Απόφαση

Αριθμός 931/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα - Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 16 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Βριλησσίων”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στα Βριλήσσια Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημήτριου Κούνα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1. …. και 8. … κατοίκου Βριλησσίων Αττικής, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Μπαντουβά, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-12-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1144/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3327/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6-11-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Ζώη, ανέγνωσε την από 10-9-2020 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 6-11-2015 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. 3327/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατ' ουσίαν την από 3-6-2014 έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της υπ' αριθμ. 1144/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη η 7-12-2011 αγωγή τους σε βάρος του αναιρεσείοντος και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε προς εκδίκαση την ένδικη αγωγή, δέχθηκε αυτή ως βάσιμη κατ'ουσίαν κατά την επικουρική βάση της. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως επιδόθηκε νόμιμα στον αναιρεσείοντα στις 9-10-2015, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ... στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως και η ένδικη αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε στο Γραμματέα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στις 9-11-2015 (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρο 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Επίσης οι ως άνω ερμηνευτικοί κανόνες παραβιάζονται και όταν το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, οι ως άνω ερμηνευτικού κανόνες παραβιάζονται, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέφυγε μεν στις διατάξεις αυτές προς άρση ασάφειας ή προς πλήρωση του κενού, το οποίο εμφάνιζε η συγκεκριμένη δικαιοπραξία κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, όμως το ερμηνευτικό συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε σε σχέση με το νομικά αποφασιστικό νόημα του ερμηνευόμενου όρου της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο προς εκείνο που υπαγορεύεται από τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες (ΑΠ 679/2018, 374/2013, 530/2011, 1401/2010, 715/2010). Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθινή δήλωση βουλήσεως, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 97/2019, 1243/2013). Για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, η οποία εσφαλμένα ερμηνεύθηκε, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας ως προς τη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, το περιεχόμενο που έπρεπε, να προσδώσει σ` αυτή με σωστή ερμηνεία η απόφαση και σε τι συνίσταται το σφάλμα της ως προς την παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων (ΑΠ 432/2016). Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 6/2019, 8/2018, 1/1999). Για τη διαδικαστική πληρότητα του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η έλλειψη νόμιμης βάσης (παντελής έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα) των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ειδικότερα όταν προβάλλεται αιτίαση για ανεπαρκείς αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο, ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία, χωρίς να αρκούν γενικές εκφράσεις για "ανεπάρκεια" (Ολ. ΑΠ 20/2005, 32/1996) καθώς και το ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ως προς το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 αριθμ.2 ΚΠολΔ), κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, προκύπτει ότι το Εφετείο, αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Κατόπιν της υπ' αριθμ. 1/196Μ/2009 προκήρυξης του εναγομένου (ΦΕΚ ΑΣΕΠ 325/2009) για την πλήρωση οργανικών θέσεων μονίμου προσωπικού του, οι ενάγοντες υπέβαλαν αιτήσεις και δικαιολογητικά για τη συμμετοχή τους στο σχετικό διαγωνισμό, και, μετά την επιλογή της αρμόδιας Επιτροπής, περιλήφθηκαν στους προσωρινούς πίνακες κατάταξης επιτυχόντων. Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 9/2010 απόφαση του Δημάρχου Βριλησσίων, με την οποία αποφασίστηκε η πρόσληψή τους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, "από 1-2-2010 μέχρι την προηγούμενη της δημοσίευσης των ατομικών πράξεων διορισμού βάσει του πίνακα διοριστέων”. Με βάση την ανωτέρω απόφαση, η οποία ρητώς μνημονεύεται στις υπογραφείσες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, και δη ο πρώτος με την υπ' αριθ. …/1-2-2010 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΔΕ29 Οδηγός απορριμματοφόρου, η δεύτερη με την υπ' αριθ. …/1-2-10 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΤΕ2 Κοινωνικών Λειτουργών, ο τρίτος με την υπ' αριθ. …/1-2-10 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΔΕ29 Οδηγός απορριμματοφόρου, ο τέταρτος με την υπ' αριθ. …/1-2-10 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΥΕ16 ως εργάτης καθαριότητας, ο πέμπτος με την υπ' αριθ. …/1-2-10 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΔΕ24 ηλεκτρολόγων, ο έκτος με την υπ' αριθ. 785/1-2-10 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΥΕ16 ως εργάτης καθαριότητας, η έβδομη με την υπ αριθ. …/1-2-10 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης Ε16 ως εργάτης καθαριότητας και ο όγδοος με την υπ' αριθ. …/1-2-10 σύμβαση ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΥΕ 16 ως εργάτης καθαριότητας. Οι ως άνω συμβάσεις τους, περιέλαβαν, στον πρώτο όρο τους και τα ακόλουθα: “....(περ. β-ε): Η διάρκεια της συμβάσεως ορίζεται για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία υπογραφής της έως ότου ολοκληρωθεί ο αυτεπάγγελτος ή κατ' ένσταση έλεγχος του ΑΣΕΠ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 12 του άρθρου 9 του ν. 2623/98. Μετά τον έλεγχο του ΑΣΕΠ ο Δήμος καταρτίζει τους οριστικούς πίνακες κατάταξης, καθώς και τους πίνακες διοριστέων, τους οποίους και αποστέλλει για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π.). Εάν ο αντισυμβαλλόμενος μετά τη δημοσίευση των οριστικών πινάκων διοριστέων δεν περιλαμβάνεται σ' αυτούς απολύεται και λαμβάνει τις αποδοχές που προβλέπονται για την απασχόλησή του έως την ημέρα της απόλυσης, χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση από την αιτία αυτή. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνεται και στον οριστικό πίνακα διοριστέων συνεχίζει ν' απασχολείται με την παρούσα σύμβαση εργασίας μέχρι την προηγούμενη της ορκωμοσίας του που θα γίνει μετά τη δημοσίευση της πράξης διορισμού του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”. Από την αντιπαραβολή του προαναφερθέντος αποσπάσματος των συνομολογηθεισών συμβάσεων με την προμνησθείσα υπ' αριθ. 9/2010 απόφαση του Δημάρχου του εναγομένου, προκύπτει διαφοροποίηση ως προς το χρόνο λήξης των επίδικων συμβάσεων. Ειδικότερα, η μεν απόφαση του Δημάρχου, με απολύτως σαφή τρόπο, ορίζει ότι η (εκάστοτε) σύμβαση θα ισχύσει μέχρι την προηγούμενη της δημοσίευσης των ατομικών πράξεων διορισμού βάσει του πίνακα διοριστέων, αποτελώντας, δηλαδή, πιστή μεταφορά του άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 3584/2007, οι δε υπογραφείσες συμβάσεις, διαλαμβάνουν ότι "εάν ο αντισυμβαλλόμενος μετά τη δημοσίευση των οριστικών πινάκων διοριστέων δεν περιλαμβάνεται σ' αυτούς απολύεται...”. Οι συμβάσεις αυτές, εμπεριέχουν ασάφεια ως προς το περιεχόμενο των δηλώσεων βουλήσεως που εκφράστηκαν στο συγκεκριμένο όρο, και δη ως προς τον προβλεπόμενο χρόνο λήξης τους, καθ' όσον η αναγραφή "μετά τη δημοσίευση”, είναι δυνατόν να εκτείνεται από την επομένη ημέρα που αυτή (δημοσίευση) έγινε, μέχρι το ανώτατο εκ του νόμου επιτρεπόμενο χρονικό όριο, που είναι η δημοσίευση των ατομικών πράξεων διορισμού. Εφόσον, συνεπώς, διαπιστώνεται ασάφεια στις εν λόγω δικαιοπραξίες, θα πρέπει να αναζητηθεί η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων και να ερμηνευτούν, ακολούθως, αυτές, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Με βάση δε, αφ' ενός τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 3584/ 2007, που ρυθμίζει το καθεστώς των προσλήψεων μετά την κατάρτιση των πινάκων κατάταξης, και ορίζει, όπως επανειλημμένα εκτέθηκε, τον απώτατο χρόνο ισχύος των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που θα συναφθούν, αφ' ετέρου την υπ' αριθμ. 9/2010 απόφαση του Δημάρχου, που σαφώς ορίζει τη λήξη ισχύος των συμβάσεων που επρόκειτο να συνομολογηθούν, τα οποία είχαν υπόψη τους τα συμβληθέντα μέρη κατά την κατάρτιση των επιδίκων συμβάσεων, συνάγεται ότι η αληθινή τους βούληση, ήταν η ισχύς των συμβάσεων μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο χρονικό όριο, καθ' όσον, τόσο οι ενάγοντες επιθυμούσαν να απασχοληθούν για περισσότερο χρόνο, όσο και ο εναγόμενος να καλύψει τις απολύτως επιτακτικές του ανάγκες σε προσωπικό των αντιστοίχων ειδικοτήτων, έως ότου διοριστούν οι μόνιμοι υπάλληλοί του (πράγμα που άλλωστε συνομολογεί). Τέλος, αποδείχθηκε ότι στις 7-9-2011, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (…/7-9-11 τ. Γ) ο οριστικός πίνακας διοριστέων, όπως αυτός διαμορφώθηκε με την υπ' αριθμ. …/28-6-201 1 απόφαση του Γ’ Τμήματος του ΑΣΕΠ, στον οποίο οι ενάγοντες δεν περιλαμβάνονταν ως επιτυχόντες. Κατόπιν τούτου ο εναγόμενος Δήμος σταμάτησε, στις 9-9-2011, ν' αποδέχεται την εργασία τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αγωγή ως προς την επικουρική βάση της είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 656, 669 παρ. 1, 178, 200 Α.