Αριθμός 935/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 11 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Ε. Π., πληρεξουσίας Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων:1)…….. και 9) ..., κατοίκου Ιλίου Αττικής, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Διονύσιου-Χαράλαμπου Καλαματιανού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-10-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2504/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων που συνεκδικάσθηκαν, η 132/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζήτησαν οι ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 15-1-2018 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η 257/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε εν μέρει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο.
Εκδόθηκε η 3067/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 24-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 24.9.2020 και αριθ. κατάθ. .../28.9.2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) υπ` αριθ. 3067/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί των ασκηθεισών από 29.11.2013 και αριθ. κατάθ. .../12.12.2013 και από 7.12.2013 και αριθ. κατάθ. .../9.12.2013 εφέσεων των διαδίκων μερών κατά της υπ' αριθ. 2504/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Με το άρθρο 5 του π.δ. 164/19.7.2004 για τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, του οποίου η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 19.7.2004 , ορίζονται τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που τη δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως απ' αυτήν. 4. Σε κάθε περίπτωση ο Αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση, της κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού π.δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους (παρ. 1), ενώ κατά την παρ. 2 αυτού "Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται" (εδ. α'). Εξάλλου, ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ κατά τον οποίον, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου, όπως και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Αυτό ισχύει και επί αξιώσεων κατ' αυτών από σχέση εργασίας και ειδικότερα στις περιπτώσεις άκυρης πρόσληψης υπαλλήλου ή ανάθεσης σε αυτόν καθηκόντων αλλότριων του κλάδου, στον οποίο έχει προσληφθεί. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος, απαγορεύεται η πρόσληψη υπαλλήλου σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, δηλαδή η πρόσληψη σε μη νομοθετημένη θέση, συνεπάγεται την ακυρότητα της πρόσληψης και συνακόλουθα συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την εργασία, η οποία παρασχέθηκε σε αυτό και από την οποία αυτό κατέστη πλουσιότερο. Η απαγόρευση του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως μίας ενιαίας σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι διαφορετικό ζήτημα από την αναγνώριση του δικαιώματος του εργαζομένου, που έχει απασχοληθεί πραγματικά σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης επί των νομίμων αποδοχών, τις οποίες θα ελάμβανε εάν η σύμβαση ήταν έγκυρη και οι οποίες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 εδ. α' του π.δ. 164/2004 οφείλονται σ' αυτόν ως απόδοση της ωφέλειας, την οποίαν αποκόμισε ο εργοδότης αποφεύγοντας να απασχολήσει με έγκυρη σύμβαση, για την ίδια εργασία, έτερο πρόσωπο με τα ίδια προσόντα. Βεβαίως, μετά την τυχόν παραδοχή ότι υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας, έστω και ακύρως, οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου τις αποδοχές για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και για επίδομα αδείας (άρθρα 1 παρ. 1` του ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του ν. 4504/1996), διότι τις παροχές αυτές δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί, που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας. Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, κατά το νόμο, είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ενώ αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της, δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε (Ολ. ΑΠ 12/2016).
