Απόφαση

Αριθμός 920/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Λ. του Α., κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βασιλείου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1)ανώνυμης εταιρεία με την επωνυμία “...”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευάγγελου Μπαρμπούρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και 2) οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΔΑΦΝΗΣ-ΥΜΗΤΤΟΥ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Δάφνη Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Ντούρου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-1-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 562/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1000/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1-10-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ. 1 εδ α`, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, το οποίο έχει ασκηθεί, (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), μπορεί να γίνει ή με δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στις προτάσεις ή με δικόγραφο, που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, πριν αρχίσει η προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσιβλήτου και την κλήτευσή του στην ορισθείσα συζήτηση, αφού αυτός και αν ακόμη είχε κληθεί και παρασταθεί, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην παραίτηση αυτή (ΑΠ 351/2004). Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιό του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν, ή από το δικαστήριο και το οποίο (έγγραφο), κατ` άρθρο 118 ΚΠολΔ, είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο είτε επιδίδεται από τον ένα διάδικο στον άλλο. Με βάση τα ανωτέρω, η παραίτηση από το ένδικο μέσο της αναίρεσης (δικόγραφο ή δικαίωμα) μπορεί να γίνει και με εξώδικη δήλωση του παραιτουμένου, εφόσον φέρει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Η νομότυπη ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια, ότι η αναίρεση θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη, ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκτασή της, κατάργηση της δίκης (ΑΠ 47/2020, 1273/2020, 742/2017, 649/2016, 369/2013). Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο πρώτος αναιρεσείων Ε. Γ. του Δ. παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης από 1.10.2019 και αριθ. καταθ. .../2.10.2019 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ' αριθ. 1000/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με την από 27.7.2021 έγγραφη εξώδικη δήλωσή του που υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .... Η ως άνω από 27.7.2021 δήλωση παραίτησης με την επιμέλεια του ίδιου ως άνω δικηγόρου επιδόθηκε στις 28.7.2021 στους αναιρεσιβλήτους, ήτοι πριν από την ημέρα της δικασίμου (7.9.2021), όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. .../28.7.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Γ. Μ. του Κ. και .../28.7.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Μ. του Κ.. Η γενόμενη κατά τον προαναφερόμενο τρόπο νομότυπη παραίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος από το δικόγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης είναι έγκυρη (άρθρο 297 ΚΠολΔ) και επέφερε τα αποτελέσματά της, δηλαδή, η αίτηση αναίρεσης θεωρείται αναδρομικά ότι δεν ασκήθηκε ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα και καταργείται η δίκη ως προς αυτόν (άρθρα 295 παρ. 1, 299 ΚΠολΔ). 2. Με την από 1.10.2019 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθ. 1000/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών- εργατικές διαφορές (άρθρο 614 επ. ΚΠολΔ). Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556 παρ. 1, 558, 564 § 3, 566 § 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 § 3 ΚΠολΔ). 3. Κατά την διάταξη του άρθρου 90 § 3 ν. 2362/1995 "Περί δημοσίου λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους”, ο οποίος καταργήθηκε από τον ισχύοντα από 1.1.2015 Ν. 4270/2014 (Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης- εποπτείας- Δημόσιο Λογιστικό), που εφαρμόζεται και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 56 ν.δ. 496/1974, 3 ν.