Απόφαση

Αριθμός 924/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Τ. του Α., κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Μπούρλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ" (Ε.Φ.Κ.Α.) ως καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ" (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Τσοκανά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-5-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2085/2012 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 773/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-2-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 12.2.2020 και αριθ. κατάθ. .../13.2.2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) υπ` αριθ. 773/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται να λάβει χώρα καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης (ΑΠ 217/2017, 509/2016, 104/2016). Η σύμβαση εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, διακρίνεται από την αναφερομένη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της συμβατικής σχέσης (ΑΠ 1672/2010). Επίσης, κατά το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2527/1997, για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 681 ΑΚ, απαιτείται η προηγούμενη έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, με την οποία καθορίζονται ο αριθμός των προσώπων που θα απασχοληθούν, το συγκεκριμένο έργο που θα εκτελέσουν, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολική ή τμηματική παράδοση του έργου, το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου, ο τόπος εκτέλεσης του έργου, καθώς και ότι το έργο δεν ανάγεται στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα και αιτιολογία για τους λόγους που δεν μπορεί να εκτελεστεί από υπαλλήλους του. Σύμβαση μίσθωσης έργου, που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης προς σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου απαιτείται βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας ή του νομικού συμβούλου της οικείας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση έργου, που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία. Ανανέωση ή παράταση της σύμβασης μίσθωσης έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η νομιμότητα της εν λόγω σύμβασης εξαρτάται από την τήρηση των άνω προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κυρίως η ορισμένη διάρκεια της σύμβασης να δικαιολογείται από τη φύση, το είδος, το σκοπό της εργασίας και να μην καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών και των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, υπό την έννοια των αναγκών αόριστης διάρκειας, που από τη φύση τους επιβάλλουν την κάλυψή τους με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ωστόσο, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας και ειδικότερα ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, και ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, υπό τις οποίες καταρτίσθηκε η σύμβαση, τη χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και υπάγοντας αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό που έδωσαν σ' αυτήν τα μέρη και ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της από το νόμο. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 8/2011,19, 20/2007, 18/2006, ΑΠ 122/2016, 244/2015, 6/2014, 79/2013), Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί με το άρθρο 11 του ΑΝ 547/1937, ορίζεται ότι "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”. Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, ενώ κατά τη γραμματική της διατύπωση αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την καταγγελία ο Ν.2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, στις περιπτώσεις ιδίως των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που στη πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εργοδότη, οπότε ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, παρέχοντας μάλιστα πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης με αριθμό 1999/70 κοινοτικής Οδηγίας (ΟλΑΠ 7/2011). Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ακυρότητα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 907/2017, 509/2016, 1664/2007). Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994 , όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 61 παρ.1α ν. 4765/2021 (ΦΕΚ 6/15-1-2021 τ. Α) και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής, ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10 περ. ε του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται αυτεπαγγέλτως για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και παραπέμπονται υποχρεωτικά στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία. Αντίστοιχες ρυθμίσεις, διαφέρουσες αυτών ως προς τη διάρκεια του χρόνου των συμβάσεων εργασίας (πέντε μήνες για την κάλυψη εποχιακών ή περιοδικών αναγκών, ένα έτος για τη κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών, δυνάμενες να ανανεωθούν για τρεις μήνες και ένα έτος αντίστοιχα) περιείχαν και οι διατάξεις των άρθρων 65 (σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 64) και 72 παρ. 1 και 73 του Π.Δ/τος 410/1988, που κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ. 3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά τη κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Επιπλέον, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής : "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17.4.2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: "Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει”. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι : "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1988 και στη συνέχεια του Ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος (Ν. 2190/1994) για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου.
