Αριθμός 926/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Μ. του Π., κατοίκου Κακής Βίγλας Σαλαμίνας, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Σαπουντζάκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1. … και 16. ... με έδρα τη Σαλαμίνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πέτρου Μαρκέτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-11-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν η 3809/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, προσθέτων λόγων και πρόσθετων παρεμβάσεων, αφού συνεκδικάσθηκαν, η 642/2018 μη οριστική και 710/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία διορθώθηκε με την 231/2020 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-5-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη. Ο πληρεξούσιος της παραστάσας 16ης αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 30.5.2020 και με αριθμό κατάθεσης .../2.6.2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. 710/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, όπως παραδεκτά διορθώθηκε οίκοθεν με την υπ' αριθμ. 231/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η από 29.9.2014 και με αριθμ. κατάθεσης …/29.9.2014 έφεση των εναγομένων - εκκαλουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων 1) της Κοινοπραξίας με την επωνυμία “...” κλπ (σύν. 16) καθώς και η με αριθμό κατάθεσης …/2016 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη 16ης αναιρεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “...” και απορρίφθηκε η με αριθμό κατάθεσης …/2016 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη 15ης αναιρεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “...” και μετά από εξαφάνιση της υπ' αριθμ. 3809/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, απορρίφθηκε κατ' ουσία η από 27.11.2012 με αριθμό κατάθ. …/28.11.2012 αγωγή του ενάγοντος - εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσείοντος Γ. Μ.. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.2 του Ν.1876/1990, που ορίζει ότι οι λοιπές (πλην των εθνικών γενικών)συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και οι εξομοιούμενες με αυτές διαιτητικές αποφάσεις (άρθρο16 αυτού), δεσμεύουν τους εργαζομένους και εργοδότες που είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, του εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, όπως ορίζεται στην παρ.4 του άρθρου αυτού, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 11 παρ.2 του ίδιου νόμου που ορίζει ότι με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας (ή διαιτητική απόφαση), η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, προκύπτει ότι η συλλογική σύμβαση ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει, αν δε αυτή επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά στους εργαζόμενους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν με βάση τις δραστηριότητές τους να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (σχετ. Ολ. ΑΠ 340/1981). Περαιτέρω από τη διάταξη των άρθρων 3 παρ.1β, του ίδιου νόμου προκύπτει ότι οι κλαδικές ΣΣΕ και ΔΑ περιέχουν τους όρους εργασίας που αφορούν τους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων πόλεως, περιφέρειας ή και όλης της χώρας. Κατά την έννοια δε αυτής ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές περίπου συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών, συναφείς δε οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Συνάπτονται δε αυτές από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εργαζόμενους των επιχειρήσεων αυτών ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους. Από το συνδυασμό δε των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ δεν ισχύει και αν έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική έναντι εργοδοτών που δεν υπάγονται στον επιχειρηματικό κλάδο των εργοδοτικών οργανώσεων που είχαν συμβληθεί (ΑΠ 698/2001,1286/1999, 598/1999).
