Αριθμός 950/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 12η Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Γιαννόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Μ. του Γ., συζύγου Γ. Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Δικτά-Μπισίλκα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-9-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν η 353/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 155/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-5-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Στην προκείμενη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα, παραδεκτώς επισκοπούμενα, προκύπτει η ακόλουθη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης: Η ενάγουσα με την από 1-9-2014 αγωγή της (αρ. εκθ. καταθ…./2014), απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, επικαλείτο ότι δυνάμει της από 26-7-2000 άτυπης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με τον εναγόμενο παρείχε σ' αυτόν την εργασία της ως εργάτρια μέχρι την απόλυσή της, στις 28-6-2014, και επιδίωκε την καταβολή συνολικού ποσού 110.948,70 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 27-6-2009 έως 28-6-2014, επιδόματα εορτών και αδείας, αποζημίωση αδείας, αποζημίωση υπερεργασίας και υπερωριών και αποζημίωση απολύσεως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 353/2015 απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για το ποσό των 7.150,70 ευρώ. Ύστερα από άσκηση έφεσης κατ' αυτής της ενάγουσας εκδόθηκε η εδώ αναιρεσιβαλλομένη, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η εκεί εκκαλουμένη, δικάστηκε εκ νέου η αγωγή και έγινε αυτή εν μέρει δεκτή για το ποσό των 35.639,81 ευρώ. Ειδικότερα το δικαστήριο επιδίκασε τα εκεί επί μέρους ποσά για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, για επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές αδείας.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 11 περ. α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, τέτοιο δε μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο είναι, κατ' αρχήν, σύμφωνα με το άρθρ. 393§1 ΚΠολΔ, και οι μάρτυρες για την απόδειξη συμβάσεων και συλλογικών πράξεων, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει το οριζόμενο σε αυτή ποσό. Από τις διατάξεις των άρθρων 670 και 671 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, συνάγεται ότι κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη και αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία εκτιμά ελευθέρως, χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει νομικούς κανόνες ως προς την αποδεικτική δύναμη αυτών, με εξαίρεση ως προς τη δικαστική ομολογία και τα δημόσια έγγραφα (ΑΠ363/2020). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να κάμπτεται η εφαρμογή του άρθρου 393§1 ΚΠολΔ, κατά το οποίο συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται σε αυτό .Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 395 ΚΠολΔ, όταν η απόδειξη με μάρτυρες αποκλείεται ,δεν επιτρέπεται ούτε και η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, κατά την γενική αρχή του διαχρονικού αστικού δικονομικού δικαίου που συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 στ. δ' και 20 ΕισΝΚΠολΔ το επιτρεπτό της αποδείξεως δια μαρτύρων κρίνεται κατά το ισχύον κατά το χρόνο της δημιουργίας της αποδεικτέας δικαιολογικής σχέσεως δίκαιο, το οποίο και μόνο μπορούν να έχουν υπόψη τους οι ενδιαφερόμενοι για τη ρύθμιση της αποδείξεως της σχέσεως αυτής. (ΑΠ 364/2012). Με το ν. 4335/2015 επήλθαν ριζικές αλλαγές στον ΚΠολΔ. Με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκε το ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ-ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ του Κ.Πολ.Δ. (άρθρα 591 έως 681Δ) με τα άρθρα 591 έως 645, με συνέπεια την σιωπηρή κατάργηση των άρθρων 646 έως 681Δ και ως εκ τούτου και του άρθρου 671 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές. Ακόμη, με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκε το άρθρο 340 ΚΠολΔ και ορίζεται σ' αυτό όπως αντικαταστάθηκε ότι "Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394”. Δηλαδή και στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, όπως και στην τακτική διαδικασία με τις επελθούσες αλλαγές, η λήψη υπόψη και η εκτίμηση αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τους όρους του νόμου τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, στο άρθρο ένατο του άρθρου 1 άρθρο του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο "μεταβατικές και άλλες διατάξεις" περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία (παρ. 2) "Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές" , ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016" Οι νέες διατάζεις του άρθρου 340 ΚΠολΔ δεν υπάγονται σε ειδική μεταβατική διάταξη του σχετικού άρθρου ένατου ν. 4335/2015. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν εισάγει στο ν. 4335/2015 ειδικό κανόνα διαχρονικού δικαίου αναφορικά με τις νέες ρυθμίσεις για την απόδειξη και από τη γενική αρχή του διαχρονικού αστικού δικονομικού δικαίου (ΕισΝΚΠολΔ 5 παρ. 2 στ. δ' και 20) σύμφωνα με την οποία το επιτρεπτό της αποδείξεως δια μαρτύρων κρίνεται κατά το ισχύον κατά το χρόνο της δημιουργίας της αποδεικτέας δικαιολογικής σχέσεως δίκαιο συνάγεται ότι συμβάσεις που καταρτίστηκαν υπό την ισχύ της διατάξεως του άρθρου 671 ΚΠολΔ, που συγχωρούσε τη χρήση μαρτύρων προς απόδειξή τους, έστω και αν το αντικείμενό τους υπερέβαινε το όριο του άρθρου 393 παρ.1 του ΚΠολΔ, διέπονται από το προηγούμενο ισχύον κατά την κατάρτισή τους, νομοθετικό καθεστώς ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αποδείξεώς τους με μάρτυρες. Περαιτέρω, οι διατάξεις για τις ένορκες βεβαιώσεις (ΚΠολΔ 421 έως 424) του Κ.Πολ.Δ., οι οποίες προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 και, κατά την παρ. 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, η ισχύς τους αρχίζει από 1.1.2016, εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών υποθέσεων, κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του ανωτέρω νόμου, εφόσον αφορούν σε ένορκες βεβαιώσεις, ληφθείσες, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, κατά τη γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, που εκφράζεται από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β' και 24 παρ. 1 εδ. α' του ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες διαδικαστικές πράξεις απόδειξης του Κ.Πολ.Δ. (άρθρα 415 έως 420 και 421 έως 431) ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο διενέργειάς τους, ενώ δεν εφαρμόζονται για τις ληφθείσες πριν από την εν γένει ισχύ του νέου δικαίου (άρθρο 1 άρθρο ένατο§ 4 του ν. 4335/2015), δηλαδή πριν από την 1.1.2016,οι οποίες διέπονται από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. (άρθρο 1 άρθρο ένατο§ 4 του ν. 4335/2015) (ΑΠ 1175/2019). 3. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, από το άρθρο 559 αρ.11 εδ. α' του ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο για να καταλήξει στην κρίση του, ότι μεταξύ της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας και του αναιρεσείοντος - εναγομένου είχε καταρτισθεί κατά μήνα Ιούλιο του 2000 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και ειδικότερα την μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προς απόδειξη της ανωτέρω συμβάσεως υποκείμενης στον περιορισμό του άρθρου 393 ΚΠολΔ, ως υπερβαίνουσας το ποσό των 30.000 ευρώ με βάση την αξία της σύμβασης, υπολογιζόμενη στο δεκαπλάσιο της επικαλούμενης στην αγωγή ετήσιας παροχής, τις εκεί αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις και δικαστικά τεκμήρια Από τα διαδικαστικά έγγραφα και την προσβαλλόμενη απόφαση παραδεκτώς επισκοπούμενα (ΚΠολΔ 561 αρ.2) σε σχέση με τον εδώ ερευνώμενο αναιρετικό λόγο προκύπτουν τα ακόλουθα: Ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση της από 7-9-2015 έφεσης της ενάγουσας στις 10-2-2017 κατά της 353/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, μεταξύ άλλων αποδείξεων, έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος περί της κατάρτισης κατά μήνα Ιούλιο του 2000 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία η αναιρεσίβλητη ανέλαβε να παρέχει την εργασία της ως εργάτρια στην επιχείρηση του εναγομένου εδώ αναιρεσείοντος τα ανωτέρω επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικά μέσα ,ήτοι ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τις … και …/2015 ένορκες βεβαιώσεις των Α. Κ. και Μ. Μ. αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας και δικαστικά τεκμήρια. Υπό τα διαλαμβανόμενα το Εφετείο που έλαβε υπόψη τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και συναξιολόγησε αυτά για τη διαμόρφωση της κρίσης του περί κατάρτισης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2000, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη αναιρετική πλημμέλεια. Τούτο διότι ήταν επιτρεπτή η απόδειξη της ένδικης σύμβασης με μάρτυρες και ανεξαρτήτως του περιορισμού του ορίου του άρθρου 393 ΚΠολΔ με βάση την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 671 ΚΠολΔ, με τις ένορκες βεβαιώσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εν γένει ισχύ του νέου δικαίου (άρθρο 1 άρθρο ένατο § 4 του ν. 4335/2015), δηλαδή πριν από την 1.1.2016 και διέπονται από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς και δικαστικά