Συνεπώς στις συναφθείσες μετά τις 17.4.2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β. Δ/τος 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19 και 20/2007). Σε κάθε περίπτωση όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 του Ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση (κα') στο άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ. διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ.) καθόσον η σύναψη αυτών, ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους (ΑΠ 186/2019, 2024/2017, 780/2017, 775/2017, 217/2017) και κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Εξ άλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) προκύπτει, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έναντι της καταβολής μισθού, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού και καταβολής αυτού, και εφόσον ο μισθωτός τελεί σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του μισθωτού να συμμορφώνεται στις δεσμευτικές γι' αυτόν εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Αντιθέτως, σύµβαση μαθητείας είναι η σύµβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύµβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσια σύμβαση μαθητείας). Στη γνήσια σύµβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, όταν ο μαθητευόμενος παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελµα, οπότε η εκμάθηση εκ µέρους του επέρχεται ως αυτόµατη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Στις συμβάσεις αυτές, εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύµβασης αυτής είναι η παροχή εκ µέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αµοιβής, και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύµφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 217/2017, 933/2015, 126/2015, 1080/2014, 885/2014, 1592/2009). Επίσης, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών - μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη - μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C - 212/2004, ΔΕΕ C-184/15 και C 197/15). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Ειδικότερα με το Π.Δ/μα 164/2004 "Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα" (ΦΕΚ Α 134) που άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004 θεσπίσθηκαν νομοθετικά μέτρα που λήφθηκαν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 του Ν. 1892/1990 ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν, καθώς και για το προσωπικό δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων (άρθ. 2 παρ.1 και 3 στοιχ. γ αυτού), με σκοπό την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των ρυθμίσεων της ως άνω με αριθμό 1999/70 Οδηγίας. Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ/μα 164/2004 των μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω με αριθ.1999/70 Οδηγίας έγινε, αφού αυτή έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Οι ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ/τος κρίθηκαν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο (ΔΕΕ της 23.4.2009 υποθέσεις C - 378 έως C - 380). Ειδικότερα με το άρθρο 7 του εν λόγω με αριθ. 164/2004 Προεδρικού Διατάγματος, ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ρυθμίσεων αυτού, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του, ενώ επίσης θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Σημειώνεται δε, ότι με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ.α, 2 εδ.α και β, 3 και 5 του πιο πάνω Προεδρικού Διατάγματος, που κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (ΟλΑΠ 16/2017), ρυθμίσθηκε το ζήτημα του χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένης διάρκειας κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος (δηλαδή διαδοχικών συμβάσεων με αντικείμενο την ίδια ή παρεμφερή εργασία μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί διάστημα μικρότερο των τριών μηνών), που είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του και ήσαν ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού (19.7.2004) ή είχαν λήξει εντός του προηγουμένου τριμήνου, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εφεξής χρόνο, υπό τις τασσόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα απασχόλησης και έλεγχο από το ΑΣΕΠ. Η διάταξη αυτή όμως δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση, εφόσον η αρχική πρόσληψη των εναγόντων, κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα, έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα μετά τις 19-7-2004. Ενόψει δε των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ.1999/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ' επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004 (19.7.2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007). Σε κάθε δε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι με βάση τη ρήτρα 2 της ως άνω Οδηγίας παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής αυτής τις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας (περ. α), ως και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης (περ. β), της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκανε χρήση, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής του Π.Δ/τος 164/2004, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 αυτού, τις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζομένου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού.
