Αριθμός 949/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 3η Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “...”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα ήδη “...” [...], που εδρεύει στην …. και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Δερμιτζάκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 2) Α. Λ. του Κ., κατοίκου ..., 3) ..., κατοίκου ..., 4) Δ. Μ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, 5) Β. Π. του Β., κατοίκου ... η οποία δεν παραστάθηκε και 6) Ο. Α. του Η., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Μπούρλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-5-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1829/2012 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3303/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 21-6-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Πελαγία Ακάσογλου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(I).- Από τις διατάξεις των άρθρων 104, 106, 108, 110 παρ.2, 98, 74, 75, 96 παράγραφοι 1 και 3, 498 παρ.1, 568 παράγραφοι 1, 2 και 4, 576 παράγραφοι 1, 2 και 3 ΚΠολΔ - και όπως το άρθρο 96 ΚΠολΔ ισχύει από 22.12.2017, κατά τα άρθρα 63 και 80 ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α. 201/22.12.2017)- προκύπτουν (και) τα εξής: Αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανισθεί (καθόλου) διάδικος ή δεν μετάσχει στη συζήτηση κανονικά δηλ. με δικηγόρο, που έχει πληρεξουσιότητα και χορηγήθηκε με τον τύπο που ο νόμος ορίζει, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους έχει επισπεύσει τη συζήτηση της αναιρέσεως. Εάν τη συζήτηση της αναιρέσεως έχει επισπεύσει εγκύρως ο διάδικος που απολείπεται κλητεύοντας νομίμως και εμπροθέσμως τους λοιπούς διαδίκους ή ο ίδιος έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως από άλλο διάδικο που επισπεύδει τη συζήτηση, η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι διαφορετικά, κηρύσσεται η συζήτηση απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήτευση (κλήση) εκτός αν πρόκειται για απλή ομοδικία, οπότε η συζήτηση δεν κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους. Ειδικότερα, επί απλής ομοδικίας η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αναιρέσεως χωρεί νομίμως ως προς τους διαδίκους, οι οποίοι εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, ενώ ως προς τους λοιπούς διαδίκους κηρύσσεται απαράδεκτη. Στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα. Αν δεν υπάρχει ρητή πληρεξουσιότητα κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη της πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της. Η πληρεξουσιότητα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται ακόμη και επί "ειδικής πληρεξουσιότητας" μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Ειδικώς για τις εργατικές διαφορές [άρθρα 663 - 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το άρθρο 1 - άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α. 87 / 23.7.2015)], ισχύον για την ειδική αυτή διαδικασία από 1.1.2016, κατά το άρθρο 1 - άρθρο ένατο ν. 4335/2015 και ήδη άρθρο 614 παρ.3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 621, 591, 622, 422, 421 ΚΠολΔ], η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου μπορεί να δίνεται και με ιδιωτικό έγγραφο, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρετήσεως Πολιτών (Κ.Ε.Π.) ή από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική Αρχή. Ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναιρέσεως, εφ' όσον δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, θεωρείται πως δεν παρίσταται, δηλ. θεωρείται δικονομικά απών και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, με την οποία εμφανίζεται αυτός ότι επισπεύδει τη συζήτηση και αν δεν προκύπτει άλλοθεν κλήτευσή του, η συζήτηση κηρύσσεται ως προς αυτόν απαράδεκτη. Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο διάδικος που παρίσταται. Για τους διαδίκους, που κηρύχθηκε, ως άνω, απαράδεκτη η συζήτηση της αναιρέσεως, η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήτευση (ΑΠ ολ. 7/2019, ΑΠ 544/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, υπόκειται προς κρίση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η από 21.6.2018 (Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/21.6.2018 - Εφετείο Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως και φέρεται προς συζήτηση με την από 26.5.2020 κλήση των καλούντων - ήδη αναιρεσίβλητων μετά από ματαίωση της συζητήσεώς της, στη νόμιμη δικάσιμο της 17.3.2020 [άρθρα 230 παρ.2, 568 παράγραφοι 1 και 3 ΚΠολΔ]. Με την αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 3303/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 3.7.2017, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 16.6.2014 εφέσεως των εκκαλούντων - ήδη αναιρεσίβλητων. Εκκαλούμενη ήταν η 1829/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 23.11.2012, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 10.5.2010 αγωγής των εναγόντων - ήδη αναιρεσίβλητων κατά του εναγομένου ν.π.δ.δ. - ήδη αναιρεσείοντος. Η αγωγή αφορά απαιτήσεις των εναγόντων έναντι του εναγομένου από παροχή εξαρτημένης εργασίας. Με την 1829/2012 πρωτόδικη απόφαση, η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Με την 3303/2017 απόφαση του εφετείου, η έφεση έγινε δεκτή, τυπικά και στην ουσία, εξαφανίσθηκε εν μέρει η 1829/2012 πρωτόδικη απόφαση, ακολούθως, η υπόθεση κρατήθηκε κατά το μέρος που η 1829/2012 απόφαση εξαφανίσθηκε και η αγωγή έγινε μερικώς δεκτή στην ουσία. Στους πρώτο και δεύτερο βαθμούς δικαιοδοσίας, η υπόθεση εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρα 663 - 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το ν. 4335/2015]. Τη συζήτηση της αναιρέσεως επισπεύδουν και οι έξι (6) αναιρεσίβλητοι, απλοί μεταξύ τους ομόδικοι, σύμφωνα με την έγγραφη παραγγελία προς επίδοση της από 26.5.2020 κλήσεως του Δημητρίου Μπούρλου (A.M./Δ.Σ.Α. 4026), ως πληρεξουσίου τους δικηγόρου και την υπ' αριθμ. .../6.7.2020 έκθεση επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α. Μ. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην ως άνω νόμιμη δικάσιμο (3.11.2020) δεν εμφανίσθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι αναιρεσίβλητοι 4ος (Δ. Μ. του Π.) και 5η (Β. Π. του Β.) ενώ παραστάθηκαν οι λοιποί, πλέον τέσσερις (4) συνολικά αναιρεσίβλητοι (Α. Κ. του Γ., Α. του Κ., Π. Μ. του Β. και Ο. Α. του Η.), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον ως άνω Δημήτριο Μπούρλο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο τους (βλ. τέσσερις "εξουσιοδοτήσεις" - ιδιωτικά έγγραφα, αντίστοιχα προς τους παρασταθέντες τέσσερις αναιρεσίβλητους, με βεβαίωση, αρμοδίως, του γνησίου της υπογραφής τους). Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο δικηγόρος Δημήτριος Μπούρλος, που έδωσε, ως άνω, την παραγγελία προς επίδοση, είχε πληρεξουσιότητα να επισπεύσει τη συζήτηση της αναιρέσεως και από τους 4° και 5η απόντες αναιρεσίβλητους, εφ' όσον δεν προσκομίζονται γι' αυτούς (απόντες αναιρεσίβλητους) συμβολαιογραφικές πράξεις ή ιδιωτικά έγγραφα, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους από Κ.Ε.Π. ή άλλη δημόσια ή δημοτική Αρχή.
Συνεπώς, η επίσπευση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως είναι άκυρη. Εξ άλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το αναιρεσείον ν.π.δ.δ. κλήτευσε τους απόντες αναιρεσίβλητους, προκειμένου να παραστούν κατά τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως στην ως άνω νόμιμη διάσιμο (3.11.2020). Μετά ταύτα και κατά τα γενόμενα δεκτά στην (I) νομική σκέψη, πρέπει: (α). Ως προς τους απόντες (4° και 5η) αναιρεσίβλητους να χωρισθεί η υπόθεση και να κηρυχθεί ως προς αυτούς απαράδεκτη η συζήτηση της αναιρέσεως, (β).- Ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, που παρίστανται (τέσσερις πλέον συνολικά) να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως. Περαιτέρω, η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε κατά τα παραπάνω στις 21.6.2018, νομίμως και εμπροθέσμως, δηλ. στην καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από την 3.7.2017 - ημερομηνία δημοσιεύσεως της 3303/2017 αποφάσεως- δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της αποφάσεως αυτής ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της [άρθρα 495 παρ.1, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1, 144, 145 παρ.1, 577 παράγραφοι 1 και 3, 591 παρ.7 ΚΠολΔ].
