Αριθμός 941/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη - Εισηγητή, Γεώργιο Χριστοδούλου και Βασίλειο Μαχαίρα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Των αναιρεσειουσών: 1) Εταιρίας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στη ... και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στη ... και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στη ... και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 5) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Σταμούλη που ανακάλεσε την από 22/11/2019 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρίας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χαρίκλεια Πέππα και κατέθεσε προτάσεις.
Β. Της αναιρεσείουσας: Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χαρίκλεια Πέππα και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Εταιρίας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στη ... και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στη ... και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στη ... και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία “...”, 6) Εταιρίας με την επωνυμία “....” που εδρεύει στη ... και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 7) Εταιρίας με την επωνυμία “...” που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Σταμούλη που ανακάλεσε την από 22/11/2019 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/4/2009 αγωγή της υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσιβλήτου και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2280/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3746/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξαφάνισε την 2280/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς προκειμένου να δικαστεί η υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4989/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 626/2017 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι υπό στοιχείο Α αναιρεσείουσες με την από 13/2/2018 αίτησή τους και η υπό στοιχείο Β αναιρεσείουσα με την από 28/11/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των υπό στοιχείο Α αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της από 13/2/2018 αιτήσεως και την απόρριψη της από 28/11/2018 αιτήσεως, η πληρεξούσια της υπό στοιχείο Β αναιρεσείουσας την παραδοχή της από 28/11/2018 αιτήσεως και την απόρριψη της από 13/2/2018 αιτήσεως και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις κρινόμενες από 13-2-2018 και 28-11-2018 αιτήσεις αναίρεσης, προσβάλλεται η 626/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Η τελευταία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Με αυτήν το Εφετείο, απέρριψε τυπικά την από 9-7-2015 έφεση και την ως αντέφεση ισχύουσα από 11-1-2016 έφεση κατά της 4989/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που στρέφονται κατά των λοιπών, πλην της πέμπτης και της έκτης των εφεσίβλητων - αντεφεσίβλητων, ως προς τις τελευταίες δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις που τις αφορούσαν και ακολούθως, αφού εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτές, δικάζοντας επί της από 30-4-2009 αγωγής την απέρριψε ως προς τις άνω εφεσίβλητες - αντεφεσίβλητες ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της. Οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ) και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. Α) Επί της από 13-2-2018 αίτησης αναίρεσης των: 1) εταιρείας με την επωνυμία "...", 2) εταιρείας με την επωνυμία "...", 3) εταιρείας με την επωνυμία "...", 4) εταιρείας με την επωνυμία "...", 5) εταιρείας με την επωνυμία "...&".
Με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, τροποποιήθηκαν πολλές διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590), που αφορούν τα ένδικα μέσα και τις ανακοπές, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 518 παρ. 2, στο οποίο ορίσθηκε ότι "αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”. Η ίδια διάταξη, πριν την τροποποίησή της, όριζε ότι "αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω νόμου (4335/2015) και υπό τον τίτλο "μεταβατικές και άλλες διατάξεις" περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία "Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές”, ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016”. Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 ορίζει, όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, τα εξής: "Με τις παραγράφους 1 - 4 των μεταβατικών διατάξεων ρυθμίζεται το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος των διατάξεων του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης”. Η ως άνω μεταβατική διάταξη, όμως, που περιορίζεται μόνο στην πρόβλεψη ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται σε όσα εξ αυτών ασκούνται μετά την 1-1-2016, δεν είναι σαφής. Με τη φραστική διατύπωση της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης ανέκυψαν ζητήματα διαχρονικού δικαίου στο δίκαιο της έφεσης, καθώς ο νομοθέτης δεν διακρίνει μεταξύ των διατάξεων που αφορούν στη διαδικασία άσκησης και συζήτησης του ενδίκου αυτού μέσου από εκείνες που αναφέρονται στο παραδεκτό και στην προθεσμία άσκησης αυτού και ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η προσφυγή στις διαχρονικού δικαίου διατάξεις του Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ., το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Από την αντιπαραβολή μεταξύ των δύο παραγράφων τίθεται το ερμηνευτικό ζήτημα, αν η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης θα πρέπει να κριθεί με βάση την αρχή του άρθρου 24 παρ. 1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, η οποία αναφέρεται στο παραδεκτό (στοιχείο του οποίου αποτελεί και το εμπρόθεσμο του ενδίκου μέσου) ή στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η οποία αναφέρεται ειδικά στις καταχρηστικές προθεσμίες. Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι επί της προθεσμίας άσκησης των ένδικων μέσων, άρα και της έφεσης, πρέπει να εφαρμοστεί η θεμελιώδης διαχρονικού δικαίου αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 του Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ., δηλαδή να εφαρμόζεται επί της προθεσμίας των ενδίκων μέσων και εναντίον των αποφάσεων που δεν έχουν επιδοθεί ο νόμος που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Έτσι, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 οριστικές αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με έφεση. Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου (ΟλΑΠ 10/2018). Στην προκείμενη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου προκύπτει ότι αυτό, μετ' αυτεπάγγελτη έρευνα του παραδεκτού (εμπροθέσμου) της ασκηθείσας από 11-1-2016 έφεσης των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγομένων στην από 30-4-2009 ένδικη αγωγή και ήδη αναιρεσείουσες στην ως άνω από 13-2-2018 αίτηση αναίρεσης, κατά της εκκαλουμένης 4989/2013 οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ήτοι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, την έφεση αυτών, δεχόμενο ότι από τη δημοσίευση της (μη επιδοθείσας) εκκαλούμενης απόφασης, ήτοι στις 25-9-2013, μέχρι την κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη οριστική απόφαση Δικαστηρίου, η οποία έγινε στις 11-1-2016, παρήλθε η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, διετής προθεσμία από τη δημοσίευση αυτής, μέσα στην οποία θα μπορούσε εμπρόθεσμα να ασκηθεί η έφεση, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015. Όμως, όπως έγινε δεκτό, για την άσκηση της ένδικης έφεσης, αφού η οριστική απόφαση που προσβάλλεται με αυτή, δημοσιεύτηκε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, ισχύει η τριετής από τη δημοσίευσή της καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το νόμο αυτό.
Συνεπώς, η προθεσμία της άσκησης αυτής διαρκεί μέχρι τις 25-9-2016 και αφού η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση στις 11-1-2016, χωρίς να παρέλθει δηλαδή η τριετία από τη δημοσίευσή της, ασκήθηκε εμπρόθεσμα. Επομένως το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 14 (όπως είναι το ορθό και όχι του αρ. 1, αφού η παράβαση αφορά πλημμέλεια από δικονομική ακυρότητα) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθία πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση, κατά παραδοχή του ανωτέρω πρώτου λόγου αυτής και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους Δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, στις καταθέσασες τούτο αναιρεσείουσες (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Β) Επί της από 28-11-2018 αίτησης αναίρεσης της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία <<...>>.