Περαιτέρω το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την C-760/18 της 21ης Φεβρουαρίου 2021 απόφασή του έκρινε προσφάτως επί προδικαστικού ερωτήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου ότι "η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα”. Όμως η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό (ελληνικό) δίκαιο, για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια, υπάρχει πράγματι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω C -760/18 Απόφαση). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 288 εδ. 3 της ΣΛΕΕ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας των εθνικών δικαστηρίων ως προς την επαρκή ή μη αποτελεσματικότητά τους, στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας, όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου, έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (C-212/04, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 123, C-282/2019, σκέψη 123). Όπως προεκτέθηκε, έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολουμένους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν υφίσταται μετά την έναρξη εφαρμογής (18.4.2001) της πιο πάνω Συνταγματικής Αναθεώρησης. Την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία για τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του πδ 164/2004, με τα οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1 αυτής, και προβλέπουν για τις συμβάσεις που συνάπτονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Διατάγματος (με μοναδική εξαίρεση τις υπαγόμενες στη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 αυτού περιπτώσεις) α) την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, β) την δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπου για τον προσδιορισμό της ωφέλειας του εργοδότη δεν συνυπολογίζονται παροχές εξαρτώμενες από τις προσωπικές ιδιότητες του απασχοληθέντος) τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές και γ) τη δυνατότητα αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα λάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής (εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις), ενώ παράλληλα προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν από δόλο ή από αμέλεια τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του πδ 164/2004. Σημειωτέον ότι το προδικαστικό ερώτημα στο οποίο απαντά η C -760/18 Απόφαση του ΔΕΕ αφορά σε συμβάσεις (για τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι με διάταξη νόμου συνεχόμενες παρατάσεις της ίδιας σύμβασης ορισμένου χρόνου εξομοιώνονται, ως προς το επίπεδο προστασίας του εργαζόμενου, με περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου) οι οποίες συνήφθησαν πέραν των ανωτάτων χρονικών ορίων που προβλέπει το πδ 164/2004, καθώς η ανανέωση αυτών έλαβε χώρα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω πδ, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως λ.χ. με το άρθρο 167 του Ν. 4099/2012, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 76 του Ν. 4386/2016 και το άρθρο 10 παρ. 4 ν. 4506/2017, δηλαδή με διατάξεις νεότερες, ειδικότερες και αυξημένης τυπικής ισχύος σε σχέση με το πδ 164/2004. Το ζήτημα τίθεται επειδή με τις ως άνω διατάξεις αφενός δεν προβλέπεται ρητά η καταβολή αποζημιώσεως στους απασχοληθέντες, αφετέρου, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 και 3 του ν. 4528/2018, ουσιαστικά αίρεται αναδρομικά η πειθαρχική και ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των φορέων που τους απασχόλησαν με τον πιο πάνω τρόπο, ματαιώνοντας τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 7 πδ 164/2004 ποινικό και δημοσιονομικό καταλογισμό. Υπό την έννοια αυτή, στις ως άνω συμβάσεις θα μπορούσε κατ' αρχήν να υποστηριχθεί ότι ελλείπουν τα "ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα" που επιβάλλει η ρήτρα 5 σημείο 1 της από 18.3.1999 συμφωνίας - πλαισίου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP), για την υλοποίηση της οποίας εκδόθηκε η Οδηγία 1999/70/ΕΚ και ότι, ελλείψει των ισοδύναμων μέτρων, ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε ενδεχομένως να ενεργοποιήσει τον ερμηνευτικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 και να χαρακτηρίσει τις ως άνω διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ως μια ενιαία αορίστου χρόνου σύμβαση, η οποία θεωρείται ότι καταγγέλλεται ατύπως με τη μη ανανέωση της τελευταίας από τις διαδοχικές συμβάσεις και την άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί, έκτοτε, τις υπηρεσίες του μισθωτού, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες σχετικά με την εγκυρότητα της καταγγελίας και τις υποχρεώσεις που γεννώνται από αυτήν. Όμως η ως άνω θέση εκκινεί από την άποψη ότι ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να εφαρμόσει αναλογικά τη διάταξη του άρθρου 7 του πδ 164/2004 στις περιπτώσεις εκείνες που η ορισμένου χρόνου εργασία υπερβαίνει τα ανώτατα όρια απασχόλησης, όταν η παράταση της λήξης των συμβάσεων λαμβάνει χώρα δυνάμει ειδικών ρυθμίσεων του νόμου, οι οποίες της στερούν το χαρακτήρα της άκυρης σύμβασης εργασίας. Τούτο επειδή η ακυρότητα