δ. 31/1968 και 304 του κυρωθέντος με το ΠΔ 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από την γένεσή της, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α` του ίδιου νόμου με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού η παραγραφή οποιοσδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη απ` αυτές ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α` του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του δημοσίου κλπ. από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από την ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που διατυπώνεται στο άρθρ. 91 εδ. α`, και, επομένως, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/ 2006, ΑΠ 771/2016). Η προβλεπόμενη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 § 3 ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων και των πολιτικών ή στρατιωτικών κατ' αυτού (Δημοσίου) βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ` άρθρα 250 αριθ. 6 και 17 ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων (ΟλΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριμένα, από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων (του Δημοσίου και των ΟΤΑ), η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι δημότες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτών επιβαρύνσεων (πρβλ. ΟλΑΠ 38/2005) και, συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν αντίκειται: α) στην κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας (πρβλ. ΑΕΔ 9/2009 ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρο 48 § 3 ν.δ. 496/1974 που θεσπίζει επίσης διετή παραγραφή για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. κατ` αυτών) και β) στις διατάξεις του άρθρου 1 του κυρωθέντος με το ν.δ. 53/1974 και υπερνομοθετική ισχύ έχοντος Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης που επιβάλλουν τον σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, ενώ εξάλλου και από την διάταξη του άρθρ. 1 § 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για την διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ (ΟλΑΠ 2/2011, 31/2007, ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 48 § 3 ν.δ. 496/1974, ΑΠ 1241/2018, 575/2020, 224/2011). Ακόμη, κατά το άρθρο 93 του ίδιου, ως άνω, νόμου (2362/1995), η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, με την υποβολή στην αρμόδια αρχή αιτήσεως για πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής, αν δε η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Για να διακοπεί δε η παραγραφή με την υποβαλλόμενη στο νομικό πρόσωπο αίτηση, θα πρέπει να ζητείται με αυτή η πληρωμή ορισμένης απαίτησης, της οποίας δεν απαιτείται να προσδιορίζεται στην αίτηση το ακριβές ποσό ή να αναφέρονται λεπτομερώς τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν, απαιτείται όμως να καθορίζονται σαφώς τα στοιχεία που προσδιορίζουν την "ταυτότητα" της συγκεκριμένης απαίτησης και τη διακρίνουν από άλλες απαιτήσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα τα αρμόδια όργανα του ν.π.δ.δ. να αντιληφθούν για ποια απαίτηση πρόκειται και να εξετάσουν τη βασιμότητά της, προκειμένου να απαντήσουν θετικά ή αρνητικά στην αίτηση (ΑΠ 1643/2017, 796/2018, 1938/2008). Επιπλέον η παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατ` άρθρο 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, κατ` άρθρο 94 εδ. δ` ν. 2362/1995, σε αντίθεση με τη διακοπή ή αναστολή της παραγραφής που δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά απαιτείται προβολή της με αντένσταση του ενάγοντος (ΑΠ 1233/2019, 2203/2014, 1310/2009). Περαιτέρω, ο θεσμός της παραγραφής είναι δημόσιας τάξης, γιατί εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και τη βεβαιότητα του δικαίου, καθώς και την ανάγκη ταχύτερης εκκαθάρισης των σχετικών υποθέσεων, αποτελεί δε την από τον νόμο κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο και γι` αυτό δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξιώσεως, όταν αυτός έχει ενεργήσει ότι είναι αναγκαίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μην χρειάζεται να κάνει κάτι ιδιαίτερο (ΑΠ 148/2017, 361/2019, 1819/2012). Την παραγραφή διακόπτει και η άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΑΚ, κατά την έννοια του οποίου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, μετά την με τον τρόπο αυτό επέλευση της διακοπής, αποτελεί διακοπτικό γεγονός και κάθε μετέπειτα διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης (ΑΠ 1264/2019, 148/2017), όπως η κλήση για προσδιορισμό δικασίμου, η έκδοση, η δημοσίευση και η κοινοποίηση οριστικής απόφασης, αναβλητικής απόφασης η άσκηση ενδίκου μέσου κ.λπ. (ΑΠ 52/2021, 4/2021). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 598/2019, 130/2016, 1420/2013). 4. Στη προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι με την από 12.1.2012 και με αριθ. κατάθ. .../23.2.2012 αγωγή της η δεύτερη ενάγουσα και ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα επικαλούμενη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ζήτησε να της επιδικαστούν τα αναφερόμενα σ' αυτή ποσά κύρια με βάση τη σύμβαση, άλλως επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού οι αμοιβές της για παράνομες υπερωρίες, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα του έτους 2006 και αδείας των ετών 2002, 2003, 2004 και 2005. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ` αριθ. 562/2016 απόφασή του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή στο σύνολό της (παραγραφή εν επιδικία). Κατόπιν ασκήσεως της από 13.6.2016 και με αριθ. κατάθ. .../14.6.2016 έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση. Το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατ` ανέλεγκτη κρίση ως προς την δεύτερη ενάγουσα και ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα, τα ακόλουθα: " ..........Ως προς τη δεύτερη ενάγουσα προέκυψαν τα ακόλουθα : Οι αξιώσεις της επίσης, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφορούν το χρονικό διάστημα από 2.1.2001 έως 11.10.2006. Η ενάγουσα προέβη σε έγγραφη διαμαρτυρία προς το δεύτερο εναγόμενο, με την .../8.12.2006 αίτησή της, με την οποία ζήτησε την ικανοποίηση των απαιτήσεών της. Με την αίτησή της αυτή η ενάγουσα διέκοψε την παραγραφή των αξιώσεών της για τα έτη 2004 και 2005, δεδομένου ότι για το προγενέστερο χρονικό διάστημα (έτη 2002 έως 2004), αυτές είχαν ήδη υποπέσει στη διετή παραγραφή, διότι από τη γέννησή τους έως τις 28.12.2006, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε την από 21.12.2007 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η επίδοση της οποίας έλαβε χώρα στις 27.12.2007 (βλ. τις 11775Β και 6882Β/27.12.2007 των αρμοδίων δικαστικών επιμελητών). Με την άσκηση της αγωγής αυτής διεκόπη εκ νέου η παραγραφή των αξιώσεών της για τα έτη 2005 και 2006. Δικάσιμος της ως άνω αγωγής ορίστηκε στις 8.5.2008, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 11.5.2009, δικάσιμο όμως κατά την οποία η συζήτηση της αγωγής ματαιώθηκε. Επομένως, η τελευταία διαδικαστική πράξη έλαβε χώρα στις 8.5.2008, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη
ΙΙ της παρούσας, κατά το τότε ισχύον δίκαιο, η ματαίωση της συζήτησης στις 11.5.2009, δεν συνιστά διαδικαστική πράξη. Από την ως άνω λοιπόν διαδικαστική πράξη, έως την άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία επιδόθηκε στις 28.2.2012 και 2.3.2012 (βλ. τις .../28.2.2012 και .../2.3.2012 εκθέσεις επιδόσεως των Δικαστικών Επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Μ. και Α. Μ., αντίστοιχα), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας και οι αξιώσεις και της πρώτης ενάγουσας έχουν υποπέσει σε παραγραφή (εν επιδικία). Πρέπει να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ο νόμος 4139/2013, ως προς τη διακοπή της παραγραφής, δεδομένου ότι κατά τη δημοσίευσή του, στις 20.3.2013, οι αξιώσεις των εναγόντων, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, είχαν ήδη παραγραφεί (.....). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένδικη αγωγή, κρίνοντας ότι οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν παραγραφεί, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι σχετικοί λόγοι εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ακολούθως δε, και η έφεση στο σύνολό της...". Με τον πρώτο λόγο της αίτησης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι με την παραδοχή της ως άνω διετούς παραγραφής των αξιώσεων της δεύτερης αναιρεσείουσας παραβιάσθηκαν κανόνες ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα τα άρθρα 4 παρ. 1, 22 παρ. 1 και 28 του Συντάγματος καθώς επίσης και το άρθρο 1 περ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Σύμφωνα όμως με τα όσα εκτέθηκαν αναλυτικά παραπάνω στη μείζονα σκέψη υπό στοιχείο 3, η ως άνω διετής παραγραφή δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 22 παρ. 1 και 28 του Συντάγματος καθώς επίσης και το άρθρο 1 περ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως και γι` αυτό ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. 5. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, 328/2008). Ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, και, αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 712/2016, ΑΠ 1277/2015, 739/2011, 1632/2007, 669/2007, 1654/2007). Ειδικότερα κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται, α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, ν` αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί παραδεκτώς και νομίμως.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του, ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αν δε, συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδαφ. α` - γ` της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ να εκτίθεται στο αναιρετήριο ο λόγος αυτός (Ολ.ΑΠ 15/2000, ΑΠ 1285/2019, 173/2016, 442/2015, 391/2015). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1 εδ. β`, 664 επ., 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1 δ` ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται εν προκειμένω λόγω του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αγωγής πριν την 1.6.2016 (άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015), συνάγεται ότι επί υποθέσεων δικαζομένων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία ενώπιον του ειρηνοδικείου και του μονομελούς πρωτοδικείου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, πρέπει οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων να προτείνονται προφορικώς κατά την συζήτηση και να καταχωρίζονται στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων, τα οποία τους θεμελιώνουν, εκτός εάν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες επ` ακροατηρίου προτάσεις, οπότε δεν απαιτείται η καταχώρισή τους στα πρακτικά, αλλά μόνον η προφορική πρόταση και ανάπτυξή τους. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 4335/2015 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή λόγω της κατάθεσης της ένδικης έφεσης μετά την 1.1.2016, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι: α) όλοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί στη διαδικασία εκδικάσεως των εργατικών διαφορών πρέπει να προτείνονται κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, β) στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτές διάδικος (ΑΠ 447/2020, 1245/2019, 105/2017, 9/2014). Τέλος, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται ο λόγος αναιρέσεως να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο εφέσεως ή αναλόγως κατά το άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ. με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ. προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 447/2020, 493/2020, 201/2017). Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πλήρως τον ισχυρισμό της δεύτερης αναιρεσείουσας περί διακοπής της παραγραφής των αξιώσεών της, και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη του το πραγματικό περιστατικό της κατάθεσης της από 22.4.2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 792/2010 κλήσης προς συζήτηση της με αριθμό κατάθεσης .../2007 προγενέστερης ομοίου περιεχομένου αγωγής της κατά των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καθώς και αυτού της επίδοσής της στους τελευταίους, δυνάμει των υπ' αριθ. ../18.4.2010 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Μ. - Α. Ζ. και …/4.5.2010 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Μ., που αποτελούσαν κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση του περί διακοπής της παραγραφής ισχυρισμού της. O ως άνω λόγος κρίνεται απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, κατ' άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι, αν και πρόκειται για διαφορά που εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατική διαφορά), η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται ότι ο προαναφερόμενος ισχυρισμός (αντέσταση διακοπής της παραγραφής) προτάθηκε προφορικώς κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των θεμελιούντων αυτόν περιστατικών ή περιεχόταν στις έγγραφες προτάσεις του, κατά πάσα δε περίπτωση δεν προσκομίζονται τα πρακτικά συνεδριάσεως αυτού. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αίτησης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα, που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα, προς απόδειξη των θεμελιούντων τον ως άνω ισχυρισμό της περί διακοπής της παραγραφής των αξιώσεών της γεγονότων. Ωστόσο, μετά την απόρριψη του δεύτερου ως άνω λόγου της αίτησης ως απαράδεκτου, για πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την απόρριψη της αντένστασης της παραγραφής, αποβαίνει άνευ εννόμου συμφέροντος ο ως άνω τρίτος λόγος της αίτησης, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για μη λήψη εγγράφων για την αποδοχή του ίδιου ισχυρισμού και εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η δεύτερη αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα του τελευταίου, ο οποίος κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα κατά το μέτρο του άρθρ. 281 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3463/2006, καθώς και στα έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα της τελευταίας, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την από 1.10.2019 και αριθ. καταθ. .../2.10.2019 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Γ. του Δ. κατά της υπ' αριθ. 1000/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και κηρύσσει καταργημένη τη δίκη ως προς αυτόν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω αναίρεση ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Λ. του Α. κατά της ίδιας υπ' αριθ. 1000/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ως άνω αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ και της πρώτης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