Αριθμός 914/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Αθανάσιο Τσουλό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Α. του Β., 2) Β. Κ. του Α., 3) Α. Κ. του Α., κατοίκων ……., 4) Σ. Κ. του Α., κατοίκου ... και 5) ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στη …… και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η 5η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραγκούνη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 3-2-2022 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ (ως προς την 5η των αναιρεσειόντων) και παρίσταται εκπροσωπώντας όλους τους αναιρεσείοντες.
Του αναιρεσιβλήτου: Λ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Δαρούδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-9-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καστοριάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 127/2015 μη οριστική και 44/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6/2020 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17-3-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Αθανάσιο Τσουλό, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 3, 104, 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 - 3 του ΚΠολΔ ορίζονται, αντίστοιχα, τα εξής: α) Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. β) Η πληρεξουσιότητα, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, δίνεται μόνο είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει και τα ονόματα των πληρεξουσίων. γ) Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και, αν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. δ) Αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται με επιμέλειά του στους αντιδίκους και ε) Αν ο διάδικος, που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγονται τα εξής: 1) οι διάδικοι παρίστανται στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο, αν πρόκειται για διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρέπει να έχει δοθεί δικαστική πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφική πράξη ή με δήλωση του διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η έλλειψη αυτής, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της παράστασης, καθώς και των πράξεων που είχαν γίνει προηγουμένως, και ο διάδικος θεωρείται ότι δεν παρίσταται (ΑΠ 1921/2014, ΑΠ 652/2014, ΑΠ 1472/2009, ΑΠ 1574/2008, πρβλ. ΑΠ Ολομ. 8/2009, ΑΠ Ολομ.9/2003) και 2) σε περίπτωση περισσότερων αναιρεσειόντων, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση της αναίρεσης, αν κάποιος από αυτούς απουσιάζει κατά τη συζήτηση, τότε, για να είναι παραδεκτή η συζήτηση, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο απών αναιρεσείων είχε παράσχει στον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο, μέσω του οποίου επέσπευσε και ο ίδιος τη συζήτηση, την προς τούτο απαιτούμενη πληρεξουσιότητα, την ύπαρξη της οποίας ερευνά αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος ή ότι είχε κλητευθεί για τη συζήτηση της αναίρεσης από τον αναιρεσίβλητο ή τους νόμιμα παριστάμενους λοιπούς αναιρεσείοντες (ΑΠ Ολομ. 4/1994, ΑΠ Ολομ. 2/1992, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 1087/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως επισπεύδεται με την επιμέλεια των αναιρεσειόντων. Κατά τη συζήτηση αυτής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων και τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, εμφανίστηκε, ο δικηγόρος Αθηνών Ιωάννης Καραγκούνης, και δήλωσε ότι παρίσταται εκπροσωπώντας όλους τους αναιρεσείοντες. Πλην όμως, δεν αποδεικνύεται ότι οι τέσσαρες πρώτοι εξ αυτών, που παραστάθηκαν στο ακροατήριο "δια" του εν λόγω δικηγόρου, είχαν χορηγήσει σε αυτόν νόμιμη πληρεξουσιότητα με κάποιον από τους συστατικούς τύπους του άρθρου 96 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επομένως, οι αναιρεσείοντες αυτοί θεωρούνται δικονομικά απόντες. Εξάλλου, από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι απολειπόμενοι, κατά τα προεκτιθέμενα, αναιρεσείοντες έχουν κλητευθεί, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από την παριστάμενη πέμπτη των αναιρεσειόντων που επισπεύδει έγκυρα τη συζήτηση ή από τους αναιρεσιβλήτους. Πρέπει, συνεπώς, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 576 παρ. 3 εδάφ. β' ΚΠολΔ, όπως το εδάφ. β' προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως ως προς τους πρώτη, δεύτερο, τρίτο και τέταρτη των αναιρεσειόντων και να διαταχθεί ως προς αυτούς ο χωρισμός της υπόθεσης.
Η κρινόμενη από 17-3-2020 (αρ. κατ. ΑΝΡ4/2020) αίτηση (της πέμπτης αναιρεσείουσας), για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 6/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 § 1 Κ.Πολ.Δ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ. β' και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ' ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το πιο πάνω άρθρο 300 ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς, ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 1546/2014, ΑΠ 1513/2014, ΑΠ 128/2013). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ, για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 1591/ 2014, ΑΠ 76/2014, ΑΠ 2181/2013). Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό - βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την κατ' άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (ΑΠ 1591/2014, ΑΠ 1715/2010). Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των αυτοκινήτων που συγκρούστηκαν, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ.
Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, δεν συνιστούν αιτιολογία της απόφασης, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1975/2017, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1351/2011). Στη προκείμενη περίπτωση με το πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η (πέμπτη) αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν έχει νόμιμη βάση, διότι, το Εφετείο με πλημμελή και αντιφατική αιτιολογία παραβίασε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 παρ. β', 914 ΑΚ, και κατάληξε σε εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ύπαρξης αιτιώδους συναφείας εκ της συμπεριφοράς του οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία αυτοκινήτου ως προς την πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος στον αναιρεσίβλητο.
Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επιτρεπτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του ερευνώμενου ως άνω αναιρετικού λόγου (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει, ότι ο αναιρεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς την από 26-9-2013 αγωγή αποζημιώσεως από τροχαίο ατύχημα κατά: α) Α. Κ. και β) της αναιρεσείουσας, με την οποία ζητούσε, να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν, καθένας τους εις ολόκληρον, νομιμότοκα, συνολικό ποσό 866.254 ευρώ, προς αποζημίωση και χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 127/2015 μη οριστικής απόφασης, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η με αριθμό 44/ 2017 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν. Στη συνέχεια κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τον αναιρεσίβλητο έφεση, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’αριθμ. 6/2020 απόφασή του και μετ'εξαφάνιση της πρωτόδικης και διακράτησης της υπόθεσης προς κατ'ουσία εκδίκασή της, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και επιδικάσθηκε νομιμότοκα υπέρ του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου συνολικό ποσό 543.680 ευρώ. Ειδικότερα το Μονομελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στις 07-07-2011 και περί ώρα 20.30', ο ενάγων οδηγώντας τη με στοιχεία κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του Π. Γ., κινούνταν επί της ανώνυμης περιφερειακής οδού του οικισμού ... με κατεύθυνση προς την επαρχιακή .... Η ανώνυμη περιφερειακή οδός, όπου κινούνταν ο ενάγων συμβάλλεται κάθετα, σε σχήμα Τ, με άλλη ανώνυμη οδό, όπου και κατά τη ίδια χρονική στιγμή κινούνταν ο ήδη αποβιώσας πρώτος εναγόμενος, εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οποίου είναι οι ήδη τέσσερις πρώτοι εφεσίβλητοι, σύζυγος και τέκνα αυτού, σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, οδηγώντας το με στοιχεία κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του Ε. Κ., μη διάδικου εν προκειμένω, με κατεύθυνση προς τη συμβολή των εν λόγω ανώνυμων οδών και με πρόθεση να διασχίσει κάθετα την ανώνυμη περιφερειακή οδό, όπου κινούνταν ο ενάγων και να κατευθυνθεί στο χώρο της οικίας του που βρίσκεται κατά μήκος της ανώνυμης περιφερειακής οδού και σχεδόν απέναντι από την επίμαχη συμβολή των οδών. Η ανώνυμη περιφερειακή οδός, όπου κινούνταν ο ενάγων είναι διπλής κατεύθυνσης με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 8,2 μέτρα. Η διασταυρούμενη με αυτήν ανώνυμη οδός, όπου κινούνταν ο αρχικά πρώτος εναγόμενος είναι επίσης διπλής κατεύθυνσης με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,4 μέτρα. Στη συμβολή δεν υπήρχε κατά το χρόνο του ατυχήματος σήμανση και ως εκ τούτου, όπως προαναφέρθηκε και στην υπό III νομική σκέψη η προτεραιότητα διέλευσης ορίζεται από το γενικό κανόνα του άρθρου 26 του ΚΟΚ, δηλαδή ισχύει, κατ' αρχήν, η εκ δεξιών προτεραιότητα. Ωστόσο, ο εν λόγω οδηγός κατά την έξοδό του από την οδό, όπου κινούνταν, και φτάνοντας στη συμβολή των δύο οδών, δεν διέκοψε την πορεία του οχήματός του, ιδίως δε δεν αντιλήφθηκε την εκ δεξιών του κινούμενη μοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο ενάγων, μολονότι δεν εμποδίζονταν η ορατότητά του από κάποιο φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο και δεν του παραχώρησε προτεραιότητα, αλλά αντίθετα συνέχισε την πορεία του με κάθετη σχεδόν κατεύθυνση κίνησης επί της ανώνυμης περιφερειακής οδού για να κατευθυνθεί στο χώρο της παρακείμενης οικίας του, με αποτέλεσμα, εισερχόμενος στο ρεύμα κυκλοφορίας όπου κινούνταν ο ενάγων να παρεμποδίσει την ευθεία πορεία της μοτοσικλέτας και να προσκρούσει ο ενάγων, με την ταχύτητα