Απόφαση

Αριθμός 942/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη-Εισηγήτρια, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 12η Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέα Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του: 1) Α. Λ., 2) Π. Δ., 3) Α. Α., με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Σ., του Α., 2) Ε.-Μ. Σ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Διονύσιο Πλέσσα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-4-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2603/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3837/2020 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 14/09/2020 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 3837/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Με την απόφασή του αυτή το πιο πάνω δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και κατ'ουσίαν την έφεση των εναγομένων ήδη αναιρεσιβλήτων κατά του ενάγοντος ήδη αναιρεσείοντος και της αριθμ. 2603/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού δε εξαφάνισε την άνω απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που είχε κρίνει αντίθετα, απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα αγωγή με την οποία ο τελευταίος είχε ζητήσει να αναγνωριστεί η ακυρότητα της προσβαλλόμενης από ... και με αριθμό 5295 δημόσιας διαθήκης της αποβιώσασας μητέρας του Δ. Σ., το γένος Σ. Φ., που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών Γ. Ρ.. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577§3 ΚΠολΔ).
Α. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, η διαθήκη, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 ΑΚ, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης , δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως μέθη, ύπνωση κλπ) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νου (ΑΠ536/2021, ΑΠ1531/2010, ΑΠ984/2008) και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. (ΑΠ913/2019). Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως π.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως η ολιγοφρένεια, η άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νού σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή περίπου της σύνταξης της διαθήκης "όχι ακριβώς και κατά το χρόνο συντάξεώς της”, έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο (ΑΠ405/2019, ΑΠ489/2018, ΑΠ727/2016). Η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και απόδειξή της δεν δικαιολογεί, από μόνη της, ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης (ΑΠ 237/2017). Η ανικανότητα κρίνεται κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμία έννομη επιρροή. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, τότε δεν είναι ανάγκη η απόδειξή της κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή λόγω της διάρκειάς της (ΑΠ821/2013, ΑΠ1198/2012, ΑΠ1420/2010, ΑΠ1110/2008). Β. Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ12/2016, Ολ ΑΠ1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, κατά το νόμο, είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ενώ αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της, δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε (ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 781/2020, ΑΠ 667/2020). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ608/2013).
