις - παρεμπίπτουσες αγωγές άλλων προσώπων, ν.π.ι.δ. και μιας αλλοδαπής εταιρείας, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2424/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3599/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η ήδη αναιρεσίβλητη με την από 5-6-2013 αίτησή της.
Εκδόθηκε η 1104/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 370/2018 μη οριστική και 3162/2019 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23-10-2019 αίτησή τους και τους από 29-9-2021 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλομένης αποφάσεως και ως προς εκείνα, που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και αντίγραφο του δικογράφου αυτού, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως ως χρόνος συζητήσεως της αναιρέσεως, πριν από τον οποίο πρέπει να ασκηθούν οι πρόσθετοι λόγοι της, θεωρείται η δικάσιμος που αρχικά ορίσθηκε κατά το άρθρο 568 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και όχι η τυχόν μεταγενέστερη δικάσιμος, που ορίσθηκε ύστερα από ματαίωση ή αναβολή συζητήσεως της υποθέσεως, κατά το άρθρο 575 Κ.Πολ.Δ., με συνέπεια, αν δεν τηρηθεί η ως άνω θεσπισμένη προθεσμία ως προς την κατάθεση, αλλά και ως προς την επίδοση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, να απορρίπτονται αυτοί, κατά το άρθρο 577 Κ.Πολ.Δ., ως απαράδεκτοι για έλλειψη προδικασίας (Ολ. ΑΠ 143/1984, Ολ. ΑΠ 654/1984, ΑΠ 153/2019, ΑΠ 238/2018, ΑΠ 717/2017, ΑΠ 1219/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 23-10-2019 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/30-10-2019) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 3162/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθρα 681 Α, 666, 667, 670 - 676 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), η οποία έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Και Β) Οι με το από 29-09-2021 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../01-10-2021) αυτοτελές δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως (άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ). Όσον αφορά τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, από τα έγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, με την από 04-02-2020 πράξη της Προέδρου του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19-03-2021, κατά την οποία όμως ματαιώθηκε εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω ειδικών συνθηκών (πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19) και με την από 13-05-2021 πράξη της Προέδρου του ιδίου ως άνω Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 2 και 3 του ν. 4790/2021, η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 05-11-2021. Οι αναιρεσείοντες άσκησαν τους από 29-09-2021 πρόσθετους λόγους, οι οποίοι κατατέθηκαν την 01-10-2021 στη γραμματεία του Αρείου Πάγου και προσδιορίστηκαν να συζητηθούν από κοινού με την αίτηση αναιρέσεως κατά την ως άνω, μετά από ματαίωση, ορισθείσα δικάσιμο της 05-11-2021. Έτσι όμως, έστω και αν η κατάθεση αυτών έγινε τριάντα (30) και πλέον ημέρες πριν από τη δικάσιμο κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι ασκήθηκαν εκπροθέσμως, καθόσον, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, για να είναι εμπρόθεσμη η άσκησή τους έπρεπε να κατατεθούν τριάντα (30) πλήρεις ημέρες πριν από την αρχική δικάσιμο της 19-03-2021 και όχι αυτή που ορίστηκε μετά από ματαίωση (05-11-2021).
Συνεπώς οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, αφού συνεκδικαστούν με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ), πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να απορριφθούν, κατά το άρθρο 577 Κ.Πολ.Δ., ως απαράδεκτοι.
Από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3162/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής : Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 07-04-2008 (με αριθμό καταθέσεως .../2008) αγωγή τους με την οποία ισχυρίστηκαν ότι στις 15.8.2007, οδηγώντας, ο πρώτος εναγόμενος Α. Κ. (μη διάδικος στην παρούσα δίκη) το με αριθμό κυκλοφορίας ... Δ.Χ.Φ. αυτοκίνητο και ο θανατωθείς Γ. Κ. το με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο κατ' εκείνον το χρόνο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην τρίτη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “....”, προκάλεσαν, από συνυπαιτιότητά τους, το θανάσιμο τραυματισμό του υιού του πρώτου και δεύτερης των εναγόντων και αδελφού του τρίτου και τέταρτης αυτών, Δ. Σ., συνοδηγού στο ως άνω δεύτερο αναφερόμενο με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, κατά τη σύγκρουση των εν λόγω οχημάτων, που συνέβη υπό τις ειδικότερα στην αγωγή ιστορούμενες συνθήκες και ζήτησαν να τους επιδικαστούν, τα σε αυτή (αγωγή) αναφερόμενα ποσά για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στον καθένα κατά περίπτωση. Η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανωτέρω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “....” πρότεινε, εκτός των άλλων, τον ισχυρισμό ότι οι ενάγοντες - συγγενείς του θανόντος Δ. Σ., δεν δικαιούνται για το θάνατο αυτού χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά προς τούτο, καθόσον δεν θεωρούνται ως "τρίτοι" κατά την έννοια του άρθρου 7 Ν. 489/1976, επειδή η ευθύνη του θανόντος συγγενή τους καλυπτόταν από τη σύμβαση ασφαλίσεως, ως προς δε τον πρώτο ενάγοντα Μ. Σ. για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο τελευταίος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας του ως άνω με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “....” και όχι "τρίτος" κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου. Επί της αγωγής αυτής, που συνεκδικάστηκε με άλλες αγωγές, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν την παρούσα αναιρετική δίκη, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2424/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή αυτή και επιδικάστηκαν στους ενάγοντες τα σ' αυτή αναφερόμενα χρηματικά ποσά για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά της πρωτόδικης αυτής οριστικής αποφάσεως ασκήθηκαν οι από 21-09-2009 και 22-06-2009 αντίθετες εφέσεις από τους ενάγοντες - αναιρεσείοντες και από την εναγομένη - αναιρεσίβλητη, αντίστοιχα. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3599/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία έγιναν δεκτά όσα ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση αυτή. Την αναίρεση της προαναφερομένης αποφάσεως αιτήθηκε η ήδη ανωτέρω αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, με την από 05-06-2013 (αριθμός καταθέσεως …/2013) αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1104/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προαναφερομένη υπ' αριθμ. 3599/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών στο σύνολό της, κατά το μέρος που αφορούσε την ένδικη από 07-04-2008 αγωγή των αναιρεσειόντων και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου ανωτέρω Δικαστηρίου συντιθεμένου από άλλους δικαστές. Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων, την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3162/2019 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την από 22-06-2009 έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, εξαφάνισε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την από 07-04-2008 αγωγή των αναιρεσειόντων απέρριψε αυτή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της αναιρεσίβλητης.