που κινούνταν, στο εμπρόσθιο δεξί τμήμα του ... (κλούβα) που οδηγούσε ο .... Από την πρόσκρουση του δίκυκλου στο όχημα του εναγομένου προκλήθηκαν μικρές υλικές ζημίες σε αμφότερα τα οχήματα και τραυματίστηκε ο ενάγων. Η πρόκληση του επίμαχου τροχαίου ατυχήματος οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ήδη αποβιώσαντος εναγόμενου οδηγού, ο οποίος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, δεν συμμορφώθηκε με τις προαναφερόμενες, στη νομική σκέψη III, διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 εδ. α και β, 19 και 26 παρ. 1 και 4 και 5 του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), οι οποίες ορίζουν την προσήκουσα οδική συμπεριφορά κατά τις προμνησθείσες συνθήκες, η δε παράβαση αυτών είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Ειδικότερα, εάν ο ... οδηγούσε επιμελώς, τότε θα ακινητοποιούσε το οδηγούμενο υπό αυτού όχημα στην συμβολή των δύο οδών, θα πραγματοποιούσε επισταμένο έλεγχο των κινούμενων επί της οδού όπου επροτίθετο να εισέλθει οχημάτων, που σκόπευε να διασχίσει σε όλο το μήκος της, εισερχόμενος και στο ρεύμα κυκλοφορίας όπου κινούνταν το όχημα του ενάγοντος και θα αντιλαμβανόταν την προσέγγιση της δίκυκλης μοτοσικλέτας, οπότε και τηρώντας τους κανόνες προτεραιότητας θα παρέμενε σε προσωρινή διακοπή πορείας, μέχρις ότου η δίκυκλη μοτοσικλέτα διερχόταν του κόμβου και μόνο τότε θα συνέχιζε την πορεία του, οπότε και δεν θα λάμβανε χώρα το ατύχημα. Τουναντίον, δεν γίνεται βάσιμα να γίνει λόγος για οποιαδήποτε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ενάγοντος, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί συνυπαιτιότητας αυτού, που προέβαλαν οι εναγόμενοι στον πρώτο βαθμό και επαναφέρουν στο παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις τους, ως προς την επέλευση του ατυχήματος ως αβασίμου κατ' ουσίαν. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι ο ενάγων είχε επαρκές περιθώριο χρόνου και αποστάσεως για να διενεργήσει οποιοδήποτε αποφευκτικό ελιγμό, αλλά αντίθετα, αποδείχθηκε ότι αυτός έβαινε κανονικά στην πορεία του, κινούμενος στο δεξί τμήμα του ρεύματος της πορείας του, καθώς δεν απεδείχθη ότι ο παραπάνω οδηγός δεν είχε την ενδεδειγμένη από τις περιστάσεις θέση επί του οδοστρώματος, ότι δηλαδή το όχημα του κινούνταν πιο αριστερά από ότι όφειλε και ότι αυτό συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος. Ούτε περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο ενάγων εκινείτο με ταχύτητα που υπερέβαινε την επιτρεπόμενη των 50 χιλ./ώρα, γεγονός που καταδεικνύεται και από τις συνέπειες της σύγκρουσης, που ήταν μόνο η πτώση της μοτοσικλέτας και του ενάγοντος, ενώ εάν είχε υπερβολική ταχύτητα ο τελευταίος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής θα εκσφενδονίζονταν από τη μοτοσικλέτα. Ενόψει δε και της αιφνίδιας, κυρίως όμως μη αναμενόμενης κίνησης του πρώτου των εναγομένων, ο ενάγων δεν είχε τα χρονικά περιθώρια τροχοπέδησης ή αποφευκτικού ελιγμού. Αμέσως μετά την σύγκρουση τόσο ο αποβιώσας ήδη οδηγός του φορτηγού όσο και περίοικοι που αντιλήφθηκαν την σύγκρουση, αφότου έγινε, έσπευσαν να βοηθήσουν τον ενάγοντα, ο οποίος είχε πέσει κάτω. Τον ακούμπησαν συγκεκριμένα στο τοιχίο της παράπλευρης στην οδό οικίας του πρώτου εναγομένου και του έβγαλαν μετά από λίγα λεπτά το κράνος που φορούσε. Ο ενάγων τότε είχε κανονικά τις αισθήσεις του, αν και ήταν ταραγμένος από το ατύχημα, αλλά ισχυρίζονταν ότι αισθανόταν καλά και είχε χτυπήσει, εμφανώς, μόνο στο αριστερό του πόδι, στο οποίο υπήρχαν και αίματα και ότι δεν είχε ανάγκη ιατρικής φροντίδας, ενώ μόνη του έγνοια εκείνη την στιγμή ήταν η κατάσταση της δίκυκλης μοτοσικλέτας, καθώς ανήκε στον εργοδότη