Συνεπώς, η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση, που διατύπωσε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης για τα ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες παραδοχές το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ24/1992, ΑΠ 563/2020, ΑΠ 432/2020). Περαιτέρω, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε(ΑΠ 122/2022,ΑΠ1373/2019, ΑΠ1020/2017). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ.), δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: <<Στις 28/08/2017 απεβίωσε στο ... η Δ. χήρα Α. Σ., το γένος Σ. Φ., κάτοικος ..., γεννηθείσα το έτος 1939, η οποία με την ... δημόσια διαθήκη της ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Ρ., που δημοσιεύτηκε με το ... πρακτικό του Ειρηνοδικεία Αθηνών και καταχωρήθηκε στον τόμο ... και με αριθμό …. στα βιβλία διαθηκών του Δικαστηρίου αυτού, εγκατέστησε κληρονόμους τη θυγατέρα της και πρώτη εναγόμενη Β. Σ. επί ενός διαμερίσματος εβδόμου ορόφου, στην ... αρ. 12 στο ... και επί ενός οικοπέδου το οποίο βρίσκεται στο ... του Νομού ..., τον υιό της και ενάγοντα Γ. Σ.. επί ενός διαμερίσματος στην ... στην ….., πλησίον του ξενοδοχείου ..., την εγγονή της και δεύτερη εναγόμενη Ε. - Μ. Σ. επί ενός διαμερίσματος στην περιοχή ... και στην .... Η αποβιώσασα διαθέτης νοσηλεύτηκε στη νευρολογική κλινική του ... Νοσοκομείου Αθηνών από 21.1.2013 μέχρι και 8.2.2013. Κατά το τελευταίο προ της εισαγωγής έτος είχε διαγνωσθεί με καταθλιπτική συνδρομή, με συμπτώματα άγχους και διαταραχές στην συμπεριφορά, εξαιτίας των οποίων η ίδια δεν έβγαινε από το σπίτι και εξέφραζε συνεχώς ανησυχία για την σωματική της υγεία, ενώ κατά το τελευταίο πριν την νοσηλεία της εξάμηνο είχε επηρεασθεί η πρόσφατη μνήμη της και παρουσίαζε αστάθεια. Η πρόδρομη λειτουργική έκπτωση της διαθέτιδος, εδραζόμενη σε καταθλιπτικόμορφο και ανοϊκόμορφο υπόβαθρο προκύπτει και από τις τακτικές επισκέψεις της στην κλινική του ... στο ..., έντεκα (11) για το έτος 2012 (βλ. την από 9.8.2013 βεβαίωση του ... Ε.Α.Ε. - Κλινικής ...), υπό το κράτος ανησυχίας της για τη σωματική της υγεία, η οποία πυροδοτήθηκε από το λαβόν χώρα το 2010 οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η διαθέτης κατά την νοσηλεία της στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο παρουσίασε διακυμάνσεις της νοητικής λειτουργίας με περιόδους συγχυτικόμορφης εικόνας και διαγνώσθηκε εκεί για πρώτη φορά με ανοϊκό σύνδρομο, ενώ κατά την έξοδό της έλαβε αντιανοϊκή και αντικαταθλιπτική αγωγή (...). Τον Μάρτιο του ίδιου έτους η διαθέτης, κατόπιν κλινικής εξέτασης και υποβολής της σε σχετικές νευροψυχολογικές δοκιμασίες, εμφάνιζε μέτρια διαταραχή στην άμεση ανάκληση και στη γλωσσική ευφράδεια, ήπια διαταραχή στη λειτουργική μνήμη, μέτρια διαταραχή στον προσανατολισμό στον χρόνο και σοβαρή διαταραχή στην καθυστερημένη ανάκληση και γνωστική ευκαμψία, εμφάνισε μέτρια διαταραχή στις λειτουργικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, συμπερασματικά εμφάνιζε ανοϊκό σύνδρομο μεσαίου σταδίου και κρίθηκε, ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί οικονομικά θέματα ελάσσονος έως μείζονος σημασίας, δεν μπορούσε να λάβει υπεύθυνα μόνη της φαρμακευτική αγωγή, με αιτιώδη απόδοση της ως άνω αδυναμίας σε διαταραχές προσοχής, συγκέντρωσης και κρίσης, όπως προκύπτει από την γνωμάτευση της κλινικής ψυχολόγου - νευροψυχολόγου Ί. Θ.). Τον Μάιο του ίδιου έτους η διαθέτης εμφάνιζε διαταραχές στη μνήμη και τον προσανατολισμό σε χώρο και χρόνο μέτριου βαθμού, ενώ σοβαρότερες ήταν οι διαταραχές στη γνωστική ευκαμψία και είχε πτωχεία κρίσης, οι δε συνυπάρχουσες συναισθηματικές διαταραχές καθιστούσαν ευμετάβλητη και ευάλωτη τη βούλησή της, κατά συνέπεια η διαθέτες δεν μπορούσε