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατ' εκείνων που προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου αυτή εκδόθηκε και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος που νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση που η αναίρεση στρέφεται κατά περισσότερων αναιρεσίβλητων, πρέπει να απευθύνεται μόνο εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειές της, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αν οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αφορούν κάποιο διάδικο, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη ως προς αυτόν, αφού δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αυτόν και αν ακόμη ευδοκιμήσουν οι προβληθέντες λόγοι (ΑΠ 761/2017, ΑΠ 47/2016, ΑΠ 913/2014), ενόψει, μάλιστα του ότι, για το παραδεκτό του αναιρετήριου, πρέπει σ' αυτό να αναγράφεται ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ και να καθορίζονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα, στοιχειοθετούν το σφάλμα που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 290/2017). Έτσι, ο εκκαλών του οποίου απορρίφθηκε η έφεση, και συνεπώς ηττήθηκε, θα απευθύνει την αίτηση αναίρεσης κατά των εφεσίβλητων στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο κατ' εκείνων ως προς τους οποίους έχει έννομο συμφέρον να εξαφανιστεί αυτή (ΑΠ 111/2010, ΑΠ 239/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει κατά των στην ένδικη αίτηση αναίρεσης αυτού αναιρεσίβλητων, την από 30-4-2009 αγωγή του με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν να του καταβάλλουν κάθε μία από τις εναγόμενες εταιρείες το ποσό που όφειλε από την περιγραφόμενη ως μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση παρακαταθήκης, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής. Η αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και εκδόθηκε η 4989/2013 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως προς την έκτη των εναγομένων (έκτη αναιρεσίβλητη) και έγινε δεκτή ως προς τις λοιπές. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης άσκησαν, η αναιρεσείουσα την από 9-7-2015 έφεση, την οποία έστρεψε καθ' όλων των εναγομένων, με λόγους έφεσης την εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής ως προς την έκτη εναγομένη, την εσφαλμένη παραδοχή ένστασης παραγραφής για μέρος της αξίωσης που είχε προβάλει η πέμπτη εναγομένη και την εσφαλμένη απόρριψη της επικουρικής, εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, βάσης της αγωγής ως προς την πέμπτη εναγομένη και δη για τις αξιώσεις που κρίθηκε ότι έχουν υποπέσει σε παραγραφή, καθώς και οι εναγόμενες κατά των οποίων είχε γίνει δεκτή η αγωγή, ήτοι οι λοιπές, πλην της έκτης εναγομένης, την από 11-1-2016 έφεση. Οι άνω εφέσεις συνεκδικάστηκαν από το Εφετείο Πειραιώς, το οποίο, με την εκδοθείσα επ' αυτών 626/2017 απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση της άνω αναιρεσείουσας, ως προς τις λοιπές, εκτός της πέμπτης και της έκτης, εφεσίβλητες, καθόσον στο δικόγραφο δεν περιέχονταν λόγος έφεσης σε βάρος τους, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την από 11-1-2016 έφεση, δέχθηκε ότι η έφεση αυτή ασκηθείσα από τις πέμπτη και έκτη εναγόμενες ισχύει ως αντέφεση, δέχθηκε ως παραδεκτή τυπικά και ως βάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας ως προς τις πέμπτη και έκτη εναγόμενες καθώς και την αντέφεση των τελευταίων, εξαφάνισε την οριστική απόφαση ως προς αυτές τις εναγόμενες και απέρριψε ακολούθως την αγωγή ως προς αυτές ως αόριστη. Κατά της τελεσίδικης ως άνω απόφασης, η ενάγουσα άσκησε την από 28-11-2018 αίτηση αναίρεσης. Την αναίρεση απηύθυνε εναντίον όλων των αρχικά εναγόμενων και στην έφεσή της εφεσίβλητων. Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο για πλημμέλειες εκ των αρ. 17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγω των επικαλούμενων αντιφάσεων στο αιτιολογικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την αναφορά της στις πέμπτη και έκτη εναγόμενες-εφεσίβλητες-αντεφεσίβλητες, ως προς τις οποίες δέχεται την έφεση και αντέφεση και ακολούθως απορρίπτει την αγωγή ως αόριστη, με το δεύτερο λόγο παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης κατά των πέμπτης και έκτης των εναγομένων, και με τους τρίτο και τέταρτο λόγους για τη μη εξέταση της αγωγής κατά την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση αυτής, παρά την κρίση της περί παραγραφής εν μέρει της αξίωσης για την αμοιβή.
