Απόφαση

Αριθμός 907/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Σιμιτσή - Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο - Εισηγητή, Κωνσταντίνα Νάκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Γ. του Ε. και 2) Ε. Γ. του Δ., κατοίκων Νυμφόπετρας Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Γαλλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Κ. του Α., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/12/2019 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5510/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 687/2021 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20/4/2021 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 20 Απριλίου 2021 με αριθ. καταθ. .../20.4.2021 αίτηση αναίρεσης των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσίβλητου, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με αριθ. 687/12.4.2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν άσκησης αντιθέτων εφέσεων κατά της εκδοθείσας κατά την ίδια διαδικασία με αριθμ. 5510/4.6.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την από 31.12.2019 με αριθ. κατάθεσης .../15.1.2020 αγωγή, όπως διορθώθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, δικηγόρος Θεσσαλονίκης, ισχυρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, που διατηρούσαν κτηνοτροφικές μονάδες στην Κοινότητα Νυμφόπετρα Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, του ανέθεσαν τον Αύγουστο του έτους 2013 το χειρισμό υπόθεσης αποζημίωσής τους κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΒΕΕ" λόγω θανάτου αγελάδων τους από την πώληση εκ μέρους της ως άνω ανώνυμης εταιρείας ζωοτροφών προς αυτούς και ότι συμφωνήθηκε προφορικά ως αμοιβή του ποσοστό 15% επί του ποσού που θα επιδικαζόταν από την ως άνω αιτία πλέον τόκων και εξόδων για κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια που αφορούσε την υπόθεση. Ότι, επιπρόσθετα, αυτός ως πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων εκτέλεσε τις αναγραφόμενες σ'αυτή δικαστικές και εξωδικαστικές ενέργειες που περιγράφονται ως προς το είδος, το αντικείμενο και το χρόνο εργασίας. Ότι για το χειρισμό των αναφερόμενων σ'αυτή αστικών υποθέσεων, ποινικών υποθέσεων και εξωδικαστικών υποθέσεων δικαιούται, με βάση τα ελάχιστα όρια αμοιβής του κώδικα δικηγόρων και μετ' αφαίρεση των καταβληθέντων σ'αυτόν ποσών, από τον πρώτο εναγόμενο το ποσό των 15.209,09 ευρώ και από το δεύτερο εναγόμενο το ποσό των 21.873,55 ευρώ. Ότι, άλλως, οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν τη συμφωνηθείσα κατά ποσοστό 15% αμοιβή του, επί του κεφαλαίου και των τόκων που εισέπραξαν από την ως άνω ανώνυμη εταιρεία την 22.12.2019 συνολικού ύψους 158.685,90 ευρώ, από τον επιτυχή χειρισμό εκ μέρους του των υποθέσεών τους που ανερχόταν, με βάση το ως άνω ποσοστό αμοιβής του στο ποσό των 23.802.88 ευρώ, από το οποίο ο πρώτος εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει ποσό 13.312,88 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει ποσό 10.489,99 ευρώ. Ότι επιπρόσθετα λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων προς το πρόσωπό του, υπέστη ηθική βλάβη και ότι δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.000 ευρώ από κάθε εναγόμενο. Ζητούσε, δε, α) κατά την κυρία βάση της αγωγής του με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, περί ελαχίστων ορίων αμοιβής του, να υποχρεωθούν να του καταβάλουν ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 20.209,09 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 26.873,55 ευρώ, με το νόμιμο τόκο β) κατά την επικουρική βάση της αγωγής με βάση την προφορική συμφωνία εργολαβικού δίκης, να υποχρεωθούν να του καταβάλουν ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 13.312,88 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 10.489,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο και γ) με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής του να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν τα ως άνω ποσά από τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 5510/2020 απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής από τη σύμβαση εργολαβίας της δίκης και ως μη νόμιμο το αγωγικό κονδύλιο επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς την κυρία βάση της, την οποία δέχθηκε εν μέρει και ως κατ'ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.795,12 ευρώ και το δεύτερο εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 7.684,98 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 29.11.2019 έως την εξόφληση. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου άσκησαν εφέσεις ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης α) οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες την από 1.7.2020 με αριθ. καταθ. .../7.7.2020 έφεσή τους με την οποία ζητούσαν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος και β) ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος την από 9.7.2020 με αριθμ. καταθ. .../10.7.2020 έφεσή του με την οποία ζητούσε τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει καθολοκληρία δεκτή η αγωγή του. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου α) έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ'ουσία η από 9.7.2020 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και β) έγινε τυπικά και κατ'ουσία δεκτή η από 1.7.2020 έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης ως προς το επιδικασθέν πρωτοδίκως σε βάρος του δεύτερου εναγομένου αγωγικό κονδύλιο αμοιβής ύψους 703,64 ευρώ για σύνταξη δικογράφου αγωγής στις 18.11.2014, το οποίο κρίθηκε ότι είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ.11 του ΑΚ, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, δικάσθηκε η από 31.12.2019 αγωγή, έγινε δεκτή εν μέρει αυτή ως κατ'ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον ενάγοντα ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 8.795,12 ευρώ (όπως και πρωτοδίκως) και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 6.981,34 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 29.11.2019 μέχρι εξοφλήσεως. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Με το άρθρο 591 παρ.1 στοιχ. δ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) ορίζεται ότι στις ειδικές διαδικασίες (στις οποίες υπάγονται, μεταξύ των άλλων και οι διαφορές από αμοιβές δικηγόρων, κατά το άρθρο 614 αρ. 5, του ιδίου κώδικα) "τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ.1 στοιχ. δ του ΚΠολΔ, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν "όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως [...] τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ` αυτές, [...]”. Με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190) καθότι σύμφωνα με την παρ.2α του άρθρου 116 του ιδίου νόμου, οι διατάξεις του άρθρου αυτού (527) όπως τροποποιήθηκαν εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα που θα κατατεθούν μετά από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι "είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Από τις ως άνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές δικηγόρων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι η ένσταση ολικής ή μερικής εξόφλησης, ερειδόμενη επί του άρθρου 416 του ΑΚ (ΑΠ 447/2020), με τις προτάσεις τους και να προτείνουν αυτούς και συνοπτικά και προφορικά κατά τη συζήτηση με καταχώρησή τους στα πρακτικά, διαφορετικά είναι απαράδεκτοι. Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν κατατεθούν έγγραφες προτάσεις, προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που "ως γενόμενο κατά τη συζήτηση" σημειώνεται στα πρακτικά (ΑΠ 1148/2020, ΑΠ 235/2019) και κατά συνέπεια απαιτείται να προκύπτει η προβολή αυτών ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών (πρακτικών) και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προβολής τους είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρημένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 235/2019, σχετ. ΟλΑΠ 43/1996). Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη των ισχυρισμών αυτών, εφόσον αυτοί δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως κατά τρόπο παραδεκτό ως άνω, εκτός εάν εμπίπτουν σε κάπ, οια από τις προεκτεθείσες εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής τους, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς (ΑΠ 235/2019, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 388/2013). Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 1/1999, AΠ 270/2015) και με αυτόν ελέγχεται και η απόρριψη από το Δικαστήριο ισχυρισμού ότι προβλήθηκε απαράδεκτα (ΑΠ 447/2020, ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1387/2011, ΑΠ 1146/2011). Τέλος, όταν προβάλλεται αιτίαση και εκτίθενται στο αναιρετήριο με πληρότητα όλα τα αναγκαία περιστατικά, ο Άρειος Πάγος εκτιμώντας το δικόγραφο υπάγει αυτεπαγγέλτως αυτά στον προσήκοντα λόγο αναίρεσης, έστω και αν από τον αναιρεσείοντα δεν γίνεται ή γίνεται εσφαλμένα επίκληση της σχετικής διάταξης από το 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1252/2017, ΑΠ 301/2013, ΑΠ 648/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ερειδόμενο στον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι στο αναιρετήριο για κανένα εκ των τριών (3) λόγων αναίρεσης δεν γίνεται αναφορά περί