από μόνη της να διαχειριστεί την περιουσία της καθώς και οικονομικά θέματα από ελάσσονος μέχρι μείζονος σημασίας, είχε δε ανάγκη και άλλου ατόμου ακόμη και για τις καθημερινές της λειτουργίες, όπως προκύπτει από το Ιατρικό Πιστοποιητικό του Ν. Κ., Αναπληρωτή Καθηγητή Νευρολογίας στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Με την από17/6/2013 αίτηση του ενάγοντος, η οποία έλαβε αριθμό κατάθεσης .../2013, ζητήθηκε αφενός να τεθεί η μητέρα του σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, ως πάσχουσα από ανοϊκό σύνδρομο, αφετέρου να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία να ορίζεται ο ίδιος ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης αυτής. Επ’ αυτής εκδόθηκε η από 25.6.2013 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διορίσθηκε ο ίδιος ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης της μητέρας του. Ακολούθως επί της ασκηθείσας από 2.8.2013 και με αριθμό κατάθεσης .../2013 αίτησης της ίδιας της διαθέτιδος Δ. χήρας Α. Σ.. εκδόθηκε η από 23.8.2013 νεότερη προσωρινή διαταγή, η οποία ανακάλεσε την προηγούμενη από 25.6.2013 προσωρινή διαταγή ως προς την διάταξή της, με την οποία οριζόταν ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης ο ενάγων. Επιπλέον, έγινε δεκτό το επικουρικό αίτημα της ανωτέρω αιτούσας περί διορισμού της κόρης της (πρώτης εναγόμενης) ως προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας αυτής, διότι από τη γραμματική διατύπωση της επισημείωσης της Δικαστού στην πρώτη σελίδα της από 2.8.2013 αίτησης της Δ. Σ. προκύπτει ότι έγινε δεκτό το επικουρικό αίτημα της ανωτέρω αιτούσας περί διορισμού της πρώτης εναγόμενης και θυγατέρας της ως προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας. Στις 20.1.2014 και ενώ εκκρεμούσε η συζήτηση της αίτησης του ενάγοντος, προκειμένου να τεθεί η ανωτέρω διαθέτις σε δικαστική συμπαράσταση, συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Ρ. η ανωτέρω …/2014 δημόσια διαθήκη της. Ακολούθως επί της από 17/6/2013 αίτησης του ενάγοντος περί θέσης της ανωτέρω διαθέτιδος σε δικαστική συμπαράσταση διορίστηκε εν τέλει με την 8468/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως πραγματογνώμονας ο ιατρός - νευρολόγος Ν. Σ., ο οποίος, ύστερα από κλινική εξέταση της διαθέτιδος το μήνα Δεκέμβριο 2014, συνέταξε την από 17.3.2015 ιατρική πραγματογνωμοσύνη, η οποία προσκομίζεται από τους διαδίκους έχοντας θέση εγγράφου στην παρούσα διαφορά, αφού συντάχθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης. Από την ανωτέρω κλινική εξέταση διαπιστώθηκε ότι η διαθέτις παρουσίαζε ήπια εξωπυραμιδικά (κινητικά) στοιχεία, ενώ η έκφραση, η βάδιση και η στάση της είχαν ήπια παρκινσονικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον από την εξέταση των ανώτερων νοητικών λειτουργιών της διαπιστώθηκε ότι η έκφραση και η συμπεριφορά της διαθέτιδος δεν υποδήλωναν έντονη δυσθυμία, κατάθλιψη ή άγχος, ήταν σε εγρήγορση και είχε τη δυνατότητα να εστιάζει και να συμμετέχει στην εξέταση, είχε όμως ελλείμματα ως προς ορισμένες από τις προσωπικές της πληροφορίες, όπως ως προς την ηλικία της, για την οποία δήλωσε ότι είναι 81 ετών αρχικά και 71 ετών αργότερα. Επίσης, παρότι δεν γνώριζε επακριβώς τη φαρμακευτική αγωγή της, γνώριζε κατά το μάλλον ή ήττον τις παθήσεις, για τις οποίες λάμβανε αυτή την αγωγή. Παρέθεσε σωστά στοιχεία ως προς τη διεύθυνση, την περιοχή, τον όροφο, το μέγεθος του διαμερίσματος που κατοικούσε, ως προς τις περιοχές, το μέγεθος, το εισπραττόμενο μίσθωμα δύο επιπλέον ακινήτων ιδιοκτησίας της, ως