του κι όχι στον ίδιο. Μετά από λίγη ώρα ο ενάγων νιώθοντας καλά στη υγεία του αποφάσισε να επιστρέφει στην εργασία του, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια του προαναφερόμενου περιστατικού, ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και ο πρώτος εναγόμενος σκέφτηκαν να καλέσουν την αρμόδια αστυνομική αρχή για να αναγγείλουν το ατύχημα που είχε συμβεί, καθόσον είχαν επικεντρωθεί στη διερεύνηση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος. Ακολούθως ο ενάγων επέστρεψε στην επιχείρηση εστίασης (οβελιστήριο) όπου εργαζόταν ως διανομέας φαγητού και ανέφερε στον εργοδότη του, Π. Γ. ότι είχε ατύχημα με το μηχανάκι. Τότε ο πατέρας του τελευταίου, Σ. Γ. συνέστησε στον ενάγοντα να επισκεφτούν το Κέντρο Υγείας της περιοχής, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας του, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι αισθανόταν καλά και ότι δεν υπήρχε ανάγκη ιατρικής φροντίδας. Τελικά, κατόπιν των παραινέσεων του πατέρα του εργοδότη του αλλά και του πρώτου εναγομένου, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε μεταβεί κι αυτός στην εν λόγω επιχείρηση, όπου εργάζονταν ο ενάγων, επισκέφτηκε αυτός, συνοδεία του πατέρα του εργοδότη του, περί ώρα 21.00', το Κέντρο Υγείας Άργους Ορεστικού. Στο Κέντρο Υγείας ως αιτία του τραυματισμού του αναφέρθηκε από τον πατέρα του εργοδότη του ενάγοντος, η πτώση του από σκάλα και ο τραυματισμός του στο πόδι, που ήταν το μόνο εμφανές σημείου τραυματισμού του, ενώ αποκρύφθηκε η εμπλοκή του στο επίμαχο τροχαίο ατύχημα, για το λόγο ότι ο ενάγων δεν ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και δηλωμένος γενικά ως εργαζόμενος στην παραπάνω επιχείρηση. Ως εκ τούτου, κατά την εξέτασή του στο Κέντρο Υγείας διαπιστώθηκαν μόνο οι εκδορές στα γόνατά του, ενώ δεν εξετάστηκε για τυχόν ύπαρξη κακώσεων σε άλλα σημεία του σώματός του, ιδίως δε στην κεφαλή, ούτε και ευρήματα στο νευρικό του σύστημα διαπιστώθηκαν που να έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης και αντιμετώπισης. Αφού του παρασχέθηκαν λοιπόν, οι πρώτες βοήθειες με επίδεση του τραυματισμένου ποδιού του, ο ενάγων επέστρεψε στην επιχείρηση όπου εργάζονταν, πλην όμως δεδομένου ότι φαινόταν ακόμη ταραγμένος από το ατύχημα ο εργοδότης του του συνέστησε να μην εργαστεί άλλο εκείνη την ημέρα και να μεταβεί στην οικία του για να χαλαρώσει. Έτσι ο ενάγων και περί ώρα 21.40' ξεκίνησε με το με στοιχεία κυκλοφορίας ... όχημα ιδιοκτησίας του πατέρα του Σ. Μ., με το οποίο είχε αρχικώς μεταβεί για να αναλάβει εργασία στο κατάστημα του Γ., προκειμένου να επιστρέφει στην οικία του. Ωστόσο και ενώ κινούνταν με πρώτη ταχύτητα ακόμη, αιφνίδια παρέλυσε όλη η δεξιά πλευρά του σώματός του, έγειρε το σώμα του προς τη δεξιά πλευρά του τιμονιού και ταυτόχρονα έχασε τις αισθήσεις του, με αποτέλεσμα το δίκυκλο που οδηγούσε, στην ουσία πλέον ακυβέρνητο, να κινηθεί για λίγα μέτρα στην οδό διαγώνια και αριστερά, να προσκρούσει στο πεζοδρόμιο του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας και να ανατραπεί η μοτοσικλέτα μαζί με τον ενάγοντα σε παρακείμενο αγρό. Την πορεία και την ανατροπή του αυτή διαπίστωσαν δύο πεζοί, που προσέτρεξαν να τον βοηθήσουν, σηκώνοντας αρχικά τη μοτοσικλέτα που είχε καταπλακώσει το κάτω τμήμα του σώματός του, πλην όμως αντιλήφθηκαν, παρόλο που δεν είχε εμφανή τραύματα στο κεφάλι ότι ο ενάγων δεν είχε τις αισθήσεις του, ούτε και τις ανέκτησε, αφού κατέβρεξαν το πρόσωπό του με νερό, και έτσι ειδοποίησαν να τον παραλάβει ασθενοφόρο. Ο ενάγων από τον τόπο του ατυχήματος μεταφέρθηκε χωρίς αισθήσεις στο νοσοκομείο Καστοριάς σε κωματώδη κατάσταση, ενώ ο εργαστηριακός έλεγχος στον οποίο υποβλήθηκε κατέδειξε