(II).- Η ευθεία παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. κανόνα, που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ. Κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται ευθέως, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ήτοι αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στον ουσιαστικό νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού. Ελέγχονται έτσι τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών δηλ. αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής τους στο νόμο. Ιδρύεται δε, ο λόγος αυτός, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (ΑΠ ολ. 3/2020). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) ο λόγος του άρθρου 559 αριθμός εδ. (α) ΚΠολΔ και, συνεπώς, εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος [άρθρα 118 αριθμός 4, 566 παρ.1, 577 παρ.3 ΚΠολΔ] πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. η πλημμέλεια που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια, που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, επίσης, να εκτίθενται πλήρως και σαφώς οι κρίσιμες ουσιαστικές - πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε να γίνει ή να μη γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ή η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία και όχι μόνο το κατ' εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα. Ειδικότερα, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών, κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος. Αντίθετα, πρέπει να αναφέρεται, έστω και συνοπτικώς, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που η απόφαση δέχθηκε και κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα. Τούτο διότι μόνο από τις ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται τελικώς η ευδοκίμηση της αναιρέσεως [άρθρο 578 ΚΠολΔ], δηλ. η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται ως άνω από την ορθότητα του διατακτικού, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ ολ. 11/2017, ΑΠ ολ. 1/2016). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού (δικανικού) συλλογισμού της, ήτοι στο αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται καλύπτουν όλα τα αναγκαία στοιχεία κατά το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ιδρύεται, επομένως, ο λόγος, μόνο, όταν η πλημμέλεια αφορά παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και προϋποθέτει κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας (ΑΠ ολ. 3/1997, ΑΠ 135/2014). Για να είναι παραδεκτός (ορισμένος) τέτοιος λόγος πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως [άρθρα 118 αριθμός 4, 566 παρ.1, 577 παρ.3 ΚΠολΔ] να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, σχετικά με την εφαρμογή της οποίας υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ακόμη, να εκτίθενται οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως, με πληρότητα και σαφήνεια, ενώ δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος. Επίσης, στο δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, δηλ. ποια στοιχεία αναγκαία για την επάρκεια των αιτιολογιών λείπουν, σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια μέρη τους προκύπτει (ΑΠ ολ. 20/2005, ΑΠ ολ. 1/1999). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμός 17 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η ίδια απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας αποφάσεως και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό (σκεπτικό) της αποφάσεως ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Συγκεκριμένα, η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 17 ΚΠολΔ, όταν προκαλείται τέτοια αοριστία ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητος της αποφάσεως ή η πρόκληση της σκοπούμενης διαπλάσεως ή η ύπαρξη βεβαιότητος στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (ΑΠ 87/2013). Τέλος, το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ ορίζει (και) ότι: "Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας”. Έτσι, αν ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε ισχυρισμό, που πρέπει για το παραδεκτό του λόγου να έχει προταθεί νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, τότε, για να είναι ορισμένος και, συνεπώς, παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως, όσον αφορά τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως [άρθρα 118 αριθμός 4, 566 παρ.1, 577 παρ.3 ΚΠολΔ] να αναφέρεται ότι νομίμως προτάθηκε ο ισχυρισμός στο δικαστήριο της ουσίας [άρθρα 240, 520 ΚΠολΔ], Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους αναιρέσεως (ΑΠ ολ. 43/1990, ΑΠ 30/2006, ΑΠ 142/2013, ΑΠ 2062/2007, ΑΠ 194/1998).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι λόγοι αναιρέσεως (τέσσερις συνολικά) περιέχουν τις παρακάτω αιτιάσεις: Ο πρώτος λόγος, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, περιέχει την αιτίαση ότι το εφετείο στην 3303/2017 απόφαση ευθέως παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 699, 904 ΑΚ, 6 ν. 765/1943, 20 παρ.1 ν. 2639/1998 και δέχθηκε μερικώς την αγωγή στην ουσία (σελίδες 3-10 της αιτήσεως αναιρέσεως). Ο δεύτερος λόγος, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμοί 19 και 17 ΚΠολΔ, περιέχει τις μερικότερες αιτιάσεις ότι το εφετείο "στο σώμα - κείμενο" της 3303/2017 αποφάσεως διέλαβε (i).