Τις ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που αποτελούν τη βάση για τον προσδιορισμό του πεδίου ισχύος της κλαδικής ΣΣΕ καθορίζει το καταστατικό της εργοδοτικής συνδικαλιστικής οργανώσεως. Από το καταστατικό αυτό προκύπτει ποιες επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις μπορούν να γίνουν μέλη της κλαδικής εργοδοτικής οργάνωσης, οπότε θα δεσμεύονται από τις συναπτόμενες από αυτήν κλαδικές ΣΣΕ, και ποιες αντιστρόφως - επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις δεν μπορούν να γίνουν μέλη, οπότε δεν θα δεσμεύονται από τις συναπτόμενες κλαδικές έστω και αν κηρυχθούν γενικώς υποχρεωτικές, δηλαδή ποιες επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ανήκουν ή δεν ανήκουν στον αυτό κλάδο. Ο Κλάδος πάντως δεν μπορεί να προσδιορίζεται με τέτοια γενικά χαρακτηριστικά, ώστε να περιλαμβάνει επιχειρήσεις που έχουν μεν από απόψεως οικονομικής δραστηριότητας κοινά χαρακτηριστικά, αλλά δεν προσδιορίζουν ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις. Περαιτέρω, στις 3.6.2008 υπογράφηκε μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων “...”, “...” και “...” και του εκπροσωπούντος τους εργαζόμενους σωματείου “...” η Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας" του έτους 2008, που ήταν διετής (ήτοι από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2010) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υπουργική Απόφαση 58032/2713 (ΦΕΚ Β 1657/14.8.2008), η ισχύς της οποίας άρχισε από 20.6.2008. Με το άρθρο 1 της ως άνω Εθνικής Κλαδικής Σ.Σ.Ε., που φέρει το τίτλο "πεδίο εφαρμογής" ορίζεται ότι: "Στις διατάξεις αυτής της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας υπάγονται οι πάσης φύσεως εργαζόμενοι όλης της χώρας με σύμβαση μισθώσεως εξαρτημένης εργασίας στις πάσης φύσεως Ναυτιλιακές και Ακτοπλοϊκές Επιχειρήσεις, Ναυτικά Πρακτορεία, καθώς και Γραφεία Ταξιδίων που εκδίδουν εισιτήρια ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και που είναι μέλη των παραπάνω εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων”. Την ίδια ακριβώς διατύπωση έχει και το υπό τον αυτό τίτλο άρθρο 1 της Εθνικής Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας" του έτους 2007, που καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, η ισχύς της οποίας ήταν μονοετής και άρχιζε για τα συμβληθέντα μέρη από 1.1.2007. Και αυτή η Εθνική Κλαδική Σ.Σ.Ε. κηρύχθηκε υποχρεωτική με τη ΥΑ 13034/2007 (ΦΕΚ Β 2076/26.10.2007”, που όρισε την 26.7.2007 ως έναρξη της ισχύος της.
Με το υπό τον τίτλο "Κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότης δρομολογήσεως" άρθρο 170 παρ. 1 περ. α του ν.δ. 187/1973 "Κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου" ορίζεται ότι: "Δια Π.Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού, καθορίζονται:α) αι κατηγορίαι των προς εξυπηρέτησιν της μεταξύ των ελληνικών λιμένων μεταφοράς επιβατών δρομολογιακών γραμμών" και με το άρθρο 2 του Π.Δ/τος 814/1974 (ΦΕΚ Α 359), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης, ορίζεται ότι: "Αι κατά την διάταξιν του άρθρου 170 παρ. 1 περιπτ. α του Κώδικος κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών καθορίζονται ως κάτωθι: 1. Κύριοι δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα τον Πειραιά και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 2. Δευτερεύουσαι δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα έτερον του Πειραιώς και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 3. Τοπικαί δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, υπό τας κατωτέρω διακρίσεις: α) Αι εκτεινόμεναι εντός των ορίων του αυτού Νομού και επί αποστάσεως μέχρι των τριών (3) ναυτικών μιλίων. β) Αι εκτεινόμεναι εντός των ορίων του αυτού Νομού και επί αποστάσεως άνω των τριών (3) ναυτικών μιλίων. γ) Αι εκτεινόμεναι εντός των ορίων του αυτού Νομού και επί αποστάσεως άνω των (3) ναυτικών μιλίων, υφισταμένης όμως παραλλήλως και κύριας ή δευτερευούσης δρομολογιακής γραμμής, συνδεούσης εν όλω ή εν μέρει τους αυτούς λιμένας και δ) Η γραμμή Αργοσαρωνικού ήτοι η συνδέουσα τον Πειραιά μετά των λιμένων Αιγίνης- Μεθάνων- Πόρου- Ύδρας - Ερμιόνης - Σπετσών - Π.Χελίου και Λεωνιδίου. 4. Ομοίως ως τοπικαί δρομολογιακαί γραμμαί θεωρούνται αι συνδέουσαι δύο (2) χερσαίας οδικάς αρτηρίας διακοπτομένας δια λωρίδος θαλάσσης εύρους μέχρι τριών (3) ναυτικών μιλίων ή σημεία των ακτών της Ηπειρωτικής Ελλάδος μετά των έναντι νήσων, της αυτής ως ανωτέρω κατά μέγιστον αποστάσεως ανεξαρτήτως της υπαγωγής των συνδεομένων σημείων εις τα όρια του αυτού Νομού, εξυπηρετούσαι δε, κυρίως, την διακίνησιν οχημάτων”. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 παρ. 3 εδαφ. α και β του π.δ. 229/1995 "Ναυτικοί Πράκτορες" (ΦΕΚ Α 130), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 179 ν.δ. 187/1973 και 10 παρ. 1 του ν. 4473/1965 [όπως η ως άνω διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του πδ/τος 176/1999 (ΦΕΚ Α 165)], ορίζεται ότι : "Είναι δυνατή η χορήγηση άδειας ναυτικού πράκτορα σε νομικό πρόσωπο εφόσον από τις ισχύουσες διατάξεις επιτρέπεται η πραγματοποίηση τέτοιων εργασιών και προβλέπεται ρητά από το καταστατικό του. Η άδεια αυτή εκδίδεται στο όνομα του νομικού προσώπου" και στο υπό τον τίτλο "πρακτόρευση πλοίων" άρθρο 9 παρ. 1 περ. α του ως άνω π.δ. (δηλαδή του π.δ. 229/1995) ορίζεται ότι: "1. Είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση των ακόλουθων κατηγοριών πλοίων : α) Των επιβατηγών (Ε/Γ), επιβατηγών -οχηματαγωγών (Ε/Γ-Ο/Γ) που εκτελούν κύριες ή δευτερεύουσες ή τοπικές δρομολογιακές γραμμές των εδαφίων β, γ και δ της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του Π.Δ. 814/74 (ΦΕΚ 359 Α/74) καθώς και των φορτηγών -οχηματαγωγών (Φ/Γ-Ο/Γ)”. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση των επιβατηγών -οχηματαγωγών (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίων που εκτελούν τοπικές δρομολογιακές γραμμές, οι οποίες εκτείνονται μέσα στα όρια του ίδιου Νομού και συνδέουν δύο λιμάνια του, τα οποία απέχουν μέχρι τρία (3) ναυτικά μίλια, ήτοι στις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 παρ. 3 εδαφ. α του π.δ/τος 814/1974 περιπτώσεις.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, 1420/2013).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η Απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική Απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: " Ότι η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία, με έδρα τη Σαλαμίνα, έχει ως αντικείμενο εργασιών τη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα Αττικής, μετ' επιστροφής, με σκοπό την είσπραξη των σχετικών κομίστρων και τη διανομή τους στα μέλη της, τα οποία είναι οι λοιπές εναγόμενες - ναυτικές εταιρείες - πλοιοκτήτριες των επιβατηγών - οχηματαγωγών πλοίων, δια των οποίων γίνεται η ως άνω μεταφορά. Περαιτέρω, δυνάμει της από 1.1.2005 σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ της πρώτης εναγόμενης - εργοδότριας - ήδη πρώτης εκκαλούσας και του ενάγοντος - εργαζόμενου - εφεσίβλητου, ο τελευταίος προσλήφθηκε από την πρώτη, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου και συγκεκριμένα ως ελεγκτής εισιτηρίων απασχολούμενος πέντε ημέρες την εβδομάδα για οκτώ ώρες ημερησίως, ενώ απολύθηκε στις 29.8.2012. Ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος περί υπαγωγής του στη Σ.Σ.Ε για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι η γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας - Πέραμα είναι τοπική πορθμειακή γραμμή απόστασης 1,5 ναυτικού μιλίου, που απαλλάσσεται, σύμφωνα με το νόμο, της υποχρέωσης πρακτόρευσης. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του Π.Δ 814/1974 και 9 παρ. 1 του Π.Δ 229/1995 "Ναυτικοί Πράκτορες”, συνάγεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δρομολογιακές γραμμές εκτεινόμενες μέσα στα όρια του ίδιου νομού και επί απόστασης μέχρι 3 ναυτικών μιλίων. Στο υπ' αρ. .../8.4.2015 έγγραφο του Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, σαφώς αναφέρεται ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Πέραμα - Παλούκια Σαλαμίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Επίσης, η "Πανελλήνια Ένωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας”, στην από 16.11.2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι: τα Ε/Γ-O/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης, που εκτελούν δρομολόγια στην τοπική δρομολογιακή γραμμή Περάματος - Παλουκίων Σαλαμίνας, δεν μπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν μπορούν να ασκήσουν οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως μέχρι 3 ναυτικά μίλια και επομένως δεν δύνανται να είναι μέλη του ανωτέρω σωματείου. Εφόσον, λοιπόν, η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία - εργοδότρια