κατάγματα του κρανίου. Επίσης έφερε κάκωση στο θώρακα με πνευμονικές θλάσεις και αιμοθώρακα καθώς και κάκωση κοιλίας με υποκάψιο αιμάτωμα σπληνός. Λόγω της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης που υπέστη με ανάπτυξη ενδοκρανιακής αιμορραγίας, διακομίστηκε άμεσα στο Γενικό Νοσοκομείο Ιπποκράτειο στη Θεσσαλονίκη, όπου υποβλήθηκε επειγόντως στις 8-7-2011 σε κρανιεκτομία και αφαίρεση του αιματώματος. Η κρανιοεγκεφαλική πάθηση που υπέστη ο ενάγων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, που σχηματίστηκε από όλα τα αποδεικτικά μέσα, προκλήθηκε αναμφισβήτητα κατά το πρώτο ατύχημα, στο οποίο υπήρξε επίπτωση του ενάγοντας με την ταχύτητα που είχε η μοτοσικλέτα του στο όχημα του πρώτου εναγομένου. Κατά το πρώτο ατύχημα ο ενάγων αποδείχθηκε ότι φορούσε προστατευτικό κράνος, χωρίς να αποδειχθεί ωστόσο και τι είδους ήταν αυτό και κατά πόσο τον προστάτεψε, όπερ και δεν συνέβη τελικά, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος. Η χρήση του κράνους εξάλλου, εν γένει δεν αποκλείει κατ' αρχήν το ενδεχόμενο της κάκωσης κεφαλής, ακόμη και σε περίπτωση που δεν υπάρχουν εξωτερικά ευρήματα όπως αλλοιώσεις στο κράνος ή τραύματα στο κεφάλι, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται από τους αυτόπτες μάρτυρες η παρουσία αίματος πάνω από τον οφθαλμό του ενάγοντα, χωρίς να διευκρινίζεται σε ποια πλευρά όμως και αν υπήρξε εξωτερικό τραύμα τελικά. Επίσης είναι σύνηθες φαινόμενο, όπως συνέβη και εν προκειμένω, μία κλειστή κάκωση κεφαλής να οδηγήσει σε σοβαρότερα επακόλουθα απ' ότι μία ανοιχτή κάκωση κεφαλής, κυρίως λόγω του τρόπου εκτόνωσης της βίας, όπως επίσης είναι σύνηθες η εμφάνιση κλινικής συμπτωματολογίας και σημειολογίας μετά από τραυματισμό της κεφαλής να μην εκδηλώνεται άμεσα, αλλά μετά την πάροδο κάποιου, άλλοτε διαφορετικού, χρονικού διαστήματος από το συμβάν. Κατά το δεύτερο ατύχημα, κατά το οποίο δεν ενεπλάκη άλλο όχημα ο ενάγων δεν φορούσε προστατευτικό κράνος. Τούτο όμως δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση ως προς το ότι ήδη από το πρώτο ατύχημα ο ενάγων είχε τραυματιστεί στο κεφάλι, καθώς διαφορετικά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί καθόλου, για ποιο λόγο αυτός οδηγώντας κατά την επιστροφή του στην οικία του εμφάνισε την προαναφερόμενη νευρολογική διαταραχή με παράλυση της δεξιάς πλευράς του σώματός του, λόγω ακριβώς της οποίας σταμάτησε αυτός εντελώς να έχει τον έλεγχο του οχήματος του. Τη νευρολογική αυτή διαταραχή με την κάμψη του σώματός του προς τα δεξιά, φτάνοντας το κεφάλι του σχεδόν στο δεξί του χέρι, το απλανές βλέμμα και την αδυναμία ελέγχου του δεξιού χεριού του, όπου βρίσκονταν η λειτουργία της επιτάχυνσης στη μοτοσικλέτα του (γκάζι), τη διαπίστωσε από πολύ κοντινή απόσταση (μισού μέτρου περίπου) ο αυτόπτης μάρτυρας Σ. Π., για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλει, καθώς μάλιστα η παρουσία του στον τόπο του δεύτερου ατυχήματος επιβεβαιώθηκε και στην έκθεση αυτοψίας που συνέταξε η τροχαία, που κλήθηκε από τους δύο αυτόπτες μάρτυρες. Εξάλλου, οι μάρτυρες που προσέτρεξαν στον ενάγοντα για να τον βοηθήσουν μετά την πτώση του παρατήρησαν σαφές έλλειμμα επικοινωνίας και σοβαρό επηρεασμένο επίπεδο συνείδησης, κάτι το οποίο είναι απίθανο να οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στο δεύτερο ατύχημα, όπως γνωμοδότησε και ο διορισθείς από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πραγματογνώμονας. Ο τελευταίος ειδικότερα συμπέρανε από την ανάλυση των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του, ότι η εμφάνιση νευρολογικής επιδείνωσης στον ενάγοντα μετά από το χρονικό διάστημα μιας περίπου ώρας από το πρώτο ατύχημα, συνηγορεί στο