Το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ της 24ης Απριλίου 1972 "περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών-μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης, που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής”, η οποία ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο με το Προεδρικό Διάταγμα 1019/1981 "Περί προσαρμογής των διατάξεων του Ν. 489/1976 "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης" προς τας διατάξεις της από 24.4.72 υπ' αριθ. 166 Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως ετροποποιήθη υπό της Οδηγίας υπ' αριθ. 72/430/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκ. 1972, διά την προσέγγισιν των Νομοθεσιών των Κρατών-μελών αναφορικώς προς την ασφάλισιν της αστικής ευθύνης εκ της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και τον έλεγχον της υποχρεώσεως προς ασφάλισιν της ευθύνης ταύτης”, διαλαμβάνει τα εξής: Άρθρο 3 "Κάθε Κράτος-μέλος λαμβάνει υπό την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 4, όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση. Η έκταση της καλυπτόμενης ευθύνης και οι όροι και συνθήκες της καλύψεως καθορίζονται με βάση τα μέτρα αυτά”. Η Οδηγία 72/166/ΕΟΚ, στο άρθρο 3, επιβάλλει σε κάθε κράτος-μέλος να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση και ορίζει ότι οι καλυπτόμενες ζημίες, καθώς και οι όροι της ασφάλισης αυτής καθορίζονται στα πλαίσια των μέτρων αυτών. Με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30ης Δεκεμβρίου 1983 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών-μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, η οποία (Οδηγία) ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 264/1991 "Συμμόρφωση προς τις διατάξεις της Οδηγίας 84/5 ΕΟΚ" προβλέπονται τα εξής: "1. Κάθε κράτος-μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου κάθε διάταξη του νόμου ή συμβατική ρήτρα που περιλαμβάνεται σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκδιδόμενο σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ και αποκλείει την ασφάλιση της χρήσης ή της οδήγησης οχημάτων από πρόσωπα: - στα οποία δεν έχει επιτραπεί ρητά ή σιωπηρά η χρήση ή η οδήγηση, ή - τα οποία δεν διαθέτουν άδεια οδηγήσεως του σχετικού οχήματος, ή - τα οποία δεν έχουν συμμορφωθεί με τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τεχνικού χαρακτήρα που αφορούν την κατάσταση και την ασφάλεια του εν λόγω οχήματος, να θεωρείται, για την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, ανίσχυρη όσον αφορά την προσφυγή τρίτων θυμάτων ατυχήματος. Πάντως η διάταξη ή η ρήτρα που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση μπορούν να αντιταχθούν σε πρόσωπα που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί. Τα κράτη-μέλη έχουν την ευχέρεια -όσον αφορά τα ατυχήματα που συμβαίνουν στο έδαφός τους- να μην εφαρμόζουν τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, εάν και εφόσον το θύμα μπορεί να αποζημιωθεί για τη ζημία από οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης”. Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται, χάριν της προστασίας των θυμάτων, τα αποτελέσματα ορισμένων ρητρών απαλλαγής να περιορίζονται στις σχέσεις μεταξύ του ασφαλιστή και του υπευθύνου για το ατύχημα. Με την εξαίρεση ότι σε περιπτώσεις οχημάτων, που έχουν κλαπεί, η διάταξη ή η ρήτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχ. α' (στην πρώτη περίπτωση) μπορούν να αντιταχθούν σε πρόσωπα που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί. Οπωσδήποτε, σε περιπτώσεις οχημάτων που έχουν κλαπεί ή αποκτηθεί με χρήση βίας, τα κράτη-μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ο προαναφερθείς οργανισμός παρεμβαίνει για να αποζημιώσει το θύμα. Ακολούθως, με το άρθρο 3 της ίδιας ως άνω Οδηγίας προβλέπεται ότι: "Τα μέλη της οικογενείας του ασφαλισμένου, του οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου, το οποίο φέρει σε περίπτωση ατυχήματος την αστική ευθύνη, η οποία καλύπτεται από την ασφάλιση του άρθρου 1 παράγραφος 1, δεν μπορούν να αποκλειστούν, λόγω του δεσμού συγγενείας, από το δικαίωμα ασφάλισης για τις σωματικές βλάβες τους. Στο πλαίσιο των ως άνω διατάξεων δεν μπορούν να αποκλεισθούν από το δικαίωμα ασφάλισης: οι τραυματισθέντες, λόγω συγγενικής σχέσης με τον υπεύθυνο του ατυχήματος, και, οι τρίτοι, θύματα, σε περίπτωση απαγορευμένης χρησιμοποίησης οχήματος ή σε περίπτωση χρησιμοποίησης οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης ή χωρίς κάλυψη των υποχρεώσεων τεχνικού χαρακτήρα και ασφάλειας. Περαιτέρω, με την Κοινοτική Οδηγία 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1990 προβλέπεται στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο αυτής "Υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, [που προβλέπει (η επιφύλαξη) ότι οι ρήτρες αποκλεισμού που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ μπορούν να αντιταχθούν σε πρόσωπα που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί ], η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, (δηλ. η ασφάλιση που καλύπτει την αστική ευθύνη τη σχετική με την κυκλοφορία οχήματος), καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος”. Με το άρθρο 6 της εν λόγω Οδηγίας, ορίστηκε αναφορικά με την προθεσμία συμμορφώσεως προς αυτή ότι "1. Τα κράτη-μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1992. Ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1: Η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία έχουν προθεσμία έως τις 31 Δεκεμβρίου 1995 για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1 και 2”. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο μόνο εν μέρει και ειδικότερα ως προς τα άρθρα 3 και 4 αυτής με το ΠΔ 314/1993 "Συμμόρφωση προς ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 90/232 ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών Μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων”, ενώ ως προς τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 ουδεμία πράξη μεταφοράς αυτών στο εσωτερικό εκδόθηκε από τον εθνικό νομοθέτη, παρά τη λήξη της ως άνω προθεσμίας, που τάχθηκε προς τούτο στην Ελληνική Δημοκρατία. Με τη διάταξη της παρ. 1 εδάφιο πρώτο της τρίτης ως άνω Οδηγίας προβλέπεται ότι η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης καλύπτει τις σωματικές βλάβες "όλων των επιβατών του οχήματος”, πλην του οδηγού, χωρίς να γίνεται κάποια διάκριση μεταξύ των επιβατών, και ιδίως μεταξύ των επιβατών η ευθύνη των οποίων καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση, ή έχουν καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και επιβατών τρίτων. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 εδαφ. α' της προαναφερομένης αυτής Οδηγίας (90/232/ΕΟΚ) κατά την οποία η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (δηλ. η ασφάλιση που καλύπτει την αστική ευθύνη τη σχετική με την κυκλοφορία οχήματος), καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος, επιτρέπει τον προσδιορισμό τόσο της υποχρεώσεως του κράτους - μέλους, όσο και των δικαιούχων και περιέχει κανόνες σαφείς, ορισμένους και αρκούντως ακριβείς, χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής και επομένως δεκτικούς απευθείας εφαρμογής έναντι των κρατών μελών (ad hoc απόφαση ΔΕΚ της 19ης Απριλίου 2007, F., C- 356/2005, σκέψεις 37 και 38). Στην τέταρτη και στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της ως άνω τρίτης Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης, που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, αναφέρονται και τα εξής: "Θα πρέπει να διασφαλιστεί παρόμοια μεταχείριση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων άσχετα με το που λαμβάνει χώρα το ατύχημα στο εσωτερικό της Κοινότητας. Ειδικότερα, υπάρχουν κενά στην υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των επιβατών των αυτοκινήτων οχημάτων σε ορισμένα κράτη μέλη. Πρέπει να πληρωθούν τα κενά αυτά ώστε να προστατευθεί αυτή η ιδιαίτερα τρωτή κατηγορία δυνητικών θυμάτων”. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι σκοπός των ανωτέρω ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες αφορούν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήματα, είναι να διασφαλιστεί, αφενός, η ελεύθερη κυκλοφορία τόσο των αυτοκινήτων, που συνήθως σταθμεύουν στο έδαφος της Ένωσης, όσο και των προσώπων που επιβαίνουν σε αυτά και, αφετέρου, ότι τα θύματα των ατυχημάτων που προκαλούνται από τα ως άνω αυτοκίνητα θα έχουν παρόμοια μεταχείριση, ανεξαρτήτως του σημείου του εδάφους της Ένωσης όπου συμβαίνει το ατύχημα. Επίσης ως σκοπό, έχουν να προστατεύσουν μια ιδιαιτέρως ευάλωτη κατηγορία δυνητικών θυμάτων, ήτοι τους επιβάτες των αυτοκίνητων οχημάτων, καλύπτοντας τα κενά που υφίστανται στις νομοθεσίες ορισμένων κρατών μελών, όσον αφορά την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη αυτών των επιβατών (αποφάσεις ΔΕΚ της 1ης Δεκεμβρίου 2011, 0442/2010, B. W. κλπ, σκέψη 27 επ., της 19ης Απριλίου 2007, C-356/2005, F., σκέψη 24, και της 30ης Ιουνίου 2005, C-537/03, C. κ.λπ., σκέψη 17). Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ, της 14ης Μαΐου 1990, του άρθρου 2, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983 και του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ της 24ης Απριλίου 1972, ενσωματώθηκαν στην Οδηγία 2009/103/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, η οποία κωδικοποίησε όλες τις παραπάνω Οδηγίες. Σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙ της ως άνω οδηγίας, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης Οδηγίας αντιστοιχεί στο άρθρο 3, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103, τα άρθρα 1, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, και 2, παράγραφος 1, της δεύτερης Οδηγίας αντιστοιχούν στα άρθρα 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, και 13, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2009/13 και το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης Οδηγίας αντιστοιχεί στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2009/103. Αναφορικά με την ερμηνεία των ως άνω διατάξεων των τριών Οδηγιών το ΔΕΚ (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), ήδη αποφάνθηκε με αποφάσεις του που εκδόθηκαν στις υποθέσεις: 1) υπ' αριθ. C-356/05 υπόθεση της 19-4-2007 (υπόθεση F.), 2) υπ' αριθ. 537/03 υπόθεση της 30-6-2005 (υπόθεση C.) και 3) υπ' αριθ. C-348/98 υπόθεση της 14-9-2000 (υπόθεση F.), τα ακόλουθα: Ότι δεν είναι ο εθνικός, αλλά ο κοινοτικός νομοθέτης εκείνος ο οποίος καθορίζει τον κύκλο των προσώπων, τα οποία καλύπτονται από την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης και χαρακτηρίζονται ως τρίτοι παθόντες, (υπόθεση F.). Ότι ο κοινοτικός νομοθέτης με το άρθρο 3 παρ. 1 της Πρώτης Οδηγίας, 2 παρ. 1 της Δεύτερης Οδηγίας και 1 της Τρίτης Οδηγίας επιτάσσει ότι η υποχρεωτική ασφάλιση της ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα πρέπει να παρέχει σε όλους τους επιβάτες, που είναι παθόντες σε αυτοκινητικό ατύχημα, τη δυνατότητα να αποζημιωθούν για τη ζημιά που αυτοί υπέστησαν (σκέψη 27 της υπόθεσης C.). Ότι όταν το άρθρο 1 της Τρίτης Οδηγίας προβλέπει την εξαίρεση από την ασφαλιστική προστασία μόνο του οδηγού, αυτό σημαίνει ότι αντιδιαστέλει όλους τους άλλους επιβάτες από τον οδηγό του οχήματος και τους συμπεριλαμβάνει στην ασφαλιστική προστασία. Επομένως επιβάλλεται να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του κυρίου του αυτοκινήτου, ο οποίος δεν είναι και οδηγός του, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου επιβάτη, ο οποίος υπέστη ζημίες από σωματική βλάβη κατά το τροχαίο ατύχημα (υπόθεση C. - σκέψη 33). Ότι μία εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να συρρικνώσει την έννοια του επιβάτη και να στερήσει έτσι από την ασφαλιστική κάλυψη τα πρόσωπα, που δικαιούνται, σύμφωνα με τις πάρα πάνω Οδηγίες, αποζημίωση για βλάβες που τους προκαλούνται από αυτοκίνητα οχήματα (υπόθεση F. - σκέψη 30). Και αυτό διότι η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να προβλέπει εξαιρέσεις από την ασφαλιστική προστασία μιας κατηγορίας προσώπων, εκτός από εκείνες τις εξαιρέσεις που ορίζει ρητά η κοινοτική νομοθεσία (υπόθεση F. - σκέψεις 27 και 29). Επίσης, αναφορικά με την ορθή ερμηνεία των ως άνω διατάξεων των τριών Οδηγιών από το ΔΕΚ έχουν γίνει δεκτά τα ακόλουθα: α) Το άρθρο 1 της τρίτης Οδηγίας, προβλέποντας ότι η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήματα καλύπτει την ευθύνη για τις σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, εκτός του οδηγού, διακρίνει μόνο μεταξύ του οδηγού και των άλλων επιβατών και παρέχει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ασφαλιστική κάλυψη σε όλους τους επιβάτες (αποφάσεις ΔΕΚ της 1ης Δεκεμβρίου 2011, 0442/2010, B. W. κλπ, σκέψη 29, της 19ης Απριλίου 2007, C-356/2005, F., σκέψη 23, και της 30ης Ιουνίου 2005, C-537/03, C. κ.λπ., σκέψη 32). β) Η μοναδική διάκριση που γίνεται δεκτή από τις ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης, που αφορούν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήματα είναι εκείνη ανάμεσα στον οδηγό και τον επιβάτη, ο ίδιος δε ανωτέρω σκοπός της προστασίας των θυμάτων, επιβάλλει, να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του προσώπου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, αλλά βρισκόταν σε αυτό ως επιβάτης κατά τον χρόνο του ατυχήματος, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος αυτού και επομένως, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν ασφαλισμένο ουδόλως σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τρίτος, θύμα ατυχήματος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της δεύτερης Οδηγίας, εφόσον απλώς επέβαινε στο όχημα και δεν το οδηγούσε (αποφάσεις ΔΕΚ της 1ης Δεκεμβρίου 2011, B. W. κλπ, 0442/2010, της 19ης Απριλίου 2007, F. C-356/2005, και της 30ης Ιουνίου 2005, C. κ.λπ., C-537/03). γ) Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, που έχει ως αποτέλεσμα τον αυτόματο αποκλεισμό της υποχρεώσεως του ασφαλιστή να αποζημιώσει το θύμα τροχαίου ατυχήματος, όταν το ατύχημα προκλήθηκε από οδηγό, ο οποίος δεν ήταν ασφαλισμένος δυνάμει της σχετικής συμβάσεως και το θύμα, που επέβαινε στο όχημα κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός του συγκεκριμένου οχήματος και είχε επιτρέψει στο πρόσωπο αυτό να το οδηγήσει, η απάντηση δε αυτή δεν διαφέρει ανάλογα με το αν το ασφαλισμένο θύμα γνώριζε ότι το πρόσωπο στο οποίο επέτρεψε να οδηγήσει το όχημα δεν ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός, ή αν πίστευε ότι ήταν ή, ακόμη, αν έλαβε ή όχι υπόψη του το ζήτημα αυτό (απόφαση ΔΕΚ της 1ης Δεκεμβρίου 2011, B. W. κλπ, 0442/2010). δ) Όσον αφορά ειδικότερα την ιδιότητα του θύματος τροχαίου ατυχήματος ως αντισυμβαλλομένου στην ασφαλιστική σύμβαση και κυρίου του οχήματος, που ενεπλάκη στο ατύχημα αυτό, κρίνεται ότι ο σκοπός της προστασίας των θυμάτων, τον οποίο επιδιώκουν η πρώτη, δεύτερη και τρίτη Οδηγία, επιβάλλει να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του κυρίου του οχήματος, ο οποίος τη στιγμή του ατυχήματος βρισκόταν σε αυτό ως επιβάτης, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου επιβάτη που υπήρξε θύμα του ιδίου ατυχήματος (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, L. I. D. M., C-503/2016, σκέψη 41 και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, ... και E., C-442/10, EU:C:2011:799, σκέψη 30). Και ε) Αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης Οδηγίας η αναγνώριση, υπέρ του ασφαλιστή της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, της δυνατότητας να επικαλεστεί νομικές διατάξεις ή συμβατικές ρήτρες, προκειμένου να μην αποζημιώσει τα θύματα ατυχήματος, το οποίο προκλήθηκε από ασφαλισμένο όχημα (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, L. I. D. M., C-503/2016, σκέψη 52 και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, ... και E., C-442/10, EU:C:2011:799, σκέψη 33).