προς το ποσό της σύνταξης που λάμβανε, καθώς και τον τρόπο λήψης, με κατάθεση στην τράπεζα. Είχε αίσθηση της αξίας του χρήματος, γνώριζε το κόστος βασικών προϊόντων και υπηρεσιών, όπως γάλα, εφημερίδα, μεταφορές με ταξί, αλλά όχι πλήρως, όπως δεν γνώριζε το ύψος των μηνιαίων λογαριασμών της ή το ακριβές κόστος των ακινήτων της. Φαίνεται ότι είχε σαφή αίσθηση ως προς τις επιθυμίες διαχείρισης της περιουσίας της, επιθυμούσε τα ακίνητα της να μοιραστούν στα δύο εγγόνια της, την εγγονή της από την κόρη, και εγγονό από τον υιό, παρότι δήλωσε ότι δεν έχει επαφές με τον εγγονό της λόγω διαταραγμένων σχέσεων με τον υιό της. Επίσης έκανε ορισμένα σφάλματα ως προς τον χρονικό προσανατολισμό, ήτοι σφάλματα ως προς την ημερομηνία, το έτος (δεν απάντησε), την ημέρα, την εποχή, αλλά γνώριζε το μήνα (Δεκέμβριο). Γνώριζε την οδό και την περιοχή, κοντά στην Αμερικανική Πρεσβεία, που βρισκόταν το ιατρείο του πραγματογνώμονα, όπου εξετάστηκε, αλλά όχι τον αριθμό ή τον όροφο, είχε ικανοποιητική οπτική και λεκτική συγκέντρωση, μπορούσε να αφαιρέσει σειριακά τον αριθμό 7 από το 100 με 1 μόνο σφάλμα. Η κατανόηση, επανάληψη και έκφραση λόγου ήταν αδρά χωρίς σοβαρά ελλείμματα. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας διέγνωσε ότι η διαθέτις έπασχε από ανοϊκή συνδρομή μεσαίου σταδίου, διατηρούσε μερικώς κάποιες ικανότητες διαχείρισης της περιουσίας της, ωστόσο, είχε απωλέσει τις υψηλών απαιτήσεων λειτουργίες που αφορούν την επιμέλεια της περιουσίας της, αδυνατώντας να κάνει σύνθετες οικονομικές συναλλαγές, να διεκπεραιώσει συναλλαγές με τράπεζες εφορίες ή άλλους οργανισμούς, να λάβει αποφάσεις για την επένδυση και τη βέλτιστη χρήση της περιουσίας της (μίσθωση - πώληση ακινήτων) και να εξοφλήσει λογαριασμούς.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 2296/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία κατέστη τελεσίδικη με την 97/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου, σύμφωνα με την οποία η διαθέτις αδυνατούσε να φροντίζει εν όλω μόνη για τις υποθέσεις της, αλλά μπορούσε να έχει επίγνωση των ενεργειών της και να ενεργεί αυτοπροσώπως, υπέβαλε δε αυτή σε καθεστώς πλήρους επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, δεχόμενη ότι ήταν απαραίτητο η διαθέτις να βρίσκεται διαρκώς υπό την επίβλεψη άλλου προσώπου, το οποίο θα συναινεί, όταν το κρίνει σκόπιμο για το συμφέρον της διαθέτιδος, στη διενέργεια από αυτήν των πράξεων που επιθυμεί και θα φροντίζει για την ικανοποίηση των αναγκών της, διόρισε δε ως δικαστική συμπαραστάτρια την πρώτη εναγόμενη. Όμως, με βάση όσα προεκτέθηκαν, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι η μητέρα του κατά το χρόνο σύνταξης της προσβαλλόμενης διαθήκης δεν είχε συνείδηση των πράξεών της, διότι βρισκόταν σε διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της, δεν αποδεικνύονται. Το ανοϊκό σύνδρομο μεσαίου σταδίου, που ως διάγνωση αναφέρεται μετά τη νοσηλεία της διαθέτιδος στις 13.2.2013 στη νευρολογική κλινική του ... Νοσοκομείου και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται στις παραπάνω αναφερθείσες ιατρικές γνωματεύσεις, που συντάχθηκαν δέκα μήνες (από Μάρτιο έως Μάιο 2013) πριν την επίδικη δικαιοπραξία, καθώς και στην από 26.3.2015 πραγματογνωμοσύνη, δεν αποδεικνύει βαριά έκπτωση γνωσιακής ικανότητας, που είχε καταστήσει ανίκανη τη διαθέτιδα να καταρτίσει κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι στις 20.1.2014, διαθήκη. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί κατά κύριο λόγο το γεγονός ότι η διαθέτις εξεταζόμενη στις 27.2.2014 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι μόλις ένα (1) μήνα μετά τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης, ανταποκρίθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, είχε ικανοποιητική οπτική και λεκτική συγκέντρωση, δεν αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στον τομέα της κατανόησης και έκφρασης του λόγου και είχε επιπλέον άμεση αντίληψη του χώρου και του χρόνου, στον οποίο βρισκόταν. Ειδικότερα τότε κατέθεσε ότι: "Ονομάζομαι Δ. Σ............Έχω περιουσιακά στοιχεία στο ... ένα σπίτι, δύο γκαρσονιέρες, 250 ευρώ ενοίκιο από καθεμία και ένα εξοχικό στο .... Όσο ζω δικό μου και μετά τα παιδιά μου. Μεγάλης αξίας το οικόπεδο. Δεν πηγαίνω. Όλη η ιστορία γίνεται για το σπίτι στην ... .... Δεν έχω σχέση με το Γ. (εννοεί τον εφεσίβλητο γιο της). Κάθε μέρα έρχεται η κόρη μου η Β.. Παίρνω δύο συντάξεις 920 ευρώ συνολικά. Έχω μία κοπέλα και την πληρώνω για να καθαρίζει”. Από το παραπάνω προέκυψε με σαφήνεια ότι η διαθέτις σε χρονικό διάστημα ενός μόλις μήνα μετά τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης εξετάστηκε ενώπιον δικαστηρίου χωρίς να διστάσει να εμφανιστεί ενώπιον αυτού, απάντησε σε ερωτήσεις και έδειξε ότι γνωρίζει επακριβώς τη φύση και την έκταση της ιδιοκτησίας της, τα περιουσιακά της στοιχεία και τις προσόδους των, επιπλέον δε ότι είχε και διαχειριστική ικανότητα αυτών. Περαιτέρω η εκδοθείσα παραπάνω 2296/2015 απόφαση περί υποβολής της σε καθεστώς πλήρους επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης δεν στέρησε από αυτήν ρητά την ικανότητα να συντάσσει διαθήκη, κατ' άρθρο 1719 εδ. α' περ.2 ΑΚ. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την παραπάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του νευρολόγου Ν. Σ., ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας, όπως προεκτέθηκε, στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε προκειμένου η διαθέτις να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, καθόσον ο εν λόγω ιατρός εξέτασε την συμπαραστατέα το Δεκέμβριο του έτους 2014, δηλαδή έντεκα (11) μήνες μετά τον χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης, όταν είχε επέλθει κατά τη συνήθη πορεία της νόσου περαιτέρω πτώση νοητικών λειτουργιών και η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί. Παρόλα αυτά, όμως, η διάγνωση του πραγματογνώμονα ήταν ότι η διαθέτις βρισκόταν ακόμα κατά το χρόνο εκείνο στο μέσο στάδιο της άνοιας, δηλαδή ούτε στο αρχικό, ούτε και σε προχωρημένο. Το γεγονός δε ότι κατά την παραπάνω εξέταση εξέφρασε τη βούλησή της να μοιραστεί η ακίνητη περιουσία της στα εγγόνια της, τα οποία πιο πριν είχε κατονομάσει και προσδιορίσει ηλικιακά, αν και πριν τη δήλωση αυτή είχε εγκαταστήσει ως κληρονόμους της με την ένδικη δημόσια διαθήκη της τα τέκνα της και την μία μόνο εγγονή της, δεν είναι κρίσιμο, διότι συνέβη έντεκα (11) μήνες μετά την επίδικη δικαιοπραξία, όταν η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί. Εξάλλου, η διαθέτις κατάρτισε δημόσια διαθήκη, κατά τη σύνταξή της οποίας η συμβολαιογράφος βεβαίωσε την ικανότητα της διαθέτιδος να συντάξει διαθήκη. Επίσης από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων, εκ των οποίων η Α. Κ. παραστάθηκε ως μάρτυρας κατά τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης, αποδεικνύεται ότι η διαθέτις κατά το χρόνο σύνταξης τελούσε σε διανοητική κατάσταση, η οποία της επέτρεπε να προσδιορίσει την πραγματική της βούληση και να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της απόφασής της.