ότι το οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα προκλήθηκε κατά το πρώτο ατύχημα και είναι λιγότερο πιθανό να είναι αποτέλεσμα του δεύτερου ατυχήματος. Τα ανωτέρω, εξάλλου, δεν αναιρούνται από όσα αναφέρονται στην από 30-4-2018 ιατροδικαστική έκθεση του τεχνικού συμβούλου της δεύτερης εφεσίβλητης, Γ. Κ., ιατροδικαστή, ο οποίος επίσης συνηγορεί ως προς το ότι στα υποσκληρίδια αιματώματα, η αιμορραγία αναπτύσσεται πιο αργά, από ότι στα επισκληρίδια (που δεν πρόκειται εν προκειμένω). Επίσης σύμφωνα με αυτόν τα συμπτώματα του υποσκληριδίου αιματώματος, αναλόγως του μεγέθους τους, μπορεί να είναι η κεφαλαλγία, η σύγχυση, οι επιληπτικές κρίσεις, το μειωμένο επίπεδο συνείδησης, η ναυτία - έμετος, η αδυναμία των άκρων. Από τα ανωτέρω δε συμπτώματα ο ενάγων εμφάνισε οπωσδήποτε σύγχυση, που είναι ενδεικτική εγκεφαλικής διάσεισης, καθώς η ταραχή που εκδήλωσε αμέσως μετά από το πρώτο ατύχημα, οφείλονταν όχι μόνο σε ψυχολογικούς λόγους αλλά και σε νευρολογικούς, καθώς εξακολούθησε να υπάρχει και μετά από την επίσκεψή του στο Κέντρο Υγείας Μεσοποταμίας και τη λήψη των πρώτων βοηθειών, αλλά και μετά την επιστροφή του στην επιχείρηση όπου εργάζονταν, γεγονός που δεν δικαιολογείται αν αφορούσε η ταραχή αυτή (όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος) μόνο σε λόγους ψυχολογικούς, ενόψει και του ότι όπως πίστευε ο ίδιος δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά και συνειδητοποίησε πια ότι η εμπλοκή του στο τροχαίο ατύχημα δεν θα είχε καμία συνέπεια στην εξέλιξη της εργασιακής του σχέσης, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να έχει ήδη χαλαρώσει. Η συνεχιζόμενη αυτή "ταραχή" του ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο εργοδότης του του είπε να επιστρέφει στην οικία του. Στην συνέχεια όμως ο ενάγων παρουσίασε μειωμένο επίπεδο συνείδησης κατά την οδήγηση της μοτοσικλέτας του. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε από τον ίδιο κάκωση κεφαλής στο Κέντρο Υγείας δεν αναιρεί τα παραπάνω, καθώς ο πατέρας του εργοδότη του, που παρουσιάστηκε στην εκεί γιατρό ως πατέρας του ενάγοντας, ανέφερε μόνο πτώση από σκάλα και χτυπήματα στα κάτω άκρα, όπως προαναφέρθηκε, ώστε να μην αποκαλυφθεί ότι ο ενάγων εργάζονταν στην επιχείρηση του γιου του παράνομα. Εξάλλου ο ενάγων ένιωθε ακόμη καλά, αφού η αιμορραγία στον εγκέφαλό του εξελίσσονταν προοδευτικά και η όποια νευρολογική διαταραχή που αυτός αισθάνονταν, δικαιολογούνταν από τον ίδιο ως ψυχολογική, ενόψει και της μετεφηβικής ανωριμότητάς του, αφού ο ενάγων ήταν τότε ηλικίας 18 ετών, ταραχή από το ατύχημα, υπό το πρίσμα της οποίας αντιμετωπίστηκε η κατάστασή του άλλωστε από όλους όσους έλαβαν γνώση γι' αυτό. Ούτε το γεγονός ότι κατά την εξέτασή του βρέθηκε να είναι νευρολογικά φυσιολογικός, αναιρεί την κρίση ότι κατά το πρώτο ατύχημα ο ενάγων υπέστη και κρανιοεγκεφαλική κάκωση, καθώς επρόκειτο για αιμορραγία που εξελίσσονταν προοδευτικά, όπως ήδη αναφέρθηκε. Σημειώνεται επίσης ότι ο ενάγων κατά το δεύτερο ατύχημα που δεν φορούσε προστατευτικό κράνος δεν χτύπησε στο πεζοδρόμιο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν ως δεδομένο οι εναγόμενοι και ο τεχνικός τους σύμβουλος, αλλά ανετράπη σε αγρό, μετά την πρόσκρουση της μοτοσικλέτας στο κράσπεδο του δρόμου. Με την πτώση στο χώμα, όμως και όχι σε τσιμέντο, κατά τα διδάγματα της κοινής εμπειρίας και της λογικής, μειώθηκαν οι δυνάμεις που δέχτηκε το σώμα του κατά την πτώση (σε σχέση πάντα με το αν χτυπούσε στο τσιμέντο), ενώ από κανένα, αυτόπτη μάρτυρα δεν αναφέρθηκε ότι το κεφάλι του ενάγοντος προσέκρουσε σε πέτρα ή κάτι αντίστοιχο. Μάλιστα δε, ανέφεραν ότι δεν φαινόταν ο ενάγων χτυπημένος στο κεφάλι ενώ η