Περαιτέρω, όσον αφορά το εθνικό μας δίκαιο ισχύουν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. α' του Π.Δ. 237/1986 [“Κωδικοποίηση των διατάξεων του Ν. 489/1976 (ΦΕΚ Α’331/76) περί υποχρεωτικής Ασφαλίσεως της εξ' ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”], "ο κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα επί οδού υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ίδιου νόμου "το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α' του Π.Δ. 237/1986 "η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος για την οδήγηση ή υπευθύνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. α' του ιδίου Π.Δ. 237/1986 [όπως παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Δ. 264/1991, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις της Οδηγίας 84/5 ΕΟΚ (Ε.Ε.) για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών - μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων], "η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών, έναντι των μελών της οικογένειας του ασφαλισμένου οδηγού, ή, κάθε άλλου προσώπου, του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσμό συγγενείας”. Ακολούθως, με το άρθρο 7 του Π.Δ. 237/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ. 264/1991, ορίζεται ότι "δεν θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 § 1 και του άρθρου 6 § 2: α) Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε την ζημία, β) κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης, γ) εκείνος ο οποίος έχει καταρτίσει μετά του ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση, δ) οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρείας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η ως άνω ασφάλιση γίνεται για να καλύψει την αστική ευθύνη των ασφαλισμένων προσώπων έναντι των τρίτων που ζημιώνονται και ότι τα πρόσωπα, τα οποία ο νόμος θεωρεί τρίτους, έχουν αξίωση αποζημιώσεως κατά του ασφαλιστή, εφόσον, όμως, έναντι αυτών ο ασφαλισμένος έχει υποχρέωση αποζημιώσεως, την οποία ακριβώς καλύπτει η σύμβαση ασφαλίσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην περίπτωση δε θανατώσεως προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Ενόψει αυτών, βασική προϋπόθεση για τη θεμελίωση από την οικογένεια του θύματος αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεώς της λόγω ψυχικής οδύνης είναι η έναντι του τελευταίου (θύματος) τέλεση αδικοπραξίας. Ως αδικοπραξία δε στην περίπτωση αυτή δεν νοείται μόνο αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 914 Α.Κ., αλλά και κάθε περίπτωση που θεμελιώνει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση διατάξεις ειδικών νόμων, όπως είναι και ο ν. ΓπΝ/1911. Επομένως, η οικογένεια του θύματος μπορεί να αξιώσει από την ασφαλιστική εταιρία χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, εφόσον πληρούται το πραγματικό μιας, με την παραπάνω έννοια, αδικοπραξίας σε βάρος του θύματος από πρόσωπο του οποίου, κατά τα ανωτέρω έχει ασφαλιστεί η έναντι τρίτων αστική ευθύνη του.
Συνεπώς, εάν το τελευταίο τούτο πρόσωπο είναι το ίδιο το θύμα, δεν πληρούται το πραγματικό της, με την έννοια που αναφέρθηκε, αδικοπραξίας σε βάρος του, με αποτέλεσμα να μην ιδρύεται δικαίωμα αποζημιώσεως και εντεύθεν υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας για την κάλυψη αυτής (ΑΠ 461/2017, ΑΠ 1104/2015, ΑΠ 427/2014). Περαιτέρω, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 7 του Π.Δ. 237/1986, όπως ισχύει και μετά την ως άνω αντικατάστασή της, ο οδηγός του ασφαλισμένου ζημιογόνου αυτοκινήτου, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως (όπως είναι, κατά το ως άνω άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α' του Π.Δ. 237/1986, ο κύριος, ο κάτοχος, ο προστηθείς για την οδήγηση και ο υπεύθυνος του ασφαλισμένου αυτοκινήτου), εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση, ο αλλά και ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ως ιδιοκτήτης, δεν θεωρούνται τρίτοι, εάν ασκούν αξιώσεις με την ίδια ιδιότητα, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως προαναφέρθηκε, ώστε και αυτών δεν καλύπτεται με την ίδια σύμβαση, η ζημία τους.
Συνεπώς, δεν υπάρχει υποχρέωση της ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο εταιρείας για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση και των συγγενών των ιδίων πιο πάνω προσώπων, που δεν θεωρούνται τρίτοι, για τον τραυματισμό ή τη θανάτωση των τελευταίων, αφού τέτοια αξίωση δεν παρέχεται στα ίδια αυτά πρόσωπα, που δεν θεωρούνται τρίτοι (ΑΠ 1104/2015, ΑΠ 427/2014). Έτσι, στην περίπτωση που από πταίσμα του οδηγού τραυματίζεται ή θανατώνεται ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφαλίσεως ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ως ιδιοκτήτης, ή κάποιο από τα προαναφερόμενα πρόσωπα των οποίων η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως (όπως ο κύριος-κάτοχος του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο προστηθείς στην οδήγηση αυτού), ο οποίος κατά το ατύχημα είναι συνοδηγός, ο τραυματιζόμενος ή θανατούμενος δεν είναι τρίτος και ως τέτοιος δεν έχει αξίωση, είτε ο ίδιος, είτε (σε περίπτωση θανατώσεώς του) οι κληρονόμοι αυτού (μέλη της οικογένειας κατά την έννοια των άρθρων 932, 57 και 59 ΑΚ) για χρηματική ικανοποίηση (ψυχική οδύνη). Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται από τη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 489/76 (ΠΔ 264/1991), δυνάμει της οποίας η ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει και την αστική ευθύνη λόγω θανατώσεως ή σωματικών βλαβών έναντι των μελών της οικογένειας του ασφαλισμένου - οδηγού, ή κάθε άλλου προσώπου του οποίου καλύπτεται η αστική ευθύνη. Και τούτο διότι η ρύθμιση αυτή αναφέρεται σε βλάβη των ως άνω προσώπων υπό την προϋπόθεση, ότι δεν έχουν κάποια από τις ανωτέρω ιδιότητες του άρθρου 7 του Π.Δ. 237/1986 (αντισυμβαλλόμενος, ασφαλισμένος, κάτοχος, ιδιοκτήτης κ.λ.π.). Τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται "τρίτοι”, με αποτέλεσμα να έχουν αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, αλλά για τη ζημία που οι ίδιοι έχουν υποστεί και μόνο σε περίπτωση θανατώσεως αυτών συνεπεία του αυτοκινητικού ατυχήματος δικαιούται η οικογένειά τους να αξιώσει από την ασφαλιστική εταιρεία χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΑΠ 461/2017). Επομένως, κατ' εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του άρθρου 7 του Π.Δ. 237/1986, η οποία είναι σαφής, μη παρέχουσα δυνατότητα ερμηνευτικής προσέγγισης αντίθετης με το γράμμα και το πνεύμα του κανόνα που θεσπίζει, ο προστηθείς, από τον ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος, για την οδήγηση, αν τραυματισθεί ή θανατωθεί ως συνεπιβάτης κατά το ατύχημα, έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας δεν είναι "τρίτος”, γιατί εμπίπτει στην κατηγορία των προσώπων που είναι, κατά τα ανωτέρω, ασφαλισμένα και επομένως, δεν έχει αξίωση κατά του ασφαλιστή του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είτε ο ίδιος, είτε οι συγγενείς του (μέλη της οικογενείας του) επί θανατώσεώς του και συνεπώς δεν καθιδρύεται υποχρέωση του ασφαλιστή για κάλυψη της αστικής ευθύνης έναντι αυτού εξ αιτίας σωματικής βλάβης του ή σε περίπτωση θανατώσεώς του έναντι των μελών της οικογένειάς του (βλ. ομοίως για ιδιοκτήτη - συνεπιβάτη ΑΠ 461/2017).