της σύμβασης συνιστά, κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, προϋπόθεση για την καταβολή αποζημιώσεως, λόγω της μη περαιτέρω ανανέωσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Η άποψη αυτή είναι τελολογικώς εσφαλμένη, καθώς η πρόβλεψη στην ως άνω διάταξη για καταβολή αποζημίωσης - σε αντίθεση με την πρόβλεψη του καταλογισμού των σχετικών δαπανών στους υπευθύνους των φορέων που συνήψαν τις άκυρες συμβάσεις εργασίας, η οποία έχει αμιγώς αποτρεπτικό χαρακτήρα - συνιστά ταυτόχρονα και μέτρο προστασίας του εργαζομένου, που αν και απασχολούμενος με άκυρη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβάνει την αποζημίωση που θα λάμβανε στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (καταγγελία), εξάλλου, επιτρέπεται κατά το εσωτερικό μας δίκαιο και ουδόλως εξασφαλίζει τη "μονιμοποίηση" εργαζομένου, συνδεόμενου με το Δημόσιο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου. Με τον όρο "άκυρη σύμβαση" ο νομοθέτης επιθυμεί να στερήσει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που επαναλαμβάνεται παρανόμως, από τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και ταυτόχρονα να διασφαλίσει την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης του μισθωτού, η σχέση εργασίας του οποίου διακόπτεται αιφνιδίως, ως εάν είχε καταγγελθεί, όχι όμως να θέσει την ακυρότητα της σύμβασης που διακόπτεται ως προϋπόθεση για την λήψη της αποζημίωσης, στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η κατ' όνομα σύμβαση ορισμένου χρόνου υποκρύπτει σύμβαση αόριστης διάρκειας. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ που έκρινε ότι με την καταβολή της αποζημίωσης αντισταθμίζονται οι συνέπειες της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (πρβλ. και την C-619/17, σκέψεις 94 και 95). Σημειώνεται δε ότι κατά την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος, επί του οποίου απάντησε η εν λόγω Απόφαση (C -760/18), δεν τέθηκε υπόψη του ΔΕΕ -το οποίο επαναλαμβάνει ρητά τη θέση πως δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι απαιτήσεις τις οποίες θέτει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (C-619/17, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 89) και ότι στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται, εν προκειμένω, να εκτιμήσουν εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, για την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (C-103/18, C-429/18, σκέψη 90)- η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 7 πδ 164/2004, σε αντίθεση με τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, που προτάθηκε ευθέως από το αιτούν δικαστήριο, ως το μοναδικό εφαρμόσιμο ισοδύναμο μέτρο που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Αλλά, και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΕ, καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι συντρέχει η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της, που είναι η πρόθεση του εργοδότη να καταστρατηγήσει την προστασία του μισθωτού, η οποία του παρέχεται από τις διατάξεις για την σύμβαση αορίστου χρόνου. Η καταστρατήγηση θεωρείται ότι τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνο ότι επιλέγεται η σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκεια από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Το τεκμήριο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν αποκλειστεί αιτιολογημένα η εκδοχή ότι η νομοθετική επιταγή για την με νόμο παράταση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (όπως συνέβη με τις προμνησθείσες διατάξεις για το ειδικό καθεστώς των οποίων απεφάνθη το ΔΕΕ με την C-760/1918 απόφασή του) δεν εξυπηρετεί υφιστάμενες δημοσιονομικές ανάγκες. Οι τελευταίες, εξάλλου, μπορεί να προκληθούν αιφνιδίως και από νομοθετήματα άσχετα με την δια νόμου παράταση υφιστάμενων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως η διάταξη του άρθρου 63 ν. 4430/2016, η οποία θεσπίστηκε, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου, λόγω "της ανορθολογικής λειτουργίας των κανόνων ανταγωνισμού”, των "εκτεταμένων παθογενειών" και της "ενίσχυσης της εργατικής ανασφάλειας”, κατά το σύστημα ανάθεσης των υπηρεσιών καθαριότητας στο δημόσιο τομέα μέσω δημόσιων ανοιχτών διαγωνιστικών διαδικασιών, καθώς και της ανάγκης διασφάλισης του δημοσιονομικού οφέλους και η οποία οδήγησε σε παράταση των συμβάσεων των εργαζομένων στην καθαριότητα σε συγκεκριμένους φορείς του Δημοσίου, δημιουργώντας έκτακτες και απρόβλεπτες καταστάσεις (πρβλ. ΟλΣτΕ 943/2020).
Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι, υπό το πρίσμα της οδηγίας, κάμπτεται η αντίθεση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στις συνταγματικές επιταγές, η τελευταία δεν θα μπορούσε, άνευ ετέρου, να αναχθεί σε ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 του παραρτήματος της Οδηγίας, χωρίς την ταυτόχρονη διαπίστωση της πρόθεσης του εργοδότη (Δημοσίου) να καταστρατηγήσει την αυξημένη εργασιακή ασφάλεια που παρέχεται σε κάθε εργαζόμενο από τη σύμβαση εργασίας αορίστου σε σχέση με της αντίστοιχης διάρκειας διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Επομένως, ούτε υπό την εκδοχή αυτή καταλείπεται πεδίο γενικής και άνευ όρων εφαρμογής της ως άνω διάταξης, ως υποκατάστατης ελλείποντος ισοδύναμου μέτρου. Αντιθέτως, ορατός είναι ο κίνδυνος η υιοθέτηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 ως ισοδύναμου προς την Οδηγία 70/1999 μέτρου να οδηγήσει στην παράκαμψη της ειδικής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 103 παρ. 8, καταλείποντας ευρύτατο περιθώριο μη ορθής εφαρμογής της και στο μέλλον, με προφανή βλάβη του σημαντικού δημόσιου σκοπού που υπηρετείται από τη διάταξη αυτή, πριν από τη θεσμοθέτηση της οποίας υπήρχαν πράγματι, στον τομέα αυτό, διαπιστωμένες κατ' επανάληψη παθογένειες. Σποραδικές δε, πρόσκαιρες και μεμονωμένες, νομοθετικές ή μη επιλογές, που καταστρατηγούν τον ως άνω συνταγματικό κανόνα, δεν είναι ικανές για να χαρακτηρίσουν, στην κρίση του Έλληνα Δικαστή, τις ρυθμίσεις του πδ 164/2004 ως αναποτελεσματικά ισοδύναμα μέτρα της ρήτρας 5 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας (ΑΠ 104/2022).. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 2/2013, 1/2016, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015). Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, κατά το νόμο, είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ενώ αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της, δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε (Ολ. ΑΠ 12/2016). Η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση που έχει διατυπωθεί για τη στήριξη του διατακτικού της, δηλαδή από τις παραδοχές της για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ. ΑΠ 24/1992, ΑΠ 22/2021, 380/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχτηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, ότι δεν είναι νόμιμη κατά τη κύρια βάση της η αγωγή κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ- ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), τη δίκη του οποίου συνεχίζει το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ" "e- ΕΦΚΑ" με την οποίαν η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη ότι οι συμβάσεις εργασίας της από της προσλήψεώς της την 3.11.2005, χαρακτηριζόμενες κατ' επίφαση ως συμβάσεις μαθητείας και έργου, καίτοι κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, αποτελούσαν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με το τελευταίο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της την 18.2.2010, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, καθώς επίσης να της καταβάλει τα αναφερόμενα σ' αυτή ποσά κύρια με βάση τη σύμβαση, επικουρικά δε και σε περίπτωση που κριθεί άκυρη για οποιονδήποτε λόγο η σύμβαση εργασίας της με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην ως άνω νομική σκέψη, με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας κατά την κύρια βάση της, δεν ήταν νόμιμη, διότι οι συμβάσεις, που επικαλείται, καταρτισθείσες στις 3.11.2005, δηλ. υπό την ισχύ του ν. 2190/1994 και του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος, δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε συμβάσεις εργασίας και δη αορίστου χρόνου, ούτε να εκτιμηθούν ως τέτοιες κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό (που είναι πλέον, όπως, προαναφέρθηκε, αλυσιτελής), είτε κατά την διάταξη του άρθρου 8 ν. 2112/1920, που δεν ήταν, σε κάθε περίπτωση, εφαρμοστέα, είτε κατά την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, που επίσης δεν ήταν, κατά τα προεκτεθέντα, εφαρμοστέα, έστω και αν η αναιρεσείουσα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσιβλήτου, αφού και στην περίπτωση αυτήν το εναγόμενο- αναιρεσίβλητο ν.π.δ.δ. δεν έχει την ευχέρεια σύναψης συμβάσεων αορίστου χρόνου, ενώ η αναιρεσείουσα δεν εμπίπτει ούτε στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 ΠΔ 164/2004, αφού οι συναφθείσες με το εναγόμενο συμβάσεις, όχι μόνο δεν ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος αυτού, αλλά καταρτίσθηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά την θέση σε ισχύ του ως άνω ΠΔ 164/2004. Επομένως, εφόσον έτσι έκρινε και το Μονομελές Εφετείο Αθηνών που με την προσβαλλομένη 773/2018 απόφασή του απέρριψε με τις αυτές, κατά βάση, νομικές σκέψεις ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας κατά τη κύρια βάση της, αφού εξαφάνισε την δεχθείσα τα αντίθετα απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δη των άρθρων 8 ν. 2112/1920 και 11 του Π.Δ. 164/2004, που ορθά δεν εφάρμοσε, διότι δεν ήταν εφαρμοστέες, ενώ ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ, 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος και 21 Ν. 2190/1994, οι οποίες και εφάρμοσε και κατά συνέπεια πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την επικουρική βάση της ένδικης αγωγής, την ερειδόμενη στον ισχυρισμό της ύπαρξης απλής σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, την οποίαν απέρριψε ως ουσιαστική αβάσιμη, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι : " Στα πλαίσια του άρθρου 20 παρ. 1 και 15 του Ν. 2639/1998, με την υπ' αριθμ. 3203/30.11.2004 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού" (ΟΑΕΔ), καταρτίστηκε "Πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και τον ΟΑΕΔ (STAGE Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης)" στις υπηρεσίες διαφόρων Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, διάρκειας 18 μηνών για την απόκτηση πρακτικής εμπειρίας ανέργων νέων (μεταξύ άλλων) πτυχιούχων Α.ΕΙ. και αποφοίτων Λυκείου Γενικής Εκπαίδευσης, κατά την οποία η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από τους Οργανισμούς - Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης με κάλυψη από τον προϋπολογισμό τους. Κατά τους όρους του προγράμματος ο ΟΑΕΔ ήταν ο υπεύθυνος φορέας για την υλοποίησή του και ήταν επιφορτισμένος με την επιλογή των συμβαλλομένων - καταρτιζομένων και την αποστολή των αντίστοιχων ονομαστικών συμφωνητικών στους φορείς υλοποίησης, μεταξύ των οποίων και το Ταμείο Υγειονομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α), τέως Ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών (Τ.