Κατά συνέπεια, κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της σύνταξης της διαθήκης δεν αποδείχθηκε θετικά ότι η διαθέτις δεν είχε συνείδηση των πράξεών της ή δεν είχε τη χρήση του λογικού, επειδή έπασχε από διανοητική διαταραχή (άνοια), καθώς η άνοια, από την οποία έπασχε, δεν επηρέαζε τη βούληση της, υπό την έννοια ότι αδυνατούσε να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διαθήκης, κατά τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη αγωγή με την οποία ζητείται αναγνώριση της ακυρότητας της ανωτέρω διαθήκης έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κάνει δεκτή κατ'ουσία την αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος για αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης δημόσιας διαθήκης της Δ. Σ., μητέρας αυτού (ενάγοντος) και της πρώτης εναγομένης και γιαγιάς της δεύτερης εναγομένης, λόγω έλλειψης συνείδησης, καθώς και διανοητικής και ψυχικής διαταραχής της διαθέτιδας, που περιόριζαν αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της, απέρριψε την ένδικη αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο ότι η πιο πάνω διαθέτης, από τις αρχές του έτους 2012 είχε διαγνωσθεί με καταθλιπτική συνδρομή, συμπτώματα άγχους και διαταραχές στη συμπεριφορά, εξαιτίας των οποίων η ίδια δεν έβγαινε από το σπίτι και εξέφραζε συνεχώς ανησυχία για την σωματική της υγεία, ενώ κατά το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους είχε επηρεασθεί η πρόσφατη μνήμη της και παρουσίαζε αστάθεια, ότι η πρόδρομη λειτουργική έκπτωση της διαθέτιδος, εδραζόμενη σε καταθλιπτικόμορφο και ανοϊκόμορφο υπόβαθρο προκύπτει και από τις τακτικές επισκέψεις της στην κλινική του ... στο ..., έντεκα (11) για το έτος 2012 υπό το κράτος ανησυχίας της για τη σωματική της υγεία, η οποία πυροδοτήθηκε από το λαβόν χώρα το 2010 οξύ έμπραγμα του μυοκαρδίου, καθώς και από τη νοσηλεία της στη νευρολογική κλινική του ... Νοσοκομείου Αθηνών από 21.1.2013 μέχρι και 8.2.2013, ότι η διαθέτης κατά την νοσηλεία της στο … Νοσοκομείο παρουσίασε διακυμάνσεις της νοητικής λειτουργίας με περιόδους συγχυτικόμορφης εικόνας, διαγνώσθηκε δε με ανοϊκό σύνδρομο, ενώ κατά την έξοδό της έλαβε αντιανοϊκή και αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή, ότι το Μάρτιο 2013, κατόπιν κλινικής εξέτασής της και υποβολής της σε σχετικές νευροψυχολογικές δοκιμασίες, εμφάνισε μέτρια διαταραχή στην άμεση ανάκληση και στη γλωσσική ευφράδεια, ήπια διαταραχή στη λειτουργική μνήμη, μέτρια διαταραχή στον προσανατολισμό στο χρόνο και σοβαρή διαταραχή στην καθυστερημένη ανάκληση και γνωστική ευκαμψία, μέτρια διαταραχή στις λειτουργικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, εμφάνιζε δε ανοϊκό σύνδρομο μεσαίου σταδίου, που δεν της επέτρεπε να διαχειριστεί οικονομικά θέματα ελάσσονος έως μείζονος σημασία, και να λάβει υπεύθυνα μόνη της φαρμακευτική αγωγή, ότι το Μάιο 2013, κατόπιν κλινικής εξέτασης, εμφάνιζε διαταραχές στη μνήμη και τον προσανατολισμό σε χώρο και χρόνο μέτριου βαθμού, ενώ σοβαρότερες ήταν οι διαταραχές στη γνωστική ευκαμψία, είχε πτωχή κρίση, οι δε συνυπάρχουσες συναισθηματικές διαταραχές καθιστούσαν ευμετάβλητη και ευάλωτη τη βούλησή της, ότι επί της υποβληθείσας από 17/06/2013 αίτησης προκειμένου να τεθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, ως πάσχουσα από ανοϊκό σύνδρομο, εκδόθηκε η από 25/06/2013 προσωρινή διαταγή, με την οποία ορίσθηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης ο αιτών ήδη αναιρεσείων και κατόπιν ανακλήσεως της εν λόγω απόφασης η πρώτη εναγομένη ήδη