Από την αντιπαραβολή της διατάξεως του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ, της 14ης Μαΐου 1990, η οποία επιτάσσει ότι η ασφάλιση, που καλύπτει την αστική ευθύνη τη σχετική με την κυκλοφορία οχήματος, πρέπει να καλύπτει την ευθύνη για τις σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος και προβλέπει την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη μόνο του οδηγού, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 περιέχει σημαντική απόκλιση προς την ως άνω διάταξη της τρίτης Οδηγίας, αφού η τελευταία αυτή διάταξη (του άρθρου 7 του Ν. 489/1976), εξαιρεί, μεταξύ άλλων, από τον ορισμό των ζημιωθέντων τρίτων, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παραγρ. 1 και 6 παρ. 2 "κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης”, επίσης εκείνο "το οποίο έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση”, καθώς και το νόμιμο εκπρόσωπο νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ως ιδιοκτήτης και συνεπώς αποκλείεται, από την εν λόγω διάταξη η ασφαλιστική κάλυψη των ανωτέρω προσώπων, ως τρίτων θυμάτων, σε ατύχημα που λαμβάνει χώρα κατά το χρόνο που αυτά συνεπιβαίνουν στο ασφαλισμένο όχημα.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης της ΕΟΚ προκύπτει, ότι οι Οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος-μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (αρχή της αποτελεσματικότητας), αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι` αυτό, απευθύνονται κατ` ανάγκην όχι απ` ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη-μέλη, αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί δυνατή η επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος. Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους, που είναι ο παραλήπτης αυτής. Η ισχύς της, όμως, εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους, που παρέλειψε να την καταστήσει εθνικό δίκαιο και των αντιστοίχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την Οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 10/2013, Ολ. ΑΠ 31/2009, Ολ. ΑΠ 19/2007). Κατά πάσα περίπτωση, όμως, και κατ` εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες ή μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων των κρατών -μελών, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, στα πλαίσια της συνεργασίας των κρατών - μελών με την ΕΕ και της διασφάλισης του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της ΣυνθΕΟΚ και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των Οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες, ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες (Ολ. ΑΠ 10/2013, Ολ. ΑΠ 31/2009, Ολ. ΑΠ 18/2006, αποφάσεις ΔΕΚ της 24-05-2012 C-97/2011 και της 5-10-2004 C-397/01 έως C-403/01). Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΔΕΚ) και ήδη Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), όταν τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να επιλύσουν διαφορά μεταξύ ιδιωτών και διαπιστώνουν ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, οφείλουν να διασφαλίσουν την έννομη προστασία, που αντλούν οι ιδιώτες από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και να εγγυηθούν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών (βλ. επ' αυτού, Ολ. ΑΠ 11/2013, αποφάσεις ΔΕΚ της 7ης Αυγούστου 2018, C- 122/2017, σκέψη 37, της 19ης Ιανουαρίου 2010, K., C-555/2007, EU:C:2010:21, σκέψη 45, της 5ης Οκτωβρίου 2004, P. κ.λπ, C-397/2001 έως C-403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 111, καθώς και της 19ης Απριλίου 2016, DI, C-441/2014, EU:C:2016:278, σκέψη 29). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς διατάξεις των Οδηγιών, που δεν έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη, όχι έναντι των ιδιωτών, αλλά έναντι του κράτους - μέλους, ανεξαρτήτως της ιδιότητας υπό την οποία ενεργεί το κράτος αυτό, είτε δηλαδή ενεργεί ως εργΟδότης, είτε ως δημόσια αρχή ( Ολ. ΑΠ 10/2013, αποφάσεις ΔΕΚ της 10ης Οκτωβρίου 2017, F., C- 413/2015, σκέψη 32, της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C. και C., C-343/98, EU:C:2000:441, σκέψη 22-23, της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, F. κ.λπ., C-188/89, EU:C:1990:313, σκέψη 17 και της 26ης Φεβρουαρίου 1986, M., 152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 49). Ωστόσο, μεταξύ των φορέων, έναντι των οποίων είναι δυνατή η επίκληση από τους ιδιώτες διατάξεων Οδηγιών, που μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο το σύνολο των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, στα οποία υπάγονται και οι αποκεντρωμένες αρχές, αλλά και οι οργανισμοί ή φορείς, στους οποίους, ασχέτως της νομικής μορφής τους, ήτοι ακόμη και ιδιωτικού δικαίου, έχει ανατεθεί με πράξη της δημόσιας αρχής η παροχή υπηρεσιών δημόσιου συμφέροντος υπό την εποπτεία της αρχής αυτής (Ολ. ΑΠ 10/2013), ή υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους, ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες ( αποφάσεις ΔΕΚ της 07-08-2018, D. S., C-122/2017, σκέψη 45, της 10-10- 2017, F., C- 413/2015, σκέψεις 27 και 33, της 04-12- 1997, K. κ.λπ., C-253/1996 έως C-258/1996, EU:C:1997:585, σκέψη 46, της 12-07-1990, F. κ.λπ., C-188/1989, EU:C:1990:313, σκέψη 18). Ειδικότερα, οι εν λόγω οργανισμοί ή φορείς διακρίνονται από τους ιδιώτες και πρέπει να εξομοιώνονται με το κράτος, είτε διότι πρόκειται για νομικά πρόσωπα που αποτελούν μέρος του κράτους με την ευρεία έννοια, είτε διότι υπόκεινται στην εποπτεία ή τον έλεγχο δημόσιας αρχής, ή ακόμη διότι τους έχει ανατεθεί, από δημόσια αρχή, η εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και, για το λόγο αυτό, έχουν εξοπλιστεί με τις εξαιρετικές εξουσίες (απόφαση ΔΕK 10ης Οκτωβρίου 2017, F., C- 413/2015, σκέψη 34). Η προϋπόθεση περί υπαγωγής ενός οργανισμού στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους και η προϋπόθεση περί παραχωρήσεως εξαιρετικών εξουσιών σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες, δεν απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά (βλ. συναφώς, αποφάσεις ΔΕK 10ης Οκτωβρίου 2017, F., C- 413/2015, σκέψη 28, της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, V., C-180/04, EU:C:2006:518, σκέψη 26 και της 4ης Δεκεμβρίου 1997, K. κ.λ.π., C- 253/96 έως C-258/96, EU:C:1997:585, σκέψεις 46 και 47). Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ανωτέρω αρχές κράτους - μέλους, το οποίο δεν θέσπισε, εντός της ταχθείσας με Οδηγία προθεσμίας, τις αναγκαίες ρυθμίσεις για τη μεταφορά της Οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν μπορούν να αντιτάξουν στους ιδιώτες τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει η Οδηγία, για το λόγο αυτό (απόφαση ΔΕΚ της 19-1-1982, C-8/81, B., σκέψεις 21-24) και η επίκληση από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο της Οδηγίας, έναντι των ανωτέρω αρχών, έχει ως συνέπεια τη μη εφαρμογή κανόνα εθνικού δικαίου, που είναι αντίθετος προς τις διατάξεις της Οδηγίας ( βλ. Ολ. ΑΠ 10/2013, απόφαση ΔΕΚ της 20-4-1999, S., C-241/1997, σκέψη 57). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα και με τα ανωτέρω ερμηνευτικά δεδομένα, με τις υπ' αριθμ. 4/2017 και 5/2017 αποφάσεις της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επί διαφοράς μεταξύ ιδιωτών αφενός και του Ν.Π.Ι.Δ. "με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ" αφετέρου, κρίθηκαν ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διατάξεις του εθνικού δικαίου (και δη το άρθρο 4 εδαφ. γ' του Ν. 4092/2012), επειδή, εκτός των άλλων, είναι αντίθετες και προσκρούουν ευθέως στην παρ. 4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ., ήτοι υιοθετήθηκε η επέκταση του οριζοντίου αποτελέσματος της ανωτέρω δεύτερης Οδηγίας, έναντι του προαναφερομένου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 1 ΚπολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ. ΑΠ 2/2013, Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 4/2005). Στην έννοια δε του κατ` άρθρο 559 Αριθμός 1 ΚΠολΔ, κανόνα ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβάνονται και οι διατάξεις του Κοινοτικού δικαίου, ήτοι Κανονισμοί και Οδηγίες, που περιέχουν κανόνες σαφείς και συγκεκριμένους, ή έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία (Ολ. ΑΠ 10/2000, ΑΠ 817/2017, ΑΠ 427/2005). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 7/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 3162/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι το Εφετείο αυτό δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική δίκη μέρος, τα ακόλουθα: "Δυνάμει της καταστάσης ήδη αμετακλήτου ως προς το σημείο αυτό υπ' αριθμόν 3599/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών εκρίθη με ισχύ δεσμευτικού και για το παρόν Δικαστήριο δεδικασμένου ότι ο Γ. Κ., οδηγός του ανήκοντος στην κυριότητα της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “...” υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο κατ' εκείνον το χρόνο ήταν ασφαλισμένο για τις ζημίες τις δυνάμενες να προκληθούν εις βάρος τρίτου από την κυκλοφορία του, στην καλούσα -εκκαλούσα - εναγομένη - ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “....”, τυγχάνει (αποκλειστικώς) υπαίτιος του αυτοκινητικού ατυχήματος που συνέβη την 15η Αυγούστου 2007 και περί ώρα 06.45', στην Εθνική Οδό Πρεβέζης - Ιωαννίνων, στο ύψος του 31,400 χιλιομέτρου, στο οποίο (αυτοκινητικό ατύχημα) ενεπλάκησαν το ως άνω υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο και το υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Δ.Χ.Φ. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρεία με την επωνυμία “...”, συνεπεία του οποίου κατεστράφησαν ολοσχερώς τα εμπλακέντα στο ένδικο ατύχημα οχήματα και τραυματίσθηκαν θανασίμως (βλ. τις από 6.9.2007 Ιατροδικαστικές Εκθέσεις Νεκροψίας - Νεκροτομής που συνέταξαν οι Παθολογοανατόμοι Π. Δ. και Α. Μ.) τόσο ο οδηγός του υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου Γ. Κ., όσο και ο συνεπιβαίνων (καθήμενος στη θέση του συνοδηγού) στο ως άνω όχημα Δ. Σ.. Περαιτέρω, ως προς το αφορών την παρούσα υπόθεση κρίσιμο ζήτημα, από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο απωλέσας τη ζωή του κατά το ένδικο ατύχημα Δ. Σ. ήταν μέτοχος (κατά ποσοστό 3,5%) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ιδιοκτήτριας του υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. (ζημιογόνου) αυτοκινήτου (και ασφαλίζουσας αυτό...) ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “...”, της οποίας Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο πατέρας του και πρώτος ενάγων της από 7.4.2008 αγωγής Μ. Σ........ Περαιτέρω, οι Γ. Κ. και Δ. Σ., όταν συνέβη το ένδικο ατύχημα επέστρεφαν, με το προαναφερόμενο υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, από διασκέδαση, καθόσον διεπιστώθη συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του οδηγού Γ. Κ. 0,97 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος κατά την πρώτη μέτρηση και 0,71 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος κατά τη δευτέρα (μέτρηση) και του συνοδηγού Δ. Σ. 0,96 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος κατά την πρώτη μέτρηση και 1,12 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος κατά τη δευτέρα (μέτρηση)...... Ο προαναφερθείς Δ. Σ., όπως εξάλλου δεν αμφισβητείται ειδικώς (άρθρα 352 παρ. 1 και 261 εδάφ. β' Κ.Πολ.Δ.) δεν επελήφθη αυτογνωμόνως ...... από την ιδιοκτήτρια αυτού (αυτοκινήτου) ανώνυμο εταιρεία με την επωνυμία “...”, της οποίας Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο πατέρας του και πρώτος ενάγων της από 7.4.2008 αγωγής Μ. Σ.. Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνεται η έννοια της προστήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 922 Α.Κ., καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η σχέση προστήσεως δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε δικαιοπραξία ή σύμβαση υπό τη στενή έννοια του όρου, καθώς μπορεί να στηρίζεται σε πραγματική, φιλική ή συγγενική σχέση ........ όπως εν προκειμένω (παραχώρηση του οχήματος από τον Μ. Σ., Πρόεδρο, Διευθύνοντα Σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της ιδιοκτήτριας του οχήματος ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “...” στο τέκνο αυτού Δ. Σ.). Ομοίως, ο (υποπροστηθείς) Γ. Κ., οδηγός του υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, κατά το χρόνο που συνέβη το ένδικο ατύχημα, δεν επελήφθη αυτογνωμόνως αυτού (υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου), καθόσον του είχε παραχωρηθεί η οδήγησή του από τον (συνεπιβαίνοντα κατά το χρόνο του ατυχήματος και προστηθέντα) ... (υπό την εξυπακουόμενη σύσταση να το οδηγεί κατά τους κανόνες της συνετούς οδηγήσεως, τους οποίους εν τέλει παρέβη). Λαμβανομένων υπόψη ότι: α) όπως προαναφέρθηκε, ο Ν. 489/1976 ρυθμίζει την έναντι τρίτων υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητο, αποβλέπει δηλαδή στην προστασία τρίτων προσώπων και όχι του ιδίου του κυρίου του αυτοκινήτου και ασφαλισμένου ...., β) η κάλυψη ίδιων ζημιών δεν ρυθμίζεται από το Ν. 489/1976, αλλά είναι προαιρετική, υπό την προϋπόθεση καταρτίσεως προσθέτου ασφαλίσεως, για την κάλυψη των εν λόγω ζημιών, προϋπόθεση της οποίας δεν γίνεται επίκληση εν προκειμένω (βλ. και το προσκομιζόμενο υπ' αριθμόν .../26.2007 