του ενάγοντος, αλλά και οι λοιπές εναγόμενες - μέλη αυτής, δεν είχαν την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα - πρακτορειακής επιχείρησης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και δεδομένου ότι, στα επιβατηγά - οχηματαγωγά πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριμένη τοπική δρομολογιακή γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας - Πέραμα, δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας, ο ενάγων δεν μπορούσε να έχει την ιδιότητα υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης. Ενόψει δε ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο ενάγων δεν έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των από 22.4.2005, 26.6.2007 και 3.6.2008 Εθνικών Κλαδικών ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας”. Επιπλέον, ούτε αν θεωρηθεί αυτός υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρείας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω Σ.Σ.Ε. Ειδικότερα, η πρώτη από τις ανωτέρω αναφερθείσες κλαδικές Σ.Σ.Ε, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α 13033/2005, η δεύτερη, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α 13034/2007 και η τρίτη (ήτοι η από 3.6.2008) Σ.Σ.Ε, η οποία ίσχυσε από 1.1.2008 έως 31.12.2009, παρατάθηκε δε η ισχύς της επί ένα εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ. 5 της ΠΥΣ 6/2012 και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α 58032/2008, υπεγράφη από το "Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας”, την “...” και την “...” από πλευράς των εργοδοτών και από τον "Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό" από πλευράς των εργαζομένων. Η πρώτη εναγόμενη - εργοδότρια του ενάγοντος, όμως, δεν ήταν μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της παραπάνω Σ.Σ.Ε, κατά τα προεκτεθέντα. Αυτό αποδεικνύεται κι από την προσκομιζόμενη από τις αντιδίκους του ενάγοντος, υπ' αρ. πρωτ. Φ 01.2/07/11.1.2016 βεβαίωση του "Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας”, όπου ρητώς βεβαιώνεται ότι η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία, ουδέποτε υπήρξε μέλος του εν λόγω Συνδέσμου, ούτε θα μπορούσε να είναι μέλος του, καθόσον η γραμμή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραμα - Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθμειακή γραμμή. Ο εναγόμενος προσκομίζει, σύμφωνα με τα ζητηθέντα με την υπ' αρ. 642/2018 μη οριστική Απόφαση του δικαστηρίου τούτου, το καταστατικό του ανωτέρω Συνδέσμου (Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας), επικαλείται δε, για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι οι εναγόμενες εμπίπτουν στις εταιρείες που μπορούν να είναι μέλη αυτού, (και η πρώτη εξ αυτών, της Ένωσης Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας), τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του εν λόγω καταστατικού, όπου αναγράφεται ότι μέλη της μπορεί να είναι: "α. Οποιαδήποτε Εταιρεία ιδιοκτήτρια ή διαχειρίστρια ενός ή περισσοτέρων επιβατηγών εν γένει πλοίων υπό ελληνική ή άλλη κοινοτική σημαία, εφόσον η εταιρεία είναι εγνωσμένων ελληνικών ή/και κοινοτικών συμφερόντων (...) γ. Χρηματοδοτικοί Οργανισμοί, Τράπεζες, Α.Ε Λιμένων, Νηογνώμονες και Ασφαλιστικές Εταιρείες που έχουν γραφεία εγκατεστημένα στην Ελλάδα και που κατά τεκμήριο διατηρούν σχέσεις με εταιρείες που διαχειρίζονται επιβατηγά πλοία. Επίσης ναυτικοί πράκτορες, τουριστικοί πράκτορες, tour operators, ασχολούμενοι με την οργάνωση ταξιδιών, την έκδοση εισιτηρίων επιβατών - τουριστών, οχημάτων και φορτίων διακινουμένων με επιβατηγά - οχηματαγωγά πλοία, την πρακτόρευση επιβατηγών πλοίων και την εκτέλεση για τους μεταφερόμενους τουρίστες, εκδρομών, καθώς και άτομα ή φορείς αναπτύσσοντες κάθε είδους δραστηριότητα στις θαλάσσιες μεταφορές με επιβατηγά και επιβατηγά - οχηματαγωγά πλοία”. Η γενική αυτή αναφορά, όμως, του είδους εταιρειών που μπορούν να είναι μέλη του ως άνω Συνδέσμου, δεν αλλάζει τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, καθώς τόσο ο ίδιος ο Σύνδεσμος (Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας) ως πλέον αρμόδιος για το ποια είναι και μπορεί να είναι μέλη του, καθώς και η "Πανελλήνια Ένωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας”, στα προαναφερθέντα έγγραφά τους, ρητά αναφέρουν ότι οι εναγόμενες δεν είναι, ούτε υπήρξαν ποτέ μέλη τους, ούτε δύνανται να είναι, για τους λόγους που στα έγγραφα αυτά και ανωτέρω, εκτέθηκαν.... Δεν μπορεί δε να γίνει αυθαίρετη διασταλτική ερμηνεία και να θεωρηθεί ότι στην ευρύτερη έννοια της ακτοπλοΐας ανήκει η τοπική πορθμειακή γραμμή, κατά τα μη ορθώς υποστηριζόμενα από τον εφεσίβλητο και τα όσα, προς επίρρωσή τους, αναφέρει η ενόρκως βεβαιούσα Μ. Ζ., αντιπρόεδρος της ... στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή της, ώστε να έχει εφαρμογή η επίμαχη Σ.