ΣΑ.Υ.) τα οποία εν συνεχεία, τοποθετούσαν αυτούς σε υπηρεσίες τους, προκειμένου να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία. Στα πλαίσια του παραπάνω ειδικού προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) καταρτίσθηκε και το από 3.9.2005 συμφωνητικό συνεργασίας, υπό τον τίτλο "ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΑΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΑΕΔ (STAGE ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ)”, το οποίο υπογράφηκε μεταξύ αφενός του ΟΑΕΔ, ως υπεύθυνου φορέα κατά τα ανωτέρω, αφετέρου του τέως Ταμείου Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών (Τ.ΣΑ.Υ.) και ήδη Ταμείο Υγειονομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (εφεξής Ε.Τ.Α.Α), ως φορέα υλοποίησης και εκ τρίτου της ενάγουσας και ειδικώς το από 23/9/2005 συμφωνητικό. Με βάση αυτό η ενάγουσα, που ήταν προηγουμένως άνεργη απόφοιτος Ενιαίου Λυκείου και ΙΕΚ Πληροφορικής (ΔΕ), οπότε πληρούσε τους όρους ένταξης στο επίμαχο πρόγραμμα, τοποθετήθηκε από το Ε.Τ.Α.Α., ως άνω φορέα υλοποίησης, στο τμήμα Εσόδων της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Τομέα Υγειονομικών-Ε.Τ.Α.Α., προκειμένου να αποκτήσει εργασιακή εμπειρία πάνω στο γνωστικό αντικείμενό της. Κατά τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω συμφωνητικό, η ενάγουσα συμφώνησε να συμμετέχει στο επίμαχο πρόγραμμα διάρκειας 18 μηνών αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να το παρακολουθήσει κατά το χρονικό διάστημα από 3/11/2005 έως 2/5/2007. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 2 του συμφωνητικού συνεργασίας, η ενάγουσα αποδέχθηκε την τοποθέτησή της σε θέση που θα της πρόσφερε το Ε.Τ.Α.Α., προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας σύμφωνα με το σκοπό του συμφωνητικού συνεργασίας και ανέλαβε την υποχρέωση να εξασκηθεί με συνέπεια και να επιδείξει επιμέλεια τόσο στη θεωρητική όσο και στην πρακτική εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον διάρκειας ενός (1) μηνός, όσο και στην τοποθέτησή της σε συγκεκριμένη θέση, η οποία θα ήταν σχετική με τον τομέα της ειδίκευσής της για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα. Ακολούθως, παρατάθηκε εκ του νόμου το ανωτέρω συμφωνητικό συνεργασίας που κατάρτισε η ενάγουσα με το Ε.Τ.Α.Α. μέχρι τις 2-5-2008. Πριν τη λήξη όμως της ανωτέρω συνεργασίας η ενάγουσα με δική της πρωτοβουλία δεν ολοκλήρωσε το ανωτέρω πρόγραμμα, διότι την 19-2-2008 κατάρτισε σύμβαση μίσθωσης έργου με το εναγόμενο ΝΠΔΔ ΙΚΑ - ΕΤΑΜ στη δικονομική θέση του οποίου ήδη υπεισήλθε ως οιονεί καθολικός διάδοχος το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ" (ΕΦΚΑ). Συγκεκριμένα δυνάμει του .../2-12-2011 εγγράφου της Διεύθυνσης Διοικητικού Προσωπικού του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 ν. 2527/1997 (βλ. ....), εκδόθηκε η ΔΙΠΠ/Φ7/305/12608/3/7/2007 απόφαση της ΠΥΣ 33/2006 με την οποία εγκρίθηκε η σύναψη συμβάσεων μισθώσεως έργου με 330 άτομα, διαφόρων ειδικοτήτων για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. Στην απόφαση αυτή καθορίστηκε ο αριθμός των προσώπων, με τα οποία μπορούσε το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ να συνάψει σύμβαση μίσθωσης έργου με φυσικά πρόσωπα για χρονικό διάστημα δύο ετών, ο τόπος εκτελέσεως των έργων, η συνολική δαπάνη που θα προκληθεί από την ανάθεση του έργου για το παραπάνω χρονικό διάστημα, η ετήσια αποζημίωση για κάθε ανάδοχο ανά κατηγορία, ο τρόπος καταβολής του ποσού της αποζημιώσεως στον ανάδοχο, που θα είναι ανάλογο με την πορεία εκτελέσεως του έργου και κατόπιν σχετικής βεβαιώσεως περί καλής εκτελέσεώς του και έκδοση σχετικής νόμιμης απόδειξης παροχής υπηρεσιών από τον ανάδοχο, ενώ παράλληλα διευκρινιζόταν ότι οι ανάδοχοι του έργου δεν δικαιούνται επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και επιδόματος αδείας και ότι τα προς ανάθεση έργα δεν πρέπει να ανάγονται στα συνήθη καθήκοντα των υπαλλήλων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Ακολούθως, εκδόθηκε και η Φ. 10021/19825/3008/26-7-2007 (ΦΕΚ 1359/Τ.Β71.8.2007) Κ.Υ.Α. των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας περί "Ανάθεσης έργου με μίσθωση από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ με 330 φυσικά πρόσωπα, για χρονικό διάστημα δύο ετών”. Στην εν λόγω Κ.Υ.Α. καθορίστηκε και πάλι ο αριθμός των προσώπων με τα οποία μπορούσε το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ να συνάψει σύμβαση μίσθωσης έργου με φυσικά πρόσωπα για χρονικό διάστημα δύο ετών, ο τόπος εκτελέσεως των έργων, και όλα τα άλλα στοιχεία κατά τον ίδιο τρόπο που ορίστηκαν με την προηγούμενη απόφαση. Εν συνεχεία ο Διοικητής του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, σε εφαρμογή όλων των ανωτέρω, εξέδωσε την .../6-8-2007 απόφασή του, με την οποία ανακοίνωσε ότι το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ πρόκειται να συνάψει σύμβαση μισθώσεως έργου με φυσικά πρόσωπα για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, και την .../3-8-2007 όμοια, με την οποία κατανέμει τους αναδόχους στις Μονάδες του Ιδρύματος σε όλη την Επικράτεια και ορίζει τον τόπο εκτελέσεως του έργου αυτής. Ενόψει των ανωτέρω ανακοινώσεων από το