- ελλιπείς αιτιολογίες και (ii).- εσφαλμένες αιτιολογίες (σελίδες 10 - 12 της αιτήσεως αναιρέσεως). Ο τρίτος λόγος, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, περιέχει την αιτίαση ότι το εφετείο στην 3303/2017 απόφαση ευθέως παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1, 14 παρ.2, 28 παρ.4, 24 παράγραφοι 2 και 3 ν. 3205/2003, 14 ν. 3016/2002, 2 παρ.3 ν. 3336/2005 και δέχθηκε μερικώς την αγωγή στην ουσία (σελίδες 12 - 16 της αιτήσεως αναιρέσεως). Ο τέταρτος λόγος, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, περιέχει την αιτίαση ότι το εφετείο στην 3303/2017 απόφαση ευθέως παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 17 και 20 Συντάγματος, 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και 6 παρ.1, 46 ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 44, 48 και 49 ν.δ. 496/1974, 86 και 90 ν.2362/1995, 140 ν. 4270/2014, 250 αριθμοί 6, 16 και 17 ΑΚ, 105 ΕισΝΑΚ έτσι, απέρριψε στην ουσία) την ένσταση παραγραφής, που το αναιρεσείον είχε προτείνει παραδεκτώς πρωτοδίκως και κατ' έφεση (σελίδες 16 - 26 της αιτήσεως αναιρέσεως). Κατά τα γενόμενα δεκτά στην (II) νομική σκέψη και οι τέσσερις λόγοι αναιρέσεως υπό το ως άνω περιεχόμενο είναι απαράδεκτοι, όπως και οι παρασταθέντες αναιρεσίβλητοι υποστηρίζουν με τις από 3.11.2020 νόμιμες έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσαν στις 6.11.2020 [άρθρο 570 παρ.1 ΚΠολΔ] και ειδικότερα: Ο πρώτος λόγος από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, ως αόριστος, διότι στο δικόγραφο της αναιρέσεως δεν εκτίθενται οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της 3303/2017 αποφάσεως, αλλά γίνεται μνεία μόνο αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος (σελίδες 3 και 4 της αιτήσεως αναιρέσεως). Ο δεύτερος λόγος είναι, επίσης, απαράδεκτος και δη: Ως προς την υπό στοιχείο (i) μερικότερη αιτίαση από το άρθρο 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, ως αόριστος, διότι στο έγγραφο της αναιρέσεως δεν αναφέρεται συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, σχετικά με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, επίσης δεν εκτίθεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών της 3303/2017 αποφάσεως, έστω και συνοπτικώς, αλλά γίνεται μόνο μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών, κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος (σελ. 10 της αιτήσεως αναιρέσεως). Ως προς την υπό στοιχείο (ii) μερικότερη αιτίαση από το άρθρο 559 αριθμός 17 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος διότι δεν αναφέρεται αντίφαση, που εντοπίζεται στο διατακτικό της 3303/2017 αποφάσεως. Ο τρίτος λόγος από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, ως αόριστος διότι στο δικόγραφο της αναιρέσεως δεν εκτίθενται καθόλου οι ουσιαστικές παραδοχές της 3303/2017 αποφάσεως. Ο τέταρτος λόγος από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, ως προς την ένσταση παραγραφής, που το αναιρεσείον παραδεκτώς πρότεινε πρωτοδίκως και κατ' έφεση, είναι απαράδεκτος, ως αόριστος διότι στο δικόγραφο της αναιρέσεως δεν εκτίθενται καθόλου οι ουσιαστικές παραδοχές της 3303/2017 αποφάσεως.
Άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα δεν υπάρχει, συνεπώς πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο η από 21.6.2018 αίτηση για αναίρεση της 3303/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τους πιο πάνω (παρόντες) διαδίκους. Το ηττηθέν αναιρεσείον πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των παρασταθέντων ως άνω αναιρεσιβλήτων, κατά το βάσιμο αίτημα των τελευταίων [άρθρα 106, 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ], Η δικαστική δαπάνη ορίζεται στο συνολικό ποσό των (1800) ευρώ και οι παρασταθέντες αναιρεσίβλητοι την δικαιούνται [άρθρο 480 ΑΚ] κατ' ίσο μέρος (1800 ευρώ: 4). Δεν ορίζεται η δικαστική δαπάνη μειωμένη διότι στην υπόθεση αυτή το αναιρεσείον εκπροσωπήθηκε από ιδιώτη δικηγόρο, που υπηρετεί στο αναιρεσείον με πάγια αντιμισθία (βλ. από 2.11.2020 "υπεύθυνη δήλωση" του ιδιώτη δικηγόρου) και όχι από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους [άρθρα 19 παρ.1 περ. (β) ν. 2556/1997 (ΦΕΚ Α. 270/24.12.1997), 31 ν. 4445/2016 (ΦΕΚ Α. 236/19.12.2016), 1 ν. 4670/2020 (ΦΕΚ Α. 43/28.2.2020), σε συνδυασμό προς το άρθρο 61 παρ.3 περ. (δ) ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α. 208/27.9.2013)].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει τον χωρισμό της υποθέσεως, όσον αφορά τους αναιρεσίβλητους 4° (Δ. Μ. του Π.) και 5η (Β. Π. του Β.).
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους πιο πάνω 4° και 5η αναιρεσίβλητους.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 21.6.2018 αίτηση για αναίρεση της 3303/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των παρασταθέντων αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