Συνεπώς, οι λόγοι της υπό κρίση αναίρεσης αφορούν αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, σε σχέση μόνο με το αποδεικτικό της πόρισμα, το οποίο αφορά στις πέμπτη και έκτη εναγόμενες-εφεσίβλητες στην έφεσή του και αντεκκαλούσες εταιρείες, ήδη δε στο αναιρετήριο πέμπτη και έκτη αναιρεσίβλητες. Οι λόγοι αναίρεσης, δεν αφορούν τις λοιπές αναιρεσίβλητες. Τυχόν παραδοχή οποιασδήποτε, από τις αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη, πλημμέλειας, δεν θα έχει αποτέλεσμα την αναίρεση της προσβαλλόμενης ως προς αυτές τις αναιρεσίβλητες. Ως προς τις τελευταίες η έφεση της αναιρεσείουσας είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον δεν περιείχε λόγο έφεσης που τις αφορά και ως προς την κρίση της αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πλήττεται με αναιρετικό λόγο. Άλλωστε ως προς το κεφάλαιο της απόφασης που αφορά την παραδοχή ως βάσιμης της αγωγής της κατά των αναιρεσίβλητων αυτών, η αίτηση αναίρεσης δεν περιέχει κανένα λόγο αναίρεσης, ούτε, βέβαια, θα είχε η αναιρεσείουσα έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό, αφού ήταν νικήσας διάδικος. Κατ' ακολουθία, η αίτηση αναίρεσης, στρεφόμενη κατά των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και έβδομης των αναιρεσίβλητων, είναι απαράδεκτη. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αυτές και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη αυτών, που παραστάθηκαν με τον ίδιο δικηγόρο και κατέθεσαν κοινές προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο σχετικό αίτημά τους (άρθρα 183, 176, 191 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η προστασία και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1233/2012). Τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, είναι συνάρτηση του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου. Αν λείπουν τα στοιχεία αυτά, το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο. Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής αοριστίας της αγωγής. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 16/2013, ΑΠ 492/2017, ΑΠ 34/2015). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, παραβιάζει τη δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ και ελέγχεται με βάση τους από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης. Ειδικότερα, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια και παρέλειψε να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Η νομική αυτή παραδοχή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας ανταποκρίνεται στο πραγματικό περιεχόμενο αυτής. Σε αντίθετη περίπτωση, στοιχειοθετείται ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ο οποίος ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν (ΑΠ 517/2019, ΑΠ 529/2015, ΑΠ 156/2013). Με την ένδικη από 30-4-2009 αγωγή της η αναιρεσείουσα-ενάγουσα ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: ότι με τις αναιρεσίβλητες-εναγόμενες, πλην των έκτης και έβδομης, εταιρείες συνδέονταν με σύμβαση παρακαταθήκης, κατά τους όρους της οποίας είχαν παραδοθεί σ' αυτή προς φύλαξη τα αναφερόμενα κινητά πράγματα εκείνων, και συγκεκριμένα μεταχειρισμένος εξοπλισμός προερχόμενος από ανακαινίσεις πλοίων (παλιές πόρτες, τραπέζια, σωστικά, καθίσματα, ντουλάπες, υπολογιστές κλπ), καθώς και λέμβοι, έναντι της συμφωνηθείσας ως προς το ύψος και τον τρόπο καταβολής αμοιβής, ότι η φύλαξη αυτών διήρκεσε τα αναφερόμενα για κάθε περίπτωση χρονικά διαστήματα έως τον Ιούνιο του έτους 2008, πλην όμως, οι αντισυμβαλλόμενες στις άνω συμβάσεις εταιρείες, καθώς και η έκτη τούτων σε βάρος της οποίας εκδόθηκαν τα αναφερόμενα τιμολόγια οφειλής αμοιβής, ύστερα από αίτημα των λοιπών οφειλετριών, και, επίσης, η έβδομη εναγόμενη, εις ολόκληρον ευθυνόμενη με τη δεύτερη τούτων λόγω της εκτιθέμενης συμβατικής μεταβίβασης περιουσίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 479 ΑΚ, αρνούνται να καταβάλλουν το οφειλόμενο ποσό που προσδιορίζεται ειδικά για κάθε εναγόμενη. Ειδικότερα, ως προς το ύψος της συμφωνημένης αμοιβής, εκτίθενται τα ακόλουθα: Συμφωνήθηκε ότι η χρέωση των υπηρεσιών φύλαξης των κινητών πραγμάτων θα γινόταν με βάση τιμοκατάλογο στον οποίο αναγράφονταν αναλυτικά όλες οι τιμές χρέωσης για κάθε υπηρεσία χωριστά και η καταβολή της θα γινόταν κάθε μήνα με την έκδοση σχετικού τιμολογίου, και μέσα σε είκοσι ημέρες από την έκδοσή του, ότι με βάση τη σύμβαση η συμφωνημένη αμοιβή για τις υπηρεσίες φύλαξης των παραδοθέντων κινητών πραγμάτων θα υπολογίζεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που προβλέπονταν στον τιμοκατάλογο που είχε γίνει αποδεκτός από τα μέρη, και είχε ως ακολούθως: 1) για τα κάθε φύσης υλικά, όγκος σε κυβικά μέτρα χ υπολογισθέντα κιλά ανά κυβικό, το δε αποτέλεσμα αυτό θα διαιρείται δια 50, καθώς κάθε κόλλο υπολογίζονταν να έχει αυτή τη χωρητικότητα και ανεξάρτητα αν περιείχε μικρότερο βάρος, 2) για τις λέμβους, 42 κόλλα (6,35 κ.