εναγόμενο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, η ενάγουσα υπέβαλε σχετική αίτηση στο τελευταίο, η οποία και έγινε δεκτή κι έτσι συνήφθη στις 19-2-2008 μεταξύ του εναγομένου δια της Προϊστάμενης Διευθύνσεως Διοικητικού Προσωπικού και της ενάγουσας σύμβαση μισθώσεως έργου για χρονικό διάστημα δύο ετών με αντικείμενο, που δεν ανήκε στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του ιδρύματος, και ειδικότερα τη συγκέντρωση, καταγραφή, ταξινόμηση και ηλεκτρονική καταχώρηση του συνόλου των στοιχείων των ασφαλισμένων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ μέχρι 31-12-2001, καθώς επίσης και διόρθωση των εκκρεμών εγγραφών Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων από 1.1.2002 μέχρι το χρόνο της πρόσληψης, για τη δημιουργία ενιαίου ηλεκτρονικού μητρώου ασφαλιστικής ιστορίας των ασφαλισμένων (ΕΡΓΟ 1), και την απογραφή και δημιουργία μητρώου ασφαλισμένων, συνταξιούχων και εργοδοτών, ταξινόμηση και σύγκλιση ηλεκτρονικών αρχείων κ.λπ. των εντασσόμενων στο ΙΚΑ.- ΕΤΑΜ κλάδων Κύριας Σύνταξης Ασφαλιστικών Ταμείων στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ (ΕΡΓΟ 2), σε ωράριο που θα συμφωνείται από τον συμβαλλόμενο και τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης. Μεταξύ των ως άνω συμβαλλόμενων συμφωνήθηκε με τον δεύτερο όρο της σύμβασης ότι το ΙΚΑ, δικαιούται να παρακολουθεί το εκτελούμενο έργο, την πορεία του, να υποδεικνύει τη σειρά εκτέλεσης αυτού και γενικά να ασκεί κάθε δικαίωμα που του παρέχουν οι διατάξεις του άρθρου 681 ΑΚ. Επίσης ως εκ της φύσεως του έργου, απαιτούντος και τη συνεργασία του μονίμου προσωπικού του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, ορίστηκε με τον τρίτο όρο της σύμβασης ως τόπος εκτέλεσης του έργου η μονάδα του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Διεύθυνση Ασφαλίσεως και Εσόδων και καθορίστηκε ως χρόνος παροχής του έργου ο ως άνω συμφωνηθείς δηλαδή από 19-2-2008 έως 18-2-2010 με όριο των 37,5 ωρών εβδομαδιαίως και εντός των ωρών λειτουργίας των υπηρεσιών του Ιδρύματος. Η αμοιβή της ενάγουσας, καθορίστηκε στο ύψος των 22.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, για όλο το χρονικό διάστημα της εργολαβίας και την εκτέλεση του ανατεθειμένου έργου, προβλέφθηκε δε η δυνατότητα να καταβάλλεται τμηματικά ανά μήνα ανάλογα με την πορεία εκτέλεσης του έργου και ύστερα από σχετική βεβαίωςη καλής εκτέλεσης των Προϊσταμένων Διεύθυνσης των μονάδων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και των καθ' ύλην αρμοδίων Προϊσταμένων της Γενικής Διεύθυνσης. Επίσης προβλέφθηκε ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται επιδόματα εορτών, Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματα αδείας σύμφωνα με την ως άνω υπ' αριθ. Φ. 10021/19825/3008/26-7-2007 (ΦΕΚ 1359/τ'.Β71.8.2007) Κ.Υ.Α. Με τον έβδομο όρο της σύμβασης προβλέφθηκε ότι το IKA - ΕΤΑΜ μπορεί να καταγγείλει οποτεδήποτε αζημίως την σύμβαση και προ της λήξεως του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειάς της, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Νόμου και των διατάξεων των άρθρων 681 επ. ΑΚ, αλλά και λόγω παράβασης εκ μέρους της ενάγουσας όρου της σύμβασης, ή εφόσον υποπέσει σε διαχειριστική ανωμαλία ή ποινικό αδίκημα, είτε στερηθεί της προσωπικής της ελευθερίας για οποιοδήποτε λόγο. Η ενάγουσα από την πλευρά της εγγυήθηκε ρητά, την κατά πάντα τα προεκτεθέντα, πιστή και άριστη εκτέλεση του αναλαμβανόμενου έργου, μέχρι του πέρατος αυτού, με το συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα, το οποίο θεωρεί εύλογο, δίκαιο και αληθές, τον δε προϋπολογισμό του αναλαμβανόμενου έργου πραγματικό, αληθινό και πλήρως εναρμονισμένο στη σχέση παροχής και αντιπαροχής, παραιτούμενη ρητά και ανεπιφύλακτα του δικαιώματος να ζητηθεί αναθεώρηση για οποιοδήποτε λόγο και αιτία και ειδικά για την περίπτωση του άρθρου 388 ΑΚ (όγδοος όρος της σύμβασης). Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εκτέλεσε το περιγραφόμενο κατά τα ανωτέρω έργο που της ανατέθηκε από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ εντός του προβλεπόμενου από την ανωτέρω σύμβαση χρονικού διαστήματος, έλαβε την προβλεπόμενη από την ανωτέρω σύμβαση αμοιβή της και με το πέρας του προβλεπόμενου από την επίδικη σύμβαση χρόνου έπαυσε οποιαδήποτε υποχρέωση μεταξύ των διαδίκων. Ουδόλως, αποδείχθηκε ότι την ενάγουσα συνέδεε με το εναγόμενο απλή εργασιακή σχέση. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο εναρμονιζόμενο στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες υλοποίησε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, για την πραγματοποίηση του οποίου έπρεπε να γίνουν έργα που δεν ανήκαν στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του Ιδρύματος αναφορικά με τη συγκέντρωση, καταγραφή, ταξινόμηση και ηλεκτρονική καταχώρηση του συνόλου των στοιχείων των ασφαλισμένων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ μέχρι 31/12/2001, καθώς επίσης και τη διόρθωση των εκκρεμών εγγραφών Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (Α.Π.