μοτοσικλέτα καταπλάκωσε το σώμα του και όχι το κεφάλι του. Ως εκ των ανωτέρω η κρίση του παραπάνω τεχνικού συμβούλου ότι η κρανιοεγκεφαλική κάκωση στην περίπτωση του ενάγοντος είναι τυπικό σοβαρής βαρείας πτώσης της κεφαλής και πρόσκρουσης σε σκληρή επίπεδη (ανένδοτη) επιφάνεια, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, διότι υπολαμβάνει ως δεδομένο έναν παράγοντα (πρόσκρουση σε ανένδοτη επιφάνεια) που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω, ενώ αντίθετα δεν υπολογίζει καθόλου τον άλλο παράγοντα, ότι εμφανίστηκε κάποια νευρολογική διαταραχή στον ενάγοντα ενώ οδηγούσε και είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός, εφόσον αυτό έγινε αντιληπτό από τον αυτόπτη μάρτυρα. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται ούτε από τις από 18-05-2015 και 21-11-2016 ιατρικές γνωματεύσεις της Ιατρού - Νευρολόγου Μ. Γ., που προσκομίστηκαν από τους εναγόμενους, οι οποίες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη ο ενάγων προκλήθηκε αποκλειστικά και μόνο στο δεύτερο χρονικά ατύχημα, αφενός μεν διότι θεωρεί δεδομένο ότι δεν προκλήθηκε καμία κάκωση στην κεφαλή του ενάγοντα κατά το πρώτο ατύχημα, αρκούμενη στο γεγονός ότι δεν δηλώθηκε τέτοια στην ιατρό που εξέτασε τον ενάγοντα στο Κέντρο Υγείας, αφετέρου δε διότι υπολαμβάνει ως δεδομένη την μεγάλη ταχύτητα του ενάγοντος και την επικίνδυνη οδηγητικά συμπεριφορά του κατά το δεύτερο ατύχημα, ενώ κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα ως προς τα στοιχεία αυτά (που τα συνάγει η ανωτέρω ιατρός από τις καταθέσεις των μαρτύρων), επισημαίνεται ότι ο μάρτυρας Χ. Π. κατέθεσε μόνο ότι άκουσε τη μηχανή να μαρσάρει και ουδέποτε κατέθεσε ότι κινούνταν ο ενάγων με υπερβολική ταχύτητα. Κατά συνέπεια το μαρσάρισμα που άκουσε δεν οφείλονταν στην ανάπτυξη υπερβολικής ταχύτητας, αλλά, όπως αποδείχθηκε, στην αδυναμία του ενάγοντας ελέγχου του δεξιού του χεριού, όπου βρίσκονταν η λειτουργία της επιτάχυνσης της μοτοσικλέτας και στην μη αλλαγή της πρώτης ταχύτητας με την οποία ήδη κινούνταν. Εξάλλου, ο μάρτυρας Σ. Π. δεν κατέθεσε ότι ο ενάγων καμπούριαζε όπως πράττουν οι οδηγοί δίκυκλων οχημάτων όταν αναπτύσσουν ταχύτητα δίνοντας αεροδυναμικό σχήμα στο σώμα τους, αλλά επισήμανε ότι καμπούριαζε γερμένος στο πλάι, αφού το κεφάλι του πλησίαζε το δεξί καρπό του, το δε βλέμμα του ήταν στραμμένο αριστερά και δεν κοιτούσε ευθεία. Αμφότερα δε τα άνω γεγονότα, για τα οποία κατέθεσαν οι μάρτυρες, συνηγορούν στο ότι ο ενάγων ξαφνικά εμφάνισε απώλεια της συνειδήσεώς του κατά την οδήγηση της μοτοσικλέτας του, με συνέπεια να απωλέσει τον έλεγχό της, με τις επακόλουθες συνέπειες που περιγράφηκαν, και όχι όπως αντιθέτως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι στο ότι είχε επικίνδυνη οδηγητική συμπεριφορά. Ενόψει των ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύεται πλήρως ότι κατά το πρώτο ατύχημα, κατά το οποίο έλαβε χώρα πρόσκρουση της μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο ενάγων στο ... που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, ο ενάγων υπέστη κατ' αρχάς κρανιοεγκεφαλική κάκωση, η δε κάκωση αυτή υπήρξε το εκλυτικό αίτιο της εκδήλωσης ακολούθως της προαναφερόμενης νευρολογικής διαταραχής, λόγω της οποίας προκλήθηκε ακολούθως το δεύτερο ατύχημα, κατά το οποίο υπήρξε δεύτερη κάκωση της κεφαλής, κατά την πτώση του ενάγοντος στο έδαφος, δεδομένου μάλιστα ότι αυτός δεν φορούσε κατά το δεύτερο ατύχημα προστατευτικό κράνος ασφαλείας. Σημειώνεται επίσης ότι ο ενάγων δεν είχε καταναλώσει αλκοόλ πριν το ατύχημα, όπως κατέδειξε το αποτέλεσμα της αιμοληψίας που του έγινε, και πριν από το πρώτο ατύχημα νευρολογικά, σωματικά και διανοητικά ήταν απόλυτα υγιής.