Σ.Ε, που αφορά συγκεκριμένους συμβληθέντες κλάδους, στους οποίους δεν ανήκουν οι εναγόμενες - εκκαλούσες και κυρίως η πρώτη εξ αυτών - εργοδότρια του ενάγοντος, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω. Εξάλλου, εφόσον τα πλοία με τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγόμενη, είναι επιβατηγά - οχηματαγωγά και όχι φορτηγά ακτοπλοϊκά, αυτή δεν δύναται να είναι μέλος ούτε της συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης “...”, όπως επίσης δεν θα μπορούσε να είναι μέλος της εργοδοτικής Οργάνωσης “...”, η οποία μετονομάστηκε σε "Ένωση Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας" και διαλύθηκε το έτος 2012. Σημειωτέον δε, ότι, ο ενάγων δεν προσκομίζει καταστατικό - κατά τα οριζόμενα στην προδικαστική απόφαση - πριν τη διάλυσή της, που αφορά το κρίσιμο διάστημα. Τέλος, σύμφωνα με το υπ' αρ. …/11.01.2016 έγγραφο της" Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθμείων Εσωτερικού”, τα Ε/Γ-O/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης, που εκτελούν τη γραμμή Περάματος - Σαλαμίνας, είναι μέλη της και η Ένωση αυτή ουδέποτε συμμετείχε (και δεν θα ήταν δυνατόν να συμμετάσχει, καθώς η εν λόγω δρομολογιακή γραμμή αποστάσεως 1,5 ν.μ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990) στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23.12.2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας. Τα παραπάνω αναφέρονται και στο υπ' αρ. πρωτ..../13.01.2016 έγγραφο του Προϊστάμενου της Δ/νσης Αμοιβής Εργασίας του Τμήματος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που, ως κατεξοχήν αρμόδιο για το επίμαχο ζήτημα, απαντώντας στην από 11.01.2016 αίτηση της πρώτης εναγόμενης, απεφάνθη, για τους ως άνω λόγους, ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3.6.2008 Σ.Σ.Ε, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική”. Κατόπιν αυτών το Μονομελές Εφετείο δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων και μετά από εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως απέρριψε κατ' ουσία την αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία επικαλούμενος αυτός ότι η εργασιακή του σχέση διείπετο από τις προαναφερόμενες συλλογικές συμβάσεις ζητούσε την επιδίκαση διαφορών αποδοχών και μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας εξ αιτίας της καταβολής ελλιπούς αποζημιώσεως.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, αλλά ορθά, κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2 του ΠΔ 814/1974 και του άρθρου 9 του ΠΔ 229/1995, διέλαβε δε επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες καθιστώσες εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, καθ' όσον, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, η 1η αναιρεσίβλητη Κοινοπραξία - εργοδότρια του αναιρεσείοντος αλλά και οι λοιπές αναιρεσίβλητες - μέλη αυτής, δεν είχαν την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα - πρακτορειακής επιχείρησης, δεδομένου ότι στα επιβατηγά - οχηματαγωγά πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριμένη τοπική δρομολογιακή γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας - Πέραμα, δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας, και ως εκ τούτου ο αναιρεσείων δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει την ιδιότητα υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης, με συνέπεια να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των προαναφερθεισών από 22.4.2005, 26.6.2007 και 3.6.2008 Εθνικών Κλαδικών ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας”, επιπλέον δε ούτε θεωρούμενος ως υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρείας, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω Σ.