αναιρεσίβλητη, ότι δεν μπορούσε από μόνη της να διαχειριστεί την περιουσία της, καθώς και οικονομικά θέματα από ελάσσονος μέχρι μείζονος σημασίας, είχε δε ανάγκη και άλλου ατόμου ακόμη και για τις καθημερινές της λειτουργίες, για το λόγο δε αυτό τέθηκε με την αριθμ. …/28-07-2015 σε πλήρη επικουρική δικαστική συμπαράσταση, ότι κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης (...) αν και η διαθέτης έπασχε από διανοητική διαταραχή (άνοια) είχε συνείδηση των πράξεών της και τη χρήση του λογικού, καθώς η άνοια, από την οποία έπασχε, δεν επηρέαζε τη βούληση της, υπό την έννοια ότι αδυνατούσε να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διαθήκης, διέλαβε στην απόφασή του ελλιπείς και αντιφατικές, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1719 αριθμ. 3 ΑΚ, για το ουσιώδες ζήτημα της ικανότητας της Δ. Σ., κατά τον κρίσιμο χρόνο, να προβεί στη σύνταξη της ένδικης διαθήκης. Ειδικότερα, το Εφετείο, μολονότι, μεταξύ άλλων, δέχθηκε ότι ήδη, από τις αρχές του έτους 2013, η διαθέτης διαγνώσθηκε ότι πάσχει από ανοϊκό σύνδρομο και ελάμβανε αντιανοϊκή και αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή, μη δυναμένη μόνη της να διαχειριστεί την περιουσία της, και τα οικονομικά της θέματα από ελάσσονος έως μείζονος σημασίας, ότι είχε την ανάγκη άλλου ατόμου ακόμη και για τις καθημερινές της λειτουργίες, ότι είχε ευμετάβλητη και ευάλωτη βούληση, ότι κατάσταση της υγείας αυτής (διαθέτιδος), μετά τη σύνταξη(...) της διαθήκης, έβαινε επιδεινούμενη, κατά τη συνήθη πορεία της νόσου, με περαιτέρω πτώση των νοητικών λειτουργιών της, δέχεται, δηλαδή περιστατικά που την καθιστούν ανίκανη, κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης (...) της επίμαχης διαθήκης, εν τούτοις, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε, ότι κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης, ήτοι μετά την νοσηλεία της στη νευρολογική κλινική του ... Νοσοκομείου Αθηνών (...), αν και έπασχε από άνοια, ήταν πλήρως ικανή για την κατάρτισή της, καθώς η άνοια από την οποία έπασχε δεν επηρέαζε τη συνείδηση και τη βούλησή της. Περαιτέρω, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες το Εφετείο δέχθηκε ότι η βούληση που η διαθέτης εξέφρασε "να μοιραστεί η ακίνητη περιουσία της στα εγγόνια της" στο δικαστικό πραγματογνώμονα, ιατρό νευρολόγο Ν. Σ., κατά την εξέτασή της κατά μήνα Δεκέμβριο 2014 στο πλαίσιο της δικαστικής διερεύνησης της ασκηθείσας από 17/06/2013 αίτησης, προκειμένου να τεθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, οφείλεται στο γεγονός της επιδείνωσης της υγείας της μετά τη σύνταξη της διαθήκης, χωρίς να αιτιολογεί όμως, γιατί την ίδια επιθυμία είχε η διαθέτης εκφράσει και κατά την εξέτασή της στις 27/02/2014, μόλις, δηλαδή, ένα μήνα μετά τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτηση της άνω αίτησης. Οι συναφείς, επομένως, πρώτος και δεύτερος (κατά ένα μέρος) λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων. Μετά την παραδοχή των λόγων αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, εφόσον η σύνθεσή του από άλλους δικαστές είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ. Δ, όπως ισχύει) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που παρέστη και δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματός του, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό( άρθρα 176, 183, 191παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, την 3837/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Και
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