υπαγωγής του σε κάποιον από τους εκ των αριθμών 1-20 αναιρετικούς λόγους του ως άνω άρθρου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την αιτίαση ότι εσφαλμένα απέρριψε τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, με τον οποίο προσέβαλαν την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά το μέρος που είχε απορρίψει την ένστασή τους περί μερικής εξόφλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, την οποία είχαν υποβάλει με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι "οι εναγόμενοι δεν υπέβαλαν τη σχετική ένσταση εξόφλησης με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου και τέτοιος ισχυρισμός δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης (ενν. της πρωτοβάθμιας δίκης), ούτε καν ως ‘‘τίτλος’’, ούτε έστω συνοπτική ανάπτυξή της υπήρξε και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη κρίθηκε η με τον ανωτέρω τρόπο υποβληθείσα ένσταση και επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της πρώτης εφέσεως (ενν. των εναγομένων-εκκαλούντων)”. Ειδικότερα οι αναιρεσείοντες εκθέτουν ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 του ΚΠολΔ, με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, περιορίζεται μόνο στις γνήσιες ενστάσεις και όχι στις καταχρηστικές ενστάσεις, όπως η ένσταση εξόφλησης, για τις οποίες εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν προκύπτουν από τη δικογραφία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να συνάγει την έννομη συνέπεια αυτεπάγγελτα. Από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των από 17.2.2020 πρωτόδικων προτάσεων των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων καθώς και από το επίσημο αντίγραφο των με αριθ. …/17.2.2020 πρακτικών συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που πιστοποιούν τις γενόμενες στο ακροατήριο διαδικαστικές πράξεις, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες είχαν προβάλει με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ισχυρισμό (ένσταση) μερικής εξόφλησης, χωρίς, όμως, να προκύπτει από τα προαναφερθέντα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι έλαβε χώρα και προφορική πρόταση αυτού στο ακροατήριο του άνω δικαστηρίου, ούτε καταχώρησή του στα πρακτικά και ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν προβλήθηκε παραδεκτά στον πρώτο βαθμό (άρθρο 591 παρ.1 στοιχ.δ ΚΠολΔ) δεδομένου ότι η ένδικη υπόθεση υπαγόταν στις ειδικές διαδικασίες των περιουσιακών διαφορών και ειδικά των αμοιβών δικηγόρων (άρθρο 614 παρ.5 εδ.α ΚΠολΔ). Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης των εναγομένων-εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων με την αιτιολογία ότι η προταθείσα από αυτούς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με τις προτάσεις τους, ένσταση μερικής εξόφλησης ορθά απορρίφθηκε από αυτό καθότι η ως άνω ένσταση δεν είχε προταθεί παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που να καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ούτε υπήρξε προφορική της ανάπτυξη, ορθά έκρινε, σύμφωνα με τις προτεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις των άρθρων 591 παρ.1, 614 παρ.5 εδ.α και 256 παρ.1 περ. δ του ΚΠολΔ, τις οποίες δεν παραβίασε και ως εκ τούτου δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επιπρόσθετα, ως εκ του περισσού, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται στο λόγο αναίρεσης ότι ο ως άνω ισχυρισμός τους περί μερικής εξόφλησης του αντιδίκου τους, που δεν είχε προταθεί παραδεκτά στην πρωτοβάθμια δίκη, προβλήθηκε παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ, από την επισκόπηση της από 1.7.2020 έφεσης τους προκύπτει ότι με αυτή δεν έγινε επίκληση κάποιου λόγου που να δικαιολογεί την παραδεκτή προβολή του ως άνω ισχυρισμού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν ο λόγος αυτός εμπίπτει σε κάποια από τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη εξαιρέσεις του ως άνω άρθρου (527 ΚΠολΔ) που επιτρέπουν το παραδεκτό της προβολής νέων αυτοτελών ισχυρισμών ή και ισχυρισμών που δεν είχαν προβληθεί παραδεκτά στη πρωτοβάθμια δίκη, ενώπιον του Εφετείου. Ο δε ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων, στον ως άνω πρώτο λόγο αναίρεσης, ότι αυτοί απέδειξαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων τους και από καταθετήρια τραπεζών ότι έχουν καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.100 ευρώ και ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όφειλε να το λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως καθότι στις καταχρηστικές ενστάσεις όπως είναι και η ένσταση εξόφλησης του άρθρου 416 του ΑΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται μόνο στις γνήσιες ενστάσεις, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθότι κάθε αυτοτελής ισχυρισμός, όπως και η ένσταση εξόφλησης, που είναι καταχρηστική ένσταση, πρέπει να προβάλλεται ορισμένα και παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε (ΑΠ 447/2020, ΑΠ 1119/2020, ΑΠ 123/2020, ΑΠ 1064/2018, ΑΠ 417/2018, ΑΠ 1591/2017, ΑΠ 574/2015). Επομένως ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και μάλιστα ενάριθμα (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 763/2018) όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 1361/2019, ΑΠ 1354/2017, ΑΠ 319/2017). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, ερειδόμενο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων α) επιδικάζοντας αμοιβές που έχουν καταργηθεί από τον νέο Κώδικα Δικηγόρων και συγκεκριμένα έξοδα δακτυλογράφησης σε υποθέσεις με α/α 4, 7, 9, 10,11,12,13,18 και 19 συνολικού ποσού 925 ευρώ, β) επιδικάζοντας στις υποθέσεις με α/α 4, 7, 9, 10 ταυτόχρονα αμοιβή με βάση ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης και ποσό αναφοράς, ενώ κατά τον ως άνω κώδικα το ποσό αναφοράς, ελλείψει συμφωνίας, συνιστά αμοιβή και ότι επιδίκασε εσφαλμένα για την ως άνω αιτία συνολικά ποσό 1.218,23 ευρώ, γ) επιδικάζοντας στις υποθέσεις με αύξοντα αριθμό 9 και 10 ποσά επί του αντικειμένου της δίκης συνολικού ύψους 6.347,42 ευρώ ενώ επρόκειτο για υποθέσεις αναστολής εκτέλεσης και συζήτησης προσωρινής διαταγής όπου δεν προβλέπεται ποσοστιαία αμοιβή, δ) επιδικάζοντας μη νόμιμα χρονοχρεώσεις για ενέργειες που έγιναν στα πλαίσια δικαστικής υπόθεσης και ειδικότερα ωριαίες αποζημιώσεις για δικαστικές υποθέσεις υπό α/α 4, 5, 6, 8, 9, 10, 16, 17, 18, 19, 20 συνολικού ποσού 4.949,66 ευρώ, ε) επιδικάζοντας κονδύλια για επικυρώσεις, χαρτοσημάνσεις, φωτοτυπίες συνολικού ποσού 390,11 ευρώ χωρίς να προσκομισθούν σχετικά παραστατικά και στ) επιδικάζοντας μη νόμιμα τις κρατήσεις υπέρ τρίτων επί των ποσών αναφοράς για τις υποθέσεις με α/α 4, 7, 9, 10,17 και 20 συνολικού ύψους 520,75 ευρώ, που το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο όφειλε, κάνοντας δεκτό το σχετικό λόγο της έφεσής τους, να μην τα επιδικάσει στον αναιρεσίβλητο αλλά να τα απορρίψει. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Και τούτο διότι στο οικείο δικόγραφο της αίτησης δεν διαλαμβάνονται οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο ως θεμελιωτικά του αποδεικτικού του πορίσματος ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες οφείλουν στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο δικηγόρο τις ως άνω επιδικασθείσες σε βάρος τους αμοιβές και δαπάνες στα πλαίσια ανάθεσης εντολών για διεκπεραίωση υποθέσεών τους, ούτε αναφέρονται οι επί μέρους συγκεκριμένες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων που φέρεται ότι παραβιάσθηκαν προκειμένου να ελεγχθεί, αν υπάρχουν νομικά σφάλματα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, δηλαδή αν παραβιάσθηκαν διατάξεις του ως άνω κώδικα, στον οποίο, αορίστως, οι αναιρεσείοντες επιχειρούν να θεμελιώσουν την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια. Κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996 ΑΠ 1446/2019). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ του πράγματος προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 85/2020, ΑΠ 667/2018, ΑΠ 76/2016), έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης (ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 771/2017). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με το τρίτο λόγο αναίρεσης, ερειδόμενο εκ του άρθρου 8 του αριθμού 559 του ΚΠολΔ, προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της την προταθείσα από αυτούς, με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, την οποία είχαν προβάλλει παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει σιωπηρά. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθότι από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέτασε τον λόγο έφεσης των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων που αφορούσε τον ως άνω ισχυρισμό τους περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος τον οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο με την αιτιολογία ότι "τα επικαλούμενα από τους εναγόμενους περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν καταχρηστική την εκ μέρους του ενάγοντος άσκηση της αγωγής" (22 σελίδα). Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν ο αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Απριλίου 2021 και με αριθ. κατάθ. .../20.4.2021 αίτηση αναίρεσης της με αριθ. 687/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