Απόφαση

Αριθμός 919/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 16 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείντος: Κ. Μ. του Σ., δικηγόρου, κατοίκου ….., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αλέξανδρου Στρίμπερη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “...”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην ….. και 2) Σ. Κ. του Σ., κατοίκου ….. Αττικής, που παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνου Πηνιώτη και Δημητρίου Τσικρικά, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-11-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 220/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1160/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά ο αναιρεσείων με την από 10-7-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 10.7.2020 και με αριθμό κατάθ. .../2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ' αριθμ. 1160/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσία την από 29.12.2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2019) έφεση που άσκησε ο ενάγων ήδη αναιρεσείων κατά της υπ' αριθμ. 220/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει ως μη νόμιμη και εν μέρει κατ' ουσίαν η από 6.11.2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2017) αγωγή του, μετά από εξαφάνιση ως άνω αποφάσεως, απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή. Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556 παρ. 1, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο. 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/ 1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του ν. 3198 /1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνεται εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης-εργαζόμενος κατά το άρθρο 167 Α.Κ. Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενο δεν μπορεί να γίνει ούτε ανάκληση αυτής από τον εργοδότη, έστω και με τη συναίνεση του εργαζόμενου, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την αναγγελία (άρθρο 168 Α.Κ.) ούτε, περαιτέρω, να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου ότι αυτή δεν θα αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της. Αν η καταγγελία γίνει μετά προειδοποίηση η λύση της εργασιακής συμβάσεως επέρχεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο της προθεσμίας προειδοποίησης. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της συμβάσεως και για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται κατ' αρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αιρέσεως δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της συμβάσεως, η οποία δεν συμβιβάζεται με το χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας. Οι διατάξεις όμως για την αίρεση δεν έχουν εφαρμογή στις αιρέσεις δικαίου, δηλαδή σ' αυτές που συνίστανται στο γεγονός που αποτελεί στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή τελείωση της δικαιοπραξίας. Έτσι είναι έγκυρη η επικουρική καταγγελία, δηλαδή η δεύτερη καταγγελία στην οποία προβαίνει ο καταγγέλλων, για την περίπτωση που η προηγούμενη καταγγελία θα κρινόταν από το δικαστήριο ως άκυρη. Η δεύτερη αυτή καταγγελία περιέχει αίρεση δικαίου, η οποία είναι επιτρεπτή και η οποία, ανάλογα με τη νομική κατάσταση, αν μεν η πρώτη καταγγελία είναι έγκυρη, δεν έχει καμία αξία και έννομη επιρροή, αν δε είναι άκυρη, επιφέρει αυτή το πρώτον τη λύση της συμβάσεως (Α.