Αριθμός 930/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα - Ξένου - Κοκολέτση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 2 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (Ε.Λ.Γ.Α.), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Κουτσαύτη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Δ. Δ. του Ι., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τσουμάνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την υπ’αριθ..../2014 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν η 5745/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1741/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 2-12-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα - Ξένου - Κοκολέτση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 2.12.2019 και αριθ. κατάθ. .../3.12.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) υπ` αριθ. 1741/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποίαν απορρίφθηκε η από 11.6.2018 και αριθ. κατάθ. .../13.6.2018 έφεση του εναγομένου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου κατά της υπ` αριθ. 5745/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία. Με την εν λόγω απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η από 29.7.2014 αγωγή, με την οποίαν η αναιρεσίβλητη, επικαλουμένη ότι συνδέεται με το αναιρεσείον (εναγόμενο) με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από της 4.6.1996, αφού οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμει των οποίων παρείχε τις υπηρεσίες της στο αναιρεσείον, υπέκρυπταν σχέση εξηρτημένης εργασίας, ζήτησε να υποχρεωθεί το αναιρεσείον να την εντάξει στο οικείο μισθολογικό κλιμάκιο βάσει του χρόνου υπηρεσίας της και να της καταβάλει μισθούς υπερημερίας κατά τα ειδικώτερον αναφερόμενα για τα μεταξύ των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν αποδεχόταν την εργασία της. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 ΚΠολΔ). και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, 130/2016, 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ` ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ` επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 319/2017, 901/2010, 2173/2007). Η κατά τα άνω αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, 32/1996), ούτε και με τις κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν από το αιτιολογικό της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση περί της συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή της μη συνδρομής των όρων αυτών που αποκλείει την εφαρμογή της, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ειδικά, για να είναι ορισμένος ο από τον αριθμό 19 του ως άνω άρθρου λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να μνημονεύονται στο αναιρετήριο, εκτός από τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, και : α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 148/2008). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 702/2017).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον : Α) με τον πρώτο λόγο της αίτησης πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενο ειδικότερα ότι το Εφετείο: α') κατά το πρώτο σκέλος του ότι : "ερμηνεύοντας εσφαλμένα τον νόμο δέχεται τελείως αβάσιμα και αυθαίρετα, ότι, ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας της ενάγουσας και νυν αναιρεσίβλητης ορισμένου χρόνου αποτελούν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας της στον ΕΛ.ΓΑ., ενώ έπρεπε, ερμηνεύοντας ορθά τον νόμο και κυρίως εκτιμώντας ορθά το προσκομισθέν και επικληθέν αποδεικτικό υλικό, να δεχθεί ότι η αντίδικος συνδέεται με τον ΕΛ.ΓΑ. με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου”, β') κατά το δεύτερο σκέλος του ότι : "όχι ορθά και παρά το νόμο και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση του προσκομισθέντος και επικληθέντος αποδεικτικού υλικού δέχτηκε ότι με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας της στον ΕΛ.ΓΑ. η ενάγουσα και νυν αναιρεσίβλητη πρέπει να ενταχθεί στο 2ο Μ.Κ. του Γ βαθμού της κατηγορίας Π.Ε. σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4024/2011, ενώ έπρεπε ορθά τον νόμο ερμηνεύοντας και κυρίως ορθά εκτιμώντας το προσκομισθέν και επικληθέν αποδεικτικό υλικό, να δεχθεί ότι η αντίδικος ορθά κατατάχθηκε στο 1ο Μ.Κ. του Δ’ βαθμού της κατηγορίας Π.Ε., με βάση την υπολογισθείσα προϋπηρεσία, η οποία ανήλθε σε 11 έτη, 7 μήνες και 20 ημέρες, δυνάμει και των υπ' αρ. 198/10.1.2013 και 870/24.1.2013 Διαπιστωτικών Πράξεων”, γ') κατά το τρίτο σκέλος του ότι "δέχθηκε όχι ορθά και παρά το νόμο και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση του προσκομισθέντος και επικληθέντος αποδεικτικού υλικού (μάρτυρες και έγγραφα) ότι η ενάγουσα και νυν αναιρεσίβλητη συνδέεται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με τον ΕΛ.ΓΑ. και εξ αυτού του λόγου ο ΕΛ.ΓΑ. περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη, καθώς δεν την απασχόλησε κατά τα ενδιάμεσα μεταξύ των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου χρονικά διαστήματα, παρά τις προσφερόμενες υπηρεσίες αυτής, ούτε προσμέτρησε στην προϋπηρεσία της τα μεσολαβούντα χρονικά διαστήματα" και δ') κατά το τέταρτο σκέλος του ότι "δέχτηκε εσφαλμένα και παρά το νόμο και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση του προσκομισθέντος και επικληθέντος αποδεικτικού υλικού (μάρτυρες και έγγραφα) ότι η ενάγουσα και νυν αναιρεσίβλητη συνδέεται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με τον ΕΛ.ΓΑ. και εξ αυτού του λόγου έπρεπε να λαμβάνει αποδοχές μεγαλύτερες από αυτές τις οποίες πραγματικά ανέλαβε" και Β) με τον δεύτερο λόγο της αίτησης πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενο ειδικότερα ότι το Εφετείο "με αντιφατικές αλλά και κυρίως με ελλιπείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι οι ισχυρισμοί του Οργανισμού κρίθηκαν με δύναμη δεδικασμένου (βλ. 19η) και με μόνη τη φράση αυτή, χωρίς καμία περαιτέρω αναφορά ή ιδιαίτερη σκέψη, απέρριψε τους λόγους έφεσης...". Με το περιεχόμενο αυτό οι ως άνω αναιρετικοί λόγοι κρίνονται προεχόντως απαράδεκτοι, λόγω της αοριστίας τους. Και τούτο διότι: Α’) ως προς τον πρώτο λόγο της αίτησης το αναιρεσείον δεν εκθέτει στο αναιρετήριο τις κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το εν λόγω Δικαστήριο, ως θεμελιωτικά της κρίσης του για την παραδοχή της ένδικης αγωγής, αλλά διαλαμβάνει μόνο το συμπέρασμα της ουσιαστικής κρίσης του, ενώ περαιτέρω δεν εκθέτει τον τρόπο με τον οποίον παραβιάστηκαν οι επικαλούμενοι απ' αυτόν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, το σφάλμα του δικάσαντος Εφετείου και ποια επίδραση είχε αυτό στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω δε απαράδεκτη είναι και η προσβολή με τον ίδιο ως άνω λόγο της αναιρετικώς ανέλεγκτης κρίσης του Δικαστηρίου ως προς τα ζητήματα της συνδέουσας τους διαδίκους σύμβασης εργασίας και του συνολικού χρόνου υπηρεσίας της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον. Και Β’) ως προς τον δεύτερο λόγο της αίτησης, πέραν του ότι το αναιρεσείον δεν εκθέτει στο αναιρετήριο τις κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν κάνει καμία μνεία των κανόνων δικαίου που παραβιάστηκαν και τέλος, ως προς τις ανεπαρκείς αιτιολογίες δεν προσδιορίζει ποια επί πλέον πραγματικά περιστατικά έπρεπε να διαλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την απόρριψη των λόγων εφέσεώς του, ως προς δε τις αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει, ενώ οι ως άνω γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν. Μετά από αυτά και μη προβαλλόμενου άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας του, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα της τελευταίας, η οποία κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 2.12.2019 και αριθ. κατάθεσης .../3.12.2019 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 1741/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