Σ.Ε., αφού η πρώτη εναγομένη - εργοδότρια του αναιρεσείοντος δεν ήταν μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων " ..., “...” και “...”, που μετείχαν στη σύναψη της από 3.6.2008 Σ.Σ.Ε., αλλά ούτε και ηδύνατο να είναι, καθ' όσον δεν επρόκειτο για επιχειρήσεις που είχαν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούσαν υπό τις αυτές συνθήκες (ομοειδείς) ούτε είχαν καν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας ούτε λειτουργούσαν υπό παρόμοιες συνθήκες (συναφείς), αφού οι μεν εν λόγω εργοδοτικές οργανώσεις εκπροσωπούσαν επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στην ακτοπλοΐα, ενώ η εργοδότης του αναιρεσείοντος δραστηριοποιείτο σε τοπική πορθμιακή γραμμή 1,5 ναυτικού μιλίου, ήτοι είχαν αντικείμενα σαφώς διακριτά μεταξύ τους και λειτουργούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες. Επομένως, οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος, και τέταρτος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997) ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 34/2016, 76/2016). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση. Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 69/2016, 725/2012), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, 11/1996, ΑΠ 153/2019, 79/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους τρίτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα με τον τρίτο λόγο ότι δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό του, ότι η 1η αναιρεσίβλητη μπορούσε να είναι μέλος της "Ένωσης Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας" και με τον πέμπτο λόγο ότι οι όροι της σχετικής ΣΣΕ θα είχαν καταστεί περιεχόμενο της ατομικής του σύμβασης. Οι λόγοι αυτοί, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τους έλαβε υπόψη και τους απέρριψε εκ του πράγματος, δεχόμενο περιστατικά αντίθετα προς αυτούς που τους συγκροτούν και συγκεκριμένα ότι η 1η αναιρεσίβλητη Κοινοπραξία ουδέποτε υπήρξε ούτε και θα μπορούσε να είναι μέλος της ως άνω Ένωσης, καθ' όσον η γραμμή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραμα - Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή αλλά τοπική πορθμειακή. Ο από το άρθρο 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, διότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται μόνον όταν αυτό αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που προσδίδει στο αποδεικτικό μέσο ο νόμος, ενώ δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο εκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη σε ένα ή ορισμένα από αυτά. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ "το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στα ιδιωτικά αυτά έγγραφα ο νόμος δεν προσδίδει αυξημένη έναντι των λοιπών αποδεικτική δύναμη, αλλά συνεκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1731/2008). Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων, κατ' επίκληση παραβιάσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα την αποδεικτική δύναμη του υπ' αριθμ. …/13.1.2016 εγγράφου του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Αμοιβής Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ενώ δεν υπήρχε δικονομική συμφωνία που να προσδίδει σ' αυτό αποδεικτική δύναμη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κατά τα άνω εκτεθέντα, στο ιδιωτικό αυτό έγγραφο, δεν προσδίδεται από το νόμο ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα, σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αυτό δε, ως επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο εκτιμήθηκε από το δικαστήριο σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες και έγγραφα) που επικαλέστηκε και προσκόμισε προς απόδειξη ο ενάγων για την ύπαρξη και το μέγεθος της επίδικης απαιτήσεως. Μετά από αυτά και εφ' όσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων που ηττήθηκε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβήτων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.5.2020 αίτηση του αναιρεσείοντος για αναίρεση της υπ' αριθμ. 710/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων εκ χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