Κ., 21 παρ. 4 του ν. 3584/2007, ενώ παρίσταται και βάσιμη κατ' ουσίαν, με βάση τα όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν.”. Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση και μετ' εξαφάνιση της εκκκαλουμένης αποφάσεως υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων στη θέση που έκαστος εξ' αυτών κατείχε, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους, μέχρι την προηγούμενη ημέρα από εκείνη που θα δημοσιευτούν οι ατομικές πράξεις διορισμού των περιλαμβανομένων στον πίνακα διοριστέων υπαλλήλων του, όπως ο πίνακας αυτός διαμορφώθηκε με την υπ’αριθμ. …/28-6-2011 απόφαση του Γ’ Τμήματος του ΑΣΕΠ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το εδάφ. α` του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι το Εφετείο, όπως ορθά ο λόγος αυτός εκτιμάται, έσφαλε περί την ερμηνεία του ως άνω όρου των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων (ως προς τον προβλεπόμενο χρόνο λήξης τους) καθώς και την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173, 200 ΑΚ και 21 παρ. 4 του ν. 3584/2007, τις οποίες αν είχε ορθά εφαρμόσει και ερμηνεύσει, θα έπρεπε να αχθεί στο συμπέρασμα ότι ουδεμία ασάφεια υπήρχε στις προαναφερόμενες συμβάσεις εργασίας των αναιρεσιβλήτων ως προς το περιεχόμενο των δηλώσεων βουλήσεως που εκφράστηκαν σ' αυτές, αναφορικά με τον προβλεπόμενο χρόνο λήξης τους, αφού ρητά συμφωνήθηκε ως ανώτατο όριο της διάρκειας αυτών η δημοσίευση των οριστικών πινάκων διοριστέων, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (ΑΣΕΠ) …/77-9-2-11 τ. Γ (με βάση την υπ’αριθμ. 1/196Μ/2009 προκήρυξη του Δήμου για την πλήρωση οργανικών θέσεων μόνιμου προσωπικού αυτού). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση βουλήσεως, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθινή δήλωση βουλήσεως, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο τον Αρείου Πάγου. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι το Εφετείο με την ως άνω απόφασή του, όλως αναιτιολόγητα, άλλως με ανεπαρκή αιτιολογία έκρινε ότι η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών στις ως άνω συμβάσεις εργασίας των αναιρεσιβλήτων ήταν να ορίσουν την ισχύ των συμβάσεων αυτών με ανώτατο όριο τη δημοσίευση των ατομικών πράξεων διορισμού των περιλαμβανομένων στον οριστικό πίνακα διοριστέων υπαλλήλων του αναιρεσείοντος Δήμου. Ωστόσο όμως δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ώστε να είναι επαρκείς οι αιτιολογίες, επιπλέον δε, υπό την επίκληση της εκ πλαγίου παραβίασης των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στην πραγματικότητα πλήττεται η κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας επί του ως άνω ζητήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, το ερμηνευτικό συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το Εφετείο σε σχέση με το νομικά αποφασιστικό νόημα του ερμηνευόμενου όρου των ως άνω δικαιοπραξιών, δικαιολογείται πλήρως με βάση τα κριτήρια των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η ως άνω απόφαση, η οποία περιέχει πλήρεις και επαρκείς αιτιολογίες σχετικά με την αναζήτηση της αληθινής βούλησης των συμβληθέντων μερών ως προς τον προβλεπόμενο χρόνο λήξης των επίδικων συμβάσεων, η οποία (αληθινή βούληση), με βάση τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών - μετά την στάθμιση και των συμφερόντων των συμβληθέντων μερών, ήταν, ότι οι επίδικες συμβάσεις είχαν ισχύ μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο χρονικό όριο της δημοσίευσης των ατομικών πράξεων διορισμού των περιλαμβανομένων στον οριστικό πίνακα διοριστέων υπαλλήλων, καθ'όσον, οι μεν ενάγοντες επιθυμούσαν να απασχοληθούν για περισσότερο χρόνο, ο δε εναγόμενος να καλύψει τις απολύτως επιτακτικές ανάγκες του σε προσωπικό των αντίστοιχων ειδικοτήτων, έως ότου διοριστούν οι μόνιμοι υπάλληλοί του. Επομένως ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), που κατέθεσαν προτάσεις, μειωμένα όμως κατά το 50% των κατώτατων ορίων που ορίζονται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (άρθρ. 281 παρ.2 ν. 3463/2006) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-11-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3327/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, ποσού εννιακοσίων (900) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