Απόφαση

Αριθμός 923/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Β. του Μ., κατοίκου Άνω Λιοσίων, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Χρυσούλας Κουράση, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " … “, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στον Ασπρόπυργο Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αλέξιου Παπασταύρου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-2-2013 αγωγή τoυ ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Εκδόθηκαν η 896/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5999/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4-8-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Τριανταφυλλιά Πατρώνα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 4.8.2020 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθ. 5999/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή της από 1.10.2018 αντεφέσεως του αναιρεσιβλήτου και απόρριψη της από 22.8.2017 εφέσεως του αναιρεσείοντος εξαφανίσθηκε η υπ' αριθμ. 896/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από 27.2.2013 αγωγή, με την οποία ο αναιρεσείων αιτείτο την επιδίκαση αποζημιώσεως κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα, επικαλούμενος ότι η αναιρεσίβλητη κατά παράβαση της μεταξύ των συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ακύρωσε τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία είχε συνάψει υπέρ αυτού με τις εταιρείες “...” και “...”, με συνέπεια να ματαιωθεί το υπό αίρεση δικαίωμά του να εισπράξει εφ' άπαξ παροχή κατά την συνταξιοδότησή του. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, χωρίς να έχει προηγηθεί επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης [άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ], θα ερευνηθεί δε περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των διαλαμβανομένων σ' αυτήν λόγων [άρθρ. 577 παρ. 1,3 ΚΠολΔ].
Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εάν η προσβαλλομένη αιτίαση θεμελιώνει λόγον αναιρέσεως και ποίον συγκεκριμένως από τους περιοριστικώς οριζομένους από τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους. Εξ άλλου, η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου [άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ].
Ο αναιρεσείων στην αίτησή του με τον πρώτο λόγο υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση έσφαλε, γιατί δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία, που προσκόμισε από τα οποία προκύπτει ότι από το έτος 1974 είχε ενταχθεί στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ασφάλισης με την “...”, την οποία διαδέχθηκε από το έτος 1985 η ασφαλιστική εταιρεία “...”, όμως αρκέσθηκε να στηρίξει τις αξιώσεις του στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της “...” και επικουρικά της “...”, γιατί δεν διέθετε αποδεικτικά στοιχεία των προηγουμένων συμβάσεων, ως και ότι έσφαλε, γιατί δεν δέχθηκε ότι ο ίδιος είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της συμφωνίας με τη “...” το έτος 2007 και όχι το 1990, όπως έγινε δεκτό, γι αυτό και υπέπεσε στην πλημμέλεια των λόγων εκ των αριθ. 1, 8, 10, 11, 12, 13, 16, 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι ισχυρισμοί αυτοί του αιτούντος δεν μπορούν ούτε κατ' εκτίμηση να θεμελιώσουν κάποιον από τους επικαλούμενους λόγους αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ούτε τον λόγο εκ του αριθ. 8, [που αναφέρεται στη μη λήψη υπόψη ισχυρισμών που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης], γιατί δεν αναφέρονται σε πλημμέλειες της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης σχετικές με τους ουσιαστικούς ή δικονομικούς ή άλλους κανόνες που εφαρμόσθηκαν αλλά σε ζητήματα εκτίμησης των αποδείξεων με επίκληση μη ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία δεν συνδέονται με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και δεν θεμελιώνουν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς επί του δικαιώματος της παροχής του συνταξιοδοτικού προγράμματος, που επικαλείται με την αγωγή του ότι έχει καταστεί όρος της ατομικής συμβάσεως εργασίας του, γι αυτό είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας και πρέπει ν' απορριφθούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της υπ' αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 13/2015, 1681/2010, 1082/2010). Η επιχειρησιακή, συνεπώς συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέτοια είναι και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, χωρίς να έχει νομική ή συμβατική δέσμευση, συνάπτει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνοντας να καλύπτει αυτός ολικά ή εν μέρει το ασφάλιστρο. Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελείς, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ' αυτόν το δικαίωμα ανάκλησή τους. Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ' επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών [ΑΠ 973/2019].