Π. 624/2008, 1619/2006). Περαιτέρω η συνέχιση, μετά την καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως, της προσφοράς τη εργασίας από τον εργαζόμενο και η αποδοχή της από τον εργοδότη, μπορεί να οδηγήσει μόνο στη σύναψη νέας συμβάσεως εργασίας χωρίς να επιδρά στη λύση της συμβάσεως εργασίας που επέρχεται με την περιέλευση της καταγγελίας στον εργαζόμενο (ΑΠ 65/2012, 557/2008). Από τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 2 του ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων" (ΦΕΚ Α’ 208/27-9-2013), που εφαρμόζεται, στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης, ορίζεται ότι: "Η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται μόνο: α) με το θάνατο, β) τη λύση, κατάργηση ή διάλυση με οποιονδήποτε τρόπο του νομικού προσώπου που απασχολεί τον δικηγόρο, γ) την πτώχευση του εντολέα και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο. Αν στο προσωπικό που απασχολείται στον εντολέα ισχύει κανονισμός εργασίας που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, η καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή”. Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι η από δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή θεωρείται ως σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης, έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αυτή λύνεται (εκτός άλλων και) με καταγγελία του εντολέα που συνιστά, κατ' αρχήν, μονομερή αναιτιώδη δικαιοπραξία. Όταν, όμως, για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία (ανεξάρτητα προς το αν ο έμμισθος δικηγόρος υπάγεται ή όχι στον κανονισμό αυτόν), η καταγγελία εκ μέρους του εντολέα δεν μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αλλά μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δηλαδή καθίσταται αιτιώδης. Σπουδαίο λόγο συνιστούν διάφορα περιστατικά ή ακόμη και ένα μεμονωμένο γεγονός ή ορισμένη συμπεριφορά, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της σύμβασης από τον ένα εκ των συμβαλλομένων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος του αντισυμβαλλομένου. Τέτοιος σπουδαίος λόγος συντρέχει και όταν, λόγω κλονισμού της εμπιστοσύνης του εντολέα προς το πρόσωπο του εντολοδόχου, έχει επέλθει τόσο σοβαρή διαταραχή στη συνεργασία τους, ώστε η συνέχιση της μεταξύ τους σύμβασης, κατ' αντικειμενική κρίση, να αποβαίνει αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής για τον εντολέα (ΟλΑΠ 21/2004, ΑΠ 139/2019, 908/2017). Ως εκ τούτου, η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής υπό καθεστώς μονιμότητας, που έγινε από τον εντολέα χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 174, 180). Ο εντολέας που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση έμμισθης εντολής και έπαυσε να αποδέχεται τις νομικές υπηρεσίες του εντολοδόχου δικηγόρου, περιέρχεται σε υπερημερία ως εργοδότης. Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, της μη υπερβάσεως, δηλαδή, των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όταν η υπέρβαση των ορίων αυτών είναι προφανής, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη και, κατά συνέπεια, άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και, κατ' αναλογία, της συμβάσεως παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία, καθίσταται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος της μονομερούς λύσεως της συμβάσεως. Αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις, που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εντολέα, συμπεριφοράς του δικηγόρου. Επίσης, όταν εμφανίζεται μεν ως οφειλόμενη σε οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή στην ανάγκη αναδιοργάνωσης της επιχειρήσεως του εντολέα, που καθιστά αναπόφευκτη τη μείωση του προσωπικού, πλην, όμως, οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν, πράγματι, εμπάθεια ή κακοβουλία. Ακόμη, η καταγγελία καθίσταται καταχρηστική όταν οι προβαλλόμενοι οικονομοτεχνικοί λόγοι είναι μεν αληθινοί, αλλά η επιλογή των απολυόμενων δεν γίνεται με αντικειμενικά, υπηρεσιακά ή κοινωνικά κριτήρια. Αντιθέτως, δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν, απλώς, λείπει κάποια εμφανής αιτία, διότι, εν όψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας, με μόνο περιορισμό τη μη άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη, ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που, ως εκ περισσού, επικαλέστηκε γι' αυτήν ο εντολέας ήσαν αναληθείς ή ότι δεν υπήρξε εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο δικηγόρος και εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εντολέα υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1420/2006). Παρομοίως, η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς αυτού παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η με υπαιτιότητα αυτού καταστροφή του κλίματος εμπιστοσύνης και καλής συνεργασίας, που πρέπει να επικρατεί, γενικώς, στο χώρο μιας επιχείρησης και, ειδικότερα, μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου (ΑΠ 140/2020, 736/2020, 245/2015, 2195/2014, 740/2002). Από τις διατάξεις των άρθρων 65, 67, 68, 70 ΑΚ και 18 παρ. 1 και 2, 22 παρ. 1 και 3 του ν. 2190/1920 προκύπτει ότι την ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής που ενεργεί συλλογικά και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην εκπλήρωση του σκοπού της. Η ως άνω οργανική εκπροσώπηση της εταιρείας μπορεί να ανατεθεί εν όλω ή εν μέρει σε ένα ή περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ή και σε τρίτους, είτε απευθείας με διάταξη του καταστατικού είτε με απόφαση του Δ.Σ., σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη του καταστατικού. Και τα πρόσωπα αυτά (μέλη του Δ.Σ. ή τρίτοι) είναι όργανα της εταιρείας, με αντιπροσωπευτική εξουσία παράλληλη προς εκείνη του Δ.Σ. και ενεργούν ως υποκατάστατα τούτου. Το Δ.Σ. και γενικά τα πρόσωπα που διοικούν την ανώνυμη εταιρεία εκφράζουν τη βούληση αυτής, πράγμα που σημαίνει ότι η βούληση των εν λόγω προσώπων, όταν ενεργούν στο όνομα της εκπροσωπούμενης από αυτά ανώνυμης εταιρείας, ισχύει ως βούληση της εταιρείας ΑΠ 586/1983). Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου, όταν αφορά την καταγγελία συμβάσεων, στις οποίες έχει συμβληθεί η εταιρεία, δεν απαιτείται από καμία νομική διάταξη να εκφράζεται πανηγυρικά, αλλά αρκεί να προκύπτει, ευθέως ή ερμηνευτικώς εκ της σχετικής με την υποκατάσταση πράξης του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας (ΑΠ 69/2021). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 65, 67, 70, 167, 232, 233, 238, 669 και 672 ΑΚ, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, που έγινε στο όνομα του νομικού προσώπου από πρόσωπο ή όργανο αυτού, το οποίο δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση είναι ανυπόστατη. Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη έναντι του μισθωτού, ο οποίος έπαυσε να προσέρχεται στην υπηρεσία του εξαιτίας της ανυπόστατης καταγγελίας για την πληρωμή μισθών υπερημερίας. Αν όμως, μετά την ανυπόστατη αυτή καταγγελία ο μισθωτός προσφέρεται στην παροχή των υπηρεσιών του και το νομικό πρόσωπο της αποκρούει, τότε περιέρχεται τούτο σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές υπερημερίας (ΑΠ 736/2020, 1039/2019, 1650/2012, 557/2008). Στην περίπτωση αυτή η αγωγή του εργαζόμενου, όταν έχει αίτημα την εκδίκαση μισθών υπερημερίας λόγω ανυπόστατης καταγγελίας της σύμβασης, η οποία έγινε στο όνομα εργοδότη νομικού προσώπου από πρόσωπο ή όργανο αυτού που δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση, πρέπει για την πληρότητα αυτής να διαλαμβάνει, εκτός από τη σύμβαση εργασίας και τη συμβατική ή νόμιμη αμοιβή και τα περιστατικά εκείνα, από τα οποία προκύπτει το ανυπόστατο της καταγγελίας και η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών που προσέφερε ο εργαζόμενος. Η υπερημερία αυτή δεν προκύπτει αυτομάτως, όπως στην άκυρη καταγγελία, αλλά δεδομένου ότι το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη, αφού η από αναρμόδιο πρόσωπο γενομένη καταγγελία δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα, πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή, για να είναι ορισμένη, ότι ο μισθωτός και μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από μη νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο, προσέφερε πραγματικά, ενόψει και του ανυπόστατου της καταγγελίας, τις υπηρεσίες του στον εργοδότη και ότι ο τελευταίος τις απέκρουσε, περιερχόμενος έτσι σε υπερημερία, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη (ΑΠ 1039/2019). Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδ. α' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 893/2017, 319/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών (ΑΠ 757/2015, 2102/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 113/2018 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του και κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής ουσιώδη: "Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, ο οποίος τυγχάνει δικηγόρος και από το έτος 1981 μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, προσλήφθηκε από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, ήδη 1η αναιρεσίβλητη, η οποία ιδρύθηκε το έτος 1981, με κύριο μέτοχο την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ σήμερα ανήκει κατά 100% στην τελευταία, δυνάμει της από 26.11.2013 έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και του άρθρου 5 παρ. 1 του από 27.10.2010 Κανονισμού Λειτουργίας της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών, με αντικείμενο τη στήριξη της τελευταίας, υπαγόμενος για τον σκοπό αυτόν στην εποπτεία του Προϊστάμενου της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών, με συμφωνηθείσα πάγια μηνιαία αντιμισθία ύψους 5.900 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας (δηλαδή 14 μηνιαίες αμοιβές ετησίως). Περαιτέρω, λόγω αποχώρησης του έως τότε Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών και κατόπιν της με αριθμό 571/29.1.2014 απόφασης του τότε Διευθύνοντος Συμβούλου του ΔΣ της εναγόμενης, που ελήφθη σε εκτέλεση ομόφωνης απόφασης του τελευταίου, τον Ιανουάριο του έτους 2014 αυτός (αναιρεσείων) τοποθετήθηκε ως Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της εναγόμενης, καταρτισθείσας προς τούτο της από 23.10.2014 τροποποιητικής σύμβασης έμμισθης εντολής και αναπροσαρμοσθείσας της πάγιας μηνιαίας αμοιβής του στο ποσό των 6.500 ευρώ μηνιαίως. Σε εκτέλεση δε της άνω σύμβασης έμμισθης εντολής ο ενάγων παρείχε τις νομικές και δικηγορικές του υπηρεσίες στην εναγόμενη. Την 6.10.2017 ο ενάγων κλήθηκε στο γραφείο του Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγόμενης, ήτοι του δεύτερου εναγόμενου, όπου και του γνωστοποιήθηκε ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη του ΔΣ της εναγόμενης προς το πρόσωπό του, για τον λόγο ότι αφενός μεν έχει αυτός (ενάγων) εγκρίνει αμοιβές δικαστικού επιμελητή, συνολικού ποσού 128.000 ευρώ, για την τριετία 2015-2017, καθ' υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, αφετέρου δε, έχει εγκρίνει αμοιβές δικαστικού επιμελητή, για ενέργειες που δεν πραγματοποιήθηκαν και πάραυτα του ζητήθηκε να υπογράψει συνταγμένο ήδη έγγραφο παραίτησης. Ωστόσο, ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει το έγγραφο της παραίτησης, με συνέπεια να επιδοθεί σ' αυτόν την ίδια ημεροχρονολογία η από 6.10.2017 καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής στην οποία η εναγόμενη επικαλούνταν ως λόγο καταγγελίας τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της στο πρόσωπο του ενάγοντος, για τους προαναφερόμενους λόγους. Ο ενάγων απέκρουσε την καταγγελία προφορικά αλλά και εγγράφως, με την από 20.10.2017 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία προς την εναγόμενη. Στη συνέχεια, η τελευταία του κοινοποίησε την από 25.10.2017 νέα (επικουρική) καταγγελία, στην οποία αναφερόταν ότι η καταγγελία αυτή, ασκείται επικουρικά, για την περίπτωση, δηλαδή, που ήθελε κριθεί δικαστικώς ότι η πρώτη είναι ανυπόστατη ή άκυρη, ενώ, ως λόγος και της καταγγελίας αυτής αναφέρεται ο κλονισμός εμπιστοσύνης της εναγόμενης στο πρόσωπο του ενάγοντος. Την επόμενη ημέρα, ήτοι την 26.10.2017, ο τελευταίος κοινοποίησε νέα εξώδικη δήλωση, με την οποία αμφισβητούσε την υπόσταση και το κύρος της προαναφερόμενης από 25.10.2017 επικουρικής καταγγελίας. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η πρώτη από 6.10.2017 καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος ήταν ανυπόστατη, καθόσον έφερε υπογραφή χωρίς να προκύπτει τόσο το πρόσωπο που υπέγραψε όσο και η ιδιότητά του. Πλην, όμως, ακολούθησε η από 25.10.2017 νέα (επικουρική) καταγγελία, για την περίπτωση του ανυποστάτου ή της ακυρότητας της πρώτης καταγγελίας, που επιδόθηκε αυθημερόν στον ενάγοντα, η οποία υπογράφηκε από τον δεύτερο εναγόμενο - 2ο αναιρεσίβλητο, με την ιδιότητα του Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου της πρώτης εναγόμενης 1ης αναιρεσίβλητης. Στον δε τελευταίο είχε εκχωρηθεί το σύνολο των αρμοδιοτήτων της διαχειριστικής και εκπροσωπευτικής εξουσίας από το ΔΣ, ώστε να δεσμεύει την εναγόμενη, με μόνη την υπογραφή του, δυνάμει των με αριθμούς …/3.3.2016 και …/27.7.2017 πρακτικών του ΔΣ αυτής και σύμφωνα με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Νόμου 2190/1920 και το άρθρο 22 παρ. 6 του καταστατικού της εναγόμενης. Κατόπιν τούτων (...), η δεύτερη (επικουρική) από 25.10.2017 καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος, η οποία έγινε για την περίπτωση ακυρότητας της πρώτης, είναι υποστατή, καθόσον υπογράφηκε από αρμόδιο προς τούτο όργανο της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η επικουρική από 25.10.2017 καταγγελία είναι άκυρη, διότι α) Υπάρχει στην εναγόμενη Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας, που προβλέπει τη μονιμότητα των υπαλλήλων της και επομένως θα έπρεπε, με ποινή ακυρότητας, να αναφέρεται στο έγγραφο της καταγγελίας σαφώς ο σπουδαίος λόγος της, β) Στην καταγγελία της σύμβασής του γίνεται μνεία ότι έχει κλονιστεί ισχυρά η εμπιστοσύνη της εναγόμενης στο πρόσωπό του, πλην, όμως, ο λόγος αυτός της καταγγελίας είναι ανυπόστατος, γ) Παραβιάστηκε αφενός μεν η εργατική νομοθεσία περί προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, αφού η [“απόλυσή του”] έλαβε χώρα ενόψει της επικείμενης πώλησης μετοχών της εναγόμενης σε τρίτους διεθνείς επενδυτές, αφετέρου δε συγκεκριμένος όρος του καταρτισθέντος από 28.6.2017 προσυμφώνου πώλησης του 75% των μετοχών της εναγόμενης από τη μέτοχό της, δηλαδή την “...” σε διεθνείς επενδυτές, δηλαδή το επενδυτικό σχήμα “...”, και δη αυτός περί αποτροπής οποιασδήποτε μεταβολής (νέες προσλήψεις ή απολύσεις) προσωπικού στο μεσοδιάστημα μέχρι μεταβίβαση μετοχών, ιδίως ως προς συμβάσεις των "key managers”, δηλαδή την οριστική τις υφιστάμενες των επικεφαλής, μεταξύ των οποίων είναι αναμφισβήτητα και οι Νομικές Υπηρεσίες και βεβαίως ο Προϊστάμενος αυτών και τέλος δ) Έλαβε χώρα από ταπεινά ελατήρια και δη από κακοβουλία, επειδή αυτός (ενάγων) προέβη στην αποκάλυψη της ύπαρξης 3.739 δικαστικών φακέλων του τμήματος αναγωγικών απαιτήσεων του ... των ετών 1998 - 2013, που αν και επιδίκαζαν υπέρ της εναγόμενης ποσά άνω των 63.000.00 ευρώ, εν τούτοις ουδεμία (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) νομική ενέργεια αναγκαστικής είσπραξης είχε γίνει και το κυριότερο είχε αποκρυβεί από τους υπεύθυνους του ... καθώς και από τους υπευθύνους των Οικονομικών και Νομικών Υπηρεσιών και επιπλέον διότι η επίδικη καταγγελία στόχευσε στην αποτροπή επαναφοράς του στη θέση του ως Προϊστάμενου των Νομικών Υπηρεσιών μετά την άσκηση της πρώτης καταγγελίας, η οποία ήταν ανυπόστατη. Όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του από 11.12.2017 Εσωτερικού Κανονισμού Εργασίας της εναγόμενης, ο οποίος ισχύει από 3.7.2017 (βλ. άρθρο 28 αυτού), δεν προβλέπεται μονιμότητα για το προσωπικό της. Επομένως, η εναγόμενη δικαιούνταν να καταγγείλει αναιτιωδώς οποτεδήποτε, ήτοι χωρίς καν λόγο και πάντως χωρίς σπουδαίο λόγο τη σύμβαση του ενάγοντος, η οποία ετύγχανε αορίστου χρόνου και το κύρος της από 25.10.2017 επικουρικής καταγγελίας δεν εξαρτάτο από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία έγινε, αλλά αποτέλεσε δικαίωμα της εναγόμενης - εντολέα. Εξάλλου, πράγματι επρόκειτο να μεταβιβαστεί ποσοστό μετοχών της εναγόμενης σε διεθνείς επενδυτές. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 του ΠΔ 178/2002 απαγορεύονται οι απολύσεις του προσωπικού που ως αιτία έχουν τη μεταβίβαση επιχείρησης αυτή καθ' εαυτή. Ωστόσο, και ενόψει του ότι ο ενάγων θεωρείται ότι εντάσσεται στο προσωπικό της εναγόμενης, [βλ. άρθρο 5 αρ. 2 του Κανονισμού Νομικών Υπηρεσιών της εναγόμενης εταιρείας] δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος έλαβε χώρα λόγω της επικείμενης πώλησης μετοχών της εναγόμενης σε διεθνείς επενδυτές και επομένως κατά παράβαση του άρθρου 5 του ΠΔ 178/2002 και εντεύθεν και κατά παράβαση του προαναφερόμενου όρου του καταρτισθέντος από 28.6.2017 προσυμφώνου πώλησης μετοχών. Τέλος, αν και ενάγων ισχυρίζεται ότι η επίδικη καταγγελία έγινε από ταπεινά ελατήρια και δη από κακοβουλία των οργάνων της εναγόμενης, αφενός μεν, λόγω της αποκάλυψης των ως άνω οικονομικών ατασθαλιών εκ μέρους του προς τα αρμόδια όργανα της εναγόμενης, αφετέρου δε, με σκοπό την αποτροπή της επαναφοράς του ως Προϊσταμένου των Νομικών Υπηρεσιών και επομένως είναι άκυρη, δεν προσδιορίζει στο δικόγραφο της αγωγής του, τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ στοιχεία για το ορισμένο του λόγου αυτού, ήτοι ποια τα διευθυντικά στελέχη της εναγόμενης, των οποίων η κακόβουλη συμπεριφορά είναι αιτία της καταγγελίας της συμβάσεώς του. Επομένως, τυγχάνει αόριστος ο ανωτέρω λόγος καταγγελίας. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές η από 25.10.2017 επικουρική καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντος, είναι καθόλα έγκυρη και επέφερε το πρώτο τη λύση της σύμβασής του και ως εκ τούτου απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητάς της. Συνακόλουθα απορριπτέα τυγχάνουν ως άνευ αντικειμένου και τα αιτήματα περί καταβολής αμοιβών υπερημερίας και περί υποχρέωσης αποδοχής των υπηρεσιών του ενάγοντος εκ μέρους της εναγόμενης, τα οποία προϋποθέτουν υπερημερία αυτής. Περαιτέρω, το αίτημα της αγωγής, όσον αφορά στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, ένεκα της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, που ισχυρίζεται ο τελευταίος ότι υπέστη, λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής, κρίνεται ως ουσία αβάσιμο, διότι δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η λύση της σύμβασής του με την ως άνω από 25.10.2017 συνθήκες επικουρική καταγγελία συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του”. Στη συνέχεια το Μονομελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εξαφάνισε στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την προαναφερθείσα αγωγή, απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 6.10.2017 καταγγελίας της σύμβασης του αναιρεσείοντος , όπως και πρωτοδίκως, ήτοι ως μη νόμιμη, και ως προς την επικουρική βάση της αναγνώρισης της ακυρότητας της επικουρικής πλέον από 25.10.2017 καταγγελίας, ως αόριστη κατά τη βάση αυτής περί ακυρότητας για το λόγο ότι έγινε καθ' υπέρβαση των ορίων του 281 ΑΚ και ως ουσία αβάσιμη ως προς το κεφάλαιο που αφορά την ακυρότητα της καταγγελίας διότι έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο και την αδικοπρακτική βάση αυτής. Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 2 εδ. β του Κώδικα Δικηγόρων και του άρθρου 24 του από 11.12.2017 Εσωτερικού Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, ο οποίος ισχύει από 3.7.2017, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, αφού σύμφωνα με το άρθρο 28 του εν λόγω Κανονισμού δεν προβλέπεται μονιμότητα για το προσωπικό της. Ειδικότερα, αφού σύμφωνα με τον Κανονισμό της αναιρεσίβλητης Τράπεζας δεν προβλέπεται μονιμότητα για το προσωπικό της, δεν απαιτείτο για την καταγγελία, τόσο της με ημερομηνία 6.10.2017, όσο και της νέας με ημερομηνία 25.10.2017 (επικουρικής) τοιαύτης, της σύμβασης έμμισθης εντολής του αναιρεσείοντος δικηγόρου, η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης, με τους οποίους επισημαίνεται το σφάλμα αυτό, το οποίο αφορά την ακυρότητα της καταγγελίας διότι έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο και αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξ άλλου, ο έβδομος λόγος της αίτησης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 5 της ισχύουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο ΕΣΣΕ μεταξύ της αναιρεσίβλητης Τράπεζας και του αναγνωρισμένου Επαγγελματικού Σωματείου με την επωνυμία ...”, με την οποία προβλέπεται ότι "η Εταιρεία κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της παρούσας δεν θα προχωρήσει σε μονομερή καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εργαζομένων που συνδέονται με σχέση εργασίας εξαρτημένης εργασίας για οικονομοτεχνικούς λόγους και σε κάθε περίπτωση, η Εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα καταγγελίας για λόγους που αφορούν τον εργαζόμενο ατομικά”, είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την αγωγή του λόγο ακυρότητας της καταγγελίας με βάση την ανωτέρω ΣΣΕ, επιπλέον δε, είναι απαράδεκτος, διότι εδράζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως καθ' όσον σύμφωνα με τις μείζονες σκέψεις η καταγγελία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους και πρέπει να απορριφθεί. Ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλει κατά της προσβαλλομένης απόφασης αιτιάσεις από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι αυτή περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες καθ' όσον δεν διαλαμβάνει πλήρεις αιτιολογίες ότι η από 25.10.2017 καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής του αναιρεσείοντος υπογράφτηκε από αρμόδιο προς τούτο όργανο της αναιρεσίβλητης Τράπεζας. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι καθ' όλες τις άνω αιτιάσεις του, αβάσιμος, διότι κατά τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες κατά τις ουσιαστικώς ανέλεγκτες κρίσεις της προσβαλλομένης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθά δέχθηκε ότι η ως άνω καταγγελία, υπογραφείσα από τον δεύτερο αναιρεσίβλητο, ο οποίος είχε την ιδιότητα του Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου της αναιρεσίβλητης Τράπεζας και στον οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 21 αριθμ. 6 του Καταστατικού αυτής, είχε εκχωρηθεί το σύνολο των αρμοδιοτήτων της διαχειριστικής και εκπροσωπευτικής εξουσίας της αναιρεσίβλητης Τράπεζας από το Δ.Σ. αυτής, δυνάμει των υπ' αριθμ. …/3.3.2016 και …/27.7.2017 πρακτικών του, είναι υποστατή και έγκυρη, αφού σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, ενήργησε ως υποκατάστατο όργανο, έχον αντιπροσωπευτική ικανότητα του νομικού προσώπου της αναιρεσείουσας Τράπεζας. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία. Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, εάν το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ. Η νομική αυτή παραδοχή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας, ανταποκρίνεται στο πραγματικό περιεχόμενο αυτής. Σε αντίθετη περίπτωση, στοιχειοθετείται ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με την έννοια ότι δεν λήφθηκε υπόψη αγωγικός ισχυρισμός θεμελιωτικός του φερόμενου προς διάγνωση δικαιώματος, ο οποίος διαφοροποιεί την εκτίμηση για αοριστία της αγωγής, ή αντιστρόφως λήφθηκε υπόψη ισχυρισμός, που δικαιολογούσε τη νομική ή ποιοτική επάρκεια της αγωγής, ο οποίος δεν προτάθηκε με το δικόγραφο αυτής (ΑΠ 1039/2019, 1120/2015, 167/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τους πέμπτο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 και έκτο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 , επικουρικό έναντι του προηγούμενου, λόγους της αίτησης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη κάποια από τα επί μέρους περιστατικά, τα οποία είχε προβάλει με την ένδικη αγωγή για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να καταγγείλει τη σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής, και παρά το νόμο κήρυξε αυτή απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Και, ειδικότερα, ενώ ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία έγινε από ταπεινά ελατήρια και μάλιστα από κακοβουλία των οργάνων της εναγομένης, αφ' ενός λόγω της αποκάλυψης των ως άνω οικονομικών ατασθαλιών εκ μέρους του προς τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης Τράπεζας και αφ' ετέρου με σκοπό την αποτροπή της επαναφοράς του ως Προϊσταμένου των Νομικών Υπηρεσιών, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν κατονομάζονται τα διευθυντικά στελέχη της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, των οποίων η κακόβουλη συμπεριφορά είναι η αιτία της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής. Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή, όπως προκύπτει από την κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ επισκόπηση του δικογράφου της, έχοντας πράγματι την προαναφερόμενη έλλειψη, είναι αόριστη ως προς τον προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρότητας της καταγγελίας, καθ' όσον λόγω της έλλειψης αυτής ούτε το δικαστήριο μπορεί να κρίνει, αν η καταγγελία έγινε από ταπεινά ελατήρια και από κακοβουλία των οργάνων της εναγομένης ούτε και η εναγομένη μπορεί να αμυνθεί κατ' αυτής. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής, ως προς τον ανωτέρω λόγο ακυρότητας, ως αόριστη, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, ούτε παρέλειψε να λάβει πράγματα παραδεκτώς προταθέντα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επομένως, οι ως άνω πέμπτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 14 και 8 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 466/2019, 1557/2018, 1349/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 γ' Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια, και όχι όπως εσφαλμένα αναγράφεται 11β' συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη νομίμως ενώπιον του προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα ουσιώδη αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπ' όψη τον ισχύοντα κατά τον χρόνο της καταγγελίας από 1.12.2014 συμβατικής ισχύος Κανονισμό των Νομικών Υπηρεσιών της Εταιρείας, ο οποίος προέβλεπε σπουδαίο λόγο για την ύπαρξη καταγγελίας της συμβάσεως έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία των δικηγόρων της αναιρεσίβλητης αλλά τον από 27.10.2010 τοιούτο ( Κανονισμό). Ο ως άνω λόγος εδράζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι απαράδεκτος, και πρέπει να απορριφθεί, καθ' όσον σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο έλαβε υπ' όψη του για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης τον πράγματι ισχύοντα από 11.12.2017 Εσωτερικό Κανονισμό Εργασίας της αναιρεσίβλητης Τράπεζας σε συνδυασμό με τα λοιπά έγγραφα. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν από κοινού προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.7.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2020) αίτηση αναιρέσεως.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων ποσού χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