Συνεπώς και σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό III νομική σκέψη της παρούσας, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του επίμαχου πρώτου ατυχήματος και του τραυματισμού του ενάγοντος στο κεφάλι για την έκταση του οποίου θα γίνει λόγος στην συνέχεια... Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων οδηγός της μοτοσικλέτας, κατά το δεύτερο ατύχημα που συνδέεται αιτιωδώς με το πρώτο, κατά τα προαναφερθέντα και πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν έφερε στην κεφαλή του προστατευτικό κράνος μοτοσικλετιστή κατά το χρόνο του δεύτερου ατυχήματος, κατά παράβαση της σχετικής υποχρέωσής του, που επιβαλλόταν από τα άρθρα 12 παρ. 6 και 101 παρ. 2 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ). Η παράλειψή του εξάλλου αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την έκταση των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων που υπέστη. Συγκεκριμένα ναι μεν η κύρια κάκωση της κεφαλής του με πρόκληση ενδοκρανιακής αιμορραγίας συνέβη κατά το πρώτο ατύχημα, όπου και υπέστη εγκεφαλική διάσειση, ανεξάρτητα από το ότι δεν το κατάλαβε, αποδίδοντας την ταραχή του σε σοκ από την επίμαχη σύγκρουση, το δεύτερο όμως ατύχημα επιδείνωσε τις εκδηλώσεις της προηγηθείσας κάκωσης, κυρίως στο πλαίσιο της αύξησης του εγκεφαλικού οιδήματος και της περαιτέρω ανάπτυξης του αιματώματος, κρίση που επιρρωνύεται και συνεπικουρείται από την βαρύτητα της κάκωσης που υπέστη στο κεφάλι ο ενάγων. Η χρήση του προστατευτικού κράνους ήταν ωστόσο δυνατόν να αποτρέψει την τόσο βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη αυτός από την ανατροπή του και την πτώση του σε παρακείμενο της οδού αγρό. Εκτιμάται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες και περιστάσεις ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η παράλειψη του παθόντος ενάγοντος να φέρει - χρησιμοποιήσει προστατευτικό κράνος μοτοσικλετιστή κανονικά προσδεμένο σε σχέση με το επελθόν αποτέλεσμα και ειδικότερα την έκταση των σωματικών βλαβών που υπέστη από τον τραυματισμό του, όσον αφορά την κάκωση στο κεφάλι, κατέστησε αυτόν συνυπαίτιο στην επέλευση του τραυματισμού του, κατά ποσοστό 20%, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων είναι αβάσιμα”. Με τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα των συνθηκών του ατυχήματος, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη υπαγωγής των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις που αναφέρθηκαν, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αναφορικά ιδίως με το ζήτημα της ύπαρξης αιτιώδους συναφείας μεταξύ της κρίσιμης σωματικής βλάβης (κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης) του ενάγοντος και των εντεύθεν συνεπειών της με το πρώτο ατύχημα, με αποτέλεσμα εξ αιτίας των αντιφάσεων και ελλείψεων αυτών να στερείται η προσβαλλόμενη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που απαιτεί ο νόμος και να μην καθίσταται έτσι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη υπαγωγής των διαπιστωθέντων από το Εφετείο πραγματικών περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη αντιφατικώς γίνεται δεκτό ότι η κρανιοεγκεφαλική κάκωση και η εντεύθεν ενδοκρανιακή αιμορραγία του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου προκλήθηκε από το πρώτο ατύχημα, μολονότι κατά τις παραδοχές της η σύγκρουση ήταν ελαφρά (πρόσκρουση στο αυτοκίνητο της μοτοσυκλέτας κινούμενης με μικρή ταχύτητα), ο αναιρεσίβλητος ενάγων οδηγός της φορούσε κράνος και δεν κτύπησε, ούτε τραυματίσθηκε στο κεφάλι, ενώ κατά το δεύτερο ατύχημα δεν φορούσε κράνος και κτύπησε στο κεφάλι, υποστάς κατάγματα κρανίου. Εξάλλου, με βάση τα ως άνω ουδόλως διαλαμβάνεται κατά τίνα τρόπο προκλήθηκε η ενδοκρανιακή αιμορραγία στο πρώτο ατύχημα και γιατί δεν προκλήθηκε στο δεύτερο εν όψει και της αντιφατικής παραδοχής ότι κατ' αυτό ο ενάγων υπέστη κατάγματα κρανίου αν και κατά την πτώση του δεν κτύπησε το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο ή σε κάποια πέτρα. Κατ' ακολουθίαν τούτων, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, δηλαδή της έλλειψης νόμιμης βάσης αυτής, λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το παραπάνω ουσιώδες ζήτημα.
Συνεπώς, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, καθόσον καθίστανται αλυσιτελείς, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης του παραπάνω λόγου, που έγινε δεκτός, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνου, που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στη πέμπτη αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παράβολου, σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη της πέμπτης αναιρεσείουσας, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη, ως προς τους 1η, 2ο, 3ο και 4η αναιρεσείοντες, τη συζήτηση της από 17-3-2020 (αρ. κατ. …/2020) αίτησης, για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 6/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης και την πρόοδο της δίκης ως προς τους λοιπούς διαδίκους.
Αναιρεί, ως προς τους παριστάμενους διαδίκους, την υπ' αριθμ. 6/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή. Διατάσσει να επιστραφεί, στη 5η αναιρεσείουσα, το παράβολο, που αυτή έχει καταθέσει για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της 5ης αναιρεσείουσας, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