Με τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ 1 του ιδίου Κώδικα του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και ιδίως της προσβαλλομένης απόφασης έγινε δεκτό ότι "η από μέρους της εναγομένης οικειοθελής, ως μη επιβαλλόμενη από το νόμο παροχή του προγράμματος συνταξιοδότησης με δική της επιβάρυνση όσον αφορά την καταβολή των ασφαλίστρων ουδέποτε αποτέλεσε όρο της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ούτε υπήρξε αντάλλαγμα της εργασίας του και ουδέποτε έλαβε μισθολογικό χαρακτήρα...σύμφωνα με τους γενικούς όρους του υπ’αριθ. D.A. .../26.4.1990 συμβολαίου η ασφαλιστική σύμβαση με την εταιρεία “...” και η προβλεπόμενη από αυτή παροχή μπορούσαν να ανακληθούν οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο με μονομερή καταγγελία της εργοδότριας..”, “...Περαιτέρω, ακόμη και η εκ μέρους της εναγομένης ....επί δώδεκα και πλέον έτη, συνεχής και διάλειπτη καταβολή του ασφαλίστρου δεν μετέβαλε την επίδικη παροχή της ασφάλισης για κάλυψη της σύνταξης του προσωπικού σε συμβατική υποχρέωση, αφού,...ο περιεχόμενος στην αρχική σύμβαση όρος περί ελεύθερης και αναιτιολόγητης καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης εκ μέρους της [εναγομένης], αποτελεί και ρητή και σαφή επιφύλαξη ανάκλησης της παροχής και επομένως, ακόμη και την περίπτωση αυτή, η ένδικη παροχή διατήρησε το χαρακτήρα της οικειοθελούς παροχής....”. Ακόμη ότι “.....ο περιεχόμενος στην αρχική σύμβαση όρος περί ελεύθερης και αναιτιολόγητης καταγγελίας της ασφαλιστικής συμβάσεως εκ μέρους της εναγομένης, αποτελεί ρητή και σαφή επιφύλαξη ανάκλησης της παροχής έναντι και του ενάγοντος ακόμη και αν δεν υπέγραψε νέα ατομική σύμβαση εργασίας, αποδεικνύει ότι δεν επρόκειτο περί μισθολογικής παροχής αλλά περί οικειοθελούς παροχής”. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι με τις ως άνω παραδοχές η απόφαση του Εφετείου καταλήγοντας στο αποδεικτικό πόρισμα ότι το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ήταν και παρέμεινε οικειοθελής παροχή και δεν μεταβλήθηκε σε συμβατική παρά την επί δώδεκα και πλέον έτη συνεχή και αδιάλειπτη καταβολή των ασφαλίστρων, δεν έλαβε υπόψη τους κύριους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αφενός ως προς την “...”, τον όρο 3, που ορίζει την δι' εγγράφου προειδοποίησης καταγγελία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου εκ μέρους του συμβαλλομένου, και την καταγγελία εκ μέρους της Εταιρείας σε περίπτωση που ο συμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, τον όρο 4, που προβλέπει ότι σε περίπτωση ακυρώσεως του συμβολαίου θα έχουν εφαρμογή επ' αυτού οι εις το πρόγραμμα συνταξιοδοτήσεως διαλαμβανόμενοι σχετικοί όροι, τον όρο 5 σχετικά με την εξαγορά του λογαριασμού εκ μέρους του συμβαλλομένου, τον όρο 8 σχετικά με την τροποποίηση των όρων του συμβολαίου εκ μέρους του ασφαλιστή, τους όρους 10 και 11 της D.A.... σχετικά με το εφάπαξ και την αποχώρηση προς της λήξης της συνταξιοδότησης, τον όρο 12 σχετικά με τη λήξη του ασφαλιστηρίου, αφετέρου ως προς την … τον όρο 12 σχετικά με τη διακοπή της σύμβασης ασφάλισης, τον όρο 5 σχετικά με τη διακοπή καταβολής των ασφαλίστρων, τον όρο 8 της ίδιας συμφωνίας σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης ασφάλισης κατόπιν προειδοποίησης, από τους οποίους συνάγεται ότι η αναιρεσίβλητη μπορούσε να καταγγείλει μονομερώς το συμβόλαιο αλλά όχι να καταργήσει ή να τροποποιήσει την προβλεπόμενη από αυτά παροχή του συνταξιοδοτικού προγράμματος, γεγονός ουσιώδες στην έκβαση της δίκης.
Συνεπώς, παρερμήνευσε και παραμόρφωσε τους όρους των συμβολαίων με τις ως άνω ασφαλιστικές εταιρείες υποπίπτοντας στην πλημμέλεια του αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γι αυτό πρέπει ν' αναιρεθεί. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων δεν επικαλείται στοιχεία διαγνωστικών λαθών από την παρερμηνεία των όρων των συμβάσεων ασφάλισης, που επηρέασαν το αποδεικτικό πόρισμα περί του οικειοθελούς χαρακτήρα της παροχής του συνταξιοδοτικού προγράμματος, το οποίο κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν αποτελούσε όρο της σύμβασης εργασίας του, γιατί η συνεχής καταβολή του ασφαλίστρου δεν είχε λάβει μισθολογικό χαρακτήρα αλλά επρόκειτο για παροχή από ελευθεριότητα ελευθέρως ανακλητή σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση που προηγήθηκε. Το πόρισμα αυτό , όπως συνάγεται από τις αιτιολογίες της απόφασης δεν βασίζεται στους όρους των συμβάσεων ασφάλισης ούτε αποκλειστικά ούτε κατά κύριο λόγο, αλλά στην συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, που αναφέρονται στην απόφαση [μάρτυρα και εγγράφων]. Όσα αναφέρει ο αναιρεσείων περί υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης προς εκπλήρωση της παροχής του συνταξιοδοτικού προγράμματος ακόμα και στην περίπτωση καταγγελίας ή ακυρώσεως των ασφαλιστηρίων συμβολαίων προϋποθέτουν συμβατική δέσμευση της εργοδότριας, που δεν αποδείχθηκε κατά την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και είναι απορριπτέα, γιατί βασίζονται σε εσφαλμένες προϋποθέσεις. Επικαλείται ακόμη ο αναιρεσείων ότι με την κρίση της περί του οικειοθελούς χαρακτήρα της παροχής η απόφαση κατέστη αναιρετέα, για τους λόγους με αριθ. 1, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 16, 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι λόγοι αυτοί είναι αόριστοι, γιατί δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης πλημμέλειας και πρέπει ν'απορριφθούν.
Ο τρίτος λόγος, που με την επίκληση των λόγων με αριθ. 1, 10, 11, 12, 13, 16, 17, 19 και 20 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ αναφέρεται στις κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης σχετικά με τις καταβαλλόμενες αποδοχές του και ειδικότερα τις αυξήσεις που θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτές, από το έτος 2005 έως το έτος 2010, και συνακόλουθα στα ποσά των αποζημιώσεων, που αιτείται, είναι αλυσιτελής, γιατί προϋποθέτει παραδοχή της αγωγής επί της ουσίας και πρέπει ν' απορριφθεί.
Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί, ενώ έξοδα δεν θα επιβληθούν ελλείψει σχετικού αιτήματος εκ μέρους της αναιρεσίβλητης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4.8.2020 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθ. 5999/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