Εν προκειμένω, τo Μονομελές Εφετείο Αθηνών, μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 257/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποίαν αναιρέθηκε η υπ' αριθ. 132/2016 απόφασή του, επιλαμβανόμενο των από 29.11.2013 και αριθ. κατάθ. .../12.12.2013 και από 7.12.2013 και αριθ. κατάθ. .../9.12.2013 εφέσεων των διαδίκων μερών κατά της υπ' αριθ. 2504/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν έγινε δεκτή κατά την επικουρική περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της η αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και επιδικάστηκε υπέρ εκάστου εξ αυτών το ποσόν των 19.500 ευρώ, δέχτηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι : "Με την επικουρική βάση της αγωγής τους, η οποία εισάγεται εκ νέου προς διάγνωση κατόπιν αναίρεσης με την υπ' αριθ. 257/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασής τους ως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω της συνάψεώς της μετά το ΠΔ 164/2004, και δεν είχαν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 και του ΠΔ 164/2004, ότι υφίσταται μεταξύ των διαδίκων απλή σχέση εργασίας, συνεπεία της οποίας ενέχεται το Ελληνικό Δημόσιο σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την παρασχεθείσα σε αυτό εργασία των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων. Ήτοι στο αγωγικό δικόγραφο, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεσαν λεπτομερώς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία, με βάση τα οποία ισχυρίζονταν ότι οι καταρτισθείσες και συνδέουσες αυτούς με το Ελληνικό Δημόσιο επιτρεπόμενες κατά νόμο συμβάσεις έργου, ήταν συμβάσεις εργασίας και ως τέτοιες λειτούργησαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αιτούμενοι ενόψει αυτών τις δεδουλευμένες αποδοχές και τα επιδόματα, σε κάθε περίπτωση εξέθεσαν ότι κάλυπταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τις ίδιες ανάγκες που κάλυπταν και οι τακτικοί υπάλληλοι του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, εκτελώντας ολοκληρωμένα καθήκοντα, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των προϊσταμένων τους, σε τρόπο ώστε η αγωγή, έχοντας το προεκτεθέν περιεχόμενο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, να είναι νόμω βάσιμη ως προς την επικουρική βάση της επιδίκασης των αιτουμένων μισθολογικών αξιώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 παρ. 2 εδαφ. α' του ΠΔ 164/2004, οι οποίες είναι εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο διότι οι ένδικες συμβάσεις, οι οποίες καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του άρθρου 103 του Συντάγματος και του ΠΔ 164/2004, διέπονται από τις διατάξεις αυτών και συνακόλουθα, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η συνέχιση τούτων από 2.8.2008 έως 31.7.2009, χωρίς έγγραφη σύμβαση επέφερε αυτοδικαίως την ακυρότητά τους, η δε παροχή των υπηρεσιών των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, υπό άκυρη σύμβαση με απλή σχέση εργασίας, επέσυρε τα διαγραφόμενα από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 εδαφ. α' του ΠΔ 164/2004 δικαιώματα, ήτοι παρείχε σε αυτούς το δικαίωμα να αναζητήσουν τα οφειλόμενα βάσει της σχέσης εργασίας τους αυτής χρηματικά ποσά, με βάση τις διατάξεις αυτές.......... Επομένως και με δεδομένο ότι δεν προσβάλλεται ειδικά με λόγο έφεσης η εκτίμηση του ύψους των οφειλομένων στους ενάγοντες και ήδη εφεσιβλήτους αποδοχών, ώστε να ερευνηθεί στην ουσία του εκ νέου το ζήτημα αυτό, πρέπει να απορριφθεί η έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά το σκέλος που παραπέμφθηκε μετ' αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι όσον αφορά την απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής και εν τέλει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της κατ' ουσίαν.”. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με τον πρώτο λόγο της αίτησης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των άρθρων 7 του π.δ. 164/2004 και 904 ΑΚ και ειδικότερα ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι να λάβουν τα αιτούμενα κονδύλια και να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η ένδικη αγωγή ως προς την επικουρική της βάση. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα με ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο αυτής αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το ουσία βάσιμο της επικουρικής βάσης της ένδικης αγωγής, ώστε να τύχουν εφαρμογής οι προαναφερθείσες διατάξεις. Ειδικότερα το Εφετείο, αφού δέχτηκε, συμμορφούμενο στην αναιρετική ως άνω υπ' αριθ. 257/2019 απόφαση, ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση, για το ουσία βάσιμο αυτής δεν μνημονεύει τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγονται οι συνθήκες εργασίας των εναγόντων, η ακυρότητα της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εργασίας, η δυνατότητα κατάρτισης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου κατάρτισης έγκυρης εργασιακής σχέσης με άλλους εργαζόμενους για την παροχή της ίδιας με τους ενάγοντες εργασίας, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες με αυτούς και η αποκόμιση κατ' αυτόν τον τρόπο εργοδοτικής ωφέλειας και η έκταση αυτής, ώστε οι ενάγοντες να δικαιούνται τα αιτούμενα ποσά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλομΑΠ 9/1997, ΑΠ 166/2016, 625/2008). "Πράγματα" αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και περιέχουν παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 150/2015). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί, που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 15/2020, 1462/2019). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός (ΚΠολΔ 118 αρ. 4, 566 § 1) πρέπει ο ισχυρισμός, που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως, να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, και, αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 892/2019). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί εξοφλήσεως της απαιτήσεως συνιστά ένσταση, ερειδομένη επί του άρθρου 416 ΑΚ, κατά το οποίο "Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή”, η οποία πρέπει να προταθεί παραδεκτώς κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή, εφ` όσον προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, να επικαλεσθεί παραδεκτώς και να αποδείξει ο εκκαλών την συνδρομή μιάς των προϋποθέσεων παραδεκτής προβολής αυτής το πρώτον κατ` έφεση. Παραδεκτώς δε συμφώνως προς τα ανωτέρω προβάλλονται οι ισχυρισμοί το πρώτον κατ` έφεση, εκτός άλλων, και εάν αποδεικνύονται εγγράφως (ΑΠ 447/2020). Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με τον δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το δεύτερο λόγο της έφεσής του και ειδικότερα τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του ότι κατ' εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού δέχτηκε ότι οι εναγόμενοι του παρείχαν προσηκόντως τις υπηρεσίες τους κατά το χρονικό διάστημα από 2.8.2008 έως 31.7.2009, χωρίς να έχουν καταβληθεί σ' αυτούς οι δεδουλευμένες αποδοχές τους και ότι σε κάθε περίπτωση έχουν εξοφληθεί για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους, όπως προκύπτει από τις σχετικές βεβαιώσεις αμοιβών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι απαράδεκτος, καθότι τα εκτιθέμενα ως άνω δεν αποτελούν αυτοτελή ισχυρισμό, που προβάλλεται με λόγο έφεσης, αλλά πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με την εκτίμηση των αποδείξεων και την απόκρουση των ισχυρισμών επί της ουσίας της υποθέσεως. Κατά το δεύτερο όμως σκέλος του ο ίδιος ως άνω λόγος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, καθότι το Μονομελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ουδέν διέλαβε για την παραδεκτώς προβληθείσα ένσταση εξοφλήσεως, για την οποίαν το αναιρεσείον επικαλείτο, κατά τα ανωτέρω, ότι προέκυπτε εγγράφως από τις σχετικές βεβαιώσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και συνεπώς έπρεπε να ελέγξει (Μονομελές Εφετείο) την βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού, αφού συμφώνως προς τα προαναφερθέντα, η απόδειξη εξ εγγράφων της εν λόγω ενστάσεως παρείχε το δικαίωμα προβολής αυτής το πρώτον κατ' έφεση. Μετά απ` αυτά, δεκτών καθισταμένων του πρώτου λόγου και του δεύτερου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος του, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να δικαστεί κατ` ουσίαν, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας εκδόθηκε μετά από αναίρεση, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σ` αυτό από τον Άρειο Πάγο με την υπ' αριθ. 257/2019 απόφασή του. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο από τη διάταξη αυτή υποχρέωσης για εκδίκαση μετά από δεύτερη αναίρεση της υπόθεσης κατ` ουσίαν, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης ενώπιον του ίδιου Τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο της ουσίας, σε νέα προς το σκοπό αυτό δικάσιμο, μετά από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε κατά τη δικάσιμο αυτή οι διάδικοι να διαμορφώσουν ανάλογα τους ισχυρισμούς και τις προτάσεις τους. Τέλος, πρέπει οι αναιρεσίβλητοι να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, το οποίο νομίμως παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3696/1957, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 3067/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ αυτή για περαιτέρω κατ` ουσίαν εκδίκαση στο ίδιο τμήμα, σε ιδιαίτερη συζήτηση και σε νέα προς το σκοπό αυτό δικάσιμο που θα προσδιοριστεί μετά από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