ασφαλιστήριο συμβόλαιο) και γ) ο κατά τα ανωτέρω μη επιληφθείς αυτογνωμόνως του προαναφερομένου υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (και συνεπώς προστηθείς, κατά τα προεκτεθέντα) Δ. Σ. (στον οποίο είχε παραχωρηθεί η οδήγηση του υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου με τη συναίνεση του πατρός του - νομίμου εκπροσώπου της ιδιοκτήτριας αυτού - σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε είτε κανενός είδους εναντίωση του πατρός του Δ. Σ. στην ανάληψη της χρήσεως και οδηγήσεως του ανωτέρω οχήματος από τον υιό του είτε ότι αγνοούσε το εν λόγω περιστατικό) είχε με τη σειρά του παραχωρήσει την οδήγησή του (εφόσον δέχθηκε να επιβιβασθεί στο ανωτέρω όχημα, το οποίο θα οδηγούσε ο Γ. Κ.) στον υποπροστηθέντα και οδηγό, κατά το χρόνο του ατυχήματος, Γ. Κ., οι συγγενείς αυτού (Δ. Σ.) δεν θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 Ν. 489/1976, "τρίτοι" (εφόσον η ευθύνη αυτού ως προστηθέντος καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση, την οποία ο προστήσας αυτόν είχε συνάψει με τον ασφαλιστή - εναγομένη) έναντι της εκκαλούσης - καλούσης ανωνύμου ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “....” και ως εκ τούτου τα μέλη της οικογένειάς του - ενάγοντες - εφεσίβλητοι - καθ' ων η κλήση δεν έχουν κατά του ασφαλιστή αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν συνεπεία του κατά το ένδικο ατύχημα θανάσιμου τραυματισμού του.... Σημειωτέον εν προκειμένω ότι αλυσιτελώς διατείνονται οι συγγενείς του θανόντος κατά το ένδικο ατύχημα Δ. Σ. ...... ότι α) ο αποβιώσας Δ. Σ. "έπαιρνε όποιο αυτοκίνητο εύρισκε πρόχειρο από τα 10 περίπου της εταιρείας που ήταν διαθέσιμα" και β) ο τελευταίος (Δ. Σ.) καθώς και ο οδηγός του ως άνω αυτοκινήτου Γ. Κ., κατά το βράδυ της 14ης Αυγούστου 2007 και τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου 2007, οπότε και συνέβη το ένδικο ατύχημα βρίσκονταν μαζί για διασκέδαση και όχι για επαγγελματική ή άλλη σχετιζόμενη με την εμπορική δραστηριότητα της ιδιοκτήτριας του υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, καθόσον πέραν του ότι οι ως άνω ισχυρισμοί ελέγχονται ως αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι και τούτο, γιατί διαψεύδονται από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του Λ. Σ., στην κατάθεση του οποίου το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα καθόσον πέραν του ότι είναι τρίτος και δεν εξαρτά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, έχει, ως Οικονομικός Διευθυντής της ιδιοκτήτριας του ως άνω οχήματος, άμεση γνώση των κρισίμων εν προκειμένω γεγονότων (ειδικότερα ο τελευταίος στην κατάθεσή του - βλ. τα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου - αναφέρει ότι "Ήταν νέο μοντέλο της Μερσεντές, το πήρε (ενν. Ο Δ. Σ.) να το δει στην οδήγηση”, "Ο Σ. 8 το βράδυ έφυγε από τα Όχθια από τον πατέρα του”, "Ο Κ. Σ. είχε στο πορτ παγκάζ κάποιες πινακίδες, θα τις έδινε σε ιδιοκτήτες αυτοκινήτου, στην Άρτα, το απόγευμα 7- 8 η ώρα θα πήγαινε να τις δώσει" και "Για την εταιρεία δούλευε, μετά την Άρτα για τις πινακίδες, θα πήγαινε με την οικογένεια του στην Κέρκυρα”) σε κάθε περίπτωση και αληθών υποτιθεμένων των σχετικών ισχυρισμών δεν αναιρείται, κατά τα προεκτεθέντα, η έννοια της προστήσεως, όπως αβασίμως διατείνονται οι εφεσίβλητοι - συγγενείς του αποβιώσαντος κατά το ένδικο ατύχημα Δ. Σ.. Ομοίως απορριπτέοι, ως αβάσιμοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί των εναγόντων - εφεσίβλητων, κατά τους οποίους: α) η διάταξη του άρθρου 7 Ν. 489/1976 τυγχάνει ανεφάρμοστη, καθόσον αντιβαίνει ευθέως προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 και 21 παρ. 6 Συντάγματος, β) ομοίως η ως άνω διάταξη τυγχάνει ανεφάρμοστη, γιατί δεν εναρμονίζεται προς τις ρυθμίζουσες την ασφαλιστική προστασία των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα κοινοτικές οδηγίες και γ) σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη της εναγομένης - εκκαλούσης - καλούσης, θεμελιώνεται στις διατάξεις της Κοινοτικής Οδηγίας 90/232/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1990, με την οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο αυτής ότι η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης καλύπτει τις σωματικές βλάβες όλων των επιβατών του οχήματος, πλην του οδηγού, έστω και αν οι προβλέψεις αυτές δε έχουν καταστεί "εθνικό δίκαιο”, καθόσον ως προς τον υπό στοιχεία α' ισχυρισμό με τη ρύθμιση, του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, ενώ ως προς τους υπό στοιχεία β' και γ' ισχυρισμούς, όπως προαναφέρθηκε, η ισχύς της προαναφερομένης οδηγίας εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση ένδικη υπόθεση (μεταξύ των εναγόντων - εφεσίβλητων ιδιωτών και της εναγομένης - εκκαλούσης - καλούσης, η οποία είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου - Ν.Π.Ι.Δ.).....Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτό ότι ο ως άνω Δ. Σ. δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του προστηθέντος (και κατ' επέκταση προσώπου του οποίου η ευθύνη καλυπτόταν ασφαλιστικώς, κατ' άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 489/1976, ώστε να μην μπορεί αυτός (Δ. Σ.) να χαρακτηρισθεί ως "τρίτος" έναντι του ασφαλιστή, κατά την έννοια του άρθρου 7 Ν. 489/1976) εσφαλμένως το νόμο εφήρμοσε και πλημμελώς τις αποδείξεις εξετίμησε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ' ουσίαν βάσιμος ο συναφής (δεύτερος και μοναδικός παραπεμφθείς δια της υπ' αριθμόν 1104/2015 αποφάσεως του Αρείου Πάγου) λόγος της από 22 Ιουνίου 2009 (Αριθμός Καταθέσεως: .../2009) εφέσεως. Κατ' ακολουθίαν, μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς εξέταση (ως προς το μεταβιβασθέν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της ανωτέρω αναιρετικής αποφάσεως, κεφάλαιο), πρέπει η από 22 Ιουνίου 2009 (Αριθμός Καταθέσεως: .../2009) έφεση, καθ' ο μέρος εισήχθη προς συζήτηση, να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη (ως προς τα μεταβιβασθέντα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κεφάλαια) και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο .... και ερευνηθούν κατ' ουσίαν οι από 15.1.2008 ... από 10.3.2008 ... και από 7.4.2008 ... αγωγές, καθ' ο μέρος στρέφονται κατά της εναγομένης - εκκαλούσης - καλούσης -ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “....” ν' απορριφθούν, [η δε από 7.4.2008 ... αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα Μ. Σ. για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο τελευταίος τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος του ασφαλίζοντος το ως άνω όχημα ιδιοκτήτη αυτού - νομικού προσώπου - άρθρα 6 παρ. 1 και 2 και άρθρο 7 περ. δ' Ν. 489/1976], ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως των εναγόντων (άρθρα 6 παρ. 1 και 2 και άρθρο 7 περ. β' Ν. 489/1976) για την άσκησή τους, προϋπόθεση εξάλλου η οποία όπως και όλες οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης ..... ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, κατ' άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ. ....(και όχι ως παθητικώς ανομιμοποίητες, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εκκαλούσα - εναγομένη, καθόσον ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως, για την ύπαρξη αυτής (παθητικής νομιμοποιήσεως) αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος είναι ο φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσεως”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την από 22-06-2009 έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, εξαφάνισε την ανωτέρω υπ' αριθμ. 2424/2009 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και δίκασε την από 07-04-2008 αγωγή των αναιρεσειόντων και αφού απέρριψε τον ισχυρισμό των τελευταίων ότι η διάταξη του άρθρου 7 του Π.Δ. 237/1986 τυγχάνει ανεφάρμοστη, ως αντικείμενη στις διατάξεις της Κοινοτικής Οδηγίας 90/232/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1990 και ότι η ευθύνη της αναιρεσίβλητης θεμελιώνεται απευθείας στις διατάξεις της Οδηγίας αυτής, δέχθηκε τον ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες δεν θεωρούνται ως "τρίτοι”, κατά την έννοια του άρθρου 7 του Π.Δ. 237/1986 και ως εκ τούτου δεν δικαιούνται χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του προαναφερομένου οικείου τους και κατόπιν των ανωτέρω απέρριψε την εν λόγω αγωγή αυτών, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της αναιρεσίβλητης. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, όπως εκτιμάται, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση της ευθείας παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα της παραβιάσεως: α) των διατάξεων του άρθρου 7 του Π.Δ. 237/1986, τις οποίες εσφαλμένα εφάρμοσε, αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, ως αντικείμενες στις διατάξεις του άρθρου 1 εδαφ. α' της Κοινοτικής Οδηγίας 90/232/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1990 και β) των διατάξεων του άρθρου 1 εδαφ. α' της προαναφερομένης Κοινοτικής Οδηγίας (90/232/ΕΟΚ), τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε, αν και ήταν εφαρμοστέες, στην ένδικη περίπτωση, διότι, όπως υποστηρίζουν, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, περιέχουν κανόνες δεκτικούς απευθείας εφαρμογής έναντι των αρχών του κράτους - μέλους, στην έννοια των οποίων υπάγονται, μεταξύ άλλων και οι οργανισμοί, οι οποίοι ασχέτως της νομικής τους μορφής, ήτοι και ιδιωτικού δικαίου, έχουν συσταθεί με πράξη της δημόσιας αρχής, ή παρέχουν υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, ή τελούν υπό την εποπτεία δημόσιας αρχής, όπως ισχύει και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, οι οποίες αρχίζουν τη λειτουργία τους με σχετική ατομική διοικητική πράξη, που εκδίδεται από δημόσια αρχή και υπόκεινται στον έλεγχο και την εποπτεία της αρχής αυτής (Τράπεζα της Ελλάδος) ως προς το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και συνεπώς εξομοιώνονται με το κράτος κατά την ανωτέρω έννοια. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, με τον ερευνώμενο πρώτο αναιρετικό λόγο δημιουργείται, κατά την κρίση του παρόντος Τμήματος, ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος [γιατί αφορά όχι μόνο την παρούσα υπόθεση, αλλά σημαντική κατηγορία επιβατών - παθόντων σε τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση θανάτου τους, των οικείων αυτών, οι οποίοι στερούνται αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 7 του Π.Δ. 237/1986 ιδιότητες], σχετικά με το εάν οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 εδαφ. α' της προαναφερομένης Κοινοτικής Οδηγίας 90/232/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1990 [σύμφωνα με τις οποίες η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, (δηλαδή η ασφάλιση που καλύπτει την αστική ευθύνη τη σχετική με την κυκλοφορία οχήματος), καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος], οι οποίες ενσωματώθηκαν αυτούσιες στην Οδηγία 2009/103/ΕΚ και δεν έχουν ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη, μπορούν να τύχουν ή μη, απευθείας εφαρμογής στο εσωτερικό δίκαιο (αναφορικά με ατυχήματα που έλαβαν χώρα μετά την, κατά τα ανωτέρω, πάροδο της προθεσμίας ενσωμάτωσης της εν λόγω Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη), κατόπιν επικλήσεώς τους από την προαναφερομένη κατηγορία θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων ή σε περίπτωση θανάτου τους από τους οικείους τους, έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ασφαλιστικών ανωνύμων εταιρειών), που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων, εφόσον βεβαίως κριθεί προηγουμένως ότι οι ασφαλιστικές αυτές επιχειρήσεις συνιστούν οργανισμούς, που διακρίνονται από τους ιδιώτες, και που εξομοιώνονται, όσον αφορά την εφαρμογή των Κοινοτικών Οδηγιών, με την προεκτιθέμενη έννοια του κράτους, λόγω του ότι πληρούν τη σχετική προϋπόθεση και δη υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών των οποίων, κατά το ισχύον νομικό καθεστώς, η λειτουργία τους τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία δημόσιας αρχής (ήδη της Τράπεζας της Ελλάδος), η οποία δεν απαιτείται να συντρέχει σωρευτικά και με άλλες προϋποθέσεις. Πρέπει, επομένως, κατά την ομόφωνη περί τούτου απόφαση του παρόντος Τμήματος, ο πρώτος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 563 παρ.2 περ. β' του Κ.Πολ.Δ. και του άρθρου 23 παρ. 2 εδαφ. γ'και δ' του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”. Κατά τα λοιπά ως προς το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται να κρίνει το λόγο αυτό μετά την έκδοση απόφασης από την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Συνεκδικάζει την από 23-10-2019 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/30-10-2019) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3162/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τους από 29-09-2021 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/01-10-2021) πρόσθετους λόγους αυτής.
-Απορρίπτει τους από 29-09-2021 πρόσθετους λόγους.
- Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τον πρώτο, από το άρθρο 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., αναφερόμενο στο σκεπτικό, αναιρετικό λόγο, της από 23-10-2019 αιτήσεως αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