μ. Χ 333/50) χ 0,35 = 14,7 ευρώ την ημέρα. Με το περιεχόμενο τούτο η ένδικη αγωγή, διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, τα οποία απαιτούνται για τη θεμελίωση της εκ του άρθρου 822 ΑΚ ασκούμενης με την αγωγή αξίωσης αμοιβής της ενάγουσας θεματοφύλακα από τις ιστορούμενες συμβάσεις παρακαταθήκης, μεταξύ των οποίων και τα στοιχεία προσδιορισμού της συμφωνηθείσας αμοιβής την οποία πρέπει να καταβάλουν οι παρακαταθέτριες εναγόμενες, ειδικότερα δε οι πέμπτη και έκτη τούτων, για τη φύλαξη των παραδοθέντων από αυτές στην ενάγουσα κινητών πραγμάτων τους. Συγκεκριμένα, ως προς το συμφωνημένο ύψος της αμοιβής, καθορίζουν το μαθηματικό τύπο επί τη βάση του οποίου συμφωνήθηκε να γίνει ο υπολογισμός της, όπως αποτυπώνεται στον τιμοκατάλογο που έγινε αποδεκτός από τις εναγόμενες, καθώς, επίσης, ενσωματώνουν στο δικόγραφο της αγωγής για κάθε εναγόμενη τους πίνακες στους οποίους αναγράφονται τα αναγκαία στοιχεία για την εφαρμογή του ανωτέρω τύπου, ήτοι η ποσότητα κάθε υλικού, το βάρος αυτών και ο όγκος τους, ώστε με την εκτέλεση των μαθηματικών πράξεων να βρίσκεται το οφειλόμενο ποσό. Ενόψει τούτων, δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να ενσωματώνεται στο δικόγραφο ο τιμοκατάλογος στον οποίο συμφώνησαν οι συμβαλλόμενοι εφόσον αναγράφεται ο τρόπος που κατ' αυτόν έπρεπε να υπολογιστεί το ύψος της αμοιβής. Η μη ταύτιση του παρατιθέμενου στο δικόγραφο τύπου προσδιορισμού της αμοιβής με εκείνον που προβλέπεται στον εν λόγω τιμοκατάλογο ή η τυχόν εσφαλμένη εκτέλεση των μαθηματικών πράξεων από την ενάγουσα στην αγωγή της και η αναγραφή εσφαλμένου ως προς το ύψος του ποσού αποτελέσματος χρέωσης, δεν καθιστούν αόριστο ως προς το στοιχείο τούτο το δικόγραφο, καθόσον συνάπτονται με την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων περί του πραγματικού και σύμφωνου με τη συμφωνηθείσα αμοιβή ύψους του οφειλόμενου από τις συμβάσεις ανταλλάγματος. Ούτε η αναφορά συντελεστών στην περίπτωση υπολογισμού της αμοιβής για την αποθήκευση των λέμβων, οι οποίοι είναι άγνωστοι στο Δικαστήριο, οδηγεί σε αοριστία της αγωγής, αλλά συνιστά στοιχείο ελέγχου της βασιμότητας εάν ο παρατιθέμενος τύπος υπολογισμού της αμοιβής, είναι και ο συμφωνημένος για το είδος αυτό με βάση το περιεχόμενο του τιμοκαταλόγου της συμφωνίας των συμβαλλόμενων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αγωγή ήταν ορισμένη. Το Εφετείο που έκρινε ότι η αγωγή είναι αόριστη ως προς τις πέμπτη και έκτη εναγόμενες, και την απέρριψε για το λόγο αυτό, σχηματίζοντας την περί αοριστίας της σχετική κρίση του παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη στήριξή της γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σ' αυτήν και παρά την πλήρη έκθεσή τους την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, παρά το νόμο απάγγειλε απαράδεκτο, και επομένως ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η, εκ του άρθρου 559 αρ. 14 (όπως είναι το ορθό) ΚΠολΔ, αναιρετική πλημμέλεια, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η εξεταζόμενη από 28-11-2018 αίτηση αναίρεσης ως προς τις πέμπτη και έκτη των αναιρεσίβλητων, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω δεύτερου λόγου της αίτησης, και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής, να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί ως προς αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που καταβλήθηκε για την άσκηση της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα που το κατέθεσε (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας θα επιβληθούν, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματός της, σε βάρος των δύο αυτών αναιρεσίβλητων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 13-2-2018 και 28-11-2018 αιτήσεις αναίρεσης κατά της 626/2017 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς..
Απορρίπτει την από 28-11-2018 αίτηση αναίρεσης της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία <<...>>, ως προς τις πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη των αναιρεσίβλητων.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των ανωτέρω αναιρεσίβλητων τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Δέχεται την από 13-2-2018 αίτηση αναίρεσης των εταιρειών με την επωνυμία: 1) "..." 2) "...", 3) "...", 4) "...", 5) "..." και την από 28-11-2018 ως άνω αίτηση αναίρεσης της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", ως προς τις πέμπτη και έκτη αναιρεσίβλητες.
Αναιρεί την 626/2017 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν.
Διατάσσει την επιστροφή στις αναιρεσείουσες κάθε αίτησης του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση αυτών.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη της πρώτης αίτησης και τις πέμπτη και έκτη των αναιρεσίβλητων της δεύτερης αίτησης αναίρεσης στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειουσών κάθε αίτησης, τα οποία ορίζει σε κάθε περίπτωση σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