τεκμήρια. Επομένως ο πρώτος λόγος της αιτήσεως από τον αρ.11 α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης, που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται απλώς δυσμενείς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 8/2001). Το ζήτημα αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του. Εξάλλου, η παραπάνω διάταξη, που έχει έντονο χαρακτήρα δημόσιας τάξης, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημόσιας τάξης, διατάξεις (ΟλΑΠ 10/2012), όπως είναι οι αξιώσεις του μισθωτού από εργασιακή σχέση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπου ο εργοδότης οφείλει να γνωρίζει τις οικονομικές του υποχρεώσεις απέναντι στον εργαζόμενο και να είναι συνεπής στην εκπλήρωσή τους, η αδράνεια του μισθωτού να τις διεκδικήσει, ακόμη και μακροχρόνια, δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου στην αποδυνάμωση του σχετικού δικαιώματος, αφού σύμφωνα με την κοινή πείρα, η τυχόν διεκδίκηση, κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη διατήρηση της θέσης εργασίας (ΑΠ 768/2016, ΑΠ 2109/2013). Σημειώνεται δε ότι σε κάθε περίπτωση και αν ο ενάγων παραιτήθηκε σιωπηρώς εκ των νόμιμων εργασιακών δικαιωμάτων του, αυτό δεν του στερεί το δικαίωμα όπως διεκδικήσει αυτά μεταγενέστερα με αγωγή, αφού η συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του, είναι άκυρη είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας είτε μετά από αυτή (ΑΠ 543/2019 ).
5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το δικαίωμα, που αξιώνεται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση. Για να ιδρυθεί ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως θα πρέπει ο ισχυρισμός να είχε προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, να είναι νόμιμος και να ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2019, Ολ.ΑΠ 8/2013, Ολ.ΑΠ 2/1989) Συνεπώς, δεν ιδρύει τον άνω λόγο αναιρέσεως η παράλειψη του δικαστηρίου να λάβει υπόψη και να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο ή αόριστο, αφού ο ισχυρισμός αυτός (μη νόμιμος ή αόριστος) είναι επουσιώδης, δεν έχει επίδραση στο διατακτικό της αποφάσεως και δεν συνιστά "πράγμα" κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. 6. Στη προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα παραδεκτώς επισκοπούμενα, ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της κατ' αυτού ένδικης αγωγής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης προέβαλε παραδεκτά, με συνοπτική δήλωση στα πρακτικά και ανάπτυξη στις προτάσεις του, τον από το άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμό καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων της ενάγουσας, τον οποίο επανέφερε με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι η άσκηση των συναφών αξιώσεων είναι καταχρηστική, καθόσον η ενάγουσα καθ' ολο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της στον εναγόμενο λάμβανε αποδοχές υπέρτερες των νομίμων, εισέπραπε τις αποδοχές της υπογράφοντας τις μηνιαίες εξοφλητικές αποδείξεις ανεπιφύλακτα με δήλωση ότι έχει εξοφληθεί ολοσχερώς για τις αποδοχές του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σ' αυτόν η πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν πρόκειται να εγείρει ουδεμία συναφή αξίωση και ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από την αιφνίδια μεταστροφή της θα είναι ιδιαίτερα επαχθείς γι'αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός, με το προαναφερόμενο πραγματικό, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν ήταν νόμιμος. Τούτο διότι η κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας ανεπιφύλακτη είσπραξη των αμοιβών εκ μέρους της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης, με τη δήλωση ότι έχει ολοσχερώς εξοφληθεί, δεν επάγεται αποδυνάμωση του δικαιώματος της να απαιτήσει τις τυχόν νόμιμες αμοιβές της και επιδόματα ύστερα από τη λύση της σύμβασης εργασίας της, ενώ τα αορίστως υποστηριζόμενα περί καταβολής σ' αυτήν υπέρτερων αποδοχών, μη άλλωστε προσδιορισθεισών, σε συνδυασμό με τα λοιπά περιστατικά, δεν θεμελιώνουν την από την ανωτέρω διάταξη ένσταση και ως εκ τούτου ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν συνιστούσε, "πράγμα”. Επομένως, με την παράλειψη του Εφετείου να τον λάβει υπόψη και να τον ερευνήσει, δεν ιδρύεται ο άνω εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης και ο αντίθετος, δεύτερος λόγος της αιτήσεως, είναι αβάσιμος. 7. Με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-5-2019 αίτηση περί αναιρέσεως της 155/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. -Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης..
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