Δ.) από 1.1.2002 και εφεξής, για τη δημιουργία ενιαίου ηλεκτρονικού μητρώου ασφαλιστικής ιστορίας των ασφαλισμένων. Από τα προαναφερόμενα, καθίσταται σαφές ότι το εναγόμενο για την υλοποίηση του ως άνω έργου, το οποίο ήταν χρονοβόρο και απαιτούσε εξειδικευμένες γνώσεις πληροφορικής, αποφάσισε, συμμορφούμενο με τη διάταξη του άρθρου 6, 1, 2, 3 του ν. 2527/1997, την ανάθεσή του με συμβάσεις έργου σε άτομα διαφόρων ειδικοτήτων εκτός του υπαλληλικού προσωπικού που διέθετε, απέβλεψε δε με τις ανωτέρω συμβάσεις στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας, αυτό άλλωστε τον ενδιέφερε, μέσα στη συμβατική προθεσμία, και όχι όπως επί συμβάσεως εργασίας σ' αυτήν καθ' εαυτήν την εργασία. Το γεγονός ότι ήταν υποχρεωμένη η ενάγουσα να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση του έργου στους από κοινού συμφωνούμενους όρους ή ότι παρείχε την εργασία της σε συγκεκριμένο χώρο και δη στη Μονάδα Ασφαλίσεως και Εσόδων του Ιδρύματος, άλλωστε η εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου δεν θα μπορούσε να γίνει σε οποιοδήποτε μέρος, αλλά αναγκαστικά στις υπηρεσίες του εναγομένου - εργοδότη και σε συγκεκριμένο χρόνο καθημερινά, δεν καθιστά άνευ ετέρου τη συνδέουσα τους συμβαλλόμενους σχέση ως απλής σχέσης εργασίας...... Συνακόλουθα, η ενάγουσα δεν συνδεόταν με το εναγόμενο με απλή σχέση εργασίας επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αλλά με σύμβαση έργου και δεν δικαιούται τα αξιούμενα με την ένδικη αγωγή ποσά για διαφορές αποδοχών, δώρα εορτών, επιδόματα αδείας, αποζημίωση άδειας και αποζημίωσης απόλυσης ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, οι οποίες εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας και επομένως απλής σχέσης εργασίας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για σύμβαση έργου με βάση την οποία εκτέλεσε η ενάγουσα το προαναφερόμενο ανατεθέν σ' αυτήν με την επίδικη σύμβαση έργο και η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως άκυρη σύμβαση εργασίας - απλή σχέση εργασίας......”. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο, διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 648 επ., 681 επ. ΑΚ, 6 παρ. 1, 2, 3 Ν. 2527/1997, όσον αφορά το ουσιώδες ζήτημα ότι η ένδικη από 19.2.2008 σύμβαση ήταν πράγματι σύμβαση έργου και ουδέποτε απέκτησε τον χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, αφού δεν καταρτίστηκε για τη δημιουργία δέσμευσης και εξάρτησης (νομικής και προσωπικής), αλλά προέχον στοιχείο αυτών ήταν η συγκέντρωση, καταγραφή, ταξινόμηση και ηλεκτρονική καταχώρηση του συνόλου των στοιχείων των ασφαλισμένων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ μέχρι 31.12.2001, καθώς επίσης και η διόρθωση των εκκρεμών εγγραφών Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (Α.Δ.Π.) από 1.1.2002 και εφεξής, για τη δημιουργία ενιαίου ηλεκτρονικού μητρώου ασφαλιστικής ιστορίας των ασφαλισμένων, έργο το οποίο εκτελέστηκε από την ενάγουσα έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής και ήταν διαφορετικό από τα καθήκοντα του μονίμου προσωπικού του εναγομένου, πραγματοποιούμενο στο ωράριο λειτουργίας του τελευταίου και μαζί με τους μονίμους υπαλλήλους του ως εκ της φύσεώς του (έργου), που απαιτούσε τη συνεργασία του μονίμου προσωπικού και τις οδηγίες των αρμοδίων προϊσταμένων, μετά την έκδοση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του προαναφερθέντος νόμου 2527/1997, της υπ' αριθ. Φ.10021/19825/3008/26.7.2007 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθώς και των …/6.8.2007 και …/3.8.2007 αποφάσεων του Διοικητή του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, με τις οποίες διευκρινίζονταν οι όροι της σύμβασης, όπως αυτοί καθορίζονται στην ως άνω ΚΥΑ. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος αυτού, με το οποίο προσάπτoνται στην προσβαλλόμενη οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικές πλημμέλειες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, καθώς και για ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί. Με τις λοιπές δε διαλαμβανόμενες στον ίδιο λόγο της αίτησης αιτιάσεις και υπό την επίφαση των ως άνω πλημμελειών πλήττονται απαραδέκτως οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, ενώ η παραδοχή ότι αρχικά η ενάγουσα είχε παράσχει την εργασία της στα πλαίσια προγράμματος εργασιακής εμπειρίας (stage), μη διαθέτουσα τις αναγκαίες γνώσεις και εμπειρία και στη συνέχεια ότι συνήψε με το εναγόμενο σύμβαση μίσθωσης έργου, προκειμένου να υλοποιηθεί έργο που απαιτούσε εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρίες, δεν δημιουργεί αδυναμία αναιρετικού ελέγχου ως προς την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων καθότι πρόκειται περί ζητήματος που ανάγεται σε διαφορετικές συμβάσεις (stage - έργου) και σε διαφορετικούς χρόνους, σε κάθε δε περίπτωση η έλλειψη εμπειρίας εκ μέρους της αναιρεσείουσας δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της συναφθείσας μεταξύ αυτής και του αναιρεσίβλητου σύμβασης έργου.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 180 παρ.1, 183 και 191 παρ. 2). Δεν ορίζεται δε, η δικαστική δαπάνη μειωμένη διότι στην υπόθεση αυτή το αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από ιδιώτη δικηγόρο, που υπηρετεί σε αυτό με πάγια αντιμισθία (βλ. το υπ' αριθ. …/9.10.2020 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Α. Α., όσον αφορά τον e-Ε.Φ.Κ.Α. προς το δικηγόρο Νικόλαο Τσοκανά) και όχι από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους [άρθρα 30 παράγραφοι 1 και 2 ν. 4038/2012 (ΦΕΚ Α. 14/2.2.2012), 19 παρ. 1 περ. (β) ν. 2556/1997 (ΦΕΚ Α. 270/24.12.1997), σε συνδυασμό προς το άρθρο 61 παρ. 3 ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α. 208 / 27.9.2013)].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12.2.2020 και αριθ. κατάθ. .../13.2.2020 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 773/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